Καθώς όλη την Μεγάλη Εβδομάδα, όπως και κάθε χρόνο, κατακλυζόμαστε, ακόμα και με την μορφή προσφορών CD από εφημερίδες, από τις λειτουργίες της περιόδου ή έστω αποσπάσματα τους – και δυστυχώς αρκετά συχνά από ανθρώπους που ελάχιστη σχέση έχουν με το βυζαντινό μέλος, πόσο μάλλον δεν κατέχουν το μουσικό σκέλος των ακολουθιών...- ενώ τα τηλεοπτικά κανάλια μεταδίδουν για πολλοστή φορά τις ίδιες κλασικές «Βιβλικές» ταινίες συν ίσως μία – δύο σύγχρονες ανάλογες δεν θα ήταν άσχημο να θυμηθούμε και μία άλλη, πολύ διαφορετική θεώρηση και αντιμετώπιση μέσω της τέχνης του Θείου Δράματος της χριστιανικής θρησκείας. Για να την κατανοήσουμε όμως καλύτερα είναι χρήσιμο πρώτα να πούμε λίγα πράγματα για τον έναν από τους δύο δημιουργούς της, τον Andrew Lloyd Webber. Ο εξηνταεξάχρονος σήμερα Βρετανός αυτός μουσικός είναι μία από τις σπάνιες, ίσως και η μοναδική, περιπτώσεις συνθετών διεθνώς που χρησιμοποίησαν την κλασική τους παιδεία για να κάνουν pop(ular), λαϊκή δηλαδή μουσική η οποία, περισσότερο ή λιγότερο δικαιολογημένα, διαχρονικά σχεδόν γνωρίζει πολύ μεγάλη επιτυχία. Αυτό που ενδιέφερε από πολύ νεαρή ηλικία τον Webber ήταν το μουσικό θέατρο, αγγλιστί musical, αλλά για να μπορέσει να επιδοθεί σε αυτό χρειαζόταν και έναν ικανό λιμπρετίστα και ήταν τυχερός στο ότι βρήκε τον κατάλληλο συνεργάτη από πολύ νωρίς, τον κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερο του Tim Rice. Οι δυο τους, πάντα όμως με υποκινητή τον οπορτουνιστή στο έπακρο Sir (πλέον...) Webber που ανταμείφθηκε με το να έχει γίνει προ πολλού πολυεκατομμυριούχος και ένα εκλεκτό υπέρ-συντηρητικό μέλος του γενικότερου βρετανικού συστήματος, δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν πλείστα όσα μουσικά ιδιώματα αλλά ακόμα και πνευματικά ή και κοινωνικά κινήματα και ιδεολογίες για να επιτύχουν τον σκοπό τους, να γίνουν διάσημοι αλλά φυσικά και πλούσιοι.

Δεν θα μπορούσαν λοιπόν να μην ασχοληθούν και με την θρησκεία και το έκαναν ήδη με το πρώτο θεατρικό τους έργο, το «Joseph And the Amazing Technicolor Dreamcoat» που ανέβηκε το 1968. Αν όμως αυτό βασιζόταν στην ιστορία του Ιωσήφ από την Γέννεση της Παλαιάς Διαθήκης με την δεύτερη δουλειά τους πήγαν όσο μακρύτερα μπορούσαν επιλέγοντας ως θέμα τα Πάθη του ιδίου του Ιησού Χριστού! Σαφέστατα επηρεασμένος από το κλίμα του χιπισμού (αν και τότε αυτός ήταν πια στην δύση του) ο Rice έδωσε μια καθαρά ανθρωποκεντρική εκδοχή και διάσταση των γεγονότων που περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη, συχνά ερμηνεύοντας τα με έναν πολύ διαφορετικό από τον επικρατούντα τρόπο και προσθέτοντας πολλά δικά του στοιχεία όπως τις λίαν επίκαιρες για την εποχή κοινωνικές ή και αμιγώς πολιτικές αναφορές. Η κυριότερη παρέμβαση του ήταν ότι αναβίβασε τον Ιούδα Ισκαριώτη σε δεύτερο κεντρικό χαρακτήρα, ισότιμο αν όχι ανώτερο του Ιησού. Ο Ιούδας του Rice είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα και άκρως δισυπόστατη φυσιογνωμία, δεν παρουσιάζεται σαν ο τυπικός προδότης του Διδασκάλου του αλλά ως ένας γνήσιος, παρορμητικός επαναστάτης ο οποίος αρχικά είναι απλά δυσαρεστημένος με τον καθοδηγητή/ηγέτη του, τον Ιησού αλλά τελικά νιώθει προδομένος από Εκείνον και γι' αυτό του το ανταποδίδει προδίδοντας Τον με την σειρά του. Δύο ακόμα, εξίσου δραστικές, παρεμβάσεις του Rice είναι ότι η Μαρία Μαγδαληνή δεν είναι παρά μια ερωτευμένη – με τον Ιησού προφανώς – γυναίκα, θέτοντας έτσι και την θρησκευτική πίστη ως ένα είδος ερωτικού συναισθήματος και, ακόμα περισσότερο, ότι το γεγονός της Ανάστασης του Χριστού απλά παραλείπεται, αφήνοντας έτσι το Θείο Δράμα χωρίς την κάθαρση του που επαγγέλλεται η θρησκεία.

Από μουσικής πλευράς μπορεί ο Webber να είναι ίσως ένας υπερεκτιμημένος συνθέτης αλλά αναμφίβολα το εν λόγω έργο περιλαμβάνει μερικές από τις καλύτερες και πιο εμπνευσμένες στιγμές του. Ξεχωρίζουν το εναρκτήριο (μετά την Ουβερτούρα της εισαγωγής) τραγούδι του Ιούδα «Heaven On Their Minds», το «I Don't Know How To Love Him» της Μαρίας Μαγδαληνής, ένα αυθεντικό και πολύ όμορφο «τραγούδι αγάπης» μέσα σε ένα θρησκευτικό έργο και βέβαια το γνωστότερο ίσως απόσπασμα, το σταδιακά κλιμακούμενο μέχρι να γίνει σχεδόν επικό «Superstar» του Ιούδα και προοδευτικά και της χορωδίας λίγο πριν το φινάλε.
Παράδοξα για τα τότε και νυν δεδομένα το έργο κυκλοφόρησε το 1970 σε δίσκο πριν ακόμα ανέβει στο θέατρο με τον αρκούντως προκλητικό τίτλο «Jesus Christ Superstar» («Ιησούς Χριστός Υπέρλαμπρο Άστρο», όπως έχει επικρατήσει στην ελληνική μετάφραση του) με τον Ian Gillan, τότε τραγουδιστή των Deep Purple (!) στον ρόλο του Χριστού, τον ηθοποιό και τραγουδιστή Murray head ως Ιούδα και την τραγουδίστρια Yvonne Elliman να υποδύεται την Μαρία Μαγδαληνή και μερικούς από τους κορυφαίους τότε rock μουσικούς να τους συνοδεύουν. Τα πράγματα βέβαια έγιναν πολύ πιο «θεατρικά» όταν ένα χρόνο αργότερα ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ με άλλους συντελεστές – πλην της Yvonne Elliman που μάλλον οφείλει την, όχι και τόσο λαμπρή, μετέπειτα καριέρα της στη συμμετοχή της στο «Jesus Christ Superstar» - για να ακολουθήσει η αγγλική παράσταση, στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου αλλά και σε πολλές άλλες χώρες κατά την διάρκεια της δεκαετίας του '70. Κακά τα ψέματα όμως, αιτία της φήμης του «Jesus Christ Superstar» πάνω απ' όλα είναι η ομότιτλη ταινία του '73. Σκηνοθετημένο από τον έμπειρο του Χόλιγουντ Νόρμαν Τζούισον το φιλμ προσέθετε το εύρημα του «έργου μέσα στο έργο» και διέθετε έναν ενυπωσιακότατο (και, τονίζοντας έτσι την φύση του χαρακτήρα σε μία περίοδο έντονων αγώνων για τα φυλετικά δικαιώματα, επιπλέον...μαύρο!) Ιούδα στο πρόσωπο του Carl Anderson αλλά και – πάντα – παρούσα την Yvonne Elliman. Μια κινηματογραφική μεταφορά ταιριαστή και αντάξια μίας από τις πρώτες rock όπερες (ή musicals, αν το προτιμάτε έτσι) που έγιναν ποτέ...

Τι θα είχαμε να πούμε σήμερα, αποτιμώντας το «Jesus Christ Superstar»; Κατ' αρχήν είναι χρήσιμο ως ντοκουμέντο μίας εποχής αν και ομολογουμένως ένα άλλο rock musical, το αμερικανικό «Hair» που προηγήθηκε κατά τρία χρόνια, αποδίδει πολύ περισσότερο την κουλτούρα του χιπισμού και της flower power ενώ είναι και πιο ολοκληρωμένο και εντέλει καλύτερο ως μουσικό έργο. Αυτό λοιπόν που απομένει και αξίζει να κρατήσουμε από το «Jesus Christ Superstar» είναι ότι, κατορθώνει να είναι ανατρεπτικό δίχως να γίνεται εικονοκλαστικό, χωρίς δηλαδή τελικά να θίγει ούτε στο ελάχιστο το θρησκευτικό συναίσθημα των πιστών χριστιανών δίνει έναν Χριστό πολύ πιο κοντά στα ανθρώπινα μέτρα και πάθη παρά σε οτιδήποτε μεταφυσικό. Ένα δηλαδή όχι ευκαταφρόνητο επίτευγμα, ειδικά σε μία χώρα όπως η Ελλάδα όπου η πίστη τόσο συχνά μετατρέπεται σε θρησκοληψία ή και μισαλλοδοξία, κατά την γνώμη μας...