Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

"Το πηγάδι της Κασίνα Πιάνα" παραμύθι του Τζάνι Ροντάρι από τα «Παραμύθια απ’ το τηλέφωνο» (απόδοση Άννα Παπασταύρου, εκδ. «Μεταίχμιο», 2003)

......................................................



Το πηγάδι της Κασίνα Πιάνα

παραμύθι του Τζάνι Ροντάρι
από τα «Παραμύθια απ’ το τηλέφωνο»




(απόδοση Άννα Παπασταύρου, εκδ. «Μεταίχμιο», 2003)

   Στα μισά του δρόμου, στο Βορρά, ανάμεσα στο Σαρόνο και το Λενιάνο, στην άκρη ενός μεγάλου δάσους, ήταν η Κασίνα Πιάνα, που περιλάμβανε όλες κι όλες τρεις αυλές. Εκεί μέσα ζούσαν έντεκα οικογένειες. Στην Κασίνα Πιάνα, υπήρχε μόνο ένα πηγάδι για νερό κι ήταν παράξενο εκείνο το πηγάδι, γιατί υπήρχε η τροχαλία όπου τυλιγόταν το σκοινί, αλλά δεν υπήρχε ούτε σκοινί ούτε αλυσίδα. Καθεμία από τις έντεκα οικογένειες στο σπίτι, δίπλα στον κουβά, είχε κρεμασμένο ένα σκοινί κι όποιος πήγαινε να πάρει νερό το έβγαζε, το τύλιγε στο μπράτσο του και το πήγαινε στο πηγάδι, κι αφού έβγαζε από μέσα τον κουβά, έλυνε το σκοινί από την τροχαλία και το έφερνε με μεγάλη φροντίδα στο σπίτι. Ένα πηγάδι μονάχα και έντεκα σκοινιά. Κι αν δεν το πιστεύετε, πηγαίνετε να ενημερωθείτε και θα σας διηγηθούν, όπως διηγήθηκαν σε μένα, ότι εκείνες οι έντεκα οικογένειες δε συμφωνούσαν και μάλωναν διαρκώς μεταξύ τους, κι αντί ν’  αγοράσουν όλες μαζί μια ωραία αλυσίδα και να τη στηρίξουν στην τροχαλία, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιείται απ’ όλους, είχαν γεμίσει το πηγάδι χώματα και αγριόχορτα.
   Ξέσπασε ο πόλεμος και οι άντρες στην Κασίνα Πιάνα πήγαν να καταταγούν στο στρατό δίνοντας ένα σωρό οδηγίες στις γυναίκες τους και, φυσικά, να προσέχουν να μην τους κλέψουν τα σκοινιά.
   Ύστερα έγινε η γερμανική εισβολή, οι άντρες έλειπαν μακριά, οι γυναίκες φοβόντουσαν, αλλά τα έντεκα σκοινιά ήταν πάντα φυλαγμένα και ασφαλή στα έντεκα σπίτια.
   Ένα πρωί ένα παιδάκι της αγροικίας πήγε στο δάσος για να μαζέψει ξύλα και να φτιάξει ένα δεμάτι, και άκουσε ένα λυγμό να έρχεται από ένα θάμνο. Ήταν ένας αντάρτης πληγωμένος στο πόδι και το παιδάκι έτρεξε να φωνάξει τη μητέρα του. Η γυναίκα είχε τρομάξει κι έσφιγγε τα χέρια της με αγωνία, ύστερα όμως είπε:

   -Θα τον πάρουμε στο σπίτι μας και θα τον κρύψουμε. Ας  ελπίσουμε κάποιος να βοηθήσει τον πατέρα σου που είναι στρατιώτης, αν χρειαστεί κάτι. Εμείς δεν ξέρουμε ούτε που βρίσκεται ούτε αν είναι ακόμη ζωντανός.

   Έκρυψαν τον αντάρτη στον αχυρώνα κι έστειλαν να φωνάξουν το γιατρό, λέγοντας ότι ήταν για τη γιαγιά τους. Όμως οι άλλες γυναίκες της Κασίνα είχαν δει το ίδιο πρωί τη γιαγιά, γερή σαν ταύρο, και υποψιάστηκαν πως κάποιο μυστικό κρυβόταν εκεί. Δεν είχαν περάσει είκοσι τέσσερις ώρες και όλο το αγρόκτημα ήξερε πως υπήρχε ένας λαβωμένος αντάρτης σ’ εκείνο τον αχυρώνα. Τότε ένας γέρος χωρικός είπε:

   -Αν το μάθουν οι Γερμανοί, θα ‘ρθουν εδώ και θα μας σκοτώσουν. Θα ‘χουμε κακό τέλος.

   Όμως οι γυναίκες δε σκέφτηκαν έτσι. Σκέφτονταν τους άντρες τους που ήταν μακριά και σκέφτονταν πως και αυτοί ήταν ίσως τραυματίες κι έπρεπε να βρουν καταφύγιο, κι αναστέναζαν. Την τρίτη μέρα, μια γυναίκα πήρε ένα σαλάμι, καμωμένο από το γουρούνι που μόλις είχε σφάξει, και το πήγε στην Κατερίνα, τη γυναίκα που είχε κρύψει τον αντάρτη, λέγοντάς της:

   -Αυτός ο δυστυχισμένος έχει ανάγκη να πάρει δυνάμεις. Δώστε του αυτό το σαλάμι να φάει. 

     Ύστερα από λίγο ήρθε μια άλλη γυναίκα μ’ ένα μπουκάλι κρασί, ύστερα μια τρίτη μ’ ένα σακουλάκι καλαμποκάλευρο για να του φτιάξει πολέντα, ύστερα μια τέταρτη μ’ ένα κομμάτι χοιρομέρι και πριν βραδιάσει, όλες οι γυναίκες στο αγρόκτημα είχαν περάσει από το σπίτι της Κατερίνα και είχαν φέρει τα δώρα τους στον αντάρτη, σκουπίζοντας ένα δάκρυ από τα μάτια τους.
   Κι όσο καιρό έκανε να γιατρευτεί η πληγή του, και οι έντεκα οικογένειες της Κασίνα φέρθηκαν σαν να ήταν γιος τους και δεν άφησαν να του λείψει τίποτα.
   Ο αντάρτης έγινε καλά, βγήκε στην αυλή να τον δει λιγάκι ο ήλιος, είδε το πηγάδι χωρίς σκοινί και παραξενεύτηκε πάρα πολύ. Οι γυναίκες κοκκινίζοντας του εξήγησαν πως κάθε οικογένεια είχε το δικό της σκοινί, αλλά δεν μπορούσαν να του δώσουν μια ικανοποιητική εξήγηση. Έπρεπε να του πουν πως αναμεταξύ τους ήταν εχθροί, όμως αυτό δεν ήταν πια αλήθεια, γιατί μαζί είχαν υποφέρει και μαζί είχαν βοηθήσει τον αντάρτη. Επομένως, μπορεί να μην το ήξεραν ακόμη, όμως είχαν γίνει φίλες κι αδελφές και δεν υπήρχε πια λόγος να έχουν έντεκα σκοινιά.
   Τότε αποφάσισαν ν’ αγοράσουν μια αλυσίδα με χρήματα απ’ όλες τις οικογένειες και να τη δέσουν στην τροχαλία. Κι έτσι έκαναν. Και ο αντάρτης έβγαλε τον πρώτο κουβά με το νερό, σαν να έκανε τα εγκαίνια κάποιου μνημείου.
   Το ίδιο βράδυ, ο αντάρτης, ολότελα γιατρεμένος, έφυγε πάλι για το βουνό.

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Για τον "Βυσσινόκηπο" του Άντον Τσέχωφ (1860-1904) (http://www.episkinis.gr, Οκτώβριος 2010)

....................................................

ΒΥΣΣΙΝΟΚΗΠΟΣ
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρίνα Αποστόλου.............................    
Βυσσινόκηπος
του Άντον Τσέχωφ

visinokipos1





Γιορτάζοντας τα 150 χρόνια από τη γέννησή του οι καλλιτέχνες του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας, φέρνουν στην Ελλάδα το τελευταίο και πιο σπαρακτικό έργο του σπουδαίου δραματουργού τους.
1, 2, και 3 Οκτωβρίου 2010 στο θέατρο Badminton
 ...με ελληνικούς υπέρτιτλους


Τέλος εποχής
Ο «κολίγος» αγοράζει το κτήμα από τους «αφέντες» του και μια νέα τάξη πραγμάτων ορίζεται που θα αλλάξει την πολιτικοκοινωνική φυσιογνωμία όχι μόνο της Ρωσίας αλλά και όλης της Ευρώπης.
  • Το κύκνειο έργο του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα, είναι βαθιά κοινωνικό καθώς σ’ αυτό καταδεικνύεται περίτρανα η δυσκολία, η αδυναμία πολλές φορές των ανθρώπων να συνειδητοποιήσουν τις αλλαγές στο κοινωνικό περιβάλλον και τον καταλυτικό ρόλο που παίζουν στην προσωπική τους ζωή.
  • Είναι ένα κείμενο επίσης ιδιαίτερα ψυχολογικό καθότι ο Τσέχωφ, ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής και των υπαρξιακών αδιεξόδων της- στο Βυσσινόκηπο-περισσότερο από οπουδήποτε αλλού αφουγκράζεται τους κραδασμούς μιας εποχής που τελειώνει με την άφιξη μιας νέας τάξης πραγμάτων και τις επιπτώσεις αυτής την αλλαγής στον ψυχισμό των ανθρώπων που την ζουν.
  • Ένα θεατρικό έργο εξαιρετικά συμβολικό με ένα «βυσσινόκηπο» να αντικατοπτρίζει τον παλιό κόσμο, την κιβωτό της αριστοκρατικής παράδοσης, την ομορφιά για την ομορφιά, τη συμπύκνωση της μνήμης ενός κόσμου που χάνεται.
Μα και ένα έργο συνάμα προφητικό που προεικονίζει την επερχόμενη θύελλα της ρώσικης επανάστασης. Οι  ήρωές του παραμένουν προσκολλημένοι σε ένα μυθικό νοσταλγικό παρελθόν, χωρίς να κάνουν τίποτε παρά μόνο να το αναπολούν ακόμη κι όταν ακούν τα τσεκούρια να χτυπούν δυνατά και να κόβουν τις αγαπημένες τους βυσσινιές... 
 
 
visinokipos2

Αγαπημένο θέμα του Τσέχωφ η αδυναμία κυρίως των αριστοκρατών να δεχτούν πως η Ρωσσία μεταμορφώνεται, νέοι τρόποι παραγωγής επιβάλλονται, νέα κοινωνικά στρώματα έρχονται στο προσκήνιο, ο παλιός κόσμος καταρρέει.
«Έχουμε μείνει πίσω τουλάχιστο διακόσια χρόνια, δεν έχουμε απολύτως τίποτα, δεν ξεκαθαρίσαμε τις σχέσεις μας με το παρελθόν. Το μόνο που κάνουμε είναι να φιλοσοφούμε, να παραπονιόμαστε πως η ζωή είναι πληχτική, ή να πίνουμε βότκα. Κι όμως είναι ολοφάνερο πως για ν' αρχίσουμε να ζούμε σήμερα, πρέπει να εξιλεωθούμε από το παρελθόν μας, να το ξεπεράσουμε και μπορούμε να εξιλεωθούμε μονάχα αν κοπιάσουμε με αδιάκοπη και σκληρή δουλειά...»

Η υπόθεση

Ο «Βυσσινόκηπος» γράφτηκε το 1903 και «ήθελε» να είναι κωμωδία αλλά σκηνοθετήθηκε σαν δράμα από τον Στανισλάφσκι στο θέατρο Τέχνης της Μόσχας, προκαλώντας την απογοήτευση του συγγραφέα, ο οποίος πέθανε την χρονιά που ανέβηκε το έργο του, από φυματίωση.

Και όντως τα πρόσωπα του έργου είναι κωμικά, ή μάλλον θα ήταν αν δεν ήταν ταυτόχρονα και τόσο «τραγικά» μέσα από τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις τους. Ας δούμε λίγο για τι χαρακτήρες μιλάμε. Ο Γκάγιεφ, ο αδελφός της ιδιοκτήτριας του υποστατικού, της Λιουμπόβ Αντρέγεβνα, αναλώνεται στο να φαντάζεται διαρκώς κινήσεις του μπιλιάρδου, να βγάζει λόγο για τη βιβλιοθήκη του και να προτείνει ανόητες κι ανεφάρμοστες λύσεις για την αποτροπή της πώλησης του χρεωμένου κτήματος, ενώ ταυτόχρονα φλυαρεί ακατάσχετα και ισχυρίζεται με περηφάνια πως έχει ξοδέψει μια περιουσία σε καραμέλες. Η αδελφή του, σκορπίζει δεξιά κι αριστερά και το τελευταίο της καπίκι, άλλοτε από μεγαλομανία κι άλλοτε από ανερμάτιστη φιλανθρωπία, σχίζει τα γράμματα του άπιστου εραστή της για να μαζέψει κατόπιν τα κομμάτια και να τα κρύψει στην τσάντα της, κάνει πάρτι τη μέρα που βγαίνει σε πλειστηριασμό το κτήμα της και συμπεριφέρεται σαν κοριτσάκι στην πρώτη εφηβεία του. Ο έμπορος Λοπάχιν που θα αγοράσει στο τέλος το κτήμα, στο οποίο οι πρόγονοί του και ο ίδιος ήταν κολίγοι, έχει μερικές καλές ιδέες και ξέρει να κερδίζει χρήματα αλλά είναι κομπλεξικός, αντιδραστικός, αγροίκος και δεν τα καταφέρνει όχι να φλερτάρει αλλά ούτε καν να ζητήσει σε γάμο την ψυχοκόρη της Λιούμπα, την εργατική και τίμια Βάρια, παρόλο που θα ήταν ιδανική σύζυγος γι’ αυτόν. Η ίδια η Βάρια εμφανίζει ήδη τα συμπτώματα της γεροντοκόρης και συμπεριφέρεται σαν παραλογισμένη: τη μία στιγμή θέλει να ζήσει ελεύθερη, ταξιδεύοντας και κάνοντας επισκέψεις σε μοναστήρια, ενώ την άλλη εκνευρίζεται κι απογοητεύεται γιατί ο Λοπάχιν δεν έχει ζητήσει ακόμα το χέρι της. Ξεκαρδιστικοί είναι και οι δύο νεαροί υπηρέτες. Η Ντουνιάσσα μιμείται κακότεχνα τις κυρίες της και παριστάνει αδέξια την ευαίσθητη, καλομαθημένη  δεσποινίδα ενώ ο αλαζονικός και βαθιά συντηρητικός Γιάσσα έχει αποκτήσει τόσο αριστοκρατικές έξεις, που δεν μπορεί πια παρά να ζει στο Παρίσι, να τρώει χαβιάρι και να πίνει σαμπάνια. Η Άννια, η κόρη της Λιούμπα κάνει διαρκώς παρέα με τον Τροφίμωφ, έναν αιώνιο φοιτητή της συμφοράς και βγάζουν μαζί κηρύγματα για τον καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο που έχουν οραματιστεί, αλλά δεν μπορούν καν να αντιληφθούν πως είναι τρελά ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο και πως συμπεριφέρονται σαν νήπια. Ο Επιχόντωφ, ο γραμματέας, σκοντάφτει σε κάθε βήμα του, παθαίνει το ένα ατύχημα μετά το άλλο, διαβάζει βιβλία που ούτε καν τα καταλαβαίνει για να δείχνει μορφωμένος, τριγυρνάει συνέχεια μέσα στις φούστες της Ντουνιάσσα, που δεν διστάζει να τον εξευτελίζει και κρατάει ένα όπλο για την περίπτωση που θα βρει το θάρρος να αυτοκτονήσει, κάτι το οποίο όμως μάλλον δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Όσο για τον Πίστσικ, ένα γείτονα κτηματία, αυτός κι αν είναι γελοίος. Μπλέκεται στα πόδια των κατοίκων του σπιτιού, ενοχλεί όλο τον κόσμο, ζητάει φορτικά δανεικά και καταβροχθίζει ό,τι βρει μπροστά του, μέχρι και χάπια. Για να συμπληρωθεί το παζλ των κωμικών χαρακτήρων, έχουμε και την Σαρλόττα, την κουβερνάντα η οποία μεγάλωσε σε τσίρκο και διασκεδάζει κάνοντας μαγικά κόλπα, σέρνει πίσω της ένα σκυλάκι που τρώει ακόμα και καρύδια και βυθίζεται στη μοιρολατρία της, αφού νιώθει διαρκώς μόνη, παρόλο που περιστοιχίζεται από ένα πλήθος κόσμου.  Όσο για τον υπερήλικα και θεόκουφο υπηρέτη Φιρς, δεν μπορεί ούτε στα πόδια του να σταθεί αλλά περιφέρεται συνέχεια στο αρχοντικό γεμάτος σπουδή, ανακατεύεται σε όλα, συμπεριφέρεται στους αφέντες του σαν να είναι ανήλικοι και κάθε τόσο βγάζει και ένα λογύδριο για τις παλιές καλές εποχές της νιότης του. Αν όμως κανείς αλλάξει ελάχιστα την οπτική του γωνία, θα δει το δράμα μέσα στην κωμωδία και το τραγικό πίσω από τη φάρσα. Ο Γκάγιεφ είναι ένας δυστυχής που έχει μάθει να τον φροντίζουν οι άλλοι και δεν μπορεί να προστατεύσει ούτε τον εαυτό του ούτε τους συγγενείς του. Μαζί με τη Λιούμπα περιφέρονται σαν υπνοβάτες, καταδικασμένοι να στερηθούν τον όμορφο και ασφαλή κόσμο τους, που όμως έχει γεράσει και παρακμάσει πια τόσο πολύ, ώστε είναι προορισμένος να χαθεί για πάντα. Οι αριστοκρατικές βυσσινιές τους που αναφέρονταν μέχρι και στο λεξικό, θα κοπούν και το σπίτι τους, στο οποίο πέρασαν την ευτυχισμένη νιότη τους, θα γκρεμιστεί. Η Λιούμπα, βλέπει τη ζωή της να χάνεται κι αρπάζεται από έναν ανέλπιδο έρωτα που την πληγώνει και την ταλαιπωρεί χωρίς να μπορεί να την παρηγορήσει. Μέσα της αιμορραγεί ακόμα η πληγή που της προκάλεσε η απρόσμενη απώλεια του ανήλικου γιου της, ο οποίος πέθανε από πνιγμό στο ποτάμι. Και ξέρει κατά βάθος, παρά την επιπολαιότητά της, πως ότι αγάπησε ή αγαπάει, δεν μπορεί να το διεκδικήσει, είναι καταδικασμένο να καταλήξει σύντομα στο θολό βυθό του νωθρού ποταμού της ζωής της, αφήνοντάς την γυμνή, ανυπεράσπιστη και μόνη. Η Βάρια, θα αποχωριστεί τις φροντίδες του αγαπημένου υποστατικού που γέμιζαν την άχαρη ζωή της και μάλλον δεν θα μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει μια δική της οικογένεια. Όταν το κτήμα πουλιέται, φεύγει, πηγαίνει να υπηρετήσει ξένους, αφήνοντας πίσω της κάθε ελπίδα για μια ήσυχη και ασφαλή ζωή ανάμεσα σ’ αυτούς που αγαπάει. Ο Λοπάχιν έχει κερδίσει χρήματα αλλά πάντα θα νιώθει κατώτερος κι ασήμαντος, αφού δεν μπόρεσε ούτε να μορφωθεί, ούτε να εξευγενιστεί. Γνωρίζει πως δεν γίνεται αποδεκτός από εκείνους που εκτιμάει και πως για όσους θα ήθελε να τον εκτιμούν, παραμένει ένα ενοχλητικό αν και συμπαθές, απόβλητο. Η Ντουνιάσσα έχει κατά βάθος την επίγνωση πως η αριστοκρατικότητά της είναι πλαστή, πως θα μείνει σε όλη της τη ζωή υπηρέτρια και πως μάλλον θα καταλήξει σύζυγος ενός άχαρου γέρου. Ο Γιάσσα είναι τόσο αλαζονικός, ώστε μοιραία θα προσγειωθεί ανώμαλα όταν θα τον εγκαταλείψει η φρέσκια και νεανική του εμφάνιση. Άλλωστε δεν είναι, ούτε πρόκειται να καταφέρει να γίνει ο μπον βιβέρ που ονειρεύεται. Η Άννια, είναι βέβαια δραστήρια και αισιόδοξη αλλά υποφέρει από την έλλειψη μητρικής φροντίδας και νιώθει ανασφάλεια γιατί αυτή, παρά το νεαρόν της ηλικίας της, πρέπει να φανεί δυνατή, να προστατεύει την «ανήλικη» μητέρα της ή να συνεφέρνει τον ανώριμο θείο της. Ο Τροφίμωφ ξέρει πως οι υψηλές του ιδέες δεν θα τον σώσουν από τη μιζέρια και τη φτώχεια αφού δεν είναι σε θέση ούτε τις σπουδές του να ολοκληρώσει, ούτε τα πραγματικά του αισθήματα και τις ουσιαστικές του ανάγκες να συνειδητοποιήσει, ούτε το νέο κόσμο που οραματίζεται, να διεκδικήσει. Ο Επιχόντωφ γνωρίζει πως δεν έχει καμία αξιοπρέπεια, και πως δεν υπάρχει περίπτωση να νιώσει γι’ αυτόν συμπάθεια ή έλξη έστω και μία υπηρέτρια. Ταπεινωμένος κι αδέξιος, φλερτάρει ακόμα και με την αυτοκτονία. Ο Πίστσικ, στα πρόθυρα του εμφράγματος, δεν μπορεί ούτε για μια στιγμή να απελευθερωθεί από την αρρωστημένη, βουλημική εμμονή του με το χρήμα και από την καταναγκαστική αγωνία του μήπως απολέσει την πολύτιμη περιουσία του, είτε πορτοφόλι είναι αυτή, είτε χτήμα. Η Σαρλόττα, εγκαταλελειμμένη στην ουσία από την παιδική της ακόμα ηλικία, ζει απομονωμένη σ’ έναν κόσμο περίκλειστο, θλιβερό, χωρίς λάμψη και χωρίς καμιά ευτυχία, εκτεθειμένη σε κάθε αναποδιά της τύχης. Ο Φιρς εγκαταλείπεται από όλους στο παλιό αρχοντικό και πεθαίνει μόνος ακούγοντας τις βυσσινιές να κόβονται για να σωριαστούν στο έδαφος, μαζί με τη λαμπρή εποχή της νιότης του, που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. «Πέρασε η ζωή, πάει... σαν να μην την έζησα... Δεν έχεις πια δύναμη...Τίποτα δεν σ’ απόμεινε...» λέει στον εαυτό του στο σπαρακτικό φινάλε του έργου. 
 
 
chekov1

Άντον Τσέχωφ

Σπουδαίος ρώσος συγγραφέας από τους κορυφαίους της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Γεννήθηκε το 1860 στο Ταγκανρόκ της Αζοφικής. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Ήταν αναγκασμένος να δουλεύει στο μαγαζί του πατέρα του, παράλληλα με το σχολείο. Παρόλα τα οικονομικά προβλήματα κατάφερε να σπουδάσει Ιατρική στη Μόσχα. Ένα χρόνο πριν πάρει το πτυχίο του εκδίδει και το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Παραμύθια της Μελπομένης».
Έως τότε, δημοσίευε κείμενα του σε περιοδικά και εφημερίδες της Μόσχας και της Πετρούπολης. Βέβαια, κατά την διάρκεια της συγγραφικής του καριέρας συνεργαζόταν αρκετά συχνά με λογοτεχνικά περιοδικά. Ο Τσέχωφ στη ζωή του είχε δύο αγάπες. Όπως έλεγε κι ο ίδιος, την «ερωμένη» του (λογοτεχνία) και τη «νόμιμη γυναίκα» του (Ιατρική).

Ασχολήθηκε και με τα δύο με εξαιρετική επιτυχία, με αληθινή αγάπη και υπευθυνότητα. Ως γιατρός βοηθούσε τους ανήμπορους, νοιαζόταν πραγματικά γιά εκείνους που υπέφεραν και έκανε ότι μπορούσε γιά να τους γιατρέψει. Βαθιά ανθρωπιστής και παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε (είχε προσβληθεί από φυματίωση), δεν δίστασε να ταξιδέψει έως την Σιβηρία γιά να παρακολουθήσει τις συνθήκες επιβίωσης των φυλακισμένων στο νησί Σαχαλίνη.

Σταθερός στις αξίες και τα «Πιστεύω» του πολεμούσε κάθε μορφής αδικία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η παραίτηση του από μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας ως ένδειξη διαμαρτυρίας γιά την ακύρωση της εκλογής του φίλου του Γκόργκι από τον τσάρο Νικόλαο Β ΄. Στη λογοτεχνία, άρχισε να ξεχωρίζει όταν δημοσίευσε σε λογοτεχνικό περιοδικό το έργο του «Θάλαμος 6», που συγκλόνισε το αναγνωστικό κοινό. Το 1898 ανέβηκε από το Θέατρο Τέχνης το έργο του «Ο Γλάρος», γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία και προσφέροντας την αναγνώριση στο συγγραφέα. Το Θέατρο Τέχνης υπήρξε σταθμός στη καριέρα του Τσέχωφ. Μετά την παράσταση του «Γλάρου» ανεβαίνει «Ο θείος Βάνιας», ενώ το 1901 παίζονται «Οι Τρεις Αδερφές» και τρία χρόνια αργότερα «Ο Βυσσινόκηπος». Στην αρχή η παράξενη πλοκή των έργων στα μοιάζει σαν να μην συμβαίνει τίποτα, σαν να ρέει απλά η καθημερινότητα, ξένισαν το κοινό. Αλλά στην πορεία, όλα γνωρίζουν τον θρίαμβο.
Πέρα, όμως από τα θεατρικά έργα, ο Τσέχωφ έγραψε και διηγήματα.Μερικά από τα πιο γνωστά του είναι: Στο σούρουπο (Βραβείο Πούσκιν), Η στέπα, Η κυρία με το σκυλάκι, Στο φαράγγι, Ο επίσκοπος, Η αρραβωνιαστικά, κ.α. Τα έργα αυτά του Τσέχωφ έχουν ιδιαίτερα αγαπηθεί και στη χώρα μας. Πολλές φορές έχουν μεταφραστεί και διασκευαστεί γιά την ελληνική σκηνή και μεγάλοι έλληνες ηθοποιοί τα έχουν ερμηνεύσει μοναδικά.
Ο Άντον Τσέχωφ πέθανε από φυματίωση το 1903 σε ηλικία μόλις 44 ετών.

chekov2


«Κλειστά... Φύγανε. Εμένα με ξεχάσανε... Ε, δεν πειράζει... Θα κάτσω εδωνά κομματάκι...Και να δεις που ο Λεωνίδας Αντρέιτς δεν φόρεσε τη γούνα του. Με το ελαφρύ παλτό του έφυγε. Αμ δεν ήμουνα εγώ για να κοιτάξω... Αχ που είναι τα νιάτα!... Πέρασε η ζωή...Πάει...Σαν να μην έζησα...Ας γείρω εδωνά... Δεν έχεις πια δύναμη...Τίποτα δε σ’ απόμεινε...Τίποτα...Αχ...εσύ... αχαΐρευτε!...»

Μετάφραση Λυκούργου Καλέργη

stanislavski

Η ποιητική δύναμη των θεατρικών έργων του Τσέχωφ δεν φανερώνεται με το πρώτο διάβασμα. Όταν διαβάζεις ένα έργο του λες: Ναι, είναι καλό αλλά τίποτα που να σε συνταράζει...τίποτα που να σε κάνει να θαυμάζεις...όλα είναι απλά, καθημερινά, αληθινά, γνωστά...Τίποτα το νέο.
Κι όμως καθώς αναθυμάσαι μερικές σκηνές από το έργο, νοιώθεις βαθιά την ανάγκη να σκεφτείς γι’ αυτές περισσότερο, να σκεφτείς πιο βαθιά. Στο νου σου έρχονται συνέχεια κι άλλες φράσεις κι άλλες σκηνές και θέλεις να το ξαναδιαβάσεις. Και τότε ανακαλύπτεις τα βάθη που ήτανε κρυμμένα κάτω από την επιφάνεια...

Κονσταντίν Στανισλάβσκι

Θέατρο Τέχνης της Μόσχας

moscowtheatre

Το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας ιδρύθηκε το 1898 από τους K.S. Stanislavsky και V.I. Nemirovich-Dachenko.
Η γέννηση του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το έργο του Άντον Τσέχοφ αλλά και του Μαξίμ Γκόρκι. Το 1989, τη σκηνή του νεοσύστατου θεάτρου εγκαινίασε ο «Γλάρος», ενώ στη συνέχεια έπαιξαν και τα «Θείος Βάνιας» (1899), «Οι Τρεις Αδελφές» (1901) και «Ο Βυσσινόκηπος» (1904). Κατά τη διάρκεια των πρώτων παραστάσεων, γεννήθηκε ένα νέο είδος ηθοποιίας που επικοινωνούσε με διακριτικότητα την ψυχολογία του ήρωα, ενώ σχηματίστηκαν οι αρχές της σκηνοθεσίας καθώς και μία κοινή ατμόσφαιρα της δράσης. Το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας είναι το πρώτο θέατρο στη Ρωσία που πραγματοποίησε την αναμόρφωση του ρεπερτορίου, που δημιούργησε τον δικό του κύκλο και που γνώρισε συνεχή ανάπτυξη από παράσταση σε παράσταση.

Πρόκειται για μία πολύ ιδιαίτερη παραγωγή με την επίβλεψη του Καλλιτεχνικού Διευθυντή Oleg Tabakov , σε σκηνοθεσία του καταξιωμένου εδώ και 30 χρόνια Adolf Shapiro , με πρωταγωνιστές σπουδαίους Ρώσους ηθοποιούς.

visinokipos3


Σκηνοθεσία: Adolf Shapiro
Σκηνογραφία: David Borovsky
Σχεδιασμός φωτισμού: Gleb Filshtinsky
Βοηθός ενδυματολόγου: Elena Afanasieva
Σύνθεση: Igor Vdovin

Βοηθοί σκηνοθέτη:Tatiana Mezhina, Olga Roslyakova

Τετράδιο με ράγες.......κυριάκος σάμιος......: << ..... Γράφω έργα που θέμα τους ειναι το ...

Τετράδιο με ράγες.......κυριάκος σάμιος......: << ..... Γράφω έργα που θέμα τους ειναι το ...:  << ......  Στην  Ευρώπη   διανύουμε   σήμερα   μια  περίοδο   μεγάλων  αλλαγών   και  αδιάκοπης  μετακίνησης    ανθρώπων . Στη  Μεγά...

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Δημήτρης Ήμελλος: «Δεν έχουμε μάθει να ζούμε» συνέντευξη στον Αχιλλέα Πατσούκα, (www.protagon.gr, 7/7/2014)

.............................................................

Δημήτρης Ήμελλος: «Δεν έχουμε μάθει να ζούμε»



 

συνέντευξη στον Αχιλλέα Πατσούκα, (www.protagon.gr, 7/7/2014)


Ήταν Δεκέμβριος του 2013 όταν στο περιθώριο μιας συνέντευξης με την Ιώ Βουλγαράκη στη Μόσχα, πάλι για το Protagon, της είχα εκφράσει το θαυμασμό μου για τον Δημήτρη Ήμελλο. Με χαρά είδα πως στους «Ληστές» που ανεβαίνουν αυτή τη βδομάδα στην Αθήνα, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, πρωταγωνιστεί ο Δημήτρης Ήμελλος. Σε μια πολύ όμορφη βραδιά στην εκπληκτική βεράντα της Ιώς στην Καλλιδρομίου, η οποία φιλοξένησε αλλά και έβαλε τις δικές της πινελιές στη συνέντευξη, είχα τη χαρά να μιλήσω με τον Δημήτρη Ήμελλο για τους «Ληστές», για το προσωπικό του ταξίδι από τη Νάξο μέχρι τη Μόσχα, την καθοριστική του συνάντηση με τον Λιβαθινό, τη συνεργασία του με τον Βογιατζή και το ταξίδι του στη Ρωσία που του άλλαξε τη ζωή. Με ενδιαφέρον επίσης άκουσα από τον Δημήτρη την πιο ξεχωριστή ίσως άποψη για την κρίση στην Ελλάδα, αλλά και ποια απ' όλες τις εικόνες της ζωής του είναι ακόμα χαραγμένη μέσα του. 
Σε ανύποπτο χρόνο είχα αναφέρει στην Ιώ στη Μόσχα και παλαιότερα στη Νικαίτη Κοντούρη, πως αν δεν ήξερα τι δουλειά κάνεις, βλέποντας  το πρόσωπό σου θα έλεγα κατευθείαν πως είσαι ηθοποιός.
Συνήθως μου λένε πως μοιάζω ή με νταλικιέρη ή με ποδοσφαιριστή (γέλια).
Ιώ Βουλγαράκη. Αν τον κοιτάξεις απ' τη γάμπα και κάτω μοιάζει με ποδοσφαιριστή.
Ποδοσφαιριστής ίσως οικονομικά θα ήταν καλύτερα, απ' ό,τι ηθοποιός.
Ναι, αλλά με μικρότερη ημερομηνία λήξης.
Kαταγωγή από τη Νάξο, σωστά;
Ναι και οι δυο μου γονείς από εκεί και όλη μου την παιδική ηλικία την πέρασα στη Νάξο, αλλά μεγάλωσα στην Κυψέλη και τα τελευταία χρόνια ζω στο Παγκράτι.
Το προσωπικό σου ταξίδι, τα έχει όλα. Νησί, Κυψέλη μια ζωντανή γειτονιά της Αθήνας, σωστά;
Φυσικά,γειτονιά. Εγώ έζησα στην Κυψέλη πριν πάνε τα δικαστήρια στη Σχολή Ευελπίδων. Τα μεσημέρια ακούγαμε τις βολές από τη σκοποβολή, οι δρόμοι είχαν χώμα. Εντελώς γειτονιά.
Νάξος, Κυψέλη, στη συνέχεια Μόσχα. Ξεχνάω κάτι;
Νομική Αθήνας μέχρι το τέταρτο έτος που τη σκαπουλάρισα για τη Μόσχα, οικοτροφείο στη Σχολή Αναβρύτων από τα 12 μέχρι τα 15, αν και εξαιτίας του γεγονότος πως η οικογένεια μου είναι πολύτεκνη, μπορώ να πω, ότι ουσιαστικά γεννήθηκα σε οικοτροφείο.
Οι διαφορετικοί αυτοί σταθμοί της ζωής νομίζεις πως σου έδωσαν ως ηθοποιό ξεχωριστά εφόδια;
Απόλυτα! Δεν σε κάνουν διαφορετικό. Είναι ένας τρόπος να διατηρήσεις μια ηλικία «που όλα είναι μπροστά». Όπως είσαι στα πέντε σου, που έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου. Όταν έβλεπα πως δεν υπάρχει το μπροστά έφευγα. Όταν λείπει αυτό και αντιλαμβάνομαι πως δεν προχωράω με σιχαίνομαι. Έχω παρατήσει πάρα πολλά πράγματα μέχρι σήμερα, εκτός από τη ζωή μου. Ανέβηκα στη σκηνή στα 30. Από το σχολείο έπαιζα θέατρο, αλλά δεν ήταν αυτό που με γέμιζε, γιατί όπως σου είπα βαριέμαι πολύ εύκολα. Έπληττα αφόρητα και ένιωθα πως θα περάσουν ένα, δύο χρόνια και θα βαρεθώ και το θέατρο.  Όλα αυτά πριν γνωρίσω του Ρώσους.
Οι Ρώσοι βοήθησαν να μην βαρεθείς οριστικά και το θέατρο;
Για την ακρίβεια ο Στάθης Λιβαθινός. Πρώτος μου δάσκαλος στην κατεύθυνση αυτή. Προέρχομαι από συντηρητική οικογένεια, είχα στρωμένη δουλειά, γραφείο, συμβολαιογράφος ο πατέρας μου και εγώ ήμουν στη Νομική. Ήταν όλα προδιαγεγραμμένα.
Το κλικ πως έγινε;
Το έβλεπα ως χόμπι. Έλεγα πως θα κάνω μια, ως δυο παραστάσεις. Μέχρι εκεί. Περίπου στα 24 πήγα σε μια παράσταση στο Απλό Θέατρο του Αντύπα: «Τα άσπρα άλογα του Ρόσμερσχολμ» στο οποίο έπαιζε ο Στάθης Λιβαθινός. Δεν τον ήξερα τον Στάθη. Αλλά σε μια παράσταση που έπαιζαν και άλλοι ηθοποιοί, όπως η Ρούλα Πατεράκη, παρατηρούσα έναν ηθοποιό (Στάθης Λιβαθινός) ο οποίος χρησιμοποιούσε άλλα μέσα. «Αυτός ο άνθρωπος παρουσιάζει κάτι διαφορετικό». Παρατηρώντας τον να παίζει, επιμένω χωρίς να πω «αμάν τι ηθοποιός!», διέκρινα μια άλλη γλώσσα, ένα άλλο είδος λειτουργίας του ανθρώπου πάνω στη σκηνή και παραξενεύτηκα. Ύστερα από λίγο καιρό διάβασα κατά σύμπτωση πως κάνει ένα σεμινάριο, το 1991, σε ένα ξενοδοχείο της Αθήνας με τους δασκάλους του και μετέπειτα δικούς μου από τη Ρωσία, το Νικολάι Κάρποβ και την Ιρίνα Πρόμπτοβα. Μόλις το έμαθα σκέφτηκα να τον γνωρίσω από κοντά. Πράγματι πήγα στο σεμινάριο το οποίο κράτησε 20 μέρες. Αυτό ήταν. Διέκοψα την αναβολή, πήγα στρατό και ύστερα από λίγο καιρό ταξίδεψα στη Ρωσία. Πέμπτο έτος Νομικής, όλα αυτά. Ο πατέρας μου πήγε να αυτοκτονήσει.
Ποια χρονιά όλα αυτά;
Το 1996. Επί Γέλτσιν. Ξυπνούσα με αντιαεροπορικά κάθε βράδυ. Αν ήξερα πού πήγα, δεν θα πήγαινα. Η Ρωσία λοιπόν ήταν ο πραγματικός λόγος που ασχολήθηκα με το θέατρο, γιατί με έκανε να πιστεύω πως αυτό δεν είναι κάτι που τελειώνει.
Μετάνιωσες που επέστρεψες στην Ελλάδα;
Θυμάμαι μέχρι τώρα το ταξίδι της επιστροφής, όταν πετούσε το αεροπλάνο πάνω από τη Χαλκιδική και είδα το Αιγαίο, είπα: «τι ωραία χώρα, αλλά τι δουλειά έχω εγώ εδώ».  Μου ήλθε να μπω στο πρώτο αεροπλάνο και να επιστρέψω. Να φανταστείς έκανε οντισιόν ο Λευτέρης Βογιατζής στο Εθνικό Θέατρο και δεν ήθελα να πάω. Γι' αυτό στην αρχή πρώτα δίδαξα και στη συνέχεια έπαιξα. Για να απαντήσω στην ερώτησή σου, υπήρξα τυχερός καθώς ουσιαστικά μέχρι σήμερα οι περισσότερες δουλειές μου ήταν και είναι με τον Λευτέρη Βογιατζή και τον Στάθη Λιβαθινό.
Δεν θα σε ρωτήσω αν η Ιώ είναι η καλύτερη σκηνοθέτης που έχεις συνεργαστεί, αλλά αν διακρίνεις σε αυτή, διαφορετικά στοιχεία;
Υπάρχει σχολή, υπάρχει γλώσσα, υπάρχει εργαλείο. Είναι εντελώς διαφορετικά. Ο Στάθης επίσης έρχεται από την ίδια σχολή. Οι διαφορές στην πραγματικότητα στη Ρωσία είναι πως υπάρχουν τόσες διαφορετικές σχολές όσοι είναι και οι σκηνοθέτες. Απλά υπάρχει μια ενιαία σχολή η οποία τους κάνει να συνδιαλέγονται, φτιάχνοντας ο καθένας τη δική του διάλεκτο, αλλά πάνω στην ίδια γλώσσα. Στην Ελλάδα απουσιάζει το εργαλείο στη σκηνοθεσία. Δεν υπάρχει. Αυτή τη στιγμή με εργαλεία είναι ο Στάθης και η Ιώ που είναι καινούργια και τώρα «έρχεται». Εγώ μιλάω υποκειμενικά επειδή γνωρίζω τη ρωσική σχολή. Αν έλθει κάποιος και μου πει: «δεν έχεις πάει Γερμανία», θα το σεβαστώ, αλλά νομίζω πως η διαφορά είναι όσο η μέρα με τη νύχτα. Ο Βογιατζής για παράδειγμα που προέρχονταν από τη σχολή του Ράινχαρτ ήταν μια περίπτωση άλλη. Τα εργαλεία που εγώ πήρα από τη σχολή με βοήθησαν να μεταφράζω τον Λευτέρη, ο οποίος είχε ένα απίστευτο ένστικτο. Λειτουργούσε στανισλαφσκικά, αλλά δεν μίλαγε καθόλου πάνω σε αυτό. Επειδή εγώ όμως διέθετα τα εργαλεία μπορούσα να καταλαβαίνω τι ζητάει, ψάχνοντας τον δικό μου δρόμο για να τον προσεγγίσω. Γι' αυτό και δεν είχα πρόβλημα επικοινωνίας με τον Λευτέρη, ενώ άλλοι ηθοποιοί το είχαν. Επειδή δεν διέθεταν τα εργαλεία, πήγαιναν κατευθείαν στο αποτέλεσμα και έτσι δεν μπορούσαν να βρουν τη διαδρομή. Ενώ ο Λευτέρης ζητούσε από τον ηθοποιό να βρει τη διαδρομή. Και το μαρτύριό του ήταν πως δεν μπορούσε να τους το διδάξει. Το έλεγε άλλωστε.
Είναι η δεύτερη φορά που σε σκηνοθετεί γυναίκα;
Η δεύτερη. Η πρώτη ήταν με τη Λίλλυ Μελεμέ.
Ισχύει και στο θέατρο πως οι γυναίκες με εξουσία είναι πιο σκληρές από τους άντρες;
Το σκληρός έχει να κάνει με το τι ξέρει να κάνει. Δεν πιστεύω σε αυτό το πράγμα. Όταν καταφεύγεις στον αυταρχισμό συνήθως δεν διαθέτεις εργαλεία. Ο Λευτέρης για παράδειγμα, ήταν πολύ σκληρός. Αλλά ήταν επειδή ένιωθε και ο ίδιος πως δεν έχει τον τρόπο να σου το δώσει να το καταλάβεις, ενώ ο ίδιος το ήξερε. Δεν τον αμφισβητούσες ποτέ.
Σου αρέσει να αμφισβητείς;
Αμφισβητώ πρώτα απ' όλα τον ίδιο μου τον εαυτό. Είναι ένα είδος σκανδαλιάς, για να παραμένεις στο παιγνίδι, γιατί χωρίς αυτό δεν γίνεται τίποτα.
Σε βοηθάει το γεγονός πως μέσα σου παραμένεις 5 ετών;
Με έχει καταστρέψει. Και περισσότερο τους γύρω μου. Για να απαντήσω στην ερώτησή σου, η Ιώ δεν είναι σκληρή. Εξάλλου δεν είναι γυναίκα. Είναι σκηνοθέτης (γέλια).
Ιώ Βουλγαράκη:  Εγώ πάντως προτιμώ να δουλεύω με άντρες. 
Θα μας μιλήσεις για το έργο;
Δεν το ήξερα καθόλου και ούτε καν είχα διαβάσει Σίλλερ. Ύστερα από τις πρώτες πρόβες αναρωτήθηκα γιατί δεν είχα διαβάσει! Καταλαβαίνω όμως γιατί δεν έχω διαβάσει και όχι μόνο εγώ. Όταν υπάρχει ένα Σαίξπηρ,ο οποίος έχει την ίδια δομή σε μια εποχής που είναι κλασική, λες: «από τη στιγμή που έχω κάνει Σαίξπηρ δεν χρειάζεται να διαβάσω Σίλλερ». Παράλληλα μην ξεχνούμε πως ως ηθοποιοί δεν διαθέτουμε και άπειρο χρόνο. Από την άλλη δεν νομίζω πως αν το είχα διαβάσει 20 χρόνια πριν θα το είχα καταλάβει τόσο καλά.
Η σχέση του έργου με το σήμερα;
Αν έλεγες γράψε σε έναν θεατρικό συγγραφέα, ένα έργο για το σήμερα, θα έπρεπε να γράψει αυτό. Και για το σήμερα, αλλά και για τη χώρα. Μου έκανε τρομακτική εντύπωση η σχέση του έργου με τη χώρα μας. Είναι όπως καμιά φορά διαβάζεις ένα βιβλίο στα είκοσί σου και μετά στα πενήντα. Με αυτό το βιβλίο συναντιέσαι λόγω στιγμής. Πάντα υπάρχει αυτός ο διάλογος με τον καλλιτέχνη. Πάντα το ψάχνω αυτό, αλλά μπορώ να πω πως πρώτη φορά το είδα τόσο καθαρά. Είναι ένας «καθαρός» συγγραφέας. Είναι δωρικός, σου το ρίχνει στα μούτρα. Νομίζω πως όλο του το θέμα είναι απόλυτα της εποχής μας. Ζούμε σε μια εποχή που στην ανθρωπότητα και στη χώρα, μπαίνει στο τραπέζι το αίσθημα της δικαιοσύνης. Ο άνθρωπος νιώθει αδικημένος και είναι. Και αυτό το αίσθημα δικαίου κάπου πρέπει να πάει. Πάντα μπορείς να νιώθεις, αδικημένος, αλλά είναι μια στιγμή που στην υφήλιο νιώθεις πως αυτό το αίσθημα δικαίου, εγκυμονεί πράγματα, τα οποία θα γεννηθούν είτε σύντομα, είτε αργότερα. Γιατί ζητάει να βγει. Δεν είναι ένα αίσθημα που κρύβεται ή ζεις με αυτό. Το νιώθεις. Μεταφράζεται αυτό σε αγανάκτηση, ακραίες εκφράσεις, με ένα θυμό, μια οργή, μια ανάγκη επιστροφής σε κάτι πιο ασφαλές ή σε ένα πιο αλόγιστο ρίσκο. Γενικά σε ακραίες μορφές εκδήλωσης. Πρόκειται για προμήνυμα που νιώθεις που κάπου θα πάει.
Εγκυμονείται πολλά χρόνια.
Δεν είναι πολλά. Είναι πολύ λίγα. Το πρώτο που είδαμε ήταν η τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους, τώρα βλέπουμε τα γεγονότα στην Ουκρανία. Το τοπίο κάτι ζητάει. Είτε το ονομάσουμε καπιταλισμό, είτε το ονομάσουμε οικονομικό τοπίο. Αυτό που ίσχυε τον 20ό αιώνα δεν το σηκώνει πια ο αιώνας μας. Ή πρέπει να βρεθεί κάτι καινούργιο ή να παραταθεί με ενέσεις το παλιό. Ο 21ος αιώνας έχει το μετά. Τώρα αν θα γίνει σε πέντε χρόνια ή σε 90 δεν το ξέρω.
Μέσα σου αισθάνεσαι να βράζεις;
Έξω μου! Μέσα μου θέλω να αισθάνομαι ήρεμος, αλλά αισθάνομαι πως μου βγαίνει χωρίς να το επιθυμώ. Γίνομαι άδικος, σκληρός, απόλυτος. Θα ήθελα να είμαι πιο διαλλακτικός, αλλά δεν μου βγαίνει. Η ζωή μου παρακολουθεί κάτι που συμβαίνει γύρω μου και νομίζω πως και στο έργο η ανάγκη να ισοζυγίσει μια ζυγαριά που θεωρώ ότι μπάζει, στην πραγματικότητα μπορεί να φέρει και τα χειρότερα εγκλήματα. Νομίζω πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι δίκαιος. Δεν το έχει. Η φύση του δεν το έχει. Μπορεί όμως τι; Να παρακολουθήσει. Δεν είναι τυχαίο πως το δίκαιο, οι άνθρωποι και η φιλοσοφία το έχουν αναθέσει σε ένα Θεό. Είναι εκεί βαλμένα. Άσχετα αν υπάρχει και στη ζωή. Αλλά είναι κάτι που δεν μπορεί να το σηκώσει ένα Θεός.
Ο κάθε άνθρωπος έχει ή βλέπει με διαφορετικό τρόπο τη δικαιοσύνη;
Φυσικά και αυτή η δικαιοσύνη έχει απομονωθεί πάρα πολύ και αυτό θα αποτελέσει αιτία πολλών καλών. Νομίζω πως αυτό είναι το θέμα στον Σίλλερ. Στο επίπεδο της συνάντησης με την εποχής μας, ίσως επειδή το είχε και η εποχή του η οποία και αυτή έβραζε. Επομένως είναι λογικό να προσπαθούσε να βρει το «ποιοι είμαστε». Ακόμα και σήμερα προσπαθούμε να συμφιλιωθούμε με το γεγονός της Αναγέννησης: πως η γη κινείται. Δεν το έχουμε καταλάβει ακόμα αυτό. Είμαστε ακόμη στην υποδοχή του σύμπαντος.
Το έργο ανήκει στο γερμανικό κίνημα «Θύελλα και Ορμή» το οποίο αντιτάχθηκε στον στείρο ορθολογισμό και τους κανόνες, και έδωσε έμφαση στην εκδήλωση συναισθημάτων μέσα από την τέχνη. Η σημερινή εποχή μπορεί να γεννήσει νέα κινήματα;
Δεν ήταν ένα κίνημα που άφησε η ιστορία, ήταν ένα κίνημα που γέννησε η ιστορία. Νομίζω πως ζούμε τέτοια εποχή.
Θα μας μιλήσεις για το ρόλο σου;
Είμαι ο πατέρας αυτών που θέλουν να τα αλλάξουν όλα. Είναι η προηγούμενη γενιά μιας σειράς γενεών καταραμένων ανθρώπων που ζητούσαν λύτρωση από αυτή την κατάρα και όλο εκεί έπεφταν. Τα μεγαλύτερα εγκλήματα γίνονται για τις καλύτερες προθέσεις. H πρόθεση είναι πάντα εκεί, αλλά η σοφία λείπει. Αυτός την αποκτάει τη σοφία, αλλά μετά τον τάφο...
Αυτό ισχύει και για στην πολιτική;
Η ιδέα, όπως και το θέατρο ισχύει από τη στιγμή που μπορείς να την ποτίζεις. Όλα από μια ιδέα γεννιούνται, αλλά αυτή η ιδέα ζητάει σκάλισμα, φροντίδα. Δεν έγινε και τελείωσε. Ίσως κουράζεται ο άνθρωπος και εγκαταλείπει την προσπάθεια. Πώς το λέει ο Λειβαδίτης; “Ο δρόμος μας είναι σπαρμένος με πτώματα που εγκατέλειψες στη μέση”.
Μπορούσε να γίνει διαφορετικά;
Ανάλογα τις δυνάμεις σου. Ή σταματάς ή συνεχίζεις. Δεν είναι σοφός ο άνθρωπος. Προχωράει και μετά μπορεί να έχει καταλάβει πως έχει βρεθεί στη μέση του δάσους.
Είχα τη χαρά να δω «Του Ληστές» πριν πέντε χρόνια σε πρεμιέρα του θεάτρου Πούσκιν στη Μόσχα. Σε μια ερώτηση που είχα κάνει στο σκηνοθέτη, Βασίλη Μπάρχατοφ για το έργο μου είχε πει πως: «η εποχή μας, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, δεν είναι τόσο προβοκατόρικη όσο του Σίλλερ, μόνο που η γλώσσα διαμαρτυρίας είναι πιο οξεία και πιο καλλιτεχνική. Σήμερα ως επί το πλείστον είναι εποχή ληστών και αποτελεί ντροπή το γεγονός πως πρέπει να επιλέξεις αν θα είσαι με όλους ή με κανένα». Συμφωνείς;
Μιλάει για μια κομβική στιγμή επιλογής. Αυτό είναι το αίσθημα δικαίου. Είναι έργο που πρέπει να πάρεις θέση. Δεν είσαι ούτε ώριμος, ούτε σοφός. Οι πράξεις σου είναι σπασμωδικές και εγωκεντρικές. Δεν προέρχονται από τα αυτιά, αλλά από τα λόγια. Είναι δύσκολο να κάνεις πίσω. Πρέπει να νικήσεις.
Το αίσθημα της μάχης δεν κάνει και πιο γοητευτική τη ζωή μας;
Ναι, αλλά τώρα η μάχη είναι ατομική.
Παλιά ήταν διαφορετικά;
Ναι, ήταν πιο συλλογικές, σήμερα οι επαναστάσεις είναι ατομικές.
Πού το αποδίδεις;
Στην απομόνωση.
Και αυτό είναι ένα σημείο συνάντησης του έργου με την εποχή. Μιλάμε για το άτομο, για την υποκειμενική αλήθεια, για μια στιγμή που δεν πίστευαν σε ταξικές, αλλά σε ατομικές επαναστάσεις. Είναι σκαλί για το ποια μορφή θα πάρει αυτό. Όπως και η εφηβεία που είναι προάγγελος του εγώ μας. Είναι ένα σκαλί για να βγεις προς τα έξω. Αυτό είναι το ερμαφρόδιτο αυτής της εποχής. Ο καθένας βρίσκεται απέναντι στις ευθύνες του, στις επιλογές του.
Αυτό δεν είναι σκληρό;
Πολύ! Μα είναι σκληρός συγγραφέας. Σε βαθμό κωμικό.
Ιώ Βουλγαράκη: Διαφωνούσαν ο Σίλλερ με τον Γκαίτε, για ένα κείμενο. Ο Σίλλερ ήθελε να βρεθεί μεταμφιεσμένος σε μια σκηνή εκτέλεσης, ο άνθρωπος που είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση αυτού που πεθαίνει και του έλεγε ο Γκαίτε: «Όχι αγαπητέ μου αυτό θα ήταν υπερβολικά βάναυσο». Και ο Σίλλερ του απάντησε: «Σας υπόσχομαι αγαπητέ μου. Θα ραγίσουν καρδούλες»...
Δημήτρης Ήμελλος. Το έργο ξεκινάει και τελειώνει με το θέμα της συγχώρεσης. Και η λέξη στα ελληνικά είναι απίστευτη. Σημαίνει «κάνω χώρο»... Και επειδή έχει μικρύνει αυτός ο χώρος είναι πολύ δύσκολο για να ανοίξει και να χωρέσει. Το πιο δύσκολο στο έργο είναι πώς θα κάνεις χώρο στον ίδιο σου τον εαυτό. Το πάει μέχρι εκεί ο Σίλλερ. Αυτό είναι και το δυσκολότερο. Να συχωρέσεις τον εαυτό σου. Έστω και αν υπάρχει Θεός που θα σε συγχωρέσει, είσαι έτοιμος εσύ να συγχωρεθείς;
Ο ερωτευμένος ηθοποιός πώς παίζει;
Είναι μπροστά το αντικείμενο του πόθου (γέλια). Είναι μια άλλου είδους ερωτική πράξη. Στη σκηνή είναι ο πρώτος έρωτας. Πρέπει να ερωτευτείς εκεί πάνω.
Έχεις ερωτευτεί εκεί πάνω; 
Ω, ναι!
Για του ηθοποιούς είναι μέρος της δουλειάς τους να βάζουν ρόλους στους έρωτες. Για του «κοινούς θνητούς» κάνει πιο γοητευτικό το ερωτικό παιγνίδι αν φτιάχνουν ρόλους;
Σίγουρα. Ότι προαποφασίζεται δεν είναι ερωτικό.
Πώς βλέπεις τη δυστυχία που βιώνει μεγάλο μέρος των ανθρώπων;
Δεν βλέπω δυστυχία. Βλέπω ευτυχία. Ζει χάλια, αλλά είναι ευτυχισμένος επειδή του συμβαίνει κάτι. Δυστυχισμένος είναι κανείς όταν δεν ξέρει τι του συμβαίνει.
Για να βοηθήσω, αναφέρομαι στις αυτοκτονίες, στους άστεγους, στους ανθρώπους που τους παίρνουν τα σπίτια.
Μα δεν είναι αυτό δυστυχία. Αυτό είναι πρόβλημα. Δεν αυτοκτονεί επειδή δεν έχει να φάει ή επειδή δεν έχει να πληρώσει το νοίκι του. Αυτό ξέχνα το. Αυτοκτονεί επειδή είναι δυστυχισμένος. Απλά το κατάλαβε επειδή είναι δυστυχισμένος. Δεν είναι αυτός ο λόγος. Αυτό είναι το σύμπτωμα. Το σπυράκι. Η δυστυχία δεν έχει να κάνει με αυτό, αλλά με το παρακάτω που είναι η απόγνωση. Εάν ζούσε έχοντας το παρακάτω πιο πριν, τότε δεν θα έβλεπε αδιέξοδο σε ένα φαινομενικό μη παρακάτω. Ζει για καιρό χωρίς το παρακάτω. Τα χρέη δεν είναι η αιτία. Υπάρχει ένας άνθρωπος γύρω μας αυτή τη στιγμή, που ζούσε όπως ο Αθηναίος την Κατοχή;
Νομίζω αρκετοί.
Όπως ζούσε στην Κατοχή; Που λιμοκτονεί στον δρόμο; Πού είναι αυτοί; Στην Κατοχή αυτοκτονούσε κανείς; Άρα δεν είναι αυτός ο λόγος. Δεν είναι ο λόγος ότι δεν έχω να φάω. Ο λόγος είναι ότι αυτός έχει επενδύσει τη ζωή του στο σπίτι. Δεν είναι ο λόγος ότι δεν έχω σπίτι. Είναι η ζωή του μέχρι τότε. Δεν μπορεί να έχει κάθε οικογένεια πέντε εξόριστους, άλλους πέντε βασανισμένους, άλλους που τους εκτέλεσαν και να μην αυτοκτονούσε κανείς. Δεν μπορεί ο πλανήτης να έχει γνωρίσει τόσες δυστυχίες και εμείς να λέμε πως αυτοκτονούμε επειδή μας πήραν το σπίτι ή το εργοστάσιο; Δεν είναι αυτός ο λόγος λοιπόν. Ακόμα και αν είναι αυτός ο λόγος, καλά κάνει και υπάρχει για να ξαναβρούμε τον λόγο για να ζούμε.
Ο πραγματικός λόγος ποιος είναι;
Η έλλειψη οράματος. Ζούσαν άνθρωποι στο Άουσβιτς και δεν αυτοκτονούσαν. Ο άλλος έχανε τέσσερα παιδιά και άντεχε. Εμείς σήμερα κάνουμε το πολύ ένα παιδί, οπότε έχουμε επενδύσει όλα αυτά σε αυτό, δεν έχουμε μάθει να ζούμε. Αυτή είναι η εξωτερική αιτία. Ο λόγος είναι η απομόνωση. Η έλλειψη του «παρακάτω». Από τη στιγμή που μου τελειώνει το αύριο, δεν έχω λόγο να ζω. Δεν έχω μεγαλώσει με το μεθαύριο. Έχω μεγαλώσει με το τι θα φάω αύριο. Στα Καλάβρυτα γιατί δεν αυτοκτόνησε κανείς;
Η στάση των καλλιτεχνών μπροστά στην κατάσταση που ζει η κοινωνία είναι αυτή που θα έπρεπε;
Οι καλλιτέχνες κοιμούνται κανονικά. Τον ύπνο του δικαίου.
Σε ρωτάω γιατί ο κόσμος προφανώς έχει μεγαλύτερες προσδοκίες από ένα καλλιτέχνη, απ' ότι από έναν “συμβολαιογράφο”.
Η κοινωνία μας δημιουργεί τους καλλιτέχνες όχι αρειανοί, και η εποχή μας έχει τους καλλιτέχνες που της αξίζει.
Τι ονειρεύεσαι για τον εαυτό σου;
Να μην θυμώνω.
Θα μας χαρίσεις μια, δυο όμορφες εικόνες που είναι χαραγμένες στο μυαλό σου;
Μια θα σου πω. Θυμάμαι τη γεύση από το γάλα στο μπιμπερό. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από αυτό. Θυμάμαι πώς ήταν η γεύση του. Να γιατί αξίζει η ζωή για τέτοιες στιγμές. Στιγμή απόλυτης ασφάλειας, ηδονής, πληρότητας.


Info: H ομάδα ΠΥΡ και Ιώ Βουλγαράκη παρουσίασανν τους Ληστές του Φρήντριχ Σίλλερ από τις 9 έως και τις 12 Ιουλίου στην Πειραιώς 269, Κτίριο 260.