Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

"Γιατί το αρχαίο δράμα δεν είναι αντιπολεμικό" (http://www.respublica.gr, 26/6/2017)

.............................................................

Γιατί το αρχαίο δράμα δεν είναι αντιπολεμικό

 


Πίνακας του Δημήτρη Φράγκου


Αφορμή για το κείμενο αυτό είναι δηλώσεις ανθρώπων του θεάτρου στον ελληνικό χώρο που ασχολούμενοι κυρίως με την αρχαία τραγωδία, ως ηθοποιοί ή σκηνοθέτες, κάνουν λόγο για τον αντιπολεμικό χαρακτήρα των αρχαίων κειμένων. Η άποψη αυτή δεν περιορίζεται στους επαγγελματίες του θεάτρου, ή στον ελληνικό χώρο μόνο. Σε κριτικούς, δημοσιογράφους, αρθρογράφους, ακαδημαϊκούς, στην κοινή γνώμη, στην Ελλάδα και διεθνώς, το κυρίαρχο αφήγημα είναι πως σημαντική πτυχή του αρχαίου δράματος είναι ο αντιπολεμικός του χαρακτήρας, άποψη που χρησιμοποιείται στις περισσότερες αναλύσεις ως κεντρική για την κατανόηση των έργων. Σ’ αυτό το κείμενο θα επιχειρήσω να αποδείξω πως η σύνδεση της αθηναϊκής τραγωδίας με αντιπολεμικές συνδηλώσεις είναι αναχρονιστική, θεωρητικά αστήρικτη και ευκαιριακή.
Στην πρώτη ενότητα του κειμένου εντοπίζεται η γέννηση του αντιμιλιταρισμού ως κοινωνικού φαινομένου συνυφασμένου με την νεωτερικότητα. Αυτό γίνεται για να ξεκαθαριστεί η προέλευση της έννοιας του αντιπολεμισμού για να αναδειχτεί και να στηριχτεί η κεντρική θέση του κειμένου, δηλαδή το άτοπο της άμεσης ερμηνείας του αρχαίου δράματος ως φέροντος αντιπολεμικού μηνύματος. Στην ίδια ενότητα επιχειρείται και μια αποδόμηση της άποψης πως ο πασιφισμός υφίσταται ως έννοια από την αρχαιότητα. Μια προσεκτικότερη ανάλυση των γραφομένων των αρχαίων κλασικών επί του θέματος αποκαλύπτει το άτοπο της σύνδεσης των ιδεών τους με τον πασιφισμό. Στη δεύτερη ενότητα θα απαντηθούν ερωτήματα ως προς τον βαθμό ελευθερίας που μπορούν να διεκδικήσουν οι ερμηνευτές των κλασικών έργων. Θα εξεταστούν σύγχρονες μεταφορές έργων στο θέατρο, θα συζητηθεί εν συντομία η κυριαρχία του κειμένου σε σχέση με τα υπόλοιπα στοιχεία μιας θεατρικής παραγωγής, και θα γίνει αναφορά σε συγκεκριμένα παραδείγματα απόψεων (κριτικών, ηθοποιών κ.λπ.) όσον αφορά την αντιπολεμική κατανόηση του αρχαίου δράματος, ώστε να περιγραφούν οι λόγοι που μια τέτοια κατανόηση είναι προβληματική.
Οι ρίζες του αντιμιλιταρισμού και η αντίληψη του πολέμου στην αρχαιότητα
O Martin Ceadel, στο βιβλίο του The Origins of War Prevention (1996), εντοπίζει το σημείο τομής μεταξύ του μεσαιωνικού και το σύγχρονου κόσμου όσον αφορά την αντίληψη του ανθρώπου για τον πόλεμο: «Στη μεσαιωνική και στην πρώιμη σύγχρονη Ευρώπη ήταν δεδομένο για τους ανθρώπους ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να περιορίσουν το γεγονός του πολέμου». Την κοινωνική αυτή συμπεριφορά ο συγγραφέας περιγράφει ως μοιρολατρισμό (fatalism). «Με την έλευση της μοντέρνας εποχής, ωστόσο, ο μοιρολατρισμός έδωσε τη θέση του σε μια παρομοίως διαδεδομένη υπόθεση ότι οι άνθρωποι μπορούσαν να φέρουν τις διεθνείς σχέσεις υπό τουλάχιστον μερικό έλεγχο» (Ceadel, 1). Παρακάτω διαπιστώνει πως στην προνεωτερική εποχή, παρόλο που η μοιρολατρική αντίληψη για τον πόλεμο συνυπάρχει με την «θρησκευτική και ηθική καταδίκη του πολέμου» (Ceadel, 5), η καταδίκη αυτή ήταν περιορισμένης εμβέλειας, και παραθέτει μια σειρά παραδειγμάτων θρησκευτικών ηγετών του χριστιανισμού και συγγραφέων – από τον ουμανιστή θεολόγο Έρασμο μέχρι τον ουτοπιστή και σύμβουλο του βασιλιά της Αγγλίας Henry VIII, Sir Thomas More – για να αποδείξει πως ο πόλεμος ήταν μια δεδομένη και αποδεκτή ανθρώπινη συμπεριφορά.
Η παραπάνω ανάλυση είναι αναπόφευκτα ευρωκεντρική, εφόσον το ίδιο το αντιμιλιταριστικό κίνημα εμφανίζεται για πρώτη φορά στο πλαίσιο της νεωτερικής Δύσης. Επιπλέον, το κίνητρο που o Ceadel εντοπίζει ως κεντρικό για το πέρασμα από τον μοιρολατρισμό στον έλεγχο των διεθνών σχέσεων, ανήκει σαφώς στο Δυτικό φαντασιακό, εφόσον εκ των πραγμάτων μπορεί να γίνει νοητό μόνο εντός ενός κόσμου όπου τα έθνη-κράτη ως μονάδες πολιτικής οργάνωσης έχουν αντικαταστήσει τα μοναρχικά κράτη. Παρατηρούμε δηλαδή μια σταδιακή διαμόρφωση, από τον 19o αιώνα και μετά αντι-μιλιταριστικών ιδεολογικών τάσεων, που παίρνουν πιο οργανωμένη μορφή ως τρία άλλοτε διακριτά κι άλλοτε αλληλοσυμπληρούμενα ρεύματα, όπως διαπιστώνει ο Jørgen Johansen: τους πασιφιστές, τους σοσιαλιστές (μαζί με τους αναρχικούς), και τους φιλελεύθερους [1].
Από τις παραπάνω παρατηρήσεις προκύπτει το συμπέρασμα πως ο αντιμιλιταρισμός και η αποστροφή προς τον πόλεμο είναι προϊόν αποκλειστικά της νεωτερικής εποχής, είναι έννοιες άγνωστες στην μεσαιωνική και αρχαία εποχή, και πήραν πιο συγκερκιμένη μορφή από το 1900 και έπειτα. Παρακάτω θα εξετάσουμε τους ισχυρισμούς πως ο πασιφισμός σαν ιδέα υπήρχε διαχρονικά από την αρχαιότητα ως σήμερα. Οι μελετητές του φαινομένου στηρίζονται στις απόψεις των στοχαστών που σήμερα θεωρούνται οι αντιπροσωπευτικότεροι φιλόσοφοι και διανοητές της αρχαίας εποχής, του Θουκυδίδη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Σωκράτη. Πιο συγκεκριμένα, προβάλλεται η άποψη του Θουκυδίδη πως ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν «ένας αχρείαστος πόλεμος αντίπαλων φιλοδοξιών όπου φταίνε και οι δύο πλευρές» (Cady, 2). Αυτή η απόφανση δεν τοποθετεί στις σωστές τους διαστάσεις τα ιστορικά γεγονότα και τα πολιτικά κίνητρα του πολέμου αυτού, κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια, κάτι που είναι απίθανο να έγινε εκ παραδρομής από τον Θουκυδίδη. Έχει παρατηρηθεί από μελετητές του Θουκυδίδη πως ο συγγραφέας κάνει εσκεμμένες παραλείψεις και εκφέρει ελλιπείς κρίσεις των γεγονότων ορμώμενος από τις ολιγαρχικές πολιτικές του πεποιθήσεις [2]. Ο χαρακτηρισμός του Πελοποννησιακού πολέμου ως αχρείαστου, με βασικό κίνητρο τη φιλοδοξία, και η απόδοση ίσων ευθυνών και στις δύο μεριές, προβάλλεται ως πασιφιστική και λελογισμένη στάση ενός ψύχραιμου παρατηρητή που στέκεται πάνω και έξω από τα παράλογα πολιτικά πάθη. Έτσι αντιπαρέρχεται έντεχνα τον πολιτικό σχολιασμό των γεγονότων, τον οποίο όμως δεν μπορεί να αποφεύγει εσαεί.
Η σφοδρή σύγκρουση μεταξύ των ολιγαρχικών και των δημοκρατικών δυνάμεων του ελληνικού κόσμου της εποχής ξεπηδάει μέσα από την προσεκτικότερη παρατήρηση των γεγονότων. Το ότι ο πόλεμος ξεκίνησε με πρωτοβουλία της ολιγαρχικής Σπάρτης, ότι το μεγαλύτερο μέρος του Επιτάφιου λόγου του Περικλή αποτελεί ύμνο στην δημοκρατία, και η κατάληξη του πολέμου το 404 με την κατάλυση του Αθηναϊκού πολιτεύματος και την υποδούλωση της πόλης στους Τριάκοντα Τύραννους υπό την επιβλεψη της Σπάρτης, όλα συνηγορούν στο συμπέρασμα πως το βασικό διακύβευμα αυτού του πολέμου ήταν η συντριβή ή η επικράτηση του δημοκρατικού πολιτειακού συστήματος. Ο «πασιφισμός» του Θουκυδίδη, λοιπόν, λειτουργεί ώστε να συγκαλύψει την απροθυμία του να περιγράψει τα πολιτικά κίνητρα του πολέμου, και ο ίδιος προσποιείται πως κρατά ίσες αποστάσεις ως αντικειμενικός κριτής εν μέσω μιας διαμάχης όπου αν κανείς δεν διαλέξει πλευρά, αναγκάζεται να αποσιωπήσει μέρος της ιστορίας. Δεν έχουμε δηλαδή να κάνουμε με πασιφισμό εκ πεποιθήσεως, αλλά με ψευδεπίγραφο πασιφισμό.
O υποτιθέμενος πασιφισμός του Σωκράτη προσπαθεί να στηριχτεί στην άποψή του πως «δεν πρέπει ποτέ να πράττουμε το κακό, δεν πρέπει ποτέ να ανταποδίδουμε το κακό στο κακό, ανεξάρτητα από το πόσο μπορεί να έχουμε υποφέρει» (Cady, 5), γνώμη που εκφέρει δια στόματος Πλάτωνος στον διάλογο Κρίτων. Αυτό βέβαια δεν τον εμπόδισε να λειτουργεί ως στενός φίλος και μέντορας των σκληρότερων ολιγαρχικών, όπως του Κριτία [3], ούτε να φείδεται περιφρόνησης για το λαό και τη δημοκρατία, και έμμεσα ή άμεσα να υποστηρίζει και να ενεργεί προς όφελος των κοινωνικών στρωμάτων των αριστοκρατών και των ευγενών [4]. Η ηθικολογική στάση του Σωκράτη περί κακού και καλού παραμένει αστήρικτη και υποκριτική, εφόσον μπορούμε εύλογα να του καταλογίσουμε έντονη εχθρότητα, επιθετικότητα και απέχθεια προς τους πολιτικούς του αντιπάλους, τους οποίους και έβλαψε υποστηρίζοντας τους ολιγαρχικούς. Ως Αθηναίος πολίτης είχε κάθε δικαίωμα να διαλέξει πλευρά στην κρίσιμη σύγκρουση της εποχής μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών, αποτυγχάνει όμως να κρυφτεί πίσω από μια ψεύτικη ουδετερότητα, και αποκαλύπτεται ως βαθύτατα ελιτιστής και ουδόλως κατά της διαμάχης και του πολέμου.
Ο Αριστοτέλης εμφανίζεται να έχει μια περισσότερο διαλλακτική άποψη σχετικά με τον πόλεμο. Όπως επισημαίνει και πάλι ο D. Cady,  o Αριστοτέλης δεν απορρίπτει την ιδέα πως η βία και ο πόλεμος μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αντίποινα, και ταυτόχρονα επικαλείται τα Ηθικά Νικομάχεια για να αποδείξει πως ο συγγραφέας δεν πιστεύει στον πόλεμο για χάρη του πολέμου, και πως η ειρήνη είναι ο λόγος που γίνονται οι πόλεμοι (Cady, 6). Επιλέον, ο A. Rosler χρησιμοποιεί τη φράση «αιτιώδης πασιφισμός» (causal pacifism) για να χαρακτηρίσει την μετριοπαθή άποψη του Αριστοτέλη, ο οποίος δίνει έτσι υπόσταση στον πόλεμο ως αναγκαιότητας για την υπεράσπιση της πόλης (Rosler, 157-9). Επομένως, μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως ο Αριστοτέλης δεν είναι δεδηλωμένος ειρηνιστής, η στάση του δεν συνάδει δηλαδή με αυτό που σήμερα ξέρουμε ως αντι-μιλιταρισμό. Είναι φανερό πως ο Αριστοτέλης εκλαμβάνει τον πόλεμο ως γεγονός της ζωής (fact of life), και πως δεν προσπαθεί να τον απορρίψει συνολικά για να προτάξει τον αφοπλισμό ή την αποχή από τις στρατιωτικές δραστηριότητες.
Στο ότι ο πόλεμος στην αρχαιότητα γινόταν αντιληπτός όχι ως το απευκταίο κακό αλλά ως συνυφασμένος με την κοινωνική συγκρότηση της εποχής, συνηγορεί η ανάλυση της ακαδημαϊκού Nancy Rabinowitz, που σε συνέντευξή της εξηγεί συνοπτικά την θέση της σχετικά με την αντιπολεμική αντίληψη της τραγωδίας: «η πρόσληψη των έργων, ότι αυτό είναι ένα αντιπολεμικό έργο […] διαφωνώ με αυτό, και νομίζω ότι εμείς κάνουμε τα έργα αντιπολεμικά, αλλά νομίζω ότι για τους Έλληνες μπορεί να ήταν μια αποκάλυψη σχετικά με το τι είναι ο πόλεμος, και όχι απαραίτητα μια αντιπολεμική στάση» [6]. ¨Η όπως συνοψίζει την απόψη της Rabinowitz ο David Konstan, στην εισαγωγή του τόμου Combat Trauma and the Ancient Greeks (2014): «Τα έργα δεν είναι αντιπολεμικά αλλά μάλλον αποκαλύπτουν την επίδραση του πολέμου σε μάχιμους και άμαχους εξίσου» (Konstan, 9). H ερμηνεία αυτή λαμβάνει υπόψη το πολιτισμικό χάσμα που χωρίζει τη σύγχρονη από την αρχαία εποχή. Γίνεται αμέσως αντιληπτό πως η προσέγγιση της ανθρώπινης δημιουργίας που συντελέστηκε σε μια συγκεκριμένη εποχή οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα δεδομένα της εποχής αυτής και όχι μιας άλλης. Όσο παράδοξο είναι, επί παραδείγματι, να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τη σημερινή αντίληψή μας για την δουλεία, λέγοντας ότι είναι ένας αποδεκτός θεσμός στο πλαίσιο της οικονομίας μιας πόλης – όπως πιστευόταν στην αρχαιότητα – άλλο τόσο παράδοξο είναι να βασίζουμε την ανάλυση του αρχαίου δράματος σε έννοιες – όπως ο αντιμιλιταρισμός – που δεν υπήρχαν την εποχή της συγγραφής των έργων.


Πέρσες Αισχύλου, 2014, ΚΘΒΕ


Τα όρια της ερμηνείας: διασκευές και παραδείγματα
Έχοντας αναλύσει παραπάνω τους λόγους για τους οποίους δεν είναι δόκιμη η χρήση του αντιμιλιταρισμού και των αντιπολεμικών ιδεωδών για την ερμηνεία του αρχαίου δράματος, η ερώτηση που προκύπτει είναι ποια μπορεί να είναι η στάση μας απέναντι στα κείμενα αυτά. Παρόλο που οι ποιητές αυτοί ή οι κοινωνίες στις οποίες έζησαν και δημιούργησαν δεν γνώρισαν τις νεωτερικές αντιπολεμικές ιδέες, το ζητούμενο για μας σήμερα είναι αν και με ποιο τρόπο μπορούμε να υποστηρίξουμε μια αντιπολεμική ερμηνεία ενός τέτοιου έργου. Τονίσαμε στην προηγούμενη ενότητα ότι ο ορθός τρόπος για να κρίνουμε μια κατάσταση, πράξη, γνώμη, ή πολιτισμικό προϊόν είναι να λαμβάνουμε υπόψη το πλαίσιο της εποχής στην οποία αναφερόμαστε και των συνθηκών που την νοηματοδοτούν. Μπορούμε λοιπόν να παραβλέψουμε τις συνθήκες γέννησης και τα θεμέλια του αρχαίου δράματος και να επιχειρήσουμε ερμηνείες που δεν ακολουθούν πιστά τα καταβολικά νοήματα των κειμένων; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα μπορεί να είναι σε πρώτη ανάγνωση καταφατική, είναι όμως απολύτως απαραίτητο να συνοδεύεται από προϋποθέσεις μέσα από τις οποίες θα προσεγγίσουμε το θέμα μας.
Αυτό επιχειρούν να κάνουν σύγχρονοι θεατρικοί συγγραφείς που μεταφέρουν αρχαία έργα σε σύγχρονο ιστορικό πλαίσιο. Θα πάρουμε ως παράδειγμα ένα από τα χαρακτηριστικότερα τέτοια έργα: Το Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα (1931) του αμερικανού Eugene O’Neill. Το Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα αποτελεί διασκευή της τριλογίας του Αισχύλου, Ορέστεια, με τη δράση να μεταφέρεται στο New England του 1865, στη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου. Τα τρία μέρη της Ορέστειας (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες) αντιστοιχούν στις τρεις πράξεις του έργου (Homecoming, The Hunted, The Haunted). Στη δεύτερη πράξη ο Όριν (που αντιστοιχεί στον Ορέστη του Αισχύλου) εκφράζει πολύ χαρακτηριστικά την αποστροφή του για τον πόλεμο:
«Θυμάσαι πως μου κούνησες του μαντήλι, Χέιζελ, τη μέρα που ξεκίνησα για να γίνω ήρωας; Νόμιζα ότι θα στραμπουλούσες τον καρπό σου! Και όλες οι μητέρες και σύζυγοι και αδερφές και κορίτσια έκαναν το ίδιο! Κάποια στιγμή σε κάποιον πόλεμο πρέπει να βάλουν τις γυναίκες να πάρουν τη θέση των αντρών για κανένα μήνα. Να πάρουν μια γεύση από φόνο! … Να συντρίψουν τα μυαλά η μια της άλλης με την λαβή των τουφεκιών και να ξεσκίσουν τα σπλάχνα η μια της άλλης με ξιφολόγχες! Μετά απ’ αυτό, ίσως θα σταματήσουν να κουνάνε μαντήλια και να φλυαρούν για ήρωες!»
και:
«Eίχα ένα παράξενο συναίσθημα πως ο πόλεμος σημαίνει να δολοφονείς τον ίδιο άνθρωπο ξανά και ξανά και… και ότι στο τέλος αυτός ο άνθρωπος κατέληξε να είμαι εγώ.»
Ο Όριν εδώ εκφράζει με δραματικό τρόπο τις τραυματικές για αυτόν πολεμικές εμπειρίες, πράγμα που βοηθάει στην σκιαγράφηση του χαρακτήρα του και της αντίδρασής του όταν αργότερα θα δολοφονήσει τον Adam Brant (Αίγισθος). Το συναίσθημα αυτό δεν υπάρχει στον Αισχύλο:
«στέλνουν τους άντρες τους να πολεμήσουν και τους περιμένουν να γυρίσουν, μα δεν γυρνούν αυτοί, γυρίζουν ευκολοβάσταγα λεβέτια με στάχτη ανθρώπων» (Αγαμέμνων, Αισχύλος, Πρώτο Στάσιμο)
και:
«και βλέπομε ν’ ανθή το πέλαγος το Αιγαίον από Αχαιών κορμιά και καραβιών συντρίμμια» (Αγαμέμνων, Αισχύλος, μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης, 1911)
Από το κείμενο του Αισχύλου γίνεται φανερό πως έχουμε να κάνουμε με μια περιγραφή των επιπτώσεων του πολέμου στην κοινωνία και στον άνθρωπο, και όχι με μια προσέγγιση που σκοπό έχει να αναδείξει τις τραυματικές ψυχολογικές επιπτώσεις του πολέμου στο άτομο. Δεν υπονοείται λοιπόν στο κείμενου του Αισχύλου κάποια ερμηνεία που να αντιμετωπίζει τον άνθρωπο σαν θύμα του παράλογου πάθους του ανθρώπου για την πολεμική σύγκρουση, μέσα από την οποία βγαίνει ηθικά και ψυχικά τσακισμένος, όπως είναι φανερό πως συμβαίνει με τον Όριν.
Στο έργο του O’Neill σκοπός του συγγραφέα είναι να στηριχτεί στη δημιουργική σύνθεση νεώτερων δραματουργικών στοιχείων και εκφραστικών μέσων, προκειμένου να μετατρέψει το δεδομένο υλικό σε όχημα ανάδειξης σύγχρονων ιδεών και αναζήτησης πτυχών του αρχαίου κειμένου που έμειναν πιθανώς ανεξερεύνητες από τον αρχικό δημιουργό. Δεν είναι αθέμιτο, λοιπόν, σ’ αυτή την περίπτωση να δηλώνουμε πως επιχειρούμε μια αντιπολεμική ερμηνεία ενός έργου, προσθέτοντας στοιχεία – σκηνοθετικά, σκηνογραφικά, ενδυματολογικά, υφολογικά, ή επί του κειμένου – που θα κατευθύνουν κατάλληλα την απόδοση. Όσον αφορά την απόδοση των αρχαίων κειμένων καθ’ εαυτών, κι όχι τις σύγχρονες μεταφορές τους, η προσέγγισή μας μπορεί να είναι ανάλογη, όπως θα συζητηθεί παρακάτω. Εφόσον παραμένουμε στην χρήση του αρχαίου κειμένου, είτε ολόκληρου, είτε αποσπασματικού, είτε ως συρραφής κειμένων από περισσότερα από ένα έργα, η σχέση μας με το κείμενο είναι εκ των πραγμάτων αδιαμεσολάβητη, και αυτό είναι που μας δημιουργεί μια επιπλέον υποχρέωση απέναντί του: να το καταλάβουμε πρώτα σε όλες τους τις διαστάσεις, με βάση τις ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες γράφτηκε και διδάχτηκε, ώστε να μπορέσουμε στη συνέχεια να επιχειρήσουμε μια εννοιολογική και καλλιτεχνική διαφοροποίηση. Αν δηλαδή σκοπός μας (μεταξύ άλλων) είναι να προωθήσουμε συγκεκριμένα μηνύματα μέσω της τέχνης – αντιπολεμικά ή άλλα – έχουμε τη δυνατότητα να το κάνουμε, έχοντας παρόλα αυτά κατά νου τα θεμελιώδη νοήματα του κειμένου. Ξεκινώντας με πλήρη γνώση του αντικειμένου και στέρεη θεωρητική βάση, αυξάνουμε τις πιθανότητες να επιτύχουμε μια ουσιαστική ερμηνεία, παρά μια απόδοση που μπορεί να χάνει την επαφή με τα δεδομένα του κειμένου. Έχουμε αναμφισβήτητα το δικαίωμα να προσεγγίζουμε με όποιον τρόπο θέλουμε ένα δραματικό έργο, αλλά έχουμε ταυτόχρονα και την υποχρέωση να μην αγνοούμε τα θεμελιώδη στοιχεία που το απαρτίζουν, ώστε αν επιχειρήσουμε να τα παραβλέψουμε ή να τα μεθερμηνεύσουμε να δημιουργήσουμε μια ουσιαστική απάντηση σ’ αυτά.
Ένα επιμέρους ζήτημα είναι το ερώτημα της κυριαρχίας ή μη του κειμένου επί των άλλων στοιχείων μιας θεατρικής παράστασης. Το αν δηλαδή η θεατρική δημιουργία πρέπει να λαμβάνει υπόψη πρώτα και πάνω απ’ όλα το κείμενο, και δευτερευόντως να ασχολείται με την κίνηση του σώματος, τη χρήση της φωνής, των σκηνικών κλπ. Ή αν είναι δημιουργικότερο και γονιμότερο για την εξέλιξη της θεατρικής τέχνης να αναδειχτεί κάποιο άλλο στοιχείο εκτός του κειμένου, όπως για παράδειγμα το σώμα. Το σωματικό θέατρο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως σύγχρονη ερμηνευτική τάση, και έχει δώσει παραστάσεις με ξεχωριστή δυναμική (βλ. παραστάσεις του θεάτρου Άττις). Ο κυριότερος εκπρόσωπος του σωματικού θεάτρου στην Ελλάδα (κι ένας από τους σημαντικότερους διεθνώς), Θόδωρος Τερζόπουλος, έχει καταδείξει με την μέθοδό του τον τρόπο με τον οποίο τα όρια της αστικού τύπου θεατρικής τεχνικής μπορούν να ξεπεραστούν μέσω της έντονης σωματική προεργασίας και της χρήσης του σώματος ως κύριου υλικού δουλειάς του ηθοποιού.
Η αναφορά αυτή στην σωματική μέθοδο γίνεται σ’ αυτό το σημείο για να αναρωτηθούμε το εξής: αν δεχτούμε πως το σώμα είναι το πρωταρχικό στοιχείο της θεατρικής έκφρασης, πόση σημασία έχει η ενασχόλησή μας με τις διαφωνίες επί της ορθής ερμηνείας των νοημάτων του κειμένου; Θέλω να υποστηρίξω ότι αν η επιλογή μας είναι να δουλέψουμε κατά κύριο λόγο με το σώμα και μέσα από αυτό να παραγάγουμε ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα εν μέρει απελευθερωμένο από το κείμενο, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν μας αφορά η παράλληλη ολιστική διαύγαση της θεωρητικής μας προσέγγισης, ώστε να κατέχουμε το κείμενο πρωτού επιχειρήσουμε να το υπερβούμε. Θα προσπαθήσω να αποδείξω με παραδείγματα πώς μια ενημερωμένη θεωρητική προσέγγιση μπορεί να συμβάλλει σημαντικά σε οποιονδήποτε ερμηνευτικό τρόπο επιλέγουμε,
α) Πέρσες, Ιούλιος 2014, ΚΘΒΕ. Συνέντευξη Τύπου των συντελεστών
Ο Αγγελιοφόρος «κουβαλάει τη φρίκη του πολέμου» λέει ο ηθοποιός (Λ. Γεωργακόπουλος) που ανέλαβε τον ρόλο στη παράσταση Πέρσες, που παρουσιάστηκε από το ΚΘΒΕ το 2014 (σκην. Ν. Κοντούρη). Εκτός από τα επιχειρήματα που μπορούμε να προτάξουμε σχετικά με την άγνοια του αντιπολεμικού ήθους στις αρχαϊκές κοινωνίες, όπως περιγράφηκε στην παραπάνω ενότητα, μπορούμε να υποβάλουμε την ερμηνευτική αυτή άποψη και σε άλλη μια δοκιμασία. Ας υποθέσουμε πως ο Αγγελιοφόρος είχε να μεταφέρει όχι την είδηση της νίκης του Ελληνικού στόλου αλλά της συντριβής του, και της νίκης των Περσών. Τότε η εξιστόρηση των γεγονότων θα ήταν χαρμόσυνη και θριαμβευτική, και ο Αγγελιοφόρος δε θα περιέγραφε με αποτροπιασμό τις εικόνες με τα ξεσκισμένα σώματα των Περσών, αλλά με περηφάνια θα διηγούνταν παρόμοιες πράξεις πάνω στα σώματα των Ελλήνων. Γίνεται φανερό λοιπόν πως ο Αγγελιοφόρος δεν κουβαλά τη φρίκη του πολέμου, αλλά την ήττα των Περσών. Αυτή η διαπίστωση είναι πολύ σημαντική για την κατανόηση του κειμένου, και θα μπορούσε να ωθήσει τους ερμηνευτές (ηθοποιούς και σκηνοθέτες) σε διαφορετικές αποδόσεις, όσον αφορά τη σκηνική, σωματική και φωνητική επεξεργασία και παρουσίαση.
Εξίσου σημαντική με τη σκηνική ερμηνεία αναμένεται να είναι και η θεωρητική ανάλυση από πλευράς συντελεστών. Στα κείμενα και στις συνεντεύξεις που συνοδεύουν τις παραστάσεις, θα είναι σημαντικό να τοποθετηθεί στις ανάλογες διαστάσεις το ζήτημα της χρήσης του αντιπολεμικού χαρακτήρα του αρχαίου δράματος. Στο παραπάνω παράδειγμα που αφορά τον Αγγελιοφόρο, γίνεται φανερό πως η ξεκάθαρη κατανόηση της ουσίας του ρόλου εμποδίζεται από την αβίαστη υιοθέτηση της αντιπολεμικής ερμηνείας. Μια τέτοια ερμηνεία υποπίπτει σε σφάλμα αναχρονισμού, εντός μιας απόδοσης που δεν επιδιώκει να ενσωματώσει άλλα αναχρονιστικά στοιχεία αλλά να ασχοληθεί με το έργο καθ’ εαυτό. Έτσι το μήνυμα του Αγγελιοφόρου φτάνει στον σύγχρονο θεατή παραμορφωμένο, ταιριαστό στην νεωτερική κοσμοαντίληψη τη σχετική με τον πόλεμο, αλλά ξένο με το πνεύμα της εποχής από την οποία προέρχεται. Η άρθρωση ενός λόγου, από πλευράς των επαγγελματιών του θεάτρου, που θα ανταποκρίνεται σε στέρεα θεωρητικά συμπεράσματα, θα βοηθήσει στη διάδοση μιας διαφορετικής οπτικής που μπορεί να διαδοθεί και στους κύκλους όσων ασχολούνται με την κριτική του θεάτρου, και εν τέλει στην κοινή γνώμη.
β) Τρωάδες, Eυριπίδη
Οι Τρωάδες θεωρούνται ως το κατεξοχήν αντιπολεμικό έργο στην παγκόσμια λογοτεχνία, «το σπουδαιότερο κείμενο αντιπολεμικής λογοτεχνίας που υπάρχει στον κόσμο» (Hamilton, 1965). Oι απόψεις ως προς αυτή την απόφανση διίστανται, με ακαδημαϊκούς όπως η Barbara Goff να υποστηρίζει όχι μόνο πως «Κανείς στις Τρωάδες δεν εκφράζει συναισθήματα που είναι ευθέως πασιφιστικά με την έννοια που έχει ο όρος στον 20ο αιώνα» (Goff, 32), αλλά και να θεωρεί εν γένει πως «οι τρέχουσες επιστημονικές απόψεις συναινούν στο ότι ένα ειρηνευτικό κίνημα με όρους 20ου αιώνα και μετά δεν μπορούσε να είναι δυνατό στην αρχαία Ελλάδα» (Goff, 32). Αυτή η ανάγνωση της Goff ταιριάζει με την ανάλυση που επιχειρείται στο παρόν κείμενο, δεν φαίνεται παρόλα αυτά να αποτελεί καθολικώς αποδεκτή γνώμη στους ακαδημαϊκούς κύκλους, καθώς πληθώρα αναλύσεων ισχυρίζονται την αντίθετη άποψη. Η ανάλυση της Goff γίνεται πειστική όταν αναφέρει πως στις Τρωάδες, η Εκάβη και η Κασσάνδρα θρηνούν τα προσωπικά τους παθήματα, αλλά από τα λόγια τους προκύπτει πως δεν αποστρέφονται εν γένει τον πόλεμο. Η Κασσάνδρα συγκεκριμένα στον στίχο 402 λέει πως όταν ο πόλεμος είναι αναγκαίος, ένας ευγενής θάνατος είναι στολίδι (στέφανος) για μια πόλη (Goff, 32-3).
Εν κατακλείδι
Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον και οπωσδήποτε επιθυμητό να δούμε παραστάσεις που να έχουν εσωτερικεύσει τις απόψεις που εκφράζει αυτό το δοκίμιο. Μπορούμε να φανταστούμε πως μια τέτοια προσέγγιση θα οδηγούσε σε μια εμφανώς διαφορετική άποψη για την συνολική δραματουργική απόδοση. Ο χειρισμός του κειμένου, η σωματική παρουσίαση, τα σκηνικά, η μουσική επένδυση, θα μπορούσαν να φέρουν εμφανή τα σημάδια της κατανόησης του χάσματος ιδεών που υπάρχει μεταξύ της αρχαίας και τη νεότερης εποχής, ώστε η πιθανή προσπάθεια για την γεφύρωσή του να βασίζεται στην αποδοχή και όχι στην συγκάλυψη, παράβλεψη ή άγνοια των δεδομένων.


Βιβλιογραφία
Cady, D. From Warism to Pacifism: A Moral Continuum. Temple University Press, 2010.
Ceadel, M. The Origins of War Prevention: The British Peace Movement and International Relations, 1730-1854. Clarendon Press, 1996.
Goff, B. Euripides: Trojan Women. A&C Black, 2013.
Hamilton, E. Three Greek Plays: Prometheus Bound, Agamemnon, Trojan Women. W.W. Norton, 1965.
Rosler, Α. Τhe Cambridge Companion to Aristotle’s Politics. Cambridge University Press, 2013.
Σημειώσεις
[1] Αναλυτικά η κατηγοριοποίηση του Johansen στο παρακάτω λινκ: https://jjohansen.net/2014/01/05/anti-militarism-in-the-19th-century/
[2] Περισσότερα επ’ αυτού μπορεί να διαβάσει κανείς στου τόμους Τότε που λειτουργούσε η δημοκρατία (1996), του Χρήστου Ρήγα, εκδ. Εντός, και στο βιβλίο Μεροληψίες του Θουκυδίδη (1974) του Άγγελου Βλάχου, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
[3] Ο Κριτίας ήταν ο επικεφαλής του αιμοσταγούς καθεστώτος των Τριάκοντα Τυράννων που εγκαθιδρύθηκε στην Αθήνα για οχτώ μήνες αμέσως μετά το τέλος του Πελλοποννησιακού πολέμου (404).
[4] Ο ρόλος και η προσωπικότητα του Σωκράτη συζητούνται εκτενέστερα στο Πως ξεχάσαμε τη Δημοκρατία, που δημοσιεύτηκε στο respublica.gr.

Αναρτήθηκε στις: 26 Ιουνίου 2017

Σοφία Ζήση

Γράφει για την πολιτική θεωρία, την πολιτική επικαιρότητα και το θέατρο. Όταν την ρωτάνε 'πώς πάει το διδακτορικό' απαντάει 'σέρνεται΄. Πέρασε απο το Roehampton University (Αγγική φιλολογία), το Birkbeck College (Δημιουργική γραφή) και for the foreseable future θα βρίσκεται στο Goldsmiths University of London φέρνοντας αντιρρήσεις στην πολιτική ορθότητα και την πολιτισμική ηγεμονία του μεταμοντερνισμού.

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Οι οκτώ «πληγές» του Ελληνικού θεάτρου έγραψε ο/η Αdmin (http://www.episkinis.gr, 5/9/2016)

..............................................................


Οι οκτώ «πληγές» του Ελληνικού θεάτρου

 έγραψε ο/η Αdmin

(http://www.episkinis.gr, 5/9/2016)
 
editorial2016091

Στην έτσι κι αλλιώς δύσκολη δουλειά μας, αντιμετωπίζουμε και μερικές ακόμα αντιξοότητες, που έχουν να κάνουν με τον ίδιο τον θεατρικό χώρο και τις ιδιαιτερότητές του. Μερικές μάλιστα τείνουν να παγιωθούν μετατρέποντας σε κανόνες κάποιες μάλλον παράλογες καταστάσεις. Τι κάνουμε; Εμείς και μόνο εμείς, μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα, να εξελίξουμε όχι μόνο την τέχνη μας αλλά και το περιβάλλον μέσα στο οποίο την ασκούμε. Ας δούμε λοιπόν τι καταδυναστεύει τους ανθρώπους του θεάτρου στη χώρα μας σήμερα και πως θα μπορούσαμε να το ανατρέψουμε. Κι αν μας φαίνεται δύσκολο, ας μην πτοηθούμε. Η ενασχόληση με το θέατρο έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση.

 
editorial2016092
  1. Η κρίση, η κάθε κρίση μπορεί να είναι ανασταλτικός παράγοντας από οικονομικής άποψης, μπορεί να προκαλεί ρήγματα στον κοινωνικό ιστό με τις ανάλογες επιπτώσεις στην τέχνη αλλά δεν παύει να είναι κι ένα κρίσιμο ιστορικό γεγονός που μπορεί να εμπνεύσει τους δημιουργούς και να τους ανοίξει νέους ορίζοντες, προσφέροντάς τους οδυνηρά αλλά αποκαλυπτικά ερεθίσματα για μια βαθύτερη προσέγγιση της τέχνης τους και έναν ουσιώδη επαναπροσδιορισμό της λειτουργίας του θεάτρου ως σημαντικού παράγοντα ανατροπής και συνειδητοποίησης. Μην φοβάστε λοιπόν την κρίση, την κάθε κρίση αλλά μάθετε να την εκμεταλλεύεστε για να αξιοποιήσετε καλύτερα την τέχνη σας.editorial2016093
  1. Ο σεβασμός στο κείμενο είτε πρόκειται για καθαρή δραματουργία είτε για μετακείμενο είτε για θεατρική διασκευή είτε για δραματοποίηση λογοτεχνικού έργου δεν προσφέρεται για να πειραματιστεί ο κάθε ένας δημιουργός με «ανησυχίες» αλλάζοντάς του τα φώτα. Αντιθέτως η βαθιά κατανόηση του ώστε να είναι σε θέση ο σκηνοθέτης να κινηθεί προς την κατεύθυνσή του και να διατυπώσει νοήματα τουλάχιστον σε αναλογία με τα δικά του, θα έπρεπε να είναι ο μονόδρομος και για μια ακαδημαϊκή αλλά και για την πρωτοποριακή σκηνοθετική γραμμή. Αν κάποιος χρησιμοποιεί ένα κείμενο επειδή απλά του δόθηκε και με τέτοιο τρόπο ώστε να το προδίδει επί της ουσίας, ούτε οι εντυπωσιασμοί, ούτε οι προσθήκες ούτε οι προκλήσεις θα τον αναδείξουν αλλά το ίδιο το κείμενο θα τον προδώσει και θα τον εκθέσει, τουλάχιστον στα μάτια εκείνων που το γνωρίζουν και το έχουν εκτιμήσει. Αν ένα κείμενο, πιστεύετε πως χρειάζεται βελτιώσεις για να ανέβει στη σκηνή, συζητήστε το με τον συγγραφέα του ή αν έχει πεθάνει, πάρτε άλλο κείμενο που να μην χρειάζεται βελτιώσεις. Ή στο φινάλε αν όλοι αυτοί οι θεατρικοί συγγραφείς δεν σας καλύπτουν, γράψτε ένα δικό σας. Με δυο λόγια, αφήστε ήσυχα τα κείμενα αν δεν σας εκφράζουν και σεβαστείτε τα αν σας εκφράζουν. Όχι με στείρο τρόπο αλλά μέσα από έρευνα. Δείτε τα μέσα από το συγκεκριμένο σκηνοθετικό φίλτρο που επιλέξατε, μέσα από μια πιο σύγχρονη οπτική, μέσα από μια νέα αισθητική αλλά μην τα υπονομεύετε. Δεν είστε πιο έξυπνοι ούτε από τον Αισχύλο, ούτε από τον Αριστοφάνη, ούτε από τον Πιραντέλο, ούτε από τον Τσέχωφ. Κατανοήστε τους βαθιά πριν καταπιαστείτε μαζί τους. Θα έχετε κάνει ένα καλό βήμα για την επιτυχία της παράστασης.
editorial2016094
  1. Οι ερασιτέχνες του θεάτρου είναι αξιοζήλευτοι. Το να απασχολείσαι ερασιτεχνικά με το θέατρο σε κάνει πιο ενημερωμένο θεατή και καλλιεργεί ψυχή και πνεύμα με ψυχαγωγικό τρόπο. Αλλά θα πρέπει να γνωρίζουν τα όρια τους διότι το θέατρο είναι μια εξαιρετικά επίπονη κι απαιτητική εργασία που απαιτεί εκπαίδευση επαγγελματική, πλούσια εμπειρία και σκληρή δουλειά για να αποδώσει καρπούς. Το να εισβάλλουν διαρκώς ερασιτέχνες ή άτομα με ελλιπή εκπαίδευση στους επαγγελματικούς χώρους, ρίχνει τον πήχη κι υποβιβάζει την ποιότητα των παραστάσεων ενώ δημιουργεί ταυτόχρονα μια λάθος νοοτροπία η οποία επιτρέπει στον κάθε ανειδίκευτο ν’ ανέβει στο σανίδι και να διαπρέψει, κάτι που πολύ απέχει από την αλήθεια. Μην δέχεστε να συνεργάζεστε με ερασιτέχνες εκτός κι αν πρόκειται για ειδικές περιπτώσεις. Υπάρχει πολύ και καλό υλικό στο χώρο ανάμεσα στους επαγγελματίες. Στον ιατρικό χώρο εγκαταλείψαμε την μαμή και τον φαρμακοτρίφτη χάριν του γιατρού. Ας κάνουμε επιτέλους το ίδιο και στο θέατρο.
editorial2016095
  1. Η ενασχόληση με το θέατρο δεν είναι χόμπι, είναι δουλειά. Και πρέπει να πληρώνεται πάντα. Έτσι ώστε αυτοί που ασκούν το επάγγελμα του σκηνοθέτη, του θεατρικού συγγραφέα ή του ηθοποιού να έχουν τουλάχιστον τις ίδιες δυνατότητες να πληρώσουν το νοίκι και τους λογαριασμούς τους με τους με τους ηλεκτρολόγους, τους φωτιστές, την καθαρίστρια και τις μοδίστρες οι οποίοι επίσης δουλεύουν και στο θέατρο αλλά ποτέ απλήρωτοι. Αυτή η νοοτροπία της απλήρωτης δουλειάς ενώ μάλιστα υπάρχουν έσοδα από εισιτήρια γιατί προηγείται το σκηνικό, το κοστούμι, τα φώτα, ο ήχος, το ΙΚΑ, η εφορία, το νοίκι του χώρου κι ένας καλικάντζαρος που μας ξέμεινε από τις γιορτές, είναι τουλάχιστον απαράδεκτη. Ας πάνε να κάνουν θέατρο τότε με τον φωτιστή και τον ηλεκτρολόγο. Όποιος σας ζητάει απλήρωτη δουλειά έχει ψυχολογία καρχαρία και θα σας καταβροχθίσει αμάσητους. Όσο για τους έρμους τους συγγραφείς αν είναι Έλληνες κι ακόμα ζωντανοί, την βάψανε. Για κάτι ξένους όμως οι παραγωγοί πληρώνουν μια χαρά δικαιώματα στη ΣΟΠΕ κι είναι και καταχαρούμενοι που κλείσανε το έργο και δεν τους το πήρε άλλος. Χώρια τη μετάφραση που κι αυτή κοστίζει βέβαια και ΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ. Δεν μπορούμε κάθε φορά να κλέβουμε την δουλειά ενός μεταφραστή και με πέντε αλλαγές να την παρουσιάζουμε σαν δική μας, είναι απαράδεκτο. Μην πηγαίνετε σε οντισιόν αν η προοπτική είναι να δουλέψετε απλήρωτοι. Αν ο παραγωγός είναι τόσο άχρηστος που να μην μπορεί να βρει μπάτζετ, να κάνει δηλαδή τη δουλειά του, δεν έχει το δικαίωμα να κρίνει εσάς στο δικό σας επάγγελμα. Μην κάνετε δωρεάν περάσματα σε σίριαλ ελπίζοντας να σας δουν και να σας πάρουν σ’ ένα μεγαλύτερο ρόλο. Εκτός του ότι ο κομπάρσος είναι πάντα κομπάρσος στο μυαλό του σκηνοθέτη, η παραγωγή αν θέλει ηθοποιούς οφείλει να τους πληρώνει, ότι κι αν ζητάει απ’ αυτούς να κάνουν, ακόμα και στους βωβούς ρόλους, ακόμα κι αν τελικά κοπούν στο μοντάζ. Προσφέρετε τη δουλειά σας δωρεάν μόνο για μαθητικές ταινίες αποφοίτων κινηματογραφικών σχολών, όταν κι εφ’ όσον γίνονται χωρίς μπάτζετ με την αφιλοκερδή συνεισφορά όλων των συντελεστών και δουλέψτε με ποσοστά μόνο αν είστε συμπαραγωγοί, με τα ανάλογα δικαιώματα φυσικά. Αλλιώς αρνηθείτε και απαιτήστε έστω και μία στοιχειώδη αμοιβή. Ας τελειώσει πια αυτή η ιστορία των απλήρωτων ηθοποιών, να δούμε τι θα μας απομείνει από δουλειές και να πορευτούμε ανάλογα.
editorial2016096
  1. Μην προσφέρετε σεξουαλικές υπηρεσίες σε παραγωγούς, συγγραφείς και σκηνοθέτες για να βρείτε δουλειά. Δεν είστε πουτάνες ή ζιγκολό, είστε ηθοποιοί και δεν έχετε καμία τέτοια υποχρέωση. Αυτή η καταστρεπτική για την ψυχική και σωματική μας υγεία, «συνήθεια» θα σταματήσει μόνο αν όλοι μας μάθουμε να λέμε όχι σε τέτοιες επαγγελματικές «προτάσεις». Ερωτευτείτε, παίξτε, φλερτάρετε όσο θέλετε, παντρευτείτε αν θέλετε αλλά μην υποκύψετε ποτέ στον ψυχαναγκασμό να κάνετε σεξ στην περίπτωση που δεν το επιθυμείτε. Κι αν κάποιος «συνάδελφος» συνηθίζει να εξασφαλίζει ρόλους και πρωτιές με αυτή τη μέθοδο, απομονώστε τον. Ο χώρος του θεάτρου μπορεί να γειτονεύει συχνά με διάφορα «στούντιο» αλλά προσφέρει άλλου είδους υπηρεσίες και έχει άλλου είδους απαιτήσεις. Μπορεί κάποτε να γίνει το σπίτι μας αλλά ποτέ οίκος ανοχής. Αλλιώς μεταφερθείτε δίπλα, στα στούντιο που λέγαμε. Έχει και καλύτερο μεροκάματο.
editorial2016097
  1. Η θεατρική τέχνη απαιτεί ήθος. Μην αφήσετε κανέναν να σας πείσει για το αντίθετο. Ο ανήθικος ηθοποιός ή σκηνοθέτης ή συγγραφέας όσο ταλέντο κι αν έχει δεν θα είναι ποτέ άξιος να υπηρετεί την τέχνη που ευαγγελίζεται μια υψηλότερη ποιότητα ζωής και επιχειρεί να διαπλάσει ένα ανώτερο ήθος. Φροντίστε τις ψυχές σας, αν θέλετε να προσφέρετε ψυχ-αγωγία. Αλλιώς θα δείτε τους εαυτούς σας να φθείρονται και να παρακμάζουν αντί να εξελίσσονται και να ωριμάζουν. Τα «μεγάλα ονόματα» χωρίς περιεχόμενο είναι ότι πρέπει για τα σκυλάδικα αλλά δεν έχουν θέση στο θέατρο του οποίου οι λειτουργοί οφείλουν να πληρούν άλλες προϋποθέσεις όπως ποιότητα υποκριτικής και καθαρή αισθητική αντίληψη, προσόντα που δεν ανθούν χωρίς ήθος. Φροντίστε να είστε καλοί ηθοποιοί κι όχι τηλεοπτικοί σταρ με εξώφυλλα σε κουτσομπολίστικα έντυπα και συνεντεύξεις σε τηλεοπτικά μαγκαζίνο ξεκούδουνων ξανθών. Μην ξεπουλάτε την προσωπική σας ζωή για να αντλήσετε αναγνωρισιμότητα. Οι δημόσιες σχέσεις μπορούν να σας εξασφαλίσουν ένα καλό ρόλο αλλά μην επαναπαύεστε και μην εξαγοράζεστε. Αφήστε την ανηθικότητα για τους πολιτικούς, τους δικηγόρους, τα στελέχη επιχειρήσεων. Εκείνοι θα την χρειαστούν για να ανέλθουν, στο θέατρο όμως είναι ένας ασφαλής τρόπος για να κατέλθεις. Και μετά δεν σε ξεπλένει κανένα χειροκρότημα. Όλοι εκείνοι που βρέθηκαν στο θέατρο εξ αιτίας των υψηλών γνωριμιών τους, των καιροσκοπικών προθέσεών τους ή των υπέρμετρων φιλοδοξιών τους, γνωρίζουν πως η παρουσία τους στο χώρο είναι παρασιτική. Γι’ αυτό άλλωστε είναι ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις, υστερικοί, αλαζόνες και τρομακτικά ανασφαλείς. Μην τους ζηλεύετε ούτε να υιοθετείτε τον τρόπο τους. Βασιστείτε στις δυνάμεις σας και στις αγνές γνωριμίες σας ώστε να μπορείτε να κοιτάζετε άφοβα τον εαυτό σας στον καθρέφτη. Γιατί ως ηθοποιοί θα κοιτάζετε συχνά τον εαυτό σας στον καθρέφτη. Και δεν είναι ωραίο κάθε φορά να τον φτύνετε…
editorial2016098
  1. Σεβαστείτε το κοινό σας. Οι άνθρωποι που πληρώνουν στις δύσκολες μέρες μας για να έρθουν να δουν την παράσταση σας, ντύνονται με τα καλά τους, βγαίνουν από το σπίτι τους, διανύουν δρόμο για να φτάσουν ως εσάς και στο τέλος χειροκροτούν την προσπάθεια σας αξίζουν τον αμέριστο σεβασμό σας ακόμα κι αν δεν ξέρουν πάντα πώς να φερθούν ή δεν κατανοούν την τέχνη σας. Μην τους υποτιμάτε. Βρείτε τον τρόπο να τους πλησιάσετε και φροντίστε να περάσουν καλά. Μην τους ταλαιπωρείτε με τα σκηνοθετικά βίτσια σας, μην τους φέρεστε αλαζονικά αν σας δείχνουν τον θαυμασμό τους, μην αδιαφορείτε για την άνεσή τους και την κατανόηση τους. Και μην φέρετε ως επιχείρημα το ότι η τέχνη δεν μπορεί να εκπέσει στο επίπεδο ενός αμόρφωτου θεατή γιατί είναι δική σας δουλειά να τους μορφώσετε. Εκείνοι έκαναν το μισό δρόμο, ήρθαν ως εσάς. Εσείς πρέπει να βρείτε τρόπο να κάνετε τον υπόλοιπο, για να τους συναντήσετε. Να τους ψυχαγωγήσετε, να τους εξελίξετε, να τους ενθουσιάσετε, να τους προβληματίσετε, να τους αφυπνίσετε... Για όσους δε ισχυρίζονται πως είναι πολύ σκοτεινοί για να τους αντιληφθεί το πλατύ κοινό και δεν θα κάνουν ποτέ τον κόπο να το προσεγγίσουν για να μην εκπέσουν, έχω να πω κάτι: Η μεγάλη τέχνη είναι αυτή που μπορεί να τους αγγίξει όλους. Και μόνο αυτή. Ο καθένας θα βρει κάτι που θα τον συγκινήσει σε ένα σπουδαίο έργο, σε μια καλή παράσταση ανάλογα και με το τι φέρει μέσα του. Άλλος θα ενθουσιαστεί με την επιφάνεια, άλλος θα βουτήξει στα βάθη. Αν όμως το δικό σας έργο δεν μπορεί να αγγίξει τους απλούς ανθρώπους τόσο όσο και τους διανοούμενους, τότε η τέχνη σας είναι ένα πυροτέχνημα, μια απάτη, ένα αλαζονικό παραλήρημα. Όσο πιο γρήγορα μπορείτε, αναθεωρείστε την… Ή αλλιώς παίξτε στα αδειανά καθίσματα για να βγάλετε τα απωθημένα σας… Και μετά γραμμή στον ψυχίατρο.
editorial2016099
  1. Οι οντισιόν στη χώρα μας είναι συνήθως μια διαδικασία που στερείται νοήματος αφού οι παραγωγοί κι οι σκηνοθέτες έχουν τις περισσότερες φορές ήδη διαλέξει τους ηθοποιούς τους κι απλά τις διοργανώνουν για λόγους τυπικούς ή εντυπωσιασμού. Το επιτελείο των ανθρώπων που τοποθετούνται απέναντί μας για να μας κρίνουν, δεν έχουν τις περισσότερες φορές στον τομέα τους ούτε τις μισές από τις ικανότητες τις οποίες απαιτούν από μας στον δικό μας αλλά κι οι ρόλοι που θέλουν να καλύψουν στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι πολύ μικρότερων απαιτήσεων από τα ζητούμενα. Επίσης έχουν την νοοτροπία ότι μας κάνουν κάποια χάρη που μας κρίνουν, λες και δεν μας κάλεσαν αυτοί αλλά με κάποιο τρόπο τους το επιβάλλαμε. Έχουν ένα απαράδεκτο ύφος, τραγική προχειρότητα και δεν ξέρουν καν τι θέλουν στις περισσότερες των περιπτώσεων. Είναι ανοργάνωτοι και ταλαιπωρούν τους υποψήφιους. Έχουν το ύφος του αυστηρού κριτή λες και περνάμε οντισιόν για τον άλλο κόσμο με τον Άγιο Πέτρο να αποφασίζει αν θα γίνουμε δεκτοί στον παράδεισο της παραγωγής του ή αν θα εξοβελιστούμε στην κόλαση της ανεργίας. Ζητούν συχνά εντελώς παράλογα πράγματα που αποδεικνύουν όχι πόσο είναι το μέγεθος του δικού μας ταλέντου αλλά πόσο είναι το μέγεθος της δικής τους σχιζοφρένειας. Μην τους επιτρέπετε να σας φέρονται άσχημα και να σας εξευτελίζουν, μην ψαρώνετε, να είστε ευγενείς αλλά και αξιοπρεπείς, να αντιπαραθέτετε στην αγένεια τους, την εμπιστοσύνη σας στον εαυτό σας και στις ικανότητές σας και να τους βάζετε στη θέση τους όταν παραφέρονται. Η θέση τους –για να το ξεκαθαρίσουμε κι αυτό- είναι απέναντί σας ακριβώς, ούτε πάνω ούτε κάτω από σας. Και μην σκέφτεστε πως έτσι θα χάσετε τον ρόλο. Στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι θρασύδειλοι, οπότε μπορεί και να εκτιμήσουν το γεγονός πως έχουν απέναντί τους ανθρώπους με τσαγανό. Από την άλλη εσείς θα θέλατε να δουλέψετε με τέτοιους ανθρώπους; Θα σας αμείψουν για τους κόπους σας εκείνοι που δεν σας σέβονται; Θα σας εξελίξουν μέσα από την τέχνη σας άνθρωποι που δεν ξέρουν καν να αντλήσουν από σας τον καλύτερο εαυτό σας ή απλά θα εκτεθείτε, θα μείνετε απλήρωτοι και στο τέλος θα βλαστημήσετε την ώρα και την στιγμή που συνεργαστήκατε μαζί τους. Σε μια οντισιόν δεν κρίνεται μόνο ο ηθοποιός, κρίνονται κι αυτοί που βρίσκονται απέναντί του. Μάθετε να βγάζετε εγκαίρως συμπεράσματα και να μην εκθέτετε τον εαυτό σας σε περιττούς κόπους ή κινδύνους. Οι άνθρωποι που στήνουν οντισιόν μόνο και μόνο για να εκτονώσουν την ψυχοπάθειά τους και τα κόμπλεξ τους, να πάνε να τα σκάσουν στον ψυχίατρο να τους συνεφέρει. Δεν έχουν καμία θέση ούτε στη ζωή μας ούτε στο θέατρο. Είτε είναι επώνυμοι είτε όχι, είτε έχουν κάποιο ταλέντο είτε όχι, δεν τους θέλουμε ανάμεσά μας. Και είναι στο χέρι μας να τους το δείξουμε.
editorial20160910

Ο Σεπτέμβρης έρχεται γεμάτος υποσχέσεις, πρόβες, προσδοκίες. Εύχομαι μια υπέροχη, γεμάτη ευχάριστες εκπλήξεις, ποιοτική και απολαυστική νέα σεζόν σε όλους τους ανθρώπους του θεάτρου και στο θεατρόφιλο κοινό, πιστεύοντας πως σε σκοτεινούς καιρούς η αρχαία αυτή τέχνη που γεννήθηκε στη χώρα μας, θα υπάρξει για όλους, ψυχαγωγική, υποστηρικτική και παρήγορος.