Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

"Χαρισομάγαζα" του Κωστή Παπαγιώργη ("Αθηνόραμα", τ.584, 21-27/7/2011)

...................................................................................

 

Χαρισομάγαζα γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης

άρε κόσμε!" Πάρε, πάρε, πάρε! Αυτή η ευκτικο-προστακτική των μαγαζιών, όπως ξέρουμε, υπονοεί - τι άλλο; - το δώσε, δώσε, δώσε! Να όμως που λόγω κρίσεως οι όροι άλλαξαν και, ω του θαύματος, στήθηκαν μαγαζάκια φιλανθρωπίας (στη Θεσσαλονίκη) όπου στοιβάζονται φορεμένα ρούχα, χρησιμοποιημένα εργαλεία, ταξιδεμένα παπούτσια, διαβασμένα βιβλία, συσκευές παλαιάς κοπής, ό,τι τέλος πάντων περνάει από τα χέρια, τα πόδια και τη σκέψη του καταναλωτή - χωρίς ταμειακή μηχανή. Δεν αγοράζουν οι πελάτες, ό,τι τους γυαλίσει το παίρνουν και φεύγουν. Χαρισομάγαζα με άλλα λόγια, τσαμπομάγαζα και ο Θεός βοηθός!
   Το φορεμένο ρούχο βέβαια έχει μεγάλη ιστορία. Το Μοναστηράκι - όπως και το Μαρσέ ο πις (αγορά των ψύλλων) στο Παρίσι - είναι μια αγορά όπου κάθε τι χρησιμοποιημένο αντέχει ή φιλοδοξεί τέλος πάντων να ζήσει μια "δεύτερη" ζωή. Δεν χρειάζεται να επαινέσουμε αυτήν την πρωτοβουλία που θα πρέπει να βρει μιμητές και δωρητές / προσωπικά ξέρουμε πολλές κυρίες που αγοράζουν φορέματα μόνο και μόνο για την οπτική ικανοποίηση, τη ματαιοδοξία και το έτσι θέλω. Άρα έχουν την ευκαιρία να ανανεώσουν την γκαρνταρόμπα τους "πετώντας" τα ηλικιωμένα ενδύματα όπου δει.
   Με την ευκαιρία των χαρισομάγαζων, βέβαια, να θυμίσουμε συντομογραφικά την περίπλοκη σχέση του κτήτορα με το κτήμα. Τι νιώθει ο ποδηλάτης που απόκτησε καινούργιο ποδήλατο; Ποδηλατώντας ξέρει ότι φθείρει το ποδήλατό του, η ιδιοποίηση του εργαλείου, με άλλα λόγια, σφραγίζεται από μερική και συνεχιζόμενη φθορά η οποία μπορεί να προκαλεί λύπη αλλά και κρυφή χαρά. Αν δανείσουμε το ποδήλατο σε κάποιον φίλο μας και μας το φέρει μαντάρα, χαρά δεν υπάρχει / αντίθετα αν η φθορά οφείλεται σ' εμάς ισοδυναμεί με απόλαυση. Ποια είναι η σχέση του καινούργιου με το παλαιό; Του χρησιμοποιημένου με το αχρησιμοποίητο που "κλαίει" και μας παρακαλεί από τη βιτρίνα; Ο Σαρτρ - στο "Είναι και το Μηδέν" (σ.910) -  εκφράζει ακέραια αυτή την αντινομική σχέση: "Κινούμενο, μεταφέροντάς με, το ποδήλατο δημιουργείται με την κίνησή του και γίνεται δικό μου / αλλά αυτή η δημιουργία εντυπώνεται βαθιά στο αντικείμενο με την ελαφριά και συνεχιζόμενη φθορά που του προκαλεί και μοιάζει με το σημάδι που αφήνει το πυρωμένο σίδερο στο σκλάβο. Το αντικείμενο είναι δικό μου και εγώ το φθείρω / η φθορά είναι δική μου, είναι το ανάστροφο της ζωής μου".
   Τυχαία μήπως ο ωραίος Μπρούμελ είχε τη λεπτότητα να ντύνεται πάντα με ρούχα φορεμένα και κατά τι φθαρμένα; Το αφόρετο και το ατσαλάκωτο ρούχο του προακλούσε τρόμο, δεν του έμοιαζε, δεν του ανήκε. Ένιωθε ότι φοράει τα "κυριακάτικά" του, αντίθετα το φορεμένο ρούχο του επέτρεπε να είναι ο εαυτός του. Φορεμένο από τον ίδιο ή από άλλους; Εδώ φυσικά οι όροι αλλάζουν (καθότι το ξένο ανθίσταται στην οικειοποίηση), πλην όμως οι πελάτες των αμερικάνικων αγορών γνωρίζουν από πείρα ότι άπαξ και αγοραστεί το ξένο ρούχο (που ταξίδεψε από το Μίτσιγκαν ή την Καλιφόρνια για να τον συναντήσει...) γίνεται κτήμα αυθωρεί και παρα(χρήμα), μιλάει τη γλώσσα του κτήτορα, κελαηδάει κανονικά - άλλωστε δε λέμε και για το ρούχο ότι "μιλάει" πάνω μας; 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου