Του Λέανδρου Πολενάκη

 ("ΑΥΓΗ", 01.05.2016)

Ο «Χριστός Πάσχων» είναι το μοναδικό ίσως δείγμα τραγωδίας που μας σώθηκε από το Βυζάντιο. Η χρονολογία σύνθεσης του έργου μένει άγνωστη. Άλλοι ερευνητές την τοποθετούν στον 4ο αιώνα μ.Χ. και την αποδίδουν, σύμφωνα και με τη σταθερή χειρόγραφη παράδοση, στον Άγιο Γρηγόριο Ναζιανζηνό («Στίχοι Γρηγορίου του Θεολόγου εις το σωτήριον πάθος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και εις τον μαθητήν Ιούδαν, πώς φιλήματι δολίω παρέδωκε τον Κύριον» επιγράφεται το έργο σε ένα από τα χειρόγραφα που μας το παραδίδουν).
Άλλοι την τοποθετούν στον 12ο αιώνα, και προς αυτή την άποψη κλίνει σήμερα η επιστημονική έρευνα λαβαίνοντας υπόψη την αρχαιοελληνική γλώσσα του κειμένου και τη μετρική του. Η ουσία είναι ότι πρόκειται για έναν «κέντονα», μια συρραφή δηλαδή αποσπασμάτων τραγωδιών, κυρίως του Ευριπίδη, που αφηγούνται, με κεντρικό πρόσωπο την Παναγία, το θείο πάθος της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού. Ο Χριστός «ενδύεται» κατά κάποιον τρόπο τη μορφή του πάσχοντος Διόνυσου από τις «Βάκχες».
Ο Βυζαντινός λόγιος που σκέφτηκε να συνθέσει ένα δράμα για τα Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού, χρησιμοποιώντας φράσεις και στίχους από τραγωδίες και από άλλα κείμενα, πρέπει να ήταν βαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής δραματικής ποίησης. Έκανε έτσι ένα έργο ανάλογο με το έργο ενός οικοδόμου, που, για να οικοδομήσει μια χριστιανική εκκλησία, χρησιμοποιεί αποκλειστικά σχεδόν μέλη αρχαίων ελληνικών κτισμάτων.
Μόνο που η εργασία του αυτή παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες, επειδή τα αρχαία αποσπάσματα, εκφράσεις ενός άλλου κόσμου, προορισμένες αρχικά για άλλους σκοπούς, πρέπει να γεμίσουν με νέο νόημα και να πάρουν καινούργια διάσταση.
Ωστόσο κάτι ανάλογο δεν συμβαίνει με την όλη ψυχοπνευματική μας σύσταση, των συγχρόνων Ελλήνων; 
Είμαστε όλοι, κατά κάποιον τρόπο, «παλίμψηστοι». Απ' έξω διαφωτισμένοι Ευρωπαίοι, πιο μέσα σκοτεινοί Βαλκάνιοι και ακόμη πιο μέσα μύστες Ανατολικοί. Ο ζωτικός μύθος του Πάσχοντος Θεού μας συνοδεύει σε ολόκληρη την ιστορική μας πορεία. Από τα πάθη του Μαρδούκ και του Άδωνι έως τον τελετουργικό διασπαραγμό του Διόνυσου, έως τη σταύρωση του Κλεομένη του Γ' στην Αίγυπτο και έως τον Χριστό.
Κατά την προσωπική μου άποψη είναι έργο του 13ου προς 14ο αιώνα και εντάσσεται στην προσπάθεια μιας πρώιμης Αναγέννησης των ελληνικών γραμμάτων στο Βυζάντιο, που δεν κατάφερε για διάφορους ιστορικούς λόγους να ολοκληρωθεί, πρόφθασε όμως να μεταδώσει εγκαίρως τον σπόρο της στη Δύση.
Στο προαύλιο της παμπάλαιης εκκλησίας του Σωτήρα Χριστού, στην Πλάκα, αφιερωμένης αρχικά στην Σώτειρα Παναγία, χτισμένης επάνω στα θεμέλια του αρχαίου ναού της Σώτειρας Αρτέμιδος, η προικισμενη σκηνοθέτιδα Μαρία Φραγγή, με μια ομάδα ημιεπαγγελματιών αφοσιωμένων μαθητών και μαθητριών της, έδωσε μια, συμπληρωμένη με σύγχρονα ακούσματα, σεμνή, δεητική, καίρια, δωρική και υποβλητική κυρίως, κάτω από φως κεριών, παράσταση του «Χριστού Πάσχοντος». Με κυρίαρχο το γυναικείο θρηνητικό - αναστάσιμο στοιχείο της αιώνιας προσδοκίας. (Για να μην ξεχνάμε και να μνημονεύουμε τις μυθικές γυναίκες της Παλαιστίνης που είδαν πρώτες το Χριστό στο Κάστρο, προστέθηκε η κατανυκτική προσευχή, της Α. Χιώτη, στη μουσικότατη αραβική γλώσσα).
Με ισοδύναμα μετέχοντες τους: Σ. Γανωτή. Κ. Γραμματικάκη, Μ. Δελημάρα, Γ. Κουρή, Μ. Κοσμίδου, Ε. Κουτουλάκη, Δ. Μασλίντση, Μ. Ξυπολυτά. Α. Πεβερέτου, Γ. Ρουστέμη, Κ. Τζοάνο. Κ. Σιδερίδου. Α. Χιώτη. Ενδυματολογική επιμέλεια Άννας Μαχαιριανάκη, σκηνική επιμέλεια Α. Παναγή - Μελέτη. Χριστός Ανέστη.