Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

'Εφυγε από τη ζωή ο σκηνοθέτης Ντίνος Κατσουρίδης (http://www.kathimerini.gr, 28/11/2011))

.................................................................


'Εφυγε από τη ζωή ο σκηνοθέτης Ντίνος Κατσουρίδης



O σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας Nτίνος Kατσουρίδης έφυγε από τη ζωή σήμερα το πρωί στο νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός, όπου νοσηλευόταν χτυπημένος από τον καρκίνο, το τελευταίο διάστημα.
O Nτίνος Kατσουρίδης γεννήθηκε το 1927 στη Λευκωσία της Kύπρου. Στα μέσα της δεκαετίας του ΄50 ήρθε στην Aθήνα για σπουδές στην Iατρική Σχολή, αλλά βρέθηκε τελικά στην νεοϊδρυθείσα Σχολή Σταυράκου, όπου μπήκε στο τμήμα σκηνοθετών και μετά από έξι μήνες δίδαξε ως καθηγητής φωτογραφίας. H πρώτη του επαγγελματική ενασχόληση με τον κινηματογράφο, είναι ως βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου, Πικρό Ψωμί, ενώ λίγο αργότερα θα κάνει ένα πέρασμα από τον Σπέντζο, ως τεχνικός στο Aμάρτησα για το Παιδί μου.
Στη συνέχεια και για τα επόμενα οκτώ χρόνια θα βρεθεί στην Φίνος Φιλμ όπου, ως οπερατέρ και φωτογράφος πλατό, θα δουλέψει σε 21 συνολικά ταινίες και θα συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα του κινηματογράφου και του θεάτρου εκείνης της εποχής: Tζαβέλλας, Σακελλάριος, Aυλωνίτης, Λογοθετίδης, Σταυρίδης.
Tο 1960 υπογράφει την πρώτη του ταινία ως σκηνοθέτης, μεταφέροντας στον κινηματογράφο το θεατρικό έργο του M. Σκουλούδη Eίμαι Aθώος. Aκολουθεί το Έγκλημα στα Παρασκήνια, μια ταινία στα πρότυπα του φιλμ νουάρ, η οποία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Kινηματογράφου Θεσσαλονίκης και βραβεύθηκε με το βραβείο φωτογραφίας (Kαρύδης -Φουκς) και το βραβείο β' γυναικείου ρόλου (Zωρζ Σαρρή).
Aκολούθησαν, με την ίδια εμπορική επιτυχία, ο Kύριος Πτέραρχος, Tης Kακομοίρας, Oι Aδίστακτοι, ενώ παράλληλα ως διευθυντής φωτογραφίας και μοντέρ συνεργάζεται με τους Γιώργο Tζαβέλλα, Aλέκο Σακελλάριο, Παντελή Bούλγαρη κ.α.
Tα τελευταία χρόνια πρόσφερε ακούραστα την εμπειρία του στους νέους κινηματογραφιστές παρακολουθώντας τις εξελίξεις στον ελληνικό κινηματογραφικό χώρο.
Η ζωή και το έργο του Ν. Κατσουρίδη
«Οποιαδήποτε στιγμή και ώρα, ήταν πάντα ανοιχτός να ξεκινήσει μια νέα προσπάθεια, προσφέροντας αμέριστη συμπαράσταση στους νέους. Ο Ντίνος Κατσουρίδης υπήρξε πάντα ένα στέρεο λιθάρι σ’ αυτό που ονομάζουμε ελληνικός κινηματογράφος», δηλώνει ο Παντελής Βούλγαρης για τον «κινηματογραφικό του πατέρα», που πέθανε σήμερα σε ηλικία 84 ετών.
Ήταν ο παραγωγός και μοντέρ της πρώτης ταινίας μεγάλου μήκους του Παντελή Βούλγαρη, «Το προξενιό της Αννας» (1972). Νωρίτερα είχε χρηματοδοτήσει και έκανε διεύθυνση φωτογραφίας και μοντάζ στις μικρού μήκους «Κλέφτης» και «Τζίμης ο Τίγρης» του τότε 25χρονου Παντελή Βούλγαρη, στα μέσα της δεκαετίας του 60.
Η διαχρονική, ενεργός έως τέλους, παρουσία του Ντίνου Κατσουρίδη στις δυναμικές του ελληνικού κινηματογράφου και η συμβολή του σε όλες τις κινηματογραφικές διαδικασίες, υπήρξαν χαρακτηριστικές.
«Μεγάλωσε» στο κινηματογραφικό εργοστάσιο της Φίνος, μετείχε σε 21 ταινίες απ όλα τα πόστα - βοηθός οπερατέρ, μοντέρ, διευθυντής φωτογραφίας. Ανεξαρτητοποιήθηκε από τα στούντιο της Φίνος το 1959, έγινε σπουδαίος φωτογράφος, μοντέρ και σκηνοθέτης ταινιών που όλοι θυμόμαστε. Τομή στην σκηνοθετική καριέρα του Κατσουρίδη αλλά και του πρωταγωνιστή Θανάση Βέγγου, ήταν οι πολυβραβευμένες και τεράστιες εισπρακτικές επιτυχίες την περίοδο της δικτατορίας: «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;» και « Θανάση πάρε το όπλο σου», ταινίες ανεξίτηλες στην μνήμη των Ελλήνων θεατών.
«Παίρνω την απόφαση και προχωρώ σε μια πράξη… πολιτική», σχολιάζει ο ίδιος για την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;», αυτοβιογραφούμενος σε τόμο, που κυκλοφόρησε από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο τιμητικού αφιερώματος, το 2000. «Στρωνόμαστε με τον Γιαλαμά και ετοιμάζουμε το σενάριο του «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;» Χρήμα δεν υπήρχε και οι τότε διανομείς πίστευαν ότι η ταινία είτε θα απαγορευόταν από την λογοκρισία είτε «δεν θα δούλευε». Εγώ δεν έλεγα να κάνω πίσω. Βάφτισα την ταινία «αντιπολεμική σάτιρα»,(δεν γινόταν-μέσα στην χούντα- να την πω αντιφασιστική-αντιδικτατορική) και τέλη Σεπτέμβρη 1971, ανεβήκαμε Θεσσαλονίκη. Έγινε χαλασμός. Τόσο, που η κριτική επιτροπή (αδικώντας την «Ευδοκία» του Δαμιανού) φόρτωσε την δική μου με βραβεία. Άσε πια στις αίθουσες… Όλοι τρίβαμε τα μάτια μας. Αυτό δεν ήταν ταινία. Ήταν διαδήλωση. Τρία εκατομμύρια Έλληνες είδαν την ταινία μέσα σε ένα χρόνο».
Από τα μέσα της δεκαετίας του 80, συνέχισε να εργάζεται ακούραστα στις παραγωγές του νέου ελληνικού κινηματογράφου και με όλες τις ιδιότητες. Άλλοτε σαν διευθυντής φωτογραφίας, άλλοτε ως μοντέρ. Στον «Έρωτα του Οδυσσέα» του Βασίλη Βαφέα, στις «Ήσυχες ημέρες του Αυγούστου», στο Ακροπόλ του Παντελή Βούλγαρη, στην Πρωινή Περίπολο του Νίκου Νικολαϊδη ώσπου στο τέλος ξαναγύρισε… στην αρχή, όπως έλεγε ο ίδιος κι έκανε φωτογραφία, όπως στην μικρού μήκους ταινία «Η τροφός» του Γιώργου Τζάνερη.
Για τον θάνατο του σεμνού, ακούραστου εργάτη του ελληνικού κινηματογράφου, Ντίνου Κατσουρίδη έστειλαν συλλυπητήρια:
Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: «Πολυπράγμων δημιουργός, ο Ντίνος Κατσουρίδης υπηρέτησε τον κινηματογράφο με συνέπεια και πάθος, διαγράφοντας ως σκηνοθέτης, διευθυντής φωτογραφίας και μοντέρ, μια μακρά δημιουργική πορεία, η οποία σφράγισε μια ολόκληρη εποχή στο ελληνικό σινεμά.Το έργο που αφήνει πίσω του, θα μείνει ανεξίτηλο στον χρόνο και τη μνήμη μας» .
Η Ελληνική Ακαδημία κινηματογράφου: «Σήμερα, Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011, έφυγε από τη ζωή ο Ντίνος Κατσουρίδης. Ο άνθρωπος που γνώριζε το Σινεμά όσο λίγοι, αφού το υπηρέτησε επιτυχημένα από σχεδόν όλα τα πόστα: Σκηνοθέτης 17 και Παραγωγός 15 ταινιών, έκανε το Μοντάζ σε 76 ταινίες και τη Διεύθυνση Φωτογραφίας σε άλλες 45, ενώ έγραψε 14 Σενάρια.
Η δημιουργικότητα, η πείρα, το σθένος και η νεανική ματιά του, θα λείψουν σε όλη την Ελληνική Κινηματογραφική Κοινότητα. Ο Ντίνος Κατσουρίδης ήταν ένα από τα πρώτα Επίτιμα Μέλη της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου».

http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathremote_1_28/11/2011_416671 

  
Και η καλύτερη ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη 
και του Θανάση Βέγγου...:

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Πάντα ματαιότης τα επώνυμα Tης Mαριαννας Tζιαντζη ("Καθημερινή", 27/11/2011)

.................................................................

Πάντα ματαιότης τα επώνυμα

Tης Mαριαννας Tζιαντζη

Τριάντα χρόνια κλείνουν μεθαύριο από τον πνιγμό της Νάταλι Γουντ στα μαύρα νερά του Ειρηνικού και ο διεθνής Τύπος ασχολείται ξανά με το μυστήριο του θανάτου της, καθώς η αστυνομία του Λος Αντζελες ανοίγει τον φάκελο αυτής της υπόθεσης: ήταν ατύχημα ή δολοφονία;
Ακόμα και ο θάνατός της ήταν κινηματογραφικών προδιαγραφών. Μια πολυτελής θαλαμηγός (Splen dour το όνομά της) ανοιχτά του νησιού Καταλίνα, μια νύχτα του Νοέμβρη, δύο διάσημοι σταρ να ερίζουν για χάρη της στο κατάστρωμα, ποτά, χάπια, παραζάλη, ένα πτώμα στη θάλασσα. Βασικός ύποπτος ο σύζυγος, ο Ρόμπερτ Βάγκνερ, ένας από τους παλιούς «ωραίους» του Χόλιγουντ. Τότε εκείνη ήταν μόνο 43 ετών.
Μια παράξενη αθανασία κερδίζουν οι δημοφιλείς καλλιτέχνες που πεθαίνουν νέοι με τρόπο είτε βίαιο είτε άδοξο, ενώ όλο και μακραίνει η γραμμή των αστεριών που έσβησαν πριν την ώρα τους: Τζέιμς Ντιν, Μέριλιν Μονρόε, Τζιμ Μόρισον, Τζον Λένον, Ρόμι Σνάιντερ, Μάικλ Τζάκσον, Εϊμι Γουαϊνχάουζ... Οι συνομήλικοί τους γερνούν, όμως οι ίδιοι κατοικούν για πάντα στη χώρα του μύθου.
Την εποχή του θανάτου της Γουντ, δεν ήταν της μόδας η λέξη «λαμπερός». Ωστόσο, αν δούμε ξανά το «Γουέστ Σάιντ Στόρι» ή τον «Πυρετό στο αίμα» («Splendour in the grass»), μένουμε άφωνοι όχι μπροστά στην ομορφιά της Γουντ, γιατί όμορφες γυναίκες υπάρχουν πολλές, αλλά μπροστά στην εξωφρενική λάμψη, την παράφορη δύναμη της νεότητας. Της νεότητας που έρχεται μόνο μια φορά, αλλά η τεχνολογία και η τέχνη της κινούμενης εικόνας την κρατούν ζωντανή.
Το ξανάνοιγμα του φακέλου «Splendour» θυμίζει το μυθιστόρημα «Οι ελέφαντες θυμούνται» (Elephants Can Remember) της Αγκαθα Κρίστι, όπου ο Ηρακλής Πουαρό καλείται να εξιχνιάσει ένα διπλό φόνο (ή διπλή αυτοκτονία), όταν κάθε υλικό ίχνος έχει χαθεί και η κόρη της νεκρής γυρεύει να μάθει αν η μητέρα της ήταν φόνισσα ή θύμα. (Ακριβώς το αντίθετο απ’ ό, τι συμβαίνει στα τηλεοπτικά «CSI», όπου ο τόπος του εγκλήματος «μιλάει».)
«Το αδικοχυμένο αίμα δεν στεγνώνει ποτέ», λέει μια παροιμία. Μερικές φορές αυτό εξαρτάται από το πόσο διάσημο ήταν το χυμένο αίμα. Ωκεανός το αίμα των αθώων στον πλανήτη μας, ορμητικός τυφώνας οι ανάσες που έσβησαν πρόωρα κι εμείς συλλογιζόμαστε μια σταρ που ρίχτηκε ή την έριξαν στο γιαλό; Με τον ίδιο όμως τρόπο συλλογιζόμαστε τη Χιονάτη που ο κυνηγός την εγκατέλειψε στο δάσος γιατί η κινηματογραφική (όχι η γήινη) Νάταλι Γουντ είναι κομμάτι ενός παραμυθιού για όλους τους λαούς και όλες τις ηλικίες, γιατί δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς παλιές και νέες ιστορίες, έστω και αν αυτές δεν έχουν χάπι εντ.
Πάντα ματαιότης τα επώνυμα, όμως η ηθοποιός αυτή δεν ήταν απλώς άλλο ένα όνομα στο παρδαλό βουνό των κατασκευασμένων ειδώλων. Δεν ξέρω αν είχε πολύ, λίγο ή μέτριο ταλέντο, όμως είχε την τύχη να συνδεθεί με τα ηρωικά φτερουγίσματα του σινεμά, με μεγάλες υπογραφές. Και η τέχνη του σινεμά στάθηκε γενναιόδωρη μαζί της, αφού σε ηλικία 16 ετών συμπρωταγωνίστησε στον «Επαναστάτη χωρίς αιτία» πλάι στον Τζέιμς Ντιν, ενώ το όνομά της συνδέθηκε με το ωραιότερο ίσως μιούζικαλ του 20ού αιώνα, το «Γουέστ Σάιντ Στόρι». Μαρία για πάντα.
Ειλικρινά, δεν με ενδιαφέρει να μάθω αν ο Ρόμπερτ Βάγκνερ, σήμερα πλούσιος υπερογδοηκοντούτης γέρων, ήταν ο σκοτεινός ιππότης του παραμυθιού. Εδώ όχι ο νικητής, αλλά η ωραία νεκρή τα παίρνει όλα.

Και ένα μικρό αφιέρωμα στην πρόωρα χαμένη καλή 
ηθοποιό του αμερικανικού σινεμά.





Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

Σαν σήμερα, εκδίδεται «Η Καταγωγή των Ειδών» του Δαρβίνου (07:11, 24 Νοε 2011 | tvxsteam tvxs.gr)

...............................................................

Σαν σήμερα, εκδίδεται «Η Καταγωγή των Ειδών» του Δαρβίνου

tvxs.gr/node/48925
 
Σαν σήμερα, το 1859 εκδόθηκε το πασίγνωστο έργο του Κάρολου Δαρβίνου «Η Καταγωγή των Ειδών», επιστημονικό σύγγραμμα που θεωρείται ότι έθεσε τις βάσεις της εξελικτικής βιολογίας. Το έργο προκάλεσε αντιδράσεις στην εποχή του, καθώς ερχόταν σε σύγκρουση με τις θρησκευτικές θεωρίες περί δημιουργίας του κόσμου, ωστόσο η αποδοχή της δαρβινικής θεωρίας είναι πλέον καθολική.
Με το έργο του «Η Καταγωγή των Ειδών», ο Βρετανός φυσιοδίφης, γεωλόγος και συγγραφέας παρουσίασε πρώτη φορά τη θεωρία του σχετικά με την εξέλιξη των ειδών. Εισήγαγε την άποψη ότι οι πληθυσμοί εξελίσσονται από γενιά σε γενιά με τη διαδικασία της φυσικής επιλογής, βασιζόμενος σε σειρά από στοιχεία που προέρχονταν από παρατηρήσεις, πειράματα και επιστημονικές συζητήσεις. Η θεωρία της εξέλιξης αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της βιολογίας σήμερα. Ο Δαρβίνος είχε αναπτύξει τη θεωρία του μετά από πολυετείς μελέτες, ιδιαίτερα στο πενταετές ταξίδι του με το πλοίο Beagle (Ιχνηλάτης) που εξερευνούσε τις ακτές της Νοτίου Αμερικής. Εκεί μελέτησε την ποικιλομορφία των ειδών μέσα από απολιθώματα, ζώντες οργανισμούς και γεωλογικά χαρακτηριστικά. Η θεωρία του είχε σχηματιστεί χρόνια πριν την έκδοσή της, ωστόσο η επίγνωση ότι οι ιδέες του θα θεωρούνταν «αιρετικές» τον ώθησαν να κρατήσει τη μελέτη του μυστική.
Πολλοί επιστήμονες είχαν υποστεί τιμωρίες και είχαν καταστρέψει την καριέρα τους για παρόμοιες ιδέες, επομένως ο ίδιος ήθελε να συγκεντρώσει όσο ισχυρότερες αποδείξεις μπορούσε. Ο λόγος που ο Δαρβίνος αποφάσισε να δημοσιεύσει την «Καταγωγή των Ειδών» νωρίτερα απ’ότι υπολόγιζε, ήταν ένας άλλος επιστήμονας, ο Άλφρεντ Γουάλας. Ο Γουάλας αλληλογραφούσε με το Δαρβίνο και κάποια στιγμή του έστειλε ένα χειρόγραφο 20 σελίδων με τη θεωρία του για την προέλευση των ειδών, ζητώντας του να το προωθήσει σε επιστημονικό περιοδικό. Ο Δαρβίνος εξεπλάγη που κάποιος είχε τις ίδιες απόψεις με αυτόν, έστω και πολύ πιο συμπυκνωμένες, σαν περίληψη ολόκληρης της μελέτης του. Αυτό τον έκανε να ανησυχήσει και να επισπεύσει την ολοκλήρωση του έργου του, εκδίδοντάς το στις 24 Νοεμβρίου του 1859. Την εποχή εκείνη, διάφορες θεωρίες αναπτύσσονταν γύρω από την «εξέλιξη».
Η λέξη είχε καταλήξει να θεωρείται αιρετική, καθώς υπονοούσε δημιουργία χωρίς θεϊκή παρέμβαση, επομένως ο Δαρβίνος απέφυγε κάθε αναφορά στη λέξη στο έργο του. Το ύφος της γραφής ήταν απλό, ώστε να γίνεται κατανοητό από τον απλό αναγνώστη, γι’ αυτό και προσέλκυσε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, παρά τις αρχικές αντιδράσεις από κύκλους της Εκκλησίας. Πριν τη θεωρία του Δαρβίνου, τα ερωτήματα περί καταγωγής των ειδών έβρισκαν εξηγήσεις στα πλαίσια της θεολογίας που είχε διαμορφωθεί από φιλοσόφους και θεολόγους το 17ο αιώνα. Επομένως η Εκκλησία αποδοκίμασε το έργο του, πυροδοτώντας μια δημόσια διαμάχη. Αντιμετωπίστηκε με ειρωνεία από τους επικριτές του, οι οποίοι δημοσίευαν καρικατούρες του με σώμα πιθήκου και ρωτούσαν αν ήταν απόγονος των πιθήκων από τη μεριά του παππού ή της γιαγιάς του, ή εάν τα καρότα μπορούν να εξελιχθούν σε ανθρώπους. Η επιστημονική κοινότητα, είτε από άγνοια είτε από συνειδητή υποτίμηση, δεν έδωσε μεγάλη σημασία στη θεωρία τότε.
Ο πρόεδρος της Linnaean Society, μιας από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές επιστημονικές εταιρείες της εποχής, είχε αναφέρει ότι η χρονιά εκείνη δε σημαδεύτηκε από κάποια εντυπωσιακή ανακάλυψη «που να επιφέρει επανάσταση στο πεδίο της επιστήμης». Ο Δαρβίνος απέδωσε την αδιαφορία αυτή στην πρόχειρη μορφή του έργου. Ωστόσο, παρά τις επικρίσεις της Εκκλησίας και την αδιαφορία της επιστημονικής κοινότητας, το βιβλίο προκάλεσε το ενδιαφέρον του κοινού και συζητήθηκε έντονα. Η θεωρία του για την καταγωγή των ειδών , ανέδειξε το Δαρβίνο σε κορυφαία επιστημονική φιγούρα και εντός 20 ετών από τη δημοσίευσή της είχε γίνει αποδεκτή στον επιστημονικό κόσμο. Στη συνέχεια προέκυψαν πολλές παραλλαγές και εξελίξεις της αρχικής θεωρίας, ενώ το βιβλίο μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και ανατυπώθηκε πολλές φορές. Έγινε ένα εμπορικό επιστημονικό κείμενο, που ανταποκρινόταν τόσο στην περιέργεια της νέας «μέσης τάξης» όσο και στην «εργατική τάξη». Θεωρήθηκε το πιο αμφιλεγόμενο και πολυσυζητημένο επιστημονικό βιβλίο που είχε γραφτεί ποτέ.

"Τώρα, όλα είναι γρήγορα...» Βικτόρια Χίσλοπ (21:11, 19 Νοε 2011 | tvxsteam tvxs.gr και "Ελευθεροτυπία" (19/11/2011) από τη συνέντευξη στον Βασίλη Καλαμαρά)

...............................................................

Βικτόρια Χίσλοπ: «Η Ελλάδα πηγή έμπνευσης, η μούσα μου»

tvxs.gr/node/76520
 

Tο «Νησί» έκανε τη Βρετανίδα συγγραφέα Βικτόρια Χίσλοπ «θεά» για τους Κρητικούς και για όλους τους Ελληνες. Και δεν ήταν μόνον το σίριαλ, αφού το πρώτο της μυθιστόρημα είχε αρχίσει να πουλάει τρελά προτού περάσει στην τηλεόραση. Μετά τον «Γυρισμό», μας άφησε για τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, κι εκεί που είχαμε μελαγχολήσει, το χαμόγελο ξαναβρέθηκε στα χείλη μας.  «Η Ελλάδα έχει πολλές και ενδιαφέρουσες ιστορίες», λέει η Βικτόρια Χίσλοπ σε συνέντευξη της στην Ελευθεροτυπία. Το τρίτο μυθιστόρημά της, «Το νήμα» (όλα τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διόπτρα), είναι η ιστορία του Ελληνισμού ως τραγωδία, από τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης, το 1917. Αφού περάσει από την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, σταματάει στην κατοχική Θεσσαλονίκη.


... - Το τελευταίο μυθιστόρημά σας είναι για την ελληνική Ιστορία του 20ού αιώνα, αφού αρχίζει το 1922 και φτάνει μέχρι την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα; Επιμένετε στην κλασική γραφή, με αρχή, μέση και τέλος, και δεν τολμάτε να πειραματιστείτε;
«Δίνω φωνή στους μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους, στην Κατερίνα και στον Δημήτρη, οι οποίοι είναι οι αφηγητές. Εχουν γίνει παππούς και γιαγιά, είναι πλέον και οι δύο ενενηντάρηδες. Λένε την προσωπική τους ιστορία, το έτος 2007. Τη μεταδίδουν στον εγγονό τους, σε παλιομοδίτικο στιλ, γι' αυτό και δεν υπάρχει πουθενά σεξ. Δεν ξέρω γιατί γράφω έτσι. Παντελώς απουσιάζει η αφηγηματική φωνή ενός τινέιτζερ. Ισως θα ήθελα να είμαι μια γυναίκα ενενήντα ετών, γιατί αυτή είναι ηλικία που σου δημιουργείται η επιθυμία να αφηγηθείς την προσωπική σου ιστορία κατευθείαν στο νέο άνθρωπο».
- Η τηλεόραση είναι η κύρια υπεύθυνη για την καταστροφή της σχέσης του αφηγητή παππού και της αφηγήτριας γιαγιάς με τα εγγόνια τους;
«Ναι, ναι. Εχω δύο νέα παιδιά, τα οποία σας εξομολογούμαι ότι δεν είναι υπομονετικά. Δεν θέλουν να καθίσουν να φάνε και να μιλήσουν μαζί μου. Θέλουν να πάνε στην τηλεόραση και στον υπολογιστή τους. Τα παλιά χρόνια, αυτό νομίζω ότι συνέβαινε και στην Ελλάδα, το φαγητό ήταν για ώρες, όχι μόνο για μισή ώρα και τέλος... Δεν μιλάμε πια αργά, βιαζόμαστε... Τώρα, όλα είναι γρήγορα...».
- Επομένως, βγαίνει ένα αβίαστο συμπέρασμα ότι το καινούργιο σας βιβλίο δεν απευθύνεται σε αναγνώστες που βιάζονται να το τελειώσουν;
«Ναι, ναι, ακριβώς»...

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Χόρχε Λούις Μπόρχες: "Μαθαίνεις" - δανεισμένο από το "αδελφό" ιστολόγιο, http://boukalistithalassa.blogspot.com/

................................................................

Χόρχε Λούις Μπόρχες



Μαθαίνεις
Μετά από λίγο μαθαίνεις
την ανεπαίσθητη διαφορά
ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι
και να αλυσοδένεις μια ψυχή.
Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι
Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια
Και αρχίζεις να μαθαίνεις
πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις
Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου
με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα
Με τη χάρη μιας γυναίκας
και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού
Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,
γιατί το έδαφος του Αύριο
είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια
και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο
να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.
Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις.
Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου
μπορεί να σου κάνει κακό.
Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ
Αντί να περιμένεις κάποιον
να σου φέρει λουλούδια
Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις
Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη
Και ότι, αλήθεια, αξίζεις
Και μαθαίνεις. μαθαίνεις
με κάθε αντίο μαθαίνεις




http://boukalistithalassa.blogspot.com/

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Απεβίωσε ο μεγάλος συνθέτης και δάσκαλος Αργύρης Κουνάδης (NAFTEMPORIKI.GR Τετάρτη, 23 Νοεμβρίου 2011 13:53)


..............................................................

Απεβίωσε ο μεγάλος συνθέτης και δάσκαλος Αργύρης Κουνάδης

NAFTEMPORIKI.GR Τετάρτη, 23 Νοεμβρίου 2011 13:53
Τελευταία Ενημέρωση : 23/11/2011 14:10
O Αργύρης Κουνάδης.
Μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης ελληνικής μουσικής, ο 87χρονος συνθέτης, μαέστρος, πιανίστας και δάσκαλος Αργύρης Κουνάδης, έφυγε από την ζωή την Τρίτη 22 Νοεμβρίου, στην πόλη Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου και διέμενε.
Ο Κουνάδης, σημαίνουσα προσωπικότητα των σύγχρονων ελληνικών μελωδιών και δάσκαλος διαπρεπών μουσικών, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Φεβρουάριο του 1924. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητές τους Δημ. Μακρή και Σπ. Φαραντάτο, λαμβάνοντας δίπλωμα πιάνου το 1952, ενώ το 1956 πήρε δίπλωμα σύνθεσης από το Ελληνικό Ωδείο, όπου σπούδασε με καθηγητή τον Γ. Παπαϊωάννου.
Από το 1950 συνεργάστηκε με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη. Το 1951 ερμήνευσε με την Κρατική Ορχήστρα, σε πρώτη ελληνική εκτέλεση, το κοντσέρτο για πιάνο του Χατσατουριάν και άρχισε να γράφει τις πρώτες του συνθέσεις για το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Συγκαταλέγεται στους πρώτους Έλληνες συνθέτες που ενδιαφέρθηκαν για το ρεμπέτικο. Το ρεμπέτικο μαζί με τη μουσική των Μπάρτοκ και Στραβίνσκι επηρέασαν βαθιά τα πρώτα έργα του, της περιόδου 1949 - 1957, τα περισσότερα από τα οποία, αργότερα, αποκήρυξε.
Το 1958 σπούδασε ως υπότροφος - των κυβερνήσεων Ελλάδας και Γερμανίας- στη Μουσική Ακαδημία του Φράιμπουργκ και εντρύφησε στη σύνθεση και τη διεύθυνση ορχήστρας, με καθηγητές τον συνθέτη Βόλφγκανγκ Φόρτνερ και τον μαέστρο Καρλ Φέτερ.
Μετά την αποκήρυξη του πρώιμου έργου, έως το 1957, στρέφοντας το μουσικό του βλέμμα στο ατονικό, το δωδεκάφθογγο, το σειραϊκό και το αλεατορικό σύστημα, επέλεξε μια «υπερμοντέρνα» μουσική τεχνοτροπία «βυζαντινής» αυστηρότητας, η οποία δίνει έμφαση στον μελοποιημένο λόγο και το δραματικό στοιχείο, που μεταφέρονται ακόμη και σε καθαρώς συμφωνικά του έργα. Το «Χορικόν» (1958) ήταν το πρώτο ελληνικό έργο που παίχτηκε στις εκδηλώσεις της Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής (IGNM - SIMC) στην Κολωνία το 1959, και το πρώτο ελληνικό έργο που παίχτηκε από τη Φιλαρμονική του Βερολίνου με διευθυντή ορχήστρας τον Φόρτνερ (1961).
Το 1963 διορίστηκε βοηθός του Φόρτνερ και το 1972 καθηγητής στην Ακαδημία του Φράιμπουργκ, ενώ ανέλαβε και τη διεύθυνση του συνόλου «Μούζικα Βίβα».
Μονόπρακτά του παίζονται σε σημαντικά θέατρα της Γερμανίας όπως το Μπαϊρόιτ. Έγραψε όπερες με ιδιαίτερα σαρκαστική διάθεση - όπως οι δημιουργίες «Το λαστιχένιο φέρετρο», «Τα μαγεμένα αναλόγια», «Τειρεσίας»- οι οποίες έχουν ανεβεί αρκετές φορές σε σημαντικά γερμανικά θέατρα (Βόννη, Μπαϊρόιτ, Χαϊδελβέργη, Φράιμπουργκ, Λίμπεκ, κ.α.), στη Λυρική Σκηνή και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Έργα του μουσικής δωματίου για μικρά σύνολα παίχτηκαν στη Δ. Ευρώπη, τον Καναδά, τις Η.Π.Α., τη Λατινική Αμερική, τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία, την Πολωνία, την Ιαπωνία, την Αυστραλία.
Έγραψε, επίσης, και πολλά ελληνικά τραγούδια, που τραγουδήθηκαν από γνωστούς τραγουδιστές και αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζουν ιδιαίτερα το τραγούδι «Στη πλατεία Αβησσυνίας», το «Do you like the Greece» που απέδωσε σε πρώτη εκτέλεση ο Α. Καλογιάννης, και το ωραίο θαλασσινό τραγούδι με τους αλληγορικούς στίχους των ψυχικών δυνάμεων της ελευθερίας, που - επίκαιρο όσο ποτέ- μας θυμίζει μέχρι σήμερα πως «είναι τα' αμπάρια γεμάτα, π' ανάθεμά τα, άγρια θεριά»... προτρέποντας... «Όρτσα τα πανιά».
Η κηδεία του Αργύρη Κουνάδη θα γίνει στο Φράιμπουργκ. 
 
Εις μνημόσυνον




(1973, δισκος "Δεν περισσεύει υπομονή")
Διασκευή απο τον Αργύρη Κουνάδη ενος Ισπανικου Τραγουδιου απο τον καιρο του Ισπανικου εμφυλιου. 
Στιχοι: Βαγγελης Γκούφας
Τραγουδάει (πρωτη της εμφανιση στη δισκογραφια) η Ελένη Βιτάλη


Βγήκαν λάμιες στο ποτάμι
σύννεφο έβαλαν γιορντάνι
κι άντρας ζώνει τ' άρματά του
πάει ταμένος του θανάτου
Και ποιος θα σου κρατήσει
άσπρο στο χορό μαντήλι
μαγιάπριλο του κόσμου
πίκρα περπατάει στα χείλη
άι... γαρούφαλλό μου...
άι... γαρούφαλλό μου...

Άλογο φαρί καβάλα
δράκοι του'στησαν κρεμάλα
μπρος στο μαρμαρένιο αλώνι
στέκει και το πεταλώνει
Ανέμη να γυρίσει
παραμύθι ν'αρχινήσει
μαύρο κρασί να πιούμε
το φεγγάρι έχει μεθύσει
άι...γαρούφαλλό μου...
άι...γαρούφαλλό μου...

και στην άκρη, στο ποτάμι
μια φλογέρα, ένα καλάμι
κάνει τον καημό φλογέρα
το παράπονό του αέρα
Και ποιος θα σου κρατήσει
άσπρο στο χορό μαντήλι
μαγιάπριλο του κόσμου
πίκρα περπατάει στα χείλη
άι...γαρούφαλλό μου...
άι...γαρούφαλλό μου...

Ποιος πονεί και ποιος το θέλει
του ανέμου οι Αρχαγγέλοι
του καπνού 'ναι και τ' ανέμου
δεν το βάσταξα ποτέ μου
Ανέμη να γυρίσει
παραμύθι ν'αρχινήσει
μαύρο κρασί να πιούμε
το φεγγάρι έχει μεθύσει
άι...γαρούφαλλό μου...
άι...γαρούφαλλό μου..

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Tainted Love

..............................................................

Tainted Love lyrics


Sometimes I feel I've got to run away
I've got to get away
From the pain you drive into the heart of me.
The love we share seems to go nowhere

And I've lost my light for I toss and turn - I can't sleep at night.

Once I ran to you
now I'll run from you

This tainted love you've given -
I give you all a boy could give you.
Take my tears and that's not nearly all - oh
tainted love - tainted love.

Now I know I've got to run away
[| From: http://www.elyrics.net/read/s/soft-cell-lyrics/tainted-love-lyrics.html |]
I've got to get away.
You don't really want it any more from me -
To make things right you need someone to hold you tight

And you'll think love is to pray but I'm sorry I don't pray that that way

Once I ran to you
now I'll run from you
. . .

Don't touch me please - I cannot stand the way you tease.
I love you though you hurt me so

Now I'm gonna pack my things and go. Tainted love - tainted love























Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: "Οι κουκλοπαντρειές" - άλλο ένα αθηναϊκό διήγημα του μεγάλου Σκιαθίτη

..................................................................




 Οι κουκλοπαντρειές

   
 Μέσα εις το βάθος, εκατοικούσε η κυρά-Ζαφείραινα με την κόρην της, την Ευγενικούλαν. Δεν ήτον σπιτονοικοκυρά, ούτε καν σωστή υπενοικιάστρια, μόνον εντολήν είχε να επιστατεί όλην την μάνδραν, να εισπράττει τα ενοίκια από τας πέντε ή έξ χαμογείους τρώγλας, τας αραδιασμένας κατά μήκος της αυλής, και είχε το προνόμιον να κατοικεί αυτή εις την σχετικώς καλυτέραν κάμαραν, και να πληρώσει ευθηνότερον κάπως ενοίκιον.
   Τα άλλα χαμόγεια κατείχον τελευταία εργατικοί άνδρες, χωρίς οικογενείας, κατά το μάλλον και ήττον φιλήσυχοι. Μόνον εις το δεύτερον δωμάτιον από της εισόδου της αυλής εκατοικούσε μία ζωντοχήρα χωρισμένη από τον άνδρα της, η Πολυτίμη, όπως εκαλείτο.
   Αι σχέσεις μεταξύ της νοικάρισσας ταύτης και της Ζαφείραινας, της εκπληρούσης χρέη σπιτονοικοκυράς, δεν ήσαν πολύ ομαλαί, αν και η πρώτη είχε προσφέρει διαφόρους και πολυτίμους εκδουλεύσεις. Την είχε βοηθήσει να διώξουν από την αυλήν δύο πρώην νοικάρισσες. Τούτων η μία, η νεαρά Μαργαρώ, κατέχουσα τον τέταρτον θάλαμον, της είχε φωνάξει πολλά της Ζαφείραινας και της κόρης της, εξ αφορμής οικογενειακών τινων ατυχημάτων.
   Τον περασμένον χρόνον, η Ζαφείραινα είχεν υπανδρεύσει την κόρην της μ’ ένα νέον, σχεδόν διά της βίας. Δίπλα των, εις το πλαγινόν δωμάτιον, είχον κατοικήσει επτά ή οκτώ λούστροι, εκ των οποίων ο πλέον μεγαλόσωμος, ο αρχηγός της εταιρείας και ο πλέον τεμπέλης, έβαζεν όλους τους άλλους (εκ των οποίων οι δύο ήσαν αδέρφια του, και οι άλλοι χωριανοί του) να δουλεύουν αντί του εαυτού του, και τους έπαιρνε τα λεπτά. Ούτος ήτο τολμηρός, προσέτι δε χορευτής και τραγουδιστής, και ηγάπα την ραστώνην. Εις ολίγον καιρόν, φαίνεται ότι είχεν αγαπηθεί με την κόρην, την Ευγενικούλαν.
   Μετ’ ολίγον καιρόν η Ζαφείραινα εβίαζε τον Γιαγκίνην (τοιούτον παρατσούκλι τού είχαν δώσει οι άλλοι) να στεφανωθεί με την κόρην της. Κατ’ εκείνον τον καιρόν, τα είχε καλά και με τις τρεις νοικάρισσες, επειδή ήτον Σεπτέμβριος, και μόλις είχον καταλάβει και οι τρεις τα δωμάτια, είχον δε προπληρώσει τα ενοίκια. Της έφυγε ένας λόγος, ή μάλλον, έρριψ’ ένα λόγον παρουσία μιας τούτων, ότι η κόρη της δεν ήτον «κατά πώς πρέπει», επειδή τα είχε μπλέξει κακά με τον Γιαγκίνην. Η ακούσασα την επίστωσε και με το παραπάνω μάλιστα, έσπευσε δε να διηγηθεί και εις τας άλλας δύο το τι άκουσε, και μετ’ ολίγας ώρας όλη η γειτονιά, έξω της αυλής και αντικρύ και πέριξ, εγνώριζαν ότι η Ευγενικούλα δεν ήτον «κατά πώς πρέπει».
   Έβαλαν μίαν μαμμήν να εξετάσει την κόρην, κι εκείνη επιστοποίησε το πράγμα. Ο Γιαγκίνης ισχυρίζετο τουναντίον, ότι η κόρη ήτον άθικτος και ηπείλει να καταγγείλει την ψευτομαμμήν. Ύστερ’ από ολίγον καιρόν, τη βοηθεία ενός προθύμου φίλου, και με την επέμβασιν ενός ισχυρού βουλευτού, κατόπιν πολλών απειλών και υποσχέσεων, το ανδρόγυνον εστεφανώθη, καθώς ανήγγειλε τουλάχιστον η Ζαφείραινα, πλην όχι εν τη οικία· αλλού, εις μέρος άγνωστον.
   Την επιούσαν του γάμου, η Ζαφείραινα εκαλημέρισε τις τρεις νοικάρισσες, εδέχθη τα συγχαρητήριά των, τας εφίλευσε κουφέτα, είτα με τρόπον μυστηριώδη ταις είπε:
-         Κορίτσ’ ήταν η βρώμα!
   Την φοράν ταύτην οι τρεις νοικάρισσες επίστευσαν ακριβώς το εναντίον τού ό,τι έλεγεν η Ζαφείραινα.

* * *

   Η Ευγενικούλα είχε κατοικήσει χωριστά, με τον άνδρα της, αλλού, και είχε κουβαλήσει μαζί της όλα τα έπιπλα της μητρός της. Αμέσως ήρχισε να παραπονείται. Ο Γιαγκίνης δεν είχε πλέον εις την διάθεσίν του τους πέντε ή έξ λούστρους, να δουλεύουν διά λογαριασμόν του. Εκείνοι είχον αποσκιρτήσει και είχον χειραφετηθεί. Ο Γιαγκίνης δεν αγαπούσε να δουλεύει. Ήτον γανωτής, αλλά δεν εγάνωνε. Εδοκίμαζε να κατασκευάσει κρυφά τρακατρούκες, διά να βγάλει στραβά λεπτά, αλλά τον εκυνηγούσε η αστυνομία. Μόνον τον λούστρον ημπορούσε να κάμνει ανάμεσα, επειδή αυτή η εργασία τού εφαίνετο πλέον αναπαυτική.
   Άφηνε την γυναίκα του νηστικήν. Την άφηνε σβηστήν. Αργούσε το βράδυ στα καπηλειά και την άφηνεν επί ώρας μοναχήν της. Αυτή ήτον τεσσάρων μηνών έγκυος και λιγουρούσε η καρδιά της. Η μάννα της, βαρυνθείσα ν’ ακούει τα παράπονά της, την εβλασφήμησε πολλές φορές, την εφασκέλωσεν, αυτήν και τον άνδρα της, και την προκοπήν της, της έρριπτεν όλα τα άδικα, ότι αυτή και μόνη πταίει, και τέλος απεφάσισε μίαν εσπέραν, χωρίς μήτε είδησιν να δώσει εις τον σύζυγον, και την εκουβάλησεν, αυτήν και όλα τα έπιπλα μαζί, και πάλιν πλησίον της, διά να την «ξεγεννήσει».
   Ο Γιαγκίνης έδειξεν ότι του εκακοφάνη αλλ’ ενδομύχως ησθάνθη μεγάλην ανακούφισιν. Έκαμε μίαν οργίλην επίσκεψιν και μίαν πικραμένην διαμαρτύρησιν εις της πεθεράς του, και την παρεκάλει να επιτρέψει να πάρει την γυναίκα του πίσω. Είναι αυτός ικανός να την ζήσει και είναι ικανός να την ξεγεννήσει. Ας αφήσει στην μητέρα της όλα τα μόμπιλα, μόνον την ραπτομηχανήν της να πάρει και ας έλθει!
   Κατ’ εκείνην την εποχήν άρχισε μεγάλη φαγούρα εντός της αυλής, μεταξύ της νοικάρισσας του τρίτου δωματίου, της Μαργαρώς και της Ζαφείραινας με την κόρη της. Η Ζαφείραινα, ως φρόνιμη, είχε κάμει αυστηράς παρατηρήσεις εις την Μαργαρώ. Αυτή είχε, φαίνεται, έναν άνδρα, ο οποίος κατ’ αρχάς δεν είχε παρουσιασθεί, ύστερον ήλθε και εκοιμήθη βραδυές εις το δωμάτιον της νεαράς γυναικός και σιγά-σιγά εγκατεστάθη. «Ο μουσαφίρης μάς έγινε νοικοκύρης», καθώς έλεγεν η Ζαφείραινα.
   Αμυνομένη η Μαργαρώ ήρχισε να ονειδίζει την χήραν και την κόρην της. Μήπως αυτές ήσαν καλύτερες τάχα; Ή θα μας πει πως πάντρεψε τάχα την κόρην της μ’ έναν λούστρο, εκεί, και στους τρεις μήνες την επήρε πάλι πίσω; Θεός ξέρει αν είναι με στεφάνι. Ή πως αγόρασε τάχα μίαν στεφανοθήκην κι έβαλεν επιδεικτικώς τα στέφανα σιμά στα εικονίσματα! Και τι κουκλοπαντρειές είναι αυτές!...κλπ.
   Η Ζαφείραινα εξεμάνη εναντίον της ξένης. Αυτή να έχει στόμα, να πει κακόν για την κόρην της!... Πρέπει να πλύνει πρώτα το στόμα της, για ν’ αναφέρει τ’ όνομά της. Ακούς εκεί! μια τέτοια, μια πολύπαθη και πολυτεχνίτισσα, μια πομπιωμένη, να έχει τόλμη να βγάζει τρεις πιθαμές γλώσσα, να λέγει κιόλα για το κορίτσι το δικό της, που είναι σαν το κρύο νερό, είναι και φαίνεται!...
   Μίαν νύχτα, επειδή έλειπεν αργά η Μαργαρώ, η Ζαφείραινα εμανδάλωσε καλά την αυλόπορταν, έβαλε τον σύρτην, και την έκλεισεν απ’ έξω. Βαθιά, κοντά τα μεσάνυχτα, έφτασεν η Μαργαρώ, μαζί με τον δικόν της, και αφού έκρουσε ματαίως την εξώπορταν, ο καβαλιέρος της ανερριχήθη επάνω εις τον θριγκόν, εις την στέγην της αυλόπορτας, επήδησε μέσα εις την αυλήν, εξεκλείδωσε την πόρταν και η Μαργαρώ εισήλθεν.
   Άκουσαν οι δύο άλλες νοικάρισσες τον θόρυβον και τον δούπον. Τον ήκουσε και η Ζαφείραινα, η οποία εσηκώθη κι εσκέπτετο να υπάγει να φωνάξει την αστυνομίαν. Αλλ’ η κόρη της την απέτρεψε, μη τυχόν και γίνει προσβολή στο σπίτι τους. Εν τω μεταξύ το ζεύγος είχε κλειδωθεί μέσα εις το δωμάτιον.
   Οι άλλες δύο νοικάρισσες ήρχισαν να πνέουν πυρ και μανίαν εναντίον της Μαργαρώς· έγιναν «το ένα τους» με την Ζαφείραιναν και απήτουν μεγαλοφώνως να φύγει η έκφυλος γυνή από την αυλήν. Αυτό ήτον δα κακόν παράδειγμα! Ήτον εναντίον εις τα χρηστά ήθη.
   Ακούτε σεις! να έλθει μαζί με τον λεγάμενον, τον «καύκον» της, μεσάνυχτα, να καβαλικεύσει εκείνος επάνω στο ντουβάρι και να πηδήσει μέσα ως ληστής, να παραβιάσει την θύραν! Και πού είμαστ’ εδώ!...
-         Να του έκαμε τάχα πλάτη αυτή, κι ανέβη εκείνος επάνω; Πώς μπόρεσε κι έφτασε τόσο ψηλά, στον καβαλάρη του τοίχου;… Να γκρεμοτσακιστεί γρήγορα να φύγει απ’ εδώ αυτή κι ο καύκος της!

* * *

   Η Ομοσπονδία της αυλής ταχέως εθριάμβευσε. Το τελεσιουργότερον όλων των μέσων υπήρξεν η απειλή περί καταγγελίας εις την αστυνομίαν και περί πιθανής παραπομπής εις τα οικήματα, τα πέραν του Αεριόφωτος. Την άλλην ημέραν, η Μαργαρώ, εμάζεψε τα ρούχα της κι εκουβαλήθη.
   Έμενον τώρα η Πολυτίμη, κι η Λισάβω, η άλλη νοικάρισσα. Η τελευταία αύτη, άρχισε την άλλην ημέραν να τρώγεται με την Ζαφείραιναν. Φαίνεται ότι είχε κι αυτή, η Λισάβω, «έναν άνθρωπον», αν και κατά το φαινόμενον ήτον χήρα. Είχε κι ένα κορίτσι τεσσάρων ετών, την Ελπινίκην. Η Ζαφείραινα της έκαμε πικράς παρατηρήσεις σχετικώς με τον «έναν άνθρωπον». Τότε της έψαλε κι εκείνη τα ίδια, τα οποία της είχε κελαδήσει κι η πρώην νοικάρισσα, η Μαργαρώ, κι ακόμη περισσότερα. Εις δύο ή τρεις ημέρας, τόσον μίσος και κακία άναψεν εκεί μέσα, ώστε μεταξύ των δύο οικογενειών, οι μόνοι που έσωζον ακόμη λείψανα της παλαιάς φιλίας, ήσαν η Ελπινίκη, το τετραετές θυγάτριον της Λισάβως, κι η σκύλα της Ευγενικούλας, η Βαβίτσα.
   Η άλλη νοικάρισσα, η Πολυτίμη, έλαβε το μέρος της Ζαφείραινας. Της ετράβα το σχοινί της, καθώς είπεν η Λισάβω. Βέβαια! τέτοιες συμφωνούν πάντα, έλεγεν. Η Πολυτίμη εξεστράτευσε κατά της Λισάβως. Ήρχισε τριήμερος, ατέλειωτος καυγάς μεταξύ των δύο γυναικών. Η Πολυτίμη ανέλαβε μέρος πρωταγωνιστρίας. Η Ζαφείραινα αμέσως περιήλθεν εις δευτερεύον πρόσωπον κι έχαιρε μέσα της ν’ ακούει τας άλλας να υβρίζονται με όλον το γυναικείον λεξιλόγιον.
   Κοντολογής, η εκστρατεία απέληξεν εις αποπομπήν της πρώτης νοικάρισσας, της Λισάβως. Η Ζαφείραινα και η Πολυτίμη έκαμαν παράπονα εις τον σπιτονοικοκύρην, ότι δεν μπορούσαν πλέον να υποφέρουν την γλώσσαν της. Εκείνος της εχάρισε δυόμισυ νοίκια καθυστερούμενα και της είπε να φύγει. Αύτη έφυγε και δεν είπεν «ευχαριστώ».

* * *

   Τα δύο κενωθέντα δωμάτια ενοικιάσθησαν εις εργατικούς, «εργένηδες» ανθρώπους. Έμειναν τώρα αντιμέτωποι, αι δύο Ζαφείραιναι, μάννα και κόρη, αφ’ ενός, και η Πολυτίμη αφ’ ετέρου, ολομόναχη ακόμη κατά το φαινόμενον. Ήτον ζωντοχήρα. Είχε χωρίσει με τον άνδρα της, καθώς έλεγεν, όχι εδώ, εις την Πόλιν, όπου διέμενε πρότερον. Είχε λάβει και διαζύγιον, καθώς εβεβαίου, από τα Πατριαρχεία. Παιδιά δεν είχε κάμει. «Είδε ο Θεός την αδικία!» ανέκραζεν, αίρουσα προς τα άνω τους οφθαλμούς.
   Εξενοδούλευεν, έπλεκεν, έρραπτε κι εζούσε. Είχε κάμει επ’ ολίγους μήνας, πλησίον οικογενείας εν Αθήναις, ως υπηρέτρια ή μαγείρισσα. Δύο ή τρεις φορές είχε παρουσιασθεί στην κάμαρά της ένας νεαρώτατος ξανθός, με λεπτόν μύστακα. Αυτή είπεν ότι ήτον πατριώτης της , σχεδόν αδελφός της, ο «Βασιλάκης της», με τον οποίον είχε συναναστραφεί. Ήτον νέα, κοντή, μελαχροινή, με πρόσωπον «αγορίσιο» όμοιον με αγενείου νεανίσκου.
   Μία των ημερών ήλθεν είς συγγενής, θείος του πρώην συζύγου, και της έκαμεν καυγάν. Απαιτούσε να του δώσει ένα εικόνισμα που είχε, του ανδρός της, τον Ευαγγελισμόν. Αυτή ωμολογούσεν ότι ήτο του ανδρός της, αλλ’ εις το πείσμα του, δεν ήθελε να το δώσει.
   Την άλλην ημέραν ήλθεν ο πρώην σύζυγος, εστάθη εις την αυλόπορταν, σιμά εις τον παραστάτην, και της έψαλε τα εξ αμάξης. Την ωνείδισε σκληρώς, ότι συζεί με τον Βασίλην της παρανόμως, και χωρίς να έχει διαζύγιον, παρεξετράπη, κι εφώναξεν ότι όλοι μέσα στην αυλήν είναι «τέτοιοι», αφού τ’ ανέχονται «αυτά»…
   Της Ζαφείραινας της εκακοφάνη πολύ. Όχι, αυτή δεν είναι «τέτοια». Ήρχισε να επιπλήττει την Πολυτίμην. Αυτή αλλοιώς την ενόμιζε. Είναι σωστό, το λοιπόν, ότι τον Βασίλην δεν τον έχει εξάδελφον, αλλ’ αγαπητικόν;…Και την παρακαλεί πολύ να πληρώσει τα δύο νοίκια που χρεωστεί· γιατί την πιέζει κι αυτήν ο σπιτονοικοκύρης… και να πάει στο καλό, να εύρει αλλού δωμάτιον. Ο σπιτονοικοκύρης μάλιστα είναι άρρωστος, και της είπε τόσα λόγια, οπού δεν φροντίζει να μαζεύει τα νοίκια, γιατί κι αυτός μπορεί να έχει ανάγκη.
   Εις απάντησιν, η Πολυτίμη της εφώναξεν, ότι, αν ο σπιτονοκοκύρης είναι άρρωστος, αυτή, αν πεθάνει, θα χορέψει από την χαράν της. Όχι πως έχουν κάτι παλιοκοτέτσια εκεί, που δεν είναι χειρότερ’ από αχούρια, και σε βρίσκουν στην ανάγκη και σε πνίγουν και σου ζητούν δεκατρείς και δεκαπέντε δραχμές νοίκι! Πού το ηύραν γραμμένο; Μ’ αυτά και μ’ αυτά πλουτούν αυτοί, με του φτωχού τον ιδρώτα, οι αιματοφάγοι. Και τι κόσμος είναι αυτός, στην Αθήνα… Κρίμα στ’ όνομα που έχει! Στην Πόλι, που είναι Τούρκοι, και πάλι σε πονούν και σε βοηθούν καλύτερα. Εκεί σε πονούν και σε συμπονούν οι Τούρκοι… κι εδώ ξεπονούν οι Χριστιανοί, σε γδύνουν.
  Κι επί τέλους αυτή δεν έχει λεπτά να πληρώσει. Την βλέπει η κυρά Ζαφείραινα πως ξενοδουλεύει και ζει. Ας της κατεβάσουν τουλάχιστον το νοίκι!... Όσο για τον Βασιλάκη, είναι ψέματα. Αυτή έχει αθώαν φιλίαν μαζί του… και πάλι ό,τι μπορεί θα κάμει, να!... ένας άνθρωπος… Από πού να πληρώσει τόσο νοίκι; Και τι να φάει; Με μια δραχμή την ημέρα, που μπορεί μια να βγάλει με το εργόχειρο… όταν έχει δουλειά · αλλά τον περισσότερο καιρό δεν έχει… Αυτοί ας όψονται! Τους βγάζουν την ψυχή ανάποδα, κι ύστερα αγανακτούν τάχα, γιατί δεν τους βλέπουν να κάνουν φρόνιμα!... Αυτοί τις σπρώχνουν να γίνονται άτιμες!... Κι ας το ξέρει η κυρά Ζαφείραινα… Αν τύχει και πεθάνει ο σπιτονοικοκύρης, κακό δεν του θέλει τ’ ανθρώπου, αλλά θα βγει έξω στην αυλή να χορέψει!... Ο γαρ θάνατός σου, ζωή μου!
   Το είπε και το έκαμε. Μετ’ ολίγας ημέρας απέθανεν ο ιδιοκτήτης, η δε Πολυτίμη, ως το έμαθεν, εξήλθεν εις την αυλήν, επιάσθη από την μίαν χείρα μ’ ένα κοράσιον οκτώ ετών, γειτονοπούλαν, και ήρχισε να χορεύει τον τσάμικον.
   Ο χορός εκείνος της βγήκε ξινός. Την νύκτα, βαθιά τα μεσάνυκτα, η Πολυτίμη εξύπνησεν όλους τους ενοίκους και όλους τους γείτονας, τους έξω της αυλής, με τας φωνάς της τας αγρίας. Την είχαν πιάσει υστερισμοί.
   Ο Βασιλάκης, ελθών πολύ αργά και οινοβαρής, ως φαίνεται, της είχε κάμει σκηνήν ζηλοτυπίας. Είχε μάθει ότι η νεαρά γυνή εσύχναζεν ακόμη εις την οικίαν εκείνην, όπου είχε διατελέσει επί μίαν σελήνην μαγείρισσα και όπου υπήρχον και δύο νέοι άγαμοι, υιοί της οικογενείας. Ο Βασίλης λοιπόν εζήλευε φοβερά και ήρχισε να βασανίζει και να δέρνει την πτωχήν. Τόσον εξήφθη εκείνη και τόσον τραγικά εφώναζεν, εν μέρει, ως φαίνεται, πονούσα πράγματι, εν μέρει παίζουσα κωμωδίαν, ώστε εξάφνισεν όλους τους γείτονας επάνω εις τον πρώτον ύπνον των.
   Εις μίαν γωνίαν της αυλής, πλησιέστερα εις το βάθος, υπήρχεν ένα πηγάδι, το οποίον θα είχε ως δύο σπιθαμάς νερό, κιτρινωπόν και όζον και ήτο σκεπασμένον με σανίδινον καπάκι. Η Πολυτίμη τραβούσε τα μαλλιά της, κοπτόμενη, σχίζουσα τα μάγουλά της και φωνάζουσα αγρίως, έτρεξε προς το μέρος του πηγαδιού, εσήκωσε το καπάκι και εφώναζεν ότι… τώρα θα πέσει να πνιγεί.
-         Να, θα πέσω, έπεσα! Να όψεσαι, Βασιλάκη! μ’ επήρες στο λαιμό σου. Να! πέφτω στο πηγάδι!...
   Ευτυχώς, μία γειτόνισσα, της οποίας ο οικίσκος ήταν σύρριζα έξω από τη αυλόπορταν, ήκουσεν τον θόρυβον, κι επειδή η αυλόπορτα ήτον ανοικτή –την άφηνε πάντοτε ανοικτήν η Πολυτίμη, διά να έρχεται ο Βασίλης ό,τι ώραν ήθελε, και μάλιστα εσχάτως είχε γίνει άφαντον το πλάγιον μάνταλον της θύρας, και η Ζαφείραινα είχεν εκφράσει παράπονον διά τούτο –ημπόρεσε να τρέξει μέσα κι εκράτησεν από τους δύο βραχίονας την Πολυτίμην και την εμπόδισε να κάμει κακόν. Όσον διά τον Βασιλάκην, ούτος είχε μείνει εις το δωμάτιον, είχε μισανόξει το παράθυρον κι εκοίταζε περιέργως να ιδεί, αν η Πολυτίμη θα έπιπτε πράγματι στο πηγάδι.

* * *

   Η Ζαφείραινα και η κόρη της δεν εφάνησαν. Ηκούοντο πεπνιγμένοι γέλωτες από το δωμάτιόν των, αλλά δεν ηνοίχθη η θύρα των. Την άλλην ημέραν ειρήνη έγινε μεταξύ του ζεύγους και αι διαχύσεις επανήλθον, όπως επανέρχονται μετά τα πείσματα και τας έριδας.
   Μόνον, άλλο τι συνέβη. Ο πρώην σύζυγος είχεν υπάγει εις την αστυνομίαν και εκλαύθη ότι η σύζυγός του, χωρίς να έχει διαζύγιον, συνέζη παρανόμως μ’ έναν Βασιλάκην. Ο αστυνόμος, σύμφωνα με τους γραπτούς και τους αγράφους κανονισμούς, εκάλεσε την Πολυτίμην εις το τμήμα και την εξήτασεν. Εκείνη διηγήθη ό,τι ήθελεν. Είπεν ότι το εικόνισμα που της ζητεί ο θείος του ανδρός της, δεν το δίδει, και την στεφανοθήκην την έχει υπό το εικόνισμα και το στέφανό της το τιμά και ότι με τον Βασιλάκην, συγγενή της, έχει αθώαν φιλίαν.
-         Γιατί, τότε, δεν θέλεις να πας με τον άντρα σου; ηρώτησεν ο αστυνόμος.
-         Εγώ!... ανέκραξεν εν βαθεία εκπλήξει η Πολυτίμη. Εγώ τον άντρα μου τον θέλω, κι ας με πάρει…
   Ο αστυνόμος εστράφη προς τον άνδρα.
-         Και συ, του λέγει, την θέλεις την γυναίκα σου;
-         Εγώ!... ανέκραξε μετ’ αποστροφής εκείνος· όχι! ποτέ στον κόσμο! μήτε ζωγραφιστή!...
-         Τι παράπονα έχεις τότε; συνεπέρανεν απορρηματικώς  ο αστυνόμος.
   Την ιδίαν εσπέραν, η Πολυτίμη διηγείτο θριαμβεύουσα εις την γειτόνισσαν, εκείνην που είχε τρέξει να τη γλυτώσει, να μη πνιγεί, το κόλπο τούτο.
-         Είπα κι εγώ, μπράβο! τόνε θέλω τον άντρα μου, ακούς εκεί!... Πώς λες; καλά τα καταφέρνω;
-         Όχι, καλύτερα· μπράβο σου! απήντησε μετά θαυμασμού η γειτόνισσα.
-         Α! τι βλάκες που είν’ οι άντροι!
   Ένεκα των διαφόρων τούτων περιστάσεων και του θανάτου του ιδιοκτήτου, αι έριδες μεταξύ της Πολυτίμης και της Ζαφείραινας είχον κοπάσει δι’ ολίγας ημέρας. Αλλά την επιούσαν της ημέρας καθ’ ην είχε κληθεί εις την αστυνομίαν η νεαρά γυνή, η Ζαφείραινα της εζήτησε πάλιν, εξ ονόματος της χήρας και των τέκνων της, τα καθυστερούμενα ενοίκια και της υπέμνησεν ότι ώφειλε το ταχύτερον να εύρει οίκημα να μετακομισθεί.
   Η Πολυτίμη είπεν ότι θα δώσει τα ενοίκια, όταν ευκολυνθεί, και θα φύγει από το δωμάτιον, όταν μπορέσει. Η Ζαφείραινα απήντησεν ότι τα ενοίκια θα τα πληρώσει και θα πει κι ένα τραγούδι και από το δωμάτιον θα φύγει και θα πηδήσει, καθώς επήδησε κι εχόρεψε την ημέραν που είχεν αποθάνει ο σπιτονοικοκύρης… Κι αυτό μόνον το άσκημο φέρσιμο, να μάθουν οι κληρονόμοι, αυτό αρκεί διά να τους κάμει να της τα πετάξουν έξω τα ρούχα της.
   Τέλος, ο αγών εσκληρύνθη και η πάλη εδηλητηριάσθη. Από την ημέραν εκείνην εγίνοντο τακτικά, πρωί, μεσημέρι και βράδυ, οι καυγάδες μεταξύ των δύο γυναικών. Η Πολυτίμη της έψαλλε της Ζαφείραινας όλα όσα της είχαν ψάλει αι δύο άλλαι νοικάρισσες, κι άλλα τόσα, και πολύ περισσότερα. Δεν τας ωνόμαζε πλέον Ζαφείραινες αλλά Γιαγκίναινες από το όνομα του γαμβρού. Αυτό ήρκει διά να κάμει την γραίαν να σκυλιάσει.
   Μίαν ημέραν, η Ζαφείραινα είχε ξυπνήσει πολύ άσχημα κι άρχισε λίαν πρωί, πριν ανατείλει ακόμη ο ήλιος, ατελείωτον καυγάν.
   Η βρωμούσα! η μπαλαρίνα! η λεγάμενη! Που είναι βγαλμένο το νάμι της, εδώ και στην Πόλη! Θαρρεί πως είναι τα μούτρα της!... Κι έχει στόμα να πει για το κορίτσι το δικό μου!... Αυτή κι ο Βασιλάκης της! που έβγαλε την πεντούγια από την πόρτα, για να έρχεται την νύχτα ο καύκος της!... Που την εκουβάλησε στην αστυνομία ο άνδρας της!...
Και της έκαμε ο καύκος της μια σκηνή, κι έβαλε τις φωνές σα δαιμονισμένη! Κι είχε βγάλει την πεντούγια απ’ την αυλόπορτα, για να’ ρχετ’ ελεύθερα νύχτα και σκοτάδι, ο πώς-τόνε-λένε, ο ξάδελφός της! Γιατί, μωρή, την έβγαλες την πεντούγια;
   Κάθε ήμισυ λεπτόν επανήρχετο εις τον μονόλογον η «πεντούγια» ή το μακρόν μάνδαλον της αυλόθυρας, και κάθε πέντε δευτερόλεπτα εγίνετο λόγος «διά το πηγάδι».
-         Κι έκαμε πως ήθελε τάχα να πνιγεί… Κι εσήκωσε τη γειτονιά στο ποδάρι, να φωνάζει, στις δυο από τα μεσάνυχτα, σαν τρελλή, σαν δαιμονισμένη… Που ήξερε να βγάλει την πεντούγια από την πόρτα, για νάρχεται ο λεγάμενος… Και της έκαμε το ζηλιάρη, κι αυτή έκανε πως ήθελε να πέσει στο πηγάδι, να πνιγεί. Γιατί, μωρή μπαλαρίνα, σαν ήθελες να πνιγείς, δεν πνιγόσουνα; Να, έλα, το κάνω χαλάλι το πηγάδι, κι ας βρωμήσει… Έλα τσακίσου, πέσε, να πνιγείς! Έλα, να! βγάζω και το καπάκι… το κάνω χαλάλι το πηγάδι… Έλα, πέσε να πνιγείς!
   Και άμα λέγουσα, αφήρεσε πράγματι το κάλυμμα του πηγαδιού και διά χειρονομιών εκάλει την Πολυτίμην να έλθει να πέσει μέσα.
-         Έλα! το κάνω χαλάλι, σου λέω!
-         Το κάνεις χαλάλι, απήντησε μόνον η Πολυτίμη, γιατί δεν είναι δικό σου· είναι ξένο!..
   Και δεν είπε πολλά άλλα, όπως άλλοτε συνήθιζε. Την πρωίαν εκείνην εφαίνετο ως να είχε δέσει την γλώσσαν της. Ίσως επεφυλάσσετο να την τροχίσει κι αυτή την γλώσσαν της κατόπιν.
   Πλήν μάλλον φαίνεται ότι είχε λάβει ήδη την απόφασίν της, και διά τούτο δεν ωμίλει πλέον.

* * *

   Μετά δύο ημέρας η Πολυτίμη εξεκένωσε το δωμάτιον κι εκουβαλήθη αλλού, χωρίς να πληρώσει τα οφειλόμενα.
   Όταν η Ζαφείραινα έμεινε μόνη με την κόρην της, καθότι όλα τα άλλα δωμάτια εδόθησαν κατά προτίμησιν εις «μπεκιάρηδες», ήρχισε κακήν φαγούραν με την κόρην της την ιδίαν, ήτις ευρίσκετο εις το τελευταίον στάδιον της εγκυμοσύνης. Την ύβριζε, την έτρωγε, την εβασάνιζε. Έκαμνεν όπως μία άσχημη, ήτις θα επείθετο περί της ασχημίας της –θα έσπαζεν, ως λέγουν, τον καθρέπτην, διά να μη βλέπει το πρόσωπόν της.
   Την έδερνε, την εδάγκανε και την κατηράτο, να την θάψει. Όταν θα την έθαπτεν, επεφυλάσσετο να δέρνεται μόνη της.

 (1903)


Από την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου με κάποιον επιπλέον εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας (υποτακτική, μονοτονικό).