...........................................................
Μπέρτολτ Μπρεχτ
(1898 - 1956)
15 Ο αποφυλακισμένος
Να
και κείνοι που σκληρά τους βασανίσανε
που
όλη νύχτα το σώμα τους λιανίσανε,
που
όλη νύχτα κλειστό το στόμα τους κρατήσανε.
Μα
τώρα οι γνωστοί, οι γυναίκες και οι φίλοι τους
καχύποπτα
κοιτούνε και σφίγγουνε τα χείλη τους:
το
πρωί το πρωί μήπως μιλήσανε;
(Βερολίνο,
1936. Εργατική κουζίνα. Κυριακή πρωί. Άντρας και γυναίκα. Στρατιωτική μουσική
από μακριά)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Όπου να ‘ναι θα ‘ρθει.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Στο κάτω-κάτω δεν έχετε τίποτα εις
βάρος του.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ξέρουμε μόνο πως τον άφησαν από το
στρατόπεδο.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Και γιατί δεν του ‘χετε εμπιστοσύνη;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Πολλά γίνανε. Τραβάνε πολλά εκεί
μέσα.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Και πώς θα αποδείξεις ότι είναι
καθαρός;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μπορούμε να το εξακριβώσουμε εμείς.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα θα σας πάρει πολύ χρόνο.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναι.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ:
Όμως μπορεί να είναι ο καλύτερος σύντροφος.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μπορεί.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Θα είναι τρομερό γι’ αυτόν να δει ότι κανείς
δεν τον εμπιστεύεται.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Το ξέρει πως είναι ανάγκη να γίνει
έτσι.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Κι όμως.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Κάτι ακούω
τώρα. Μη βγεις έξω όσο θα συζητάμε.
(Χτυπάει η πόρτα. Ο Άντρας ανοίγει και
μπαίνει ο Αποφυλακισμένος.)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Καλημέρα, Μαξ.
(Ο Αποφυλακισμένος σφίγγει τα χέρια και
των δύο)
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θα πιείτε έναν καφέ μαζί μας; Κι εμείς
τώρα θα πιούμε.
Ο ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ.: Αν δεν είναι κόπος.
(Παύση)
Ο ΑΠΟΦ.: Πήρατε καινούργιο ντουλάπι.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Παλιό είναι. (Μεταχειρισμένο το
πήραμε). Το πήραμε εντεκάμισι μάρκα. Το άλλο διαλύθηκε.
Ο ΑΠΟΦ.: Α, έτσι.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τι γίνεται έξω;
Ο ΑΠΟΦ.: Τίποτα. Μαζεύουν για τη Χειμερινή
Βοήθεια.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Να σας πω την αλήθεια, δεν θα ‘ταν
άσκημο να μας έδιναν ένα κουστούμι για τον Βίλι.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Εγώ έχω τη δουλειά μου.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι, μα ένα κουστούμι δεν θα σ’
έβλαφτε.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μη λες κουταμάρες.
Ο ΑΠΟΦ.: Είτε δουλεύεις είτε όχι, πάντα κάτι σου λείπει.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Εσύ βρήκες δουλειά;
Ο ΑΠΟΦ. : Μου είπαν, θα βρω.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Πού; Στη Ζίμενς;
Ο ΑΠΟΦ.: Ναι ή κάπου αλλού.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν είναι πια τόσο δύσκολο.
Ο ΑΠΟΦ.: Όχι.
(Παύση)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Πόσο έμεινες μέσα;
Ο ΑΠΟΦ.: Έξι μήνες.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αντάμωσες κανέναν μέσα;
Ο ΑΠΟΦ.: Όχι δεν ήταν κανένας γνωστός. Τώρα
τους πάνε σε διάφορα στρατόπεδα. Μπορεί να βρεθείς στη Βαυαρία.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Α, έτσι.
Ο ΑΠΟΦ.: Εδώ έξω δεν αλλάξανε πολλά πράγματα.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τίποτα σπουδαίο.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ξέρετε, κι εμείς κλειστήκαμε στο
καβούκι μας. Κι ο Βίλι σπάνια να συναντήσει κανένα παλιό σύντροφο, ε Βίλι;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, δεν έχουμε πολλές παρέες.
Ο ΑΠΟΦ.: Ακόμα δεν καταφέρατε να ξεφορτωθείτε
τους σκουπιδοτενεκέδες από το διάδρομο;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Αχ, το θυμάστε ακόμα, ε; Ναι, λέει,
πως δεν έχει πού αλλού να τους βάλει.
Ο ΑΠΟΦ. (Καθώς η Γυναίκα του βάζει καφέ): Μόνο μια γουλιά. Δε θα μείνω πολύ.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Έχεις να πας πουθενά;
Ο ΑΠΟΦ. : Η Σέλμα μου είπε πως τη φροντίζατε
όσο ήταν στο κρεβάτι. Σας ευχαριστώ πολύ.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν υπάρχει λόγος να ευχαριστείτε.
Της είπαμε να έρχεται πιο συχνά τα βράδια, μα δεν έχουμε ούτε ραδιόφωνο.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτά που λέει το ραδιόφωνο, τα
γράφουν και οι εφημερίδες.
Ο ΑΠΟΦ.: Δε γράφει και πολλά πράγματα «Ο
Άρειος».
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Όσα και «Ο Λαός».
Ο ΑΠΟΦ.: Και «Ο Λαός» όσα και «Ο Άρειος», ε;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δε διαβάζω και πολύ το βράδυ. Γυρίζω
ψόφιος.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα τι έπαθε το χέρι σας; Σα να έχει
ατροφήσει και σας λείπουνε δύο δάχτυλα.
Ο ΑΠΟΦ.: Είναι από πέσιμο.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ευτυχώς είναι το αριστερό.
Ο ΑΠΟΦ.: Ναι, ήμουνα τυχερός. Θέλω να σου
μιλήσω. Δεν είναι τίποτα κακό, κυρία Μαν.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι, βέβαια. Να καθαρίσω μόνο την
κουζίνα.
(Η Γυναίκα απασχολείται στην κουζίνα. Ο
Αποφ. την παρακολουθεί μ’ ένα ελαφρύ χαμόγελο.)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Θα
φύγουμε αμέσως μετά το φαγητό. Η Σέλμα είναι καλά τώρα;
Ο ΑΠΟΦ.: Ο γοφός της όχι. Την πειράζει όταν
πλένει. Για πείτε μου…
(Σταματάει, τους κοιτάζει. Κι εκείνοι τον
κοιτάζουν. Δεν συνεχίζει.)
Ο ΑΝΤΡΑΣ (βραχνά):
Να πηγαίναμε στην Αλεξάντερ Πλατς πριν το φαγητό; Να δούμε, μπας και έχει
κάποια κίνηση το μάζεμα;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι, μπορούμε να πάμε μια βόλτα, ε;…
Ο ΑΠΟΦ.: Βέβαια.
(Παύση)
Ο ΑΠΟΦ. (σιγανά): Ξέρεις Βίλι, είμαι πάντα ο ίδιος.
Ο ΑΝΤΡΑΣ (χωρίς να δίνει σημασία): Καλά, ούτε αν λέγεται. Ίσως έχει και μουσική στην Αλεξάντερπλατς.
Άντε ετοιμάσου, Άννα. Τον καφέ μας τον ήπιαμε. Χτενίζομαι λίγο, και φύγαμε.
(Πηγαίνουν στο διπλανό δωμάτιο. Ο Αποφ.
μένει εκεί, στη θέση του. Παίρνει το καπέλο του. Σιγοσφυρίζει. Το ζευγάρι
επιστρέφει ντυμένο για έξω.)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Λοιπόν, έλα Μαξ.
Ο ΑΠΟΦ.: Ωραία.
Ένα μόνο θέλω να σου πω: το θεωρώ εντελώς σωστό.
(Βγαίνουν μαζί και οι τρεις)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου