Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Από τις «Ευτυχισμένες Μέρες» του Σάμιουελ Μπέκετ (μτφ. Ερρίκος Μπελιές, εκδ. «Κέδρος», 2008, β’ έκδοση)

.............................................................



 











Σάμουελ Μπέκετ (1906 - 1989)


























  •  Από τις «Ευτυχισμένες Μέρες» του Σάμιουελ Μπέκετ (μτφ. Ερρίκος Μπελιές, εκδ. «Κέδρος», 2008, β’ έκδοση)

…ΓΟΥΙΝΝΙ: …Ω, γη, πανάρχαιο χωνευτήριο. (Στρέφει μπροστά) Φαντάζομαι πως αυτό έχει συμβεί και άλλοτε, παρ’ όλο που δεν μπορώ να το ανακαλέσω στη μνήμη μου. (Παύση) Εσύ μπορείς, Γουίλλι;  (Στρέφει προς το μέρος του) Μπορείς να θυμηθείς εάν αυτό έχει ξανασυμβεί; (Παύση. Γέρνει πίσω να τον κοιτάξει) Ξέρεις τι έχει συμβεί, Γουίλλι; (Παύση) Πάλι φευγάτος; (Παύση) Δεν σε ρωτάω αν έχεις πλήρη αίσθηση όσων συμβαίνουν γύρω, απλώς σε ρωτάω αν είσαι πάλι φευγάτος. (Παύση) Τα μάτια σου μοιάζουνε κλειστά όμως, όπως ξέρουμε αυτό δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία. (Παύση) Κούνησε ένα δάχτυλο, καλέ μου, αν δεν έχεις χάσει τελείως τις αισθήσεις σου. (Παύση) Για χάρη μου καν’ το, Γουίλλι, σε παρακαλώ, μόνο το μικρό σου δάχτυλο, αν ακόμα έχεις τις αισθήσεις σου. (Παύση. Χαρούμενη) Ω, και τα πέντε, είσαι λατρευτός σήμερα, τώρα μπορώ να συνεχίσω με ήσυχη τη συνείδηση. (Στρέφει μπροστά) Ναι, τι συνέβη κάποτε, που δεν είχε συμβεί προηγουμένως κι όμως… απορώ, ναι, ομολογώ πως απορώ (Παύση) Με τον ήλιο να πυρώνει τόσο άγρια τη γη, κάθε ώρα πιο άγρια, δεν είναι φυσικό τα πράγματα ν’ αρπάζουνε φωτιά, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ, μ’ αυτό τον τρόπο εννοώ, σαν από μόνα τους; (Παύση) Μήπως κι εγώ η ίδια δε θα λιώσω, ίσως, στο τέλος, ή θα καώ, ω, δεν εννοώ απαραίτητα ν’ αρχίσω να βγάζω φλόγες, όχι, απλώς λίγο-λίγο ν’ απανθρακωθεί, να γίνει μαύρη τέφρα όλη αυτή – (Πλατιά χειρονομία των χεριών) – η σάρκα που φαίνεται; (Παύση) Από την άλλη, έχω ποτέ γνωρίσει εύκρατη εποχή; (Παύση) Όχι. (Παύση) Μιλάω για εύκρατες εποχές και διακεκαυμένες εποχές, λέξεις, μόνο άδειες λέξεις. (Παύση) Μιλάω για τότε που δεν είχα ακόμη παγιδευτεί μ’ αυτό τον τρόπο, και είχα τα πόδια μου, και έκανα χρήση των ποδιών μου, και ήμουνα σε θέση να αναζητήσω ένα μέρος σκιερό, όπως εσύ, όταν βαριόμουνα τον ήλιο, ή ένα μέρος ηλιόλουστο, όπως εσύ, όταν βαριόμουνα τη σκιά, και όλα είναι άδειες λέξεις. (Παύση) Η σημερινή μέρα δεν είναι πιο ζεστή από τη χτεσινή, και η αυριανή δεν θα είναι πιο ζεστή από τη σημερινή, πώς θα μπορούσε άλλωστε, και ούτω καθεξής έως πίσω στο απώτατο παρελθόν, έως μπροστά στο απόμακρο μέλλον. (Παύση) Και αν μια μέρα η γη θα πρέπει να σκεπάσει τα στήθη μου, εγώ δεν θα έχω δει ποτέ τα στήθη μου, και κανένας δεν θα έχει δει ποτέ τα στήθη μου. (Παύση) Ελπίζω να συγκράτησες κάτι απ’ αυτά, Γουίλλι, θα με στεναχωρούσε να σκεφτώ πως δεν συγκράτησες τίποτα απ’ όλα αυτά, γιατί δεν φτάνω κάθε μέρα σε τέτοια ύψη. (Παύση) Ναι, φαίνεται πως κάτι έχει συμβεί, έχεις απόλυτο δίκιο, Γουίλλι. (Παύση) Η ομπρέλα θα είναι και αύριο πάλι εκεί, δίπλα μου, στον λοφίσκο, να με βοηθήσει να βγάλω την ημέρα μου. (Παύση) Παίρνω αυτό τον μικρό καθρέφτη, τον κάνω κομμάτια πάνω σε μια πέτρα – (Το κάνει) – τον πετάω μακριά – (Τον πετάει μακριά πίσω της) – και αύριο θα είναι πάλι μέσα στην τσάντα, χωρίς ούτε μια γρατσουνιά, να με βοηθήσει να βγάλω την ημέρα μου. (Παύση) Ναι, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. (Παύση) Αυτό το βρίσκω υπέροχο, τον τρόπο που τα πράγματα… (Η φωνή σπάει, το κεφάλι σκυμμένο)… τα πράγματα… τόσο υπέροχο. (Μεγάλη παύση, το κεφάλι σκυμμένο. Τελικά στρέφει, σκυμμένη ακόμα, στην τσάντα, βγάζει απροσδιόριστα αντικείμενα, τα ξαναστοιβάζει μέσα, ψαχουλεύει πιο βαθιά, τελικά βγάζει ένα μουσικό κουτί, το κουρδίζει, το ανοίγει, το ακούει για μια στιγμή κρατώντας το και με τα δύο χέρια, γερμένη πάνω του, στρέφει μπροστά, ανορθώνεται και ακούει τη μελωδία, κρατώντας με τα δυο χέρια της το κουτί κοντά στο στήθος της. Παίζει το ντουέτο βαλς «Σ’ αγαπώ πολύ!» από την «Εύθυμη χήρα». Βαθμιαία παίρνει μια ευτυχισμένη έκφραση. Λικνίζεται στον ρυθμό. Η μουσική σταματάει. Παύση. Σύντομο ξέσπασμα ενός βραχνού τραγουδιού χωρίς λόγια – στη μελωδία του μουσικού κουτιού, από τον Γουίλλι. Η ευτυχισμένη έκφραση γίνεται πιο εμφανής. Αφήνει κάτω το κουτί) Ω, αυτή θα μείνει ως ευτυχισμένη μέρα! (Χτυπάει τα χέρια σαν χειροκρότημα) Ξανά, Γουίλλι, ξανά! (Χειροκροτεί) Κι άλλο, Γουίλλι, σε παρακαλώ! (Παύση. Η ευτυχισμένη έκφραση σβήνει) Όχι; Δεν θα μου κάνεις το χατίρι; Εντάξει, σε καταλαβαίνω απόλυτα, σε καταλαβαίνω απόλυτα.  Δεν μπορείς να τραγουδάς μόνο και μόνο για να τέρψεις κάποιον, όσο και να τον αγαπάς, όχι, το τραγούδι πρέπει να βγαίνει απ’ την καρδιά, αυτό το λέω πάντα, να ξεχύνεται από πολύ βαθιά μέσα σου, όπως του αηδονιού. (Παύση) Πόσες φορές έχω πει, σε ώρες μαύρες, Τραγούδησε τώρα, Γουίννι, πες το τραγούδι σου, δεν υπάρχει άλλη λύση, κι όμως δεν το έκανα. (Παύση) Δεν μπορούσα. (Παύση) Ναι, σαν το αηδόνι της νύχτας ή σαν τον κορυδαλλό της χαραυγής, χωρίς καμιά υστεροβουλία, ούτε για τον εαυτό σου ούτε για τους άλλους. (Παύση) Και τώρα; (Παύση. Χαμηλόφωνα.) Παράξενη αίσθηση. (Παύση. Το ίδιο) Παράξενη αίσθηση πως κάποιος με κοιτάζει. Η εικόνα μου καθαρή, μετά θολή πάλι, και ούτω καθεξής, μπρος πίσω, μέσα κι έξω στο μάτι κάποιου. (Παύση. Το ίδιο) Παράξενο; (Παύση. Το ίδιο) Όχι, εδώ καθετί είναι παράξενο. (Παύση. Κανονική φωνή) Κάτι μου λέει, Σταμάτα να μιλάς τώρα, Γουίννι, για ένα λεπτό, μη σπαταλάς όλες τις λέξεις της ημέρας, σταμάτα να μιλάς και ασχολήσου με κάτι άλλο, έτσι για αλλαγή, έλα, καν’ το. (Σηκώνει τα χέρια και τα κρατάει ανοιχτά μπροστά στα μάτια της)  Κάντε εσείς κάτι! (Κλείνει τα χέρια) Τι γαμψά νύχια αρπακτικού! (Στρέφει στην τσάντα, ψαχουλεύει, τελικά βγάζει μια λίμα νυχιών, στρέφει μπροστά κι αρχίζει να λιμάρει τα νύχια της…)


Σημείωση: Θυμίζω τη διανομή και τον σκηνικό χώρο του έργου στην έναρξη: 

("- Γουίννι: γυναίκα, πενήντα χρόνων περίπου
- Γουίλλι: άντρας, εξήντα χρόνων περίπου 

 Μια έκταση με καμένο χορτάρι. Στο κέντρο της σχηματίζεται ένας λοφίσκος. Οι πλευρές του χαμηλώνουν μαλακά προς τις δύο κουίντες και το προσκήνιο. Στο πίσω μέρος η κλίση είναι πιο απότομη ως το επίπεδο της σκηνής. Μάξιμουμ απλότητας και συμμετρίας. Στο βάθος, φόντο από ύφασμα, εμφανώς ψεύτικο, που αναπαριστά μια απογυμνωμένη πεδιάδα που απλώνεται και συναντιέται μακριά μ' έναν ουρανό χωρίς σύννεφα. Στο κέντρο ακριβώς του λοφίσκου η Γουίννι, θαμμένη σχεδόν μέχρι τη μέση. Περίπου πενήντα χρόνων, καλοδιατηρημένη, ξανθιά κατά προτίμηση, παχουλή, τα χέρια και οι ώμοι της γυμνοί, κορσάζ με βαθύ ντεκολτέ, μεγάλα στήθη, μαργαριταρένιο κολιέ. Τη βρίσκουμε να κοιμάται με τα χέρια στο έδαφος μπροστά της και το κεφάλι ακουμπισμένο πάνω τους. Δίπλα κι αριστερά της, στο έδαφος, μια μεγάλη μαύρη τσάντα απ' αυτές για τα ψώνια και δεξιά της μια πτυσσόμενη κλειστή ομπρέλα που το ρύγχος της λαβής της προβάλλει από τη θήκη. Δεξιά της και πίσω, ξαπλωμένος στο έδαφος, κοιμάται ο Γουίλλι, που τον κρύβει ο λοφίσκος. 
Μεγάλη παύση. Ακούγεται ο διαπεραστικός ήχος του ενός κουδουνιού για περίπου δέκα δευτερόλεπτα και μετά σταματάει. Η Γουίννι δεν κινείται. Παύση. Πιο διαπεραστικός ήχος κουδουνιού για περίπου πέντε δευτερόλεπτα. Το κουδούνι σταματάει. Η Γουίννι σηκώνει το κεφάλι, κοιτάζει μπροστά. Μεγάλη παύση. Ορθώνει το σώμα της, ακουμπάει τις παλάμες της στο έδαφος, τινάζει πίσω το κεφάλι της και ατενίζει το ζενίθ. Μεγάλη παύση...")