Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

"Ηλίας Βενέζης: Η ελεύθερη πένα" (από τη TVXS, 3/8/2010) και ένα απόσπασμα από την "Αιολική Γη", αγαπημένο βιβλίο των παιδικών μου χρόνων, και όχι μόνο.

..................................................................................

Ηλίας Βενέζης : Η ελεύθερη πένα



Σαν σήμερα, στις 3 Αυγούστου 1973, τα γράμματα και η λογοτεχνία χάνουν ένα μεγάλο πεζογράφο και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, τον Ηλία Βενέζη.

Ο Ηλίας Βενέζης, που το πραγματικό του όνομα ήταν Ηλίας Μέλλος, γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας στις 4 Μαρτίου 1904 όπου και έζησε εκεί μέχρι τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Το 1922 η οικογένειά του εγκατέλειψε οριστικά τη Μικρά Ασία, ο ίδιος όμως δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί στο πλοίο: αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και εστάλη στα εργατικά τάγματα για 14 μήνες. «Εκεί έμεινα δεκατέσσερις μήνες, δουλεύοντας σε δρόμους, σε φορτηγά βαγόνια, σε τσιφλίκια, σε χτίσιμο σπιτιών και σ' ένα σωρό άλλες σκληρές εργασίες. Πολλές φορές κινδύνεψα τη ζωή μου και υπόφερα όσα σπάνια μπορεί να τύχουν σ' ένα παιδί», λέει ο ίδιος. Τις εμπειρίες που αποκόμισε από την παραμονή του στα εργατικά τάγματα τις κατέγραψε στο πρώτο του μυθιστόρημα, Το νούμερο 31328, «Το βιβλίο της σκλαβιάς», όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος, πρωτοδημοσιεύτηκε το 1924 στην εφημερίδα «Καμπάνα», που εξέδιδε ο Στράτης Μυριβήλης, ενώ σε βιβλίο βγήκε το 1931.

Το 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη όπου και εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος στη Τράπεζα της Ελλάδος μέχρι το 1932 που πήρε μετάθεση στην Αθήνα. Διώχθηκε για τις πολιτικές του ιδέες από τον νόμο του «Ιδιωνύμου» από τη δικτατορία του Μεταξά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνελήφθη με την κατηγορία ότι σε συγκέντρωση του προσωπικού της Τράπεζας είχε μιλήσει για ελευθερία. Φυλακίστηκε στο «Μπλοκ C» των φυλακών Αβέρωφ και η εκτέλεσή του απετράπη έπειτα από αντιδράσεις του πνευματικού κόσμου. Μετά τον πόλεμο διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην πνευματική ζωή της χώρας καταλαμβάνοντας επίσημες θέσεις όπως του Διευθύνοντος Συμβούλου & Γραμματέα του Εθνικού Θεάτρου,(1950-52), Διοικητικός Διευθυντής και πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής του (1964-1967), ιδρυτικό μέλος της Ομάδας των Δώδεκα (1950), συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1954-1966), πρόεδρος του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1963-1966) κι αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης (1966-1970), Αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το 1957 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θέση από την οποία ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα.

Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία την έκανε στα 1928, με μια συλλογή διηγημάτων, «Μαvώλης Λέκας». Ύστερα ακολούθησαν τα τρία του έργα: «Το Νούμερο 31328», «Γαλήvη» και «Αιολική Γη», στα οποία βρίσκουμε το Βενέζη στην κορυφή της συγγραφικής του δεινότητας αφού αποτελούν υποβλητικά αφηγήματα, που τα πλημμυρίζει η λυρική διάθεση. Τα παραπάνω τρία πρώτα μυθιστορήματα του Ηλία Βενέζη εξιστορούν τα περιστατικά μιας ζωής, της ζωής του συγγραφέα, σε τρεις σημαντικούς σταθμούς της: τη μαγεία της παιδικής ηλικίας (Αιολική γη), τη σκληρή δοκιμασία στην εφηβεία (Το Νούμερο 31328), το ξεριζωμό από την πατρίδα, μαζί με την προσπάθεια προσαρμογής στα νέα χώματα (Γαλήνη). Τα δύο τελευταία μυθιστορήματά του, η «Έξοδος», είναι χρονικό της κατοχής (1941 -1945), και ο «Ωκεαvός» ανήκει στο λογοτεχνικό είδος που βρίσκεται ανάμεσα στο ημερολόγιο και την ταξιδιωτική εντύπωση.

Το έργο του γνώριζε πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα με συνεχείς επανεκδόσεις και με πολλές μεταφράσεις στο εξωτερικό. Το 1949 μετά από πρόσκληση του State Department περιόδευσε στις ΗΠΑ, όπου πραγματοποίησε διαλέξεις και συνεντεύξεις. Τιμήθηκε με το Α' Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών, 1940 για τη "Γαλήνη". Τα 3 τελευταία χρόνια της ζωής του (1971-1973) υπέφερε από σοβαρό πρόβλημα υγείας. Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1973 στην Αθήνα, από καρκίνο του λάρυγγα. Κηδεύτηκε και τάφηκε στα Μήθυμνα της Λέσβου.

 .................................................................................



...Υπνωτισμένος πήγε προς τους ήχους και χτύπησε την πόρτα. Ήταν ένα παλιό ρολόι, ακουμπισμένο στο σκρίνιο του νοικοκυρόσπιτου. Δυο σάτυροι, βαμένοι με χρυσή μπογιά, το στηρίζανε όρθιο. Κι όλο το κάντρο του ρολογιού ήταν βαμένο χρυσό.
   Πλησίαζε ο Στέφανος στο σκρίνιο, όταν η μελωδία σταμάτησε.
   "Τι είναι αυτό!..." λέει θαμπωμένος.
   "Ρολόι είναι, κυρ- Στέφανέ μου", του αποκρίνεται η νοικοκυρά.
   "Πώς παίζει μουσική;" 
   "Έτσι γίνεται. Το κουρντίζεις, κι αυτό παίζει. Βέβαια, είναι σπουδαίο ρολόι!"
   Ο Στέφανος δεν ξεκολνά τα μάτια του απ' τους χρυσούς σάτυρους. Το πρόσωπό του αρχίζει να το βρέχει ο ίδρος. 
   "Σταματά και πάλι αρχίζει;" λέει. " Έτσι είπες;"
   "Ναι. Σταματά, το κουρντίζεις, και πάλι παίζει."
   Ο Στέφανος δε διστάζει. Στα μάτια του λάμπει αστραπή:
   " Πόσο μου το πουλάς, κυρα - Κυριακούλα;"
   Α, η κυρα - Κυριακούλα δεν το πουλά! Της το 'φερε ο μακαρίτης ο άντρας της ο γεμιτζής, σαν έκαμε το μεγάλο ταξίδι του στα μέρη της Ρωσίας.
   Τότε ο Στέφανος της πιάνει με βία και τα δυο χέρια και την παρακαλεί θερμά να του πουλήσει το ρολόι.
   "Αν δεν το πάρω χάθηκα. Χάθηκα!"
    Της έταξε ένα τόσο μεγάλο ποσό, την ικέτεψε τόσο, που η Κυρα - Κυριακούλα τα 'χασε. Και στο τέλος δέχτηκε.
   Έτσι ο Στέφανος πούλησε πολλά σαμάρια με γαλάζιες χάντρες, πήρε το ρολόι και το 'φερε στο μαγαζί του. 
   Εκείνη η πρώτη νύχτα πέρασε όλη με τους ήχους. Ο Στέφανος κούρντιζε και ξανακούρντιζε το μηχάνημα, κ' οι ήχοι υψώνονταν και γέμιζαν το γυμνό χώρο οπού ήταν πριν τα σαμάρια. Τι ωραία που ήταν! Αγέρι που φυσάς πάνω απ' το Αιγαίο, αγέρι που φυσάς στα μεγάλα δέντρα της Ανατολής, κάμε να σωπάσουν στα σκιερά φαράγγια της οι αρκούδες και οι λύκοι. Κάμε να σωπάσει το αίμα που χύνεται από άγρια πάθη στη γη σου, σκούπισε τα δάκρυα στα μάτια των μητέρων που τους φέραν σκοτωμένα τα παιδιά τους απ' τους ανεμόμυλους, λούφαξε τη δύναμη που σέρνει τους κοντραμαπατζήδες να σκοτώνουν και να σκοτώνονται. Αγέρι που φυσάς, κάμε τα όλα αυτά απόψε, κ' ύστερα άκουσε. Άκουσε τους ήχους που απόψε γέμισαν τον τόπο των σαμαριών, πάρε τους και πήγαινέ τους στο κορίτσι της θάλασσας. Πες της, όπου και να 'ναι, πως αυτό, που κανένας άνθρωπος δεν το αξιώθηκε στη ζωή, θα το κάμει αυτός, ο ταπεινός ο Στέφανος ο σαμαράς, για χατίρι της, γιατι έτσι είναι η αγάπη: θα γυρέψει να κρατήσει τους ήχους, να κάμει τη συμφωνία ατέλειωτη. Το αίμα και η καρδιά και τα νεύρα του από δω και πέρα θα 'ναι σίδερο που καίει, τρέλα και πάθος για τη χίμαιρα. Τι σημασία έχει αν στο τέλος οι ήχοι δε μείνουν, αν πάντα θα φεύγουν και θυα χάνουνται;
   Τα χαράματα ήρθε ο ύπνος και σφάληξε τα μάτια του, πλημμυρισμένα απ' την ευδαιμονία του ανθρώπου που επιτέλους έχει ένα σκοπό στη ζωή.

   ΑΠΟ ΤΟΤΕ ο Στέφανος, φιλόνομος πολίτης που απαρνήθηκε τα σαμάρια του, κυνηγά το "Αεικίνητο", να κάμει τους ήχους να μην τελειώνουν ποτέ στο ρολόι της κυρα - Κυριακούλας, στο ρολόι των χρυσών σατύρων. 
   Μέρες και νύχτες ατέλειωτες μελετούσε το μηχάνημα, το μοντάριζε, το ξαναμοντάριζε, πάντα νομίζοντας πως πλησίαζε στο σκοπό του, πως θα βρει επιτέλους τη μυστική βίδα για να γυρίζουν οι βίδες ακατάπαυστα. Η λόξα του πήρε κ' έδωσε στη γειτονιά στην αρχή, ύστερα την πήρε η φήμη και την κατέβασε πιο χαμηλά, στους κοντραμπατζήδες και στα μπερμπαντόπαιδα.
   "Παλαβώθηκε ο Στέφανος! Παλαβώθηκε ο Στέφανος!"
   "Τι γυρεύει ο παλαβός ο Στέφανος;"
   Στην αρχή όλοι σταματούσαν θαμπωμένοι μπρος στη μυστηριώδη λέξη "Αεικίνητο". Δεν ξέραν πώς να τη βάλουν στο στόμα τους. Μα ύστερα τη βολέψαν:
   "Ο Στέφανος γυρεύει το  Α κ ί ν η τ ο! Ο Στέφανος το Ακίνητο!..."
   " Α ε ι κ ί ν η τ ο, αγράμματοι!" διόρθωνε ο Στέφανος που πια διαλαλούσε όπου στεκόταν τη λόξα του...

("Αιολική Γη" σελ. 96 - 98, εκδ. "Βιβλιοπωλείου της Εστίας" δ' έκδοση 1955)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου