Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

"Η Μαρούλα" ένα παραμύθι για τη γιορτή της Μητέρας ( "Ελληνικά Παραμύθια", εκλογή Γ.Α.Μέγα, εκδ. Ι.Δ.Κολλάρος & Σία, ιδ' έκδ. 2002, & http://paramythades.org, 9/11/2012)

..........................................................

 

Η Μαρούλα

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας.


Μια φορά κι έναν καιρό, όταν τα ζώα είχαν ακόμα λαλιά που την καταλάβαινε ο άνθρωπος, σε ένα μικρό χωριό ζούσε μια γυναίκα που δεν μπορούσε να κάνει παιδιά και κάθε μέρα παρακαλούσε το Θεό να της δώσει ένα παιδί. Ένα πρωί που στεκόταν στο παραθύρι της, γυρνάει στον ήλιο και του λέει:
- Ήλιε μου, κυρ Ήλιε μου, δώσε μου ένα παιδί και σαν γίνει δώδεκα χρονών, έλα και πάρ’ το.
Άκουσε τα παρακάλια της ο Ήλιος και της έδωσε ένα κοριτσάκι όμορφο σαν την αυγή και αυτή το ονόμασε Μαρούλα. Κι ήταν όλο χαρά που έκανε παιδί. Όσο μεγάλωνε η Μαρούλα, τόσο και ομόρφαινε. Ώσπου έγινε δώδεκα χρονών. Μια μέρα που πήγε στη βρύση για νερό, την βλέπει ο Ήλιος και μεταμορφώνεται σε ένα παλικάρι και πάει κοντά της και της λέει:
- Να πεις της μάνας σου, εκείνο που μου έταξε, πότε θα μου το δώσει;
- Ποιος είσαι εσύ;
Ζωγραφιά της φίλης μας Εύης με αφορμή το παραμύθι "Η Μαρούλα"

Ζωγραφιά της φίλης μας Εύης με αφορμή το παραμύθι “Η Μαρούλα”
…ρώτησε η Μαρούλα  και το παλικάρι της αποκρίθηκε:
- Πες εσύ της μάνας σου και εκείνη θα καταλάβει ποιος είμαι.
- Καλά, θα το πω.
…είπε η Μαρούλα και φορτώθηκε τη στάμνα της. Όταν γύρισε στο  σπίτι είπε στην μάνα της:
- Μάνα, στη βρύση που ήμουν, με βρήκε ένα παλικάρι! Τόσο όμορφο ήταν, που έλαμπε σαν τον ήλιο. Εκείνο το πρόσωπο του ήταν τόσο λαμπερό! Και μου είπε, πότε θα του δώσεις εκείνο που του έταξες; Τον ρώτησα ποιος είναι και εκείνος μου είπε πως θα καταλάβεις ποιος είναι.
Κι η μάνα της αναστέναξε και της είπε:
- Το ξέρω κορίτσι μου αυτό το παλικάρι. Μόνο να του πεις, αν σε ξαναβρεί, πως ξέχασες να μου το πεις.
Την άλλη μέρα η Μαρούλα πήγε και πάλι στην βρύση για νερό κι όταν ο  Ήλιος την είδε κατέβηκε ξανά με την μορφή του παλικαριού και της είπε:
- Είπες της μάνας σου αυτά που σου είπα τις προάλλες;
- Ξέχασα να το πω.
…του λέει αυτή. Τότε ο Ήλιος της δίνει ένα χρυσό μήλο και της λέει:
- Πάρε αυτό το μήλο και βάλτο μέσα στον κόρφο σου και το βράδυ, όταν σε ξεντύνει η μάνα σου για να κοιμηθείς, θα πέσει το μήλο και θα θυμηθείς να της το πεις.
Πηγαίνει λοιπόν, η Μαρούλα με μια χαρά στο σπίτι και λέει στη μάνα της:
- Εκείνο το παλικάρι, που μου είπε να σε ρωτήσω πότε θα του δώσεις το τάμα που του έταξες, με βρήκε πάλι και μου έδωσε αυτό το μήλο. Και μου παρήγγειλε να το βάλω στον κόρφο μου και το βράδυ, όταν με ξεντύσεις, όταν πέσει και το δω να θυμηθώ να σου το πω. 
- Όταν το βρει, ας το πάρει!
…είπε η μάνα της και έβαλε στο νου της να μην το ξαναστείλει πια το κορίτσι για νερό.
Για αρκετό καιρό δεν την έστελνε στην βρύση τη Μαρούλα, μα ύστερα ξεθάρρεψε, ξέχασε το γεγονός και την έστειλε ξανά. Σαν την είδε όμως ο Ήλιος, έγινε πάλι ένα παλικάρι και κατέβηκε και την ρώτησε, τι της είπε η μάνα της για το τάμα που του έταξε.
- Α, σαν το βρεις, είπε, ας το πάρεις.
…του λέει η Μαρούλα.
Την παίρνει τότε ο Ήλιος από το χέρι και την πάει μακριά στο παλάτι του, που ήτανε χτισμένο μπροστά από ένα ωραίο περιβόλι.
Όλη τη μέρα ο Ήλιος έλειπε κι άφηνε τη Μαρούλα στο περιβόλι να παίζει και το βράδυ γυρνούσε πίσω στο παλάτι του. Μα η καημένη η Μαρούλα, αν και είχε όλα τα καλά στο παλάτι του Ήλιου, θυμόταν τη μάνα της. Κι όλη τη μέρα καθόταν στο περιβόλι κι έκλαιγε κι έλεγε:
Ως ψύγει και μαραίνεται της μάνας μου η καρδούλα
έτσι να ψυγομαραθούν του Ήλιου τα μαρούλια!
Κόψου, δέντρο μου, κόψου! 
Και έβαζε τα χέρια της και μαδούσε τα μάγουλα της. Και μαραίνονταν τα μαρούλια κι έπεφταν κάτω τα δέντρα από το κλάμα της Μαρούλας. Ερχόταν το βράδυ ο Ήλιος κι έβλεπε τη Μαρούλα με πρησμένα τα μάτια και κομματιασμένα τα μάγουλα.
- Ποιος σε έκανε έτσι, Μαρούλα μου;
- Της γειτόνισσας ο πετεινός ήρθε και πάλεψε με τον δικό μας και πήγα να τους χωρίσω και με γρατζούνισαν.
Την άλλη μέρα η Μαρούλα κάθισε στο περιβόλι κι άρχισε πάλι να κλαίει και να σκίζει τα μάγουλα της και να λέει:
Ως ψύγει και μαραίνεται της μάνας μου η καρδούλα
έτσι να ψυγομαραθούν του Ήλιου τα μαρούλια!
Κόψου, δέντρο μου, κόψου! 
Και μαραίνονταν τα μαρούλια και πέφτανε τα δέντρα κάτω. Έρχεται το βράδυ ο Ήλιος, την βλέπει πάλι με κομματιασμένα μάγουλα.
- Ποιος σε έκανε πάλι έτσι, Μαρούλα μου;
- Της γειτόνισσας ο γάτος ήρθε και πάλεψε με τον δικό μας και πήγα να τους χωρίσω και με γρατζούνισαν.
Πάει πάλι το άλλο πρωί η Μαρούλα στο περιβόλι και σαν κάθισε  θυμήθηκε τη μάνα της κι έκανε πάλι τα μάγουλα της όλο αίματα κι έκλαιγε κι έλεγε:
Ως ψύγει και μαραίνεται της μάνας μου η καρδούλα
έτσι να ψυγομαραθούν του Ήλιου τα μαρούλια!
Κόψου, δέντρο μου, κόψου! 
Μαράθηκαν λοιπόν όλα τα μαρούλια, έπεσαν κι όλα τα δέντρα κι απόμεινε το περιβόλι ξύλο – κούτσουρο. Έρχεται το βράδυ ο Ήλιος, βλέπει τη Μαρούλα όλο αίματα:
- Ποιος σε έκανε πάλι έτσι, Μαρούλα μου;
- Πέρασα από μια τριανταφυλλιά κι εκείνη με έσκισε με τα αγκάθια της.
Το άλλο πρωί όμως  ο Ήλιος, σαν βγήκε έξω, συλλογίστηκε: Δεν πάω να δω τι κάνει η Μαρούλα στο περιβόλι; Γυρίζει λοιπόν πίσω και τι να δει; Τη Μαρούλα να κλαίει και να ξεσκίζει τα μάγουλα της. Πάει κοντά της και της λέει:
- Γιατί κλαις Μαρούλα μου; Μπας και στεναχωριέσαι εδώ πέρα;
- Όχι, δε στεναχωριέμαι.
- Τότε γιατί κλαις; Μπας και θέλεις να πας πίσω στη μάνα σου;
- Ναι, θέλω να πάω στη μάνα μου!
…λέει η Μαρούλα.
- Ε, αφού θέλεις να πας στη μάνα σου, εγώ θα σε στείλω.
…της λέει ο Ήλιος.
Την πήρε λοιπόν από το χέρι και την πήγε στην άκρη του περιβολιού κι εκεί άρχισε να φωνάζει:
- Λιονταράκια, λιονταράκια!
Κι ήρθαν τα λιονταράκια.
- Τι θέλεις αφέντη;
- Την πάτε την Μαρούλα σπίτι της;
- Την πάμε.
- Και τι θα τρώτε στο δρόμο, άμα πεινάσετε και τι θα πίνετε, άμα διψάσετε;
- Θα τρώμε από το κρέας της και θα πίνουμε από το αίμα της.
- Φύγετε γρήγορα, δε μου κάνετε!
…τους είπε ο Ήλιος κι ύστερα ξαναφώναξε:
- Αλεπουδάκια, αλεπουδάκια!
Κι ήρθαν οι αλεπούδες.
- Τι θέλεις αφέντη;
- Την πάτε την Μαρούλα σπίτι της;
- Την πάμε.
- Και τι θα τρώτε στο δρόμο, άμα πεινάσετε και τι θα πίνετε, άμα διψάσετε;
- Θα τρώμε από το κρέας της και θα πίνουμε από το αίμα της.
- Φύγετε γρήγορα, δε μου κάνετε!
…τους είπε ο Ήλιος κι ύστερα ξαναφώναξε:
- Ελαφάκια, ελαφάκια!
Κι ήρθαν τα ελαφάκια τρέχοντας.
- Την πάτε την Μαρούλα σπίτι της;
- Την πάμε.
- Και τι θα τρώτε στο δρόμο, άμα πεινάσετε και τι θα πίνετε, άμα διψάσετε;
Δροσερό, δροσερό χορταράκι και καθαρό, καθαρό νεράκι.
- Να έχετε την ευχή μου.
…τους λέει ο Ήλιος κι ανεβάζει τη Μαρούλα στα κέρατα ενός ελαφιού, τη στολίζει με φλουριά και τη στέλνει στη μάνα της.
Πήγε, πήγε το ελάφι, μα κάποια στιγμή πείνασε. Βρίσκει ένα κυπαρίσσι και λέει:
- Σκύψε κυπαρίσσι, να βάλω πάνω τη Μαρούλα!
Έσκυψε το κυπαρίσσι κι έβαλε τη Μαρούλα.
- Εγώ, θα πάω λιγάκι να βοσκήσω κι ύστερα θα ρθω να σε πάρω. Μα να μη φωνάξεις παρά μόνο αν τύχει και με χρειαστείς, για να μπορέσω να βοσκήσω.
…της είπε το ελάφι.
- Καλά, πήγαινε.
…απάντησε η Μαρούλα.
Κάτω από το κυπαρίσσι ήταν ένα πηγάδι κι εκεί κοντά καθόταν μια λάμια με τρεις θυγατέρες κι έστειλε τη μια της θυγατέρα να της φέρει νερό από το πηγάδι. Εκείνη λοιπόν, μόλις έσκυψε να ρίξει τον κουβά στο πηγάδι, είδε το πρόσωπο της Μαρούλας, που καθρεφτιζόταν μέσα στο νερό και θάρρεψε πως ήταν το δικό της. Πετάει τον κουβά της και πάει σπίτι της χορεύοντας.
- Έφερες νερό;
…τη ρωτάει η μάνα της.
- Τέτοια κόρη που ‘ μαι εγώ, και με στέλνεις για νερό;
Η μάνα της απόμεινε. Στέλνει τη δεύτερη κόρη στο πηγάδι, μα κι αυτή μόλις είδε το πρόσωπο της Μαρούλας στο νερό, το πέρασε για δικό της. Δίνει κι αυτή ένα πέταμα του κουβά και πάει τρέχοντας στη μάνα της.
- Τέτοια κόρη που ‘ μαι εγώ, και με στέλνεις για νερό;
Στέλνει ύστερα την τρίτη κόρη της στο πηγάδι, μα κι αυτή τα ίδια. Κινάει τότε η μάνα τους να πάει η ίδια στο πηγάδι. Σκύβει, κοιτάει στο νερό, βλέπει το πρόσωπο της Μαρούλας. Κοιτάει επάνω, βλέπει και την ίδια και ξέσπασε σε γέλια.
- Εσύ ήσουν που έβλεπαν στο νερό οι κόρες μου και μου ήρθαν ξετρελαμένες και για χατίρι σου άφησα κι εγώ το ζύμωμα μου σύξυλο! Κατέβα κάτω να σε φάω!
- Πήγαινε πρώτα να ζυμώσεις κι ύστερα έρχεσαι και με τρως.
…της λέει η Μαρούλα. Τρέχει η λάμια στο σπίτι της, ζυμώνει γρήγορα γρήγορα κι ύστερα έρχεται τρέχοντας ξανά στη Μαρούλα.
- Ζύμωσα, κατέβα τώρα κάτω να σε φάω.
- Πήγαινε να πλάσεις πρώτα τα ψωμιά σου κι ύστερα έρχεσαι.
Τρέχει εκείνη, πλάθει τα ψωμιά και γυρίζει ξανά τρέχοντας.
- Τα έπλασα, κατέβα τώρα να σε φάω.
- Πήγαινε πρώτα να ζεστάνεις το φούρνο κι ύστερα έρχεσαι και με τρως.
Πάει η λάμια, ζεσταίνει το φούρνο και γυρίζει πίσω.
- Τον ζέστανα, κατέβα να σε φάω.
- Φούρνισε πρώτα τα ψωμιά, μη σου κρυώσει ο φούρνος κι έρχεσαι ύστερα και με τρως.
Φεύγει η λάμια να πάει να φουρνίσει κι η Μαρούλα τότε βάζει μια φωνή:
- Ελαφάκι, ελαφάκι!
Άκουσε το ελαφάκι κι ήρθε τρέχοντας.
- Γρήγορα, ήρθε η λάμια να με φάει!
… του λέει η Μαρούλα και τότε λέει το ελαφάκι στο κυπαρίσσι:
- Χαμήλωσε κυπαρίσσι, να πάρω τη Μαρούλα!
Χαμήλωσε το δέντρο και πήρε τη Μαρούλα κι άρχισε να τρέχει. Στο δρόμο που πήγαινε, ανταμώνει ένα ποντικάκι και του λέει:
- Ποντικάκι, αν σε ανταμώσει η λάμια και σε ρωτήσει αν μας είδες, να της λες λόγια λόγια, να την χασομερήσεις για να μη μας φτάσει.
Μετά από λίγο, περνάει η λάμια και του λέει:
- Ε, ποντικάκι, μήπως είδες μια κόρη με ένα ελαφάκι;
Της λέει το ποντικάκι:
- Εδώ βρήκα μια τουλούπα μαλλί.
Του λέει η λάμια:
- Άλλα σου λέω κι άλλα μου λες. Μήπως είδες μια κόρη με ένα ελαφάκι;
- Όσο να το ξάνω!
…λέει το ποντικάκι.
- Άλλα σου λέω κι άλλα μου λες. Μήπως είδες μια κόρη με ένα ελαφάκι;
- Όσο να το κλώσω!
…λέει το ποντικάκι.
- Άλλα σου λέω κι άλλα μου λες. Μήπως είδες μια κόρη με ένα ελαφάκι;
- Όσο να το υφάνω!
- Άλλα σου λέω κι άλλα μου λες. Δεν είδες μια κόρη με ένα ελαφάκι;
- Την είδα, τρέχα να την φτάσεις.
…λέει το ποντικάκι. Εκεί που έτρεχε το ελαφάκι και κόντευε να φτάσει στο σπίτι της μάνας της, την ένιωσε ο σκύλος τη Μαρούλα κι άρχισε να φωνάζει:
- Γαβ, γαβ! Να η Μαρούλα κι έρχεται! 
Κι η μάνα της είπε:
- Ουστ, παλιόσκυλο! Θέλεις να με κάνεις να πλαντάξω από το κακό μου;
Ύστερα την ένιωσε ο γάτος πάνω στα κεραμίδια και φώναξε:
- Μιάου, μιάου! Να η Μαρούλα κι έρχεται! 
Κι η μάνα της είπε:
Ψιτ, παλιόγατα! Θέλεις να με κάνεις να πλαντάξω από το κακό μου;
Τότε την ένιωσε ο πετεινός και φώναξε:
- Κικιρίκου, κικιρίκου!Να η Μαρούλα κι έρχεται! 
Κι η μάνα της είπε:
- Ξιού, παλιοπετεινέ! Θέλεις να με κάνεις να πλαντάξω από το κακό μου;
Όσο όμως κοντοζύγωνε το ελαφάκι στο σπίτι, τόσο κοντοζύγωνε κι η λάμια. Κι όταν έκανε το ελαφάκι να χωθεί μέσα στο σπίτι, προλαβαίνει η λάμια κι αρπάζει την ουρά του.
- Ωχ, η ουρίτσα μου, η ουρίτσα μου!
…φώναξε το ελαφάκι.
Σαν μπήκε μέσα στο σπίτι, σηκώθηκε η μάνα της Μαρούλας και το καλωσόρισε:
- Καλώς το! Αφού μου έφερες τη Μαρούλα μου, εγώ θα σου βάλω την ουρίτσα σου.
Και πήρε βαμβάκι και του έβαλε την ουρά του. Κι από τότε έζησε με το κοριτσάκι της καλά κι εμείς καλύτερα.


Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λένε τα παραμύθια!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου