Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Ο «καταραμένος ποιητής» Charles Baudelaire (31 Αυγ 2012 | tvxsteam tvxs.gr)

...........................................................

Ο «καταραμένος ποιητής» Charles Baudelaire

tvxs.gr/node/35200
 
 
 


«Η πρωταρχική απασχόληση του καλλιτέχνη είναι να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην φύση, ώστε να επαναστατήσει εναντίον της. Αυτή η επανάσταση δεν λαμβάνει χώρα ψυχρά, ως κάτι το δεδομένο, σαν να ήταν κάποιος κώδικας ή ρητορική. Λαμβάνει χώρα παρορμητικά και αφελώς, ακριβώς όπως η αμαρτία, όπως το πάθος, όπως η επιθυμία», εξήγησε ο ίδιος για τις πλάνες του ρεαλισμού. Περιγράφοντας τον Ρομαντισμό, είπε: «Ο ρομαντισμός δεν βρίσκεται ούτε στην επιλογή του θέματος ούτε στην ακριβή αλήθεια, αλλά περισσότερο σε έναν τρόπο να αισθάνεσαι τον κόσμο». Επιπλέον, ο Baudelaire αρθρώνει την θεμελιώδη αρχή της σύγχρονης αισθητικής: «Το Ωραίο πάντα θα είναι παράξενο. Δεν λέω ότι θα είναι παράξενο εκούσια και ψυχρά, διότι τότε δεν θα ήταν παρά ένα τέρας που ξεπήδησε μέσα από τις ατραπούς της ζωής. Λέω απλώς ότι πάντα θα ενέχει ένα στοιχείο παραδοξότητας, όχι ηθελημένης αλλά υποσυνείδητης. Και σε αυτήν την παραδοξότητα θα έγκειται και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα το καθιστά ωραίο».



Το γνωστότερο έργο του σήμερα είναι τα Άνθη του Κακού, μια συλλογή η οποία όταν κυκλοφόρησε, το 1857, προκάλεσε τέτοιες αντιδράσεις που ο Baudelaire καταδικάστηκε για προσβολή της δημοσίας αιδούς, και έξι από τα ποιήματα του απαγορεύτηκαν. Μάλιστα, η εφημερίδα Le Figaro έγραφε λίγο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του Κου Baudelaire. Όμως ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα—για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα».
Σήμερα, ο Baudelaire συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων ποιητών της Γαλλίας αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, με το όνομά του να βρίσκεται μεταξύ των Κλασικών. «Ο Baudelaire είναι ο πρώτος οραματιστής, ο βασιλεύς όλων των ποιητών, ένας θεός» είπε γι’ αυτόν ο νεαρός Rimbaud ενώ χαρακτηρίστηκε «Δάντης μιας παρηκμασμένης εποχής».
Στὸν ἀναγνώστη Ἡ ἀνοησία, τ᾿ ἁμάρτημα, ἡ ἀπληστία κι ἡ πλάνη κυριεύουνε τὴ σκέψη μας καὶ φθείρουν τὸ κορμί μας, κι εὐχάριστα τὶς τύψεις μας θρέφουμε στὴν ψυχή μας, καθὼς ποὺ θρέφουν πάνω τους τὶς ψεῖρες οἱ ζητιάνοι.
Στὰ μετανιώματα ἄναντροι κι ἁμαρτωλοὶ ὡς τὴν ἄκρια, ζητᾶμε πληρωμὴ ἀκριβὴ γιὰ κάθε μυστικό μας καὶ ξαναμπαίνουμε εὔκολα στὸ βοῦρκο τὸν παλιό μας, θαρρώντας πὼς ξεπλένεται μὲ τὰ δειλά μας δάκρυα.
Πάνω ἀπ᾿ τὸ προσκεφάλι μας ὁ Σατανᾶς γερμένος πάντα στὰ μάγια τοῦ κακοῦ τὸ νοῦ μας νανουρίζει, τὴ πιὸ ἀτσαλένια θέληση μεμιᾶς τὴν ἐξατμίζει, αὐτὸς ὁ Μέγας χημικός, ὁ Τετραπερασμένος.
Ὁ Διάολος, τὸ νῆμα αὐτὸς κρατᾶ ποὺ μᾶς κουνᾶ! Τὰ πράματα τὰ βρωμερὰ πιότερο τ᾿ ἀγαπᾶμε, κι ὅλο καὶ πρὸς τὴ Κόλαση κάθε στιγμὴ τραβᾶμε, μὲ δίχως φρίκη, ἀνάμεσα στὸ σκότος ποὺ βρωμᾶ.
Σὰν τὸ φτωχὸ ξεφαντωτὴ ποὺ πιπιλᾶ μὲ ζάλη μιᾶς παλιᾶς πόρνης ἀγκαλιὰ πολιομαρτυρισμένη, κλεφτάτα ἁρπάζουμε κι ἐμεῖς καμιὰ ἡδονὴ θλιμμένη, ποὺ τήνε ξεζουμίζουμε σὰ σάπιο πορτοκάλι.
Σὰν ἕνα ἑκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκώντας, μὲς στὸ μυαλό μας κραιπαλοῦν τοῦ Δαίμονα τὰ πλήθη, κι ὅταν ἀνάσα παίρνουμε, ὁ Θάνατος στὰ στήθη σὰν ἄϋλος ποταμὸς κυλᾶ, σιωπηλὰ θρηνώντας.
Ἂν τὸ φαρμάκι κι ἡ φωτιὰ κι ἡ βιὰ καὶ τὸ μαχαίρι δὲν ἔχουνε τὰ φανταχτὰ κεντίδια ἀκόμα κάνει στὸ πρόστυχο τῆς μοίρας μας ἄθλιο καραβοπάνι, εἶναι ποὺ λείπει ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ τὸ θάρρος κι ἀπ᾿ τὸ χέρι.
Μὰ μὲς στὶς σκύλες, τοὺς σκορπιούς, τὰ φίδια, τὰ τσακάλια, τοὺς πάνθηρες, τοὺς πίθηκους, τοὺς γύπες, τὰ θηρία ποὺ γρούζουν, σέρνουνται, ἀλυχτοῦν κι οὐρλιάζουν μὲ μανία μέσ᾿ στῶν παθῶν μας τὸ κλουβί, προβαίνει ἀγάλια, θεριὸ πιὸ βρώμικο, κακό, τὴν ἀσκημιὰ νὰ δείξει!
Κι ἂ δὲ σαλεύει κι οὔτε ἀκούει κανένας τὸ οὐρλιαχτό του, ὅλη γῆς θὰ ρήμαζε, καὶ στὸ χασμουρητό του θὰ ῾θελε νὰ κατάπινε τὸν κόσμο -αὐτὸ ῾ναι ἡ πλήξη!- πού, μ᾿ ἕνα δάκρυ ἀθέλητο στὰ μάτια τῆς κοιτάζεις, καθὼς καπνίζει τὸν οὐκᾶ, κρεμάλες νὰ στυλώνει.
Καὶ ξέρεις, ἀναγνώστη, αὐτὸ τὸ τέρας πῶς δαγκώνει! Ὦ ἀναγνώστη ὑποκριτή, ἀδέρφι ποὺ μοῦ μοιάζεις!

Charles Baudelaire

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Ερώτημα κρίσιμο: Τέχνη ή Μητρότητα; με αφορμή το εξαιρετικό κείμενο "To μωρό της Ίριδας" της Άννας Δαμιανίδη ("Ημερολόγιο Οδοστρώματος", 28/8/2012)

.............................................................

To μωρό της Ίριδας

της Άννας Δαμιανίδη 

Το δικό μου μωρό σε ίδια ηλικία

Παίρνω αγκαλιά με τη δέουσα τρεμούλα το μωρό της Ίριδας που ξεκινάει να κλαίει. Το βάρος του μικρού σώματος, το απαλό δέρμα, τα μέλη που δεν στέκονται ακόμα μόνα τους, με ξαφνιάζουν. Πόσα χρόνια πάνε που έχω να σηκώσω μωρό στην αγκαλιά; Δεν είναι καθόλου απλό να υπάρχουν στο περιβάλλον σου γονείς με μωρά που σε αφήνουν να τα πιάσεις.
Θέτω μόνη μου ένα δύσκολο στοίχημα, θα καταφέρω να το ηρεμήσω; Το πιο χρησιμοποιημένο από τα νανουρίσματα έρχεται μόνο του στα χείλη μου, λες και περίμενε πίσω από την κουίντα του μυαλού δεκαπέντε χρόνια, τουλάχιστον, να το καλέσουν. Το μωρό δεν με ξέρει, δέρμα, ώμο, μυρωδιά, αναταράζεται, αλλά το τραγούδι μόνο του, το πανάρχαιο κατευναστικό μήνυμα, κάτι μπορεί να κάνει.
Η μαμά του είναι χορεύτρια. Έμεινε βέβαια ήδη ένα χρόνο έξω από την αγορά εργασίας, πώς αλλιώς θα γινόταν; Τώρα θηλάζει, το σώμα θα αργήσει να επανέλθει σε κατάσταση ανταγωνισμού για ένα σκληρό επάγγελμα. Θα περάσει τις δύσκολες, τις καθημερινές μικρές επιλογές, τα χιλιάδες μικρά διλήμματα που εντάσσονται στο μεγάλο, παιδί ή δουλειά, θα τα ζήσει μεγεθυμένα, λόγω της φύσης της δουλειάς της. Αυτό τον αγώνα που οι γυναίκες ξέρουμε καλά, αλλά ακόμα δεν έχουμε βρει τις λέξεις να τον αποτυπώσουμε πειστικά, να τον βγάλουμε από τις αγιογραφίες με τα βυζαντινά καλύμματα, τις γλυκοφιλούσες, τις μακρινές μητέρες, να τον αναδείξουμε στις πικροφιλούσες, στις αμήχανες, τις ακάλυπτες σημερινές, τις κοντινές μητέρες, θα τον ζήσει η Ίριδα μέρα με τη μέρα από δω κι εμπρός.
Το μωρό σταμάτησε να κλαίει, αλλά δεν ηρέμησε εντελώς. Το κρατώ ακόμα και το παρακαλώ στ’ αυτί να με βγάλει ασπροπρόσωπη στη μαμά του. Να μπορέσω κάποια στιγμή να το πάρω βόλτα στο πάρκο. Έχω ένα σωρό ταλέντα που μένουν άχρηστα, νταντάς, παραμυθούς, ταΐστρας και τα τοιαύτα. Δεν έχουμε οργανώσει καλά τη συμμετοχή στο μεγάλωμα των παιδιών. Κάθε μωρό θέλει ένα χωριό να μεγαλώσει, αλλά το χωριό δεν βλέπει τα μωρά μπροστά στα μάτια του.
Την ξέρω από μικρή την Ίριδα. Παρακολούθησα τη μάχη που έδωσε στην εφηβεία της, να πείσει την οικογένεια για την επαγγελματική επιλογή της. Χορεύτρια, μια τόσο εξαιρετική μαθήτρια; Θα άφηνε τη σιγουριά για τόσο αμφίβολη καριέρα; Προχώρησε με επιμονή, καλλιέργησε την τέχνη της ακούραστα, έφτασε σε σημεία υψηλά το σώμα, την τεχνική, την ευαισθησία, τη δημιουργικότητα. Και τώρα βάζει φρένο σε όλ’ αυτά, εξίσου αποφασισμένη όπως τότε που τα ξεκίνησε. Τώρα αρχίζει άλλη μάχη, με τον αργό και ταυτόχρονα ιλιγγιώδη ρυθμό του μωρού που μεγαλώνει από τη μια, και τον αγώνα για ένα πρόγραμμα που θα επαναφέρει το σώμα και την είσοδο στην όλο και πιο άγρια πιάτσα από την άλλη. Αυτή ήταν η μάχη του καιρού μας, μέχρι που την αφήσαμε στην άκρη και πιάσαμε τα ακατανόητα οικονομολογικά.
-Θα κάνω μαθήματα και τέτοια, λέει η Ίριδα καθώς ακόμα προσπαθώ να νανουρίσω το μωρό της, κι ο πατέρας του επεμβαίνει:
-Η Ίριδα είναι χορεύτρια, και δεν την πήραν τα χρόνια. Θα ξαναχορέψει μόλις ξαναβρεί το σώμα της.
Νομίζω αυτή η απλή φράση ήταν που ηρέμησε το μωρό στην αγκαλιά μου κι αποκοιμήθηκε επιτέλους ήσυχο.

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Ο μεγαλοφυής λογοτέχνης και διανοητής Βόλφγκανγκ Γκαίτε (28 Αυγ 2012 | tvxsteam tvxs.gr)

..........................................................

Ο μεγαλοφυής λογοτέχνης και διανοητής Βόλφγκανγκ Γκαίτε

tvxs.gr/node/34159
 
 
 
Σε ηλικία 16 ετών ξεκινά σπουδές Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, ενώ παράλληλα έκανε μαθήματα σχεδίου με τον Adam Oeser. Με αφορμή έναν άτυχο έρωτα, δημιουργεί το πρώτο του θεατρικό έργο το 1767. Ολοκληρώνει τις σπουδές της Νομικής το 1768 και από το 171 εξασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου. Σε ηλικία του 1774, σε ηλικία 25 ετών δημοσιεύει το έργο που του χάρισε την πανευρωπαϊκή αναγνώριση: Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, με το οποίο δημιουργεί το πρότυπο του ρομαντικού ήρωα.
Ο νεαρός Γκαίτε ήταν έρμαιο των συναισθημάτων του, όπως ανέφερε, σε τέτοιο βαθμό ώστε ανησυχούσε για την πνευματική ισορροπία του. Με το ποίημά του «Προμηθέας», όπου υποστήριξε ότι άνθρωπος πρέπει να πιστεύει στον εαυτό του κι όχι στους θεούς, γίνεται ο εκπρόσωπος ενός ολόκληρου κινήματος. Το 1775 επισκέπτεται τον Δούκα της Βαϊμάρης, Karl August, και αναλαμβάνει διαδοχικά διάφορα κυβερνητικά αξιώματα. Στην πόλη αυτή έζησε ως το θάνατό του.
Παράλληλα με τη λογοτεχνία και τη δραματουργία, μελέτησε φυσική, χημεία και ανατομία – ήταν αυτός ο οποίος, 70 χρόνια πριν από τον Δαρβίνο, διατύπωσε την θεωρία της ενότητας και της συνέχειας στη φύση, παρατηρώντας τις μορφολογικές ομοιότητες μεταξύ ειδών. Το δε 1784 ανακάλυψε την ύπαρξη του μη διακρινόμενου (λόγω της απώθησής του στο πρόσθιο τμήμα των άνω γνάθων και της συνοστέωσής του με αυτά) μεσογνάθιου οστού στον άνθρωπο. Η μελέτη της συγκριτικής ανατομίας τον οδήγησε να εισηγηθεί το 1790 ένα νέο κλάδο των επιστημών της φύσης, τη Μορφολογία. Σε μια πραγματεία του, το 1795, ορίζει τη Μορφολογία, ως «αυτοτελή επιστήμη και βοηθητική της Φυσιολογίας που πρέπει να περιλαμβάνει τη διδασκαλία περί της μορφής, σχηματισμού και μετασχηματισμού των οργανικών σωμάτων».
Τα χρόνια 1791 - 1817 διεύθυνε το Αυλικό Θέατρο της Βαϊμάρης. Το 1795 γνωρίζεται με τον Friedrich Schiller κι αναπτύσσουν μεταξύ τους μια βαθιά φιλία, που κράτησε ως το θάνατο του δεύτερου, το 1805. Ο Γκαίτε, το 1806 παντρεύτηκε τη Christiane Vulpius, με την οποία είχε ήδη από το 1789 ένα γιο, χρονιά κατά την οποία ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση, της οποίας υπήρξε θαυμαστής. Ο Φάουστ, το διασημότερο έργο του και το δημιούργημα μιας ολόκληρης ζωής, ολοκληρώθηκε ένα έτος πριν το θάνατο του, ενώ η αυτοβιογραφία του «Ποίηση και Αλήθεια», θεωρείται από τ' αριστουργήματα του γερμανικού πεζού λόγου.
Πέθανε στις 22 Μαρτίου του 1832, μετά από μια ζωή κορυφαίας δημιουργίας. Ο τάφος του βρίσκεται στο ιστορικό κοιμητήριο της Βαϊμάρης. 



Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

"Οι χηρευμένες ντομινατρίξ" Aπο τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο (www.lifo.gr, 27.8.2012)

.......................................................




www.lifo.gr, 27.8.2012 | 09:21

Οι χηρευμένες ντομινατρίξ

Aπο τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο

Ένα θλιβερό αρθρίδιο της κ. Θερμού, ή πώς τα μεγάλα media έπαψαν να συνομιλούν με την εποχή τους
Magnify Image

Χθες δημοσιεύτηκε στο Βήμα ένα από τα συνηθισμένα σχόλια που κάποτε αποδείκνυαν ότι το Βήμα ορίζει το παιχνίδι. Το υπογράφει η κυρία Μαρία Θερμού, η οποία έχει περάσει τη ζωή της στους  διαδρόμους της μαραζωμένης (σύμφωνα με όλα τα επίσημα οικονομικά στοιχεία) αυτοκρατορίας, με τίτλο εντυπωσιακό, αλλά όχι και τόσο κυριολεκτικό: Οι Ανύπανδρες θυγατέρες.

Το αρθρίδιο είναι το εξής:

Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι σε μια εποχή που ακόμη και αυτός ο ακλόνητος θεσμός των «ανύπανδρων θυγατέρων» σείεται, ουδείς μπορεί να ελπίζει ότι θα εξαιρεθεί από την επανεξέταση και την κρίση. Και επειδή μόνο εκ του αποτελέσματος μπορεί να γίνει αυτό, μια επιστολή με τις υπογραφές γνωστών καλλιτεχνών υπέρ της παραμονής του κ. Γιώργου Λούκου στο Ελληνικό Φεστιβάλ θέλησε να προλάβει τις εξελίξεις. Λάθος μέγα, το οποίο ο ίδιος ο κ. Λούκος θα έπρεπε να έχει αντιληφθεί. Για τον απλούστατο λόγο ότι η συνεργασία του με το πλήθος σχεδόν των υπογραφόντων καθιστά αμέσως την ενέργεια διαβλητή. Διότι, βλέπετε, υπάρχουν και οι καχύποπτοι. Αυτοί που ερμηνεύουν την επιστολή ως κίνηση πανικού. Αυτοί που κρίνουν ως προς πολλά αμφιλεγόμενη τη θητεία του κ. Λούκου στη διεύθυνση του Φεστιβάλ. Που θεωρούν ότι μόλις παραμερίσει η αχλή των δημοσίων σχέσεων και αποτιμηθεί το καθαρά καλλιτεχνικό όφελος, τότε το έλλειμμα θα φανεί ξεκάθαρα. Από την άλλη, η αλήθεια ίσως να βρίσκεται κάπου στη μέση. Η κρίση θα δείξει αν θα αναζητηθεί νέος νυμφίος.

Το αρθρίδιο αυτό είναι στρεψόδικο, συκοφαντικό και τελικά ξεφτιλισμένο για τους εξής λόγους:

1. Η κ. Θερμού λέει ότι η θητεία του Λούκου είναι "ως προς πολλά αμφιλεγόμενη".
Αμφιλεγόμενη από ποιούς;

Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε τέτοια αποδοχή του θεσμού, στο σύνολο της ιστορίας του. Και αριθμητικά και καλλιτεχνικά. Και στο ταμείο και στην καλλιτεχνική αξία των παραστάσεων που παρουσιάστηκαν.

Μπορεί να μας πεί ονομαστικά η δημιοσιογράφος ποιός αμφισβήτησε τον Λούκο -πέρα απο τις χήρες του ΔΟΛ -με προεξάρχοντα τον κριτικό του ΔΟΛ κ. Γεωργουσόπουλο, που έτρωγε την μερίδα του λέοντος στην προηγούμενη κατάσταση;

2. Παρομοιάζει μειωτικά τον Λούκο με "ανύπανδρη θυγατέρα".

Τι πνεύμα! Τι οίστρος κατινιάς! Τι σουσουδίστικη κακιούλα -ούτε τα σάψαλα του Ζόναρς δεν θα την σκαρφίζονταν!

Κατ' αρχάς ο Λούκος μόνο ανύπαντρος δεν είναι -το έργο του  (και στη Λυών και αλλού) τον έχει κάνει ένα πρόσωπο που πολλοί οργανισμοί θα ήθελαν να εντάξουν στο δυναμικό τους. Δεν είναι δημιούργημα διαπλοκής ούτε δωράκι που έκανε κάποιος πολιτικός στον κολλητό του φίλο -αναδείχτηκε αποκλειστικά με τη δουλειά του.

Δεύτερον, οι ανύπανδρες θυγατέρες πληρώνονται επειδή έχουν θέσει το προνομιακόν αιδοίον τους και το στεφάνι τους σε αργία -όπως πολλοί δημοσιογράφοι του Βήματος που πληρώνονται για να γράφουν στη χάση και στη φέξη μια παπαριά. Ο Λούκος δουλεύει. Και αυτό που κάνει αφορά χιλιάδες ανθρώπους.

3. Λέει η κ. Θερμού ότι επειδή στο σύνολό τους σχεδόν οι υπογράφοντες υπέρ του Λούκου έχουν συνεργαστεί μαζί του στο παρελθόν, δεν μετράνε. Φαντάζομαι, επειδή κοιτάνε το συμφέρον τους.

Μόνο που υπογράφει το σύνολο των αρίστων του ελληνικού θεάτρου: Βογιατζής, Μαρμαρινός, Λυμπεροπούλου, Μοσχόπουλος, Παπαιωάννου, Ομπολένσκυ, Φασουλής,  Πατεράκη, Μπρούσκου, Κοκκίνου, Καταλειφός, Μουτούση... Επαναλαμβάνω: όλοι οι άριστοι.

Λείπει βέβαια ο Ευαγγελάτος (LOL) και το μεγάλο ταλέντο του ελληνικού θεάτρου, σύμφωνα με τον κριτικό του ΔΟΛ:  Μάρκος Σεφερλής.

Να υποθέσω ότι ο επόμενος διευθυντής του Φεστιβάλ  δεν θα θελήσει να ξαναδώσει δουλειά στους συμφεροντολόγους υπογράψαντες;

Δύσκολο!

4. Λέει η κ. Θερμού ότι η αχλή των δημοσίων σχέσεων κρύβει το γεγονός ότι καλλιτεχνικά το έργο του Λούκου είναι ελλειμματικό.

Ώστε λοιπόν μπορεί κανείς να έχει τόσο γερές, τόσο αποφασιστικές δημόσιες σχέσεις εκτός ΔΟΛ;
Μπορεί κανείς να κάνει παιχνίδι ακόμα κι όταν το Βήμα και τα Νέα τον διαβάλουν, τον συκοφαντούν και τον αποκλείουν -συστηματικά από την αρχή της καριέρας του;

Η απάντηση είναι ναι! Κι αυτό είναι που έχει κάνει τόσο έξαλλη την κυρία και τους κυρίους πίσω της.

Στο νέο τοπίο της επικοινωνίας, αυτοί οι μεγάλοι οργανισμοί που είχαν μάθει περίπου να ψιλοκυβερνούν την Ελλάδα και να ορίζουν τη δημόσια συζήτηση, είδαν με τρόμο ότι ξεπερνιούνται: από τα social media, το ίντερνετ, το εβδομαδιαίο free press, το εναλλακτικό word of mouth.

O Λούκος έγινε εκκωφαντικό χιτ στην πόλη χωρίς να γραφτεί ούτε μια καλή λέξη από αυτούς που μοιράζουν ενδεικτικά ποιότητας (με το αζημίωτο).

Αν όμως μπορούσαν να δουν γιατί συμβαίνει αυτό και πού η εποχή τους ξεπερνάει, ίσως έπαυαν να μένουν χαμένοι στη μετάφραση, ως χηρευμένες ντομινατρίξ.

Φοβάμαι ότι με όπλο τη μουχλιασμένη, μικροπολιτική κακία της κ. Θερμού δύσκολα το Βήμα θα ξανασυζητήσει με την εποχή του.


Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Κ.Γεωργουσόπουλος-Μ.Σεφερλής / Πριν από ένα χρόνο ήταν η πρώτη πράξη: Η εγκωμιαστική κριτική του Κώστα Γεωργουσόπουλου για τον Μάρκο Σεφερλή (;!) (www.lifo.gr, 29.8.2011)

........................................................

www.lifo.gr, 29.8.2011 | 19:00

Η εγκωμιαστική κριτική του Κώστα Γεωργουσόπουλου για τον Μάρκο Σεφερλή (;!)

Ο πιο σημαντικός Έλληνας κριτικός θεάτρου (που έχει τσακωθεί με σπουδαίους θεατράνθρωπους λόγω των αυστηρότατων κριτικών του) κάνει τη μεγάλη έκπληξη στα σημερινά ΝΕΑ.




Ήταν πολύ πρωί για μένα όταν μπήκα στο αεροπλάνο σήμερα, κι έτσι όταν μας μοίρασαν τις εφημερίδες και διάβασα τα Νέα αναρωτήθηκα για λίγο αν είχα δει καλά ή αν ονειρευόμουν.

Μπορεί ο Κώστας Γεωργουσόπουλος να μη χαρίζει κάστανα (οι κόντρες του είναι ιστορικές) και να θάβει ανάλογα με το γούστο του παραστάσεις και σκηνοθέτες, σήμερα το πρωί έκανε την έκπληξη, στην βαθύτατα επιδραστική του στήλη που διατηρεί στα ΝΕΑ εδώ και δεκαετίες.

Τελικά είχα δει καλά. Να μερικά αποσπάσματα απ' την, σχεδόν εκθειαστική κριτική (όλη εδώ κι εδώ) του Γεωργουσόπουλου για την νέα παράσταση του Μάρκου Σεφερλή.


Λαϊκό σατιρικό θέατρο

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Ακρογωνιαίος λίθος του επιθεωρησιακού είδους είναι ο [κάθε] ηθοποιός. Αυτός ο πολυμήχανος μίμος, τραγουδιστής, χορευτής, χρήστης των ιδιόλεκτων (εφήβων, ντοπιολαλιών, υποκόσμου, αλλοδαπών) και χαρισματικός διαλεκτικός στην επικοινωνία του με το λαϊκό κοινό. Μέγας αυτοσχεδιαστής και συχνότατα συν-γραφέας του κειμένου - νούμερου. Αυτό το υποκριτικό θηρίο πρέπει να έπεται και να προηγείται άλλου θηρίου και εντός δέκα λεπτών να σχεδιάσει τύπο, να εφεύρει σλόγκαν, να βρει τον σατιρικό πυρήνα - στόχο του, να τον σχολιάσει και στιχουργικά πάνω σε γνωστά τραγουδιστικά σουξέ και να αφήσει φεύγοντας από τη σκηνή ανεξίτηλο στίγμα.

Ενας τέτοιος μίμος αλλά συνάμα και συγγραφέας είναι ο Μάρκος Σεφερλής. Και να μην ξανακούσω για «Δελφινάριο», γιατί θα αξιώσω αν είναι καλλιτέχνης του θεάτρου ή διανοούμενος ο τιμητής να μου πει αν μπορεί να πράξει επί σκηνής και να διεκπεραιώσει τόσα μιμήματα άλλος σήμερα έλληνας ή και ξένος νουμερίστας. Αυτό το μιμητικό θηρίο έως τρεις περίπου ώρες στο «Δελφινάριο» Παρασκευή βράδυ με 1.200 θεατές μονοπωλεί τη σκηνή, τραγουδά, χορεύει, ακροβατεί, αυτοσχεδιάζει, μεταμορφώνεται (σε γριά, σε Πάττυ, σε κομπάρσο σε πειρατικό σίριαλ, μπαλαρίνα, μάγκα τεμπελχανά, «ευαίσθητο» μόδιστρο αλλά και χαρισματικό κομφερανσιέ που κρατάει σε εγρήγορση και άμεση επικοινωνία το κοινό μισή ώρα.

Βρίσκει περιστασιακούς στόχους μέσα στο κοινό και κλιμακώνει μέχρι απογειώσεως τα πειράγματά του, κατορθώνοντας να βάλει μέσα στο θεατρικό παιχνίδι και τρεις τέσσερις θεατές, παίζοντας μαζί τους κάθε βράδυ νέο νούμερο.

Βασικός συμπαίχτης και... συνένοχος επί σκηνής ο Γιάννης Καπετάνιος και από κοντά ο έμπειρος Γιώργος Πετρόχειλος και δύο σταθερές και γράφουσες στο είδος κυρίες, η Αρετή Ζαχαριάδη και η Βασιλική Αγγέλη. Ο νεαρός Στέλιος Κρητικός συμπληρώνει τον εξαμελή θίασο!

Πού ακούστηκε επιθεώρηση με έναν κυρίαρχο νουμερίστα. Και όμως, ο Σεφερλής δεν κουράζει, είναι συνεχώς απροσδόκητος και δεν φείδεται αυτοσχεδιαστικών τεχνασμάτων.

Θέαμα για όλη την οικογένεια (συνέχεια του άρθρου)

Το κείμενο είναι από τα καλύτερα της τελευταίας επιθεωρησιακής σοδειάς. Ευθύβολη πολιτική σάτιρα, νυστέρι χωρίς φτηνούς κολακευτικούς σε εποχή κρίσης λαϊκισμούς. Συγγραφείς ο Σεφερλής και ο Στέλιος Παπαδόπουλος.

Θα μπορούσα μάλιστα να πω ότι πέρα από μερικά από την εποχή του Αριστοφάνη σατιρικά μοτίβα (το πέρδεσθαι, η ιθυφαλλία κ.τ.λ.) στο «Δελφινάριο» έχει επανέλθει το θέαμα κατάλληλο για όλη την οικογένεια. Το βράδυ που είδα την παράσταση υπήρχαν στο κοινό και οικογένειες (σύζυγοι, πεθερές, κουνιάδες) και αμαξάκια με μωρά.

Ναι, αυτό είναι λαϊκό θέατρο όπως του Λένυ του Βρωμόστομου στη Νέα Υόρκη, του Καρλ Βάλεντιν στο Βερολίνο, του Τοτό στην Ιταλία, του Καντίφλας στην Ισπανία, του Φερναντέλ στη Γαλλία, των κλόουν και των μίμων του αγγλικού Μιούζικ Χολ.

Στο «Δελφινάριο» σε μια πλούσια σκηνογραφική και ενδυματολογική παραγωγή ένα δεκαμελές μπαλέτο με χορογράφο τον Αλέξανδρο Κουλίτσκιν συμπληρώνει την παραδοσιακή συνταγή με μουσική του Νίκου Βεντουράτου.

--------------------------------------------------------------------------------------------

[+]


Η κριτική δημοσιεύτηκε και στο σάιτ των Νέων. Δεν μπήκε όμως με το όνομα του σπουδαίου κριτικού, αλλά ανώνυμη. Έτσι κάποιος ανυποψίαστος σχολιαστής έγραψε.


Πού να 'ξερες, άμοιρε σχολιαστή ΤΥΦΩΕΑ, σκέφτηκα διαβάζοντας το σχόλιο. Και αποφάσισα ότι έπρεπε να τον ενημερώσω. Πραγματικά, θα ήθελα να ήμουν από κάμια μεριά όταν θα διάβαζε το σχόλιό μου, στο οποίο του αποκάλυπτα ότι ο "αφανής γραφιάς που εκθειάζει τον πρωτομάστορα της σάχλας" είναι ο πολύς Κ. Γεωργουσόπουλος.


[++]


Εντάξει, αφού διάβασα την κριτική του Γεωργουσόπουλου σκέφτηκα, τι στο διάολο διάβασα μόλις τώρα; Μιλάμε για τον κάκιστα αντιαισθητικό Μάρκο Σεφερλή ή για τον Λένυ Μπρους; Κάνει κάτι διαφορετικό απ' αυτά που κάνει στην τηλεόραση (και χάρη στο Άλτερ τα ξαναθυμόμαστε θέλοντας και μη;) Μήπως το καλό είναι ότι τα κάνει επί τρισίμιση ώρες και είναι ακούραστος; Μα αυτός δεν αντέχεται για πέντε λεπτά, θα χαρούμε που κάνει "μιμήματα" επί τόσες ώρες;

Μετά όμως θυμήθηκα την πρώτη του εμφάνιση στην τηλεόραση, όταν έκανε τον Ταξιτζή με κρυφή κάμερα και οι πελάτες δεν ήξεραν ότι καταγράφονται. Τον είχα προσέξει τότε: ευρηματικός, χαρισματικός, με έξυπνο χιούμορ, τρομερά ετοιμόλογος!

Ίσως αν αφεθείς σε μια παράστασή του να εντοπίσεις όλα αυτά που είπε ο Γεωργουσόπουλος και που επιβεβαιωμένα ξέρω κι εγώ ότι έχει ο Σεφερλής. (Αναρωτιέμαι τι πιστεύετε κι εσείς για την κριτική.)
Πάντως ένα είναι σίγουρο: ο συγκεκριμένος κριτικός θεάτρου ανέβηκε στην εκτίμησή μου, όχι γιατί εγκωμιάζει κάτι που θεωρώ απωθητικό trash, αλλά γιατί το κάνει χωρίς να νοιάζεται για το προφίλ του.
Του άρεσε και το λέει. Δε σκέφτεται αν σχολιαστεί, αν κακοχαρακτηριστεί, αν χλευαστεί.

Μ' αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν το θάρρος της γνώμης τους ακόμα κι όταν ξέρουν πως  αυτό που θα πουν δεν θα είναι καθόλου μα καθόλου δημοφιλές στον κύκλο τους...

[Και τώρα σας προτρέπω να...]




"Τα καλαμπούρια των Ελλήνων και ο Σεφερλής" του Βαγγέλη Μακρή (www.lifo.gr, 22/8/2012) και η "επίμαχη" κριτική του κ.Κ.Γεωργουσόπουλου (στα "ΝΕΑ" 20/8/2012)

..........................................................

www.lifo.gr, 22/8/2012

Τα καλαμπούρια των Ελλήνων και ο Σεφερλής

Η αστείρευτη αγάπη των Ελλήνων για τα καλαμπούρια 

του Βαγγέλη Μακρή



Μισώ τα καλαμπούρια. Κάθε φορά που τα αντιμετωπίζω στην πραγματική ζωή μου γυρίζουν το στομάχι. Δεν είναι χιούμορ. Είναι ένα είδος πειράγματος στα υποτίθεται αδύνατα σημεία του άλλου που μπορεί να είναι από το βάρος του, το ύψος του, τα τικ που έχει, τον τρόπο που μιλάει μέχρι και τις επιλογές που έχει κάνει στην επαγγελματική του ζωή (σ.σ για παράδειγμα «φαρμακοτρίφτης»). Συνήθως αυτοί που τα κάνουν προσπαθούν να ξορκίσουν κάποιο δικό τους κόμπλεξ.

Τα καλαμπούρια είναι ένας εύκολος τρόπος για να μπεις σε μια ομάδα. Η αντίδραση του καινούριου σε ένα καλαμπούρι με σεξουαλικά υπονοούμενα για παράδειγμα είναι ένας εύκολος τρόπος για να σε χαρακτηρίσουν οι παλιοί. Συμμετέχεις και το τραβάς ακόμα περισσότερο; Δικός μας. Μένεις βουβός; Ξενέρωτος. Ενοχλείσαι και τους λες ότι δεν γελάς με αυτά; Πολύ περίεργος αυτός ο τύπος!

Τα καλαμπούρια τα αγαπάμε ως λαός. Η ψηφιακή εποχή σε συνδυασμό με τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις έχει βγάλει αυτή την αγάπη μας στην επιφάνεια. Τα χοντρά αστεία για την Μέρκελ και την Λαγκάρντ με μοναδικό στόχο να τις χτυπήσουν εκεί που νομίζει ο μέσος Έλληνας ότι πονάνε (ηλικία και εξωτερική εμφάνιση) ή τα καλαμπούρια με το Στρος Καν και την καμαριέρα, ένα θέμα που δεν θα θέλαμε να τελειώσει ποτέ όπως φάνηκε από την αντίδραση μας στο twitter είναι δυο τελευταία παραδείγματα.

Αυτά τα καλαμπούρια τα αγκάλιασε η επιθεώρηση δεκαετίες τώρα. Ο λαός τα αγαπάει, ηθοποιοί και σεναριογράφοι του δίνουν αυτό που θέλει. Η επιτυχία του είδους δικαιολογημένη. Δίνεις στο κόσμο αυτό που θέλει και μάλιστα κάνεις και το ίδιο το κοινό «σταρ» με την συμμετοχή του στα καλαμπούρια (Από ερωτήσεις στους ηθοποιούς μέχρι ανέβασμα του κόσμου στη σκηνή). Είναι ένα είδος που είτε το λατρεύεις είτε το βαριέσαι θανάσιμα. Προσωπικά το βαριέμαι θανάσιμα.

Έτσι λοιπόν όταν ο Γεωργουσόπουλος στην κριτική του για το Σεφερλή γράφει « μόνο ηλίθιοι των θεατρικών μας πραγμάτων δεν θα μελετήσουν έστω με κριτήρια της κοινωνιολογίας του θεάματος τη λαϊκή και μικροαστική συρροή κοινού στις παραστάσεις του Δελφιναρίου. Σε εποχή κρίσης οικονομικής η εβδομαδιαία προσέλευση κοινού στο θέατρο αυτό που έχει χωρητικότητα Ηρωδείου φτάνει τους 25.000 θεατές. Και είναι γεμάτο κάθε βράδυ» νομίζω ότι πρέπει να το κάνουν. Όχι μόνο για να γλιτώσουν τον χαρακτηρισμό του ηλίθιου που τους προσάπτει ο κριτικός αν αδιαφορήσουν για το θέμα αλλά γιατί με τη μελέτη τους θα δώσουν μια καλή εξήγηση και σε εμάς που δεν είμαστε των «θεατρικών πραγμάτων».
Μέχρι τότε καλούμαστε όλοι μας να αντιμετωπίσουμε στην καθημερινότητα μας και όλο αυτό που ζούμε ελπίζω όχι με καλαμπούρια εις βάρος των άλλων αλλά με αυτοσαρκασμό.

και η επίμαχη κριτική...:

Οαση λαϊκής πλάκας

Του Κώστα Γεωργουσόπουλου

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στα "ΝΕΑ", 
Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Εγραψα και πέρυσι πως μόνο ηλίθιοι των θεατρικών μας πραγμάτων δεν θα μελετήσουν έστω με κριτήρια της κοινωνιολογίας του θεάματος τη λαϊκή και μικροαστική συρροή κοινού στις παραστάσεις του Δελφιναρίου. Σε εποχή κρίσης οικονομικής η εβδομαδιαία προσέλευση κοινού στο θέατρο αυτό που έχει χωρητικότητα Ηρωδείου φτάνει τους 25.000 θεατές. Και είναι γεμάτο κάθε βράδυ.
Και είναι προφανές ότι εκτός από ένα επαγγελματικά άψογο μπαλέτο ταλαντούχων χορευτριών (χορογραφίες Αλεξάνδρου Κουζίτσκιν) μονοπωλείται από τον Μάρκο Σεφερλή, που γράφει (σε συνεργασία με τον Στέλιο Παπαδόπουλο) νούμερα, στίχους, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στα δέκα μεγάλα νούμερα της παράστασης. Διάρκεια τρεισήμισι ωρών (τελειώνει γύρω στις 2 τα ξημερώματα) χωρίς διαρροές. Αντίθετα, μετά την πασαρέλα του φινάλε ο χαρισματικός αυτός ηθοποιός, κομπέρ και μίμος, με το ανεπανάληπτο γκελ με το κοινό (μόνο ο Οικονομίδης, ο Χάρρυ Κλυνν και η Πανοπούλου τα διέθεταν στο παρελθόν), δέχεται παραγγελίες από το κοινό και αυτοσχεδιάζει ή επαναλαμβάνει στιγμές ή ατάκες ή μιμήσεις παλαιών του επιτυχιών, βάθους ακόμη και δέκα ετών! Γιατί διαθέτει ένα φανατικό κοινό από το οποίο αντλεί υλικό και του προσφέρει ως αντιδάνειο το χιούμορ του (της ταβέρνας, της παρέας, της συντεχνίας, της πυράς, του λεωφορείου, του στρατού κ.τ.λ.) μέσα στα στερεότυπα της συντεχνίας των μίμων, Ελλήνων και ξένων.
Ε, λοιπόν, για να γίνω άλλη μια φορά ερεθιστικός στον εσμό των μεταμοντέρνων της σάχλας, δεν βρίσκω να είναι ο Σεφερλής ως κειμενογράφος κατώτερος από τον Λάκη Μιχαηλίδη, τον πρόσφατα νεκρό Λαζαρίδη, τον Ναπολέοντα Ελευθερίου, τον Βασιλειάδη κ.ά. ούτε ως ειδικός ηθοποιός από τον Μαυρέα, τον Εξαρχάκο, τον Μηλιάδη, τον Παράβα σε ανάλογες επιλογές της επιθεωρησιακής κωδικής τυποποίησης.
Δεν υπάρχει τίποτε από τη συνταγή της μεγάλης παράδοσης του είδους που να μην το ακολουθεί χωρίς να το μιμείται (μεταμορφώσεις, παρένδυση, τραγούδι, χορός, μίμηση ειδώλων κ.τ.λ.).
Στην επιθεώρηση που είδα στο Δελφινάριο υποδύεται με έξοχη σατιρική ευστοχία τη Μέρκελ, τη Βίκυ Σταμάτη, τον Μπάτμαν, το άγαλμα του Κολοκοτρώνη, ηρωίδες των δακρύβρεχτων τουρκικών σίριαλ, σατιρίζει τα ριάλιτι σόου της τηλεόρασης με τις «οικογενειακές ιστορίες» και στις παρλάτες του είναι μια αέναη πηγή αυτοσχεδιαστικού οίστρου αφού επικοινωνεί με το κοινό και απαντά ακαριαία στις ατάκες του. Αν υπάρχει κάτι προηγούμενο στον τόπο μας, είναι η χρυσή περίοδος του Χάρρυ Κλυνν που έφερνε στην Ελλάδα το αμερικανικό καμπαρέ του Λένι του Βρωμόστομου!
Τα κείμενα έχουν ευφορία και έναν καταιγισμό με λαϊκού χιούμορ ατάκες, απροσδόκητα, ανατροπές και υπονοούμενα σεξουαλικά, από αυτά που ο καθένας μέσος Ελληνας ακούει και λέει στα γλέντια, στα γήπεδα και σε διαδηλώσεις «Αγανακτισμένων».
Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω.
Δίπλα στον αεικίνητο αυτόν κληρονόμο του αλεξανδρινού παντόμιμου οργιάζουν σε ποικίλες μεταμορφώσεις ο Καπετάνιος, ο Τασίου, η Ζαχαριάδου, ο Κρητικός, η Μεταξά, η Αλεξούλη και ο νεαρός Σωτήρης Σεφερλής. Τα σκηνικά της Βολίδη βολικά, ευέλικτα και μέσα στην εικαστική παράδοση του θεάματος με σπονδύλους. Τα κοστούμια της Σύλιας Δεμίρη μια πανδαισία φουτουριστικής ενδυματολογίας.
Μην ξανακούσω πως η Επίδαυρος κατάντησε Δελφινάριο. Δεν είδα τα φετινά Επιδαύρια και δεν γνωρίζω τι έγινε. Μακάρι οι αριστοφανικές μπαλαφάρες που είδα κατά καιρούς και στην Επίδαυρο και αλλού τα τελευταία χρόνια να είχαν τόσο σεβασμό στον Αριστοφάνη με τη συνέπεια και τη σοβαρότητα που σέβεται τα κείμενα και την παράδοση ο Σεφερλής.

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ του «ανθρώπινου» στρατευμένου θεάτρου (14 Αυγ 2012 | tvxsteam tvxs.gr)

...............................................................

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ του «ανθρώπινου» στρατευμένου θεάτρου

tvxs.gr/node/31279
 

«Αδυναμίες, Καμία δεν είχες, Εγώ είχα μία... Αγάπησα»
                                                      Μπέρτολτ Μπρεχτ
  



Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου το 1898, στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας από πατέρα καθολικό και μητέρα προτεστάντισσα. Περιβάλλον μάλλον πνιγηρό για τον άνθρωπο που θα εξελιχθεί σε κορυφαίο δραματουργό και για πολλούς πατέρα του σύγχρονου θεάτρου. Θα σπουδάσει ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και κατόπιν υπηρετεί ως νοσοκόμος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την ίδια περίοδο αρχίζει να γράφει ποιήματα και θεατρικό κείμενο.

Η συλλογή ποιημάτων Hauspostille («Εγκόλπιο Ευσέβειας») θα είναι η πρώτη του για να ακολουθήσουν κι άλλες πολλές ποιητικές συλλογές και θεατρικά έργα και ο ίδιος να ονομαστεί ως ένας από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς και δραματουργούς που έχουν υπάρξει. «Ο πόλεμος με ξεσήκωσε», γράφει ο ίδιος. Το 1918 μία πολιτική αναταραχή στη Βαυαρία θα εμπνεύσει τον Μπέρτολτ Μπρεχτ... το αποτέλεσμα είναι το «Βάαλ», το πρώτο του θεατρικό έργο.
Την ίδια περίοδο η κομουνιστική θεωρία του ασκεί μία ακατάσχετη έλξη. «Ήμουν είκοσι ετών όταν είδα τη λάμψη της μεγάλης πυρκαγιάς της Ρώσικης Επανάστασης», σημειώνει με ενθουσιασμό. Η συστηματική επαφή του πάντως με τον Κομμουνισμό ξεκινά το 1919.
Το 1922 παντρεύεται την τραγουδίστρια της όπερας Μαριάν Ζόφ και ένα χρόνο μετά θα αποκτήσει την πρώτη κόρη, Ανν Χιόμπ. Ένα χρόνο αργότερα θα αρχίσει να φοιτά στην Μαρξιστική Εργατική Σχολή, όπου μελέτησε διαλεκτικό υλισμό και παράλληλα έπιασε την πρώτη του δουλειά ως βοηθός σκηνοθέτη στο Θέατρο του Βερολίνου. Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία, το 1933, θα τον αναγκάσει να αυτοεξοριστεί. Τα έργα του και τα γραπτά του απαγορεύονται στη Γερμανία. Οι παραστάσεις διακόπτονται από την αστυνομία. Μέσω Πράγας και Βιέννης θα βρεθεί στη Δανία, τη Φιλανδία και από κει μέσω Ρωσίας στις ΗΠΑ.
«Η πνευματική απομόνωση εδώ είναι τρομακτική» γράφει ο ίδιος για το διάστημα που έζησε στην Αμερική. Μετά το τέλος του πολέμου θα επιστρέψει για να εγκατασταθεί στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του και γυναίκα της ζωής του που τόσα χρόνια τον ακολούθησε στην εξορία, Χέλενε Βάιγκελ.
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έκανε μία από τις μεγαλύτερες τομές στο σύγχρονο θέατρο καθώς επιχείρησε να το απομακρύνει από τις μέχρι τότε συμβάσεις του θεάτρου της ψευδαίσθησης. Ο ίδιος διατύπωσε και εφάρμοσε στα έργα του τη θεωρία του «επικού θεάτρου» και εισήγαγε την τεχνική της αποστασιοποίησης υπενθυμίζοντας διαρκώς στον θεατή την ιστορική διάσταση των όσων συντελούνται στη σκηνή. Τα έργα του επαναστατικά, αντιεξουσιαστικά. Οι χαρακτήρες του ανθρώπινοι σχοινοβατούν ανάμεσα στην φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά τους, μέσα σε σενάρια που δεν αφήνουν εκτός τη διδαχή και τα μηνύματα.
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία θα έρθει με τη διασκευή της «Όπερας των ζητιάνων». Διασκευασμένη ως «Η Όπερα της Πεντάρας» σε στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ και μουσική του Κουρτ Βάιλ - μία «γροθιά» στην αστική τάξη του Βερολίνου - προκάλεσε τεράστια αίσθηση στην παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου τα έργα του είχαν έντονη αντιμιλιταριστική χροιά. Με το αντι-πολεμικό έργο του «Ταμπούρλα μες τη Νύχτα» (1922) θα κερδίσει το Βραβείο Κλάιστ. Η μεγάλη αλλαγή θα συντελεστεί κατά τη διάρκεια της εξορίας όταν και θα γράψει τα σημαντικότερα έργα του. Η Μαρξιστική φιλοσοφία και η κομουνιστική θεωρία θα τον επηρεάσουν καθοριστικά. Θα στραφεί και θα υπηρετήσει το «διδακτικό και ανθρωπιστικό» θέατρο.
Είναι λογικός, καθένας τον καταλαβαίνει. Ειν' εύκολος. Μια και δεν είσαι εκμεταλλευτής, μπορείς να τον συλλάβεις. Είναι καλός για σένα, μάθαινε γι' αυτόν. Οι ηλίθιοι ηλίθιο τον αποκαλούνε, και οι βρομεροί τον λένε βρομερό. Αυτός είναι ενάντια στη βρομιά και την ηλιθιότητα. Οι εκμεταλλευτές έγκλημα τον ονοματίζουν. Αλλά εμείς ξέρουμε: Είναι το τέλος κάθε εγκλήματος. Δεν είναι παραφροσύνη, μα Το τέλος της παραφροσύνης. Δεν είναι χάος Μα η τάξη. Είναι το απλό Που είναι δύσκολο να γίνει. («Εγκώμιο στον κομουνισμό»)
Ανάμεσα στα έτη 1937 και 1945, έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του: «Η Ζωή του Γαλιλαίου» (1937-39), «Μάνα Κουράγιο» (1936-39), «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» (1935-41), «Τα Οράματα της Σιμόν Μασάρ» (1940-43), «Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο»(1942-43), «Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής» (1944) και «Καυκασιανός Κύκλος με την Κιμωλία»(1943-45).
Η ποίηση αποτελεί μεγάλο κομμάτι του συγγραφικού του έργου καθώς ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έγραψε εκατοντάδες ποιήματα. Ανάμεσα στα πιο γνωστά: «Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε», «Εγκώμιο στη μάθηση», «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου», «Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ», «Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου», «Εγκώμιο στον Κομμουνισμό».
Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε. Απ' αυτό βγάζω το συμπέρασμα πως είσαστε εκατομμυριούχοι. Το μέλλον σας είναι σιγουρεμένο - το βλέπετε μπροστά σας σ' άπλετο φως. Φρόντισαν οι γονείς σας για να μη σκοντάψουνε τα πόδια σας σε πέτρα. Γι' αυτό τίποτα δε χρειάζεται να μάθεις. Έτσι όπως είσαι εσύ μπορείς να μείνεις. Κι έτσι κι υπάρχουνε ακόμα δυσκολίες, μιας κι οι καιροί όπως έχω ακούσει είναι ανασφαλείς, τους ηγέτες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς τι έχεις να κάνεις για να πας καλά. Έχουνε μαθητέψει πλάι σε κείνους («Άκουσα πως τίποτα δεν θέλετε να μάθετε») Μάθαινε και τ' απλούστερα! Γι' αυτούς που ο καιρός τους ήρθε ποτέ δεν είναι πολύ αργά! Μάθαινε το αβγ, δε σε φτάνει, μα συ να το μαθαίνεις! Μη σου κακοφανεί! Ξεκίνα! Πρέπει όλα να τα ξέρεις! Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία. Μάθαινε, άνθρωπε στο άσυλο! Μάθαινε, άνθρωπε στη φυλακή! Μάθαινε, γυναίκα στην κουζίνα! Μάθαινε, εξηντάχρονε! Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία. Ψάξε για σχολείο, άστεγε! Προμηθεύσου γνώση, παγωμένε! Πεινασμένε, άρπαξε το βιβλίο: είν' ένα όπλο. Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία. Μην ντρέπεσαι να ρωτήσεις, Σύντροφε! («Εγκώμιο στη μάθηση»)
Το 1955 ο Μπέρτολτ Μπρεχτ θα λάβει το Βραβείο Ειρήνης του Στάλιν. Ένα χρόνο αργότερα θα χάσει τη μάχη με το θάνατο. Στις 14 Αυγούστου του 1956 πεθαίνει από θρόμβωση της στεφανιαίας αρτηρίας της καρδιάς, στο Ανατολικό Βερολίνο.













Το παιχνίδι της μαριονέτας Πολενάκης Λ. ("H AΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ", 12/08/2012)

................................................................


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Το παιχνίδι της μαριονέτας

 
 
 
Πολενάκης Λ.
Ημερομηνία δημοσίευσης: 12/08/2012


Ο μολιερικός Αμφιτρύων του 1668 βασίζεται στην ομώνυμη ρωμαϊκή κωμωδία του Πλαύτου (3ος αιώνας π.Χ.), που και εκείνος στηρίχθηκε σε παλιότερα, μη σωζόμενα έργα (ο Άρχιππος είχε γράψει μια κωμωδία με τον ίδιο τίτλο περίπου στα 415 π.Χ, όπως και ο Ρίνθων, από τις Συρρακούσες, στα τέλη του 4ου αιώνα. Το θέμα ήταν, όπως καταλαβαίνουμε, ιδιαίτερα δημοφιλές).

Ο «Αμφιτρύων» του Λευτέρη Βογιατζή στην Επίδαυρο από το Εθνικό Θέατρο
Κεντρικό θέμα είναι... τα συζυγικά παραστρατήματα του θεού Δία... που του αρέσουν οι θνητές γυναίκες, ιδιαίτερα οι παντρεμένες. Αυτό, όμως, σε πρώτη ανάγνωση, επειδή ο Αμφιτρύων, όπως όλα τα έργα του Μολιέρου, δεν είναι απλή κωμωδία. Είναι ένα παλίμψηστο, με επάλληλα στρώματα γραφής. «Ξεφλουδίζουμε» τη λεπτή κωμωδία, τη σάτιρα, τη φάρσα, για να φθάσουμε... εκεί όπου δεν έχει άλλο, στο έρεβος της ύπαρξης...  Όλα αυτά πρέπει να τα διαβάσουμε χωριστά, ένα-ένα, πριν επιχειρήσουμε τη σύνθεσή τους.
Ο Μολιέρος, από τη μία μεριά, εκθέτει τα απερίγραπτα καμώματα της απόλυτης μοναρχίας, του βασιλιά Ήλιου, Λουδοβίκου 14ου («Το κράτος είμαι εγώ») και της αποχαλινωμένης αριστοκρατίας. Από την άλλη μεριά, ασκεί οξεία κριτική και στον γεννώμενο αστισμό, που με όπλο του το καρτεσιανό cogito και την «απόλυτη αλήθεια της ανθρώπινης συνείδησης που πραγματώνει τον εαυτό της» ετοιμάζεται να κατακτήσει με τη βία τον κόσμο. Χωρίς να παύει ούτε στιγμή να είναι ο ίδιος αστός και ουμανιστής, «βλέπει», από τότε, ότι ο ουμανισμός της Δύσης έχει «καβαλήσει» όχι τον κάλαμο του Εράσμου αλλά το καλάμι της απεριόριστης ισχύος και της ασταμάτητης επέκτασης. Επικαλείται, λοιπόν, το αρχαίο μοτίβο του απατηλού προσωπείου και της δόλιας διπλότητας, για να ξεσκεπάσει και τους πουριτανούς και τους ελευθεριάζοντες -δυο όψεις, ίσως, ενός νομίσματος. Δεν είναι παράξενο ότι τον καταδίωξαν, στο τέλος, και οι μεν και οι δε.
Όλοι και όλα στον Αμφιτρύωνα είναι διπλά. Και οι θεοί «επάνω» και οι άνθρωποι «κάτω». Και οι «αφέντες» και οι «δούλοι». Και ο Δίας και ο Ερμής, και ο Αμφιτρύων και ο Σωσίας. Ακόμα και η φαινομενικά απλή Αλκμήνη είναι (αυτή κατεξοχήν!) ένα «κουτί με διπλό πάτο». Ο μηχανισμός της εξαπάτησης με τους αντικριστούς καθρέφτες τίθεται σε λειτουργία, το ελατήριο της επανάληψης απελευθερώνεται, το παιχνίδι της μαριονέτας αρχίζει.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ που σκηνοθέτησε στο ασφυκτικά γεμάτο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ο Λευτέρης Βογιατζής, μια παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, διαβάζει, πρώτα, ένα-ένα τα διαφορετικά επίπεδα του έργου, για να τα συνθέσει, μετά, με μαεστρία.
Εύρημα κεντρικό της παράστασης είναι το «καρουζέλ»: ένα παίγνιο μηχανικό των λούνα παρκ, με περιστρεφόμενες αιωρούμενες ανθρώπινες κούκλες, που η δύναμη της αδράνειας τις κάνει να μοιάζουν ιπτάμενες. Γύρω από το «καρουζέλ» της μοίρας ή γαϊτανάκι, παίγνια και αθύρματα των θεών, «πετούν» τα πρόσωπα της κωμωδίας, με τους ξυλοπόδαρους, ζογκλέρ θεούς να μπλέκουν ανάμεσά τους.
Και η εργώδης, ευρηματική μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη ακολουθεί τον ίδιο δρόμο: ένα περιστρεφόμενο «καρουζέλ» ανισοσύλλαβων, αιωρούμενων, ομοιοκατάληκτων στίχων, με βάση το δεκαπεντασύλλαβο. Ανάμεσα στη σκηνοθεσία και στη μετάφραση έχω την εντύπωση ότι παίχτηκε, συνειδητά ή ασυνείδητα, μια μικρή εμφύλια μάχη... με όλους, βέβαια, τους κανόνες της ιπποσύνης. Οι μηχανισμοί της μετάφρασης ωθούσαν στην επιφάνεια κατά προτεραιότητα το στίγμα της ευφυούς κωμωδίας, ενώ οι αντίστοιχοι της σκηνοθεσίας - διδασκαλίας ευνοούσαν την ανάδειξη του υπαρξιακού στοιχείου, της διχασμένης ταυτότητας. Η... νικήτρια στα σημεία σκηνοθεσία έδωσε σκόπιμα τον ανθρώπινο λόγο λίγο έως πολύ συγκοπτόμενο, έτσι ώστε να κάμπτεται ο δεκαπεντασύλλαβος, να θραύεται η κωμική ρίμα, οι λέξεις να προηγούνται των γεγονότων και ο θεατής να συλλαμβάνει πρώτα νοητικά τη γλωσσική και φιλοσοφική «τρύπα» μέσα στην οποία πέφτουν οι ήρωες, πριν γελάσει με το πάθημά τους...
[Δεν γνωρίζω αν και πόσο η σκηνοθεσία επηρεάστηκε σε αυτό και από τη γνωστή, δημοσιευμένη επιστολή του Αδαμάντιου Κοραή στον Κωνσταντίνο Κοκκινάκη, με αφορμή τη μετάφραση του Ταρτούφου στη Βιέννη στα 1815. Την παραθέτω, ωστόσο, αποσπασματικά: «Πηγή πρώτη δυσκολεύουσα την ακριβή μετάφρασιν είναι η βάρβαρος ρίμα, ήτις επροσκολλήθη και εις ημάς ως ψώρα. Εις τας βαρβάρους των Ευρωπαίων γλώσσας, ήτον ίσως αναγκαίον το ομοιοτέλευτον, δια να μετριάσει την τραχύτητα. Αλλ’  εις την ιδικήν μας, αν και βαρβαρωθείσαν, πολύ όμως υπερτέραν εκείνων, η ρίμα εμβήκε δι’  οργήν των μουσών. Αλλ’  είναι νόστιμος εις την ακοήν - Αι! και τι δεν κάμνει νόστιμον η έξις; (...) Όπως αν είναι, παρακαλώ και σε και τους ομοίους σου στιχουργούς, εάν δεν είναι -και φοβούμαι ότι δεν είναι- πλέον δυνατόν, να εξορίσετε την ρίμαν, να φυλάξετε καν εις την γλώσσαν την εξουσίαν και των ανομοιοτελεύτητων στίχων, και να μεταφράζετε κάποτε τας ξενικάς κωμωδίας και εις πεζόν λόγον"].
Δημιουργήθηκε, πάντως, έτσι ένα ενιαίο πεδίο σώματος - λόγου, κάτι σαν μαγνητικό πεδίο της γλώσσας, πάνω στο οποίο «γλιστρούσαν» οι ηθοποιοί - ακροβάτες με άνεση (κίνηση του Ερμή Μαλκότση).
Οι τέσσερις άνδρες ηθοποιοί χαράζουν ένα αδρό υποκριτικό τετράγωνο. Ο Δημήτρης Ήμελλος, μονολεκτικά έξοχος, ένας α λα Μπάστερ Κήτον υπηρέτης - «Σωσίας». Ο είρων «Ερμής» του Χρήστου Λούλη, απολαυστικός, και έξω από τα γνωστά «κλισέ» του ρόλου. Ο... μπερμπάντης «Δίας» του Νίκου Κουρή... με την απαιτούμενη κωμική αυστηρότητα και ο... ατυχής «Αμφιτρύων» του Γιώργου Γάλλου, αμφίστομα κωμικός.
Οι τρεις γυναίκες ηθοποιοί εγγράφουν ένα αντίστοιχο εντελές υποκριτικό τρίγωνο. Η Αμαλία Μουτούση («Αλκμήνη») διαθέτει φυσικούς συγκοπτόμενους ρυθμούς ανάσας - λόγου, τους οποίους η σκηνοθεσία αξιοποίησε. Η Εύη Σαουλίδου είναι ωρολογιακά ακριβής ως «στριγκλίτσα τσέπης» («Κλεάνθη»), και η Στεφανία Γουλιώτη («Νύχτα»), κορυφώνει το αίνιγμα της ύπαρξης, μεταμορφωμένη σε ένα ωραίο, ψυχρό, ορειχάλκινο, αναγεννησιακό noctis agalma. Τον εύρυθμο άτυπο «χορό» αποτελούν οι Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Νικόλας Χανακούλας, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Χάρης Φραγκούλης.
Το σκηνικό της Μανιδάκη ευφυές και χρηστικό, τα μικτά κοστούμια του Μέντη «χάρμα», η μουσική του Καμαρωτού «στεγάζει» και οι φωτισμοί του Παυλόπουλου ντύνουν την, με απόσταση, καλύτερη, ώς τα σήμερα, παράσταση των φετινών Επιδαυρίων.