Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Το τελευταίο μάθημα ζωής από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη (http://www.tovima.gr, 29/3/2011) - Πέρασε ένας χρόνος από την απουσία του Ιάκωβου Καμπανέλλη

..............................................................
 

Το τελευταίο μάθημα ζωής από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη
 
Μια συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑmen τον Ιούλιο του 2008.
Το τελευταίο μάθημα ζωής από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη
Φωτογραφία: Βασίλης Μακρής.



 
 
Eχουν συμβεί μερικά γεγονότα στη ζωή μου όπου αυτό που ήταν δυστυχία έγινε τύχη χρυσή. Πιστεύω πάρα πολύ στην τύχη. Είναι φοβερό πράγμα, «διαβολεμένο». O καημός μου που δεν μπόρεσα να πάω στο πανεπιστήμιο, γιατί έπρεπε να δουλεύω από πολύ μικρός και κατάφερα να τελειώσω μονάχα μια νυχτερινή τεχνική σχολή, μου έσωσε αργότερα τη ζωή. Γιατί, όταν βρέθηκα στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μαουτχάουζεν, αντί να με στείλουν σε κάποιο εξωτερικό συνεργείο, όπου οι συνθήκες ήταν φριχτές, βλέποντας ότι ήμουν τεχνικός σχεδιαστής με έβαλαν να αντιγράφω τα στοιχεία των κρατουμένων σε καρτέλες. Μήνες αργότερα, όταν εργαζόμουν στο τεχνικό τους γραφείο, ο επικεφαλής SS που μας φρουρούσε κατηγόρησε εμένα και κάποιους άλλους για συνεργασία σε κατασκοπεία. Μας πήγαινε για εκτέλεση, αλλά, καθώς επιστρέφαμε στο στρατόπεδο από ένα εργοτάξιο, μια μοτοσικλέτα που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση τον σκότωσε και έτσι γλιτώσαμε.
Xαρακτηριστικό της γενιάς μου είναι ότι μας κυοφορούσε η εποχή. Δύσκολα χρόνια, με φόβο αλλά και ελπίδες για να αγωνιστούμε και να νικήσουμε τις δυσκολίες με το πάθος και το μυαλό μας. Θέλαμε να μιλήσουμε, να έχουμε έναν «λόγο». Γι’ αυτό γράψαμε. Και αυτή είναι η αιτία που υπήρξαμε μια δημιουργική γενιά.
Oταν μου έρχονται η διάθεση και η ανάγκη καταπιεστικά, αφήνω τα πάντα και πηγαίνω να γράψω. Από εκείνη τη στιγμή, δύσκολα θα «εγκαταλείψω» τους χαρακτήρες μου για να κάνω κάτι άλλο. Φορές που έχει χρειαστεί να διακόψω, έχω «τσακώσει» τον εαυτό μου να τους λέει: «Περιμένετε και καθήστε φρόνιμα, δεν θ’ αργήσω».
Eνας θεατρικός συγγραφέας δεν ζει μόνο με τους δικούς του χαρακτήρες, αλλά και με αυτούς του παγκόσμιου θεάτρου. Κουβεντιάζει μαζί τους, δημιουργεί συμπάθειες και αντιπάθειες. Εγώ, για παράδειγμα, αγαπώ την Κλυταιμνήστρα και αντιπαθώ την Ηλέκτρα.
Για να γράψεις για κάποιον χαρακτήρα πρέπει να νιώσεις όπως αυτός. Είναι μια διαδικασία «μεταμόρφωσης». Γίνεσαι κι εσύ ένα από τα πρόσωπα του έργου. Χρειάζεται να είσαι καλός παρατηρητής και να μπορείς να δεις βαθιά μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, για να καταφέρεις να ζωντανέψεις έναν χαρακτήρα ώστε να συμπεριφερθεί με συνέπεια και πειθώ, σαν να ήταν ένας πραγματικός άνθρωπος.
Tο θέατρο μπορεί να αναπαριστά κάτι και αυτό να συγκλονίσει περισσότερο απ’ όσο όταν το ίδιο γεγονός συμβαίνει στην πραγματική ζωή. Αυτή είναι η μαγεία του θεάτρου. Αυτή με συνάρπασε και με πήγε στον έρωτα του θεάτρου.
Πρέπει να είμαστε πολύ απαιτητικοί με τον εαυτό μας. Υπάρχει πάντοτε η καλύτερη μορφή αυτού που γράφουμε και είναι απόλαυση να εξαντλήσεις τις ικανότητές σου, όσο είναι δυνατόν.
Ο λόγος για να γράψει κανείς δεν μπορεί να είναι απλώς επειδή του αρέσει το θέατρο. Το κίνητρο πρέπει να έχει σχέση με την ύπαρξή του. Στις μέρες μας βέβαια, αυτό είναι πιο δύσκολο από άλλοτε. Oχι γιατί δεν υπάρχει τραγωδία στην κοινωνία μας. Το δράμα όμως στα χρόνια της δεκαετίας ’50-’60 ήταν πιο διακριτό απ’ όσο τώρα. Το να γράψεις δράμα λόγω φτώχειας είναι λιγότερο δύσκολο από το να γράψεις το δράμα ενός ανθρώπου που υποφέρει από μοναξιά.
Η τέχνη δεν διδάσκει. Διαπιστώνει και ύστερα αποκαλύπτει. Το θέατρο είναι η «διάγνωση» της περιπέτειας της ανθρώπινης συνείδησης. Φανερώνει, αλλά δεν δίνει λύσεις. Πρόκειται στην ουσία περί επιστροφής του προβλήματος. O θεατής δεν μπορεί να δει το πρόβλημά του και ο συγγραφέας τού το παραδίδει σε μορφή που να μπορεί να δει τι του συμβαίνει και γιατί.
Οταν βγήκα από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως, είχα μια αίσθηση ματαιότητας και έβλεπα τη ζωή με την ωριμότητα ενός γέρου. Αυτή η εμπειρία μου αφαίρεσε στη μελλοντική μου ζωή την τάση που έχει κάθε άνθρωπος να είναι κάποιες στιγμές κακός. Δεν παριστάνω τον άγιο, δεν λέω ότι το κατάφερα. Αλλά ο συναισθηματικός μου κόσμος, η διανόησή μου, η προσωπικότητά μου, συγκροτήθηκαν εκεί. Αν δεν είχα ζήσει αυτή την εμπειρία, δεν θα ήμουν αυτός που είμαι.
Οφείλω πολλά στη γυναίκα μου. Παρ’ ότι περάσαμε πολύ δύσκολα χρόνια, δεν την πείραζε που δεν μπορούσα να της εξασφαλίσω μια ευχάριστη ζωή. Αγάπησε όχι μόνο τον άνθρωπο αλλά και τον συγγραφέα Καμπανέλλη και με τα χρόνια έγινε ο καλύτερος κριτής της δουλειάς μου.
Πυρήνας της ευτυχίας είναι η αγάπη στους δικούς μας. Δεν συγκρίνω καμία χαρά από τη συγγραφική μου ζωή με τη χαρά που παίρνω παίζοντας σκάκι με τη μεγάλη μου εγγονή ή ακούγοντας τα παραμύθια που μου διηγείται η μικρή. Είναι οι πιο ουσιαστικές ώρες ευτυχίας μου.
Θεωρώ τον εαυτό μου ερασιτέχνη συγγραφέα. Δεν γράφω επειδή μπορώ, αλλά επειδή θέλω. Το «θέλω» είναι εσωτερική ανάγκη, το «μπορώ» είναι εμπορευματοποίηση. Το γράψιμο για μένα πρέπει να είναι ανάγκη – υπαρξιακή, ψυχική και εξομολογητική.

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γεννήθηκε στη Νάξο το 1922 και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου σπούδασε σχεδιαστής στη Σιβιτανίδειο Σχολή. Από το 1942 ως το τέλος του πολέμου έμεινε κρατούμενος στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μαουτχάουζεν στην Αυστρία. Εχει γράψει περισσότερα από τριάντα θεατρικά έργα, μεταξύ των οποίων «Η αυλή των θαυμάτων», «Γειτονιά των αγγέλων», «Παραμύθι χωρίς όνομα», «Οδυσσέα γύρισε σπίτι», κινηματογραφικά σενάρια («Η Στέλλα», «O Δράκος», «Το κανόνι και τ’ αηδόνι»  κ.ά). Εργα του έχουν παιχτεί σε Αγγλία, Αυστρία, Ρωσία, ΗΠΑ, Λιθουανία κ.α.

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Παγκόσμια ημέρα θεάτρου με μήνυμα από τον Τζον Μάλκοβιτς (27 Μαρ 2012 | tvxsteam tvxs.gr)

.............................................................

Παγκόσμια ημέρα θεάτρου με μήνυμα από τον Τζον Μάλκοβιτς

tvxs.gr/node/89276
 

Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου σήμερα και το μήνυμα που θα διαβαστεί πριν από κάθε παράσταση φέρει την υπογραφή του Τζον Μάλκοβιτς. Το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου καθιέρωσε τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου, το 1962, και κάθε χρόνο επιλέγει μια διεθνώς αναγνωρισμένη προσωπικότητα του θεάτρου από μια χώρα - μέλος, για να γράψει ένα μήνυμα, το οποίο διαβάζεται σε όλα τα θέατρα και μεταδίδεται από τα ΜΜΕ σε όλον τον κόσμο. 

Οι Ζαν Κοκτώ, Aρθουρ Μίλερ, Λώρενς Ολίβιε, Ζαν Λουί Μπαρώ, Πήτερ Μπρουκ, Πάμπλο Νερούδα, Ευγένιος Ιονέσκο, Λουκίνο Βισκόντι, Μάρτιν Έσλιν, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Αριάν Μνουσκίν, Ρομπέρ Λεπάζ, Αουγκούστο Μποάλ, Τζούντι Ντεντς και πολλοί άλλοι έχουν καταθέσει τη γραφή και τις σκέψεις τους γι' αυτόν τον σκοπό.

Το μήνυμα αυτής της χρονιάς ανέλαβε ο Αμερικανός ηθοποιός, παραγωγός, σεναριογράφος, συγγραφέας, σκηνοθέτης και καλλιτέχνης του θεάτρου, Τζον Μάλκοβιτς.

«Είναι τιμή μου, που το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου της Ουνέσκο μου ζήτησε να χαιρετίσω την 50η επέτειο της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου. Θα απευθυνθώ σύντομα στους συνάδελφους του θεάτρου, φίλους και συντρόφους. Μακάρι η δουλειά σας να είναι πειστική και αυθεντική. Μακάρι να είναι βαθιά, συγκινητική, στοχαστική και μοναδική. Μακάρι να μας βοηθά να στοχαζόμαστε τί σημαίνει να είσαι άνθρωπος και μακάρι αυτός ο στοχασμός να είναι ευλογημένος με θάρρος, ειλικρίνεια, ανυποκρισία και χάρη. Μακάρι να είστε σε θέση να ξεπερνάτε τις αντιξοότητες, τη λογοκρισία, τη φτώχεια και τον μηδενισμό, αφού είναι σχεδόν βέβαιο ότι πολλοί από εσάς θα είστε υποχρεωμένοι να το κάνετε. Μακάρι να είστε ευλογημένοι με ταλέντο και αυστηρότητα, για να μας διδάξετε πως χτυπά η καρδιά σε όλη την πολυπλοκότητα της και να έχετε την περιέργεια και την ταπεινότητα να το κάνετε έργο ζωής. Και μακάρι οι καλύτεροι από εσάς - γιατί μόνο οι καλύτεροι από εσάς, και μόνο σε εξαιρετικά σπάνιες και σύντομες στιγμές - να καταφέρετε να διατυπώσετε το βασικότερο των ερωτημάτων: «Με ποιον τρόπο ζούμε;» Καλή τύχη!».

Ο Τζον Μάλκοβιτς ξεκίνησε το θέατρο στις αρχές της δεκαετίας του '70, στο Illinois State University και το 1976 συνέθεσε τη διάσημη θεατρική ομάδα «Steppenwolf». Έχει παίξει σε περισσότερες από 70 ταινίες, στις Η.Π.Α. και το εξωτερικό. Έχει βραβευτεί για την ερμηνεία του στις ταινίες «Κραυγές στη σιωπή», «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς» και «Η ανταλλαγή», ενώ ήταν δύο φορές υποψήφιος για Όσκαρ β΄ ανδρικού ρόλου.
 
Μετά τις δύο πρώτες επιτυχημένες θεατρικές παραγωγές του και το βραβείο σκηνοθεσίας για το έργο «Good Canary», σκηνοθέτησε τις «Επικίνδυνες σχέσεις» στο «Théâtre del'Atelier», στο Παρίσι, το 2011. Ο ίδιος είχε παίξει στην κινηματογραφική βερσιόν του μυθιστορήματος σε έναν ρόλο που του έφερε την παγκόσμια καταξίωση.
 

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Aπό το "ΠΑΣΧΑ" του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (μτφ. Γιώργου Καραβασίλη, εκδ."Δωδώνη")

.............................................................



















Aπό το "ΠΑΣΧΑ" 
του Αυγούστου Στρίντμπεργκ

Πράξη Πρώτη

...Ελις: Τίποτα δεν θα μας απομείνει.
Χριστίνα: Περίμενε.
Έλις: Δάκρυα ...δάκρυα.
Χριστίνα: Κουράγιο!...

...Έλις; Δεν είναι η κατάσταση όπως ήταν άλλοτε. Έχω την εντύπωση, πως σήμερα ο Θεός μ' εγκαταλείπει.
Χριστίνα: Μην υποφέρεις χωρίς να τ' αξίζεις. Είναι η χάρη του Θεού... Μην είσαι ανυπόμονος. Υπόφερε τη δοκιμασία, δεν είναι παρά μια δοκιμασία. Είμαι σίγουρη.
Ελις: Μπορεί για τον Βενιαμίν ένας χρόνος να έχει λιγότερες από 365 μέρες;
Χριστίνα: Ναι. Με μια λίγο καλύτερη διάθεση ο καιρός περνά πιο γρήγορα.
'Ελις (γελώντας): Φύσα την πληγή και δεν θα πονάς, λέμε στα παιδιά. Παρηγοριά να σου πετύχει...


Πράξη Τρίτη

Έλις: Αυτό είναι η μόνη αληθινή δυστυχία. Μ' αυτήν μπορούσα να υποφέρω ότιδήποτε άλλο απομένει να μας συμβεί. Μα τώρα έχασα και την τελευταία ελπίδα. Αγγίζω το χάος.
Κυρία Έιστ: Όταν αγγίζουν το χάος χτυπούν το πόδι τους κάτω και ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια. Έχει τίποτα νέα η εφημερίδα;
Ελις: Δεν ξέρω. Την φοβάμαι σήμερα την εφημερίδα... 

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Juan Gris: 125 χρόνια από τη γέννηση και η Google αφιερώνει (http://www.madata.gr, 23 Μαρτίου 2012)

............................................................

Juan Gris: 125 χρόνια από τη γέννηση και η Google αφιερώνει


Juan Gris: 125 χρόνια από τη γέννηση και η Google αφιερώνει : Σαν σήμερα, 23 Μαρτίου, πριν 125 χρόνια γεννήθηκε ο Ισπανός σουρεαλιστής ζωγράφος και γλύπτης, Juan Gris και η Google τιμά την ημέρα αυτή με ένα


Σαν σήμερα, 23 Μαρτίου, πριν 125 χρόνια γεννήθηκε ο Ισπανός σουρεαλιστής ζωγράφος και γλύπτης, Juan Gris και η Google τιμά την ημέρα αυτή με ένα Google Doodle.

Το λογότυπο της Google έχει μετατραπεί σε μία κυβιστική απεικόνιση για την οποία ο Ισπανός ζωγράφος θεωρείται πρωτοπόρος.

Ο Gris γεννήθηκε στη Μαδρίτη στις 23 Μαρτίου 1887. Μετά από τις αρχικές σπουδές τέχνης στην Ισπανία μετακόμισε στο Παρίσι το 1906, όπου έγινε φίλος και σύγχρονων καλλιτεχνών, συμπεριλαμβανομένων των Ανρί Ματίς, Ζωρζ Μπρακ, Φερνάν Λεζέ, Αμεντέο Μοντιλιάνι και Πάμπλο Πικάσο.

Μέχρι το 1910 είχε αναπτύξει το δικό του στυλ στον κυβισμό. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από οδοντωτές και γωνιακές απεικονίσεις των αντικειμένων ή των ανθρώπων με χρώματα σε απαλούς τόνους.

Με το σημερινό Doodle η λέξη Google περιγράφεται με μουσικά όργανα που είναι πολύ συνηθισμένα στοιχεία της σουρεαλιστικής προσέγγισης του Gris.

Ο Πικάσο είχε θεωρηθεί ως δάσκαλος του και ο ίδιος είναι γνωστός για το πρώτο έργο κυβιστικής που δεν ζωγράφισε ο Πικάσο ή Γάλλος ζωγράφος Ζορζ Μπρακ.

Παντρεμένος με ένα γιο, ο Gris πέθανε το 1927 σε ηλικία μόλις 40 ετών  μετά από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.







Νάντια Δανιήλ : Δύο "ακρογωνιαία" ποιήματα από τη συλλογή της "Από τον Ποσειδώνα στην Αθηνά" (εκδ."Ελλέβορος, 2010)"

............................................................


ΝΕΑ  ΚΙΟΣ 

Κουβαλάνε τα  φορτηγά
τη μοναξιά του τσιμέντου
Ολημερίς
Οι κοκκινολαίμηδες  
τρομαγμένα σύννεφα καπνού
Γκρίζα σκόνη     
λεπτή σαν γύρη
ταξιδεύει
στον αγέρα στα πνευμόνια στην καρδιά μας
Γονιμοποιεί το τίποτα
σε ρυθμό κομπρεσέρ
τα   πο  τι  πο  τι  τα
Δρυοκολάπτης ονειρεύεται…
Αναπτυσσόμεθα εξ’ άπαντος
Αναπτυσσόμεθα βιαίως

Εξευρωπαϊζόμεθα
Στις τσέπες και στη γλώσσα μας

Ο τεράστιος ήλιος του ευρώ
ανανεώνει την ανυπαρξία μας

Ωσαννά… αν …σαν… αν… ως
παρεκτός του ανθρώπου





Ερμιονη ‘93
Καμένου ρούχου μυρωδιά
απάνω μου
Στάχτες στα πόδια μου
Στιγμές παιδιών
που κλαίνε
και κραυγάζουν

Σιωπηλές κραυγές
Βία βουβή
Κάποιος πατέρας ασελγούσε
Κάποια μητέρα άνοιξε τη χούφτα
για τ΄ αργύρια
κάποιοι, ποιοι, πώς, τί

Ακούσαμε αδηφάγα τις ειδήσεις
Γλείψαμε λεπτομέρειες
ίσαμε το κόκκαλο
Ρουφήξαμε εντροπή ώς το μεδούλι

Με ανατριχίλα πρόστυχη       
και τάχα με οργή
εγείραμε να κοιμηθούμε

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

"Ο αφέντης του φεγγαριού" του Τζάνι Ροντάρι (Aπό τα "Παραμύθια σαν πλατύ χαόγελο", μτφ. Αναστασία Καμβύση, εκδόσεις "Μεταίχμιο", 2003). Παραμύθι και για μεγάλα παιδιά...


...........................................................

 Ο αφέντης του φεγγαριού,
του Τζάνι Ροντάρι









Στα πολύ παλιά τα χρόνια, που ξέρουμε την ιστορία τους μόνο και μόνο επειδή έχουν απομείνει κάτι παλιά βιβλία, η πόλη Ούμα (σήμερα έχει εξαφανιστεί - μάλιστα, δεν ξέρει κανείς πού ακριβώς ήταν) είχε για αφέντη της  τον τύραννο Κουμ, έναν άντρα  που ήταν, καθώς λένε, πολύ δυνατός, πολύ πλούσιος και πολύ σκληρός. Η Ούμα είχε γνωρίσει κι άλλους τυράννους πριν από τον Κουμ. Αλλά κανείς από αυτούς δεν ήταν προικισμένος με τέτοια διεστραμμένη φαντασία, ικανή να εφεύρει τέτοιους πολύπλοκους τρόπους για να βασανίσει τους υπηκόους του.
   Ένα πρωί ο Κουμ έστειλε να φωνάξουν τον Πρώτο Σύμβουλό του, έναν κάποιο Μεν, που ήταν την ίδια στιγμή αρχηγός της φρουράς και υπουργός των φυλακών. 
   - Ποιος είμαι εγώ; ρώησε ο Κουμ το Μεν με απειλητική φωνή. 
   - Είστε ο κύριος και αφέντης μας, το πόδι σας είναι χάδι για το σβέρκο μας, ήρθε η απάντηση.
 - Σωστά τα είπες, βρυχήθηκε ο Κουμ. Κι αν είχες απαντήσει με οποιονδήποτε άλλον τρόπο θα είχα διατάξει να σου πάρουν το κεφάλι. Και πές  μου τώρα: ποιος είναι ο αφέντης της Ούμα;  
   - Εσύ είσαι ο αφέντης της πόλης και όλων των πολιτών. Ακόμα και η τελευταία τρίχα που φυτρώνει στο κεφάλι μας είναι δική σου. Δική σου είναι η σκόνη που ο άνεμος φέρνει στα μάτια μας.
   - Εύκολα μιλάς εσύ για μαλλιά, γέλασε ο Κουμ. Πράγματι, ο Μεν ήταν φαλακρός, είχε κεφάλι πιο λείο κι από ένα μπαλόνι. Η απάντηση πάντως είχε κάνει τον Κουμ να ευθυμήσε, κι έτσι συνέχισε:
 - Άκου. Όλα είναι δικά μου, το ξέρω, όπως το ξέρουν όλοι. Αλλά αυτό δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Είμαι ο αφέντης της γης και οι πολίτες μου πληρώνουν νοίκι γιατί κατοικούν πάνω της. Δικό μου είναι το σίδηρο, δικό μου και το ατσάλι. Οι δρόμοι μου ανήκουν κι ο κόσμος πρέπει να πληρώνει χαράτσι για ναν μπορεί να περπατάει σ' αυτούς. Δικό μου είναι και το νερό που οι πιστοί μου πολίτες το πληρώνουν με ασημένια νομίσματα που κουδουνίζουν. Όμως υπάρχουν πολλά άλλα δικά μου πράγματα, πρόσεξέμε καλά, δικά μου και κανενός άλλου, που ο κόσμος τα χαίρεται ελεύθερα κατακλέβοντας έτσι τον αφέντη του. Δικός μου είναι κι ο αέρας, αλλά όλοι τον αναπνέουν όπως τους αρέσει. Δικός μου είναι κι ο ήλιος, αλλά οι πολίτες μαζεύουν τις ακτίνες του για να κάνουν το στάρι να μεγαλώσει και το σανό να ξεραθεί. Δικό μου είναι και το φεγγάρι, αλλά ο κόσμος κάνε βόλτες πλάι στο ποτάμι τα βράδια, κάτω απ' το φως του. Είναι αλήθεια: παίρνετε το φως του φεγγαριού και το καταναλώνετε χωρίς να κάνετε καμία αποταμίευση. Και τι θα κάνω εγώ όταν το φεγγάρι σωθεί; 
   Ο καημένος ο Μεν δεν έκανε καν προσπάθεια να φανταστεί τι πράγμα θα είχε συμβεί σε αυτήν την περίπτωση. Επειδή όμως κάθε άλλο παρά χαζός ήταν, κατάλαβε πού το πήγαινε ο τύραννος με αυτή την κουβέντα και βιάστηκε να τον προφτάσει σαν το σκυλί που δίνει ένα σάλτο για να μπει στο σπίτι πριν από τον αφέντη του.
   - Πολυχρονεμένε μου κύριε, ψιθύρισε χαϊδεύοντας την παντόφλα του Κουμ, συγχώρεσέ μου αυτή τη μεγάλη απροσεξία. Έπρεπε να το είχα σκεφτεί από καιρό. Γιατί δε φορολογούμε το φεγγάρι; Ένα μικρό φόρο...
   - Γιατί μικρό; άστραψε και βρόντηξε ο Κουμ.
   - Δεν ήθελε να πω μικρό, κύριε. Είπα μικρό; Θα κόψω τη γλώσσα μου για να την τιμωρήσω. Ένα μεγάλο φόρο ήθελα να πω. Ένα ασημένιο νόμισμα για κάθε αχτίδα.  














   - Δύο! ούρλιαξε ο Κουμ, κατεβάζοντας τη χρυσαφένια του παντόφλα πάνω στη μυτη του Πρώτου Συμβούλου. Δύο ασημένια νομίσματα! Και γρήγορα. Αρχίζοντας από απόψε. Δώστε αμέσως τις απαραίτητες εντολές.
   - Απόψε δε θα βγει το φεγγάρι, Εξοχότατε.
   - Δε θα βγει το φεγγάρι; Και πώς τολμάς και μου το λες;
   Χρειάστηκε να φέρουν τους αστρονόμους και τους αστρολόγους της αυλής για να πειστεί ο Κουμ πως, παρόλο που το φεγγάρι ήταν ιδιοκτησία του, θα έκανε δυο βράδια μέχρι να εμφανιστεί στον ουρανό.  Τις επόμενες δύο μέρες ο Μεν έφτιαξε τη νομοθεσία για το φόρο κι έκανε μια επίσκεψη στο Μεγάλο Ιερέα των Επτά Θεών της Ούμα, που έκανε αμέσως ένα κήρυγμα για να πείσει το λαό χωρίς να διαμαρτυρηθεί.
   Για ναμαζέψει το φόρο, ο Πρώτος Σύμβουλος Μεν έφτιαξε ένα ειδικό σώμα αστυνομικών, τους επονομαζόμενους "Φρουρούς του Φεγγαριού", για τους οποίους έβαλε να κόψουν και να ράψουν οι ράφτες μια ειδική αμφίεση, κατάμαυρη, μ' ένα μισοφέγγαρο στο πέτο. 
   Οι φουροί του φεγγαριού κρύβονταν στις εισόδους των σπιτιών, κάτω απ' τις γέφυρες, κάτω απ' τα παγκάκια των πάρκων, μες στα συντριβάνια, ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων, και τέλος, μες στους υπονόμους και τους βόθρους. 
   Όταν έπεσε η νύχτα, βγήκε το φεγγάρι. Ο κόσμος περπατούσε με το κεφάλι σκυμμένο για να μην το αντικρύσει, πράγμα που έκανε τους τους φρουρούς έξαλλους. Μονάχα μια γριούλα σήκωσε το κεφάλι, καθώς διέσχιζε το δρόμο: αμέσως οι φρουροί τινάχτηκαν απ' τις κρυψώνες τους κι έπεσαν πάνω της.
   Καημένη γιαγιά! Δεν είχε δει ποτέ ασημένιο νόμισμα στη ζωή της. Είχε στην τσάντα της ένα μήλο, αυτό ήταν το βραδυνό της. Της το πήραν αντί για το φόρο.
   Εκείνη την πρώτη νύχτα, την πάτησαν οι ξένοι και οι περαστικοί  ταξιδιώτες που δεν ήξεραν τους νόμους του κυρίου Κουμ. Αλλά η είδηση ταξίδεψε πολύ γρήγορα, στόμα με στόμα, και τα βράδια που ακολούθησαν ακόμα και οι ξένοι, οι περαστικοί  από την πόλη Ούμα, έμαθαν να χαμηλώνουν το κεφάλι.
   Ο κύριος Κουμ έστειλε να φωνάξουν τον Πρώτο Σύμβουλο Μεν.
   - Διατάξτε όλους τους πολίτες να περπατούν με το κεφάλι ψηλά! ούρλιαξε χρυπώντας το δύστυχο Μεν με έναν καρυοθραύστη που τον είχε για να περνάει την ώρα τους. Όποιος περπατάει με το κεφάλι σκυμμένο, θα πληρώνει πρόστιμο. Κι επιπλέον, ρίξτε στη φυλακή έναν έναν τους πέντε φρουρούς του φεγγαριού. Θα τους μαθω εγώ να κάνουν το καθήκον τους.
   Ο Μεν υποκλίθηκε χαμογελώντας, είπε ότι δεν είχε ακούσει ποτέ μια πιο δίκαιη απόφαση κι έτρεξε να κλείσει στη φυλακή τους φρουρούς και να κάνει γνωστές τις καινούριες διαταγές.
   Εκείνη τη βραδιά οι πολίτες της Ούμα,. λες και είχαν συνεννοηθεί, βγήκαν όλοι απ' τα σπίτια τους φορώντας μαύρα γυαλιά ηλίου. Και με το κεφάλι ψηλά φυσικά όπως είχε διατάξει ο κύριος Κουμ.
   Οι φρουροί έτριβαν τα χέρια τους και έβγαζαν απ' την τσάντα τις αποδείξεις για την είσπραξη του φόρου.
   - Αυτή τη φορά δε θα τη γλιτώσετε. Εμπρός, δώστε τα ασημένια νομίσματα.
   - Γιατί;
   - Τι θα πει γιατί; Κοιτάζετε το φεγγάρι ή όχι; Και ποιανού είναι το φεγγάρι;
   - Του Εξοχότατου κύριου Κουμ, αυτό δεν το συζητάμε καν. Όμως εμείς δεν το βλέπουμε, εξαιτίας αυτών των μαύρων γυαλιών. Κι αφού δεν το βλέπουμε, δεν το καταναλώνουμε, άρα γιατί πρέπει να πληρώσουμε το φόρο;
   Οι φρουροί του φεγγαριού κόντεψαν να φάνε τα μπλοκ των αποδείξεων από τη λύσσα. Όμως η αλήθεια ήταν πως ο κύριος Κουμ δεν είχε απαγορεύσει να φοράνε μαύρα γυαλιά οι πολίτες. Κι εκείνος τσαντίστηκε τόσο πολύ, που έπεσε να πεθάνει απ' το κακό του.
  






















 Ενώ ξεψυχούσε στο κρεβάτι, διέταξε τον Πρώτο Σύμβουλο Μεν:
   - Θέλω το φεγγάρι μου να θαφτεί μαζί μου, στον τάφο μου.
   Ο Μεν το υποσχέθηκε:
   - Θα γίνει. 
   Αλλά δεν έγινε, έτσι δεν είναι; Το φεγγάρι είναι ακόμη στον ουρανό, έτσι; Το φεγγάρι ανήκει σε όλους, όπως σ' όλους ανήκουν ο αέρας, ο ήλιος, η θάλασσα, οι δρόμοι.
   Υπάρχουν ακόμα πολλοί κύριοι Κουμ που νομίζουν ότι είναι αφέντες του φεγγαριού. Όταν συναντήσετε έναν από αυτούς, ρωτήστε τον εκ μέρους μου: "Είστε μεθυσμένος κύριε Κουμ;".  













  


Οι εικόνες είναι από εδώ:
 http://nefelovatis.blogspot.com/2010_08_01_archive.html

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Πάλι για τη Δόμνα Σαμίου: "Οι ανεξόφλητοι πιστωτές της πατρίδας" (Της Μιραντας Tερζοπουλου*, "Καθημερινή", 18/3/2012)

...........................................................












 

Οι ανεξόφλητοι πιστωτές της πατρίδας

Η Δόμνα Σαμίου αναδημιούργησε την παράδοση και αγαπήθηκε από το λαό
 


Της Μιραντας Tερζοπουλου*

Αποχαιρετίσαμε προχθές, μια παγωμένη Τρίτη και 13, την αρχόντισσα Δόμνα Σαμίου στο κοιμητήρι της Νέας Σμύρνης. Κόσμος πολύς, βαθιά συγκινημένος. Η νεκρώσιμη ακολουθία ήταν αντάξια της καλαισθησίας της Δόμνας, ένα έργο μουσικής τέχνης: καλλίφωνοι ιερείς, βυζαντινοί ψαλμοί από τον συν-σπουδαστή της κοντά στον Σίμωνα Καρά, Λυκούργο Αγγελόπουλο, και τη χωρωδία του, εμπλουτισμένη από τις φωνές του μαθητή και συνεργάτη της Ζαχαρία Καρούνη και του, συνοδοιπόρου της θα έλεγα, Χρόνη Αηδονίδη που ανέγνωσε εξαίσια έναν Απόστολο που νομίζω θα μείνει σε πολλούς αλησμόνητος.
Κι ύστερα φίλοι και δικοί της, συνεργάτες, μαθητές, ακροατές, θαυμαστές, την αποχαιρετίσαμε τραγουδώντας γύρω από τη στερνή της κατοικία. Οργανα και φωνές σ’ ένα τραγούδισμα μακρόσυρτο και αντιφωνικό, σαν τα παλιά μοιρολόγια, που όταν μια γυναίκα απόσταινε, άλλη έπιανε μια καινούργια αρχή με τα δικά της στιχάκια. Φωνές διδαγμένες από τη Δόμνα, φωνές τεχνικές των συναδέλφων της, φωνές τραχιές του κόσμου, όλες μ’ έναν λυγμό και με πολλές μνήμες, της επιστρέφαν σαν αντίδωρο τα τραγούδια που για χρόνια τους δώριζε απλόχερα. Μέχρι που η Μαρίζα Κωχ έπιασε ένα πραγματικό μοιρολόγι, «Εκεί που κίνησες να πας....». Αλλά και πάλι ο κόσμος δεν κινούσε να φύγει και να την αφήσει μόνη. Της έστελνε μέχρι αργά τη ζεστασιά του στην παγωνιά του σούρουπου.
Ευτυχώς οι εκπρόσωποι του κράτους είχαν την ευαισθησία να είναι απόντες από τον θάνατο της Δόμνας, όπως υπήρξαν απόντες και από τη δημιουργική της δράση. Ισως και να κατάλαβαν ότι η Κυρα-Δόμνα δεν τους είχε εν τέλει ανάγκη για να κάνει ό, τι έκανε. Γιατί η Δόμνα, ακόμη κι αν την πίκραινε η διαπίστωση ότι το κράτος απαξιώνει την παραδοσιακή μουσική και πως η ίδια δεν ήταν ποτέ στις προτεραιότητες των χρηματοδοτήσεών του, ήξερε ότι άξιοι αποδέκτες του έργου της ήσαν οι πραγματικά «πνευματικοί» άνθρωποι, οι καλλιτέχνες, οι καλαίσθητοι, οι μερακλήδες, επώνυμοι και ανώνυμοι, εγγράμματοι και αγράμματοι, εντός κι εκτός συνόρων. Κι αυτοί της ανταπόδωσαν γενναιόδωρα αγάπη κι αναγνώριση, τόσο για το τεράστιο έργο της -αποτέλεσμα οράματος και πίστης- όσο και για την προσωπικότητα και το ήθος της. Διαβάζω αυτές τις μέρες κάποια κείμενα που γράφτηκαν για τη Δόμνα σε ανύποπτο χρόνο και νομίζω πως φτιάχνουν ένα εκφραστικό και πιστό πορτρέτο της ως προς όλα αυτά.
Ο Νίκος Διονυσόπουλος εμπλουτίζει το πορτρέτο: «Στο μεταπολεμικό τοπίο της νεοελληνικής κοινωνίας, η Δόμνα Σαμίου εγγράφεται ως κάτι περισσότερο από απλή ερμηνεύτρια ή ερευνήτρια και συλλογέας μουσικολαογραφικού υλικού ή παραγωγός δισκογραφικών εκδόσεων ή δασκάλα δημοτικού τραγουδιού. Εκπροσωπεί, μάλιστα, κάτι περισσότερο κι από το άθροισμα αυτών των επιμέρους δραστηριοτήτων... Αν η Δόμνα Σαμίου κριθεί αποσπασματικά, ενδεχομένως να βρεθούν για κάθε μια χωριστή δραστηριότητά της, και άλλοι καλλιτέχνες ή ερευνητές, οι οποίοι είναι εξίσου αξιόλογοι, μπορεί μάλιστα, κατά περίπτωση και να υπερέχουν... Ομως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα κράμα μοναδικό, καθώς όλες αυτές οι δραστηριότητες εντάσσονται αβίαστα στο πλαίσιο του τρόπου και της στάσης μιας ολόκληρης ζωής».
Μ’ ένα παλαιότερο κείμενό του (1984) και σχεδόν προφητικά ο Περικλής Κοροβέσης συμπληρώνει: «Αυτό που κάνει τη Σαμίου ένα ξεχωριστό και μοναδικό φαινόμενο δεν είναι ότι βρίσκεται μέσα στην παράδοση, αλλά ότι η ίδια δημιουργεί παράδοση. Δεν μιμείται κανένα παραδοσιακό στυλ ή σχολή, αλλά ό, τι τραγουδάει επιβάλλεται σαν άποψη και σαν προσωπική ερμηνεία. Δεν θέλει να προσποιηθεί καμιά συνέχεια, αλλά είναι η ίδια συνέχεια. Δεν αναβιώνει κάποιους ξεχασμένους σκοπούς, αλλά κάνει αυτούς που την ακούνε να βιώσουν κάτι που βρίσκεται βαθιά ξεχασμένο στην ψυχή τους. Είναι η Ελλάδα, όχι σαν γεωγραφία ή τουρισμός, αλλά σαν ένας τρόπος ζωής και έκφρασης, δηλαδή αυτό που αποτελεί για το άτομο την εθνική του προσωπικότητα και ταυτότητα...»
Ας είναι κατακλείδα αυτού του ελάχιστου σημειώματος για την τεράστια Δόμνα Σαμίου η δυνατή φράση του Γιώργου Παπαδάκη: «Στη δραστηριότητά της χρωστάμε πολλά, όλοι όσοι ωφελούμεθα: η κοινωνία, η πολιτεία, η πατρίδα. Δυστυχώς όμως γι’ αυτήν -όπως έγινε τόσες φορές στο παρελθόν και με άλλους πιστωτές της πατρίδος- δεν πρόκειται μάλλον να της τα εξοφλήσουμε...» (Μακάρι, Γιώργο, να διαψευστείς).
Ο Δ. Σαββόπουλος για τη Δόμνα Σαμίου
Λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος στο υπέροχο κείμενό του για τα 70 της χρόνια: «Αυτή η μανιώδης συλλέκτρια παλιών και σπάνιων τραγουδιών είχε το ταλέντο να τραγουδά και να παίζει αυτά τα τραγούδια, έτσι ώστε να αποκαλύπτει τη βαθύτερη ουσία τους και να προκαλεί καλλιτεχνική συγκίνηση στον ακροατή. Δεν ήταν απλώς μια λαογράφος. Ηταν μια λαογράφος-καλλιτέχνις... Η νεότερη ελληνική τραγουδοποιία γνωρίζει άραγε τι χρωστάει σ’ αυτή τη γυναίκα; Τι θα ήταν ο Νίκος Παπάζογλου ή ο Σωκράτης Μάλαμας κι άλλοι σημαντικοί μας νεότεροι τραγουδοποιοί, αν η Δόμνα Σαμίου δεν μας αποκάλυπτε το «όσο βαρούν τα σίδερα, βαρούν τα μαύρα ρούχα»;
Αυτό το άγνωστο και παράξενα υποβλητικό κομμάτι ξεθάφτηκε από τη Δόμνα για να γίνει, χρόνια μετά, το αρχέτυπο όλης σχεδόν της νεότερης μουσικής μας γενιάς... Οταν πρωτοβγήκε το ’71 στο Rodeo της οδού Χέυδεν, έγινε κάτι σαν παλίρροια.
Μας έδωσε, με τη φωνή της, να καταλάβουμε τη διαφορά ανάμεσα στην μεγάλη παράδοση της τέχνης της και στο ευτελές φολκλόρ των συνταγματαρχών. Το δημοτικό τραγούδι ξανάρχονταν φωτεινό και αποκαθαρμένο. Σαν τη θάλασσα. Και η νεολαία ήταν εκεί για να το δει...
Η Δόμνα ήταν, πρώτον, ωραία επειδή νίκησε τους άχρηστους δισταγμούς της· δεύτερον, γενναία επειδή τα ’δωσε όλα και, τρίτον, Ελληνίδα επειδή της δόθηκε να καταργήσει τα ψεύτικα όρια ανάμεσα στη θεωρία και την καλλιτεχνική πράξη και το ’κανε με τη μεγαλύτερη φυσικότητα: απλά και άμεσα».

* Η κ. Μιράντα Τερζοπούλου είναι λαογράφος.

Ο Βιζυηνός μιλά για τον Ίψεν (20 Μαρ 2010 | tvxsteam tvxs.gr)

.........................................................

Ο Βιζυηνός μιλά για τον Ίψεν

tvxs.gr/node/33999
 

Στις 20 Μαρτίου του 1828 γεννήθηκε στο μικρό νορβηγικό χωρίο Skien ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, πατέρας του μοντέρνου θεάτρου, Ερρίκος Ίψεν. Ο απόηχος του έργου του Ίψεν, συγγραφέα των θεατρικών έργων «Βρικόλακες» (1881) και «Έντα Γκάμπλερ» (1890), έφτασε μέχρι και την Ελλάδα. Για τη ζωή, τις απόψεις και το έργο του μεγάλου Νορβηγού συγγραφέα έγραψε ο Γεώργιος Βιζυηνός.

Μεταφορά στη σύγχρονη νεοελληνική από το Θανάση Μουσόπουλο

Είναι ο μεγαλύτερος ποιητής της πατρίδας του. Είναι, αν αγαπάτε, ο μεγαλύτερος δραματογράφος σ' όλη την Βόρεια Ευρώπη και, όμως, αν τον δείτε θα στοιχηματίσετε ότι είναι περισσότερο πλοίαρχος παρά καλ­λιτέχνης. Η φυσιογνωμία του δε μας θυμίζει κανέναν από τους έξοχους άντρες. Έχει το σκανδιναβικό τύπο με τα μήλα των παρειών να εξέχουν και με πλατιά σαγόνια. Κοντή μύτη και μεγάλο στόμα σφιγμένο έτσι που να νομίζετε ότι του λείπουν τα χείλια. Έχει σταχτιά μάτια, που με οξύτητα σε καρφώνουν πίσω από τα γυαλιά, και γύρω από τα βλέφαρα το μικρό εκείνο σύμπλεγμα ρυτίδων, που μαρτυρούν και με ακινησία βλέμματος που ήδη εξέτασε άπειρα πράγματα. Έχει λευκές φαβορίτες, όμοιες με των ναυτικών, και μαλλιά άσπρα και πυκνά, ωσάν πυκνόκλαδο θάμνο, ή καλύτερα σαν παρθένο ακόμη δάσος. Στο φαρδύ μέτωπο του διακρίνεται περισσότερη βούληση παρά οξύνοια· ενώ η στάση του κεφαλιού του κάνει να μοιάζει με κεφάλι κατακτητή, με κεφάλι αρχαίου βίκιγγ, δηλαδή, θαλασσινού ήρωα της Νορμανδίας, που γεννήθηκε σε βραχώδη ακτή από θαλασσομάχους προγόνους. Ο Henrik Ibsen, καύχημα της Νορβηγίας σήμερα, γεννήθηκε στην παραποτάμια πολίχνη Σκην από πατέρα ναυτιλλόμενο έμπορο, και γεννήθηκε σε εποχή κρισιμότατη για τη διανοητική κατάσταση της πατρίδας του. Ήδη από την ίδρυση του πανεπιστημίου στη Χριστιανία (1811) δό­θηκε το πρώτο σύνθημα του αγώνα για απελευθέρωση της εθνικής φιλο­λογίας των Νορβηγών από την ξένη, και προπάντων από την επίδραση των Δανών. Ο χωρισμός της Νορβηγίας από τη Δανία το 1814, και η εγκατάσταση δικού της πολιτεύματος στη χώρα, ακόμα περισσότερο δυνάμωσαν το συναίσθημα της κερδισμένης ελευθερίας και φλόγιζαν πια τους νεανικούς πόθους των Νορβηγών για κάποια εθνική μεγαλουργία για τη διεύρυνση τον ορίων της πατρίδας τους.
Αλλά οι περιστάσεις δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές για παράτολμες επιχειρήσεις και έκαμαν ώστε να χρησιμοποιηθεί και το καλύτερο μέρος της δράσης για ειρηνικό διανοη­τικό έδαφος. Τη βάση της νορβηγικής γλώσσας αποτελούσε τότε η δανική, που επέ­βαλλε στην ντόπια φιλολογία όχι μόνο τις λέξεις, αλλά και το πνεύμα της. Οτιδήποτε έμπαινε καινούργιο σ' αυτήν, ήταν κι αυτό ξένο, γαλλι­κό, αγγλικό, κλπ. Επειδή το δημώδες και ντόπιο το περιφρονούσαν και το καταδίωκαν οι καλαμαράδες. θεωρώντας το χυδαίο και πρόστυχο. Και βέβαια υπήρχαν όσοι πίστευαν το ακριβώς αντίθετο, αλλά τι σή­μαιναν οι διαμαρτυρίες τους μπροστά στον όγκο και στην αυθεντία των λογιότατων! Έπρεπε ο λαός να μεθύσει από ενθουσιασμό μέσα στην πο­λιτική του απελευθέρωση και, γεμάτος τώρα αυτοπεποίθηση, να ποθήσει την παντοτινή εξασφάλιση της αυθυπαρξίας του ως έθνος, για να πάρει θάρρος εκείνη η μερίδα των λογίων, που δυσανασχετούσαν με την υποτέλεια στους ξένους της νορβηγικής φιλολογίας και γλώσσας. Αφού η αυθυπαρξία, που ο λαός επιζητούσε να εξασφαλίσει για τον εαυτό του, δεν μπορούσε να επιτευχθεί μήτε με πολεμικές κατακτήσεις μήτε με πο­λιτικά κατορθώματα, γιατί να μη τη δημιουργήσουν εκείνοι, αποτινάζο­ντας κάθε ζυγό ηθικής και πνευματικής υποτέλειας στους ξένους; Έτσι, αφού για μεγάλο αρχικά χρονικό διάστημα το εθνικό στους Νορβηγούς, ως αφηρημένη έννοια ταλαντεύτηκε από 'δω κι από 'κει χωρίς ορισμέ­νη διατύπωση, τελικά συγκεντρώθηκε, παίρνοντας πραγματική υπόστα­ση, ως συνειδητή δημιουργία νέας εθνικής φιλολογίας και γλώσσας, μακριά από κάθε ξενική επήρεια. Όπως, όμως, παντού, έτσι και στη Νορβηγία στην αρχή της φιλολογικής αυτής αναμόρφωσης έγινε περισσότερο θόρυβος παρά θετική εργα­σία. Οι πρωτόκλητοι εθνικοί ποιητές για αρκετό χρονικό διάστημα φρό­ντισαν κυρίως στο να λαμπρύνουν εξυμνώντας τη Νορβηγία και το λαό της. Στις ρητορικές και πομπώδεις στροφές τους δεσπόζουν φράσεις όπως "οι βράχοι της Νορβηγίας", "τα βουνορύακα της Νορβηγίας"," το λιοντάρι της Νορβηγίας", "ο ελεύθερος αυτόνομος χωρικός", όπως ακριβώς στη δική μας εθνική ποίηση η φλοκάτη, η φουστανέλα.
Αν, βέβαια, μερικοί συγγραφείς, όπως ο Μ. Χρ. Χάνσεν, επιχειρούσαν να εγκολπωθούν στα έργα τους περισσότερο το καθαυτό εθνικό στοιχείο, δεν κατόρθωναν μεγάλα πράγματα κι αυτοί, αφού η βάση πάνω στην οποία έπρεπε να θεμελιωθεί η νέα εθνική φιλολογία, μ' άλλα λόγια η ακριβής γνώση του εθνικού βίου, δεν υπήρχαν ακόμη. Όπως στους δικούς μας συγγραφείς ως τις μέρες μας, έτσι και οι Νορβηγοί ως εκείνα τα χρόνια επιπόλαια μόνο γνώριζαν το βίο, τον τρόπο σκέπτε­σθαι του λαού, τη φύση της χώρας, κλπ. Οι γνώσεις για παρόμοια θέματα περιορίζονταν σε πολύ γενικά πράγ­ματα, ακατάλληλα να χρησιμεύσουν ως βάση μιας πραγματικά δημοφι­λούς φιλολογίας, που να έχει τις ρίζες στη ζωή του έθνους και να προσαρμόζεται στο χαρακτήρα του. Μόλις γύρω στα 1830 άρχισαν οι Νορβηγοί να απαλλάσσονται από την παροδική αυτή κατάσταση και να κατανοούν, ότι, αντί με υπέρογκους επαίνους των αρετών της, μπορού­σαν να στολίσουν την πατρίδα τους με πολύ καλύτερο τρόπο: πράττο­ντας ό,τι από καιρό ήδη όφειλε να έχει πράξει και η Ελλάδα. Καλλιερ­γώντας, δηλαδή, και διαμορφώνοντας στη φιλολογία καθετί που κουβα­λά αγνό και καθαρό τον εθνικό χαρακτήρα. Έτσι οι μύθοι του λαού και τα δημοτικά τραγούδια συγκεντρώθηκαν με επιμέλεια και αφού δημοσιεύθηκαν παραδόθηκαν κοινό κτήμα σε όλους, εξωραϊσμένα ως προς τις καλολογικές αξιώσεις της τέχνης, διατηρώντας, όμως, ατόφιο και αναλλοίωτο τον αρχικό τους τύπο, όσο και τον ιδιαίτερο εκείνο χαρακτήρα, που είχαν κυκλοφορώντας στο λαό από στόμα σε στόμα.
Την προκαταρκτική αυτή εργασία συντέλεσαν κυρίως ο δασονόμος Ρ. Ch. Asbjoernson και σε άμεση σχέση μαζί του και ο επίσκοπος Ioergen μoe, που συλλέξανε παλιές παραδόσεις του λαού και παραμύθια, κατάλληλα για την ποιητική φιλολογία, προσκομίζοντας σ' αυτήν νέο πλούσιο υλικό, όπου σε ικανοποιητικό βαθμό τονίζονταν τα ιδιαίτερα προσόντα του λαϊκού χαρακτήρα των Νορβηγών. Επειδή ελπίζουμε ότι και στην Ελλάδα θα γίνει κάποια τέτοια ενιαία εργασία σημειώνουμε εδώ σε ποιες αρετές τους οφείλουν οι δύο συλλογές που μνημόνευσα την επιτυχία του έργου, για να ανατεθεί και σε μας τέτοιους μόνο άντρες η εκτέλεση του. Και οι δυο τους, λέγει ο Horn στην ιστορία της Σκανδι­ναβικής φιλολογίας, ήταν σε ασυνήθιστα μεγάλο βαθμό κατάλληλοι να συγκεντρώσουν και να καταστήσουν πάλι νέα τα ποιητικά αυτά προϊόντα του λαϊκού πνεύματος των Νορβηγών, επειδή είχαν μια ιδιαίτερη ευφυΐα στο να αποσπούν τους θησαυρούς της δημοτικής ποίησης με ψυ­χαγωγικό τρόπο από τους κοινούς ανθρώπους, που είναι για τούτο πο­λύ φοβητσιάρηδες και καθόλου πρόθυμοι στη μετάδοση. Όμως, μεγάλη ήταν και η ευφυΐα αυτών των ανδρών στο να αποδίδουν έτσι τα κειμή­λια, που αποκτούσαν μ' αυτή τη μέθοδο, ώστε όχι μόνο να μη ζημιώνο­νται ως προς την αρχική τους ποίηση, αλλά και να μη χάσουν τίποτε από το αφελές και δημώδες ύφος τους. Και. το κατόρθωναν αυτό οι άντρες τούτοι γιατί ήταν πάρα πολύ εξοικειωμένοι με τη ζωή και τον τρόπο σκέψης του λαού, ενώ επιπλέον είχαν και οι δυο τους όχι μικρή ποιητική ευχέρεια, που γνώριζαν να εφαρμόζουν προσεκτικά και με σύνεση, αποφεύγοντας να τροποποιήσουν κάτι σε κάθε περίπτωση που υπήρχε κίνδυνος να χαλάσει η αρχική και ειλικρινής μορφή των μύθων και ο ίδιος εκείνος χαρακτήρας, που είχαν στο στόμα του λαού. Και για τους άλλους κλάδους της διανοητικής μόρφωσης έγιναν ταυ­τόχρονα ανάλογες εργασίες. Ο ζήλος μάλιστα γι'αυτό το σκοπό υπήρξε τόσο θερμός, ώστε δεν άργησε να παρασύρει τους φανατικούς λάτρεις του εντόπιου πολιτισμού (του αυτοχθονισμού) σε υπερβολές και να τους βγάλει από το μέσο και σίγουρο δρόμο, προτού ακόμη αρχίσουν την προοδευτική τους πορεία.
Μέσα, δηλαδή, στον υπερβολικό τους πόθο να εισδύσουν στην καρδιά της εθνικής ζωής των Νορβηγών, κρατώντας αλώβητα όλα τα ιδιαίτερα του χαρίσματα, νόμισαν ότι δεν ήταν αρκετό να καταστήσουν εθνική μόνο την ουσία της φιλολογίας τους, ότι δεν ήταν αρκετό, επίσης, να προσαρμόσουν την περασμένη γλώσσα τους στα πιο εντόπια στοιχεία τους, αλλά πίστευσαν ότι έπρεπε να ξεπετάξουν εντελώς το κράμα από δανικά και νορβηγικά διαλεκτικά στοιχεία, να δημιουργήσουν καινούργια καθαρή εθνική γλώσσα από καθαρά νορβηγικά ιδιώματα. Δεν τους ένοιαζε αν καθαρά νορβηγικές διάλεκτοι δεν υπήρχαν παρά μόνο δύο ή τρεις, ούτε συλλογίζονταν ότι από δύο-τρεις διαλέκτους δεν είναι δυνατό να κατασκευασθεί άρτια γλώσσα, για να χρησιμεύσει ως όργανο εθνικής φιλολογίας. Ο αυτοχθονισμός υπήρξε, όμως, τόσο εμπαθής, ώστε όποιος υποστήριζε την τήρηση της προηγούμενης γλωσ­σικής κατάστασης θεωρούνταν κάτι σαν προδότης της πατρίδας! Οι καβγάδες υπέρ και κατά κράτησαν για πολύ, πιο εμπαθή χαρακτή­ρα, όμως, είχαν από το 1830 και μετά. Σε μια τέτοια σύγχυση, σε τέτοια κατάσταση πνευματικού αναβρασμού και φιλολογικής αναζύμωσης γεννήθηκε στο Σκην της Νορβηγίας στις 20 Μαρτίου 1828 ο Henrik Ibsen, το δαιμόνιο πνεύμα, που όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, άρχισε να ταχτοποιεί το ακατάστατο εκείνο χάος, και, από κάθε τι χρήσιμο που περιείχαν οι σκέψεις των αντιμαχόμενων μερίδων, να δημιουργήσει τον όμορφο κόσμο της νέας νορβηγικής φιλολογίας. Ο πατέρας του Ίψεν, εμπορευόμενος ναυτικός, ήταν παιδί κάποτε πλούσιων γονέων. Αλλά στον Ίψεν η Μοίρα θέλησε να εφαρμόσει ότι και σε κάθε άλλη σχεδόν μεγαλοφυία. Είναι γνωστό ότι έξοχες διάνοιες και μεγάλοι χαρακτήρες - αν προλάβουν και δε συντριβούν κάτω από το χαλύβδινο βάρος της δυστυχίας- ακονίζονται και σκληραίνουν παλεύο­ντας προς υλικές δυσκολίες, από 'που συμβαίνει να σπινθηροβολούν τό­σο φωτεινότερους τους σπινθήρες της αλήθειας που κλείνουν μέσα τους, όσο περισσότερο συγκρούονται προς τις άγριες και αντίξοες περιστά­σεις.
Την ανάπτυξη με παρόμοιο αγώνα επεφύλασσε η Μοίρα στον ποι­ητή μας. Ήδη στην παιδική ηλικία βρήκε κατεστραμμένη την οικογενεια­κή περιουσία του. Για να αντιμετωπίσει τη διατροφή του αναγκάστηκε να μπει στην υπηρεσία κάποιου φαρμακοποιού, όταν ήταν ακόμη δεκα­έξι χρονών παλικάρι. Συνεπώς τους πρώτους του στίχους ο Ένρικ τους συνέθεσε τρίβοντας ρυθμικά τα φάρμακα μέσα στο γουδί. Αλλά προς επάγγελμα τόσο ειρηνικό και άκαρπο δεν ήταν δυνατό να συμβιβαστεί το ακατάσχετο και νεωτεριστικό πνεύμα του Ίψεν. Οι πρώτοι του στίχοι στον κύκλο των παιδικών του φίλων διαβάζονταν και προκαλούσαν πάντοτε ιδιαίτερα ευχάριστη εντύπωση. Αλλά ο Ένρικ, ως αληθινή μεγαλοφυΐα, ήταν από παιδί μετριόφρονας και φιλότιμος. Γι' αυτό κι όταν ακόμη από πολλά χρόνια ήταν στρατολογημένος ανάμεσα στους φιλο­λογικούς κύκλους της πατρίδας του, σπάνια εμφανιζόταν στα περιοδι­κά του τόπου. Την πρώτη του τραγωδία μάλιστα, τον "Κατιλίνα", τη δημοσίευσε στα 1850 με ψευδώνυμο. Από το 1851 άρχισε να εκδίδει μαζί με δύο φίλους του το εβδομαδιαίο περιοδικό "Andhrimer·", παρουσιάζοντας ο ίδιος σ' αυτό κυρίως λυρικά και σατυρικά ποιήματα. Το φθινόπωρο, όμως, του ίδιου χρόνου προσλήφθηκε ως διευθυντής του θεάτρου στο Βέργεν (Μπέργκεν), με την υποστήριξη του οποίου ταξίδευσε, για να μελετήσει, στη Δανία και στη Γερμανία, το καλοκαίρι του 1852. Μετά από εξάχρονη παραμονή στο Μπέργκεν μετοίκησε στη Χριστιανία, πάλι ως διευθυντής του εκεί θεάτρου Νόρκσε, που τα διηύθυνε ως το 1863. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα ο Ίψεν δημοσίευσε τις πρώτες του τραγωδίες, που έχουν τις υποθέσεις τους από την ιστορία του μεσαίωνα και είχαν μεγάλη επιτυχία, αφού παρουσιάστηκαν από τα θέατρα του Μπέργκεν, της Χριστιανίας, της Κοπεγχάγης και της Στοκχόλμης. Με αυτές τις τραγωδίες και τα μικρότερα ποιήματα του έθεσε οριστικά και το γλωσσικό ζήτημα των Νορβηγών στη θέση που του αρμόζει, έχοντας σ' αυτό συμπαραστάτη πολλές φορές το άλλο έξοχο πνεύμα της πατρί­δας του, τον κατά τέσσερα χρόνια νεότερο του Bjoernson.
Ενώ, δηλαδή, κάτω από την έμπνευση του Wergeland οι μέχρι φανατι­σμού αποκλειστικά πατριώτες, απαιτώντας από τη νέα εθνική γλώσσα να τρέφεται μόνο από δυο-τρεις ντόπιες διαλέκτους, την καταδίκαζαν στο θάνατο από ασιτία, οι Διόσκουροι ποιητές της Νορβηγίας, συμφω­νώντας από έμφυτο στο αντικείμενο αυτό, εφάρμοσαν τις πιο λογικές αρχές στη διάπλαση και χρήση της νέας γλώσσας, αλλά στο υλικό που προέρχεται απ' αυτήν προσθέτουν τις νεότερες γλωσσικές μορφές, ανα­καινίζοντας την έτσι, ώστε να γίνει πιο προσαρμοσμένη στο πνεύμα των νεότερων χρόνων. Την πλουτίζουν, τη γονιμοποιούν και την καθιστούν όσο γίνεται νεότερη με την πρόσληψη δημοτικών στοιχείων. Ωφελήθη­καν σ' αυτό πολύ από τις λεξιλογικές συλλογές και τις υπόλοιπες σχετικές εργασίες της αντίθετης μερίδας, έτσι ώστε, όπως είναι σήμερα η Νορβηγική γλώσσα, ελπίζεται ότι θα αποκαταστήσει και θα συσφίξει στις σκανδιναβικές χώρες τον κοινό πνευματικό σύνδεσμο, που χαλα­ρώθηκε από την πολιτική στάση τους. Αλλά μολονότι τόσο σύμφωνα εργάστηκαν στο γλωσσικό ζήτημα οι δύο κορυφαίοι ποιητές της Νορβηγίας, εντούτοις δεν ήταν σύμφωνοι και ομόγνωμοι ως προς τα άλλα ζητήματα. Έχοντας αντίθετο χαρακτή­ρα από φυσικού τους, πρέσβευαν πολιτικές αρχές ασυμβίβαστες μεταξύ τους, και βαδίζουν στην συγγραφική πορεία από τόσο αντίθετους δρόμους, ώστε αναδείχτηκαν αρχηγοί δύο αντίπαλων μεταξύ τους φιλολογικών τάσεων και επιλογών. Παιδί του λαού ο Bjoernson, γεννημένος για να λυπάται και να χαίρε­ται μαζί με τους χωρικούς, υπερασπίζεται τόσο στην πολιτική όσο και στην φιλολογική ζωή τα λαϊκά συμφέροντα αποκλειστικά, δημαγωγός και καβγατζής πολύ περισσότερο απ' το κανονικό. Και αγαπά αληθινά, βέβαια, το έθνος του περισσότερο από κάθε άλλο, και υπερεκτιμά, εξυ­ψώνοντας το, κάθε τι λαϊκό και δημώδες. Αυτό όχι χωρίς λόγο. Επειδή, δηλαδή, ο Bjoernson παρουσιάζει τον εαυτό του ως την ενσάρκωση των αρετών του λαού, εννοείται ότι όσο περισσότερο εκτιμά αυτές, τόσο πε­ρισσότερο εξυψώνει και στολίζει το βάθρο πάνω στο οποίο στηρίζεται η δική του δόξα. Εντελώς αντίθετος είναι ο Ίψεν.
Ποιητής από τη φύση του αριστο­κρατικών τάσεων, έχοντας πλήρη τη συναίσθηση της πνευματικής υπε­ροχής, πάντοτε έβλεπε με απαισιόδοξη πικρία το έργο των ευεργετών και διαφωτιστών του λαού, και έστρεψε τα νώτα προς τα "ωσαννά" του πλήθους. Ήδη η πρώτη του δραματική απόπειρα, είδος εγκωμίου προς τον Κατιλίνα, δεν ευχαρίστησε τους συντηρητικούς της πατρίδας του νοικοκυραίους, γιατί τάχα περιείχε ιδέες ανατρεπτικές του καθεστώτος. Έτσι ο θερμόαιμος και γεμάτος αναμορφωτική ενέργεια νεαρός, μό­λις είκοσι χρονών, κατάντησε, όπως ο ίδιος παραδέχεται, να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με την κοινωνία. Ούτε ήταν δυνατό να γίνει δια­φορετικά. Είρωνας από φυσικού του, προικισμένος με πνεύμα έντονα σατυρικό, όσο και φιλοσοφικό, νέος ακόμη έβαλε το δάχτυλο στις πλη­γές της σύγχρονης κοινωνίας και με τη σοβαρότατη σάτυρά του άσπλαχνα καυτηρίασε την κενότητα και το ψεύδος των συμπατριωτών του στην πολιτεία. Την πατριωτική καυχησιολογία των συγχρόνων του, καθώς και τον κλεισμένο σε κούφιες φράσεις ιπποτισμό του Bjoernson μαστιγώνει κυρίως στο σατυρικό του δράμα. "Ο σύνδεσμος των νεανίων" (1869).
Όπως ήταν επόμενο, το ορμητικά προοδευτικό, το θορυβώδικο και ταυτόχρονα το επαναστατικό πνεύμα του νεαρού Ίψεν, δημιούργησε σ' αυτόν πολλές και ποικίλες αντιδράσεις και πειρασμούς και ενοχλήσεις, που δυσαρεστούσαν και πίκραιναν τον ποιητή σε κάθε έργο και αξίωμα: Τα δράματα του απαγορεύονταν από τη λογοκρισία, κάθε πρόθεση του, όσο καλή κι αν ήταν, την συκοφαντούσαν έτσι που του αφαιρούνταν κά­θε ελευθερία δράσης. Για τούτο ο Ίψεν παραιτήθηκε από τη θυελλώδη διεύθυνση του θεάτρου Νόρσκε και στα 1864 με τη θέληση του εκπατρί­στηκε στη Ρώμη. "Δεν έχω καμιά ικανότητα, έγραφε σε φίλο του, να είμαι πολίτης συντηρητικός· και αφού δεν έχω ικανότητα σ' αυτό, δεν ανακατεύομαι μαζί τους". Τον πόνο της ψυχής του καθώς άφηνε την αγαπημένη του πατρίδα με ματωμένη καρδιά τον εξέφρασε με εικόνα ο Ίψεν σε πολύ πειστικό όσο και ευαίσθητο ποίημα, που αμυδρή μετάφραση του επιχειρούμε εδώ:
Στη Νορβηγία η αϊδερή1, η πάπια της θαλάσσης,
στην γαλανήν ακρογιαλιά ψηλά πάει να φωλιάσει.
Μαδάει από τα στήθη της το πουπουλόχνουδό της,
και κάμνει μια ζεστή μ' αυτό, μια μαλακή φωλίτσα.
Μα 'ρχονται μ' άσπλαχνη καρδιά στον όχθο οι ψαράδες
και της κουρσεύουν τη φωλιά, ως το στερνό το χνούδι.
Αυτό δεν σβει μες στο πουλί τον πόθο της αγάπης :
Ξαναμαδάει τα στήθια του. Κι αυτοί ξαναπροβάλλουν
και παίρνουν ό,τι έφτιασε. Μα, ακούραστο κι εκείνο,
σε βράχου τρύπα τη φωλιά ξαναρχινάει να φτιάνει.
Τρίτη φορά κουρσεύουν την και δεν αφήνουν χνούδι!
Τότε κι αυτό την άνοιξη, με στήθια ματωμένα,
ανοίγει νύχτα τα φτερά και πάει μακρά στο νότο,
εκεί που περισσότερο χαμογελούν τα ουράνια.
Αληθινά, "με στήθια ματωμένα" ο Ίψεν εγκαταστάθηκε στα ξένα. Το 1866 το Σπόρτιγγ της πατρίδας του ψήφισε για λογαριασμό του ετήσια σύνταξη ποιητή, που εξακολουθεί ο Ίψεν να καρπώνεται ως τώρα. Στη Ρώμη παρέμεινε ως το 1868. Κατά τον επόμενο χρόνο φιλοξενή­θηκε για ένα διάστημα και στο Χεδίβη της Αιγύπτου, με την ευκαιρία των εγκαινίων του Ισθμού του Σουέζ. Από τότε ως το 1875 έζησε στη Δρέσδη. Ύστερα μετακόμισε στο Μόναχο, όπου και τα παιδάκια δεί­χνουν με το δάχτυλο το μεγάλο ποιητή, καθώς τριγυρνά σε φιλοσοφική μοναξιά από τους δρόμους της πόλης, επειδή εξοικειώθηκαν πια προς τη μορφή του, που κάθε στιγμή μπορούν να μελετήσουν στο Μουσείο κέρινων ομοιωμάτων της πόλης. Σήμερα ο Ίψεν ίσως ζει ακόμη στο Παρίσι, όπου πριν από λίγους μήνες θαύμασαν τις παραστάσεις μερικών από τα νεότερα δράματα του. Λιτότατος στη ζωή ζει μόνος. Σιωπηλός και κλεισμένος στον εαυτό του, κατορθώνει να μην έχει σχεδόν ανάγκη από την κοινωνία, πράγμα εξάλλου που προϋποτίθεται για όποιον έχει την αξίωση "να τα ψάλλει" στην κοινωνία.
Μόνη ευχαρίστησή του είναι να γράφει. "Η ζωή, λέγει, είναι διαρκής πόλεμος εναντίον κάθε είδους κακών, που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας ή φωλιάζουν στην καρδιά μας. Η ποίηση είναι η ανταπόδοση, είναι η απελευθέρωση της ύπαρξής μας." Πράγματι τα δράματα του Ίψεν, κυρίως τα νεότερα, πρέπει να τ' ακούει κάποιος σαν τόνους απολύτρωσης. Δεν είναι φιλολογικά πράγμα­τα, όχι. Σε κανένα συγγραφέα δε βρίσκεις διατυπωμένη την αρχή, ότι κάθε τι που γράφεται είναι πράξη και ότι πρέπει ως τέτοια να κρίνεται. Το δημιουργικό στην ιδιοφυΐα του Ίψεν είναι προπάντων ηθική ενέρ­γεια. Τα δράματά του είναι πράξεις μεταφερμένες σε λέξεις. Δεν είναι μεγάλος ποιητής, παρά μόνο γιατί είναι μεγάλος άνδρας.
Αξιοσημείωτη είναι η ανάπτυξη της δημιουργικότητας του Ίψεν σε σύγκριση προς του άλλου κορυφαίου ποιητή των Νορβηγών. Ο Μπγιόρνσον, τέσσερα χρόνια νεότερος από τον Ίψεν, έγινε πολύ πριν απ' αυ­τόν και αμέσως από την αρχή περίφημος στην πατρίδα του. Το πρώτο δημοσιευμένο διήγημά του "Η Συννόβη από τον Ηλιόλοφο" (Synnove Solbaken), περιέχει τόσο καθαρή γνώση της ζωής που ζουν οι αγροτικοί πληθυσμοί της Νορβηγίας, οι ποιητικές και ηθογραφικές εικόνες του διηγήματος προκαλούν με τόση δύναμη το ενδιαφέρον των αναγνω­στών, ώστε τούτο μόνο ήταν αρκετό να αναδείξει το συγγραφέα μεγάλο με την πρώτη εμφάνισή του. Ολωσδιόλου αντίθετα προς τον Ίψεν, που ήδη γνωρίσαμε πως εξέ­δωσε με ψευδώνυμο το πρώτο του έργο. Μολαταύτα η υπεροχή του Μπγιόρνσον υπήρξε μόνο παροδική: καθώς εισήλθε νωρίς και πρόωρα στην ανάπτυξη του ο ποιητής αυτός, εξαντλήθηκε ήδη με την έκδοση των πρώτων του έργων. Πριν από λίγα χρόνια το κοινωνικό του δράμα "Η Χρεωκοπία" πανηγύρισε θριαμβευ­τική παρέλαση στις σκηνές ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου. Και. όμως, φιλολογικά ο Μπγιόρνσον δεν κέρδισε με το έργο αυτό τίποτε, που να μην κατείχε ήδη. Όταν εξέδιδε τα πρώτα του ποιήματα, η ποιητική του ανάπτυξη είχε φτάσει στο υψηλότερο τους σημείο, ενώ κανένα από τα μεταγενέστερα έργα του δεν υπερτερεί από 'κείνα στην ύλη ή στο είδος. Αλλωστε ο Μπγιόρνσον είναι διηγηματογράφος και λυρικός ποιητής μάλλον παρά δραματικός συγγραφέας. Αντίθετα η δραματική προπάντων μεγαλοφυία του Ίψεν αναπτύχθηκε βαθμιαία και λίγο-λίγο, ως αληθινή μεγαλοφυΐα.
Γι'αυτό, και η αξία των έργων του προχώρησε αυξανόμενη μαζί με τον αριθμό τους. Στο ιστορικό δράμα του την ύψιστη θέση κατέχουν "Οι ανταγωνιστές για τη βασιλεία" (Kongsaemnerne), δράμα στο οποίο για πρώτη φορά ο ποιη­τής ανέπτυξε όλη του τη δύναμη. Στο έργο αυτό ο Ίψεν από τη μία με­ριά έθεσε το βασιλιά Χάκον, που στηριζόταν στο δίκαιο, να θέλει με τη "βασιλική ιδέα" να συνενώσει το νορβηγικό έθνος σε ένα και να εμμένει σταθερά στη δική του πορεία, από την άλλη μεριά αντιπαράθεσε το δούκα Σκούλεν που πάντοτε δυσπιστούσε προς τον εαυτό του.
Έτσι διέγραψε δύο με ύψιστη ψυχολογική λεπτότητα επεξεργασμένες εικόνες, οι οποίες, με τη μεταξύ τους αντίθεση, προκαλούν ακαταμάχη­το ποιητικό θέλγητρο. Αλλά και τα δευτερεύοντα πρόσωπα του δράμα­τος, παρουσιασμένα με τέχνη, συνεισφέρουν από τη μεριά τους στην τελείωση της μεγαλόπρεπης εικόνας που εξελίσσεται μπρος στα μάτια μας. Ήδη, όμως, προτού δημοσιεύσει το δράμα αυτό, ο Ίψεν είχε εισέλθει με την "Κωμωδία του Έρωτα" στη νέα χώρα, στη χώρα του φιλοσοφι­κού σατυρικού δράματος, στο οποίο φαίνεται ότι η μεγαλοφυΐα του με πολλή ευχαρίστηση ζει και με πειρακτικές κοροϊδίες, συγχρόνως, όμως, με την πιο βαθιά σοβαρότητα, ελέγχει τα κοινωνικά ζητήματα του και­ρού. Κεντρική ιδέα αυτού του δράματος αποτελεί ο θεσμός του συνοι­κεσίου, από το οποίο, όπως συμβαίνει και σήμερα, λείπει η ελευθερία, ο έρωτας και η ευτυχία. Αμείλικτα καυτηριάζει ο Ίψεν στις σκηνές του το ψέμα και την υποχρεωτική προσποίηση ανθρώπων -καλών κατά τα άλλα-, οι οποίοι μια και υπέκυψαν από συνήθεια στο ζυγό ενός γάμου, κατόπιν υποκρίνονται την ευτυχία, την οποία, όμως, έχασαν από τη στιγμή που πουλούσαν την ελευθερία τους στο συμφέρον. “Λένε ψέματα στον εαυτό τους και στους άλλους όλους· το ψέμα τους τριγυρνά στους δρόμους, χωρίς κάποιος να το κατηγορεί. Είναι ναυαγοί, και, όμως, φαίνονται σαν Κροίσοι στην ευτυχία τους. Αυτοε­ξορίστηκαν από τον Παράδεισο - βυθίστηκαν ως τα αφτιά μέσα στο θει­άφι της Κόλασης, κι όμως ο καθένας τους με ευχαρίστηση αυτοαποκα­λείται ιππότης της Εδέμ, και δεν αφήνει το γέλιο από τα χείλη του.
Προβάλλει, όμως, ορμητικά ο Βεελζεβούλ, με κέρατα, με αλογίσιο πόδι, χλευαστικά μουγκρίζοντας. Τότε ο καθένας σκουντά το διπλανό του με τον αγκώνα: Ε, συ! Αποκαλύψου! Γιατί, βλέπεις εκεί. Έρχεται ο κύριος”. Στο είδος αυτό ανήκουν από τα προηγούμενα και τα δύο σπουδαιότα­τα έργα του: "Brand" και "Per Gynt", έξοχα τόσο για την αφθονία αδρών νοημάτων, όσο και για την αριστοτεχνική χρήση του είδους. Και τα δύο αυτά έργα είναι γραμμένα σε εξαίρετους αρμονικούς και χαρακτηριστι­κούς στίχους. Αντίθετα, πεζά είναι "Ο Σύνδεσμος των Νεανιών" και "Τα στηρίγματα της Κοινωνίας". Με τα έργα αυτά ο ποιητής στρέφεται εναντίον των συγχρόνων του και των κακώς κειμένων στην πατρίδα του, στιγματίζοντας παντού όπου βρίσκει την κενότητα και το ψέμμα με αγανάκτηση, που οι ισχυρές εκρήξεις της, χωρίς να στερούνται από κωμικό ήθος, μερικές φορές βλάπτουν την καθαρά ποιητική εντύπωση. Ο Ίψεν το ποιητικό του στάδιο το εγκαινίασε με την καλλιέργεια της ιδέας του ωραίου στην τέχνη. Με το πέρασμα, όμως, του χρόνου συνδέ­θηκε τόσο στενά με την πραγματικότητα, ώστε τα νεότερα του έργα αντι­προσωπεύουν αποκλειστικά μόνο τη φυσική αλήθεια. Καταπλήσσει στα δράματά του το απλό και αληθοφανές και φυσικό όλων των στοιχείων. Οι ήρωές του είναι συνήθως ιερείς, επαρχιακοί σύμβουλοι, γυναίκες οικονόμοι, χωρικοί και αγρότες, που ζουν περιορισμένη ζωή και ομιλεί ο καθένας τη γλώσσα της τάξης στην οποία ανήκει, χωρίς να σκοτίζεται πολύ για τα δημόσια. Φαίνονται μάλιστα ότι λησμονούν την παρουσία των θεατών και δε σκέφτονται να κατασκευάσουν λέξεις με τις οποίες να τους θαμπώσουν ή να τους προκαλέσουν το γέλιο. Από τις σκηνές του Νορβηγού δραματογράφου λείπει εντελώς κάθε στοιχείο επίπλαστο και φτιασιδωμένο.
Η εξοχότερη ως προς το πάθος δραματική πράξη εξε­λίσσεται μπρος στα μάτια σας σάμπως υφασμένη μαζί με τις στερεότυ­πες βιοτικές μικρολογίες. Οσηδήποτε κι αν είναι η συγκίνηση που πηγά­ζει απ' αυτήν ή το ενδιαφέρον, η πορεία της καθόλου δεν εμποδίζει τα πρόσωπα του έργου να πιουν το τσάι ή να καθίσουν σε δείπνο όταν φτάσει η καθορισμένη ώρα. Στο "Σπίτι της Κούκλας" νεαρή μητέρα, η Νόρα, μπαίνει στο δωμάτιο φορτωμένη με ψουνίδια. αφού είναι παραμονή των Χριστουγέννων. Σε λίγο τη βλέπετε να παίζει με τα παιδιά της, να κρύβεται κάτω από το τραπέζι, να γελά, να τραγουδά, σαν να ήταν μια αληθινή μητέρα, μόνη με τα παιδιά της μέσα στο κλειστό σπίτι, χωρίς να σκοτίζεται διόλου για τους εκατοντάδες θεατές που την βλέπουν. Και, όμως, η τόσο ανύποπτη και χαριτωμένη αυτή κοπελίτσα μάλλον παρά γυναίκα προχωρεί προς τραγικότατο τέλος: Στο σύζυγό της επιδόθηκε επιστολή, που πρόκειται να ανοιχθεί ύστερα από κάποιες ώρες, και το αποτέλεσμα είναι αναπό­φευκτα καταστροφικό. Κίνησε κάθε τι να το αποτρέψει, εκτός, όμως, μάταια. Και δεν της απομένει τίποτε άλλο, παρά μόνο να πεθάνει μόλις περάσει η προθεσμία. “Να μην τον ξαναδεί ποτέ πια το σύζυγό της, ποτέ, ποτέ, ποτέ! Και τα παιδάκια της, να μην τα ξαναδεί ποτέ πια και αυτά, ποτέ! Αχ! αυτό το χιονόψυχρο νερό, το μαύρο! Ωχ! αυτό το πράγμα... αυτό το πράγμα χωρίς βυθό. Αχ! αν περνούσε μόνο!...” Αλλά πρέπει να πάει στο χορό η Νόρα, να χορεύσει μια ταραντέλα. Και τη χορεύει με τόση απελπιστική ευθυμία, ως άνθρωπος που πρόκει­ται όπου να' ναι ν' αποθάνει!... Παρατηρεί το ρολόι της- είναι πέντε το απόγευμα. Ως τα μεσάνυχτα εφτά ώρες ακόμη. Έπειτα, ακόμη εικοσιτέσσερες ώρες ως τα επόμενα μεσάνυχτα... "εικοσιτέσσερες και εφτά! έχω τριάντα και μια ώρα να ζήσω".
Ακριβώς τη στιγμή αυτή την καλεί ο σύζυγος της, που δεν πρέπει να υποπτευθεί τίποτε. -“Μα τι γίνεται, λοιπόν, το κορυδαλλάκι; -Να το!”, απαντά εκείνη και πέφτει στην αγκαλιά του, όλη χαμόγελο!.. ­Έτσι κλείνουν οι σκηνές των δραμάτων του Ίψεν: Η φρίκη, η αγωνία, η κατάπληξη ανάμεσα σε κοινά πράγματα -Ιδού κυρίως η εντύπωση, που προκαλεί το θέατρό του. Και σε τούτο έγκειται η απαράμιλλη πρωτοτυπία του Νορβηγού. Ως προς τη δομή των σκηνών αυτή ποτέ δεν παριστάνει επιβλητικές σκηνογραφίες. Κοινές κατοικίες, στις οποίες λειτουργεί απρόσκοπτα η φυσική ζωή της χώρας, αληθινό εσωτερικό της ζωγραφικής των Κάτω Χωρών- να οι σκηνές του. Ζωγραφίζοντας ο ίδιος ό, τι βλέπει κατά τον τρόπο του Ματους*, ανέβασε πάνω στη σκηνή εικόνες εφάμιλλες προς τις εικόνες των παλιών δασκάλων της Φλαμανδίας. Ό, τι όμως βλέπει ο Ίψεν, το βλέπει πολύ διαφορετικά από τους ση­μερινούς δραματογράφους. Ως άλλος Σαίξπηρ, εξετάζει τη ζωή από υψηλή σκοπιά σ' όλη της την εξέλιξη από την κούνια ως το φέρετρο, επενδύοντας τα δράματά του με πολύ φιλοσοφικό χαρακτήρα. Κανένας δεν διείσδυσε στους νεφρούς και στην καρδιά της ανθρωπό­τητας τόσο βαθιά εδώ και πολύ, πάρα πολύ χρόνο. Πόσο είναι βαρυσή­μαντες οι εξής λέξεις, και σχεδόν πάντοτε πικρές: “Ο συγχρωτισμός προς τη μεγάλη σου ψυχή εξευγενίζει (λέγει κάποιος στο Ρόσμερς Χολμ) και κατά συνέπεια φονεύει την ευτυχία”. -“Ο Πέτρος Μόντεσγαρδ, λέγει-κάποιος άλλος, μπορεί κάθε τι που θέλει...και τούτο γιατί ο Πέτρος Μόντεσγαρδ ποτέ δε θέλει περισσότερο απ'ό, τι μπορεί. Ο Πέτρος Μόντεσγαρδ είναι ικανός να ζήσει χωρίς κάποιο ιδανικό, και σε τούτο έγκειται όλο το μυστήριο της νίκης, σε τούτο ο κολοφών της σοφίας στον κόσμο αυτό!” Με τέτοιο τρόπο προβιβάζει το μεγαλείο του ο Ίψεν, αποκαλύπτοντας με τα έργα του νέες αρχές της σχετικά με τα ανθρώπινα φιλοσοφίας, εφάμιλλος ως προς αυτό του Σαίξπηρ. Η τελευταία λέξη της φιλοσοφίας αυτής είναι: Μη σταματάς να δρας· απελευθερώσου από τις προλήψεις, να αγωνίζεσαι και προπάντων να πράττεις σύμφωνα προς τις πεποιθήσεις σου. Δεν υπάρχει αληθινά θανάσιμο αμάρτημα, παρά μόνο ένα, το ψέμα.
Το πιο θανάσιμο αμάρτημα είναι το ψεύδος που λέγει κάποιος προς τον ίδιο του τον εαυτό. Και αυτά κηρύσσει ο ποιητής όχι επαναστατώντας ενάντια στις αρχές της ηθικής, ούτε πάλι συμφωνεί ως προς τα πάθη, με την αξίωση να τε­θούν πάνω από τα ήθη και το νόμο. Τουναντίον, αληθινός πουριτανός ο Ίψεν υποδουλώνεται πολύ λιγότερο απ' όλους τους ανθρώπους στην ηδονή της σάρκας. Η φιλοσοφία του δεν απευθύνεται πάρα μόνο στην κρίση του ανθρώπου και στη βούλησή του. "Αν πιστεύεις, λέγει, πράττε σύμφωνα προς την πίστη σου· και τούτο ως το τέλος, ως το μαρτύριο και το θάνατο. Όχι, όμως, ημιτελή πίστη· όχι τύπους που παθητικά παραδέχτηκες. Κατάστησε τον εαυτό σου σύμφωνο προς εσένα τον ίδιο, και να είσαι πρώτα και κύρια πρόσωπο". Διδασκαλία ατελώς -όπως την ονομάζει ο Ντεζαρντέν- αντρίκεια, όμως, και καλή για να την αφουγκραστούν οι σύγχρονες γενιές, που το πνεύμα τους σήμερα τυχαίνει να είναι αρκετά υψηλό, οι πράξεις τους, όμως, δεν έφτασαν ακόμη, όπως έπρεπε, ως το ύψος αυτού του πνεύμα­τος. Εξάλλου κι ο Ίψεν το παραδέχεται κι ο ίδιος ότι προτείνει καινά δαιμόνια: “Ο δικός μου ο θεός, λέγει, είναι θεός νέος, με μεδούλι, μέσα στα κόκκαλά του".
Τελικά Σχόλια
Ο Γεώργιος Βιζυηνός με το κείμενο του για τον Ίψεν, εκτός του ότι παρουσιάζει τη ζωή, τις απόψεις και το έργο του μεγάλου νορβηγού συγ­γραφέα, βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τα γλωσσικά και πνευματι­κά πράγματα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα και ακόμη -έμμεσα ίσως- για τον ίδιο του τον εαυτό. Γράφει συγκεκριμένα ο Βιζυηνός (χρησιμοποιούμε το κείμενο του αυ­τούσιο): “Μόλις περί το 1830 ήρχισαν οι Νορβηγοί ν' απαλλάσσονται της παροδικής ταύτης καταστάσεως και να κατανοώσιν, ότι, αντί με υπέρο­γκους επαίνους των αρετών αυτής, ηδύνατο να λαμπρύνωσι την πατρίδα με πολύ καλύτερον τρόπον: πράττοντες ό, τι προ πολλού ήδη ώφειλε να έχη και η Ελλάς πεπραγμένον. Καλλιεργούντες δηλαδή και διαμορφούντες εν τη φιλολογία παν ό, τι φέρει αγνόν και αμιγή τον εθνικόν χαρα­κτήρα. Τοιουτοτρόπως οι μύθοι του λαού και τα δημώδη άσματα επιμε­λώς περισυλλεγέντα παρεδόθησαν δια του τύπου κοινόν τοις πάσι κτή­μα...” Και λίγο παρακάτω συμπληρώνει: “ελπίζομεν ότι και εν Ελλάδι ποτέ θα γίνη τοιαύτη τις ενιαία εργασία”. Μιλώντας για τον Ίψεν και για τον ξενιτεμό του, γράφει: “Αληθώς "με στήθια ματωμένα" απεκατέστη ο αοιδός εν τη ξένη.
Το 1866 το Σπόρτιγγ της πατρίδος του εψήφισεν υπέρ αυτού ετησίαν σύνταξιν ποιητού, ην εξακολουθεί να καρπούται ο Ίβσεν μέχρι τούδε”, θα ήταν εντελώς αυθαίρετο να υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο θα ήθελε ο Βιζυηνός και για τον εαυτό του εκ μέρους του Ελληνικού κράτους; Τέλος, μια έμμεση αναφορά στον εαυτό του είναι όσα ακολουθούν: “Λιτότατος τον βιον ζη κατά μόνας. Σιωπηλός και εις εαυτόν συγκε­ντρωμένος, κατορθώνει να μη έχη σχεδόν χρείαν της κοινωνίας, τούθ' όπερ άλλως και προϋποτίθεται ως όρος πολύ αναγκαίος δια τον αξιούντα να τα ψάλλη εις την κοινωνίαν. Μόνη ευχαρίστησις αυτού είναι να γράφη... Το δημιουργικόν εν τη ιδιοφυΐα του Ίβσεν είναι προ πάντων ηθική ενέργεια... Η δραματική προπάντων μεγαλοφυΐα του Ίβσεν ανεπτύχθη βαθμηδόν και κατ' ολίγον, ως αληθής μεγαλοφυΐα. Ως εκ τούτου και η αξία των έργων αυτού προέβη αυξανομένη μετά του αριθμού των”. Από αυτά τα λίγα στοιχεία που επιλέξαμε, θέλοντας να τονίσουμε την ευρύτητα του Βιζυηνού πνεύματος, φαίνεται και καταδείχνεται η θέση ότι στην Ευρώπη ο Θρακιώτης νέος δεν πήγε απλώς για να πάρει ένα "χαρτί". Γνώρισε όχι μόνο στα βιβλία την Ευρώπη του 19ου αιώνα, όχι μόνο το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Λειψία, αλλά και τις κρύες χώρες του Βορρά που -ως φαίνεται- τόσο συγκίνησαν την ευαίσθητη ψυχή του. Έχω την πεποίθηση ότι τη στιγμή που παρουσίασε στο Ελληνικό κοινό την εργασία του για τον Ίψεν, προέβαινε σε μια συνολική πρόταση για τα πνευματικά πράγματα της χώρας μας. Και επιπλέον, ότι τούτο ήταν ένας δραματικός επίλογος για τη δική του πνευματική πορεία.

1. Θαλασσία μαλακόπτιλος νήσσα ( Sometaria lanugilosa norvegica). Τα πολυάριθμα αυτά πτηνά των βόρειων θαλασσών, κατά την περίοδο της κατοικίας εξέρχονται στις νησίδες και κατασκευά­ζουν τις φωλιές τους από χονδροειδή υλικά και εσωτερικά τα επενδύουν με τα πούπουλα τους, που είναι πολυτιμότατα για το γέμισμα μαξιλαριών, κτλ. Οι ιδιοκτήτες τέτοιων μικρών νησιών στη Νορβηγία προετοιμάζουν προφυλακτικά καταφύγια για τα πτηνά και τα περιποιούνται ως την εκ-κόλαψη, οπότε συγκεντρώνουν τα πούπουλα από τις φωλιές και τα εμπορεύονται. Αντίθετα, άλλοι λαοί, όπως οι Ισλανδοί, Γροιλανδοί, κλπ., καταδιώκουν τις πάπιες της θάλασσας, αφαιρούν από τις φωλιές τα αυγά και τα πούπουλα, αναγκάζοντάς τες να επαναλάβουν το ξεπουπούλιασμα και το έργο της κατοικίας.
* Πρέπει να εννοεί το φλαμανδό ζωγράφο Μάσαϋς ή Μέτσαϋς (το όνομά του Κοϊντίνος ή ο γιος τον Ιωάννης).