Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Θάλεια και η Μελπομένη πνίγηκαν στο Φάληρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η Θάλεια και η Μελπομένη πνίγηκαν στο Φάληρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023

"Περί εκπτώσεων και άλλων δεινών" έγραψε η Ματίνα Καλτάκη (https://www.iefimerida.gr, 13.9.2023)

 ...............................................................



Περί εκπτώσεων και άλλων δεινών








έγραψε η Ματίνα Καλτάκη (https://www.iefimerida.gr, 13.9.2023)





Η έντονη δυσανεξία στην κριτική από τους καλλιτέχνες μοιάζει να αυξάνεται τελευταία, αλλά η εντύπωση είναι ψευδής.




Βασίζεται στα σχόλια που γράφουν στα κοινωνικά δίκτυα φίλοι και συνεργάτες, εν γένει άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου, τα οποία αναπαράγονται και σε ενημερωτικές ιστοσελίδες.




Το πλέον σύνηθες επιχείρημα με το οποίο οι σκηνοθέτες δικαιολογούν την ενόχλησή τους για τις αρνητικές κριτικές είναι ότι περιμένουν από τον κριτικό να τους βοηθήσει να βελτιώνονται και να εξελίσσονται. Ξεχνούν δύο τινά: πρώτον, ότι οι κριτικές που δεν γράφονται για ειδικά θεατρολογικά περιοδικά, απευθύνονται πρωτίστως στο κοινό -είτε στους δυνάμει θεατές που θέλουν να πάρουν μία έγκυρη γνώμη προτού αγοράσουν εισιτήριο είτε αυτούς που επιθυμούν να διαβάσουν απόψεις για κάτι που έχουν δει. Δεύτερον, οι κριτικές (μιλώ πάντα για τα σοβαρά κείμενα των δοκιμασμένων στον χρόνο κριτικών, που είναι αριθμητικά ελάχιστοι) δεν μπορούν να «διδάξουν», να «φωτίσουν» και να «διορθώσουν» τους καλλιτέχνες, γιατί οι ίδιοι οι καλλιτέχνες δεν αναγνωρίζουν στον κριτικό αυτόν τον ρόλο. Η σχέση των δύο πόλων είναι από παλιά ναρκοθετημένη




Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση μίας αρνητικής για το σκηνικό αποτέλεσμα κριτικής που έγραψα πριν από λίγα χρόνια.


Η καλή ηθοποιός/σκηνοθέτις της παράστασης μου έστειλε μήνυμα, όπου έκανε λόγο για «αγένεια» και «εξυπνάδες εις βάρος του καλλιτέχνη που έχει μοχθήσει». Ανταλλάξαμε επιχειρήματα μέσω μηνυμάτων, που επιβεβαίωσαν ότι ο διάλογος τη δεδομένη στιγμή ήταν ανέφικτος.


Προς τιμήν της, δύο χρόνια μετά, όταν ο θυμός της είχε πια ξεθυμάνει, κάπου συναντηθήκαμε και παραδέχτηκε ότι είχα δίκιο σε ό,τι υποστήριξα για την παράστασή της σε εκείνο το κείμενο.


Στο φετινό Φεστιβάλ Επιδαύρου παρουσιάστηκαν δύο παραστάσεις με κοινά χαρακτηριστικά: ο «Οιδίπους Τύραννος», σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα, και η «Εκάβη», σκηνοθετημένη από την Ιώ Βουλγαράκη. Αν και σεβαστικές προς τα πρωτότυπα έργα, είχαν σοβαρά προβλήματα που συνδέονται με τους όρους παραγωγής τους.


Τι εννοώ; Και οι δύο προέκυψαν από θεατρικούς επιχειρηματίες που πληρώνουν ένα ικανό ποσό για τη χρήση του θεάτρου της Επιδαύρου ώστε να μπουν στο πρόγραμμα του ιστορικού Φεστιβάλ ως «συμπαραγωγοί» (ενίοτε, αναλόγως των συμφωνηθέντων, το Φεστιβάλ Επιδαύρου μπορεί να πάρει και κάποιο ποσοστό από τις εισπράξεις).


Οι ιδιώτες παραγωγοί, εκτός των εσόδων από τις δύο παραστάσεις στο μεγάλο αρχαίο θέατρο (φέτος σχεδόν όλες οι παραστάσεις είχαν μεγάλη προσέλευση θεατών, άρα πολύ ικανοποιητικές εισπράξεις), αποβλέπουν και στα εισιτήρια από την περιοδεία της παράστασης σε θέατρα της επικράτειας. Μόνο που τα χαρακτηριστικά (μέγεθος θεάτρου, είδος σκηνής, τεχνολογικός εξοπλισμός κ.λπ.) των χώρων όπου παρουσιάζονται ποικίλλουν και οι εκπτώσεις (π.χ. στην προσαρμογή των σκηνικών ή στον φωτιστικό σχεδιασμό) είναι συνήθεις.


Αυτό είναι κάτι που δεν συμβαίνει στα μεγάλα ξένα φεστιβάλ, των οποίων οι παραγωγές, όταν παρουσιάζονται σε άλλους τόπους και θέατρα, διατηρούν τις αρχικές τους προδιαγραφές.


Επιπλέον, με τη συναίνεση του Φεστιβάλ Επιδαύρου, οι ιδιώτες παραγωγοί εκμεταλλεύονται την υπεραξία της ιστορικής διοργάνωσης με εμπορικά/εισπρακτικά κριτήρια. Γι’ αυτό συχνά επιλέγονται πρωταγωνιστές βάσει της δημοτικότητάς τους και όχι της ερμηνευτικής τους επάρκειας.


Ως εκ τούτων, τόσο ο Σίμος Κακάλας όσο και η Ιώ Βουλγαράκη, λειτουργώντας ως freelancer σκηνοθέτες, εργάστηκαν με όρους διαφορετικούς απ’ αυτούς που καθορίζουν τις επιλογές τους στις προσωπικές παραστάσεις τους της χειμερινής περιόδου.


Με άλλα λόγια, ενώ και οι δύο πιστεύουν στην αποτελεσματικότητα του ensemble, στις παραστάσεις που προκύπτουν από τη συνεργασία με καλλιτέχνες με τους οποίους μιλούν την ίδια γλώσσα και μοιράζονται κοινές αγωνίες, αναλαμβάνοντας να σκηνοθετήσουν αρχαία τραγωδία για την Επίδαυρο, δέχτηκαν να μπουν στη λογική των ισορροπιών: για να προσελκύσει η παράσταση το ευρύ κοινό, για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους επιλέχθηκαν ηθοποιοί πολύ δημοφιλείς από τη συμμετοχή τους σε τηλεοπτικές σειρές.
Το γεγονός αυτό δεν μειώνει την αξία ηθοποιών, όπως π.χ. η Ελένη Κοκκίδου, που ανέλαβε τον ιδιαιτέρως απαιτητικό ρόλο της Εκάβης. Απλώς, θέτει τη δουλειά του σκηνοθέτη σε διαφορετική βάση.







Η Ιώ Βουλγάρακη, για παράδειγμα, επ' ουδενί θα παρουσίαζε την Εκάβη, τη χαροκαμένη, αιχμάλωτη των Αχαιών, ηλικιωμένη βασίλισσα των Τρώων, μακιγιαρισμένη και με βεραμάν σατέν ρόμπα-κιμονό! Το πρόβλημα της ερμηνείας της, βέβαια, ήταν άλλο: δεν είχε τη φωνητική και σωματική εκπαίδευση, την τριβή με τον ποιητικό λόγο (εν προκειμένω, μάλιστα, λόγο έντονων μεταπτώσεων και κλιμακώσεων) και την ερμηνεία του σ’ ένα πολύ μεγάλο, ανοιχτό θέατρο.




Το τραγικό είδος και το αρχαίο θέατρο των 10.000 θέσεων απαιτεί ηθοποιούς ειδικής εκπαίδευσης και προσόντων. Η Ιοκάστη της Μαριλίτας Λαμπροπούλου στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Κακάλα ήταν σκιώδης – η επιλογή της προφανώς συνδέεται με την επιτυχία του «Σασμού» αλλά η δημοτικότητα/αναγνωρισιμότητα που εξασφαλίζει ένας ρόλος σε τηλεοπτική σειρά δεν πρέπει να αποτελεί λόγο επιλογής ενός ηθοποιού σε παράσταση αρχαίας τραγωδίας. Το ίδιο ισχύει και για την Ελένη Κοκκίδου, η βασική απασχόληση της οποίας τα τελευταία χρόνια ήταν σε καθημερινό σίριαλ. Πρόβες δύο –τριών μηνών δεν αρκούν για να μπορέσει ένας ηθοποιός χωρίς τριβή στο είδος, να ανταποκριθεί στις θηριώδεις ερμηνευτικές απαιτήσεις ενός μεγάλου τραγικού ρόλου.


Προφανώς τα προβλήματα των δύο παραστάσεων δεν περιορίζονται στις ερμηνείες των ηθοποιών, που και στις δύο περιπτώσεις δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν κοινή ερμηνευτική γραμμή. Ήταν προβληματική η σύλληψη και η εκτέλεση στο σύνολό της. Ο Κακάλας κατέφυγε και πάλι στην χρήση μασκών (της Μάρθας Φωκά) αλλά δεν προχώρησε ούτε βήμα παραπέρα την σχετική, πολύ αξιόλογη έρευνα που ξεκίνησε πριν από αρκετά χρόνια με την «Γκόλφω» και το «Λιωμένο Βούτυρο». Η ενδιαφέρουσα ανάγνωση/ερμηνεία της Βουλγαράκη για την ευριπίδεια «Εκάβη» δεν «μεταφράστηκε» στο σκηνικό αποτέλεσμα. Ατυχή το σκηνικό και τα κοστούμια της Μαγδαληνής Αυγερινού, από άλλη παράσταση η μουσική του Νίκου Γαλενιανού και η πολυφωνική ερμηνεία των χορικών.


Θα καταφύγω στα σοφά λόγια του Γιούχανι Πάλασμαα («Δώδεκα δοκίμια για τον Άνθρωπο, την Τέχνη και την Αρχιτεκτονική, 1980-2018», ΠΕΚ, 2021): «Τα νοήματα του καλλιτεχνικού έργου γεννώνται μέσα από το όλον, από την ποιητική εικόνα που ενοποιεί τα μέρη, και με κανέναν τρόπο δεν είναι απλώς το άθροισμα των στοιχείων του». Την ποιητική εικόνα που ενοποιεί τα μέρη δεν μπόρεσαν να αναδείξουν ο Κακάλας και η Βουλγαράκη. Ίσως επειδή έχουν μάθει να δουλεύουν αλλιώς, με ομαδικό πνεύμα και σταθερούς συνεργάτες. Οι «εκπτώσεις» των freelance συνεργασιών δεν τους ταιριάζουν.


Μία αρνητική κριτική για μια παράστασή τους δεν έχει να κάνει με εμπάθεια, μίσος και άλλα αφελή που λένε κακοκαρδισμένοι, σαν πληγωμένα παιδιά, οι καλλιτέχνες του θεάτρου. Ηθοποιοί και σκηνοθέτες γνωρίζουν εξαρχής ότι η δουλειά τους κρίνεται από το σύνολο του κοινού κάθε παράστασής τους. Αν έστηναν αυτί στα σχόλια των θεατών που αναχωρούν από το θέατρο της Επιδαύρου μετά από μία προβληματική παράσταση, θα έφριτταν από την ευκολία με την οποία καταδικάζεται ο «μόχθος» τους. Να πυροβολείται ο κριτικός απλώς επειδή η άποψή του δημοσιεύεται (και αποτελεί μαρτυρία για την Ιστορία του Θεάτρου κάθε εποχής) είναι το τίμημα της δικής του έκθεσης. Άδικο αλλά κατανοητό, εφόσον οι αντιδικίες παραμένουν σ’ ένα πλαίσιο συνειδητότητας των ρόλων του ενός και του άλλου. Ας κάνει ο καθένας την δουλειά του όσο πιο σοβαρά μπορεί, λέω εγώ.

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023

« «Σφήκες» με φαγωμένα σπλάχνα» γράφει ο Γιάννης Λεοντάρης* («Εφημερίδα των Συντακτών», 04.08.23)

 .............................................................



« «Σφήκες» με φαγωμένα σπλάχνα»


 




γράφει ο Γιάννης Λεοντάρης* («Εφημερίδα των Συντακτών», 04.08.23)



Οι υψηλής θερμοκρασίας παρεμβάσεις σχετικά με την παράσταση των «Σφηκών» τις τελευταίες ημέρες, αλλά και η ίδια η παράσταση, επιβεβαιώνουν τη φόρτιση -εγγενή ή κατασκευασμένη- της σχέσης των Ελλήνων με την Επίδαυρο. Η σχέση αυτή μετεωρίζεται ανάμεσα στην επιστροφή στην υποτιθέμενη αρχαία μήτρα και την πατροκτονία. Προδίδουν επίσης και έναν εκνευρισμό για το τι κάνουμε τώρα που ο μεταμοντέρνος κύκλος έχει ήδη κλείσει, σε μια εποχή όπου -θεατρικά- προτιμάμε να γεννιόμαστε ορφανοί και να πεθαίνουμε άτεκνοι. Το ότι το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου υπήρξε σημείο ενός ολιστικού τόπου λατρείας και θεραπείας, ότι δηλαδή υπήρξε χώρος τελετής και όχι διεκπεραίωσης και κατανάλωσης ελεύθερου χρόνου, δεν σημαίνει ότι στις μέρες μας δεν μπορεί να φιλοξενεί συμβατικές παραστάσεις επιθεώρησης. Ειδικά στη χώρα που όσο λίγες επιμένει στην ανάγκη για ανταποδοτικότητα του πολιτιστικού/τουριστικού προϊόντος.


Επομένως, οι «Σφήκες» ως αντιπροσωπευτικό δείγμα νεοφιλελεύθερης επιθεώρησης η οποία πυροβολεί μόνο τον μικροαστό και καθόλου την εξουσία, είναι μια συνεπής επιλογή των πολιτιστικών θεσμών της Ελλάδας τού σήμερα. «Πουλάκι ξένο, πουλί χαμένο, μου τρώει τα σπλάχνα, δεν βγάζω άχνα…», τραγουδούσε ο Τζίμης Πανούσης την εποχή που ήθελε να κατεδαφίσει τα πάντα πριν πάθει εμμονή με τους «πούστηδες». Ενιωσα ότι τις «Σφήκες» της Επιδαύρου συνέθεσε μια καλλιτέχνιδα με φαγωμένα σπλάχνα. Φαγωμένα και ρημαγμένα από τον γύπα της κάθε εξουσίας που ξέρει καλά να αποφαίνεται «μαζί τα φάγαμε» και να τρώει τα σπλάχνα του δυνητικά ενοχλητικού καλλιτέχνη, ειδικά αν αυτός είναι γυναίκα. Το προτιμά. Οι «Σφήκες» με τα φαγωμένα σπλάχνα δεν έβγαλαν άχνα ούτε για την πολιτική εξουσία, ούτε για τη μιντιακή εξουσία, ούτε για την επιχειρηματική εξουσία, ούτε για τη δικαστική εξουσία αυτής της χώρας.


Τι κι αν προσποιήθηκαν την επιθεώρηση ως προς τη δομή, τη δραματουργία και το στήσιμο; Ατολμες, δειλές και υποταγμένες, αν συγκριθούν με τον Πανούση, τον Χάρρυ Κλυνν, και πρωτίστως εκείνη τη γενναία και πολιτικά ασυμβίβαστη πένα της Ελεύθερης Σκηνής. Κανένα επικίνδυνα ισχυρό όνομα δεν μπήκε στον πάγκο του χασάπη. Κι αν υποθέσει κανείς ότι οι «Σφήκες» κάποια στιγμή αποτόλμησαν να ψελλίσουν και να κεντρίσουν ονόματα μαφιόζων, πρωθυπουργών και άλλων, μάλλον θα ένιωσαν τα σπλάχνα τους να κατασπαράσσονται και το ξανασκέφτηκαν. Μέρες συμβιβασμών, υποταγής και λύπης.


* Σκηνοθέτης και καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου


Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

"Το θέατρο στο σκοτεινό μέλλον" γράφει ο Γρηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 27.4.2020)

..............................................................


Το θέατρο στο σκοτεινό μέλλον





"...Η πολιτεία πρέπει να βρει τρόπους να βοηθήσει με κάποιο πρόγραμμα, υποστηρικτικό και αναγκαίο στους καιρούς που θα έλθουν. Όχι σαν ελεημοσύνη, μα σαν στήριξη ενός κλάδου που θα περάσει περίοδο απελπιστικής κρίσης. Και ας σκεφτούν από τη μεριά τους και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες τι θα κάνουν. Προς το παρόν προτείνω την ιδέα του Θεάτρου Τέχνης για επί μισθώσει διαδικτυακές παραστάσεις..."


γράφει ο Γρηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 27.4.2020)



Είχα ζητήσει από την εφημερίδα να μου παραχωρήσει χώρο τις επόμενες εβδομάδες για να απλώσω σε συνέχειες ένα εκτενές αφιέρωμα για το ελληνικό θέατρο των τελευταίων δεκαετιών. Με το που ξεκίνησα ωστόσο να γράφω μου ήταν αδύνατον να συγκεντρωθώ. Ηταν οι κουβέντες που αντάλλαξα με αγαπητούς συνεργάτες και φίλους στο τηλέφωνο και η ανησυχία που εισέπραττα από τον χώρο∙ ήταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στα δίκτυα, πιθανόν η ίδια η ψυχολογική κατάσταση ύστερα από τόσες ημέρες εγκλεισμού... Ολοι λίγο-πολύ στρέφονται σε αυτό που απασχολεί τον επαγγελματικό κλάδο του θεάματος. Πως μετά την πρώτη ψύχραιμη αντιμετώπιση της κατάστασης ο ορίζοντας για την επόμενη καλοκαιρινή σεζόν, μα και για τη χειμωνιάτικη, δείχνει ξαφνικά πολύ σκοτεινός.

Ας περιμένει για λίγο το αφιέρωμα... Οπως το καταλαβαίνω, μοιάζει να ανοίγονται δύο σενάρια για το προσεχές μέλλον (μέχρι να εμφανιστεί το αναθεματισμένο εμβόλιο) από τα οποία ειλικρινά δεν ξέρει κανείς ποιο να πρωτοεπιλέξει για εφιάλτη. Το πρώτο θέλει τα θεάματα και τους χώρους καλλιτεχνικής συνεστίασης να παραμένουν «κλειστά» μέχρι νεωτέρας, με τα καλά νέα να έρχονται του χρόνου τέτοιο καιρό ή και αργότερα, ας πούμε το επόμενο καλοκαίρι. Μια ολόκληρη σεζόν δηλαδή χαμένη, με τα περισσότερα, αν όχι με όλα τα θέατρα κλειστά. Κι όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό ως απειλή, ποιος θα έδινε άδικο σε εκείνον που θα απαγόρευε την ανταλλαγή χνότων την ώρα της παράστασης, μα και μπροστά στο ταμείο, στο φουαγιέ, στην αναμονή του τρίτου κουδουνιού;... Το πρόβλημα με τα ευρύχωρα θέατρα είναι πως μαζεύουν πολύ κόσμο∙ και με τα άλλα, τα «πρωτοποριακά» και εκλεκτικιστικά πως είναι από μόνα τους πολύ στενάχωρα.

Το δεύτερο σενάριο που μου περιέγραψαν θέλει τα θέατρα να ανοίγουν, τηρώντας όμως «ευλαβικά» τους γνωστούς κανόνες κοινωνικής αποστασιοποίησης. Σαν να θέλεις να φας σκορδαλιά και να δηλώνεις αλλεργικός στο σκόρδο. Το θέατρο (και τα μουσικά του ξαδέλφια), θυμίζω, διαφέρει από τις άλλες τέχνες στο ότι ακριβώς είναι «κάτι» που το κάνουμε όλοι μαζί, ταυτόχρονα ο ένας κοντά στον άλλο. Αν αλλάξεις αυτή τη συνθήκη πιθανόν θα καταλήξεις σε μια άλλη ενδιαφέρουσα πρόταση - που τέλος πάντων θα ξέρει πώς να σερβίρει κατεψυγμένα ως κυρίως πιάτο. Πάντως «θέατρο» δεν θα είναι.


Προσπαθώ να βάλω με τα μυαλό μου μια τέτοια συνθήκη… Επισκεπτόμαστε ένα θέατρο από χωριστούς δρόμους. Συναντούμε φίλους που χαιρετούμε από απόσταση, σχολιάζουμε έξω, στο κρύο, την παράσταση κρατώντας αποστάσεις δύο μέτρων ο ένας από τον άλλο. Και μετά μπαίνουμε σε ομάδες των τριών, όπου μασκοφορεμένοι ταξιθέτες μάς οδηγούν στη θέση μας. Τότε μόνο αντιλαμβανόμαστε πως θα καθίσουμε όλοι (και τα ζευγάρια;) σε απόσταση μιας-δυο θέσεων ο ένας από τον άλλο, όμοια με τις εξεταστικές πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων. Σε αυτή την όμορφη και χαλαρή ατμόσφαιρα τα φώτα χαμηλώνουν και μπορούμε πια να βυθιστούμε στην παράσταση… Μα ένα λεπτό! Αυτοί εκεί, απέναντι, πώς έκαναν πρόβα; Και ακόμα χειρότερα, τι έργο είναι αυτό που επιτρέπει μια τόσο πρόστυχη γειτνίαση σωμάτων; Είναι να αναρωτιέται κανείς αν οι κανόνες που ισχύουν για τους ηθοποιούς, οφείλουν να τηρούνται και από τους ρόλους των κλασικών έργων...

Ωραία πράγματα… Και σκεφτείτε για λίγο και τους καλλιτέχνες, τους ηθοποιούς και μουσικούς, που θα πρέπει να παίζουν μπροστά σε μια ξεδοντιασμένη πλατεία, ενώπιον του ενός τρίτου του κανονικού κοινού, που θα φορά από πάνω και χειρουργικές μάσκες και κάθε φορά που θα ακούει το όποιο βηχαλάκι εντός αιθούσης θα ξεχνά αστραπιαία έργο, παράσταση και καλούς τρόπους. Αν συμβούν έτσι τα πράγματα, τότε πράγματι θα μιλούμε για θέατρο ντουμπλ-φας. Θα κοιτιέται κι από τις δυο μεριές: από την πλατεία στη σκηνή, και τούμπαλιν.

Να όμως που κάνω κι εγώ πάλι το ίδιο λάθος. Επιμένω να βλέπω τα πράγματα από την καλλιτεχνική τους πλευρά, την αισθητική όψη, λησμονώντας πως το προκείμενο αυτή τη φορά δεν βρίσκεται σε μια μεταμοντέρνα αντίληψη των επιπτώσεων του παγκόσμιου μπαμπούλα. Οχι, για μια φορά ας προσγειωθούμε λίγο στη γη, για να δούμε τι σημαίνει όλο αυτό όχι για την «τέχνη», αλλά για τους ανθρώπους της.

Γιατί καθόλου ή λίγο θέατρο σημαίνει για τους περισσότερους από αυτούς ακέραιη οικονομική απελπισία. Ας το θυμηθούμε πρώτα οι ίδιοι για να το θυμίσουμε μετά στους άλλους. Το θέαμα είναι πιθανόν επάγγελμα με τις δικές του ιδιαιτερότητες, διατηρεί ωστόσο μια αδήριτη ομοιότητα με τα υπόλοιπα: Και σε αυτό, αν δουλέψεις θα φας. Μετά τις τόσες αναρτήσεις καλλιτεχνών και μια νοοτροπία στον χώρο που σε κάνει να ντρέπεσαι να παραδεχθείς πως κάνεις θέατρο και για κάτι άλλο εκτός από «την ψυχή σου», ξεχνάμε πως πρόκειται για επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται σε συνθήκες καπιταλισμού, πως για τον έναν, τον «πετυχημένο», τον «ακριβό» και «περιζήτητο», αναλογούν εκατοντάδες αφανείς, με πενιχρά εισοδήματα και τρομερή ανασφάλεια. Είναι ωστόσο ίδιοι με εμάς στις ανάγκες, οι οποίες δεν περιορίζονται ασφαλώς σε ένα πιάτο φαΐ. Θέλω να πω πως οι περισσότεροι τοποθετούμε τον καλλιτέχνη σε στάτους διαρκούς νεότητας. Κι όμως όλοι γνωρίζουμε ότι από μια ηλικία και μετά το (κάθε) επάγγελμα γίνεται πεπρωμένο. Με αυτό μεγαλώνεις, με αυτό κάνεις οικογένεια και παιδιά, πληρώνεις τα ρούχα και το μπαλέτο της μικρής, το ενοίκιο και το στεγαστικό, το playstation του λεβέντη. Ναι, με τον Αμλετ, τον Ψαθά και το βιολί σου τα πληρώνεις. Είναι και αυτά «θέατρο».

Ευτυχώς που διατηρείται μέσα σου η μυστική πεποίθηση ότι δεν διάλεξες εσύ το θέατρο, αλλά μάλλον αυτό εσένα... Οταν δεν έκανες τους γονείς σου και πολύ χαρούμενους με την επιλογή σου. Οταν και για όσο δεν παίζεις σε κάποιο γνωστό σίριαλ, τα οικογενειακά τραπέζια παραμένουν βάσανο. Και όταν, όσο μεγαλώνεις και βλέπεις τη μετριότητα να γίνεται η ρουτίνα σου, αντιμετωπίζεις τα πράγματα αλλιώς.

Κοντά σε αυτά έρχεται και το άλλο σήμερα. Νιώθεις πως στα δύσκολα κανείς δεν σε θυμάται ούτε κατά βάθος σε χρειάζεται. Μια καραντίνα έδειξε ποιους χρειαζόμαστε περισσότερο από τους ηθοποιούς – μέχρι και οι κομμωτές δικαιούνται να αισθάνονται δικαιωμένοι. Αν δεν ανεβάζαμε τις παραστάσεις μας στο διαδίκτυο –έστω «για τη διασκέδαση των φίλων»–, σε ποιον αλήθεια θα λείπαμε εκεί έξω;…

Θέλω λοιπόν να πω ότι υπάρχει αληθινή ανάγκη για αυτούς τους επαγγελματίες. Ας μην επαναλάβω το γιατί. Είναι καιρός για έργα. Η πολιτεία πρέπει να βρει τρόπους να βοηθήσει –με τι άλλο;– με κάποιο πρόγραμμα, υποστηρικτικό και αναγκαίο στους καιρούς που θα έλθουν. Οχι σαν ελεημοσύνη, μα σαν στήριξη ενός κλάδου που θα περάσει περίοδο απελπιστικής κρίσης. Και ας σκεφτούν από τη μεριά τους και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες τι θα κάνουν. Το μόνο που μπορώ προς το παρόν να προτείνω είναι την ιδέα του Θεάτρου Τέχνης για επί μισθώσει διαδικτυακές παραστάσεις. Φαντάζομαι τι σκέφτεστε πολλοί γι’ αυτό… Μα εκεί που κινδυνεύουμε να βρεθούμε, μοιάζει με μια κάποια λύση.


Και μακάρι να μη βρεθούμε ποτέ εκεί. Μακάρι να τα σκεφτόμαστε αυτά κάποτε, σαν κακό εφιάλτη.

Τρίτη 14 Απριλίου 2020

"Ιστορίες από τον παλιό κόσμο: όταν το μοντέλο κουλτούρας αλλάζει" της Ματίνας Καλτάκη ("Καθημερινή", 12.4.2020)

..............................................................



Ιστορίες από τον παλιό κόσμο: όταν το μοντέλο κουλτούρας αλλάζει




Από την παράσταση "Αυτόχειρες παρθένοι" της Σουζάνε Κένεντι, βασι-
σμένη στο μυθιστόρημα του Τζέφρι Ευγενίδη, που παρουσιάστηκε το
περασμένο καλοκαίρι στην Πειραιώς 260.
                             της Ματίνας Καλτάκη ("Καθημερινή", 12.4.2020)


Υπάρχει ένα είδος πολιτικής ορθότητας στο πεδίο της καλλιτεχνικής πράξης που καθιστά ανεπιθύμητο τον διάλογο για το πού βρίσκεται σήμερα το θέατρο, αν υπάρχει κάποιος έγκυρος Κανόνας βάσει του οποίου να ξεχωρίζει τι αξίζει και τι όχι και, βέβαια, πού συναντιέται ο αξιακός κώδικας των δημιουργών με τις ανάγκες και απαιτήσεις του σημερινού κοινού. Η εν ισχύι «ορθοδοξία» για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται ένα καλλιτεχνικό έργο (εν προκειμένω μία παράσταση), την οποία όποιος αμφισβητήσει κρίνεται αυτομάτως συντηρητικός και «παρωχημένος», διαμορφώθηκε σταδιακά κατά τον 20ό αι. μέσα από τις μικρές και μεγαλύτερες ρήξεις των κινημάτων της λεγομένης «ιστορικής πρωτοπορίας». Η προσωπική έκφραση θεοποιήθηκε, η πρόθεση του δημιουργού κρίθηκε σημαντικότερη από αυτά καθαυτά τα χαρακτηριστικά του δημιουργήματός του και την υποδοχή του από το κοινό.

Στο θέατρο τολμηροί, σπουδαίοι Ευρωπαίοι σκηνοθέτες, μέσα από την πραγμάτωση του προσωπικού τους οράματος, ανανέωσαν τους κώδικες της σκηνικής τέχνης και άλλαξαν τον τρόπο που βλέπουμε θέατρο. Η επί αιώνες εδραιωμένη αρχή σύμφωνα με την οποία οι καλλιτέχνες όφειλαν να υπολογίζουν το κοινό στο οποίο απευθύνονταν – είτε για να του προσφέρουν εύκολη διασκέδαση (στις πιο «εμπορικές» εκδοχές του) είτε σοβαρή ψυχαγωγία, έπαψε να απασχολεί.

Στην κατεύθυνση αυτή, όσο προχωρούσε ο 20ός αι., πολλοί σκηνοθέτες, παρά τον συλλογικό χαρακτήρα της σκηνικής τέχνης, θεώρησαν ότι μπορούν να λειτουργούν όπως οι εικαστικοί καλλιτέχνες. Oπως δηλαδή ένας ζωγράφος ή γλύπτης, ο οποίος μόνος στο εργαστήριό του δημιουργεί κάτι που σε δεύτερο χρόνο θα εκθέσει, καλώντας το κοινό να το δει και να το «οικειοποιηθεί» ελεύθερα, σύμφωνα με τις προσληπτικές του δυνατότητες. Αμβλύνθηκε η σημασία της απεύθυνσης και τη δημιουργική διαδικασία δεν επηρέαζε πια αρκούντως η επικοινωνία του δημιουργού με τους θεατές.

Γι’ αυτό και οι παραναγνώσεις και οι παρερμηνείες των κλασικών, φαινόμενο οικείο στην Ιστορία του Θεάτρου, σήμερα έχουν διαφορετική σημασία απ’ ό,τι είχαν π.χ. τον 18 αι., όταν κανείς δεν είχε πρόβλημα με την αλλοίωση των σαιξπηρικών έργων εφόσον το σημαντικό ήταν να ευχαριστηθεί το κοινό. Είναι χαρακτηριστική, για παράδειγμα, η διασκευή της «Τρικυμίας» από τον Τζον Ντράιντεν (1631 - 1700), σπουδαίο ποιητή, μέγα σατιρικό, μεταφραστή και κριτικό, και τον επίσης σεβαστό ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Γουίλιαμ Ντάβεναντ (1606-1668): έκοψαν τα 2/3 του πρωτοτύπου και πρόσθεσαν κάμποσα πρόσωπα στο όνομα της δραματουργικής «συμμετρίας». Ο Ντάβεναντ υπέγραψε κι έναν «Μακμπέθ» το 1664, προσαρμοσμένο στα γούστα του κοινού της Παλινόρθωσης: μεγάλωσε τον ρόλο της λαίδης Μακντάφ (ώστε να «ισορροπεί» με τον ρόλο της λαίδης Μακμπέθ), έκοψε όλα τα δευτερεύοντα πρόσωπα και ενίσχυσε το θέαμα με μουσικές και χορούς. Για τουλάχιστον 80 χρόνια στις αγγλικές σκηνές η διασκευή του επικράτησε του σαιξπηρικού πρωτοτύπου.

Ποια είναι η διαφορά από έναν σημερινό σκηνοθέτη που αλλάζει κατά το δοκούν ένα έργο του κλασικού ρεπερτορίου προτείνοντας μία «προσωπική» σκηνική προσέγγιση; Αφενός ότι οι Ντράιντεν και Ντάβεναντ ήταν οι «διάδοχοι» των ελισαβετιανών, εκλεκτοί εκπρόσωποι οι ίδιοι των γραμμάτων και της θεατρικής τέχνης της εποχής τους και αφετέρου ότι, διασκευάζοντας τον Σαίξπηρ, είχαν στον νου τους πώς θα ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των θεατών. 

Κάποιες ξεχωριστές περιπτώσεις σύγχρονων δημιουργών που, διασκευάζοντας τους κλασικούς, πρότειναν αυτόνομες, αξιοθαύμαστες καλλιτεχνικές δημιουργίες, δεν δικαιολογούν τους περισσότερους που αποδομούν τους κλασικούς με ασήμαντα αποτελέσματα. Απαιτούνται άλλου είδους προσόντα για να προτείνει κανείς μία στιβαρή πρόταση – δεν αρκεί η επίκληση των «δικαιωμάτων» του δημιουργού-ιεροφάντη των ρομαντικών ούτε του «Oλα επιτρέπονται» του μεταμοντερνισμού. Μήπως είναι η ώρα, αναρωτιέμαι, να σκεφτούμε αυτό που προκλητικά έγραψε ο Κούντερα («Ο Πέπλος», εκδ. Εστία, 2005), ότι ο επιταχυνόμενος ρυθμός του ιστορικού χρόνου επέτρεψε την άρση των αντιθέτων με τρόπο που να μπορούμε να είμαστε προοδευτικοί και ταυτόχρονα κομφορμιστές, συντηρητικοί και επαναστατημένοι; Και ότι πλέον «ο μόνος σοβαρός μοντερνισμός είναι ο αντιμοντέρνος μοντερνισμός»;

Η διεξοδική συζήτηση, στην κατεύθυνση όχι της αντιπαράθεσης αλλά της κατανόησης φαινομένων που επηρεάζουν και θα επηρεάσουν σε προοπτική χρόνου τη σκηνική τέχνη, επείγει περισσότερο από ποτέ. Σε μια εποχή κατά την οποία η έννοια της ερμηνείας/επανερμηνείας κυριαρχεί (και ενίοτε προβάλλεται ως πιο σημαντική από την ίδια την πρωτότυπη δημιουργία), η κριτική οφείλει να καθιστά σαφές πότε η ποιητική αναδεικνύεται σημαντικότερη του ποιήματος. Και να διερωτάται για τις συνέπειες αυτού που είχε επισημαίνει ο Ουμπέρτο Eκο ήδη από το 1964: να είναι το έργο μία διαρκής ομιλία για την ίδια του την ποιητική («Κήνσορες και Θεράποντες», εκδ. Γνώση, 1994). 


Ο παράγων Χ που μας εμποδίζει να δούμε καθαρά πώς θα εξελιχθεί στον 21ο αι. μια τέχνη «αρχαϊκή» όπως το θέατρο, είναι η κουλτούρα που διαμορφώνει η 4η Βιομηχανική Επανάσταση: η «ενοποίηση» και αδιάλειπτη διάδραση φυσικού και ψηφιακού/τεχνολογικού κόσμου μέσω της κυβερνοεπικοινωνίας, του data ecosystem, της ρομποτικής, της Τεχνητής Νοημοσύνης. Το αξιακό σύστημα της Ευρώπης των Νέων Χρόνων δεν βασίζεται πλέον στις ανθρωπιστικές σπουδές και στην κλασική παιδεία. Οι σημερινοί και οι αυριανοί νέοι μπορεί κάτι να έχουν ακούσει για αρχαία ελληνική τραγωδία και Σαίξπηρ αλλά, έχοντας αρνητική σχέση με τα βιβλία και υποτιμώντας ό,τι δεν βρίσκεται σε άμεση ανταπόκριση με την κουλτούρα της εποχής τους, δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με μια παράσταση που αντιμετωπίζει τους κλασικούς ως πεδίο ελεύθερης έκφρασης γιατί αγνοούν τους ίδιους τους κλασικούς. Ο προβληματισμός δεν υποδεικνύει ως λύση την επιστροφή σε συμβατικές προσεγγίσεις, αλλά υπενθυμίζει την ανάγκη οι δημιουργοί να στρέψουν την προσοχή τους περισσότερο στην επικοινωνία με το κοινό και λιγότερο στην προσωπική τους έκφραση. Το θέατρο δεν είναι το εργαστήριο του ζωγράφου αλλά ένας χώρος αδιαπραγμάτευτης συλλογικότητας.

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

"Ιστορίες από τον παλιό κόσμο: αποδομώντας τους κλασικούς" γράφει η Ματίνα Καλτάκη ("Καθημερινή, 5.4.2020)

..............................................................



Ιστορίες από τον παλιό κόσμο: αποδομώντας τους κλασικούς

Πηγαίνεις στο θέατρο να δεις ένα σαιξπηρικό έργο και βλέπεις κάτι που
υποδύεται ότι είναι παράσταση του "Οθέλλου" ή του "Μάκβεθ" (φωτ. α-
πό τον... αιρετικό "Άμλετ" του Τόμας Οστερμάγιερ, το 2008)


γράφει η Ματίνα Καλτάκη ("Καθημερινή, 5.4.2020)

Η αναγκαστική λόγω επιδημίας παύση από τη ζωή του θεάτρου και η αδυναμία να προβλεφθεί η διάρκειά της είναι λογικό να προκαλούν ανησυχία στους καλλιτέχνες και στους παθιασμένους φίλους της σκηνικής τέχνης. Ωστόσο, ο αυτοπεριορισμός στο σπίτι μπορεί να λειτουργήσει θετικά: αποτελεί καλή ευκαιρία να ξεκουραστούμε από το πλήθος των εντυπώσεων, που υπό κανονικές συνθήκες αποσπούν συχνά την προσοχή μας στα ελάσσονα, να ησυχάσουμε και να συγκεντρωθούμε. Να εξετάσουμε εκ νέου και να συζητήσουμε καίρια ζητήματα που απασχολούν το θέατρο, τους καλλιτέχνες και το κοινό του.

Για ένα από αυτά, τη σχέση δραματουργίας και σκηνοθεσίας, κατέθεσε πρόσφατα μια σειρά σκέψεων ο Δημήτρης Δημητριάδης (lifo.gr, 3.3.2020). O προβληματισμός του αφορά όλες αυτές τις παραστάσεις στις οποίες οι σκηνοθέτες δεν λειτουργούν ως δημιουργικοί διαχειριστές των κλασικών έργων, αλλά ως αυτόνομοι δημιουργοί με φιλοδοξίες ανώτερες των δυνατοτήτων τους. Ο καλός συγγραφέας επισημαίνει την αντίφαση να επιλέγονται τα κλασικά έργα ως εκ προοιμίου σημαντικά, αλλά να παρουσιάζονται στη σκηνή αφού πρώτα «εκσυγχρονιστούν» μέσω της σκηνοθετικής προσέγγισης! Αλλά, αν η παραδοχή ότι πρέπει πρώτα να «μεταφραστούν» για να μπορέσουν να «μιλήσουν» στο σημερινό κοινό, δεν αποτελεί ευθεία αμφισβήτηση της αξίας τους, τι είναι; Μήπως τελικά η αξία των έργων του Αριστοφάνη, του Μολιέρου, του Γκολντόνι, ακόμη και του Σαίξπηρ, έχει αμβλυνθεί/καταλυθεί από τον χρόνο και δεν τολμάμε να το παραδεχθούμε; 


Σε κάθε περίπτωση, αν ένα έργο Σαίξπηρ ανεβαίνει για «να πει ο σκηνοθέτης αυτά που δεν λέει το έργο, αυτά που σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγε ο συγγραφέας», γράφει ο Δημητριάδης, επείγει να ορίσουμε πότε η σκηνοθετική ελευθερία καθίσταται κατακριτέα αυθαιρεσία.

Πηγαίνεις, με άλλα λόγια, στο θέατρο να δεις ένα σαιξπηρικό έργο και βλέπεις κάτι που υποδύεται ότι είναι παράσταση του «Οθέλλου» ή του «Μάκβεθ», στο τέλος της οποίας όσοι δεν έχουν διαβάσει το έργο, αναρωτιούνται τι ακριβώς συνέβη και γιατί ο Σαίξπηρ είναι τόσο σημαντικός όσο έχουν ακούσει/διαβάσει ότι είναι. Η δομή του πρωτοτύπου έχει αλλοιωθεί, η μετακίνηση ή η αφαίρεση σκηνών κλονίζει τη δραματουργική ισορροπία, συχνά το φίλτρο της παρωδίας και η αλλοίωση του ήθους των προσώπων μεταμορφώνουν το έργο σε κάτι άλλο, ξένο προς το πρωτότυπο. Και το χειρότερο, σε κάτι ασήμαντο.

«Μα γιατί να σεβόμαστε τους κλασικούς; Γιατί η ανοησία που μόλις είδαμε έχει αξία;» αναρωτιούνται πολλοί νεότεροι θεατές έπειτα από παραστάσεις στις οποίες η σκηνοθετική άποψη επιβλήθηκε βίαια στο έργο, στη μορφή και στο περιεχόμενό του. Κι έχουν δίκιο. Η κυρίαρχη κουλτούρα δεν έχει σχέση με τις ανθρωπιστικές σπουδές και το νεότερο ηλικιακά κοινό ούτε το έργο έχει διαβάσει ούτε έχει άλλο μέτρο σύγκρισης για να κρίνει την ποιότητα της ερμηνευτικής/σκηνοθετικής πρότασης. De facto, λοιπόν, αίρεται το αξίωμα που λέει ότι τα κλασικά έργα δεν χάνουν την αξία τους από την κατάχρηση της ερμηνευτικής ελευθερίας. Υπό το βάρος των νέων δεδομένων, οφείλουμε να αναθεωρήσουμε: και βέβαια οι κλασικοί χάνουν την αξία τους, όταν τα έργα τους γίνονται κατ’ εξακολούθησιν υλικό κακών παραστάσεων...

Πρόσφατα, έγραψα για το «σύνδρομο της παρωδίας» με αφορμή τους «Στρατιώτες» (1776) του Λεντς. Ο σκηνοθέτης της παράστασης απάντησε με ένα απόσπασμα από το «Γέλιο» του Μπερξόν:

«Θα χρειαζόταν να φανταστούμε ότι η φαινομενική ελευθερία καλύπτει ένα παιχνίδι με σπάγκους και ότι, όπως λέει ο ποιητής είμαστε εδώ κάτω “απλές μαριονέτες που ο σπάγκος τους βρίσκεται στα χέρια της Αναγκαιότητας”. Δεν υπάρχει λοιπόν σκηνή πραγματική, σοβαρή, δραματική, που να μην μπορεί η φαντασία να την ωθήσει στο κωμικό με την επίκληση της απλής αυτής εικόνας».

Με άλλα λόγια, σύμφωνα με μιαν άποψη που συμμερίζονται πολλοί σκηνοθέτες, το γραμμένο ως δράμα μπορεί να παρασταθεί ως κωμωδία. Και σαφώς μπορεί. Το ζήτημα είναι τι κατορθώνει μία τέτοια προσέγγιση; Καινοτόμα δεν είναι, τίποτα δεν αλλάζει ή μετακινεί. Και δεν επιτίθεται στη σοβαροφάνεια, αλλά δοξάζει την ανοησία (τα γελάκια με τα οποία οι θεατές ανταποκρίνονται στην έξυπνη ειρωνεία και στον σαρκασμό της σκηνοθεσίας...), εμποδίζοντας τελικά την επί της ουσίας πρόσληψη του έργου.

Οπωσδήποτε υπάρχουν εξωγενείς όροι που περιπλέκουν τη σχέση δραματουργίας και σκηνοθεσίας. Ενας εξ αυτών είναι η αναγκαιότητα της προβολής της παράστασης σε μια πολύ ανταγωνιστική αγορά όπως είναι η θεατρική. Συνειδητά ή ασυναίσθητα, κάποιοι σκηνοθέτες λειτουργούν σαν marketeer του ύστερου καπιταλισμού: όταν θέλεις να πουλήσεις ένα ακόμη προϊόν που πιθανότατα κανείς δεν χρειάζεται, πρέπει να προκαλέσεις συζήτηση γι’ αυτό. Στον κόσμο του θεάματος, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συλλάβεις μια προκλητική ιδέα και πάνω της να στηρίξεις την προβολή της παράστασης. Τα αδηφάγα για προκλήσεις MΜΕ θα αναλάβουν την υπόλοιπη δουλειά. Με τη βοήθειά τους, η αιρετική ή «πρωτοποριακή» παράσταση θα περιβληθεί με τη γοητεία του event, που οφείλουν να δουν όλοι όσοι θέλουν να είναι «ενημερωμένοι».

Το πρόβλημα ενισχύεται, καθώς μέρος της κριτικής έχει πειστεί ότι οι εν λόγω στρεβλώσεις δεν αποτελούν πρόβλημα αλλά ίδιον, ποιοτικό χαρακτηριστικό του θεάτρου της επόμενης ημέρας. Η αμηχανία εμπεδώνεται καθώς νέες τεχνολογίες και νέοι όροι (intermediality και διασημειωτική μετάφραση: οι τρόποι που ο κώδικας του ενός μέσου επηρεάζει τον κώδικα του άλλου στο τελικό αποτέλεσμα, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας διαρκούς «μετάφρασης») μεταβάλλουν την παραστατική γλώσσα, μαζί και τις προσληπτικές δυνατότητες του κοινού. Γι’ αυτό και ποτέ δεν ήταν περισσότερο αναγκαίο να πάψουμε να θεωρούμε φυσική και αναγκαία κάθε ερμηνευτική πρόταση μόνο και μόνο επειδή «τολμάει» να διαφοροποιηθεί ως προς το σημαντικό πρωτότυπο. Χωρίς ανασκαφή, κόπο, επιμονή στην επανασύνδεση των μερών που μοιάζουν χαμένα, το Νόημα δεν μεταβάλλεται απλώς – εξαφανίζεται.
Έντυπη

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Δεν είναι για γέλια ο Σεφερλής" έγραψε ο Κώστας Γιαννακίδης (http://www.protagon.gr 5 Αυγουστου 2016)

..........................................................

Δεν είναι για γέλια ο Σεφερλής

Κώστας Γιαννακίδης έγραψε ο Κώστας Γιαννακίδης  
                          (http://www.protagon.gr 5Αυγουστου 2016)


«Σκάσε μωρή!» Η παλάμη του Μάρκου Σεφερλή κολλάει σαν βεντούζα στο πρόσωπο της συμπρωταγωνίστριας του. Η ευτραφής κυρία έχει ήδη εισπράξει αρκετά φάσκελα, αλλά τώρα το βαμμένο, σαν σκιάχτρο, πρόσωπο της, βρίσκεται ανάμεσα στα δάχτυλα του λαϊκού καλλιτέχνη. Το νούμερο είναι για τη φθορά που φέρνει ο γάμος στα ζευγάρια. «Θα μου πάρεις κάτι για το κρεβάτι;» ρωτά η σύζυγος. Ο Σεφερλής της φοράει μία σακούλα στο κεφάλι. Το κοινό ξεκαρδίζεται. Τα γέλια σηκώνουν ατομικό μανιτάρι πάνω από το «Δελφινάριο».
«Γύρνα μωρή». Οι χορεύτριες βγάζουν τα φορέματα τους. Μένουν με εσώρουχα, ζαρτιέρες και ψηλοτάκουνα. Ο Μάρκος τις επιδεικνύει στο κοινό του. «Γύρνα μωρή να σε δούμε και από πίσω. Γύρνα γιατί δεν θα πληρωθείς απόψε. Α, κοίτα αυτή που δεν γυρίζει, έχει πάρει προκαταβολή.» Η κυρία δίπλα μου πήγε να πνιγεί. Τα ποπ κορν έφυγαν βίαια από το στόμα της για να βγει το γέλιο.

«Σκύψε μωρή να πάρει ο κόσμος μάτι.» Ο Σεφερλής υποδύεται έναν Ελληνα που κάνει μπάνια στις Μαλδίβες μαζί με την καλλίγραμμη σύντροφο του. Δίπλα τους είναι ένα ζευγάρι μεγαλύτερης ηλικίας. Τη σύζυγο παίζει η ευτραφής κυρία. Τα σχόλια για την «πατσαβούρα» μαζεύουν γέλιο. «Εμένα η δικιά μου έβαλε φέτος χείλη, βυζί και κώλο. Η δικιά σου έβαλε τριάντα κιλά»
Η κοπέλα είναι Ιταλίδα. Το αγόρι Αλβανός. «Α, για αυτό μωρή της έκλεψε την καρδιά» Το κοινό αντιδρά με σπασμούς όταν ο «Αλβανός» κλέβει βαζάκια με μέλι.

IMG_0779

Αυτές οι σκηνές παιγμένες σε δεκάδες παραλλαγές είναι η παράσταση «Αγάπη μόνο» του Μάρκου Σεφερλή. Ενα κομπολόι από σεξιστικά και ρατσιστικά αστεία ενωμένα με το κορδόνι του κακού χιούμορ και επένδυση λαϊκίστικης πολιτικής αισθητικής: φταίνε οι Γερμανοί, είμαστε ένας λαός με υπεροχή, μην τολμήσετε να αγγίξετε τα αρχαία ελληνικά και τα θρησκευτικά. Διότι ο Ελληνας του Σεφερλή είναι ένας εξαπατημένος straight πατριώτης. Δεν φτάνει που τον γέλασε ο Τσίπρας και του πάτησαν οι Γερμανοί το σβέρκο, είναι και η ζωή που κύλησε, αφήνοντας τον με αυτό το «μπάζο» δίπλα του. Για κάποιες στιγμές δεν ήξερα αν είναι το κοινό που χαχανίζει ή το τέρας που βρυχάται.
Συγχωρέστε με, αλλά οι χίλιοι άνθρωποι που κακαρίζουν μπροστά στο ευτελές χιούμορ δεν είναι λαός. Είναι ένα τμήμα όχλου που μπολιάζεται με σεξισμό, εθνολαϊκισμό και μία απόλυτα απλουστευτική, λαϊκίστικη προσέγγιση των πραγμάτων. Οχι, ο Σεφερλής δεν παίρνει το λαϊκό θυμικό για να το ανεβάσει στη σκηνή. Χορηγεί ψυχαγωγική νομιμοποίηση σε ταπεινά ένστικτα. Στη σκηνή του Σεφερλή ο Ελληνάρας έχει πάντα δίκιο, η γυναίκα είναι μόνο για κρεβάτι ή για τα σκουπίδια, οι δύσμορφοι για πλάκα και οι gay για ξεφωνητό. Και όλα αυτά το λαϊκό ακροατήριο τα παίρνει μαζί του ως αποδεκτά, σχεδόν καθαγιασμένα από τον ίδιο τον Μάρκο. Σε αυτήν την παράσταση με εντυπωσίασαν πολλά, ήταν ένα theme park για μένα. Περισσότερο όμως με εντυπωσίασε το γέλιο των γυναικών. Εκείνο το δυνατό, το τσιριχτό γέλιο κάθε φορά που ο Σεφερλής εξευτέλιζε ένα γυναικείο χαρακτήρα. Τι διάολο έβλεπαν; Αρνούμαι να πιστέψω ότι έβλεπαν να διακωμωδείται η καθημερινότητα τους, όχι δεν μπορεί. Ομως, εντάξει, οι πορδές βγάζουν χαρά -μας το δίδαξε ο Λαζόπουλος. Βγάζει όμως γέλιο και το ακραίο σεξιστικό παραλήρημα; Ναι. Και εδώ θα έρθει ο Σεφερλής για να πει ότι προσφέρει στον λαό το θέαμα που ζητάει. Και ως γνωστόν, το λαϊκό γούστο είναι εξ ορισμού σωστό, ποιοτικό, ως και δημοκρατικά νομιμοποιημένο. Δεν πάει έτσι. Διότι με αυτή την προσέγγιση και το θέαμα στο Κολοσσαίο ακουμπούσε στη λαϊκή αισθητική της εποχής. Και από την άλλη και ο Καραγκιόζης, που λέει ο λόγος, λαϊκό θέαμα είναι. Δεν προσφέρεται όμως βουτηγμένος στο λίπος.

IMG_0787
 
Τώρα κάποιος θα σηκωθεί και θα ρωτήσει, με γλώσσα παλιάς «Αυριανής», αν είναι κακό να γελάει ο κόσμος. Οταν γελάει έτσι ναι, ανοίγει το στόμα και βγαίνει η κακοσμία της παθογένειας μας. Κυρίως επειδή μπορεί να γελάσει και αλλιώς. Η παράσταση του Σεφερλή δεν σου επιτρέπει, φυσικά, να κρίνεις το υποκριτικό του ταλέντο. Η υποκριτική δεν βρίσκεται στις προδιαγραφές αυτής της σκηνής. Ομως αυτός ο άνθρωπος έχει μία εκπληκτική αμεσότητα με το κοινό του. Τον λατρεύουν και αισθάνεσαι ότι ανταποδίδει με ειλικρίνεια. Γεμίζει ένα Δελφινάριο τη μέρα. Φαντάσου να επιχειρούσε να τους δώσει και κάτι διαφορετικό. Αλλά ναι, τότε δεν θα γέμιζε ένα Δελφινάριο τη μέρα.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν περίμενα να το δω σχεδόν γεμάτο. Βράδυ Τρίτης με καύσωνα. Μία ουρά για εισιτήριο και άλλη μία για κυλικείο. Υπήρχε και ένα κιόσκι για εγγραφές στο fan club του Μάρκου. Ο κόσμος; Αυτός που συνήθως περιγράφεται ως λαϊκός. Πολλά νέα ζευγάρια. Γεροδεμένα αγόρια με κοντά μαλλιά, βερμούδα και σαγιονάρα. Οι κοπέλες, ξανθές με σορτς και έξω την κοιλιά. Οικογένειες με παιδιά. Παρέες γυναικών της μέσης ηλικίας. Στα σεξιστικά σκουντάει η μία την άλλη με νόημα και χάχανο. Από τα ηχεία παίζει το πρόγραμμα ραδιοφώνου με λαϊκά. Οι χορηγοί είναι παντού, ακόμα και μέσα στα φθηνά σκηνικά. Οι ηθοποιοί που πλαισιώνουν τον Σεφερλή ξεκαρδίζονται και οι ίδιοι επί σκηνής, προφανώς για να δώσουν το σήμα στο κοινό. Αυτές, άλλωστε, είναι και πιο σημαντικές στιγμές της ερμηνείας τους. Δεν άντεξα ως το τέλος. Φεύγοντας έβλεπα γύρω μου χαρούμενα πρόσωπα. Τι είναι, τελικά, η ευτυχία; Οχι πολλά. Ενα ζεστό καλοκαιρινό βράδυ με γέλιο.

  

Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

"Μία ποιήτρια, τρεις πρωταγωνιστές και ο Αριστοφάνης" από την φίλη στο fb και ποιήτρια Δήμητρα Χριστοδούλου (facebook, 17/7/2016)

................................................................

 Μία ποιήτρια, τρεις πρωταγωνιστές και ο Αριστοφάνης






από την φίλη στο fb και ποιήτρια Δήμητρα Χριστοδούλου (facebook, 17/7/2016)

 
Υπό τον απαρηγόρητο θρήνο των τζιτζικιών κηδευόταν χθες βράδυ στο κηποθέατρο Παπάγου ο Αριστοφάνης και ο "Πλούτος" του. Ο θάνατός του εκρίθη αναγκαίος, διότι ως εντελώς ανίκανος γραφιάς στάθηκε ανήμπορος α) να στήσει μια σκηνούλα με θεατρική οικονομία και ποιητική χάρη ή να σκαρώσει δυο πραγματικά αστείες ατάκες, οπότε έπρεπε επειγόντως να ξεχειλώσει με ατέλειωτους προλόγους και επιλόγους (με ολίγην από "Εκείνος κι Εκείνος" και ολίγην από "Περιμένοντας τον Γκοντό") και το αραχνιασμένο κείμενό του να ξαναγραφτεί σχεδόν εξ ολοκλήρου με βάση το σπινθηροβόλο χιούμορ του διασκευαστή- σκηνοθέτη. β) Διότι στάθηκε ανίκανος να φανταστεί έναν - δυο τύπους σύμβολα των ανθρωπίνων καταστάσεων, οπότε η ανεξάντλητη τυπολογία του έπρεπε επειγόντως να συρρικνωθεί στου τύπους των τριών πρωταγωνιστών που έπαιζαν ευτυχισμένοι τον εαυτό τους. γ) Διότι δεν κατάλαβε ο δυστυχής ότι ο σημερινός θεατής είναι βλάκας και αποπροσανατολισμένο θύμα των ΜΜΕ, οπότε έπρεπε επειγόντως να διαφωτιστεί με σεντόνια ολόκληρα από κήρυγμα και κήρυγμα και κήρυγμα και κήρυγμα περί του τι είναι πλούτος και τι όχι, τι κάνουν οι πλούσιοι στους φτωχούς, τι μας κάνουν οι Αγορές και το ΔΝΤ, τι μας έκαναν ο Παπανδρέου και ο ΣΥΡΙΖΑ, τι θα μας κάνει ο Μητσοτάκης κ.τ.λ, κ.τ.λ. Έλεος! Πώς είναι δυνατόν να θεωρείται αναγκαία μια παράσταση - συμπερίληψη όλων των κλισέ που έχει να παρουσιάσει το ανέβασμα του είδους τις τελευταίες δεκαετίες; Και το μελαγχολικότερο: Πώς γίνεται τρεις θαυμάσιοι ηθοποιοί σαν τον Μπέζο, τον Φιλιππίδη και τον Κιμούλη να μη διαισθάνονται ως εντελώς απούσα από το εγχείρημά τους την υποβολή και την ποίηση; Κρίμα... Πήγαινα με λαχτάρα...

Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

"Ο Ιονέσκο για το Φεστιβάλ..." αποθησαύρισε και σχολίασε ο φίλος στο fb Κώστας Κουτσουρέλης, facebook, 10/7/2016)

.................................................................
 

Ο Ιονέσκο για το Φεστιβάλ...
 




«... ο σκηνοθέτης πρέπει να παραιτείται από τον εαυτό του. Δεν πρέπει αυτός να θέλει κάτι από το έργο, πρέπει να εκμηδενίζεται, πρέπει να είναι ο τέλειος δέκτης. Ένας ματαιόδοξος σκηνοθέτης, που θέλει να επιβάλλει την "προσωπικότητά του", δεν έχει κλίση για σκηνοθέτης... Το θέατρο είναι σε κρίση όταν υπάρχουν σκηνοθέτες υπεροπτικοί που γράφουν εκείνοι το έργο. Και δεν είναι σε κρίση επειδή γράφουν ένα έργο, αλλά επειδή γράφουν πάντα το ίδιο έργο, που δεν είναι του συγγραφέα.» 

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΙΟΝΕΣΚΟ, 1951

(Απολαμβάνοντας, για μια ακόμη χρονιά, τα φεστιβαλικά μας χαΐρια...) αποθησαύρισε και σχολίασε ο φίλος στο fb Κώστας Κουτσουρέλης, facebook, 10/7/2016)

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

"Πώς μας έφαγε ο λύκος" έγραψε η ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ "Καθημερινή", 07.06.2014

 ..........................................................

 Πώς μας έφαγε ο λύκος





Μαρία Κατσουνάκη έγραψε η ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ


 

Υπάρχει ασυναρτησία στην τέχνη; Οχι, αν λάβει κανείς υπόψη του τον Πολ Βαλερί: «Η ασυναρτησία μιας ομιλίας εξαρτάται από εκείνον που την ακούει. Μου φαίνεται ότι το πνεύμα είναι φτιαγμένο έτσι που να μην μπορεί να είναι ασυνάρτητο γι’ αυτό το ίδιο», έχει γράψει ο Γάλλος ποιητής και φιλόσοφος. Ομως έζησε περίπου μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα (πέθανε το 1945) και δεν πρόλαβε να δει το «παράξενο» που βαφτίζεται και «ανατρεπτικό» να θεωρείται με περισσή ευκολία (και άγνοια) πρωτοπορία, να το υποδεχόμαστε ως «ενδιαφέρον» και συχνά «διασκεδαστικό».
Είναι περίεργη και κλονισμένη εποχή αυτή που ζούμε. Οχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για όλη την Ευρώπη – για να περιοριστούμε στα περισσότερο οικεία εδάφη. Παρακολουθούμε λοιπόν συχνά στο θέατρο απόπειρες από ομάδες που προσπαθούν να αρθρώσουν έναν διαφορετικό λόγο (ή μη λόγο), να μεταφέρουν εικόνες, συναισθήματα, σκέψεις, να μοιραστούν δημόσια την απώθηση, την αηδία ή απλώς την αμφιθυμία που γεννά η εποχή. Να καταγράψουν τον ακραίο κυνισμό, τη βιαιότητα, τη βαρβαρότητα και, ενδεχομένως, τη γελοιότητα συμπεριφορών και κοινωνικών συμβάσεων. Αρκεί όμως η πρόθεση για να γεννηθεί το καινούργιο; Τη σκοτεινή τελευταία τετραετία, της ελληνικής κρίσης, αναδύθηκαν -και αναδύονται- πολλές νεανικές απόπειρες στην εγχώρια θεατρική σκηνή. Μιλήσαμε πολύ για άνθηση, για αξιοζήλευτη δημιουργική αντίσταση και μοναχικές διαδρομές. Αν όμως ο έπαινος και μόνον ο έπαινος υποκαταστήσει την κρίση και το κριτήριο του τι είναι πρωτοπορία και τι απλώς εκτόνωση, άδειασμα, κινδυνεύουμε να μπερδέψουμε την παρακμή με την αναγέννηση.

Θα σταθούμε στο πιο πρόσφατο παράδειγμα. Στο έργο της Λένας Κιτσοπούλου «Κοκκινοσκουφίτσα – Το πρώτο αίμα» που παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων. Το παραμύθι των αδελφών Γκριμ σε μια ενήλικη εκδοχή. «Ο λύκος θα μας φάει όλους, έτσι κι αλλιώς» είναι η άποψη και το μότο μιας αδιαμφισβήτητα ταλαντούχου καλλιτέχνιδος (για να θυμηθούμε μόνο τον μονόλογο Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α). Τι συμβαίνει και η «Κοκκινοσκουφίτσα» της βουλιάζει στην κοινοτοπία, τα κλισέ, την μπαναλιτέ, την ασημαντότητα ενώ με όλη τη δύναμή της θέλει να σαρκάσει, να επιτεθεί, να προκαλέσει; Γιατί μια συγγραφέας-αντίβαρο της κρίσης γίνεται σύμπτωμά της; Γιατί χάνει τ’ αυγά και τα πασχάλια ενώ προσπαθεί να στριφογυρίσει το νυστέρι στο τραύμα, να «αυθαδιάσει» στα στερεότυπα, να φωνάξει «κουράστηκα να ακούω και να βλέπω τα ίδια και τα ίδια»; Να «σκοτώσει» τη μητέρα, να συναντηθεί με τον εφιάλτη, τον λύκο, τον επιδειξία, τον αδελφό που δεν έχει, τη γιαγιά-τέρας; Η Λένα Κιτσοπούλου θέλει να βγάλει τη γλώσσα στην αφόρητη επανάληψη, στο ανούσιο τελετουργικό της καθημερινότητας. Απλώς, όμως, τα αναμασάει. Και χειρότερα: με τον μανδύα της αντισυμβατικότητας. Μόνο που η αποδόμηση θέλει στιβαρούς κανόνες για να μην κατρακυλήσει στον χαβαλέ και η αντι-θεατρικότητα (ό,τι κι αν αυτό σημαίνει) σκηνοθετική άποψη και όχι, απλώς, σκηνική αταξία. Εύκολα και αδούλευτα (έτσι μοιάζει τουλάχιστον), η «Κοκκινοσκουφίτσα» από προϊόν μιας οξυδερκούς πένας μετατρέπεται σε προϊόν μιας θλιβερής παρακμής.

Λίγη έχει σημασία αν ο κόσμος γελάει και χειροκροτεί και η παράσταση, από αυτήν την άποψη, θεωρείται επιτυχημένη. Σε, ελεγχόμενο ή όχι, πανικό και ανισορροπία δεν βρίσκονται μόνο οι καλλιτέχνες αλλά και το κοινό. Το πρόβλημα είναι ότι ριζικές αλλαγές δεν συμβαίνουν μόνο στην τέχνη ή στην κοινωνία αλλά και στο συντακτικό των κριτηρίων. Και έτσι, μέσα στη διασάλευση, εν μέσω τρικυμίας, «κανείς δεν έζησε καλά και κανείς δεν θα ζήσει καλύτερα».

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

"Εθνικό ή Χατζάκειο Θέατρο;" έγραψε η Γιούλα Ράπτη (www.protagon.gr, 21 Μαρτίου 2014) Αλήθεια, οι πιο σοφοί συνεργάτες του τι λένε;..*.

.......................................................

Εθνικό ή Χατζάκειο* Θέατρο;



 Γιούλα Ράπτη

έγραψε η  Γιούλα Ράπτη

  


Εθνικό Θέατρο ή «Χατζακιστάν»; Τα έργα και οι ημέρες του Σωτήρη Χατζάκη, καλλιτεχνικού διευθυντή της πρώτης κρατικής σκηνής, μιλούν από μόνα τους. Δεν έχει σημασία αν κάποιος διαφωνεί με το ...καλλιτεχνικό όραμά του, ή αντιμετώπισε επιφυλακτικά το υπερ-φιλόδοξο πρόγραμμα που εξήγγειλε πριν κάποιους μήνες με 21 παραγωγές!
Σημασία έχουν τα γεγονότα. Στον (ούτε) ένα χρόνο από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, δεν προλαβαίνουμε να μετράμε ρήξεις, αποχωρήσεις, παραιτήσεις, επιστολές διαμαρτυρίας, δυσάρεστες εκπλήξεις σε συνεργάτες, μέχρι την τελευταία απόφαση να καλέσει όλους τους Έλληνες να ...σχεδιάσουν νέο λογότυπο για το Εθνικό!
Το χρονολόγιο, από την αλλαγή στη διοίκηση του Εθνικού θεάτρου μέχρι σήμερα, έχει ως εξής:
  • Παραιτείται από Πρόεδρος του Δ.Σ. ο Σταύρος Ξαρχάκος, διαφωνώντας με το ρεπερτόριο. Σε μια έντονη συνεδρίαση, ο συνθέτης διαμαρτυρήθηκε ότι η ανανέωση και ο εκπαιδευτικός ρόλος του Εθνικού δεν ταιριάζει με τις επιλογές Λαζόπουλου και Φιλιππίδη. Ο κ. Χατζάκης επέμεινε ότι η επιλογή του ρεπερτορίου είναι αποκλειστικά ευθύνη του καλλιτεχνικού διευθυντή και οι δρόμοι τους χώρισαν.
  • Παραιτείται, λόγω παρεμβάσεων στη δουλειά της, από την παιδική παράσταση του Μόγλη, η σκηνογράφος και ενδυματολόγος Έλλη Παπαγεωργακοπούλου.
  • Με επιστολή του, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μαυρίκιος καταγγέλει αθέτηση της συμφωνίας για πρόσληψη των ηθοποιών, συνεχείς αναβολές και αχαρακτήριστη συμπεριφορά από τον κ. Χατζάκη, για την «Κόλαση» του Δάντη, την οποία ο σκηνοθέτης μετέφραζε για 4 μήνες! Αποχωρεί και ο κ. Μαυρίκιος, μιλώντας για «κόλαση του Εθνικού».
  • Κατηγορηματική διάψευση από τον σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινό ότι θα σκηνοθετήσει στο Εθνικό, είδηση που πληροφορήθηκε με έκπληξη, από συνέντευξη του Σωτήρη Χατζάκη και χωρίς να έχει γίνει καμία συζήτηση, πόσο μάλλον συμφωνία, όπως τονίζει ο σκηνοθέτης!
  • Απομακρύνεται ο σκηνοθέτης της Πρόβας Νυφικού, Βασίλης Βαφέας και αντικαθίσταται από τον ίδιο τον Σ. Χατζάκη. Ακούστηκε ότι «η συνεργασία του κ. Βαφέα με τους ηθοποιούς ήταν προβληματική» και ο καλλιτεχνικός διευθυντής τον οδήγησε προς την έξοδο, διανέμοντας στους δημοσιογράφους επιστολή -που υπέγραφαν οι περισσότεροι ηθοποιοί- για «έλειψη χημείας» στις πρόβες. Ο ίδιος ο κ. Βαφέας ξεκίνησε με μια επιστολή διαμαρτυρίας, έλαβε εξώδικο από τον κ. Χατζάκη, για λογαριασμό του Εθνικού και ανταπάντησε με εξώδικη επιστολή προσωπικά προς τον κ. Χατζάκη, θεωρώντας ότι δικαστικά το Εθνικό μπορεί να το εκπροσωπεί μόνο ο Πρόεδρός του, θέση που μετά την παραίτηση Ξαρχάκου, μένει κενή. Ο Βασίλης Βαφέας μιλάει για «αδιανόητες και πρωτοφανείς για καλλιτεχνικό διευθυντή κρατικού θεάτρου, παρεμβάσεις» στη δουλειά του.
  • Πρόσφατα, ο σκηνοθέτης του «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε», που παίζεται στην κεντρική σκηνή, Δημήτρης Καραντζάς, ενημέρωσε μέσω facebook ότι η παράσταση κατεβαίνει εκτάκτως, πριν την ώρα της. Απάντηση στα «γιατί;» δεν είχε, αφού πληροφορήθηκε τα νέα από τους διαδρόμους του Εθνικού. Ο σκηνοθέτης καταγγέλλει ότι η συμπεριφορά αυτή θυμίζει «αλήστου μνήμης εποχές» και ο θίασος (Ξένια Καλογεροπούλου, Μηνάς Χατζησσάβας κ.α) στέλνει επιστολή διαμαρτυρίας στον καλλιτεχνικό διευθυντή. Μετά από 10 μέρες σιωπής, ο κ. Χατζάκης καλεί όλους τους συνετελεστές για να τους επιπλήξει που τον κατηγόρησαν για φασιστική συμπεριφορά και να υποστηρίξει ότι οι φήμες για κατέβασμα της παράστασης «ήταν ένα διαφημιστικό τρικ», για να τονωθεί το ενδιαφέρον για την παράσταση (που σημειωτέον πήγαινε καλά και εμπορικά και καλλιτεχνικά) και που άγνωστο γιατί κρατήθηκε μυστικό από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, που όφειλε να ενημερώσει πρώτους. Ο θόρυβος στο μόνο που βοήθησε, στην προκειμένη περίπτωση, είναι ότι η παράσταση θα συνεχίσει και θα ολοκληρώσει κανονικά τον κύκλο της.
  • Το πιο φρέσκο νέο, είναι ο «ανοιχτός διαγωνισμός, προς όλους τους Έλληνες»(!), με έπαθλο 1.500 ευρώ, για να σχεδιάσουν το δικό τους λογότυπο για το Εθνικό. Η νέα κίνηση Χατζάκη προκάλεσε από οργή μέχρι θυμηδία... Όχι μόνο γιατί πετάει στα σκουπίδια το πολυβραβευμένο λογότυπο του δημιουργικού γραφείου της ΜNP, αλλά και γιατί αποκλείει τους επαγγελματίες από τον διαγωνισμό και απευθύνεται στον ...λαό. Όπως στον λαό του αρέσει να απευθύνονται και οι παραστάσεις, εννοώντας την επιστροφή σ' ένα παλιό, ξεχασμένο πια θέατρο.
Τα γεγονότα, αποδεικνύουν ότι ο κ. Χατζάκης θεωρεί το Εθνικό σπίτι του -με την κακή ένοια. Και δεν του φτάνει αυτό, θέλει και οικόσημο!


*Σχολιάζω: Υπάρχουν "συνεργάτες" του κ. Χατζάκη, που βρίσκονται σε καίρια πόστα, όπως διεύθυνση της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου της χώρας μας, καθηγητές στη σχολή,  αν όχι πιο έμπειροι, ίσης πείρας και ίσης αξίας με τον κ. Χατζάκη. Δείτε τον κατάλογο των συνεργατών, σκεφθείτε επί πλέον τους συνεργαζόμενους που αναλαμβάνουν δουλειές και τις πραγματοποιούν. Τόση σιωπή πώς την μπορούν; Είναι ο φόβος της απώλειας της θεσούλας; Ο κομφορμισμός που κυριαρχεί εδώ και χρόνια στα δημόσια πράγματα; Καμμιά αλληλεγγύη, καμμιά αλληλοϋποστήριξη; Κι ύστερα πώς μπορούμε να τα ζητάμε αυτά από τον κοσμάκη; Απορίες... Και ποιος να τις λύσει...

Ιδού και ο κατάλογος των μονίμων και κατά τα άλλα άξιων συνεργατών του κ. Χατζάκη. Το όνομα του κάθε συνεργάτη και το "εκτόπισμά" του στον καλλιτεχνικό και δημόσιο βίο φαντάζομαι ότι σας κινητοποιεί τους σχετικούς συνειρμούς...


ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ

Διευθυντής Δραματικής Σχολής: Κώστας Γεωργουσόπουλος

ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΗ
Κατερίνα Ευαγγελάτου
Δημήτρης Ήμελλος
Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Δημήτρης Καταλειφός
Γιώργος Κιμούλης
Φιλαρέτη Κομνηνού
Λυδία Κονιόρδου
Γιάννης Μαργαρίτης
Γιώργος Μιχαηλίδης 
Φωτεινή Μπαξεβάνη - αμισθί
Ράνια Οικονομίδου
Ελένη Σκότη

ΑΓΩΓΗ ΛΟΓΟΥ
Κατερίνα Γιαμαλή
Αθηνά Τρέβλια

ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ - ΠΑΡΑΔΟΣΗ - ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Σωτήρης Χατζάκης - αμισθί

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
Μελίνα Παιονίδου

ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
Διονύσης Μαλλούχος

ΤΡΑΓΟΥΔΙ - ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Χαρά Κεφαλά

ΚΙΝΗΣΗ - ΧΟΡΟΣ
Φωκάς Ευαγγελινός
Κική Μπάκα
Χρυσούλα Τζαρδή (παραδοσιακοί χοροί)

ΞΙΦΑΣΚΙΑ
Κωνσταντίνος Μπουμπούκης

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Πέτρος Σεβαστίκογλου

ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ - ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑ - ΜΑΚΙΓΙΑΖ
Γιάννης Μετζικώφ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Διονύσης Καψάλης

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΑΤΡΟΥ
Σάββας Κυριακίδης
Ερρίκος Μπελιές

ΔΡΑΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
Κώστας Γεωργουσόπουλος