Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Σονέτο 128 του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1564 - 1616) (μετάφραση Διονύσης Καψάλης)

.........................................................





Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

(1564 - 1616)










Σονέτο 128

Τη μουσική σου όταν παίζεις, μουσική μου,
πάνω στο ξύλο που γλυκά αναφωνεί
με την αφή σου, κι απαλά στην ακοή μου
της αρμονίας κυβερνάς την ηδονή,
φθονώ τα πλήκτρα που σκιρτωντας από ρίγος
φιλούν τις ρώγες των δαχτύλων σου, ενώ
τα χείλη μου που τους πρέπει αυτός ο τρύγος
με τέτοιο θράσος κοκκινίζουν στο κενό.
Μ' αυτούς τους ξύλινους πιστούς ν' αλλάζαν θέση,
που των χεριών σου τρέχουν πάνω  τους χοροί,
κι είναι άψυχοι αυτοί, που τους αρέσει,
κι από τα χείλη μου που ζουν πιο τυχεροί.
Δώσ' τους λοιπόν, αφού 'ναι τόσο ερωτύλοι,
τα δάχτυλά σου να φιλούν, κι εγώ τα χείλη.


Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης (Ουίλλιαμ Σαίξπηρ "25 Σονέτα", εκδόσεις "Άγρα", 1998, 2009)
              



Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

30 αριστουργήματα του Πέτερ Μπρέγκελ του Πρεσβύτερου (1525-1569) (http://www.lifo.gr, 20/1/2013)

 ..........................................................

 30 αριστουργήματα του Πέτερ Μπρέγκελ του Πρεσβύτερου (1525-1569)

 Ο ζωγράφος των παραβολών και της ηθογραφίας





















































για τα υπόλοιπα δες εδώ:
 

"Το ελληνικό θέατρο και η λογοτεχνία θρηνούν το χαμό του Παύλου Μάτεσι" (http://www.tovima.gr, 20/1/2013)


..........................................................




Το ελληνικό θέατρο και η λογοτεχνία θρηνούν το χαμό του Παύλου Μάτεσι
Σε ηλικία 80 χρονών - Η κηδεία θα γίνει την Τρίτη από το Κοιμητήριο Παπάγου
Το ελληνικό θέατρο και η λογοτεχνία θρηνούν το χαμό του Παύλου Μάτεσι



 
Η ελληνική λογοτεχνία και το θέατρο θρηνεί το χαμό του θεατρικού συγγραφέα και μυθιστοριογράφου Παύλου Μάτεσι που έφυγε σήμερα Κυριακή το πρωί, σε ηλικία 80 χρονών, μετά από πολύχρονη παραμονή σε ιδιωτικό θεραπευτήριο, ως συνέπεια ενός πρώτου εγκεφαλικού επεισοδίου που είχε πάθει τον Δεκέμβριο του 2010, στη διάρκεια παρακολούθησης μιας θεατρικής παράστασης. ‘Εκτοτε δεν είχε ανακτήσει την ικανότητα του λόγου ενώ η κατάστασή του είχε επιδεινωθεί τον τελευταίο καιρό.
 Ιδιόμορφη προσωπικότητα ο Παύλος Μάτεσις έβαλε τη σφραγίδα του στην ανανέωση του ελληνικού θεατρικού έργου πριν περάσει στο μυθιστόρημα όπου και έγινε γνωστός με την εξαίρετη γραφή του, με έργα που μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.
Κινούμενος πάντα σε ένα πολιτικό πεδίο είχε κατά καιρούς ταράξει τα νερά με τις επισημάνσεις του. Πίστευε πώς «Η πλειοψηφία των πολιτών είναι αυτοκόλλητοι σε ένα λούμπεν φάντασμα ελληνικού π.Χ. παρελθόντος (που όμως η αυθεντική υπόστασή του έχει ορίσει ύπαρξη και πορεία του δυτικού πολιτισμού) και κοκορεύονται πως «όταν εμείς χτίζαμε παρθενώνες, οι άλλοι έτρωγαν βελανίδια», ενώ δεν έχουν ανεβεί ποτέ στην Ακρόπολη. Ωστόσο, υπάρχουν μεμονωμένες νησίδες ατόμων που παράγουν πολιτισμό».

Για το θέατρο του 21ου αιώνα πίστευε ότι πρέπει να είναι: όχι ρεαλισμός, όχι νατουραλισμός, όχι πατριωτισμός και πατριδολαγνεία. Και συμπλήρωνε «Είδαμε ποτέ τον Κάφκα και τον Μπέκετ να είναι εθνικόφρονες; Βεβαίως, ρέει στο αίμα τους ο ρυθμός της γλώσσας τους, ο σφυγμός της χώρας τους. Αλλά αυτό είναι άλλο πράγμα. Ξέρω ότι οι συγγραφείς αναγκάζονται σε ορισμένες κρίσιμες περιόδους να γράψουν για την πατρίδα τους, να επιστρατευθούν. Εμένα δεν μου συνέβη, αν και δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσα να το κάνω». Παρόλα αυτά τα έργα του, θεατρικά και λογοτεχνικά, είναι γεμάτα αναφορές στο αρχαίο παρελθόν μας. «Ναι, γιατί τα μεγάλα ρεύματα της τέχνης που με συνεπήραν τα βρήκα και στην αρχαϊκή Ελλάδα. Προσέξτε, δεν είμαι καθόλου ελληνομανής και ελληνολάγνος. Ο Γκόγια, ο Μότσαρτ και ο Πρωταγόρας ανήκουν σε όποιον τους αγαπάει. Δεν λέω ποτέ "η κληρονομιά μας". Αυτό το "μας" με σκοτώνει».

Στα έργα του θέλησε να αποδώσει το «βαθύχρωμο, αγριεμένο, ωραίο ελληνικό ασυνείδητο. Σκοτεινό, επαναστατικό και επαναστατημένο..». Το πιο γνωστό του μυθιστόρημα είναι «Η μητέρα του σκύλου» μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες. Η ηρωίδα του, Ραραού, θα μείνει στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, μια γυναίκα λαϊκή, υψηλής συναισθηματικής φόρτισης που βίωσε την Κατοχή, την οικογενειακή διαπόμπευση και τη μιζέρια της ζωής με αξιοπρέπεια.

Ο Παύλος Μάτεσις γεννήθηκε το 1933 στο χωριό Δίβρη, στην Πελοπόννησο. Μέχρι τα 19 του έζησε σε πολλές επαρχιακές πόλεις. Σπούδασε θέατρο (πτυχίο ηθοποιού), μουσική (πτυχίο βιολιού), ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά). Δίδαξε υποκριτική (1963-64) στη σχολή Σταυράκου. Διετέλεσε βοηθός - δραματουργός στο Εθνικό Θέατρο, 1971-1973. Έμεινε στο Λονδίνο καθόλη τη διάρκεια του 1969. Έγραψε και σκηνοθέτησε 2 τηλεοπτικές σειρές (ΥΕΝΕΔ 1974-6) και έχει γράψει κείμενα για Floor Show. Η πρώτη παρουσία του στα ελληνικά γράμματα ήταν το 1967 με το θεατρικό έργο "Η τελετή" (θέατρο Ν. Ιωνίας 1967 και Εθνικό Θέατρο 1969) Τα 11 από τα 13 θεατρικά έργα του είναι κυρίως παιγμένα από το Εθνικό Θέατρο. Είχε βραβευτεί πολλές φορές: με Κρατικό Βραβείο Θεάτρου 1966 για το έργο "Η τελετή". Με το έπαθλο "Κάρολος Κουν"-Πόλις των Αθηνών 1989 για το καλύτερο ελληνικό έργο της χρονιάς ("Περιποιητής φυτών"). Με το Βραβείο Ελληνόφωνων Κάτω Ιταλίας (1998) για το μυθιστόρημα του "Η μητέρα του σκύλου". Με το Μέγα Βραβείο Κριτικών θεάτρου έτους 2000. Με το Βραβείο Acerbi (2002) για το μυθιστόρημα "Η μητέρα του σκύλου". Είχε μεταφράσει στα ελληνικά Μρόζεκ. Τζόνσον, Αρτό, Ίψεν, Σέξπηρ κ.ά και στα νέα ελληνικά τα έργα του Αριστοφάνη "Ειρήνη", "Πλούτος", "Βάτραχοι", "Νεφέλαι", "Όρνιθες", "Αχαρνής", "Θεσμοφοριάζουσαι", "Λυσιστράτη".

Τελευταίο του βιβλίο το «Graffito», μια πολιτική, ολίγο αναρχική, αλληγορία για το κοινοβουλευτικό μας σύστημα. Άλλα έργα του «Η μητέρα του σκύλου», «Αλδεβαράν», «Έκθεσις Ιδεών», «Μύρτος», «Ενοικιάζεται φύλακας άγγελος», «Πάντα καλά», «Σκοτεινός οδηγός», «Ύλη δάσους», «Αφροδίτη», «Βιοχημεία», «Η βουή», «Η τελετή», «Περιποιητής φυτών», «Το φάντασμα τρου κυρίου Ραμόν Ναβάρο», «Προς Ελευσίνα»,»Λύκε- λύκε», «Εξορία», «Η καθαίρεση».

Tα μυθιστορήματά του "Η μητέρα του σκύλου" (50η έκδοση), "O Παλαιός των Ημερών" (13η έκδοση) και "Πάντα καλά" (27η έκδοση) κυκλοφορούν σε δεκατέσσερις χώρες, ενώ θεατρικά του έργα έχουν εκδοθεί στην Αγγλία, την Ιταλία, τη Ρουμανία, τη Γαλλία, τη Φινλανδία και το Iσραήλ. ‘

Η κηδεία του Παύλου Μάτεσι θα γίνει την Τρίτη 22 Ιανουαρίου στις 4 το απόγευμα από το Κοιμητήριο Παπάγου.


Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Πέθανε ο Ναγκίσα Όσιμα (http://www.rednotebook.gr, 16/1/2012)

.......................................................

 Πέθανε ο Ναγκίσα Όσιμα*




 
















Αποσπάσματα της "αγόρευσής" του στη δίκη κατά της δημοσίευσης του σεναρίου της Αυτοκρατορίας των Αισθήσεων"- κι ένα κείμενο του Βασίλη Ραφαηλίδη
 
Ο δημιουργός της ταινίας "η Αυτοκρατορία των Αισθήσεων", ο Ιάπωνας Ναγκίσα Όσιμα, άφησε την τελευταία του πνοή σήμερα, σε ηλικία 80 ετών από πνευμονία. Ο Όσιμα γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου του 1932. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες αλλά ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο. Την υπογραφή του φέρουν μερικές από τις σημαντικότερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως η ταινία " Καλά Χριστούγεννα κύριε Λώρενς", το " Αγόρι", " Ο δαίμονας του μεσημεριού", η "παγίδα". Η ταινία "Η Αυτοκρατορία των Αισθήσεων" προκάλεσε τα ήθη της εποχής, με αποτέλεσμα να απαγορευθεί η προβολή της σε πολλές χώρες ή να προβληθεί αργότερα στον δυτικό κόσμο.

Αποσπάσματα της "αγόρευσής" του στη δίκη κατά της δημοσίευσης του σεναρίου της Αυτοκρατορίας των Αισθήσεων"
Η υπόθεση Σάντα Άμπε, πάνω στην οποία βασίστηκε το σενάριο της ταινίας «Αυτοκρατορία των αισθήσεων», διαδραματίστηκε το 1936. Πιο συγκεκριμένα, άρχισε στις 18 Μάιου 1936 κι έκλεισε στις 21 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, με την καταδίκη της Σάντα Άμπε σε 6 χρόνια φυλάκιση. Αν διαβάσουμε, όμως τα πρακτικά της προανάκρισης, στην ερώτηση: «Τι έχετε να πείτε για όλα αυτά;», η Σάντα Άμπε απαντά:

 «Ποτέ ως τώρα δεν έκανα μ’ άλλον άντρα ό,τι έκανα με τον Κίτσι. Ποτέ μέχρι τώρα δεν έτυχε να έχω σχέσεις μ’ άλλους άντρες και να χάνω τον κόσμο… Συχνά διασκέδαζα με άντρες, χωρίς να τους πάρω χρήματα, όταν πίστευα ότι τους αγαπούσα, αλλά χωρίς να φτάσω σ’ αυτό το σημείο, να χάνω τον κόσμο… Κι ανάλογα με τις περιστάσεις χωρίζαμε απλά. […] Μέχρι τώρα, ήταν η λογική που κυριαρχούσε. Μου ‘τυχε συχνά να εκπλαγώ με ορισμένους άντρες, όμως μόνο για τον Κίτσι μπορώ να πω ότι δεν έχω τίποτα να του προσάψω. […] Για μια γυναίκα, είναι τελείως φυσικό ν’ αγαπά ό,τι ιδιαίτερο έχει ο αγαπημένος της.

Βέβαια, αν η κοινωνία μάθει αυτό που μου συνέβη, θα γελάσει. Όμως τυχαίνει συχνά μια γυναίκα να δείχνει ότι αγαπά τελείως, μέχρι τρέλας, ότι ιδιαίτερο έχει ο αγαπημένος της, ακόμα και τα γούστα του. Για παράδειγμα, αν και πρόκειται για ένα πρόχειρο κι εύκολο παράδειγμα: τυχαίνει συχνά, μια γυναίκα να βρίσκει περίφημο το τσάι που άφησε σαν κατακάθι στο φλιτζάνι ο άντρας της, ή να βρίσκει νόστιμα τα’ αποφάγια του. Όταν ένας άντρας «αγοράζει» μια γκέισα, είναι γιατί, σε τελική ανάλυση, θέλει να την έχει αποκλειστικά αυτός, μόνος του. Πιστεύω ότι υπάρχουν σίγουρα γυναίκες που σκέφτονται ή σκέφτηκαν κάποτε να κάνουν ό,τι έκανα εγώ, ακριβώς επειδή είναι πολύ ερωτευμένες όπως επίσης, ότι υπάρχουν κι άλλες που, σκεφτόμενες πως δε ζει κανείς μόνο με αγάπη, δίνουν σημασία μόνο στην υλική πλευρά. Όπως και να ‘χει, αυτό που μοιραία οδηγήθηκα από έρωτα να κάνω, και που μας οδήγησε εδώ που μας οδήγησε, δεν μπορεί ν’ αναχθεί μονάχα στην ερωτομανία»

 Τα λόγια αυτά της Σαντα Άμπε δείχνουν καθαρά πόσο ήταν πιστή, ειλικρινής και εντάξει με τους σεξουαλικούς πόθους της. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η ίδια ορίζει τις σχέσεις της με τον Κίτσι με τη λέξη «έρωτας». Για τη Σάντα Άμπε οι σχέσεις που είχε με τον Κίτσι, δεν ήταν μονάχα σχέσεις για την ικανοποίηση των δικών της σεξουαλικών πόθων, αλλά ήταν αδιάσειστο  και χωρίς αμφιβολία σχέσεις ερωτικές, η υπόθεση Σάντα Άμπε ήταν μια υπόθεση έρωτα. Όμως οι δημοσιογράφοι της εποχής μίλησαν λες και επρόκειτο για μια υπόθεση λαγνείας και φόνου, κι εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, σε κανένα βιβλίο που μιλά για την ιστορία του έρωτα στη σύγχρονη Ιαπωνία, δεν αναφέρεται η υπόθεση Σάντα Άμπε.

 Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται η μεγάλη απόδειξη του πόσο έχει παραμορφωθεί η ιδέα του έρωτα στη σύγχρονη Ιαπωνία. Η ιδέα αυτή βασίζεται στη λαθραία εισαγωγή της χριστιανικής αντίληψης για τη σεξουαλικότητα (λαθραία, μια και ήταν ο «λαθραίος» λαχνός της δυτικοποίησης της Ιαπωνίας) και, κυρίως, της αντίληψης που έχει ο πουριτανός για τη σεξουαλικότητα. Ο έρωτας, λοιπόν, στη σύγχρονη Ιαπωνία στηρίζεται στην άρνηση του σεξουαλικού πόθου. Γιατί όμως, μια τέτοια παραμορφωμένη αντίληψη για τον έρωτα μπόρεσε να ριζώσει;

Όπως μπορούμε να δούμε στα καθαρώς ιαπωνικά μεγάλα έργα της κλασικής λογοτεχνίας, το ιαπωνικό έθνος είχε πάντα μια ευνοϊκή κι ελεύθερη αντίληψη για τη σεξουαλικότητα. Η σεξουαλικότητα σήμαινε έρωτα, σήμαινε ομορφιά. Με την εισαγωγή, όμως αυτών των ξένων πολιτιστικών συστημάτων, όπως ήταν ο βουδισμός και ο κομφουκιανισμός, που είχαν μια καταπιεστική αντίληψη για τη σεξουαλικότητα, με την καταπίεση της γυναίκας απ’ τον άντρα στο οικογενειακό πλαίσιο (χαρακτηριστική των σαμουράι, που έγιναν κυρίαρχη τάξη στις αρχές της αυτοκρατορίας του Έντο) παγιώθηκε στην κυρίαρχη τάξη η ηθική αισχύνη.

Η νέα κυβέρνηση που βγήκε μετά την αποκατάσταση του Μεΐτζι, γύρω στο 1887, κατέπνιξε αυτά τα ελεύθερα ήθη του λαού. […] Η σεξουαλική ηθική του χριστιανισμού, που δεν επιτρέπει τη σεξουαλική πράξη, παρά μόνο εφόσον ο άντρας και η γυναίκα (που έχουν ορκιστεί μπροστά στο Θεό, «τον ένα και μοναδικό θεό») έχουν για σκοπό την τεκνοποίηση, ήταν μια ηθική που ταίριαζε ιδιαίτερα με το ιαπωνικό κράτος της δυναστείας του Μεΐτζι.

 Το κράτος αυτό έκανε τα πάντα για να ενισχύσει πολιτικά το έθνος, στ’ όνομα μιας εθνικής στρατιωτικής κινητοποίησης, που γινόταν υπό την αιγίδα του Αυτοκράτορα, «του ενός και μοναδικού θεού». Έτσι, βλέπουμε την Ιαπωνία της δυναστείας του Μεΐτζι να υιοθετεί την παράδοξη έννοια ενός έρωτα που βασίζεται στην άρνηση της σεξουαλικότητας. […]

Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η δόξα της Σάντα Άμπε. Η Σέκι κι ο Τογιότζι, οι ήρωες της ταινίας Η αυτοκρατορία του πάθους, που γύρισα μετά την Αυτοκρατορία των αισθήσεων, είναι οι επιζώντες αυτού του λαού της επαρχιακής Ιαπωνίας που κράτησε την παράδοση μιας πλούσιας και γεμάτης ζωή σεξουαλικής κουλτούρας. Πέθαναν το 1896 (29ο έτος της δυναστείας του Μεΐτζι), αφού έφτασαν ως α άκρα τον έρωτα και τη σεξουαλικότητά τους. 40 χρόνια αργότερα, η Σάντα Άμπε, απρόσβλητη από τη σεξουαλική ηθική του ιαπωνικού κράτους του Μεΐτζι, φτάνει και αυτή στα άκρα κι ολοκληρώνει το δικό της έρωτα. Η Σάντα και ο Κρίτσι, ο εραστής της, είναι οι επιζώντες του πολιτισμού των βιοτεχνών και εμπόρων της εποχής του Έντο, που διέπλασαν μια κουλτούρα όλο ζωή, όχι μόνο στις ιδέες τους, αλλά ως και στα παιχνίδια τους, στο ντύσιμό τους, στον τρόπο ζωής τους, στον τρόπο που έδειχναν τη σεξουαλικότητά τους. [...]

 Κύριοι δημοσιογράφοι με το κενό πνεύμα σας μπορείτε να φωνάζετε ότι επρόκειτο για «λαγνεία», για «ασέλγεια». Μπορείτε να χαρακτηρίσετε τη Σάντρα  «διεφθαρμένη» ή «ακόλαστη» - όπως θέλετε. Τότε, όμως, οι άνθρωποι του λαού ήξεραν ότι η υπόθεση της Σάντρα Άμπε είχε να κάνει με τον έρωτα όχι τον έρωτα όπως τον εννοεί η παραμορφωμένη αντίληψη της σύγχρονης Ιαπωνίας, μα εκείνον τον έρωτα που δονεί την πρωτόγονη ψυχή των Γιαπωνέζων, που διέσχισαν όλη την ιστορία της Ιαπωνίας μέχρι τη σύγχρονη εποχή, από κείνα τα παλιά, απομακρυσμένα χωριά, όταν η σεξουαλικότητα σήμαινε έρωτα, σήμαινε ομορφιά.

Έκανα την ταινία μου Η αυτοκρατορία των αισθήσεων ενάντια στην εικόνα της Σάντα Άμπε όπως την είχε διαμορφώσει η εξουσία. Σήμερα, η Σάντρα ξαναβρήκε το πραγματικό πρόσωπό της σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Η ιαπωνική εξουσία ας κατάσχει το βιβλίο μου. Η αυτοκρατορία των αισθήσεων η ταινία μου, που βγήκε στους κινηματογράφους της Ιαπωνίας ας έπαθε ότι έπαθε από τη λογοκρισία, όμως η εξουσία δε θα μπορέσει να καταστρέψει τη δική μου εικόνα για τη Σάντα Άμπε. Κανείς δεν πιστεύει πια στην παλιά εικόνα που είχε προπολεμικά διαπλάσει το ιαπωνικό κράτος. Η παρτίδα παίχτηκε, ο αγώνας τελείωσε κέρδισα. Η δημιουργική μου φαντασία κι η φαντασία του λαού που τη στήριξε, κέρδισαν. […]

Χωρίς την αναγνώριση της απόλυτης ελευθερίας του άλλου, δεν υπάρχει έρωτας. Ακόμα και σ’ αυτά τα πλαίσια της σεξουαλικότητας, ο άνθρωπος οφείλει να ξεκινήσει από τούτη την ιδέα: όλα επιτρέπονται. Ο έρωτας αρχίζει απ’ τη στιγμή που αναγνωρίζουμε αυτό το πράγμα – ένας έρωτας που, αναπόφευκτα, αναγκαστικά, συνδέεται με τη σεξουαλικότητα. Ο έρωτας αρχίζει απ’ τη στιγμή που αναγνωρίζουμε ότι μπορούμε να φτάσουμε ελεύθερα, ολοκληρωτικά ως τα άκρα των σεξουαλικών μας πόθων. Ο έρωτας παίρνει υπόσταση απ’ τη στιγμή που αναγνωρίζουμε την πρόθεση του άλλου να φτάσει ελεύθερα, ολοκληρωτικά ως τα άκρα των σεξουαλικών του πόθων.

 Ένας τέτοιος έρωτας δεν μπορεί να γεννηθεί παρά μόνο στα όντα εκείνα, που πιστεύουν ότι ο άνθρωπος είναι εκ γενετής τελείως ελεύθερος, κι ότι όλα (συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικότητας) του επιτρέπονται. Μόνο τα όντα εκείνα που γνωρίζουν αυτή τη μεγάλη χαρά κι αυτή τη μεγάλη θλίψη του να νιώσουν τούτη την ελευθερία, μπορούν ν’ αγαπηθούν. Χρησιμοποιώ τη λέξη «θλίψη», γιατί η συνείδηση ότι ο άνθρωπος είναι τελείως ελεύθερος κι ότι όλα του επιτρέπονται, είναι κάτι το εξαιρετικά τρομακτικό. Κι ύστερα, είναι ανεξάλειπτα γραμμένο στη μοίρα: ο άνθρωπος θα πεθάνει! Ακόμα και για δυο ανθρώπους που αγαπιούνται, δεν υπάρχει τίποτα πιο βέβαιο απ’ το θάνατο. ‘Όμως μπορούμε να πούμε ότι ακριβώς τα άτομα που γνωρίζουν τούτη τη θλίψη, είναι αυτά που μπορούν και να γνωρίσουν τη χαρά του να ζήσουν ελεύθερα και διαφορετικά, τη χαρά του ν’ αγαπήσουν.

Η Σάντα κι ο Κίτσι γεύτηκαν τη χαρά τού να νοιώσουν κι οι δυο τους τελείως απελευθερωμένοι ο Κίτσι, μάλιστα, έφτασε μέχρι του σημείου ν’ αποδεχτεί και το θάνατο. Και μόνο η ύπαρξη των δυο αυτών ατόμων ήταν κάτι το φοβερό για την τότε κρατική εξουσία. Σε μια εποχή όπου οι Ιάπωνες κινητοποιούνταν για να πεθάνουν στο πεδίο της μάχης, υπήρχε ένας άντρας που πέθανε με χαρά, και για να ικανοποιήσει τον έρωτα και τη σεξουαλικότητα μιας γυναίκας. Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου περίεργο ότι ο πρόεδρος του δικαστηρίου που συνέταξε το σκεπτικό της απόφασης, τον βρήκε ότι ήταν «ελευθεριάζον», τον έβρισε, τον δυσφήμησε μέχρι εκεί που δεν πήγαινε άλλο. «Ελευθεριάζον υποκείμενο» - και γιατί αυτό να ‘ναι κακό; Στην Αυτοκρατορία των αισθήσεων υπάρχει μια σκηνή (το παραδέχομαι: είναι λίγο σχηματική), όπου βλέπουμε τον Κίτσι να οδεύει προς το θάνατό του αντίθετα με την πορεία μιας ομάδας στρατιωτών. Η σκηνή αυτή επέχει θέση μιας αποχαιρετιστήριας ανθοδέσμης μου σ’ έναν άντρα που είμαι πεπεισμένος γι’ αυτό που λέω, αποτελεί πρότυπο του Ιάπωνα…

Πηγή: Nagisa Oshima,  έκδοση του 35ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 1994


Κι ένα κείμενο του Βασίλη Ραφαηλίδη

«Θα πρέπει να πούμε κατ’ αρχήν πριν προχωρήσουμε, πως τούτη η ταινία θα ήταν δυνατό να χαρακτηριστεί σαν «πορνό» αφού οι δυο ήρωες κάνουν ακατάπαυστα έρωτα, και μάλιστα «σκληρό πορνό», αφού η κάμερα του Όσιμα παίρνοντας τη θέση της αδιάφορης αμέτοχης και «ασυγκίνητης» φύσης καταγράφει τα πάντα χωρίς αιδώ.

 Όμως, τούτη ακριβώς η μη συμμετοχή της κάμερα στα τεκταινόμενα διαφοροποιεί κατ’ αρχήν την Αυτοκρατορία των αισθήσεων από το πορνό με την τρέχουσα έννοια, στο οποίο ο φακός παίρνει σταθερά τη θέση του ματιού ενός ευκίνητου και επιδέξιου ηδονοβλεψία που αδιαφορεί για τα πάντα εκτός από το «θέαμα». Άλλωστε, αν αντικαταστήσουμε τον λανθασμένο όρο «πορνό» με τον σωστότερο «ερωτική ταινία», το φιλμ του Όσιμα δεν είναι καν μια ερωτική ταινία, αλλά ένα δοκίμιο πάνω στον ερωτισμό, πάνω στην αδιαφορία της φύσης για κάθε είδους για κάθε είδους εννοιολογικούς διαχωρισμούς και λογικολεκτικές τακτοποιήσεις. Ο έρωτας στην πιο απλή και στοιχειώδη του έκφανση που είναι το σεξ, είναι ένα απλό φυσικό και βιολογικό γεγονός, όπως ακριβώς η γέννηση και ο θάνατος που κι’ αυτά, όπως και το σεξ, ηθικοποιήθηκαν σύμφωνα με την ορολογία του Ράιχ, ώστε να ελέγχεται η ύπαρξή μας απ’ τους κρατούντες σ’ ολόκληρη την πορεία της, απ’ το πέρασμα απ’ την ανυπαρξία στην ύπαρξη (γέννηση) μέχρι το πέρασμα απ’ την ύπαρξη στην ανυπαρξία (θάνατος). Το μεταξύ των δύο ορίων διάστημα ονομάζεται ζωή, και τούτη τη ζωή οι κρατούντες μας απαγορεύουν να τη ζήσουμε με πληρότητα, δίνοντάς μας για ανταμοιβή μια άλλη φανταστική, όπου όλα τα ένστικτα που συντηρούν ή καταστρέφουν τη ζωή χάνουν βέβαια το νόημά τους

 Το γεγονός πως η ιστορία που αφηγείται ο Όσιμα είναι πραγματική – συνέβη το 1936, σε περίοδο πλήρους άνθισης του ιαπωνικού μιλιταρισμού – δηλώνει, κατ’ αρχήν, πως η σεξουαλικότητα είναι επιπλέον μια κατάσταση «ιστορική», δηλαδή κάθε άλλο παρά μεταφυσική ή έστω απλά αφηρημένη και απροσδιόριστη (καταφεύγουμε και πάλι στο Ράιχ). Και σαν τέτοια υπηρετεί κάποια συμφέροντα. Στην περίπτωση τής πλήρους και ανήθικης λειτουργίας του σεξουαλικού ενστίκτου, τα συμφέροντα που αυτό υπηρετεί είναι καθαρά και απόλυτα εγωιστικά: Το ένστικτο βρίσκετε στην υπηρεσία του ατόμου και μόνο. Όμως όταν αυτά τα συμφέροντα συμπέσουν με τα γενικά, το σεξ αυτόματα κοινωνικοποιείται και πολιτικοποιείται. (πρόκειται γι’ αυτό που ονομάστηκε «σεξ – πολ», και που ο σιτουασινισμός το κληρονόμησε απ’ τους πολιτικοποιημένους επιγόνους του Φρόυντ, κυρίως τον Μαρκούζε και τον Ράιχ.

 Στην περίπτωση της ταινίας, το σεξ πετάει στο περιθώριο της ιστορίας της μιλιταριστικής Ιαπωνίας τους δυο ήρωες, κι αυτή η «φυσική» άρνηση συμμετοχής σε μια ιστορία που αρνείται τη ζωή είναι μια πράξη ασυνείδητα πολιτική. Γι’ αυτό ακριβώς ο ευνουχισμός του ήρωα της ταινίας απ’ την ερωμένη του γίνεται με ενθουσιασμό δεκτή απ’ την ιαπωνική κοινή γνώμη.

 Όμως, τούτος ο από αγάπη ευνουχισμός δεν είναι μια πράξη διαστροφής αλλά η φυσική ζεύξη του έρωτα με το θάνατο, ή καλύτερα μια τελετουργία του έρωτα, που κάθε φορά καταλήγει στο πρόσκαιρο χάσιμο της συνείδησης μέσα απ’ τον οργασμό, που είναι ένα είδος «άσκησης θανάτου». Αυτό ακριβώς είναι και το θέμα της ταινίας.

 Γίνεται φανερό απ’ τα παραπάνω πως ο κατ’ εξοχήν «ευρωπαίος» Ιάπωνας σκηνοθέτης Ναγκίζα Όσιμα στέκεται δίπλα στις απόψεις του Ζωρζ Μπατάιγ. (Η παραπομπή στην Ιστορία του ματιού είναι ολοφάνερη στη σκηνή του αυγού). Άλλωστε, η προβληματική της ταινίας στο σύνολό της βρίσκεται πολύ πιο κοντά στη «φυσική» κατάργηση των ορίων ανάμεσα στον έρωτα και το θάνατο όπως την αντιλαμβάνεται ο Μπατάιγ κι όχι ο Φρόιντ ή ο Σαντ».

Βασίλης Ραφαηλίδης, Βήμα, 23 Δεκεμβρίου 1980 (Λεξικό ταινιών τόμος lll, εκδόσεις Αιγόκερος,  Αθήνα 1982)


Πηγή: koinotopia.gr



Δες εδώ ένα πολύ καλό αφιέρωμα στον Όσιμα:

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Από τον "'Αμλετ" του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (Πράξη Δ', σκηνή 4) / Σαν συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης...

.........................................................

Από τον "'Αμλετ" του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
(Πράξη Δ', σκηνή 4, μτφ. Γιώργος Χειμωνάς)





Σαν συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης...

...ΑΜΛΕΤ: ...Όλα με απειλούν. Κι όσα τυχαία γίνονται επίτηδες
για να με ερεθίζουν. Να προκαλούν την κούφια μου 
                                                                          εκδίκηση
Ένα κτήνος είναι ο άνθρωπος, που κοιμάται
και ξυπνάει μονάχα για να φάει σαν το κτήνος. Δεν άξιζε
την δωρεά του χρόνου. Άδικα η φύση φύσηξε μέσα μας
τον λόγο που ήταν προορισμένος για να γίνει 
η μνήμη και η πρόβλεψη του κόσμου, κι αυτός ο νους
που είναι Θεός μέσα μας άδικα μας κατοίκησε
Γιατί ποτέ δε θα πάρουμε ό,τι έχει να μας δώσει

Με αμνησία ζώου. Με τον δισταγμό του άνανδρου
Με υποχόνδρια περίσκεψη που συσκοτίζει το πνεύμα μου
και δεν ξέρω που σταματά η επίγνωση και πού αρχίζει
η δειλία. Με απελπισμένη σύγχυση παραμιλάω
για κάποια ξεθυμασμένη πράξη που οφείλω.
Αυτή θα είναι ως το τέλος η ζωή μου; Ενώ μπορώ.
Όλα τα έχω. Αιτία θέληση δύναμη και τρόπο

Και ογκόλιθοι τα πράγματα πέφτουν απάνω μου
και με παρασέρνουν. Αυτή εδώ η στρατιά
Η αναρίθμητη η σιδερόφραχτη. Ο πρίγκηπάς της
ο θαμπός από αλάβαστρο. Τρυφερός στρατηγός υπέρμαχος
προπορεύεται και η ιδέα τον εμψυχώνει και προκαλεί 
                                                                               /με έπαρση 
το αόρατο το ανύπαρχτο γεγονός. Το προκαλεί να υπάρξει
Με ευγένεια υψώνει την άτολμη ζωή του εμπρός
στην τόλμη την  ακατανίκητη της μοίρας και του θανάτου
Αν γενναιότητα είναι να μάχεσαι για τα μεγάλα
Είναι μεγαλωσύνη να μάχεσαι όταν κι ένας ίσκιος μονάχα
περ'άσει πάνω από την τιμή σου...
                


Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Θεραπευτική η ανάγνωση κλασικών έργων λογοτεχνίας (14 Ιαν 2013 | tvxsteam tvxs.gr)

..........................................................

Θεραπευτική η ανάγνωση κλασικών έργων λογοτεχνίας

tvxs.gr/node/116666
 


Όσοι διαβάζουν κλασικά λογοτεχνικά έργα όπως του Σαίξπηρ, καθώς και ποίηση υψηλού επιπέδου, ωφελούν περισσότερο τον εγκέφαλό τους από ό,τι αν διάβαζαν τα διάφορα βιβλία αυτο-βοήθειας, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα.
 
Οι ερευνητές του πανεπιστημίου του Λίβερπουλ παρακολούθησαν την εγκεφαλική δραστηριότητα σε εθελοντές που διάβαζαν έργα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ποιήματα του Τ.Σ. Έλιοτ κι άλλων γνωστών λογοτεχνών. Οι επιστήμονες, σύμφωνα με τη βρετανική Telegraph διαπίστωσαν ότι όσο πιο απαιτητικά ήσαν τα αναγνώσματα, τόσο πιο έντονη ήταν η ηλεκτρική δραστηριότητα στον εγκέφαλο, βοηθώντας έτσι στην αναζωογόνησή του, στην τόνωση της προσοχής των αναγνωστών και στην καλλιέργεια της ικανότητας στοχασμού (μιας μάλλον ξεχασμένης ιδιότητας στη γρήγορη ηλεκτρονική εποχή μας).

 
Όσο πιο ασυνήθιστες λέξεις, πιο αναπάντεχες φράσεις, προτάσεις με δύσκολη σύνταξη και με βαθιά νοήματα συναντούσαν οι εθελοντές αναγνώστες, τόσο περισσότερο «άναβαν» συγκεκριμένα κέντρα του εγκεφάλου τους, ο οποίος φαινόταν να «ανεβάζει ταχύτητα» για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του βιβλίου.
 
Ιδίως η ανάγνωση έργων ποίησης (που στην εποχή μας φαίνεται να χάνει έδαφος μεταξύ του αναγνωστικού κοινού), σύμφωνα με τους ερευνητές, τονώνει σημαντικά τη δραστηριότητα στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου, το οποίο, μεταξύ άλλων, σχετίζεται με την λεγόμενη «αυτοβιογραφική μνήμη» βοηθώντας έτσι τον αναγνώστη να κάνει αναδρομές στο παρελθόν και να στοχαστεί ξανά για τις δικές του εμπειρίες υπό το φως των όσων διαβάζει.
 
Όλα αυτά, σύμφωνα με τον καθηγητή Φίλιπ Ντέιβις, δείχνουν ότι η ποιοτική λογοτεχνία είναι σαφώς πιο χρήσιμη από τα αυτοδιαφημιζόμενα βιβλία αυτο-βοήθειας, που είναι γεμάτα με απλές πρακτικές συμβουλές προς τους ανθρώπους για να κάνουν τη ζωή τους καλύτερη. «Η έρευνα δείχνει τη δύναμη της λογοτεχνίας να μεταβάλει τις νοητικές διαδρομές, να δημιουργεί νέες σκέψεις και διασυνδέσεις τόσο στους νέους, όσο και στους ηλικιωμένους», ανέφερε.
 
Οι ερευνητές παρακολούθησαν τον εγκέφαλο 30 εθελοντών που σε πρώτη φάση διάβασαν το πρωτότυπο κείμενο διαφόρων έργων του Σαίξπηρ (Βασιλιάς Ληρ, Οθέλλος, Μάκβεθ, Κοριολανός), ενώ σε δεύτερο στάδιο διάβασαν τα ίδια έργα, αλλά σε απλούστερη γλωσσική μορφή. Το πείραμα έδειξε μία σαφή διαφορά στην εγκεφαλική δραστηριότητα ανάμεσα στις δύο φάσεις, καθώς η ανάγνωση του πρωτότυπου Σαίξπηρ τόνωσε σημαντικά την ηλεκτρική δραστηριοποίηση συγκεκριμένων εγκεφαλικών κέντρων, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στην κατανόηση του κειμένου, με το οποίο -αντίθετα με το κείμενο στην καθομιλουμένη γλώσσα- δεν ήσαν εξοικειωμένοι οι αναγνώστες-εθελοντές.
 
Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτή η δυσκολία είναι που εξασκεί την προσοχή και τη συγκέντρωση του νου και, τελικά, την ικανότητα στοχασμού και αυτοπαρατήρησης.
 
Κάτι που δεν μπορούν να κάνουν τα σκοπίμως εύκολα βιβλία αυτο-βοήθειας και γενικότερα η εύπεπτη λογοτεχνία.
 
Οι Βρετανοί ερευνητές σχεδιάζουν, μεταξύ άλλων, σε συνεργασία με συναδέλφους τους από το University College του Λονδίνου, μια νέα μελέτη για τις επιπτώσεις της ανάγνωσης λογοτεχνικών βιβλίων σε ασθενείς με άνοια.

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

«Το άγνωστο αεροπλάνο» / Μια ιστορία του Τζάννι Ροντάρι - αφιερωμένο στη μνήμη του Μάκη Στάθη...

..............................................................






      «Το άγνωστο αεροπλάνο"*
                         
 Μια ιστορία του Τζάννι Ροντάρι



-          Διοικητά, ένα άγνωστο αεροπλάνο ζητάει να προσγειωθεί.

-          Ένα άγνωστο αεροπλάνο; Και πώς έφτασε ίσαμε εδώ;

-          Δεν ξέρω, διοικητά. Εμείς δε λάβαμε κανένα σήμα. Ο πιλότος λέει πως του τελειώνουν τα καύσιμα και πως θα προσγειωθεί είτε του το επιτρέπουμε είτε όχι. Περίεργος τύπος, διοικητά.

-          Περίεργος;

-          Λίγο παλαβός. Πριν από λίγο τον άκουγα να μουρμουράει στο ασύρματο : «Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν μπορεί να με σταματήσει…»

-         Ας τον αφήσουμε να κατέβει για να μην έχουμε κανένα πρόβλημα.

   Το σκάφος προσγειώθηκε στο μικρό αεροδρόμιο, στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, στις 23.27 ακριβώς. Τριάντα τρία λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα. Κι όχι οποιαδήποτε μεσάνυχτα αλλά τα πιο σημαντικά της χρονιάς. Ήταν το βράδυ της 31ης Δεκεμβρίου και σε όλη τη χώρα εκατομμύρια άνθρωποι ξενυχτούσαν περιμένοντας την αλλαγή του χρόνου.

   Ο άγνωστος αεροπόρος πήδηξε σβέλτα στη γη κι άρχισε αμέσως να δίνει διαταγές:

-         Ξεφορτώστε τα μπαούλα μου. Προσέξτε, είναι δώδεκα. Θα χρειαστούν τρία ταξί για τη μεταφορά τους. Μπορεί κάποιος να κάνει ένα τηλεφώνημα;

-         Ίσως ναι, ίσως όχι, απάντησε απλά ο διοικητής του αεροδρομίου. Πρέπει πρώτα να διευκρινίσουμε ορισμένα πραγματάκια, δε νομίζετε;

-         Δε βλέπω το λόγο, είπε χαμογελαστά ο αεροπόρος.

-         Εγώ όμως τον βλέπω, απάντησε ο διοικητής. Σας παρακαλώ, λοιπόν, να μου δώσετε τα χαρτιά σας και τα λεπτά του αεροπλάνου.

-         Λυπάμαι, αλλά αυτό δε γίνεται.

    Ο τόνος της φωνής του ήταν τόσο αποφασιστικός, που ο διοικητής λίγο έλειψε να χάσει την ψυχραιμία του.

-         Όπως νομίζετε, είπε μετά από λίγο, όμως σας παρακαλώ να με ακολουθήσετε.

   Ο αεροπόρος έκανε μια ελαφρά υπόκλιση, μια κίνηση που ο διοικητής τη βρήκε υπερβολική. «Μα καλά, με κοροϊδεύει;» σκέφτηκε. «Α, όλα κι όλα, από το αεροδρόμιό μου, πάντως, δεν πρόκειται να φύγει μ’ αυτό το είδος του άρχοντα».

-         Ξέρετε, είπε στο μεταξύ ο μυστηριώδης ταξιδιώτης, με περιμένουν. Με περιμένουν, και μάλιστα με τρελή ανυπομονησία.

-         Για τη γιορτή της παραμονής υποθέτω;

-         Ακριβώς, αγαπητέ διοικητά.

-         Εγώ, αντίθετα, όπως βλέπετε, είμαι σε υπηρεσία και θα περάσω τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς στο αεροδρόμιο. Αν συνεχίσετε να μη θέλετε να μου δείξετε τα χαρτιά σας, θα μου κρατήσετε συντροφιά.

   Ο άγνωστος (που στο μεταξύ είχαν μπει μαζί σε ένα μικρό γραφείο) βολεύτηκε σε μια πολυθρόνα, άναψε την πίπα του κι άρχισε να ρίχνει γύρω του περίεργες ματιές, σαν να διασκέδαζε.

-         Τα χαρτιά μου; Μα τα έχετε ήδη, διοικητά.

-         Μπα; Μου τα βάλατε στην τσέπη με κάποιο ταχυδακτυλουργικό κόλπο; Και τώρα θα βγει από τη μύτη μου ένα αυγό και από το αυτί μου ένα ρολόι;

   Ο άγνωστος δεν απάντησε, μόνο έδειξε το ημερολόγιο του νέου έτους, που κρεμόταν στον τοίχο πίσω από το γραφείο, ανοιχτό στην πρώτη σελίδα.

-          Να τα χαρτιά μου. Εγώ είμαι ο Χρόνος. Στα δώδεκα μπαούλα μου είναι οι δώδεκα μήνες που θ’ αρχίσουν να κυλάν μετά από… σταθείτε να δούμε… από είκοσι εννιά λεπτά.

Ο διοικητής δεν το έβαλε κάτω.

-          Αν εσείς είσαστε ο Χρόνος, είπε, τότε εγώ είμαι αεριωθούμενο. Βλέπω πως έχετε όρεξη για αστεία. Πολύ καλά λοιπόν. Θα περάσουμε καλά μαζί. Σας πειράζει να ανοίξω την τηλεόραση; Δε θα ήθελα να χάσω την αναγγελία της αλλαγής του χρόνου.

-          Ανοίξτε την, ανοίξτε την. Όσο με κρατάτε όμως εδώ δεν πρόκειται να υπάρξει καμία αναγγελία.

Στην τηλεόραση έπαιζαν ένα πρόγραμμα ποικίλου περιεχομένου, με τραγούδια και διάφορα άλλα. Κάθε τόσο μια χαριτωμένη παρουσιάστρια κοίταζε ένα μεγάλο ρολόι που κρεμόταν πίσω από την ορχήστρα, ακριβώς πάνω από το κεφάλι του ντράμερ, κι έλεγε:

-          Μένουν είκοσι πέντε λεπτά για να μπει ο καινούργιος χρόνος. Μένουν είκοσι δύο λεπτά…

   Ο άγνωστος αεροπόρος φαινόταν να απολαμβάνει το πρόγραμμα με την ψυχή του. Σιγοτραγουδούσε, χτυπούσε το πόδι του στο ρυθμό της ορχήστρας, ξεκαρδιζόταν με τα αστεία των κωμικών…

-          Σε ένα λεπτό θα είναι μεσάνυχτα, χαμογέλασε ο διοικητής. Λυπάμαι που δεν μπορώ να σας προσφέρω σαμπάνια. Δεν πίνω ποτέ σε ώρα υπηρεσίας.

-          Ευχαριστώ, αλλά δε μας χρειάζεται σαμπάνια. Από τούτη τη στιγμή και μετά ο χρόνος θα πάψει να κυλά. Ρίξτε μια ματιά στο ρολόι σας.

   Ο διοικητής υπάκουσε μηχανικά. Κοίταξε το καντράν, το κόλλησε στο αυτί του. «Περίεργο» σκέφτηκε. «Το ρολόι λειτουργεί, αλλά ο λεπτοδείχτης χάλασε και δε γυρίζει πια».

   Άρχισε, λοιπόν, να μετράει από μέσα του τα δευτερόλεπτα. Μέτρησε εξήντα και στράφηκε να κοιτάξει πάλι το ρολόι. Οι δείχτες συνέχιζαν να είναι σταματημένοι ένα λεπτό πριν από τα μεσάνυχτα. Ακόμα και οι δείχτες του μεγάλου ρολογιού ήταν ακίνητοι. Η παρουσιάστρια, μ’ ένα κάπως αμήχανο χαμόγελο, έλεγε:

-          Φαίνεται πως υπάρχει κάποιο μικρό πρόβλημα…

   Μουσικοί, τραγουδιστές, κωμικοί, θεατές, λες και είχε δοθεί κάποιο σύνθημα, άρχισαν να κοιτάζουν τα ρολόγια τους, να τα κουνάν, να τα φέρνουν δίπλα στ’ αυτί τους με ύφος έκπληκτο. Σύντομα όλοι διαπίστωσαν πως οι δείχτες δεν κουνιόντουσαν πια.

-          Ο χρόνος σταμάτησε, φώναξε κάποιος αστειευόμενος. Μπορεί να ήπιε πολλή σαμπάνια και να τον πήρε ο ύπνος πριν από τα μεσάνυχτα.

   Ο διοικητής του αεροδρομίου έριξε μια τρομοκρατημένη ματιά στον περίεργο ξένο, που από τη γωνιά του χαμογελούσε ευγενικά.

-          Είδατε; Εσείς φταίτε.

-          Δηλαδή; Γιατί φταίω εγώ;

-          Δεν έχετε ακόμα πειστεί πως είμαι ο Χρόνος; Κοιτάξτε αυτό το τριαντάφυλλο (υπήρχε ένα τριαντάφυλλο πάνω στο γραφείο ολόδροσο, γιατί άρεσε στο διοικητή να έχει πάντα γύρω του ένα λουλούδι). Θέλετε να δείτε τι θα πάθει αν το αγγίξω;

   Ο άγνωστος πλησίασε το γραφείο και φύσηξε απαλά το τριαντάφυλλο. Τα πέταλα έπεσαν όλα μαζί, ζαρωμένα, στεγνά και θρυμματίστηκαν, έγιναν ένας μικρός σωρός σκόνης…

   Ο διοικητής πετάχτηκε ορθός και όρμησε στο τηλέφωνο.

   Κάποτε τα νέα ταξίδευαν στον κόσμο με άλογα και χρειαζόταν πολύς καιρός για να κάνουν το γύρο του κόσμου. Για παράδειγμα, η είδηση πως είχε ξεσπάσει πόλεμος στην Μπρισγκοβία έφτανε στην Μπρισλανδία όταν ο πόλεμος είχε πια τελειώσει κι όταν οι στρατιώτες – όσοι είχαν επιζήσει – είχαν πια επιστρέψει στα σπίτια τους.

   Σήμερα το ραδιόφωνο και η τηλεόραση καλύπτουν όλη την επιφάνεια του πλανήτη μέσω ενός τεράστιου κι ευαίσθητου δικτύου. Τα νέα αιχμαλωτίζονται σ’ αυτό το δίκτυο σαν ψαράκια και μέσα σε λίγα λεπτά πηγαίνουν από τον έναν πόλο στον άλλο.

   Λίγο μετά το τηλεφώνημα του διοικητή στον υπουργό όλοι γνώριζαν ήδη, από την Αμερική μέχρι τη Σιγκαπούρη κι από την Τανζανία μέχρι το Νοβοσιμπιρίσκ, πως ο Χρόνος είχε σταματήσει σε ένα μικρό αεροδρόμιο επειδή δεν είχε χαρτιά. Εκατομμύρια άνθρωποι που περίμεναν τα μεσάνυχτα  για ν’ ανοίξουν τις σαμπάνιες έσπασαν από τη βιασύνη τους τους λαιμούς των μπουκαλιών κι αντάλλαξαν ενθουσιώδεις ευχές Γιορταστικά λεφούσια κατέβηκαν στους δρόμους του Μιλάνου, του Παρισιού, της Γενεύης, της Βαρσοβίας, του Λονδίνου και τα Λοιπά – γράφοντας με κεφαλαίο τα Λοιπά εννοούμε όλες τις πόλεις που είναι αδύνατον να ονομάσουμε μία μία.

-          Ζήτω! Φώναζε ο κόσμος σε όλες τις γλώσσες. Ο χρόνος σταμάτησε! Δε θα γερνάμε πια! Δε θα πεθάνουμε ποτέ!

     Ο διοικητής του αεροδρομίου ήταν διαρκώς πάνω από το τηλέφωνο. Τον καλούσαν από όλα τα μέρη του κόσμου για να του πουν:

-          Μην τον αφήσετε να το κουνήσει ρούπι!

-          Φορέστε του χειροπέδες!

-          Αρπάξτε τον απ’ το λαιμό!

-          Ρίξτε του υπνωτικό στο ποτήρι!

-          Όχι υπνωτικό, ποντικοφάρμακο να του δώσετε!

   Ο πρωθυπουργός είχε ενημερώσει τους συνεργάτες του και είχε συγκαλέσει συμβούλιο με θέμα: «Ποια μέτρα πρέπει να λάβουμε. Η σύλληψη του Χρόνου να μετατραπεί σε φυλάκιση ή να τον αφήσουμε ελεύθερο;

   Ο υπουργός Εσωτερικών ωρυόταν:

-          Να τον αφήσουμε ελεύθερο; Με καμία δύναμη! Αν αρχίσουμε να επιτρέπουμε στους ανθρώπους να τριγυρίζουμε χωρίς χαρτιά, φίδι που μας έφαγε. Αυτός ο κύριος πρέπει να μας πει όνομα, επίθετο, όνομα πατρός, τόπο γεννήσεως, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό, πόλη, υπηκοότητα, νούμερο διαβατηρίου, νούμερο παπουτσιού, νούμερο καπέλου. Πρέπει να μας δείξει πιστοποιητικό εμβολιασμών, πιστοποιητικό καλής διαγωγής, απολυτήριο της έκτης δημοτικού, φορολογική ενημερότητα. Κι έπειτα, δεν είπε πως έχει δώδεκα μπαούλα; Έχει πληρώσει τελωνείο; Αρνείται να τα ανοίξει… κι αν έχουν μέσα βόμβες;

   Ο υπουργός ήταν εβδομήντα δύο χρονών και, όπως καταλαβαίνετε, είχε κάθε λόγο να θέλει να παραμείνει το ρολόι σταματημένο…

   Οι υπουργοί αποφάσισαν να ζητήσουν τη γνώμη των Ενωμένων Εθνών. Στα Ενωμένα Έθνη εκείνη την ώρα βρισκόταν μόνο ο θυρωρός. Όλοι οι αντιπρόσωποι είχαν κατέβει στους δρόμους να γιορτάσουν.

-          Πόσο χρόνο χρειαζόμαστε για να συγκαλέσουμε Γενική Συνέλευση;

-          Καμιά δεκαπενταριά μέρες… Αν όμως ο Χρόνος δεν κυλά, δε θα περάσουν ούτε οι δεκαπέντε μέρες και η Συνέλευση δε θα μπορεί να συγκληθεί.

   Κι αυτή η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου, μεγαλώνοντας τη γενική ευθυμία.

   Μετά από λίγο…

   Ορίστε, βλέπετε, αυτή η φράση  δε θα μπορούσε πια να γραφτεί. Αν ο Χρόνος σταματούσε, η λέξη «μετά» δε θα είχε πια νόημα.

   Ας πούμε, λοιπόν, πως ένα παιδί, που ξύπνησε από τη φασαρία κι έμαθε τι είχε συμβεί, έβαλε κάτω τη λογική του κι άρχισε να γκρινιάζει:

-          Τι θα είναι πάντα τώρα; Δηλαδή δε θα μεγαλώσω ποτέ; Θα τρώω όλη μου τη ζωή σφαλιάρες από τον μπαμπά; Θα πρέπει να λύνω συνεχώς προβλήματα με μπακάληδες που αγοράζουν λάδι και βάζουν τους μαθητές να βρίσκουν πόσα ξοδεύουν και πόσα κερδίζουν; Α, όχι, ευχαριστώ! Δε δέχομαι.

   Όρμησε, λοιπόν, κι αυτό στο τηλέφωνο για να ειδοποιήσει τους φίλους του. Αυτοί οι φίλοι είχαν με τη σειρά τους, άλλους φίλους, αδέρφια, ξαδέρφια, συγγενείς. Το τηλέφωνο πήρε φωτιά από τα τηλεφωνήματά τους.

   Τα παιδιά δεν έχασαν το χρόνο τους με λόγια. Έριξαν το παλτό τους  πάνω από την πιτζάμα τους και κατέβηκαν κι αυτά στους δρόμους να διαδηλώσουν. Οι φωνές τους όμως και τα πανό που βαστούσαν στα χέρια τους ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά των άλλων διαδηλωτών:

-          Ελευθερώστε το Χρόνο!

-          Δε θέλουμε να μείνουμε για πάντα μυξιάρικα!

-          Θέλουμε να μεγαλώσουμε!

-          Θέλω να γίνω μηχανικός!

-          Θέλω να έρθει το καλοκαίρι να πάω στη θάλασσα!

-          Ασυνείδητοι! Σχολίαζε ένας περαστικός. Σε μια τέτοια ιστορική στιγμή αυτοί σκέφτονται τα μπάνια στη θάλασσα.

-          Και όμως, είπε ένας άλλος περαστικός, δε ένα τουλάχιστον σημείο έχουν δίκιο: Αν ο Χρόνος δε κυλά πια, θα είναι πάντα 31 Δεκεμβρίου…

-          Θα είναι πάντα χειμώνας…

-          Θα είναι πάντα μεσάνυχτα παρά ένα λεπτό! Δε θα ξαναδούμε τον ήλιο να ανατέλλει!

-          Ο σύζυγός μου λείπει σε ταξίδι, αναστέναξε μια κυρία. Πώς θα μπορέσει να γυρίσει σπίτι αν ο Χρόνος δεν κυλά;

   Ένας άρρωστος στο κρεβάτι του βογκούσε:

-          Οχ, οχ… Τώρα βρήκε να σταματήσει ο Χρόνος, τώρα που έχω πονοκέφαλο; Θα έχω, λοιπόν, πονοκέφαλο για πάντα;

   Ένας φυλακισμένος, γραπωμένος από τα κάγκελα της φυλακής του, αναρωτιόταν θλιμμένος:

-          Δε θα είμαι ποτέ ξανά ελεύθερος;

   Οι χωρικοί μουρμούραγαν:

-          Με τη συγκομιδή θα έχουμε πρόβλημα… Αν δεν περνάει ο Χρόνος, αν δεν ξανάρθει η άνοιξη, θα παγώσουν όλα… Δε θα έχουμε τίποτα να φάμε.

   Στο τέλος ο διοικητής του αεροδρομίου άρχισε να λαβαίνει πανικόβλητα τηλεφωνήματα:

-          Λοιπόν, θα τον αφήσετε επιτέλους να φύγει; Περιμένω μια επιταγή. Αν ο Χρόνος δεν μπορεί να κυλήσει, θα μου τη στείλετε εσείς;

-          Διοικητά, ελευθερώστε το Χρόνο, για όνομα του Θεού. Έχουμε μια βρύση που τρέχει κι αν δεν έρθει το αύριο δεν μπορούμε να φωνάξουμε τον υδραυλικό.

   Ο Χρόνος, βολεμένος στην πολυθρόνα του, συνέχιζε να καπνίζει την πίπα του χαμογελαστός.

-          Μα τι να κάνω; Παραπονιόταν ο διοικητής. Ο ένας λέει το κοντό του κι ο άλλος το μακρύ του… Εγώ νίπτω τας χείρας μου. Θα σας αφήσω να φύγετε…

-          Ωραία, ευχαριστώ.

-          Μα έτσι… χωρίς διαταγή των ανωτέρων… Θέτω σε κίνδυνο την καριέρα μου, το καταλαβαίνετε;

-          Ε, τότε, κρατήστε με εδώ. Εγώ είμαι μια χαρά.

   Χτύπησε πάλι το τηλέφωνο:

-          Έπιασε πυρκαγιά! Αν δεν κυλήσει ο Χρόνος, δεν θα έρθουν οι πυροσβέστες! Θα καούν όλα! Θα καούμε όλοι! Στο σπίτι υπάρχουν γέροι και παιδιά… Κάντε κάτι, κύριε διοικητά!

   Τότε λοιπόν, ο διοικητής σήκωσε τη γροθιά του και χτύπησε με δύναμη το γραφείο.

-          Φτάνει λοιπόν, ότι θέλει ας γίνει. Παίρνω εγώ την ευθύνη. Πηγαίνετε, είστε ελεύθερος.

   Ο Χρόνος πετάχτηκε όρθιος

-          Επιτρέψτε μου να σας σφίξω το χέρι κύριε διοικητά. Είσαστε άνθρωπος με μεγάλη καρδιά.

   Ο διοικητής του άνοιξε την πόρτα. Οι δείχτες των ρολογιών ξανάρχισαν να προχωράνε. Εξήντα δευτερόλεπτα αργότερα χτύπησαν μεσάνυχτα και τα πυροτεχνήματα εκτοξεύτηκαν στον ουρανό. Η καινούργια χρονιά άρχιζε.  

  





*: από το βιβλίο του Τζ.Ροντάρι "Χαμένος στην τηλεόραση και άλλες ιστορίες σε τροχιά" σε απόδοση της Μελίνας Καρακώστα (εκδόσεις Πατάκη)