Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Ella Fitzgerald A Night In Tunisia - Αφιερωμένο εξαιρετικά στους φίλους του "Θεατροδρόμιου" με ευχές για "Καλή Ανάσταση!"

.........................................................

Ella Fitzgerald A Night In Tunisia Lyrics

Songwriters: GILLESPIE, JOHN / PAPARELLI, FRANK

The moon is the same moon above you
Aglow with it's cool evening light
But shining at night, in tunisia
Never does it shine so bright

The stars are aglow in the heavens
But only the wise understand
That shining at night in tunisia
They guide you through the desert sand

Words fail, to tell a tale
Too exotic to be told
Each nights a deeper night
In a world, ages old

The cares of the day seem to vanish
The ending of day brings release
Each wonderful night in tunisia
Where the nights are filled with peace

(bridge)
(scat)

{repeat all twice}
(scat)
Each wonderful night in tunisia


Έλλα Φιτζέραλντ: Πως η Μέριλιν Μονρό της άλλαξε τη ζωή (http://www.newsit.gr, 25/4/2013)

..........................................................


Έλλα Φιτζέραλντ: Πως η Μέριλιν Μονρό της άλλαξε τη ζωή



Σαν σήμερα πριν από 96 χρόνια γεννήθηκε η «βασίλισσα της τζαζ» Έλλα Φιτζέραλντ (Ella Fitzgerald) και η Google της αφιερώνει το doodle της. Η άγνωστη ιστορία που συνδέει τη μεγάλη τραγουδίστρια με τη Μέριλιν Μονρό.
Η Έλλα Φιτζέραλντ (Ella Fitzgerald) συνεργάστηκε με πραγματικούς μύθους: Τσικ Γουέμπ, Ντίζι Γκιλέσπι, Νόρμαν Γκραντζ, Λουίς Άρμστρονγκ. Κανείς δεν ξέρει ή δε μπορεί να φανταστεί πως η Μέριλιν Μονρό έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή και την καριέρα της.

Στη δύσκολη δεκαετία του 1950, όταν οι μαύροι ήταν καθημερινά θύματα ρατσιστικής βιας, η Έλλα Φιτζέραλντ (Ella Fitzgerald) ήταν ήδη «μεγάλο όνομα». Αλλά για πολλούς, το χρώμα του δέρματος της ήταν... πρόβλημα.

Κάποτε, η αστυνομία είχε κάνει έφοδο στο καμαρίνι της και βρήκε μέλη του συγκροτήματος του Ντίζι Γκιλέσπι και των Illinois Jacquet να παίζουν ζάρια. «Μας συνέλαβαν όλους» είπε κάποτε η Φιτζέραλντ. «Και όταν μας πήγαν εκεί (σ.σ. στο αστυνομικό τμήμα» είχαν και το θράσος να ζητήσουν αυτόγραφο».

Εκείνη την εποχή, ένα από τα πιο γνωστά μαγαζιά ήταν το Μοκάμπο στο Χόλιγουντ. Εκεί έκανε το 1943 το ντεμπούτο του στο Λος Άντζελες ο Φρανκ Σινάτρα. Εκεί σύχναζαν ο Κλαρκ Γκέιμπλ, η Λορίν Μπακόλ, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Χαμφρεϊ Μπόγκαρτ, η Λάρα Τάρνερ.

Στην Έλλα Φιτζέραλντ είχε απαγορευτεί να εμφανιστεί το Μοκάμπο. Το χρώμα του δέρματός της ήταν η αιτία. Αλλά όλα άλλαξαν μόλις ο ιδιοκτήτης του κλαμπ δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από έναν μεγάλο θαυμαστή της Φιτζέραλντ. Ένα τηλεφώνημα που άλλαξε την πορεία της καριέρας της. Το έκανε η Μέριλιν Μονρό...

Η Έλλα Φιτζέραλντ (Ella Fitzgerald) είχε διηγηθεί: «Χρωστάω στη Μέριλν Μονρό μεγάλη χάρη. Πήρε προσωπικά τηλέφωνο τον ιδιοκτήτη του Μοκάμπο και του είπε να με «κλείσει» για εμφανίσει. Και πως αν το έκανε, εκείνη θα ήταν κάθε βράδυ στο πρώτο τραπέζι. Του είπε πως ο Τύπος θα «τρελαινόταν». Ο ιδιοκτήτης δέχτηκε και η Μέριλιν ήταν εκεί, κάθε βράδυ, στο πρώτο τραπέζι. Μετά από αυτό, δε χρειάστηκε ποτέ να ξαναπαίξω σε μικρό κλαμπ. Ήταν μια ασυνήθιστη γυναίκα, λίγο μπροστά από την εποχή της. Και δεν το ήξερε».

Επηρέασε όμως και η Έλλα Φιτζέραλντ την Μέριλιν Μονρό. Χρόνια πριν από εκείνο το τηλεφώνημα στον ιδιοκτήτη του Μοκάμπο, η Μέριλιν «μελετούσε» τις ηχογραφήσεις της Έλλα στην προσπάθειά της να τραγουδά καλύτερα.
Οι φήμες λένε ότι ο δάσκαλος φωνητικής της Μονρό τη συμβούλευσε να αγοράσει δίσκους της Φιτζέραλντ και να τους ακούσει 100 συνεχόμενες φορές!

Τρίτη 23 Απριλίου 2013

"Ο ευφάνταστος Μιγκέλ Ντε Θερβάντες" (23 Απρ 2013 | Παναγιώτης Κωνσ... tvxs.gr)


........................................................




Ο ευφάνταστος Μιγκέλ Ντε Θερβάντες

tvxs.gr/node/21904
 
 
 
 
Η ημερομηνία γέννησής του αμφισβητείται. Πιο πιθανή θεωρείται η 29η Σεπτεμβρίου του 1547. Ο τόπος γέννησής του αμφισβητήθηκε επίσης. Πολλές πόλεις και χωριά της Ισπανίας διεκδικούσαν την «πατρότητά» του, αν και πλέον θεωρείται δεδομένο ότι γεννήθηκε στην Αλκαλά ντε Ενάρες. Το μόνο που δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει, είναι η σπουδαιότητα του έργου του Θερβάντες. Τα παιδικά του χρόνια χαρακτηρίζονται από συχνές μετακινήσεις, λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του. Σε σχετικά μικρή ηλικία, βρήκε το καταφύγιό του στη λογοτεχνία. Η επιθυμία του να σπουδάσει σε πανεπιστήμιο δεν πραγματοποιήθηκε, όμως τα βήματά του τον έφεραν στη Μαδρίτη και στο πλάι του διανοούμενου ουμανιστή Χουάν Λόπεζ ντε Όγιος, ο οποίος τον αναγνώρισε ανάμεσα στους μαθητές του.
Σε ποιητική συλλογή του Χουάν Λόπεζ ντε Όγιος, ο Θερβάντες θα δημοσιεύσει τα πρώτα του ποιήματα το 1569, όμως την ίδια χρονιά θα φύγει από την Ισπανία με προορισμό την Ιταλία. Η φυγή του, για αρκετούς, οφείλεται στη δίωξή του από τις αρχές καθώς σε επίσημα έγγραφα αναφέρεται τραυματισμός ενός Ισπανού πολίτη από κάποιον Μιγκέλ ντε Θερβάντες.
Στη Ρώμη, θα βρεθεί στην αυλή ενός μεγάλου οίκου, με αποτέλεσμα να έρθει σε επαφή με την Ιταλική λογοτεχνία και την αναγεννησιακή τέχνη. Στη συνέχεια κατατάσσεται στο Ισπανικό Ναυτικό και γίνεται μάρτυρας της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου, ίσως της σημαντικότερης ναυμαχίας παγκοσμίως ή όπως ο ίδιος γράφει «του πιο δοξασμένου γεγονότος που είδανε ή θα δούνε ποτέ οι αιώνες».
Ο Μουσουλμανικός και ο Χριστιανικός κόσμος συγκρούονται σε μια μάχη δίχως προηγούμενο. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Θερβάντες επιδεικνύει ανδρεία τραυματίζεται τρεις φορές και χάνει το αριστερό του χέρι. Ακολούθησαν και άλλες «περιπέτειες» με το Ναυτικό, όμως η φρίκη της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου είχε σημαδέψει τη μνήμη του για πάντα, όπως και το κορμί του.
Αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του, όμως η μοίρα του επιφύλασσε μια ακόμα περιπέτεια. «Το πλοίο της επιστροφής» δέχεται επίθεση από Αλγερινούς πειρατές και ο Θερβάντες αιχμαλωτίζεται για πέντε χρόνια. Η εμπειρία της αιχμαλωσίας θα γεννήσει στο μέλλον τα θεατρικά έργα «Τα κάτεργα του Αλγερίου» και «H ζωή στο Αλγέρι», αλλά θα επηρεάσει και το ευρύτερο συγγραφικό του έργο.
Ο επαναπατρισμός του Θερβάντες, το 1580, σίγουρα δεν ήταν ρόδινος, αν και ο ίδιος υποστήριζε ότι «σ’ αυτήν την εφήμερη ζωή, δεν είναι στον κόσμο άλλη μεγαλύτερη ευτυχία για τον άνθρωπο, από το να αποκτά τη χαμένη του λευτεριά και να επιστρέφει στη χαμένη του πατρίδα». Όμως τα οικονομικά προβλήματα μετατρέπουν την καθημερινότητα του σε μια μάχη για την επιβίωση. Παρά τις δυσκολίες ο Θερβάντες εκδίδει το πρώτο του λογοτεχνικό έργο, το μυθιστόρημα «Γαλάτεια», και η πόρτα του λογοτεχνικού κόσμου μοιάζει να ανοίγει. Υπογράφει συμβόλαιο συνεργασίας με θεατρικό επιχειρηματία και ακολουθεί μια άκρως παραγωγική περίοδο, κατά την οποία ο ίδιος υποστηρίζει ότι συνέγραψε περισσότερα από 20 θεατρικά έργα, ανάμεσά τους και το δραματικό «Η σύγχυση», που ο ίδιος ο Θερβάντες το αναγνωρίζει ως το κορυφαίο έργο που έγραψε για το θέατρο.
Παρά την παραγωγικότητά του ο Θερβάντες δεν μπόρεσε να καταξιωθεί στο χώρο του θεάτρου. Με την «αποτυχία» να τον βαραίνει οδηγείται σταδιακά στη Σεβίλλη και ταυτόχρονα απομακρύνεται, τουλάχιστον προσωρινά, από τον λογοτεχνικό κόσμο. Διορίζεται υπεύθυνος επισιτισμού και εφοδιασμού της ισπανικής αρμάδας, αλλά κατηγορείται για καταχρήσεις και φυλακίζεται. «Ταπεινωμένος» εργάζεται ως φοροεισπράκτορας, όμως τα οικονομικά προβλήματα, όπως πιθανολογείται, τον οδηγούν και πάλι στη κατάχρηση και τη φυλακή, από το 1596 μέχρι το 1598. Δύο χρόνια που ίσως να άλλαξαν την ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας καθώς φαίνεται πως κατά τη διάρκεια της κράτησής του συνέλαβε τη ιδέα του «Δον Κιχώτη».
Επτά χρόνια μετά την αποφυλάκιση του, το 1605, εκδίδεται το αριστούργήμα του «Ο ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης της Μάντσα». Από την πρώτη στιγμή το έργο του σημειώνει επιτυχία, όμως ο Θερβάντες για μία ακόμη φορά δεν θα δώσει λύση στα οικονομικά προβλήματά του καθώς είχε παραχωρήσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του βιβλίου. Με το «Δον Κιχώτης» ο Θερβάντες απέκτησε αναγνωρισιμότητα και ακολουθούν «οι Υποδειγματικές νουβέλες», «το Ταξίδι στον Παρνασσό» και οι «Οκτώ Κωμωδίες», ενώ το 1615 ο Θερβάντες εκδίδει το δεύτερο μέρος του «Δον Κιχώτη».
Ένα χρόνο αργότερα, στις 23 Απριλίου 1616, θα αφήσει την τελευταία του πνοή, για να περάσει στην αιωνιότητα συντροφιά με τους κορυφαίους συγγραφείς όλων των εποχών, όπως στην αιωνιότητα πέρασε και ο ήρωάς του ο μισότρελος αλλά αθεράπευτα ρομαντικός Δον Κιχώτης. Το τελευταίο κεφάλαιο του συγγραφικού του έργου θα γραφτεί το 1617 με την έκδοση του βιβλίου «Τα πάθη του Περσίλεως και της Σιγισμούνδης».

"Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών: Μια αιωνιότητα και μια Μέρα." του Γ. Πήττα (22 Απρ 2013 | tvxsteam tvxs.gr)

..........................................................

Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών: Μια αιωνιότητα και μια Μέρα. 

Του Γ. Πήττα

tvxs.gr/node/126452
 
 
 
«Ο Παπαδόπουλος δεν είναι φασίστας. Είναι ένας αγνός στρατιώτης που διαπνέεται από κάποιο δεξιό ρομαντισμό. Είναι οπωσδήποτε μετριοπαθής σε σχέση με τον φανατικό της υπόθεσης, τον Λαδά, άτομο εξαιρετικά ακραίων τάσεων».
Αυτά έγραφε χαρακτηριστικά, προς τους προϊσταμένους του στο Φόρεϊν Όφις, την άνοιξη του 1967, ο πρεσβευτής της Εργατικής κυβέρνησης της Βρετανίας στην Αθήνα.
Ρομαντικός (από τη σκοπιά του) στην καλύτερη περίπτωση και ίδιος ο συντάκτης της παραπάνω αναφοράς, πρέσβης Σερ Ραλφ Μάρεϊ, στις περισσότερες εκθέσεις του προς το Λονδίνο συνιστούσε ανοχή προς το καθεστώς των πραξικοπηματιών, μεταξύ των οποίων διέβλεπε και θετικά στοιχεία γιατί «επιτέλους θα καθάριζαν την κόπρο του Αυγείου»
Εκείνο το  ξημέρωμα  ήταν αίθριο κι’ ανέφελο.
Μια μέρα στη ζωή, 21 Απριλίου 1967 Λονδίνο:
«A day in the life» όπως λένε και οι Beatles στο ομώνυμο τραγούδι τους από το ιστορικό album «Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band».
Ακριβώς εκείνη την ημέρα, εκείνης της χρονιάς, ολοκληρώνονταν στα studios της EMI για να αλλάξει πολλά στην τέχνη του τραγουδιού του 20ου αιώνα και όχι μόνο.
Μια μέρα στη ζωή, 21 Απριλίου 1967 Αθήνα:
Γύρω στις 7 και 15 ο Μ.Π. κατηφόρισε όπως κάθε μέρα από το σπίτι του της οδού Ναϊάδων στο Παλαιό Φάληρο για να πάρει το λεωφορείο, να πάει στη δουλειά. Είχε δυο επιλογές:
Το 32, Αμφιθέα-Παλαιό Φάληρο και το 1, Έδεμ.
Αμφότερα κατέληγαν στο Σύνταγμα από όπου το γραφείο ήταν ζήτημα πεντάλεπτου περιπάτου, καφέ και τυρόπιτας στον Περικλή της οδού Νίκης; Βουλής; δεν θυμάμαι....
Την προηγούμενη μέρα, είχε πάρει το 32, οπότε, για ποικιλία πήγε στην παραλιακή, στη στάση Φλοίσβος να πάρει το «‘Εδεμ».
Ήταν άλλωστε και κάπως πιο καλή γραμμή αυτή της παραλίας, πιο καθαρή, πιο αρχοντική.
‘Έτσι του φαίνονταν τουλάχιστον, επειδή εξυπηρετούσε κυρίως τα σπίτια της παραλιακής που τότε ακόμα ήταν συνήθως ωραίες πέτρινες μονοκατοικίες.
Βρήκε τη λεωφόρο Ποσειδώνος άδεια, ούτε ένα αυτοκίνητο δεν περνούσε.
Τελείως έρημη και η θάλασσα απέναντι ήταν ακόμα ένα με το μπλε μολυβί του ουρανού.
Ένιωσε πολύ έντονα πως η ησυχία που επικρατούσε, ήταν τελείως αφύσικη.
Αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε και αργότερα όταν εξηγούσε πως αισθάνθηκε την ατμόσφαιρα. Πάντα την είχε έτοιμη στην άκρη τη γλώσσας του για κάθε τι που δεν του πήγαινε την έκφραση:  «αφύσικο, αφύσικα πράγματα, αφύσικη συνήθεια» κλπ.
Δεν έλεγε ποτέ «περίεργο» ή «παράξενο».
Όταν κάτι ήταν ανώμαλο, ήταν απλά α-φυσικό, κόντρα στη φυσική τάξη πραγμάτων.
Γύρισε το κεφάλι του αριστερά, καθώς τον τράβηξε ο ήχος μοτοσικλετών και αυτοκινήτων που ανέβαιναν με ταχύτητα τη λεωφόρο , προερχόμενα από την μεριά της Γλυφάδας.
Μοτοσικλέτες μπροστά και πίσω της Ελληνικής Αστυνομίας.
Στη μέση, μια μεγάλη Πλύμουθ της εποχής, μαύρη, σαν τη Φορντ του Μάνου Χατζιδάκι αλλά φευ, όχι αυτή...
Μέσα στην Πλύμουθ, το παρατηρητικό μάτι του Μ.Π. διέκρινε, έναν αφροαμερικανό στρατιωτικό, σίγουρα υψηλόβαθμο από τα χρυσά αστέρια που κοσμούσαν το σακάκι του.
Με ένα πούρο κολλημένο στο στόμα, μιλούσε έντονα σε κάποιους άλλους μέσα στο αυτοκίνητο, σε κάποιους άλλους στρατιωτικούς που έμοιαζαν Έλληνες...
Ο Μ.Π., δεν χρειάστηκε τίποτα άλλο να δει για να καταλάβει.
Κεραυνοβολημένος, με κόπο έκανε μεταβολή και μετά από λίγο έμπαινε στο διαμέρισμα της Ναϊάδων 34, απέναντι από το 1ο Δημοτικό Σχολείο όπου εμείς, μικρά παιδάκια,  παίζαμε ανέμελα, έχοντας μεγάλη χαρά που οι δάσκαλοι δεν είχαν καταφτάσει ακόμα.
- Έχουμε δικτατορία.
Είπε, και μηχανικά σήκωσε το τηλέφωνο. Νεκρό.
Άνοιξε το ραδιόφωνο.
Εμβατήρια, περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός, Είμαι Έλλην και το καυχώμαι, καιενδιάμεσα μια φωνή κάθε πέντε λεπτά ομιλούσε περί των Πεπρωμένων της Φυλής, περί των Αρχαίων Προγόνων και της Αρετής των Φαντάρων μας που όλοι είναι στην ψυχή Σπαρτιάται και έχουν οδηγό την Παναγία (τους).
Άρτζι μπούρτζι και λουλάς, ζήτω ο εθνικός μας αχταρμάς...
Το έκλεισε το ραδιόφωνο και περιέπεσε σε θλίψη και σιωπή.
Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα στον ιππόδρομο, μια ώρα νωρίτερα, έπεφτε αιμόφυρτος ο Πρόεδρος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού χτυπημένος στο κεφάλι με τον υποκόπανο του περιστρόφου ενός... σπαρτιάτη φαντάρου καθοδηγημένου προφανώς από την Παναγία.  
Σεεκατοντάδες σπίτια σε όλη την Ελλάδα, η Στρατιωτική Αστυνομία πραγματοποιούσε εφόδους, συλλήψεις αλλά και μανιασμένες κατασχέσεις ή καταστροφές βιβλίων, συχνά απλά επειδή είχαν κόκκινο εξώφυλλο ή το όνομα του συγγραφέα έμοιαζε με ρώσικο.
Μεταξύ άλλων, συνελήφθη και ένας μέτριος ρώσος χορευτής της Λυρικής, Σέργιος Τένοβιτς, δεξιός, δεξιότατος και φυγάς από την Σοβιετική Ένωση , όπου και ανακρίθηκε έντονα για να ομολογήσει (ο δεξιότατος) πως ήταν πράκτορας της KGB, μπας και τον αφήσουν ήσυχο.
Αν μετά από την εμπειρία του παρέμεινε πιστός στα φρονήματά του, δεν το γνωρίζω.
Δίπλα στον Μαρξ , τον Έγκελς , τον Λένιν , γίνονταν κομμάτια και ο χριστιανός-υπαρξιστής Μπερντιάεφ, λόγω του ρωσικού ονόματός του, ενώ σε καραντίνα έμπαιναν ακόμα και ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής.
Η Ελλάδα, έμπαινε στη μεγάλη νύχτα, στο σκοτάδι των Ελλήνων Χριστιανών.
Η Ελλάδα που μέχρι πριν από λίγο ζούσε με το δικό της τρόπο την άνοιξη της δεκαετίας του 60, έχανε για άλλη μια φορά το νήμα της φυσιολογικής εξέλιξης της.
Η Ελλάδα, που προσπάθησε να επουλώσει τα μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά της τραύματα με την διάδοση της Ποίησης, με την άνθηση του Θεάτρου, με την εξάπλωση της Νέας Ελληνικής Μουσικής, έγινε μια τεράστια φυλακή .
Μια φυλακή που μέσα στα επτά χρόνια, αλλοίωσε και διέφθειρε σημαντικά τον τρόπο σκέψης των Ελλήνων και ανακάτεψε την Ιστορική Μνήμη.
Τοχειρότερο: Έσπειρε την εξαγορά συνειδήσεων σε μια ολόκληρη κοινωνία, σαν τρόπο επιβίωσης. Η κουλτούρα των κολλητών που αργότερα το ΠΑΣΟΚ θα έκανε επιστήμη, βρίσκει ένα μεγάλο κομμάτι της ρίζας της στους αμέτρητους πρόθυμους χαφιέδες που φύτρωσαν εκείνον τον καιρό.
‘Ένας λαός, ήδη κουρασμένος και επιβαρημένος με τραύματα βαριά, σε μεγάλο βαθμό έπνιξε την οργή και την πικρία και στη συνέχεια σε δυστυχώς μεγάλο βαθμό παραδόθηκε στα ήθη που έφερε η δικτατορία:
Άρτος και θεάματα, χάρισμα αγροτικών χρεών, δημιουργία πλαστής ευημερίας, επαγγελματικές άδειες με το κιλό σε περιπτερούχους, ταξιτζήδες, εργολάβους, ψιλικατζήδες με ανταπόδοση τις «εθνικά χρήσιμες πληροφορίες», φαινομενική «ησυχία τάξη και ασφάλεια» εμετικά τσάμικα και άθλιοι καλαματιανοί, κλαρίνα και ψαλμωδίες μαζί με τους «αστέρες» του λεγόμενου ελαφρολαϊκού ήρθαν να κανοναρχήσουν τον τόπο .
Η Ελλάδα, φύτρωσε χαφιέδες, ο όποιος κοινωνικός ιστός διερράγη, ο Παναθηναϊκός έφτασε στον τελικό του Γουέμπλεϊ, η χυδαιότητα έγινε καθεστώς, τα βασανιστήρια σε βάρος όποιου δεν ήταν αρεστός καθημερινότητα, οι βιασμοί στην Μπουμπουλίνας ήταν η διασκέδαση των φρουρών της πατρίδας, και η Κύπρος ως άλλη Ιφιγένεια σηματοδοτεί το τέλος(;) του δράματος, αλλά δεν επιφέρει την κάθαρση με αποτέλεσμα την Ιστορική Εκκρεμότητα να ταλανίζει στο διηνεκές την Κοινωνία μας μέχρι σήμερα.
Ένιωσα την ανάγκη να γράψω μερικές αράδες για την σημερινή κατάμαυρη επέτειο.
Θεωρώ,την επταετία των συνταγματαρχών, υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για το σημερινό χάλι της Ελλάδας γιατί, κατά τη γνώμη μου είναι αυτή που δεν επέτρεψε την ωρίμανση της Πολιτιστικής Άνοιξης που γνώρισε ο τόπος στις αρχές της δεκαετίας του 60.
Εκείνη η εποχή, μέσα από τη συγκυρία είχε καταφέρει από τη μια να παράγει Πολιτισμό και από την άλλη να τα επικοινωνεί με σημαντικές μάζες που διευρύνονταν διαρκώς, όχι με βάση κάποιο «σχέδιο» αλλά γιατί η ιστορική συγκυρία είχε κουρδίσει τα πάντα.
Αν είχε εξελιχθεί, ενδεχομένως, αν μη τι άλλο, να είχαμε κερδίσει μια στοιχειωδώς ενήλικη κοινωνία.
Η Δικτατορία ήταν μια χωρίς αναισθητικό έκτρωση  σε ότι κυοφορούσε τότε η Κοινωνία.
Τοεφιαλτικό βαλς του Στρατού, της Εκκλησίας και μέρους της Δεξιάς , με πίστα την πλάτη της Ελλάδας , ακόμα αντηχεί φάλτσο , παράταιρο και αηδιαστικό.
Στην περίοδο 67-74 , έχουμε την εν ψυχρώ δολοφονία των  δυνάμει Αντιστάσεων που οφείλει να έχει μια κοινωνία έναντι της παραβίασης στοιχειωδών και βασικών Αρχών.
(τοστιγμιότυπο που περιγράφω στην αρχή, είναι απόλυτα αληθινό, Μ.Π. είναι ο πατέρας μου Μικές Πήττας. Το καταγράφω έτσι όπως ακριβώς μας τα διηγήθηκε αμέτρητες φορές στα χρόνια που ακολούθησαν)

Επίλογος :
Λίγα λόγια για το υπόβαθρο όχι το άμεσα πολιτικό (αυτά έχουν γραφτεί χιλιάδες φορές) αλλά το Πολιτισμικό.
Αυτό δηλαδή που ορίζει το μέλλον μιας Κοινωνίας.
Στην κατατραυματισμένη Ελλάδα της μετεμφυλιακής περιόδου, κάπου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 50, στο Παρίσι, φθάνει ένας φάκελος στο σπίτι του τότε νεαρού και ανερχόμενου κλασικού Έλληνα συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη.
Ο φάκελος περιέχει τα ανέκδοτα ακόμα κείμενα της ποιητικής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη, Άξιον Εστί.
Στέκονται σαν αφορμή για να γυρίσει τότε ο συνθέτης την πλάτη του στην καριέρα που ονειρεύονταν στον ευρύ ευρωπαϊκό χώρο και να επιστρέψει άρον – άρον στην Ελλάδα για να συναντηθεί με τον Ποιητή.
Παράλληλα, αρχίζει και δουλεύει τον πρώτο κύκλο τραγουδιών που στηρίζονται σε «μεγάλη ποίηση», δηλαδή πάνω στον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, μια ποιητική σύνθεση που ακόμα δεν έχει εκτιμηθεί σε βάθος , μια σύνθεση που παντρεύει με τρόπο σοφό τη Λόγια Ποίηση με τη Δημοτική παράδοση και το Μανιάτικο Μοιρολόι.
Τα τραγούδια, δεν αργούν να φτάσουν στα χείλη των πολλών, δεν αργούν να ακουστούν από τους οικοδόμους την ώρα της δουλειάς.
Στον ίδιο «μαγικό» χρονισμό: Ο Σαββόπουλος, με το δικό του μουσικό ιδίωμα, μεταφέρει στην Ελλάδα ένα αφομοιωμένο και όχι μιμητικό κλίμα Dylan εμπλουτισμένο με τους στίχους του που μέλλουν να διαπαιδαγωγήσουν τουλάχιστον 2-3 γενιές.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, από την άλλη πλευρά, προσφέρει όχι μόνο ανεξάντλητες μελωδικές γραμμές που γίνονται αγαπητές, αλλά και τους στίχους του Γκάτσου και άλλων.
Ο Νότης Μαυρουδής καθιστά αγαπητή έως μανίας την κλασική κιθάρα , με την παρέμβασή του στο Νέο Κύμα.
Πάλι μέσα από το ακριβό έργο του Μίκη Θεοδωράκη, ο Λόγος του Σεφέρη, του Ελύτη, του Σικελιανού καθίστανται ζάχαρη στα χείλη των Ελλήνων αλλά και σκαλιστήρι της Ιστορικής Μνήμης.
Λίγο πιο πέρα, ο Κάρολος Κουν με το Θέατρο Τέχνης και ο Λεωνίδας Τριβιζάς με το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο αλλά και ο Γιώργος Μιχαηλίδης, καταφέρνουν να γεμίζουν ασφυκτικά τα Θέατρα τους , με τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη, τον Σοφοκλή, με τον Ιονέσκο τον Άλμπυ, τον Ουίλιαμς και τον Μίλερ.
Οι μπουάτ , ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια όχι μόνο στην Πλάκα , αλλά και στα Ελληνικά νησιά του Θέρους και σε επαρχιακές πόλεις γεμίζοντας τις καρέκλες και φέρνοντας στον κόσμο καλό τραγούδι και Ποίηση.
Την ίδια εποχή, η δεξιές κυβερνήσεις απαγορεύουν στον Κουν να ανεβάσει τις Όρνιθες του Αριστοφάνη λογοκρίνοντας τον Αρχαίο συγγραφέα και κάνοντας την Ελλάδα σαν κράτος ρεζίλι.
Ο Γιάννης Χρήστου στην Ελλάδα και ο Γιάννης Ξενάκης στη Γαλλία, αντλώντας ευθέως από την Ελληνική Αρχαιότητα, παντρεύουν τις αδιανόητες για την εποχή τους εμπνεύσεις τους με το Αρχαίο Δράμα και επαναφέρουν την Ιεροπραξία στην Επίδαυρο μέσα από έναν ιδιαίτερο Ορθολογικό Μυστικισμό.
Και ο κατάλογος είναι πολύ μακρύς. Το τι έγινε στην Ελλάδα από το 58 περίπου μέχρι το φονικό του 67, είναι κάτι που αν το συλλάβει κανείς, θα ζαλιστεί.
Κανείς δε γνωρίζει βέβαια πως θα είχε εξελιχθεί ο τόπος αν δεν είχε μεσολαβήσει η δικτατορία.
Ωστόσο, πάντα ένιωθα πως η άθλια συμμορία των συνταγματαρχών, πραγματοποίησε εκείνη την ημέρα μια εν ψυχρώ έκτρωση στην Ελλάδα, δένοντάς την στο κρεβάτι και ξεριζώνοντας με βία και χωρίςαναισθητικό το κυοφορούμενο μέλλον της.
Η βία και η χυδαιότητα εκείνης της περιόδου σε συνδυασμό με την ακύρωση πολλών ονείρων των Ελλήνων αργότερα για μια πραγματική Αλλαγή, διαμόρφωσαν φοβάμαι αμετάκλητα τον «ωχαδερφισμό» και τον «χαβαλέ» σαν κύριο συστατικό της νεοελληνικής συνείδησης.
Και δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω και εδώ, την για άλλη μια φορά προδοτική και επαίσχυντη στάση της εκκλησίας που με εξαίρεση ελάχιστους χαμηλόβαθμους ιεράρχες, όχι απλώς ανέχτηκε, αλλά συνεργάστηκε και πρωτοστάτησε στο όνειδος.
Άλλωστε, το σύνθημα της συμμορίας των απριλιανών ήταν το γνωστό «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών».
Και είναι αυτό που έκανε τον Γιώργο Σεφέρη να κλείσει το χειρόγραφο του Οκτωβρίου του 1968 με το ακόλουθο επίγραμμα, που φέρει τίτλο «Από Βλακεία»:
    Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· πυρ! Χριστιανών· πυρ!
    Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;
ΥΓ: Το κείμενο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2006.
Το ανέσυρα, γιατί νομίζω, πως κάτι έχει να δείξει σε όσους επιπόλαια κατά τη γνώμη μου ταυτίζουν εκείνη την εποχή με τη σημερινή. Δεν έχω καμία διάθεση ή πρόθεση να εξιδανικεύσω την περίοδο που διανύουμε:
Σε πολλά, μοιάζει με καταβύθιση σε έναν ιδιότυπο μεσαίωνα.
Το βέβαιο είναι πως πρόκειται για ακραίο τυφώνα διαρκείας. Χούντα όμως δεν είναι.
Αν ήταν, ούτε αυτό το κείμενο θα μπορούσε να δημοσιευτεί, ούτε αμέτρητα άλλα.
Καικάτι άλλο, τελευταίο: Δεν ξέρω πόσο ακριβής ή όχι ήταν η έρευνα που δημοσίευσε η Ελευθεροτυπία, σύμφωνα με την οποία ένα 30% «αναπολεί» τις μέρες της Χούντας.
Όμως το «δια ταύτα» της, προσωπικά δεν μου δημιούργησε καμία έκπληξη.
Η Αντίσταση κατά των άθλιων συνταγματαρχών έμεινε μία υπόθεση μερικών εκατοντάδων –πραγματικά ηρωικών- πολιτών. Μία ελάχιστη μειοψηφία από δαύτους, στη συνέχεια εξαργύρωσε την Αντίσταση με αξιώματα και δημοσιότητα και αντάμειψε τον εαυτό της κολυμπώντας στη διαφθορά. Οι υπόλοιποι, που ήσαν και οι πολλοί, χάθηκαν σαν σκιές στη σιωπή και την ανωνυμία ευχαριστημένοι που κατάφεραν να διατηρήσουν το Ήθος τους.

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

"Η δύο" στίχοι του θεατρικού συγγραφέα Πέτερ Βάις (1916-1982) ("ΑΥΓΗ", 14/4/2013)

..........................................................






Πέτερ Βάις (1916-1982)










Η δύο



Τρέχα άνθρωπε - αντιλόπη
κι' ήρθε ο κυνηγός με τα σκυλιά
Τρέχα να ξεφύγεις από τα σκυλιά
άνθρωπε - αντιλόπη


Τρέχα άνθρωπε - λαγέ
κι' ήρθε ο κυνηγός με το ντουφέκι
Τρέχα να ξεφύγεις από τον κυνηγό
κρύψου άνθρωπε - λαγέ

Τρέχα άνθρωπε - ποντίκι τρέχα
και ο κυνηγός σε ντουφεκάει

κρύψου βαθιά από τις σφαίρες
κρύψου βαθιά στο χώμα

άνθρωπε - ποντίκι.

Μετάφραση : Θ.Δ. Φραγκόπουλος 

Άσμα για το σκιάχτρο της Λουζιτανίας εκδ. Ερμείας , 1971

από το "ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ" της "ΑΥΓΗΣ" (!4/4/2013)
με ανθολόγο του Απριλίου τον Γιώργο Κοζία

Στέφανος-Κωνσταντίνος Θεοτόκης (13 Μαρτίου 1872 - 1 Ιουλίου 1923) (http://n-tomaras.blogspot.gr, 13/4/2013)

..........................................................

Στέφανος-Κωνσταντίνος Θεοτόκης (13 Μαρτίου 1872 - 1 Ιουλίου 1923)

 

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης  ήταν Έλληνας λογοτέχνης, (διηγηματογράφος), μεταφραστής και ποιητής, σημαντικός εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής.

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα και υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, τα μέλη της οποίας ενεπλάκησαν με την πολιτική και τη διπλωματία ήδη από το 14ο αι.

Παρακολούθησε στο Παρίσι φιλολογία, μαθηματικά, ιατρική και χημεία χωρίς ωστόσο να λάβει κανένα δίπλωμα. Εκτός όμως της γαλλικής σπούδασε αγγλική, γερμανική, ιταλική και λατινική, καθώς και σανσκριτική. Έτσι πολύγλωσσος από νεαρά ηλικία, ασχολήθηκε πέραν της πεζογραφίας με τη μετάφραση και την ποίηση. Σε ηλικία 19 ετών έγραψε στη γαλλική το πρώτο του έργο "Η ζωή των ορέων" που δημοσιεύθηκε και από τον "Ερμή της Γαλλίας".

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στη Κέρκυρα στον εξοχικό πύργο των Καρουσάδων,τότε χρονολογείται και η έναρξη της βαθιάς φιλίας του με το Λορέντζο Μαβίλη, με τον οποίο πήρε μέρος στην κρητική επανάσταση και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και από τον οποίο υιοθέτησε το ενδιαφέρον του για τη σανσκριτική μυθολογία.

Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος έφυγε για σπουδές έξι μηνών στο Γκρατς της Αυστρίας, όπου ήρθε σε επαφή με τη σκέψη του Μαρξ και του Νίτσε και στράφηκε προς τις θεωρητικές επιστήμες. Το 1895 εξέδωσε ένα ρομάντζο στα γαλλικά, το 1899 δημοσίευσε σε συνέχειες το Πάθος και το Πίστομα στο περιοδικό Τέχνη του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου.
Το 1901 δημοσίευσε στο Διόνυσο το διήγημα Juventus Mundi και τον επόμενο χρόνο την Κασσώπη. Το 1902 επισκέφτηκε τη Ζάκυνθο με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Σολωμού και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε ένα άρθρο για το Σολωμό στην εφημερίδα Neue Presse της Βιέννης.

Το 1903 γνωρίστηκε με την μετέπειτα στενή φίλη του Ειρήνη Δεντρινού και το 1904 δημοσίευσε στο Νουμά τη διατριβή του Σανσκριτική και καθαρεύουσα. Το 1905 οργάνωσε συνέδριο δημοτικιστών στην Κέρκυρα με αφορμή την εκεί επίσκεψη του Αλέξανδρου Πάλλη. Οι καλεσμένοι επίσης Κωστής Παλαμάς, Γιάννης Ψυχάρης και Ιωάννης Γρυπάρης δεν παρευρέθηκαν.

Στη διετία 1907-1909 βρέθηκε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου για σπουδές και επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου υποδέχτηκε τον σοσιαλιστή Μαζαράκη. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κερκύρας και κατόπιν του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κερκύρας και το 1912 τιμήθηκε με το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος από την κυβέρνηση, βραβείο που όμως δε δέχτηκε.

 Το 1916 συμμετείχε σε ειδική αποστολή του επαναστατικού κινήματος Θεσσαλονίκης στη Ρώμη μετά από ανάθεση του τότε υπουργού Εξωτερικών Νικολάου Πολίτη. Επέστρεψε στην Κέρκυρα και διορίστηκε αντιπρόσωπος της κυβέρνησης στην Κέρκυρα, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον ίδιο χρόνο.

Το 1917 μετά την πτώση της αυστροουγγρικής μοναρχίας ο Θεοτόκης και η σύζυγός του καταστράφηκαν οικονομικά. Η υγεία του κλονίστηκε. Εργάστηκε σποραδικά ως διευθυντής λογοκρισίας (για δυο μέρες), ως υπάλληλος των εκδόσεων Ελευθερουδάκη, της Υπηρεσίας Ξένων και Εκθέσεων και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ενώ δεν έπαψε σ’ όλη τη ζωή του να δημοσιεύει πεζογραφικά, ποιητικά και μεταφραστικά έργα του σε πολλά λογοτεχνικά και εφημερίδες (όπως Η Τέχνη, ο Νουμάς, ο Διόνυσος κ.α.).Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν πολύ δύσκολα λόγω της άθλιας οικονομικής του κατάστασης και της αρρώστιας του . Πέθανε στην Κέρκυρα την πρώτη Ιουλίου του 1923, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το τελευταίο του έργο με τίτλο Ο παπά Ιορδάνης περίχαρος και η ενορία του.

Στο χώρο της πρωτότυπης λογοτεχνικής δημιουργίας ο Θεοτόκης ασχολήθηκε κυρίως με την πεζογραφία. Ξεκίνησε γράφοντας διηγήματα (κυρίως κατά την περίοδο 1898-1910) με επιρροές από τον γερμανικό ιδεαλισμό και τη σκέψη του Νίτσε και θέματα μυθολογικά μεσαιωνικά και άλλα, όλα απομακρυσμένα από τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Σύντομα άλλαξε κατεύθυνση και διέγραψε μια εξελικτική πορεία από την ψυχογραφική ηθογραφία και την αισθητιστική γραφή, προς τον ιδεολογικά φορτισμένο κοινωνικό ρεαλισμό (επιρροές από το σοσιαλισμό) και το νατουραλισμό. Σταθμοί της πορείας του στάθηκαν Το Πάθος, Το Πίστομα, Η τιμή και το χρήμα, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλλα. Στο χώρο της ποίησης έγραψε 32 σονέτα με ερωτική κυρίως θεματολογία. Άξιες λόγου είναι επίσης οι φιλολογικές του μελέτες και οι εξαιρετικά φροντισμένες μεταφράσεις σημαντικών έργων της παλαιότερης και σύγχρονής του παγκόσμιας λογοτεχνίας (ο Θεοτόκης μιλούσε δέκα γλώσσες), με τις οποίες στόχευε στην πνευματική αφύπνιση του λαού, παράλληλα προς τον φίλο του Κωνσταντίνο Χατζόπουλο.

Πηγές: Ε.ΚΕ.ΒΙ., Βικιπαίδεια

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Σάμουελ Μπέκετ: Ένας υπαρξιστής φιλόσοφος του παραλόγου 10:00, 13 Απρ 2013 | tvxsteam tvxs.gr

.........................................................

Σάμουελ Μπέκετ: Ένας υπαρξιστής φιλόσοφος του παραλόγου

tvxs.gr/node/50799
 

Τίποτα μηδαμινό δεν θα’ χε υπάρξει για το τίποτα τόσο υπαρκτό τίποτα μηδαμινό...
Σαν σήμερα (13 Απριλίου) το 1906 έρχεται στη ζωή ο Σάμουελ Μπέκετ, ένας από τους σημαντικότερους πρωτοπόρους της σύγχρονης λογοτεχνίας και εκφραστής ενός μυστηριώδους ρεύματος που πολύ δύσκολα μπορεί να ενταχθεί σε κάποια καλλιτεχνική φόρμα.
Ο Μπέκετ έχει θεωρηθεί μοντέρνος, μεταμοντέρνος αλλά και «πατέρας» του θεάτρου του παραλόγου, όμως ο ίδιος αρνήθηκε όχι μόνο τους τίτλους αυτούς, αλλά και οποιαδήποτε προσπάθεια να δοθεί νόημα στα έργα του. Γεννημένος σε μια επαρχιακή πόλη κοντά στο Δουβλίνο, ο «Σαμ» σπουδάζει Γαλλικά και Ιταλικά, διαβάζει μανιωδώς τα έργα του Δάντη και το 1928 δίνει διαλέξεις Αγγλικών στην École Normale Supérieure του Παρισιού, τις οποίες παρακολουθούν ως φοιτητές ο Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ.
Επίσης, στο Παρίσι γνωρίζεται με τον Τζέημς Τζόυς και οι δύο Ιρλανδοί αναπτύσσουν στενή φιλική και πνευματική σχέση. Ο βαθμός στον οποίον ο νεαρός Μπέκετ επηρεάζεται από τον Τζόυς έχει ίσως υπερτονιστεί από τους κριτικούς, καθώς κάτι τέτοιο ισχύει κυρίως για το πρώιμο έργο του Μπέκετ, μέχρι δηλαδή να αναπτύξει το μοναδικό προσωπικό του στυλ. Αυτό θα συμβεί μόνο αφού αυτοεξοριστεί στο Παρίσι το 1937 και ζήσει ορισμένες δύσκολες εμπειρίες, όπως ο παγκόσμιος πόλεμος και τα προσωπικά του ψυχικά σκαμπανευάσματα.
Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισβάλουν στη χώρα, ο Σάμουελ Μπέκετ εντάσσεται στη Γαλλική Αντίσταση και δραστηριοποιείται έμμεσα ή άμεσα, με αποκορύφωμα τη διάσωση της αγαπημένης του Σουζάν από τα χέρια της Γκεστάπο. Όπως και τους περισσότερους καλλιτέχνες, ο παραλογισμός και η ματαιότητα του πολέμου καθορίζουν τον ψυχισμό του Μπέκετ, που μέσα από τα έργα του θα εκφράσει τον παραλογισμό και τη ματαιότητα ολόκληρης της ζωής. Ο Μπέκετ πιστεύει πως η ζωή έχει νόημα αλλά αυτό είναι αδύνατο να βρεθεί και έτσι ο κόσμος είναι καταδικασμένα γεμάτος με αιωρούμενες απορίες, αδιέξοδα και απελπισία. Στο διασημότερο θεατρικό του έργο, οι -πάντα περιθωριακοί- ήρωες περιμένουν μάταια την άφιξη του Γκοντό και συμβολικά του Θεού (God-ot), κάτι όμως που για τον Μπέκετ σημαίνει πως «δεν έρχεται, άρα υπάρχει».
Βέβαια, ο τίτλος «απαισιόδοξος προφήτης» δεν είναι απόλυτα εύστοχος για τον Σάμουελ Μπέκετ, που βρίσκει κωμική τη δίχως ελπίδα αναζήτηση της αλήθειας και σημαντικό το να απολαμβάνει κανείς τις ερωτήσεις και το ταξίδι της ζωής. Ο συλλογισμός αυτός του χαρίζει μια πολύ ιδιαίτερη καλλιτεχνική ελευθερία: «Δεν υπάρχει ενότητα στον κόσμο, άρα γιατί να υπάρχει στα κείμενά μας; Ποια η πραγματικότητα; Το έργο, τα ίδια τα κείμενα».
Η πεποίθηση του πως η τέχνη πρέπει να είναι υποκειμενική και να εκφράζει τον εσωτερικό κόσμο του δημιουργού, έρχεται σε μορφή αποκάλυψης που βιώνει ο Μπέκετ στο δωμάτιο της μητέρας του στο Δουβλίνο το 1945 και που θα αποτυπώσει αργότερα (1958) μέσω του Κράππ, του ηλικιωμένου ήρωα που ακούει σε κασσέτα το αποκαλυπτικό παρελθόν του.
Γράφει στα Γαλλικά επειδή «είναι πιο εύκολο να γράψεις χωρίς ύφος» και έτσι, μέσα από τον εκφυλισμό της, απομυθοποιεί την ικανότητα της γλώσσας να περιγράψει αντικειμενικά την ουσία και την αλήθεια. Δίνει λοιπόν μεγάλη βαρύτητα στη σιωπή και κυρίως στο οπτικό κομμάτι του θεάτρου, καθώς οι σκηνικές οδηγίες στα έργα του είναι πάντα λεπτομερέστατες. «Η γλώσσα του είναι συνάμα λιτή, βίαιη, ελλειπτική. Δεν τον κρατούν αιχμάλωτο οι γραμματικοί κανόνες: αρχίζει μία φράση στον ενικό, την τελειώνει στον πληθυντικό, αντικαθιστά ένα ρήμα με ένα ουσιαστικό αν νομίζει ότι αυτό βοηθάει. Περνάει από την τέλεια έκφραση του απόλυτου λυρισμού, στη γλώσσα του πεζοδρομίου, στις βωμολοχίες» γράφει η Χριστίνα Τσίγγου στον ελληνικό πρόλογο του «Τέλους του Παιχνιδιού».
Ο Μπέκετ είναι άναρχος, αινιγματικός και παράδοξος σε όλα τα επίπεδα του έργου του. Την παραληριματική του γλώσσα πλαισιώνουν οι δυνατές, μεταφυσικές εικόνες, μια πρωτοφανής χρονική αυθαιρεσία, οι κατακερματισμένοι χαρακτήρες και η πλοκή που περισσότερο θυμίζει αίνιγμα. Παρόλο που η λογική δε λείπει από το έργο του Μπέκετ, ο Μάρτιν Έσσλιν θα το αποκαλέσει «Θέατρο του Παραλόγου», εξηγώντας: «κάθε απόπειρα να καταλήξει κανείς σε μια ξεκάθαρη και σίγουρη ερμηνεία θα ήταν τόσο παράλογη, όσο και το να προσπαθήσει να ανακαλύψει και να καθορίσει που ακριβώς αρχίζει και που ακριβώς τελειώνει το περίγραμμα ενός κιάρο–σκούρο σ’ έναν πίνακα του Ρέμπραντ, ξύνοντας τη μπογιά».
To 1969 απονέμεται στον Σάμουελ Μπέκετ το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έργο του, που «μέσα από νέες λογοτεχνικές και θεατρικές φόρμες, εξυψώνει το μοντέρνο άνθρωπο μέσα από την ένδειά του». Ο Μπέκετ αρνείται να το παραλάβει και διαθέτει το χρηματικό έπαθλο των 73.000 δολαρίων σε νέου και πρωτοποριακούς καλλιτέχνες, ζωγράφους και σκηνοθέτες. Όσο μεγαλώνει, το έργο του Μπέκετ γίνεται όλο και περισσότερο μινιμαλιστικό και κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τη ζωή του. Περνάει τα τελευταία του χρόνια απομονωμένος στο Παρίσι, όπου πεθαίνει στις 22 Δεκεμβρίου 1989.