...................................................
Το σώμα του Πατρίς Σερώ
της Άννας Δαμιανίδη
Από την παράσταση στην Αθήνα θυμάμαι
μόνο την παρουσία του. Το 2006 διάβαζε το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι στο
θέατρο Ιλίσσια, δεν είχα εισιτήριο, πήγα μόνη μου και στήθηκα απ' έξω
να βρω κάποιον που δεν ήθελε το δικό του. Έτσι κάνω πάντα όταν δεν έχω
εισιτήριο - και πάντα βρίσκω.
Τι διάβαζε, τι έλεγε, τι λέει το κείμενο, δεν θυμάμαι λέξη. Μόνο το σώμα του Σερώ, μόνο του στη σκηνή με μια φανέλα να ιδρώνει, να περνάει κάθε λέξη μέσα απο τους μυς των ώμων.
Είχα πρωτοδεί παράστασή του στη Γαλλία, τον Πέερ Γκυντ του Ίψεν. Κρατούσε εφτά ώρες χωρισμένες σε δυο μέρες, Σαββατοκύριακο στη Λυών, κι είχα ταξιδέψει με μια φίλη μου από το Παρίσι για να το δούμε. Εκείνη την εποχή, 1980, είχαν αρχίσει να κάνουν τέτοιες μαραθώνιες παραστάσεις τολμηροί και γνωστοί σκηνοθέτες. Είχα δει την Ορέστεια του Αισχύλου, ολόκληρη την τριλογία σε οκτώ συνεχόμενες ώρες, σε σκηνοθεσία του Πέτερ Στάιν, γερμανικά δηλαδή που δεν καταλάβαινα λέξη. Λίγα χρόνια μετά είχε έρθει κι εδώ εκείνη η παράσταση.
Ο Πέερ Γκυντ είναι έργο παράξενο, μια αναζήτηση ταυτότητας μέσα από μυθολογικές περιπέτειες, γεμάτο φιλοσοφικό άγχος και παραδοσιακές πινελιές. Σα να αναζητάς τον πυρήνα του κρεμμυδιού, όπως λέει συνέχεια ο ίδιος, να ξεφλουδίζεις, να ξεφλουδίζεις, και τελικά να τελειώνει το κρεμμύδι χωρίς να βρίσκεις πυρήνα, διότι απλώς το κρεμμύδι είναι έτσι, όλο χιτώνες, δεν έχει άλλο τίποτε μέσα. Αυτή η πικρή και αστεία διαπίστωση του ήρωα επανερχόταν συνεχώς μέσα από τις ονειρικές εικόνες του έργου όπου κυριαρχούσε το μαύρο χρώμα. Ήταν από τις πιο συγκλονιστικές θεατρικές εμπειρίες που έχω αξιωθεί. Εκείνη τη χρονιά είδα ακόμα και το Μεφιστό του Κλάους Μαν παιγμένο από τη Μνούσκιν. Παραστάσεις που σε γέμιζαν ξέχειλα για μήνες. Νόμιζα ότι είχα αγγίξει το όριο της δύναμης του θεάτρου. Ίσως είχα δίκιο. Δεν μπορώ να βρω κάτι που να μου προξένησε τέτοια αναστάτωση τα επόμενα χρόνια, αλλά βέβαια παίζει ρόλο και η ηλικία. Όταν μεγαλώνει κανείς συγκινείται πιο δύσκολα.
Ξανάδα Σερώ στην τηλεόραση, όλη τη σειρά από τις όπερες του Βάγκνερ που είχε σκηνοθετήσει, στο Μπαϊρόιτ νομίζω. Έφτιαχνε πάλι ονειρικό περιβάλλον, αλλά οι ιστορίες του Νιμπελούνγκεν δεν μπόρεσαν να με συγκινήσουν όσο του Πέερ Γκυντ. Είχα μια χαλασμένη ασπρόμαυρη τηλεόραση που έπρεπε να κρατάς την κεραία για να δουλεύει, με θυμάμαι στο κρεβάτι, στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης, να κρατάω ένα σύρμα για να δουλεύει η οθόνη και να βλέπω τις Βαλκυρίες με τα πέπλα τους και κάποια παρόμοια απελπισία να παλεύουν με το σκοτάδι του Σερώ.
Σώματα πάλι θυμάμαι από το κινηματογραφικό του έργο «Βασίλισσα Μαργκό», νεκρά σώματα τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου να γεμίζουν την οθόνη. Το σώμα στον πόνο και στην απόλαυση ήταν σταθερό αντικείμενο της έρευνάς του στις εικόνες. Χαίρομαι που πρόλαβα να δω το δικό του σώμα πάνω στη σκηνή σαν ένα υπερευαίσθητο όργανο μέτρησης πανανθρώπινων παθών. Αυτό που κάνει το θέατρο δηλαδή, σε κάθε περίπτωση.
Καθώς πέρασαν τα χρόνια κι οι εικόνες μπερδεύονται, θα μου μείνει το δικό του πρόσωπο σαν Πέερ Γκυντ. Τόσα χρόνια μετά αναρωτιέμαι αν ήταν οι εικόνες που είχε φτιάξει ο σκηνοθέτης γοητευτικές κι υποβλητικές, ή η ίδια η περιπέτεια του ήρωα που κατάφερε να με συγκινήσει τότε, αυτή η διαρκής φιλοσοφική και κάπως μάταιη αναζήτηση. Θα έπρεπε να ξαναδώ τον Πέερ Γκυντ για να καταλάβω, αλλά θα ήταν σα να ξυπνάω από ένα ζωντανό ακόμα όνειρο.
(Ο Σερώ πέθανε τη Δευτέρα στο Παρίσι. Ήταν 69 ετών)
Τι διάβαζε, τι έλεγε, τι λέει το κείμενο, δεν θυμάμαι λέξη. Μόνο το σώμα του Σερώ, μόνο του στη σκηνή με μια φανέλα να ιδρώνει, να περνάει κάθε λέξη μέσα απο τους μυς των ώμων.
Είχα πρωτοδεί παράστασή του στη Γαλλία, τον Πέερ Γκυντ του Ίψεν. Κρατούσε εφτά ώρες χωρισμένες σε δυο μέρες, Σαββατοκύριακο στη Λυών, κι είχα ταξιδέψει με μια φίλη μου από το Παρίσι για να το δούμε. Εκείνη την εποχή, 1980, είχαν αρχίσει να κάνουν τέτοιες μαραθώνιες παραστάσεις τολμηροί και γνωστοί σκηνοθέτες. Είχα δει την Ορέστεια του Αισχύλου, ολόκληρη την τριλογία σε οκτώ συνεχόμενες ώρες, σε σκηνοθεσία του Πέτερ Στάιν, γερμανικά δηλαδή που δεν καταλάβαινα λέξη. Λίγα χρόνια μετά είχε έρθει κι εδώ εκείνη η παράσταση.
Ο Πέερ Γκυντ είναι έργο παράξενο, μια αναζήτηση ταυτότητας μέσα από μυθολογικές περιπέτειες, γεμάτο φιλοσοφικό άγχος και παραδοσιακές πινελιές. Σα να αναζητάς τον πυρήνα του κρεμμυδιού, όπως λέει συνέχεια ο ίδιος, να ξεφλουδίζεις, να ξεφλουδίζεις, και τελικά να τελειώνει το κρεμμύδι χωρίς να βρίσκεις πυρήνα, διότι απλώς το κρεμμύδι είναι έτσι, όλο χιτώνες, δεν έχει άλλο τίποτε μέσα. Αυτή η πικρή και αστεία διαπίστωση του ήρωα επανερχόταν συνεχώς μέσα από τις ονειρικές εικόνες του έργου όπου κυριαρχούσε το μαύρο χρώμα. Ήταν από τις πιο συγκλονιστικές θεατρικές εμπειρίες που έχω αξιωθεί. Εκείνη τη χρονιά είδα ακόμα και το Μεφιστό του Κλάους Μαν παιγμένο από τη Μνούσκιν. Παραστάσεις που σε γέμιζαν ξέχειλα για μήνες. Νόμιζα ότι είχα αγγίξει το όριο της δύναμης του θεάτρου. Ίσως είχα δίκιο. Δεν μπορώ να βρω κάτι που να μου προξένησε τέτοια αναστάτωση τα επόμενα χρόνια, αλλά βέβαια παίζει ρόλο και η ηλικία. Όταν μεγαλώνει κανείς συγκινείται πιο δύσκολα.
Ξανάδα Σερώ στην τηλεόραση, όλη τη σειρά από τις όπερες του Βάγκνερ που είχε σκηνοθετήσει, στο Μπαϊρόιτ νομίζω. Έφτιαχνε πάλι ονειρικό περιβάλλον, αλλά οι ιστορίες του Νιμπελούνγκεν δεν μπόρεσαν να με συγκινήσουν όσο του Πέερ Γκυντ. Είχα μια χαλασμένη ασπρόμαυρη τηλεόραση που έπρεπε να κρατάς την κεραία για να δουλεύει, με θυμάμαι στο κρεβάτι, στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης, να κρατάω ένα σύρμα για να δουλεύει η οθόνη και να βλέπω τις Βαλκυρίες με τα πέπλα τους και κάποια παρόμοια απελπισία να παλεύουν με το σκοτάδι του Σερώ.
Σώματα πάλι θυμάμαι από το κινηματογραφικό του έργο «Βασίλισσα Μαργκό», νεκρά σώματα τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου να γεμίζουν την οθόνη. Το σώμα στον πόνο και στην απόλαυση ήταν σταθερό αντικείμενο της έρευνάς του στις εικόνες. Χαίρομαι που πρόλαβα να δω το δικό του σώμα πάνω στη σκηνή σαν ένα υπερευαίσθητο όργανο μέτρησης πανανθρώπινων παθών. Αυτό που κάνει το θέατρο δηλαδή, σε κάθε περίπτωση.
Καθώς πέρασαν τα χρόνια κι οι εικόνες μπερδεύονται, θα μου μείνει το δικό του πρόσωπο σαν Πέερ Γκυντ. Τόσα χρόνια μετά αναρωτιέμαι αν ήταν οι εικόνες που είχε φτιάξει ο σκηνοθέτης γοητευτικές κι υποβλητικές, ή η ίδια η περιπέτεια του ήρωα που κατάφερε να με συγκινήσει τότε, αυτή η διαρκής φιλοσοφική και κάπως μάταιη αναζήτηση. Θα έπρεπε να ξαναδώ τον Πέερ Γκυντ για να καταλάβω, αλλά θα ήταν σα να ξυπνάω από ένα ζωντανό ακόμα όνειρο.
(Ο Σερώ πέθανε τη Δευτέρα στο Παρίσι. Ήταν 69 ετών)
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου