Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

"Ο διδάχος" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1906)

................................................................................

       
  
          "Ο Διδάχος" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη 

   Ανάμεσα εις τα τόσα νεοπλάσματα των ποικιλωνύμων συλλόγων, κοντά εις τας διαφόρους Αναστάσεις, Αναμορφώσεις, Αναγεννήσεις, Αναζυμώσεις και Αναπλάσεις, τας επαγγελλομένας την διόρθωσιν - επειδή μεταξύ όλων των επαγγελμάτων, εις όλον το Γένος, περνά εξόχως το επάγγελμα της θρησκείας, καθώς και του πατριωτισμού - εδοκίμασε και ο περί ου ο λόγος, ο Θεόδωρος Χρυσοβουλλίδης, να συστήση και αυτός ένα σύλλογον. Είναι αληθές, ότι εχρημάτισε προς καιρόν μέλος εις όλους τους άνω ρηθέντας συλλόγους και εις πολλούς ακόμη, πλην δεν ευδοκίμησεν. Η "μπογιά του δεν περνούσε", καθώς είπεν εις αδιάκριτος φίλος του.
   Τότε εδοκίμασε να συστήση, ως είπομεν, σύλλογον ιδικόν του. Τον εβάπτισεν η "Αναβίωσις". Αλλά δεν επρόκοψε. Μόλις δέκα ή δωδεκα συγκατένευσαν, μετά πολλάς προσπαθείας του Χρυσοβουλλίδου, να εγγραφώσι μέλη. Ολίγιστοι προκατέβαλον μονόδραχμά τινα / άλλοι υπεγράφησαν δια να πληρώσουν, αλλά δεν επλήρωσαν. Τέλος εφαγώθη ένα γκιουβέτσι, εψάλησαν άσματά τινα θρησκευτικά και πατριωτικά και ο σύλλογος διελύθη.
   Μετ' ολ'ίγον καιρόν, πάλιν νέαν απόπειραν έκαμεν ο Θεόδωρος δια να συμπήξη ένα σύλλογον η "Ανακαίνισις". Πέντε ή εξ ενεγράφησαν. Κανείς δεν έδωκε λεπτόν. Ούτε γκιουβέτσι, ούτε άσματα. Ο δεύτερος σύλλογος απεδείχθη νεκροτόκιον.
   Τρίτος σύλλογος, η "Αναψύχωσις", εσχεδιάσθη από τον Χρυσοβουλλίδην μετά καιρόν ύστερον, όταν ήρχισαν τα πράγματα να γίνωνται απειλητικώτερα εν Μακεδονία. Αυτήν την φοράν συνεκεντρώθησαν δεκάδες τινές δραχμών. Μετά πρώτον και δεύτερον γκιουβέτσι, τα πράγματα ήρχισαν πάλιν ν ακρυώνουν. Ο σύλλογος εναυάγησε και απεδείχθη θνησιγενής, όπως οι προ αυτού.
   Εντοσούτω, ο Θεόδωρος δεν απεγοητεύετο, κι εξηκολούθει να περιφέρεται εις εκκλησίας και εις ομηγύρεις, να βγάζη λόγους και να κηρύττη. Ο "αδιάκριτος φίλος" του είπε μια των ημερών.
   - Μα τι τσαμπουνάτε, σεις μερικοί; Το βήμα της εκκλησίας δεν είναι, όπως το βήμα το δικανικόν, το βήμα το πολιτικόν, όπου υπάρχουν ρήτορες και αντιρρήτορες, όπου διακόπτουν ελευθέρως τον αγορεύοντα, όπου δευτερολογούν, και τριτολογούν και συζητούν. Το εκκλησιαστικόν βήμα - ο άμβων - είναι αυστηρόν, αποκλειστικόν, αυθεντικόν. Εις μόνον ομιλεί. Υποτίθεται, ότι λέγει όχι δεδομένα, αλλά συμπεράσματα, παραδεδεγμένα αναμφισβήτητα, δόγματα. Δεν επιτρέπονται εκεί αι αυτοσχέδιαι ανοησίαι. Δια τούτο ο εις εκείνος πρέπει να είναι χρισμένος από την εκκλησίαν / οφείλει να είναι το στόμα της εκκλησίας, επειδή συζήτησις δεν επιτρέπεται, ούτε δευτερολογία, ούτε διακοπή. Ανάγκη άρα να είναι κληρικός. 
   Διατί δεν γίνεσθε παπάδες, επί τέλους, αν είσθε άξιοι. "Εν τω ναώ δουλεύσετε, εν τω ναώ τραφήσεσθε". Όχι, να κάμετε "πορισμόν την ευσέβειαν", άνθρωποι λαϊκοί, κοσμικοί, με στριμμένους μύστακας, με ορθά κολλάρα. Τι καινοτομίαι, τι ξενισμοί, τι λεσχηνείαι είναι αυτά; Προτεστάνται είμεθα ημείς εδώ;
   Ύστερον από την ελευθεροστομίαν αυτήν, εξηφανίσθη επί μήνας ο Θεόδωρος και δεν τον έβλεπε πλέον ο "αδιάκριτος φίλος". Ήκουσε αορίστους φήμας, ότι ο "διδάχος", καθ' όλην την ηλικίαν και το πενιχρόν εξωτερικόν του, εις το κρυπτόν εζήτει να εύρη "νύφη κοκκώνα" και ότι κατέβαλλε πολλάς προσπαθείας προς τούτο. Έλεγαν ότι δύο ή περισσοτέρας φοράς είχε γελασθή έως τώρα, και ότι είχεν υπάγει μάλιστα εις μίαν πόλιν της Πελοποννήσου προς εύρεσιν του ποθουμένου. Πρόσθετον μάλιστα ότι μία παρέα, αγαπώσα μέχρι βαναύσου φορτικότητος να παίζη φάρσες, είχε εκμεταλλευθή την μικροπιστίαν του, και είχε γελάσει εις βάρος του ατυχούς ανθρώπου πολύ απρεπώς.
   Τέλος μίαν εσπέραν περί την δύσιν του ηλίου, ο "αδιάκριτος φίλος" είδε μακρόθεν τον Χρυσοβουλλίδην εις εν πεζοδρόμιον της οδού Ερμού, ολίγον παραπάνω από την Καπνικαρέαν, να τρέχη κατερχόμενος προς τα κάτω. Ο "αδιάκριτος φίλος" εις το αντικρυνόν πεζοδρόμιον ανήρχετο.
   Ο Χρυσοβουλλίδης είδε τον φίλον του, αλλ' έστρεψε βιαστικά το πρόσωπόν προς τον τοίχον κι επροσποιείτο ότι δεν τον είδε. 
   Έβγαλε με την αριστεράν από την τσέπην του το μανδήλιον, κι εκάλυπτε τον μύστακα, ως  να εσκουπίζετο. 
   Τούτο έκαμε τον φίλον του να κυττάξη καλύτερα και τότε είδε καθαρά, ότι ο Θεόδωρος είχε βάψει τον λευκόν μύστακα με κόκκινον χρώμα.
   - Ε, Θεόδωρε! έκραξε γελών ο φίλος / να ιδούμε, αν θα  π ε ρ ά σ η τώρα η  μ π ο γ ι ά  σ ο υ .
   Και είτα επέφερε. 
   - Τώρα είναι καιρός να συστήσης πάλιν κανένα σύλλογον... και να τον ονομάσης "Ανάβαψις". 

("Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ε.Δ. Κολλάρου & Σία ΑΕ, 1976) 

 

1 σχόλιο: