Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

"Νεράιδες" του Δημήτρη Ζερβουδάκη - από τα αγαπημένα τραγούδια

.............................................................


"Νεράιδες"
του Δημήτρη Ζερβουδάκη


Στίχοι: Δημήτρης Ζερβουδάκης & Γιάννης Μήτσης
Μουσική: Δημήτρης Ζερβουδάκης

Τριγύρω μου χορεύουνε ολόλευκες νιφάδες
τον ύπνο μου επισκέπτονται παράξενες κυράδες
Νεράιδες του λευκού χιονιού, παλιές μου αγαπημένες
μα όταν στα μάτια τις κοιτώ φαντάζουν Θεέ μου ξένες

Αναρωτιέται το μυαλό και την καρδιά ρωτάει
πώς γίνεται και η ζωή το όνειρο απατάει
Χιόνιζε κάποτε παλιά, πάντα στα παραμύθια
μα γλίστρησε απ' τα χέρια μας και χάθηκε η αλήθεια

Χίλια φιλιά και μιαν αρχή
μες στην υγρή ματιά σου
μες στη σιωπή, γλυκιά πνοή
τα τόσα μυστικά σου

Τριγύρω μου χορεύουνε τα βήματα του κόσμου
κι απ' των ματιών σου τις πηγές ήρθα να κλέψω φως μου
Νεράιδες, κλέψτε μας κι εμάς, κλέψτε μας τα καμένα
σηκώστε μας σ' ένα χορό με τα φτερά ανοιγμένα

Αναρωτιέμαι πια κι εγώ κι εσένανε ρωτάω
νύχτες πώς ξελογιάζομαι, στ' όνειρο σεργιανάω
Νόμιζα πως στο πουθενά φωλιάζει η αλήθεια
μα χιόνισε, κι αρχίσαμε ξανά τα παραμύθια



Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

220 χρόνια από το θάνατο του Κάρλο Γκολντόνι (1707 - 1793) Σκηνή Πέμπτη απο τη Δεύτερη Πράξη του έργου "Οι Αγροίκοι" (μτφ.Τζούλια Τσιακίρη, εκδόσεις "Δωδώνη", 2005) )*

.............................................................









Kάρλο Γκολντόνι (1707 - 1793)














Σκηνή Πέμπτη απο τη Δεύτερη Πράξη
του έργου "Οι Αγροίκοι"  (μτφ.Τζούλια Τσιακίρη)

Λουνάρντο και Σιμόν

ΣΙΜΟΝ: Παντρέψου μου 'λεγαν και θα βρεις τη χαρά.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Θυμάσαι την πρώτη μου γυναίκα; Εκείνη ήταν ένα αγαθό πλάσμα / τούτη εδώ είναι στραβόξυλο.
ΣΙΜΟΝ: Κι εγώ ο τρελός ο βλάκας που δεν μπορούσα να υποφέρω τις γυναίκες κι όμως πήγα και δέθηκα χειροπόδαρα μ' αυτόν τον ξαμολημένο σατανά.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Τη σήμερον ημέρα δεν μπορείς πια να παντρευτείς. 
ΣΙΜΟΝ: Αν θέλεις να κρατάς τη γυναίκα πιστή στο καθήκον, σε λένε αγριάνθρωπο / αν την αφήνεις ελεύθερη σε λένε μπούφο.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Αν δεν ήτανε το κορίτσι μου στη μέση, στην τιμή μου σου λέω, για να μιλήσουμε επί της ουσίας δηλαδή, δε θα 'χα μπλέξει εγώ μ' άλλη γυναίκα.
ΣΙΜΟΝ: Μου είπαν ότι την παντρεύετε / είναι αλήθεια;
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Ποιος σου το 'πε; (με αγανάκτηση)
ΣΙΜΟΝ: Η γυναίκα μου
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ, με αγανάκτηση: Εκείνη πού το έμαθε;  
ΣΙΜΟΝ: Θαρρώ ότι της το 'χε πει ο ανιψιός της.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Ο Φελιπέτο;
ΣΙΜΟΝ: Ο Φελιπέτο, ναι.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Αχ, το βρωμόπαιδο! Ο φαφλατάς! Η μαϊμού! Του το ξεμυστηρεύτηκε ο πατέρας του και κείνος αμέσως πήγε να το διαλαλήσει; Τώρα βλέπω ότι δεν είναι το παλικάρι που νόμιζα εγώ. Σχεδόν έχω μετανιώσει που την αρραβώνιασα και έτσι μου 'ρχεται, για να μιλήσουμε επί της ουσίας δηλαδή, να το σκίσω το συμβόλαιο.
ΣΙΜΟΝ: Σου κακοφάνηκε γιατί το είπε στη θεία του; 
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Μάλιστα. Όποιος δεν ξέρει να σωπαίνει δεν έχει μυαλό, κι όποιος δεν έχει μυαλό δεν κάνει για παντρειά.
ΣΙΜΟΝ: Δίκιο έχεις, παλιέ μου φίλε / αλλά τη σήμερον ημέρα δε βρίσκεις πια νέους όπως στο δικό μας τον καιρό. Θυμάσαι; Εμείς κάναμε μόνο ό,τι ζητούσε ο κύρης μας / ούτε λιγότερα, ούτε περισσότερα.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Εγώ είχα δυο αδερφές παντρεμένες. Είναι ζήτημα αν τις είχα ιδεί πάνω από δέκα φορές στη ζωή μου.
ΣΙΜΟΝ: Εγώ σχεδόν δε μίλαγα ούτε με τη μάνα μου.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Εγώ σήμερα εδώ που βρισκόμαστε, δεν ξέρω τι είναι μια όπερα, τι είναι κωμωδία.
ΣΙΜΟΝ: Εμένα με πήρανε ένα βράδυ με το στανιό στην όπερα και όλη την ώρα κοιμόμουνα.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Ο πατέρας μου, όταν ήμουνα παιδί, μου έλεγε: θέλεις να σε πάω να κοιτάξεις λίγο στο Πανόραμα; Ή θέλεις να σου δώσω τις δυο πεντάρες; Εγώ διάλεγα τις δυο πεντάρες.
ΣΙΜΟΝ: Αμ' εγώ; Με τα δωράκια και με κάτι πενταρούλες που του τσιμπούσα, μάζεψα εκατό δουκάτα και τόκισα με τέσσερα τα εκατό βγάζοντας τέσσερα δουκάτα εισόδημα. Σήμερα όταν κουδουνίζουνε στ' αυτιά μου παίρνω μιαχαρά τόσο μεγάλη που δεν μπορώ να σου την παραστήσω. Όχι δα από φιλαργυρία για τα τέσσερα δουκάτα, αλλά γιατί χαίρομαι που μπορώ να λέω: ορίστε αυτά εδώ τα κέρδισα από μικρό παιδί. 
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Βρες μου σήμερα έναν που να στοχάζεται έτσι. Τα πετάνε, για να μιλήσουμε επί της ουσίας δηλαδή, με τη σέσουλα. 
ΣΙΜΟΝ: Και τα λεφτά καλά, ας τα πετάνε. Έχουνε πάρει όμως τον κατήφορο με χίλιους τρόπους. 
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Και η αιτία για όλα είναι η ελευθερία.
ΣΙΜΟΝ: Μάλιστα. Ακόμα δε μάθανε να ξεχωρίζουνε τα μπατζάκια τους κι αρχίσανε τις συναναστροφές.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Και ξέρεις ποιος τους δασκαλεύει, ε; Οι μανάδες.
ΣΙΜΟΝ: Μη μου λες άλλα. Έχω ακούσει πράματα να σου σηκωθεί η τρίχα.  
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Μάλιστα. Κοίτα τι τους λένε: "Καημένο παιδάκι! Να διασκεδάσει λίγο, το καημενάκι. Θέλετε να μου πεθάνει από μελαγχολία;" Μόλις έρχεται κόσμος τα φωνάζουν: "Έλα δω, γιόκα μου. Δέστε κυρία Λουκρητία το χρυσό μου, δεν είναι χάρμα; Εάν ξέρατε τι έξυπνο που είναι! Τραγούδα μας το τραγουδάκι εκείνο/ απάγγειλέ μας εκείνη την ωραία σκηνή του Τρουφαλντίνου. Όχι να το παινευτώ, αλλά τα ξέρει όλα: χορεύει, παίζει χαρτιά, ταιριάζει σονέτα / έχει και φιλεναδούλα, ξέρετε, λέει πως θέλει να την παντρευτεί. Είναι λίγο άταχτος, αλλά τι να γίνει, υπομονή, παιδάκι είναι ακόμα, Θα βάλει μυαλό. Χρυαουλάκι μου! Έλα δω, ζωή μου, δώσε ένα φιλάκι στην κυρά Λουκρητία..." Αίσχος, αίσχος, ντροπή τους! Γυναίκες άμυαλες.
ΣΙΜΟΝ: Και τι δε θα 'δινα να 'τανε εδώ και να σ' ακούγανε δυο τρεις γυναίκες που γνωρίζω.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Που να μην έσωναν! Θα μου βγάζανε τα μάτια.
ΣΙΜΟΝ: Πολύ το φοβάμαι. Λοιπόν για πές μου, το 'καμες το συμβόλαιο με τον κυρ-Μαουρίτσιο; 
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Έλα στο γραφείο μου και θα σ' τα διηγηθώ όλα.
ΣΙΜΟΝ: Η γυναίκα μου θα είναι μέσα μαζί με τη δικιά σου.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Σε πειράζει;
ΣΙΜΟΝ: Δεν φαντάζομαι να είναι και κανένας άλλος.  
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Στο σπίτι το δικό μου κανείς δεν έρχεται χωρίς να το ξέρω εγώ.  
ΣΙΜΟΝ: Πού να'ξερες  Στο σπίτι μου σήμερα το πρωί... αρκεί  ας μη συνεχίσω.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Όχι                                                                                                                                                                   πες μου... τι συνέβηκε; 
ΣΙΜΟΝ: Πάμε πάμε. Θα σου πω. Γυναίκες , γυναίκες και πάλι γυναίκες.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Γυναίκα, για να μιλήσουμε επί της ουσίας δηλαδή, ίσον καταδίκη. 
ΣΙΜΟΝ, γελάει και αγκαλιάζει το Λουνάρντο: Εύγε άρχοντά μου!
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Ωστόσο η αλήθεια να λέγεται, όχι ότι δεν μ' αρέσουνε. 
ΣΙΜΟΝ: Αληθινά, κι εγώ δε θα 'λεγα...
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Αλλά μέσα στο σπίτι.
ΣΙΜΟΝ: Και μονάχοι μας.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Και με τις πόρτες κλειδαμπαρωμένες.
ΣΙΜΟΝ: Και με τα μπαλκόνια καρφωμένα.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Και με σκυμμένο το κεφάλι.
ΣΙΜΟΝ: Και να κάνουν το δικό μας.
ΛΟΥΝΑΡΝΤΟ: Και όποιοι είναι άντρες, έτσι χρειάζεται να κάνουν. (Βγαίνει)
ΣΙΜΟΝ: Και όποιοι δεν κάνουν έτσι, δεν είναι άντρες (Βγαίνει)  


*: Μικρό αφιέρωμα στον μεγάλο ιταλό συγγραφέα και στον Λευτέρη Βογιατζή που σκηνοθέτησε τους "Αγροίκους" έξοχα το 1983 στη "Νέα Σκηνή" της Οδού Κυκλάδων και έπαιξε το ρόλο του Λουνάρντο αλησμόνητα, όπως κι ο Γιώργος Κέντρος τον Σιμόν.     
 

   
          
   

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

«Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» του Παντελή Μπουκάλα ("Καθημερινή", 26/5/2013)


......................................................




«Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»

Του Παντελή Μπουκάλα


Όπως πολλά άλλα, και ο ψυχολογικός πόλεμος και ο πόλεμος της προπαγάνδας φαίνεται πως έρχονται από την ελληνική αρχαιότητα. Τηλεόραση και Διαδίκτυο δεν διέθεταν βέβαια οι πόλεις που βρίσκονταν σε περιστασιακή ή μόνιμη έχθρα. Τους αρκούσαν οι παροιμίες, οι ευτράπελες ιστορίες, τα ανέκδοτα, που δεν είναι όσο ακίνδυνα δείχνουν, αφού συχνά συμπυκνώνουν όχι απλώς προκαταλήψεις, αλλά βαριά μισαλλοδοξία (όπως τα σημερινά για μαύρους, Εβραίους, Τσιγγάνους κ.ά.). Ετσι, λόγω της αθηναϊκής προπαγάνδας, οι Αβδηρίτες πέρασαν στην ιστορία σαν συνώνυμοι των ανοήτων, παρότι στην πόλη τους γεννήθηκαν ο Δημόκριτος και ο Πρωταγόρας, οι δε Θηβαίοι καταγράφτηκαν σαν απολίτιστοι. Οσο για τους Κρήτες, τους στιγμάτισαν οι ιστορίες για τον Λαβύρινθο και τον ανθρωποφάγο Μινώταυρο. «Τέρας αποτρόπαιο με μορφή μεικτή / και φύση διπλή, ταύρου κι ανθρώπου» δίδασκε από σκηνής ο Ευριπίδης. Κανένα τέρας δεν υπήρχε, λένε οι ιστορικοί, όπως οι Φιλόχορος, παρά ο Ταύρος, βάναυσος στρατηγός του Μίνωα.
Επικράτησε όμως η εικόνα του τραγωδού, εκτοπίζοντας την πληροφορία του ιστορικού. Αλλά δεν έφτανε αυτό. Οι Αθηναίοι, που διέθεταν τα πανίσχυρα μίντια της εποχής, τις Μούσες, την τραγική ποίηση συγκεκριμένα, κατάφεραν να σβήσουν ακόμα και την τιμητική γνώμη που είχαν για τους βασιλιάδες της Κρήτης οι πρωτοκορυφαίοι Ομηρος και Ησίοδος. Λέει ο Πλούταρχος, βιογραφώντας τον Θησέα: «Φαίνεται ότι μεγάλο κακό βρίσκει όποιον κάνει εχθρό του μια πόλη με φωνή και μούσα. “Mεγάλο βασιλιά” ονόμασε τον Mίνωα ο Hσίοδος. Kαι ο Oμηρος τον αποκάλεσε “σύντροφο του Δία”. Kαι όμως. Tίποτα δεν τον ωφέλησαν όλα αυτά. Hρθαν οι Τραγικοί και σκόρπισαν από τη σκηνή την άσχημη φήμη πως ήταν άνθρωπος κακότατος και βίαιος. Στα θέατρα της Aθήνας τον έβριζαν και τον κακολογούσαν συνεχώς».
Σήμερα ο ψυχολογικός και ο προπαγανδιστικός πόλεμος διεξάγονται με όπλο την ωμή εικόνα και όχι την ευφάνταστη εικονοπλασία των ποιητών. Η πληθώρα των καταγραφικών μέσων και οι απεριόριστες δυνατότητες ταχύτατης διάδοσης του αυθεντικού ή σκηνοθετημένου υλικού απελευθερώνουν τα χέρια των προπαγανδιστών· λίγο πριν έχει αποχαλινωθεί το μυαλό τους, που, εν ονόματι του τελικού σκοπού, πάντοτε «δίκαιου», σαρώνει κάθε ηθική αναστολή. Κομμάτι του ψυχολογικού πολέμου αποτελούν οι εικόνες με Δυτικούς στρατιώτες να μεταχειρίζονται με κτηνώδη περιφρόνηση Ασιάτες αιχμαλώτους. Η υπεροχή του λευκού αποτυπώνεται σε όλη την ιταμή δόξα της, για να «διδάξει» και να λειτουργήσει τελεσιγραφικά.
Και νά που ο ανθρωποφάγος Μινώταυρος ξανάπιασε δουλειά. Οχι σαν μύθος πια, αλλά σαν ήρωας σε ένα φιλμάκι αποθηρίωσης που πάγωσε την ανθρωπότητα, ή μάλλον ένα μεγάλο τμήμα της, για να είμαστε πιο κοντά στην αλήθεια. Το βίντεο καταγράφει μια φρικαλέα στιγμή από τον εμφύλιο της Συρίας, όπου εκτός από τους ανθρώπους πολεμούν αδυσώπητα και οι φήμες (εξ ου και η ομολογημένη αδυναμία διεθνών οργανισμών και μυστικών υπηρεσιών να σιγουρευτούν ποιος χρησιμοποίησε χημικά όπλα, αν τα χρησιμοποίησε): Ο αντικαθεστωτικός Αμπού Σακάρ ξεκοιλιάζει έναν στρατιώτη και προσποιείται ότι τρώει την καρδιά και το συκώτι του θύματος. Την επομένη δήλωσε στο Time ότι «και οι δύο πλευρές του εμφυλίου καταγράφουν τις βίαιες πράξεις τους σε βίντεο για να τρομοκρατούν η μία την άλλη», πρόσθεσε δε ότι έχει και δεύτερο βίντεο, όπου διαμελίζει με πριόνι άλλον στρατιώτη («Καθημερινή», 16 Μαΐου). Εδώ οι τεχνικές του ψυχολογικού πολέμου αντιστρέφονται: Δεν καταγράφεις τον αντίπαλό σου σαν δράστη φρικαλεοτήτων για να τον απαξιώσεις ηθικά, αλλά αυτοσκηνοθετείσαι σαν κανίβαλος για να τσακίσεις το ηθικό των εχθρών σου.
Δεν διάλεξε τυχαία την καρδιά και το συκώτι ο Αμπού Σακάρ. Στη γεμάτη σκιές ιστορία της ανθρωπότητας, οι εμπόλεμοι πάντοτε αυτά τα όργανα καταβρόχθιζαν, βέβαιοι ότι ιδιοποιούνται τη δύναμη του σκοτωμένου εχθρού. Ισως στο κατώτερο στρώμα της συλλογικής μνήμης του θηρίου που λέγεται άνθρωπος έχουν διασωθεί λείψανα αυτής της κανιβαλικής τελετουργίας. Μιλώ για έναν κανιβαλισμό σκόπιμο, ιδεολογικό, θεωρητικοποιημένο, και όχι για την ανθρωποφαγία στην οποία εξωθεί η δεινή ανάγκη (δεν πάει καιρός που διαβάσαμε ότι κάπως έτσι σώθηκαν Ρώσοι ψαράδες που ναυάγησαν). Εγραφε σχετικά ο Παναγής Λεκατσάς, στο έργο «Η ψυχή: Η ιδέα της ψυχής και της αθανασίας της και τα έθιμα του θανάτου»: «Η θέση του συκωτιού ανάμεσα σε λογίς όργανα που λογιούνται τόποι της ζωτικής δύναμης και ψυχής· το παραγιόμισμά του από το αίμα που ’ναι τόπος της αιμοψυχής· κι ο σύνδεσμός του με τη χολή που σχετίζεται με κατάστασες ψυχικές (παράβαλε το ομηρικό χόλος και το υστερότερο, για την οργή, χολή), κάνουν έδρα της ζωτικής ψυχής και το Συκώτι. (...) Oι ντόπιοι μιας περιοχής του Σουδάν ξέρουν πως “το συκώτι είναι ο τόπος της ψυχής” κι έτσι το τρώνε ιερουργικά για να πάρουν τη “δύναμη” του ανθρώπου. (...) Πλήθος λαοί της Aσίας, της Aφρικής και της βόρειας Aμερικής τρώνε το συκώτι των σκοτωμένων οχτρών, με την ιδέα πως κερδίζουνε τη δύναμή τους. Oι Eσκιμώοι τρώγαν το συκώτι κεινού που σκοτώνανε, για να του αδυνατίσουν τη νεκροψυχή και να γλυτώσουν από την εκδίκησή του».
Η Ιστορία βρίθει επεισοδίων κατανάλωσης ανθρώπινης σάρκας όταν τίποτε από τα κανονικώς εδώδιμα δεν έχει περισωθεί. Η πρώτη καταγραφή, του Ηροδότου, ιστορεί ότι κατά την εκστρατεία του Πέρση βασιλιά Καμβύση στην Αιθιοπία η πείνα ανάγκασε τους στρατιώτες να φάνε έναν στους δέκα, διά κλήρου («εκ δεκάδος γαρ ένα σφέων αυτών αποκληρώσαντες κατέφαγον»). Και οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου, αλλά και οι Τούρκοι πολιορκημένοι του Ναυπλίου, της Μονεμβασίας και του Νεόκαστρου, αναγκάστηκαν, στην άκρα πείνα τους, να καταναλώσουν ανθρώπινες σάρκες. Τα Ενθυμήματα των αγωνιστών του ’21 περιέχουν συγκλονιστικές περιγραφές. Μία μόνο περικοπή, από τα Απομνημονεύματα του Γιαννιώτη πολεμιστή Αρτέμιου Ν. Μίχου, πολιορκημένου που σώθηκε κατά την Εξοδο: Ενας από τους αξιωματικούς της ειδικής επιτροπής, «εύρε εις απόκρυφόν τι μέρος τον μηρόν και άλλα μέλη παιδίου, φρίξας δε διά το εύρημα ηρώτησε την οικοδέσποιναν, παρ’ ης επληροφορήθη, ότι το παιδίον αυτό, αποθανόν εκ της πείνης, εχρησίμευσεν εις τροφήν των επιζώντων».
Δυστυχώς, η εξέλιξη του ανθρώπου οδήγησε στη ναρκισσιστική κινηματογράφηση των αθλιοτήτων του. Εάν αυτό είναι εξέλιξη. Και «εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», κατά τον τίτλο του Πρίμο Λέβι, μάρτυρα μιας από τις αγριότερες μορφές αποθηρίωσης· της ναζιστικής.

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Γιώργος Σεφέρης, "Ελένη"

................................................................

Γιώργος Σεφέρης, "Ελένη"

Ποιήματα,
Αθήνα, Ικαρος, 1985, σσ. 239-242.
Από τη συλλογή Κύπρον ου μ΄εθέσπισεν, (1955)
 

ΕΛΕΝΗ

ΤΕΥΚΡΟΣ ... ες γην εναλίαν Κύπρον ου μ' εθέσπισεν οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας. .............................................................. ΕΛΕΝΗ: Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ' , αλλ' είδωλον ήν. ............................................................. ΑΓΓΕΛΟΣ: Τι φής; Νεφέλης άρ' άλλως είχομεν πόνους πέρι;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ (σχολ. 1)

 
"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες''. (σχολ.2)


Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
σύ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.                               5
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες. δε θα τολμούσα να πω φιλήματα.
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.


"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".


Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;          10
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών.
η μοίρα μου που κυματίζει
και μιαν άλλη Σαλαμίνα                                                      15
μ' έφερε εδώ σ' αυτό το γυρογιάλι.
σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να 'βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ' αλλάζει.
Πού είναι η αλήθεια;                                                          20
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης.
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ' άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,        25
κι ανάμεσό τους-ποιος θα το 'λεγε-η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:
"Δεν είν' αλήθεια, δεν είν' αλήθεια" φώναζε.
"Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.                                   30
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία".


Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα.
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια                                               35

ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ' έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα              40
ατόφιο.
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια .


Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
τόσες ψυχές                                                                   45
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.                          50
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,


"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".


Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,                          55
άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
τον παλιό δόλο των θεών.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,                  60
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
δεν το 'χει μες στη μοίρα του ν' ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε                             65
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο

για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.


Οι Κάτω Πλάτρες είναι χωριό της επαρχίας Λεμεσού και απέχει 42 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης της Λεμεσού. Το χωριό βρίσκεται κτισμένο σε πανοραμική θέση στη καρδιά του Τροόδους βλ. google earth
ΠΒ: Dante Purgatorio, XXI,136 Trattando l'ombre come cosa salda
ακροθαλάσσι του Πρωτέα = Αίγυπτος, με βασιλιά τον Πρωτέα
 
22: [Τοξότης που ξαστόχησε: που έχασε το στόχο του που απέτυχε: Ο Τεύκρος απέτυχε να σκοτώσει τον Έκτορα, απέτυχε να αποτρέψει τον αδελφό του από την αυτοκτονία, απέτυχε να πείσει τον πατέρα του για την τιμιότητα των προθέσεων του. Αντίστοιχα ο ποιητής αισθάνεται συχνά ότι ξαστοχεί σε ότι αφορά τη ζωή του, το έργο του ή τις προθέσεις του].  
32: [Το νησί ( Κύπρος) φαίνεται να ασκεί πάνω του ιδιαίτερα αισθησιακή γοητεία:»υπάρχει μια διάχυτη ηδυπάθεια σε τούτο τον τόπο»

« Ανάμεσα στους ανασκαφείς, μια νεαρή πανέμορφη κοπέλα χειριζόταν το φτιάρι της με τέτοιο ρυθμό, που είχε κανείς την αίσθηση πως από την κίνηση ξεπρόβαλε το γυμνό της σώμα----- της αληθινής Αφροδίτης].