Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάντα cineφίλοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάντα cineφίλοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Η συμπόνια προς εαυτόν... μιλάει ο Τζεφ Μπρίτζες ("Ελευθεροτυπία", 13/2/2010)

..........................................................







Τζεφ Μπρίτζες
(γ.1949)


















…- Πολλές φορές οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες είναι αυτοί που υποφέρουν πιο πολύ στη ζωή, που καταφεύγουν στο αλκοόλ, τα ναρκωτικά, ακόμα και το έγκλημα. Φαίνεται πως εσείς έχετε μια ήσυχη ζωή. Πώς εξισορροπείτε τη δημιουργική με την προσωπική σας ζωή;
- Υπάρχει αυτή η ιδέα πως πρέπει να έχεις μια υπερ-δραματική ζωή για να δημιουργήσεις. Πιστεύω ότι έχει μια δόση αλήθειας, αλλά δεν χρειάζεται να μεγεθύνεις το δράμα ούτε να το επιδιώκεις. Θέλω να πω το δράμα υπάρχει. Για παράδειγμα, δε σας φαίνεται ότι υποφέρω, αλλά κάνετε λάθος. Αγωνίζομαι εσωτερικά να ζω αληθινά. Αντί, όμως, να υποφέρουμε γιατί δεν είμαστε το πρόσωπο που θα θέλαμε να είμαστε και θυμώνουμε με τον εαυτό μας, θα ήταν καλύτερα να του φερθούμε συμπονετικά. Να του επιτρέψουμε να φτάσει τους στόχους  σιγά-σιγά. Έτσι θέλω ν’ αντιμετωπίζω τον αγώνα και τον πόνο μου, με συμπόνια…
- Όλοι έχουμε λίγη τρέλα στην καρδιά μας. Ποια θα λέγατε ότι είναι η δική σας τρέλα;
- Η γυναίκα μου κι εγώ χορεύουμε έναν τρελό χορό εδώ και 33 χρόνια. Αυτό το χρόνο είμαστε χώρια 11 μήνες! Και το ερώτημα για μας είναι: πώς μένει κανείς χώρια και μαζί συγχρόνως; Πρέπει να έχεις τρελή πίστη για να το κάνεις.  

                                                             Τζεφ Μπρίτζες
                                                   (από την «Ε», 13/2/2010)


Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Πέθανε ο ηθοποιός Αλεξ Ρόκο ( http://www.tovima.gr, 20/07/2015)

........................................................


Πέθανε ο ηθοποιός Αλεξ Ρόκο

Είχε παίξει τον Μο Γκριν, έναν από τους εχθρούς του Μάικλ Κορελόνε στον «Νονό»
 
 
  http://www.tovima.gr, 20/07/2015
Πέθανε ο ηθοποιός Αλεξ Ρόκο
Λεζάντα: Ο Αλεξ Ρόκο ως Μο Γκριν στον «Νονό»




 
«Ξέρεις ποιός είμαι εγώ; Είμαι ο ΜΟ ΓΚΡΙΝ!»

Η διασημότερη ατάκα στην 50 χρονη καριέρα του Αμερικανού ηθοποιού Αλεξ Ρόκο, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 79 χρονών στο Λος Αντζελες, ακούστηκε φυσικά στον «Νονό», όπου ο ιταλικής καταγωγής Ρόκο (το πραγματικό του όνομα ήταν Αλεσάντρο Φεντερίκο Πετρικόνε Τζούνιορ) υποδύθηκε τον εβραϊκής καταγωγής γκάνγκστερ Μο Γκριν.

Λίγο αργότερα, ο Μάικλ Κορλεόνε (Αλ Πατσίνο) διατάσσει να δολοφονηθεί και η σκηνή έχει επίσης χαράξει ιστορία αφού ο Μο Γκριν είναι ξαλωμένος μπρούμητα και κάνει μασάζ την ώρα που η σφαίρα τον βρίσκει στο μάτι έχοντας σπάσει το τζάμι των γυαλιών του.

Μικρός ρόλος μεν, όμως πολύ χαρακτηριστικός σε αυτό το αριστούργημα του Φράνσις Φορντ Κόπολα, έμελλε να ακολουθήσει τον Ρόκο σε όλη την καριέρα του.

Γκάνγκστερ και αστυνομικοί ήταν το φόρτε του Αλεξ Ρόκο που γεννήθηκε στη Βοστόνη 29 Φεβρουαρίου του 1936. Επαιξε επίσης στο θαμάσιο νουαρ του Πίτερ Γέιτς «Οι φίλοι του Εντι Κόιλ», στην κωμωδία του Πίτερ Γέιτς «Δυο τρελοί τρελοί αστυνόμοι» και σε πάμπολλες αστυνομικές σειρές αλλοτινών μεγλαείων όπως οι «Κάνον», «Φάκελλοι Ρόκφορντ» και «Μπαρέτα».

Τα πιο πρόσφατα χρόνια ο Ρόκο έπαιξε δίπλα στην Τζένιφερ Λόπεζ και στον Μάθιου Μακ Κόναχι
στον «Γάμο του εραστή μου», στην τηλεοπτική σειρά «The devision» (2001 - 2004), στο «Άσσος στο μανίκι» του Τζο Κάρναχαν και σε μια από τις τελευταίες ταινίες του Σίντνεϊ Λουμέτ, την «Ενοχη σιωπή».


Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Ingrid Bergman : Ωραία γυναίκα, καλή ηθοποιόΩραία γυναίκα, καλή ηθοποιός... (https://www.facebook.com/ The Red List, 17/6/2015))

.........................................................


         Ωραία γυναίκα, καλή ηθοποιός...



                                           Ingrid Bergman  

                 
                                                   by Richard Avedon, 1961

                                       https://www.facebook.com/ The Red List



Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Marlon Brando in - "The Missouri Breaks" - (1976)

..........................................................

Marlon Brando in - "The Missouri Breaks" - (1976)*





*: "Οι Φυγάδες του Μιζούρι" ταινία του Άρθουρ Πεν, όπου ο Μάρλον Μπράντο διέπρεπε μαζί με τον Τζακ Νίκολσον

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

"Το να ερμηνεύεις είναι να πεθαίνεις..." έγραψε ο Γιώργος Κιμούλης | "ΑΥΓΗ", 09.02.2014


............................................................
 




Το να ερμηνεύεις είναι να πεθαίνεις...

  • έγραψε ο  Γιώργος Κιμούλης
  • |
  • "ΑΥΓΗ", 09.02.2014
 
Ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν είναι νεκρός! Προσπαθώντας, με κόπο, είναι αλήθεια, να κλείσω μάτια και αυτιά σ' όλο αυτό το πανηγύρι που έχει στηθεί γύρω από τον θάνατό του (ναρκωτικά, σύριγγες σε μπράτσα, τοξικολογικές αναλύσεις που αργούν να βγουν στη δημοσιότητα, ερωτικοί σύντροφοι που διεκδικούν σχέσεις, χωρισμοί και κροκοδείλια δάκρυα δημοσιογράφων, θαυμαστών και ομοτέχνων) αναρωτιέμαι πότε και πώς θα αποδοθεί σ' αυτήν την τέχνη -την τέχνη του ηθοποιού- η αξία που της αξίζει.
Κατ' αρχάς ο ηθοποιός, στην οικονομική ροή, είναι η μοναδική εργασία στην οποία μέσον παραγωγής, εργάτης και προϊόν ταυτίζονται, και στην αμερικανική βιομηχανία του θεάματος είναι βασικό αυτό. Η συνύπαρξη αυτών των τριών στο ίδιο σώμα, στον ίδιο άνθρωπο, δημιουργεί μία άλλου τύπου αλλοτρίωση. Η διαρκής εναγώνια συνάντηση του ηθοποιού με τον Άλλο και τους Άλλους, που αντικατοπτριζόμενοι βρίσκονται εντός του, και η προσπάθεια να κάνει έργο τέχνης αυτή τη συνάντηση παραμένει έως τώρα σχεδόν ανεξερεύνητη ή τουλάχιστον αποφεύγεται η ανάλυσή της. Μόνον η ποίηση κατορθώνει να την κλείσει ερμητικά μέσα σ' ένα στίχο: Εγώ είναι ένας Άλλος. Ο Ρεμπώ το κατέθεσε, μας άφησε κι έφυγε.
Η ετυμολογία της λέξης μίμηση, όσο κι αν οι λεξικογράφοι και οι ασχολούμενοι με την ετυμολογία των λέξεων δεν συμφωνούν απόλυτα με τις σκέψεις του Αλεξανδρινού λεξικογράφου Ησύχιου, παραμένει η πιο σωστή: η μίμηση προέρχεται από το μέμνησο! Σαν κάτι να προστάζει τη μνήμη μας και να ζητάει να βγει στο φως ξανά. Οι άνθρωποι έχουν εγκατεστημένες στη μνήμη τους όλες τις μάσκες συμπεριφοράς που γνωρίζουν στον έξω απ' αυτούς κόσμο. Με τη μνήμη τους τις αναγνωρίζουν! Τις γνωρίζουν ξανά, δηλαδή. Οι Άλλοι είναι μέσα μας, λοιπόν. Δεν έχουν όμως όλοι τη δύναμη να εμφανίσουν τις μάσκες που αναγνωρίζουν. Περί δύναμης ο λόγος. Τη δύναμη αυτή ο ηθοποιός οφείλει να την έχει. Και είναι μια δύναμη επώδυνη, όχι για τους άλλους, αλλά για τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν είχε αυτή τη δύναμη. Το πόσο άντεξε την οδύνη είναι το θέμα.
Τι ήταν αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει; Μα ακριβώς αυτό που όλοι οι άλλοι έλεγαν "μεταμόρφωση". Αυτό που εύκολα λένε: "πουθενά δεν ήταν ίδιος"! Κι όμως, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην είναι ίδιος με τον εαυτό του. Υπάρχουν άνθρωποι που συμπεριφέρονται μονοδιάστατα, χρησιμοποιώντας στη ζωή τους τρεις ή τέσσερις μάσκες συμπεριφοράς, είτε για έτσι έχουν μάθει είτε γιατί τους τις έχουν επιβάλει είτε γιατί πιστεύουν πως έτσι είναι αρεστοί, και υπάρχουν κι αυτοί που τολμούν να δείξουν το πολυδιάστατο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ε, ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν ήξερε πως η σπουδαία υποκριτική πάνω απ' όλα είναι να αποδεικνύεις και να επιδεικνύεις το πολυδιάστατο του Ανθρώπου. Ήξερε πως όταν το υποκριτικό γεγονός δεν είναι αναπαραστατικό, δηλαδή δεν αντιστοιχεί στην προσποίηση -στη μίμηση ενός πρωτότυπου που εκτελεί χρέη βάσης και σταθεράς-, γίνεται το μέσο που φέρει το προνόμιο της έκφρασης της διαφοράς, δηλαδή της αληθινής εμπειρίας.
Ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν ήξερε πως η κατατονία κινεί την υποκριτική της σκέψης, τη στιγμή που η εμπειρία ανατρέπει το πλαίσιο της αναπαράστασης. Ήξερε πως η υποκριτική είναι η προσπάθεια να κάνεις καλλιτεχνικό έργο τον παρόντα χρόνο. Κάθε μέρα η ίδια προσπάθεια, σε κάθε σκηνή, σε κάθε πλάνο, σε κάθε φράση, σε κάθε λέξη. Ήξερε ότι αυτό που φαίνεται στους άλλους επανάληψη δεν είναι τίποτε άλλο απ' τη συμφιλίωση του ηθοποιού με το ατελέσφορο. Μ' αυτήν την "αιώνια επιστροφή", η οποία δεν φέρει ούτε νοσταλγία, ούτε θάνατο, αλλά αντιθέτως φέρει όλη τη θνησιμότητα του γεγονότος. Amor fati.
Ο σπουδαίος ηθοποιός που ξέρει -και ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν ήταν σπουδαίος ηθοποιός- πως η υποκριτική είναι η τέχνη της στιγμής, είναι ο μόνος που έχει συμφιλιωθεί με τον θάνατο, γιατί ζει τον φυσικό θάνατο της κάθε στιγμής. Ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν ήξερε πως το να ερμηνεύεις είναι να πεθαίνεις. Και το να πεθαίνεις είναι να μάχεσαι ηδυπαθώς τον θάνατο. Λυπημένο, και όχι κακό, είναι το επάγγελμα αυτό.
Καλό του ταξίδι, λοιπόν. Μακάρι κάποια στιγμή οι πολύ δικοί του άνθρωποι να καταλάβουν πόσο επώδυνο ήταν να επαναλαμβάνεις βιώνοντας την κάθε στιγμή όλων αυτών που έχεις στη μνήμη σου και πως η αναγκαία ενικότητα της καλλιτεχνικής έμπνευσης σχοινοβατεί επικίνδυνα και σε καθημερινή βάση με την πληθυντικότητα της θεατρικής και κινηματογραφικής κατασκευής και η πτώση έχει σχέση μόνο με τη χρονική αντοχή του καθενός.


Τρίτη 29 Απριλίου 2014

ΜΗΔΕΙΑ 1969 ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ (ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΥΠΟΤΙΤΛΟΙ) ΤΟΥ Pier Paolo Pasolini (22/5/2013)

.............................................................

ΜΗΔΕΙΑ 1969 ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ

  (ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΥΠΟΤΙΤΛΟΙ)  

ΤΟΥ Pier Paolo Pasolini

Δημοσιεύθηκε στις 22 Μαΐ 2013 

1969 ,ΙΤΑΛΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ Pier Paolo Pasolini ΜΕ ΤΗ ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ. 
Ἡ Μήδεια είναι μια ταινία του Pier Paolo Pasolini με βάση τὴν τραγωδία του Ευριπίδη , Μήδεια . Γυρισμένο στο Göreme Open Air Museum μὲ τὶς παλαιοχριστιανικές εκκλησίες, πρωταγωνιστεῖ ἡ τραγουδίστρια της όπερας Μαρία Κάλλας μόνο ποὺ στην ταινία δεν τραγουδά . 

Maria Callas ΜΗΔΕΙΑ 
Massimo Girotti ΚΡΕΩΝ 
Laurent Terzieff ΧΕΙΡΩΝ 
Giuseppe Gentile ΙΑΣΩΝ 
Margareth Clémenti ΓΛΑΥΚΗ 
Paul Jabara ΠΕΛΙΑΣ



Σάββατο 26 Απριλίου 2014

["Jesus Christ Superstar": Ο Ιησούς Χριστός σαν άνθρωπος και μετά ως Θεός... " ] γράφει ο Μαντζάνας Θάνος ("ΑΥΓΗ"18.04.2014)

............................................................






"Jesus Christ Superstar": Ο Ιησούς Χριστός σαν άνθρωπος και μετά ως Θεός...

"Jesus Christ Superstar": Ο Ιησούς Χριστός σαν άνθρωπος και μετά ως Θεός...

Το εξώφυλλο του αυθεντικού διπλού album βινιλίου

  • "Jesus Christ Superstar": Ο Ιησούς Χριστός σαν άνθρωπος και μετά ως Θεός...
  • "Jesus Christ Superstar": Ο Ιησούς Χριστός σαν άνθρωπος και μετά ως Θεός...
  • "Jesus Christ Superstar": Ο Ιησούς Χριστός σαν άνθρωπος και μετά ως Θεός...
  • "Jesus Christ Superstar": Ο Ιησούς Χριστός σαν άνθρωπος και μετά ως Θεός...
  • "Jesus Christ Superstar": Ο Ιησούς Χριστός σαν άνθρωπος και μετά ως Θεός...
Καθώς όλη την Μεγάλη Εβδομάδα, όπως και κάθε χρόνο, κατακλυζόμαστε, ακόμα και με την μορφή προσφορών CD από εφημερίδες, από τις λειτουργίες της περιόδου ή έστω αποσπάσματα τους – και δυστυχώς αρκετά συχνά από ανθρώπους που ελάχιστη σχέση έχουν με το βυζαντινό μέλος, πόσο μάλλον δεν κατέχουν το μουσικό σκέλος των ακολουθιών...- ενώ τα τηλεοπτικά κανάλια μεταδίδουν για πολλοστή φορά τις ίδιες κλασικές «Βιβλικές» ταινίες συν ίσως μία – δύο σύγχρονες ανάλογες δεν θα ήταν άσχημο να θυμηθούμε και μία άλλη, πολύ διαφορετική θεώρηση και αντιμετώπιση μέσω της τέχνης του Θείου Δράματος της χριστιανικής θρησκείας. Για να την κατανοήσουμε όμως καλύτερα είναι χρήσιμο πρώτα να πούμε λίγα πράγματα για τον έναν από τους δύο δημιουργούς της, τον Andrew Lloyd Webber. Ο εξηνταεξάχρονος σήμερα Βρετανός αυτός μουσικός είναι μία από τις σπάνιες, ίσως και η μοναδική, περιπτώσεις συνθετών διεθνώς που χρησιμοποίησαν την κλασική τους παιδεία για να κάνουν pop(ular), λαϊκή δηλαδή μουσική η οποία, περισσότερο ή λιγότερο δικαιολογημένα, διαχρονικά σχεδόν γνωρίζει πολύ μεγάλη επιτυχία. Αυτό που ενδιέφερε από πολύ νεαρή ηλικία τον Webber ήταν το μουσικό θέατρο, αγγλιστί musical, αλλά για να μπορέσει να επιδοθεί σε αυτό χρειαζόταν και έναν ικανό λιμπρετίστα και ήταν τυχερός στο ότι βρήκε τον κατάλληλο συνεργάτη από πολύ νωρίς, τον κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερο του Tim Rice. Οι δυο τους, πάντα όμως με υποκινητή τον οπορτουνιστή στο έπακρο Sir (πλέον...) Webber που ανταμείφθηκε με το να έχει γίνει προ πολλού πολυεκατομμυριούχος και ένα εκλεκτό υπέρ-συντηρητικό μέλος του γενικότερου βρετανικού συστήματος, δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν πλείστα όσα μουσικά ιδιώματα αλλά ακόμα και πνευματικά ή και κοινωνικά κινήματα και ιδεολογίες για να επιτύχουν τον σκοπό τους, να γίνουν διάσημοι αλλά φυσικά και πλούσιοι.

Δεν θα μπορούσαν λοιπόν να μην ασχοληθούν και με την θρησκεία και το έκαναν ήδη με το πρώτο θεατρικό τους έργο, το «Joseph And the Amazing Technicolor Dreamcoat» που ανέβηκε το 1968. Αν όμως αυτό βασιζόταν στην ιστορία του Ιωσήφ από την Γέννεση της Παλαιάς Διαθήκης με την δεύτερη δουλειά τους πήγαν όσο μακρύτερα μπορούσαν επιλέγοντας ως θέμα τα Πάθη του ιδίου του Ιησού Χριστού! Σαφέστατα επηρεασμένος από το κλίμα του χιπισμού (αν και τότε αυτός ήταν πια στην δύση του) ο Rice έδωσε μια καθαρά ανθρωποκεντρική εκδοχή και διάσταση των γεγονότων που περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη, συχνά ερμηνεύοντας τα με έναν πολύ διαφορετικό από τον επικρατούντα τρόπο και προσθέτοντας πολλά δικά του στοιχεία όπως τις λίαν επίκαιρες για την εποχή κοινωνικές ή και αμιγώς πολιτικές αναφορές. Η κυριότερη παρέμβαση του ήταν ότι αναβίβασε τον Ιούδα Ισκαριώτη σε δεύτερο κεντρικό χαρακτήρα, ισότιμο αν όχι ανώτερο του Ιησού. Ο Ιούδας του Rice είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα και άκρως δισυπόστατη φυσιογνωμία, δεν παρουσιάζεται σαν ο τυπικός προδότης του Διδασκάλου του αλλά ως ένας γνήσιος, παρορμητικός επαναστάτης ο οποίος αρχικά είναι απλά δυσαρεστημένος με τον καθοδηγητή/ηγέτη του, τον Ιησού αλλά τελικά νιώθει προδομένος από Εκείνον και γι' αυτό του το ανταποδίδει προδίδοντας Τον με την σειρά του. Δύο ακόμα, εξίσου δραστικές, παρεμβάσεις του Rice είναι ότι η Μαρία Μαγδαληνή δεν είναι παρά μια ερωτευμένη – με τον Ιησού προφανώς – γυναίκα, θέτοντας έτσι και την θρησκευτική πίστη ως ένα είδος ερωτικού συναισθήματος και, ακόμα περισσότερο, ότι το γεγονός της Ανάστασης του Χριστού απλά παραλείπεται, αφήνοντας έτσι το Θείο Δράμα χωρίς την κάθαρση του που επαγγέλλεται η θρησκεία.

Από μουσικής πλευράς μπορεί ο Webber να είναι ίσως ένας υπερεκτιμημένος συνθέτης αλλά αναμφίβολα το εν λόγω έργο περιλαμβάνει μερικές από τις καλύτερες και πιο εμπνευσμένες στιγμές του. Ξεχωρίζουν το εναρκτήριο (μετά την Ουβερτούρα της εισαγωγής) τραγούδι του Ιούδα «Heaven On Their Minds», το «I Don't Know How To Love Him» της Μαρίας Μαγδαληνής, ένα αυθεντικό και πολύ όμορφο «τραγούδι αγάπης» μέσα σε ένα θρησκευτικό έργο και βέβαια το γνωστότερο ίσως απόσπασμα, το σταδιακά κλιμακούμενο μέχρι να γίνει σχεδόν επικό «Superstar» του Ιούδα και προοδευτικά και της χορωδίας λίγο πριν το φινάλε.
Παράδοξα για τα τότε και νυν δεδομένα το έργο κυκλοφόρησε το 1970 σε δίσκο πριν ακόμα ανέβει στο θέατρο με τον αρκούντως προκλητικό τίτλο «Jesus Christ Superstar» («Ιησούς Χριστός Υπέρλαμπρο Άστρο», όπως έχει επικρατήσει στην ελληνική μετάφραση του) με τον Ian Gillan, τότε τραγουδιστή των Deep Purple (!) στον ρόλο του Χριστού, τον ηθοποιό και τραγουδιστή Murray head ως Ιούδα και την τραγουδίστρια Yvonne Elliman να υποδύεται την Μαρία Μαγδαληνή και μερικούς από τους κορυφαίους τότε rock μουσικούς να τους συνοδεύουν. Τα πράγματα βέβαια έγιναν πολύ πιο «θεατρικά» όταν ένα χρόνο αργότερα ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ με άλλους συντελεστές – πλην της Yvonne Elliman που μάλλον οφείλει την, όχι και τόσο λαμπρή, μετέπειτα καριέρα της στη συμμετοχή της στο «Jesus Christ Superstar» - για να ακολουθήσει η αγγλική παράσταση, στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου αλλά και σε πολλές άλλες χώρες κατά την διάρκεια της δεκαετίας του '70. Κακά τα ψέματα όμως, αιτία της φήμης του «Jesus Christ Superstar» πάνω απ' όλα είναι η ομότιτλη ταινία του '73. Σκηνοθετημένο από τον έμπειρο του Χόλιγουντ Νόρμαν Τζούισον το φιλμ προσέθετε το εύρημα του «έργου μέσα στο έργο» και διέθετε έναν ενυπωσιακότατο (και, τονίζοντας έτσι την φύση του χαρακτήρα σε μία περίοδο έντονων αγώνων για τα φυλετικά δικαιώματα, επιπλέον...μαύρο!) Ιούδα στο πρόσωπο του Carl Anderson αλλά και – πάντα – παρούσα την Yvonne Elliman. Μια κινηματογραφική μεταφορά ταιριαστή και αντάξια μίας από τις πρώτες rock όπερες (ή musicals, αν το προτιμάτε έτσι) που έγιναν ποτέ...

Τι θα είχαμε να πούμε σήμερα, αποτιμώντας το «Jesus Christ Superstar»; Κατ' αρχήν είναι χρήσιμο ως ντοκουμέντο μίας εποχής αν και ομολογουμένως ένα άλλο rock musical, το αμερικανικό «Hair» που προηγήθηκε κατά τρία χρόνια, αποδίδει πολύ περισσότερο την κουλτούρα του χιπισμού και της flower power ενώ είναι και πιο ολοκληρωμένο και εντέλει καλύτερο ως μουσικό έργο. Αυτό λοιπόν που απομένει και αξίζει να κρατήσουμε από το «Jesus Christ Superstar» είναι ότι, κατορθώνει να είναι ανατρεπτικό δίχως να γίνεται εικονοκλαστικό, χωρίς δηλαδή τελικά να θίγει ούτε στο ελάχιστο το θρησκευτικό συναίσθημα των πιστών χριστιανών δίνει έναν Χριστό πολύ πιο κοντά στα ανθρώπινα μέτρα και πάθη παρά σε οτιδήποτε μεταφυσικό. Ένα δηλαδή όχι ευκαταφρόνητο επίτευγμα, ειδικά σε μία χώρα όπως η Ελλάδα όπου η πίστη τόσο συχνά μετατρέπεται σε θρησκοληψία ή και μισαλλοδοξία, κατά την γνώμη μας...





Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Τρία χρόνια χωρίς τον Σίντνεϊ Λουμέτ (Tvxs Αφιέρωμα, 9/4/2014)

.........................................................

Τρία χρόνια χωρίς τον Σίντνεϊ Λουμέτ

Tvxs Αφιέρωμα

tvxs.gr,  09 Απρ. 2014

Ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς σκηνοθέτες όλων των εποχών, έφυγε στις 9 Απριλίου του 2011, έχοντας αφήσει στο πέρασμα του ανεξίτηλα κινηματογραφικά διαμάντια, που θα κοσμούν για πάντα το πάνθεον της έβδομης τέχνης. Το μικρό αφιέρωμα που ακολουθεί, είναι ουσιαστικά ένας ελάχιστος φόρος τιμής σ' έναν αγαπημένο καλλιτέχνη, έχοντας ως βασικό μας άξονα τη θρυλική πρώτη ταινία του «Οι Δώδεκα Ένορκοι» (12 Angry Men), παραγωγής του 1957. Του Γιώργου Ρούσσου.
 
 
"Πέρα από την κληρονομιά που αφήνει πίσω του, θα παραμείνει ο πιο πολιτισμένος και ευγενικός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ μου..." Αλ Πατσίνο
 
Γεννημένος στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνια το 1924, ο Σίντνεϊ Λουμέτ, ήταν γιος του ηθοποιού Μπαρούχ Λουμέτ και της χορεύτριας Γιουτζίνια Βέρμους. Πολυπράγμων και δραστήριος χαρακτήρας, ξεκίνησε να εργάζεται ως σκηνοθέτης θεατρικών παραστάσεων και τηλεοπτικών σειρών στις αρχές της δεκαετίας του '50 και το 1957 σε ηλικία 33 ετών έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο γυρίζοντας την ταινία "Οι Δώδεκα Ένορκοι". Στο καστ, είχε ως πρωταγωνιστή τον Χένρι Φόντα, με τον οποίο ο σκηνοθέτης γύρισε άλλες τέσσερις ταινίες.


 
Οι ταινίες του έχουν προταθεί συνολικά για 50 βραβεία Όσκαρ σε διάφορες κατηγορίες και συνήθως διερευνούσαν ευφυή, πολύπλοκα θέματα κοινωνικού προβληματισμού. Η πιο δημιουργική του περίοδος ήταν μεταξύ του 1964 και του 1978 όταν σκηνοθέτησε 18 ταινίες, πολλές από τις οποίες αποτελούν κλασσικά αριστουργήματα της έβδομης τέχνης και περιέχουν μερικές από τις καλύτερες ερμηνείες των ηθοποιών που πρωταγωνιστούσαν σε αυτές. Άλλωστε αυτό υπήρξε πάντα ένα σπουδαίο προσόν του Λουμέτ.
 
Οι ταινίες του Σίντνεϊ Λουμέτ, είχαν τεράστια επιτυχία, τόσο εμπορική, όσο κυρίως καλλιτεχνική. Ένας από τους βασικούς λόγους που συνέβαινε αυτό, ήταν το γεγονός ότι κατάφερνε να σκηνοθετεί μεγάλους αστέρες του κινηματογράφου, όπως τη Σοφία Λόρεν στην ταινία "Μια Γυναίκα σαν κι Αυτή" (That Kind of Woman, 1959), τον Μάρλον Μπράντο και την Άννα Μανιάνι στην ταινία "Ο Φυγάς" (The Fugitive Kind, 1959) τους Κάθριν Χέπμπορν και Τζέισον Ρόμπαρντς στην ταινία "Μακρύ Ταξίδι Μέσα στη Νύχτα" (Long Day's Journey into the Night, 1962), όπου μάλιστα όλοι οι ηθοποιοί της ταινίας βραβεύτηκαν για την ερμηνεία τους στο Φεστιβάλ των Καννών το 1962. 


 
Όπως προαναφέραμε, εκτός από την ταινία "Οι Δώδεκα Ένορκοι", σκηνοθέτησε ξανά τον Χένρι Φόντα στις ταινίες "Ο Πόθος της Ράμπας" (Stage Struck, 1958) όπου συμπρωταγωνίστησε με τους Κρίστοφερ Πλάμερ και Σούζαν Στράσμπεργκ και "Συναγερμός του Θανάτου" (Fail Safe, 1964) πλάι στον Γουόλτερ Ματάου. Το 1964 σκηνοθέτησε τον Ροντ Στάιγκερ στην ταινία "Ο Ενεχυροδανειστής" (The Pawnbroker) σ’ ένα ρόλο που του χάρισε τη δεύτερή του υποψηφιότητα για Όσκαρ και την επόμενη χρονιά γύρισε την ταινία "Ο Λόφος" (The Hill, 1965) με τον Σον Κόνερι.

 
Κατά τη δεκαετία του '70, ο Λουμέτ είχε ήδη καθιερωθεί στο χολιγουντιανό πάνθεον των σκηνοθετών και συνέχισε να σκηνοθετεί αποτελεσματικά ηθοποιούς όπως τον Αλ Πατσίνο στις θρυλικές ταινίες "Σέρπικο" (Serpico, 1973 - με τη μουσική του Μίκης Θεοδωράκη) και "Σκυλίσια Μέρα" (Dog Day Afternoon, 1975). Ανέλαβε επίσης τη σκηνοθεσία της κινηματογραφικής μεταφοράς του μυθιστορήματος της Άγκαθα Κρίστι "Έγκλημα στο Όριαν Εξπρές" (Murder on the Orient Express, 1974) στο οποίο συμμετείχαν μεγάλοι αστέρες της περιόδου όπως ο Άλμπερτ Φίνεϊ, η Βανέσα Ρεντγκρέιβ, η Λορίν Μπακόλ, ο Άντονι Πέρκινς, ο Σον Κόνερι και η Ίνγκριντ Μπέργκμαν που κέρδισε το Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της.

 
Το 1976 γύρισε την ταινία "Το Δίκτυο" (Network). Μία συγκλονιστική ταινία, που ασκεί κριτική στον κόσμο της τηλεόρασης με τον εκπληκτικό Πίτερ Φιντς και τους Γουίλιαμ Χόλντεν και Φέι Ντάναγουεϊ. Η ταινία χάρισε στη Ντάναγουεϊ Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου και στον Πίτερ Φιντς Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου, ενώ βραβεύτηκε συνολικά με τέσσερα Όσκαρ...

 
Κατά τη δεκαετία του '80, ο Σίντνεϊ Λουμέτ, συνέχισε να σκηνοθετεί σημαντικές ταινίες όπως: "Η Ετυμηγορία" (The Verdict, 1982) με πρωταγωνιστές τους Πωλ Νιούμαν και Τζέιμς Μέισον, "Η Επόμενη Μέρα" (The Morning After, 1986) με την Τζέιν Φόντα και "Τρέχοντας στο Κενό" (Running on Empty, 1988) με τον Ρίβερ Φίνιξ.
 
Τη δεκαετία του '90 ο Λουμέτ, γύρισε μια σειρά ταινιών που δεν επανέλαβαν την επιτυχία των προηγούμενων εγχειρημάτων του, μεταξύ των οποίων και η επανεκτέλεση της ταινίας του Τζον Κασσαβέτη "Γκλόρια" (Gloria) το 1999 με πρωταγωνίστρια την Σάρον Στόουν. Οι δύο του τελευταίες ταινίες "Ένοχη Σιωπή" (Find me Guilty, 2005) με τον Βιν Ντίζελ και "Πριν ο Διάβολος Καταλάβει ότι Πέθανες" (Before the Devil Knows You`re Dead, 2007) με τους Ίθαν Χοκ και Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν σημείωσαν επιτυχία, χωρίς όμως να μπορούν να συγκριθούν με τις προηγούμενες δημιουργίες του καλλιτέχνη.

 
Ο Σίντνεϊ Λουμέτ, παντρεύτηκε τέσσερις φορές κι απέκτησε δυο κόρες. Έφυγε στις 9 Απριλίου του 2011, σε ηλικία 86 ετών, στην οικία του στο Μανχάταν από λέμφωμα. Όταν ερωτήθηκε το 1997 σε συνέντευξη με ποιο τρόπο προτιμούσε να πεθάνει εκείνος απάντησε: «Δε θα ήθελα να το σκέφτομαι. Δεν είμαι θρήσκος. Θα ήθελα όμως να μην καταλάβω χώρο. Θα προτιμούσα να με κάψουν και να ρίξουν τις στάχτες μου πάνω από το Ντελικατέσεν Κατς...»
 
Η πρώτη ταινία του Σίντνεϊ Λουμέτ, «Οι Δώδεκα Ένορκοι» (12 Angry Men), παραγωγής του 1957, ξεκινάει στην αίθουσα ενός δικαστηρίου όπου ένα 18χρόνο αγόρι από την Ισπανία καταδικάζεται με θανατική ποινή σε ηλεκτρική καρέκλα για τη δολοφονία του πατέρα του. Ο δικαστής, καλεί τους δώδεκα ενόρκους να αποσυρθούν για να βγάλουν την ετυμηγορία τους. Για να "εκτελεστεί" όμως ο 18χρονος κατηγορούμενος θα πρέπει να συναινέσουν και οι δώδεκα ένορκοι.

 
Μέσα σ' ένα ψυχρό, αποπνικτικό δωμάτιο, μ' ένα μεγάλο τραπέζι και δώδεκα καρέκλες, διαδραματίζεται σχεδόν όλη υπόθεση της ταινίας μας. Στην αρχή της συνεδρίας δείχνουν ότι οι ένορκοι είναι πεπεισμένοι πως ο νεαρός είναι ένοχος. Καλούνται λοιπόν να αποφασίσουν. Όλοι ψηφίζουν ότι είναι ένοχος εκτός από τον 8ο ένορκο  (Χένρι Φόντα), ο οποίος διατηρεί αμφιβολίες για την ενοχή του νεαρού και προσπαθεί να πείσει τους υπόλοιπους έντεκα ενόρκους ότι τα στοιχεία δεν είναι τόσο ξεκάθαρα όσο φαίνονται.

 
Μέσα από διάφορες συζητήσεις μεταξύ τον ενόρκων, ξεδιπλώνονται μπροστά μας δώδεκα διαφορετικές προσωπικότητες και η ταινία καταλήγει σε μια αποκάλυψη των αδυναμιών, των προκαταλήψεων και των προβλημάτων του κάθε ενόρκου, ξεχωριστά. Πόσο εύκολα μπορείς να αποφασίσεις να στείλεις στον θάνατο έναν άνθρωπο;
 
«Μία από τις τρεις καλύτερες ταινίες που έκανα ποτέ» Χένρι Φόντα για την ταινία «Οι Δώδεκα Ένορκοι» (12 Angry Men) - για την ιστορία, οι άλλες δύο είναι: “Τα σταφύλια της Οργής” και το “The Ox-Bow Incident”.

 
Δώδεκα άνθρωποι, δώδεκα χαρακτήρες, δώδεκα διαφορετικές απόψεις, σε μία αριστουργηματική καταγραφή της κοινωνικής πολυφωνίας, η οποία μάλιστα αποτελεί μόλις την πρώτη δημιουργία ενός μεγάλου σκηνοθέτη όπως είναι ο Sidney Lumet.
 
Ένα καθηλωτικό δικαστικό και αστυνομικό δράμα δωματίου, που μπορεί να ιδωθεί και ως μία κοινωνική αλληγορία για την εφαρμογή της δημοκρατίας στην κοινωνία μας.

 
Η ταινία, αποτελεί την πρώτη κινηματογραφική δουλειά του Sidney Lumet, ο οποίος έχοντας προϋπηρεσία στο θέατρο και την τηλεόραση, παραδίδει μαθήματα σκηνοθεσίας, επιτυγχάνοντας να κρατήσει τον θεατή προσηλωμένο για ενενήντα λεπτά, χωρίς να πλατειάσει ούτε στιγμή.
 
Το υποδειγματικό θεατρικό σενάριο, είναι του Reginald Rose και καταφέρνει δεξιοτεχνικά να ταυτίσει τον κινηματογραφικό με τον πραγματικό χρόνο, ξεδιπλώνοντας έτσι μέσα από ένα διαλογικό «πινγκ-πονγκ», μία δικαστική υπόθεση που ενώ αρχικά φαίνεται απλή, εξελίσσεται ως μια εκπληκτικά ενδιαφέρουσα ιστορία μυστηρίου, με αποτέλεσμα να παρακολουθείται με κομμένη την ανάσα, από το πρώτο ως το τελευταίο της πλάνο.


 
Παράλληλα, σκιαγραφούνται και οι δώδεκα χαρακτήρες του τίτλου της ταινίας. Ο καθένας από τους οποίους διαθέτει τη δική του προσωπικότητα και βασίζει τις απόψεις του σε διαφορετικά κριτήρια. Δίνεται έτσι η δυνατότητα στον θεατή να διαμορφώσει μία ξεχωριστή εικόνα για τον καθένα, να συμπαθήσει κάποιους, να μισήσει άλλους και ίσους με κάποιους να ταυτιστεί.
 
Κάθε ένας από τους δώδεκα ενόρκους, σκιαγραφείται ξεχωριστά: Ο προπονητής μίας ομάδας μπέιζμπολ γυμνασίου είναι σχολαστικός με το να τηρηθούν η τάξη και οι διαδικασίες. Ο τραχύς και αποφασισμένος για καταδίκη άνδρας, είναι αυτός που δε θα διστάσει να πολεμήσει όποιον βρεθεί στον δρόμο του για να περάσει το δικό του. Ο μορφωμένος, καλοντυμένος αστός, πάντα ψύχραιμος, ορθολογιστής, που αντιμετωπίζει την όλη κατάσταση σαν ένα παζλ προς λύση μέσω της επαγωγικής λογικής και μόνο. Ο ανασφαλής και χαμηλών τόνων γραφιάς, που θέλει να αφήσει για πάντα πίσω το λούμπεν παρελθόν του. Ο πικρός, ευέξαπτος ρατσιστής, με συχνά ξεσπάσματα θυμού. Ο μορφωμένος Ευρωπαίος μετανάστης, ο οποίος εκφράζει συνεχώς τον θαυμασμό του για την Αμερικάνικη δικαιοσύνη και φυσικά επιθυμεί διακαώς την πραγμάτωσή της και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όλοι αυτοί, είναι μερικοί μόνο από τους δώδεκα διαφορετικούς χαρακτήρες που συνθέτουν δυναμικά το ψηφιδωτό ηρώων της ταινίας μας.


 
Ακολουθώντας έτσι την παρουσίαση αυτών των δώδεκα χαρακτήρων και των αντίστοιχων στερεοτύπων τους, οι μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις αρχίζουν σταδιακά να συντίθενται.
 
Ο σκηνοθέτης, Σίντνεϊ Λουμέτ, έχει δηλώσει πως στην πρώτη του αυτή μεγάλου μήκους ταινία, βασίστηκε σε μία “πλοκή του φακού”, όπως την ονόμασε. Δηλαδή, όσο η πλοκή εκτυλίσσεται, χρησιμοποιεί φακούς ολοένα και μακρύτερης εστίασης, ώστε να δώσει την εντύπωση ότι οι τοίχοι σταδιακά “πνίγουν” τους χαρακτήρες.

 
Επιπλέον, χώρισε την ταινία σε τρία στάδια: Το πρώτο, είναι γυρισμένο με την κάμερα πάνω από το ύψος των ματιών, το δεύτερο στο ύψος των ματιών και το τρίτο από κάτω. Δίνει έτσι την εντύπωση πως όχι μόνο οι τοίχοι, αλλά και το ταβάνι κατεβαίνει προς τα κάτω, προϊόντος του χρόνου.

 
Η πρώτη τηλεοπτική εκδοχή της ταινίας “Οι 12 Ένορκοι”, που προβλήθηκε από το CBS στις 20 Σεπτέμβρη του 1954, θεωρείτο χαμένη μέχρι το 2003, όπου  μια κόπια 16mm βρέθηκε στο προσωπικό αρχείο του δικηγόρου και δικαστή Σάμιουελ Λίμποβιτς. Όσο για την ταινία, αυτή γυρίστηκε μόλις σε 20 μέρες και κατάφερε μάλιστα να κερδίσει την “Χρυσή Άρκτο” στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 1957.


 
Στο ριμέικ της ταινίας το 1997, ο Τζακ Λέμον ενσαρκώνει τον αντίστοιχο ρόλο του Χένρι Φόντα σε σκηνοθεσία αυτή τη φορά του Γουίλιαμ Φρίντκιν, σ' ένα καλό όμως σαφώς υποδεέστερο φιλμ. 
 
Το 2008, το Αμερικάνικο Ινστιτούτο Κινηματογράφου ψήφισε την ταινία «Οι Δώδεκα Ένορκοι» (12 Angry Men) του Σίντνεϊ Λουμέτ, ως ως τη δεύτερη καλύτερη δικαστική ταινία όλων των εποχών...

 
«Ήταν αναμφισβήτητα ένας άκρως απαραίτητος δημιουργός της Νέας Υόρκης, παρότι κατά τραγική ειρωνεία, η καλύτερη ταινία του, "O Λόφος", γυρίστηκε κάπου αλλού. Διαρκώς εντυπωσιάζομαι από το πόσες ταινίες του ήταν υπέροχες, και πόσοι ηθοποιοί έβγαλαν τον καλύτερο εαυτό τους υπό τη σκηνοθετική του καθοδήγηση...» Γούντι Άλεν