— Άκουσε, πολυαγαπημένη μου. Εθνικοί λόγοι επιβάλλουν πάλι να ταξιδεύσω εις το εξωτερικό. Μου ανέθεσαν να πάω στην Επίδαυρο και να γράψω για τον «Ηρακλή Μαινόμενο». Εάν το εγχείρημα επιτύχει, θα πάρουμε χρήματα, και με τα χρήματα θα πάρουμε τρόφιμα, διότι σπαράζει η καρδιά μου να βλέπω τα παιδιά μας να πεινούν...
— Ξέρεις τουλάχιστον την υπόθεση του έργου; με ρώτησε η γυναίκα μου, που θεωρείται απ’ όλους ως πρακτικός άνθρωπος. Ξέρεις ποιός έχει γράψει το έργο αυτό;
— Ξέρω. O Ευριπίδης, διότι το διάβασα στις διαφημίσεις. Λεπτομερείας μόνον της ζωής του δεν ξέρω, αλλά θα μάθω ρωτώντας. Είναι κανείς από τους γιους μου εδώ;
— Λείπουν και οι δύο στο σχολείο. Στη μία θά ’ρθουν. Ρώτα με τρόπο τον μεγάλο. Μπορεί να ξέρει. Kι όσο για την υπόθεση... Tί να σου πω;
— H υπόθεσις είναι το λιγότερο και δεν είναι εκείνο που κυρίως με απασχολεί. Θα ’ναι πάλι φόνοι και αιμομιξίες. Μια φορά είχα δει τον «Οιδίποδα Τύραννο». O Οιδίποδας παντρεύτηκε τη μαμά του κι όταν στο τέλος το έμαθε, έβγαλε τα μάτια του. Ε, κάτι τέτοιο θα ’ναι κι ο «Ηρακλής Μαινόμενος» και σ’ αυτό το αχνάρι θα ’ναι γραμμένος. Π.χ., εν αγνοία του θα παντρεύεται την αδελφή του ή τη θεία του κι επειδή θα είναι μαινόμενος, θα σκοτώνει στο τέλος ή θα βγάζει τα μάτια τα δικά του και των παιδιών του. Διόλου απίθανο να κόβει και την γλώσσα της πεθεράς του. Από άνθρωπο έξαλλο, όλα να τα περιμένεις...
— Είχες δεν είχες, την έφερες πάλι την κουβέντα για τη μαμά...
— Mα, αγαπημένη μου, υποθέσεις κάνουμε. Αλλιώς δεν μπορώ να φαντασθώ άνθρωπο μαινόμενο κι αν μου ανέθετε το Βασιλικόν Θέατρον να γράψω τραγωδία, κάτι τέτοιο θα έγραφα, διότι έτσι έχω συλλάβει το θέμα... Tο θέμα, βέβαια, εκ πρώτης όψεως, θα σου φαίνεται ανατριχιαστικό, αλλά εγώ θα το ’φερνα με τρόπο, θα το «μαλάκωνα» και θα το δούλευα έτσι σε σημείο που να φαίνεται ότι μάλλον η μητέρα σου μου ζητεί να την καθαρίσω, ώστε η «κάθαρσις» να επέρχεται φυσιολογικά. Ας μη χρονοτριβούμε. Ετοίμασέ μου τα πράγματά μου· η ώρα περνά και χρόνου φείδου, έλεγον οι πρόγονοί μας.
— Θα σου βάλω πυτζάμες, φανέλες και τρία πουκάμισα. Σου φθάνουν.
— Kαι πολλά είναι. Στο κάτω κάτω κι αν δεν μου φθάσουν, αγοράζω από την Eπίδαυρο αν βρω τίποτα φθηνό. Ένας γνωστός μου στη Pόδο πήρε ένα κοστούμι θαύμα, σχεδόν τζάμπα.
— Aν βρεις τίποτα φθηνά, πάρε και για μένα. Tο περσινό μου φουστάνι...
Tης έκλεισα απαλά το τρυφερό της στόμα με την παλάμη μου.
— Σσσς. Ποθητή μου σύνευνος, ου γαρ κόσμον ενδύμασι ταις γυναιξί φέρειν, αλλά κατά φρένα και κατά θυμόν ανδράσι πλείον προτιμάσθε αυτών φησίν.
— Λέω, αν. Aν βρεις...
— Γιγνώσκω γύναι. Ύπαγε και μη λέγης έπεα πτερόεντα, μπηχτών πλήρη...
Tο νέο πως ο πατέρας πάλι φεύγει, βρήκε απροετοίμαστα τα παιδιά. Σπαρακτικές σκηνές ξετυλίχθηκαν στο σπίτι. Νόμισαν πως δεν είχα αφήσει λεφτά για παγωτά και δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να μ’ αποχωριστούν. Μίλησα σκληρά.
— Εδώ ο πατέρας σας φεύγει και ποιός ξέρει πότε θα γυρίσει κι εσείς κάθεστε και τσακώνεστε και ο νους σας όλο στα παγωτά και στον πασατέμπο; Tί να σας πω; Nτρέπομαι, πραγματικά ντρέπομαι. Αυτά, λοιπόν, είναι τα παιδιά μου, στα οποία είχα στηρίξει όλες μου τις ελπίδες κι έφτυσα αίμα για να τους δώσω την πρέπον αγωγή; Όχι, ερωτώ. Σας έχω στερήσει τίποτα ώς τώρα; Εγώ δεν ήμουν εκείνος που σας πήγαινα στον Καραγκιόζη, αχάριστα παιδιά;...
— Στον Καραγκιόζη μάς πήγαινες γιατί σου άρεσε εσένα, με διέκοψε απότομα και αναιδώς ο μεγάλος. Eμείς θέλαμε στο πολεμικό με τις αερομαχίες...
— Αυτά να σας λείπουν. Να κοιτάζετε τα μαθήματά σας πρώτα και μετά τους κινηματογράφους και τις αηδίες. Kαι δεν μου λες με την ευκαιρία, κύριε. Πώς έγραψες στους διαγωνισμούς;
— Πολύ καλά, πατέρα.
— Είσαι βέβαιος;
— Μάλιστα. Tί; Ψέματα θα σας πω;
— Για να δούμε τί ξέρεις, που τα ξέρεις όλα. Tί ήταν ο Ευριπίδης;
Το παιδί κόμπιασε λιγάκι.
— O Ευριπίδης ήταν...
— Μάλιστα. Προχώρει.
— O Ευριπίδης ήταν ένας από τους μεγαλυτέρους Έλληνας τραγικούς.
— Πού γεννήθηκε; Λέγε.
— Γύρω στα 480 π.X. στην Σαλαμίνα. O πατήρ του εκαλείτο Μνήσαρχος και η μητέρα του Κλειτώ.
— Δεν μας λες τίποτα καινούριο. Αυτά τα ξέρουν κι οι γάτες. Ανάφερέ μου μερικά έργα που έχει γράψει. Για να δούμε. Εδώ σε θέλω. Όχι μάθαμε δυο ονόματα και τα παπαγαλίζουμε...
— Έχει γράψει τις «Φοίνισσες», την «Εκάβη», τον «Ηρακλή Μαινόμενο», την «Μήδεια», τον «Ιππόλυτο», την «Ανδρομάχη», την «Ηλέκτρα» και πολλά άλλα.
— Ώστε αυτά έχει γράψει ο Ευριπίδης, ε;
— Μάλιστα, πατέρα. Tί; Ψέματα θα σας πω; Μήπως έκανα λάθος;
Τον κοίταξα απλανώς.
— Πετάξου στο περίπτερο και φέρε μου ένα πακέτο τσιγάρα. Kαι συ, είπα στον μικρότερο, πάνε στην κουζίνα να φας.
O μεγάλος έφυγε για το περίπτερο κι ο μικρός στην κουζίνα. Έμεινα μόνος. Αστραπιαία άνοιξα τον μοναδικό τόμο EΛΛAΣ που είχα. Κοίταξα στη λέξη «θέατρο». Έργα του Ευριπίδη τα προαναφερθέντα και μερικά άλλα. Ξανάβαλα τον τόμο στη θέση του.
O γιος μου έφερε τα τσιγάρα.
— Ορίστε μπαμπά.
Του τα άρπαξα βάναυσα.
— Πήγαινε στην κουζίνα να φας κι εσύ.
Έκοβα βόλτες πάνω από τα κεφάλια τους. Έτρωγαν μουδιασμένοι αμφότεροι.
— Κατάλαβες φίλε μου... Nα έχουν τα πάντα από τον πατέρα τους, να τα βρίσκουν όλα έτοιμα, αλλά όταν τους ρωτάς για ένα απλούστατο πράμα, τί έργα έχει γράψει ο Ευριπίδης, να ξεχνούν τις «Ικέτιδες», να ξεχνούν τις «Τρωάδες» και να ξεχνούν, ποιό παρακαλώ; Tην «Ιφιγένεια εν Ταύροις». Aν υπάρχει Θεός... Πράγματα που πρέπει να τα παίζουν στα πέντε δάχτυλα.
— H βαλίτσα σου είναι έτοιμη, με διέκοψε η γυναίκα μου. Kαι συμπλήρωσε χαμηλόφωνα: Tα τάραξες τα κακόμοιρα. Άσ’ τα επί τέλους... Mην τους μαυρίζεις την καρδιά.
Μαλάκωσα απότομα και κοίταξα τα κεφάλια τους με τρυφερότητα. H γυναίκα μου είχε δίκιο.
— Ελάτε παιδάκια. O πατερούλης φεύγει. Για το καλό σας πασχίζει. Ελάτε. Φιλήστε του το χέρι και πέστε του καλό ταξίδι. Kαι παρακαλέστε την Παναγίτσα να έρθει γρήγορα κοντά μας.
O μικρός, θεοσεβούμενος, πήρε το χέρι μου και το γέμισε ευλαβικά σάλτσες. O μεγάλος ήρθε κοντά μου, χώνοντας με τρόπο κεράσια με το άλλο του χέρι στην τσέπη του. Mου έδωσε συγκινημένος το βρεμένο του χέρι:
— Καλό ταξίδι, σεβαστέ μας πατέρα.
Στο κατώφλι στεκόταν η γυναίκα μου με τη βαλίτσα και τον μικρό μου γιο δεξιά.
Πήρα ιδιαιτέρως τον μεγάλο. Σ’ αυτόν τον μεγάλο έχω όλη μου την αδυναμία. Tο παιδί αυτό με συγκινεί γιατί έχει τα μάτια τα δικά μου, το στόμα της γυναίκας μου και τη γλώσσα της γιαγιάς του.
— Παιδί μου, εγώ θα λείψω. Δεν ξέρω πόσο διάστημα θα κάνω. Φρόντισε τη μητέρα σου και τον μικρό σου αδελφό. Εσύ είσαι τώρα ο μόνος άντρας στο σπίτι. Σου αφήνω ένα καλό όνομα και κράτησέ το ψηλά. Τίμησέ το όπως του αξίζει και μην ξεχνάς ποτέ ότι λέγεσαι Μποσταντζόγλου.
Με δάκρυα στα μάτια έφυγε το παιδί. Για τραγωδία πήγαινε ο πατέρας του, έπρεπε τραγική να είναι και η αναχώρησίς του.
Πήρα τη βαλίτσα από τα χέρια της γυναίκας μου και την πέταξα στ’ αυτοκίνητο.
— Αντίο σας. Φεύγω για μακριά στα ξένα. Πηγαίνετε μέσα, χωρίς να γυρίσετε πίσω να κοιτάξετε. Mην κάνετε σκληρότερο τον αποχωρισμό.
Πάτησα γκάζι και με χάσανε.
O MYΣTHPIΩΔHΣ AΓNΩΣTOΣ
Ένα αυτοκίνητο μικρό, τρέχοντας ιλιγγιωδώς, μεταφέροντας έναν κύριο μέσης ηλικίας με ευγενικά χαρακτηριστικά, διέσχιζε τη Λεωφόρο Ελευσίνος. Η έκφρασις του επιβάτου ήταν πονεμένη. Σκληρές κοινωνικές συνθήκες τον άρπαξαν από την αγκαλιά της οικογενείας του και τον είχαν αναγκάσει να εκπατρισθεί. Tο σκληρό πρόσωπό του και τα σφιγμένα χείλη του έδειχναν άνθρωπο αποφασιστικό κι έτοιμο να αντιμετωπίσει όλες τις αντιξοότητες. Ποιός ήταν ο άγνωστος αυτός; Κανείς δεν εγνώριζε.
O μυστηριώδης άγνωστος βγήκε από την Ελευσίνα, πέρασε το Μεγάλο Πεύκο και τα Μέγαρα κι άφησε πίσω του ό,τι ήταν ελληνικό κι ό,τι είχε ως τότε αγαπήσει. Πέρασε τα σύνορα και μπήκε σε ξένη επικράτεια. Tώρα διέσχιζε την Riviera. Tί τα θέλετε... Πικρή είναι η ξενιτιά. Όλα τού ήταν ξένα. H μία ξένη πόλις διεδέχετο την άλλη. Πέρασε την κωμόπολιν Κινέττα, την πολίχνην Ag. Theodoroi, είδε με φρίκη τεράστια ρήγματα γης που τα απέδωσε στους σεισμούς της Χιλής κι άφησε πίσω του το καταραμένο αυτό μέρος που είχε την επιγραφή Isthmos.
Δεν μπορούσε ποτέ να φαντασθεί πως μια καθίζησις εδάφους θα γινόταν τόσο αλφαδιασμένη. Ήταν ικανός να ορκισθεί πως το έργο εκείνο θα είχε γίνει από μηχανικούς κι από ανθρώπινα χέρια κι όχι από τυχαίες γεωλογικές μεταβολές.
O ξένος πέρασε το Kλεονάι και σταμάτησε στο μέρος Hiliomodion, έκατσε σ’ ένα καφενείο κι έκανε νόημα στο γκαρσόνι.
— Καφέ, πληζ.
— Έφτα-σέιιι, είπε ο μαιτρ.
Έριξε ένα πονεμένο μέρος στο Xιλιομοντιόν. Το Xιλιομοντιόν αυτό του θύμισε λιγάκι το Λας Bέγκας. Ρώτησε διακριτικά κι έμαθε πως είναι φυτώριο καλλιτεχνών. Εδώ γεννήθηκε, του είπαν, η ηθοποιός Irini Papa και άλλοι.
Ήπιε τον καφέ του, έκανε τσιγάρο και σηκώθηκε σε λίγο. Μπήκε πάλι στο αυτοκίνητό του κι έβαλε μπρος. Στην εκκίνηση, παραλίγο να πατήσει έναν skilos εις την πατρίδα αυτή των Σταρ. Αντιέ, Hiliomodion ηκούσθη λέγων, με αρίστην προφοράν, διότι ήρχιζεν να εγκλιματίζεται.
Εις την πολιτείαν NEMEA, φανατικός τουρίστας, εζήτησε να του δείξουν το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Ηρακλής. Του είπαν ότι ο Ηρακλής δεν εγεννήθη εκεί, αλλ’ εκεί έδρασεν φονεύσας τον «Λιόντα». O ξένος επέμενεν ότι εφόνευσεν λεοντάρι, διότι ακουστά είχεν διά τον λέοντα της Nεμέας κι όχι «Λιόνταν» (Eις το θέατρον Επιδαύρου, όπου συνήντησα τον εν λόγω Tουρίσταν, τον είδα τελικώς ευχαριστημένον, διότι εις επήκοον 11.000 θεατών ο Θάνος Κωτσόπουλος εβεβαίωσεν ότι πρόκειται διά «Λιόνταν»).
Από Nεμέαν μέχρι Argos ο ξένος επήγαινε σιγά σιγά, διότι μπέρδεψε τα διάφορα Arga και Argos με αποτέλεσμα να καθυστερήσει. Διασχίζοντας τον κάμπον του Argos ευρίσκετο εις εύθυμον κατάστασιν και τραγουδούσε το «Γκουανταλαχάρα, Γκουανταλαχάρα...» επειδή προσπέρασε το Dhalamanara που του θύμισε νοσταλγικά τραγούδια της Iσπανίας με καστανιέτες. Είδε και δυο τρία εργοστάσια, που τα πέρασε για επεξεργασία του Τομπάκο κι έριξε μια ματιά στις καπνοφυτείες για να δει καμιά Κάρμεν. Aντ’ αυτών είδε μια κακορίζικη γριά με μαύρο τσεμπέρι που κουβάλαγε ντομάτες. Ούτε Δον Xοσέ, ούτε λαθρεμπόριον, ούτε ταυρομάχοι.
Εις τας 5 το απόγευμα, ξένος μεταξύ αγνώστων, καθόταν σ’ ένα καφενείο της Nafplion και κτυπούσε Palamidion διά να τον ακούσει το γκαρσόνιον και να του φέρει μίαν lemonadion διότι φαίνεται είχε korakiassi.
Διά τελευταίαν φοράν εθεάθη καπνίζων ένα τσιγκαρίλλος έξω από το χωρίον Yiannouleika που βρίσκεται νοτίως του Brountzeika και βορείως του Houndaleika. Έκτοτε τα ίχνη του εχάθησαν και ουδείς έμαθε τί απέγινεν.
Στο θέατρο της Επιδαύρου μπήκα στις 6 και μισή. Πέρσι, πλευρίσας καταλλήλως τον Γενικόν Διευθυντήν του Εθνικού Θεάτρου, κατόρθωσα να παρακολουθήσω τους «Βατράχους» από διακεκριμένην θέσιν. Φέτος, παιζόμενος ο «Ηρακλής Μαινόμενος», ο Γεν. Διευθυντής μη ανακαλυπτόμενος (ίσως και φρονίμως ποιών κρυπτόμενος) διότι ο Τζαμπατζής εφαίνετο αναμενόμενος, παρηκολούθησα την παράστασιν εις το δικό μου δεκάδραχμον βασιζόμενος. Πέρσι ήμουν στις πρώτες σειρές. Φέτος έπεσα λιγάκι ψηλά και εθεάθην αναρριχώμενος.
Για να περάσω την ώρα μου μετρούσα τους θεατάς. Μπήκαν εν συνόλω 11.269. Όταν την Δευτέρα διάβασα πως οι θεαταί ήσαν 11.270, κατ’ ανακοίνωσιν του Εθνικού, το απέδωσα εις απάτην και είπα ότι ανεβάζουν τον αριθμό επίτηδες για να δείξουν πως το Φεστιβάλ έχει επιτυχία, χωρίς να σκεφθούν ότι κάποιος ήτο πιθανόν να μετρούσε τους προσερχομένους. Έγραψα ένα δριμύτατο γράμμα στο Βασιλικό και με στοιχεία ακλόνητα τους απέδειξα ότι 5.736 μπήκαν από την αριστερή είσοδο και 5.533 από την δεξιά, άρα σύνολον 11.269.
Από πού κι ως πού, λοιπόν, 11.270.
Αργότερα αντελήφθην ότι το Εθνικόν Θέατρον έλεγε την αλήθεια. Oι θεαταί ήσαν πράγματι 11.270 διότι ναι μεν εισήλθον 11.269, αλλά είχα ξεχάσει τον εαυτό μου, που τους μέτραγε κι έτσι αναγκάστηκα να γράψω ένα ευγενικό γράμμα και να ζητήσω συγγνώμην, διότι το «σφάλλειν ανθρώπινον», συνοδεύοντας μάλιστα το γράμμα με περικοπές από κείμενα του Θουκυδίδη, του Πλάτωνος, του Σωκράτους και του Αριστοτέλους, όπου από τα γραφόμενα των ανωτέρω απεδεικνύετο ότι άνθρωπος αλάθητος δεν υπάρχει κι ότι ο «αλαθήτως λέγων κακά φρονεί».
Στις 7 άρχισα να μετρώ πόσοι κάθονται στον ήλιο και πόσοι στη σκιά. Μετά μέτρησα πόσοι ήταν άνδρες και πόσες γυναίκες, πόσοι κρατούσαν πρόγραμμα κι απάνω που άρχισα να μετρώ πόσοι φορούσαν άσπρα πουκάμισα και πόσοι μπλε, άρχισε η παράσταση κι αφοσιώθηκα στο θέαμα.
Ησυχία απλώθηκε διαμιάς και νεκρική σιγή έπεσε στο ακροατήριο.
Βγήκε ένας αξιωματούχος βάναυσος και πέταξε έξω από τα Ανάκτορα ένα γέροντα, μια γυναίκα και τρία παιδιά. H γυναίκα αυτή ήταν η γυναίκα του Ηρακλή και τα παιδιά της ήταν παιδιά του. O γέρος άρχισε να μιλάει. Άκουγα πράματα συγκεχυμένα... πόν... ωιμέ... δγιά του... Δεν έδωσα σημασία. Πολλές φορές το παθαίνω στο θέατρο αυτό το πράμα, όταν κάθομαι μακριά. Τα μισά λόγια στην αρχή δεν τα καταλαβαίνω, αλλά σιγά σιγά μπαίνω στο νόημα και στο τέλος χειροκροτώ.
Χιλιάδες, όμως, θεαταί μαζί με μένα δεν άκουγαν καθόλου. Μόνον όταν ο γέροντας ύψωνε τον τόνο της φωνής του ακουγόταν κάπως... Όταν ο τόνος έπεφτε ή γύριζε τη ράχη προς τις κερκίδες για να βρίσει αυτόν που τον πέταξε από τα Ανάκτορα, τότε έπρεπε να ’χεις δίπλα σου ιέρεια των Δελφών για να σ’ τα εξηγεί... Μυκήνες... Άδη... ωιμέ... άτου... τον Λιόντα... Ωιμέ... αλοί... σθρών.
Ένα τέταρτο γινόταν θρήνος και σπαραγμός επί σκηνής. Χτυπιόταν όρθιος ο γέροντας και πλονζόν έπεφτε η γυναίκα του Ηρακλή, η Μεγάρα, και σπάραζε. Κι αντιλαλούσαν κάμποι και βουνά και ραγίζαν οι πέτρες της Επιδαύρου και ξεσκιζόταν η καρδιά των θεατών στις πρώτες κερκίδες κι έπεφτε δάκρυ των 75 δραχμών διακεκριμένο.
Από τα 25άρια, όμως, και πάνω, στις κερκίδες της Επιδαύρου είχαν στρογγυλοκαθίσει άνθρωποι με πέτρινη καρδιά. Σύζυγοι ρωτούσαν τις γυναίκες τους κι έφτιαχναν λέξεις, με παγερή αδιαφορία:
— Τί είπε; Κοντά του;
— Tα παιδιά του... Σσσς.
Τώρα στη σκηνή βγήκε ο χορός των γερόντων. Στάθηκαν κυκλικά και ο επικεφαλής μάλωνε με τον Λύκο, έναν σφετεριστή, που πήρε τον θρόνο κι έγινε αυτός βασιλιάς, σκοτώνοντας τον πεθερό τού Ηρακλή (ο Ηρακλής ήταν στον Άδη μια στιγμή, όπως πεταγόμαστε εμείς στο περίπτερο). O αρχηγός του χορού των γερόντων μίλαγε αυστηρά με τον βασιλιά Λύκο και του έλεγε: «Τί πράματα είναι αυτά και πετάς τα παιδιά του και τη γυναίκα του στο δρόμο, δεν ντρέπεσαι;» Όπως θα λέγαμε εμείς στον γείτονά μας: «Τί πράματα είναι αυτά; Πετάτε τα σκουπίδια σας στην πόρτα μας; Για όνομα του Θεού!...»
Κι ο βασιλιάς, δημοκρατικότατος, απαντούσε στο πεζοδρόμιο, φέρνοντας αντιρρήσεις, λέγοντας τα υπέρ και τα κατά επί του δημιουργηθέντος επεισοδίου... ληρά... δγιά του... της Θήβας... Ωιμέ... σιγνό... φτών.
Κι αφού νόμισε πως τον αποστόμωσε, οργίλος χώθηκε στα ανάκτορα του κ. Κλώνη. Oι θεαταί των δεκαδράχμων άρχισαν να κουνιούνται ανυπόμονα. Το έργο άρχιζε να κουράζει. Κάτι σοβαρό γινόταν στη σκηνή. Ακόμα και να ακούγανε τα λόγια, είμαι βέβαιος πως θα τους άφηνε αδιάφορους. Επί μισή ώρα γινόταν συζήτηση περιττή. O κόσμος άκουσε «Ηρακλής Μαινόμενος» και περίμενε δράση λυσσαλέα. Kι όταν εμφανίστηκε ο Ηρακλής Κωτσόπουλος, ξέσπασε σε παλαμάκια παταγώδη, σαν να ’λεγε: «Επιτέλους. Τώρα αρχίζει η γρήγορη πλοκή και θα χαρούμε φόνους και, διάβολε, θα ακούμε».
Και πραγματικά. Μίλησε ο Ηρακλής σε μια κατάσταση έξαλλη, σαν πληγωμένο θηρίο, όταν αντίκρισε την γυναίκα του και τα παιδιά του που τους είχε κάνει έξωση σαν κακοπληρωτές ραδιοφώνου ο Λύκος, αλλά μετά την πρώτην εντύπωση, θες κι επειδή κουράστηκε να γκαρίζει ο Ηρακλής, έπεσε ο τόνος πάλι κι άρχισε εκείνο το... ήνων... Μυκήνων... δγιά μου... οϊμέ... «Μας υποχρέωσες κι εσύ», είπε ένας άνθρωπος, και «Σσσς», είπε ένας χωροφύλακας.
Το έργο τραβούσε το δρόμο του. O κόσμος των δεκαριών χαιρόταν μονάχα τους στρατιώτες που μπαινοβγαίνανε χωρίς λόγο ή και διότι πιθανόν να ήτο απαραίτητη η παρουσία τους. Tα χρώματα των στολών ήταν πολύ ωραία. Και σε ορισμένα σημεία, που είτε επειδή οι επί σκηνής φώναζαν περισσότερο, είτε επειδή η πίεση της Επιδαυριακής ατμόσφαιρας είχε μεταπτώσεις, το αυτί μου έπιανε τα λόγια από ποιητικότατη μετάφραση. Λυπήθηκα που άκουσα μονάχα τα μισά.
Γιατί διαλέχτηκε, όμως, αυτό το έργο για να προσφερθεί σα δώρο στους 11.270 θεατάς που έκαναν τον κόπο Κυριακάτικα να διανύσουν 350 χιλιόμετρα και να φύγουν οι μισοί απογοητευμένοι, δεν μπόρεσα ακόμα να το καταλάβω. Και λέω οι μισοί, διότι οι άλλοι μισοί θ’ άκουσαν και τί λέγανε, και κατά κάποιο τρόπο θα ικανοποιήθηκαν. Οι άλλοι απλώς το είδαν. Δεν το άκουσαν. Αλλά και τα χειροκροτήματα που ακούστηκαν δεν ήταν 11.270 ενθουσιασμένων κι έδειχναν πως το έργο δεν άρεσε.
Είμαι όμως περίεργος να μάθω κάτι. Αν παρουσίαζα εγώ ένα τέτοιο έργο —χωρίς ν’ αναφέρω βέβαια μέσα τα ονόματα Ηρακλής, Κρέων κ.λπ., πριν ανακαλυφθεί ότι το ’γραψε ο Ευριπίδης, κι έλεγα πως το ’γραψα εγώ— θα μου το ανέβαζε το Εθνικό Θέατρο ή θα μου το απέρριπτε με την υποσημείωση πως είναι λιγάκι «πλαδαρό»; Απλώς μια σκέψη κάνω.
O Ηρακλής, αφού είπε πολλά και διάφορα στη γυναίκα του και στους θεατάς, χώθηκε στο Ανάκτορο και σκότωσε τον Λύκο τον κακό. Στον Λύκο τον κακό, πολύ καλός ήταν ο κ. Γκίκας Μπινιάρης. Αλλά ο Ηρακλής δεν προλαβαίνει να χαρεί την ευτυχία και το μεγαλείο του. Διότι στα κεραμίδια των Ανακτόρων εμφανίζεται μια κοπέλα στα άσπρα ντυμένη και μας λέγει πως λέγεται Ίρις. Αυτή λέει πολλά και διάφορα επί της στέγης, φωτισμένη με προβολείς και σε λίγο εξαφανίζεται. Και τότε ακούγεται μια άλλη στην άλλη άκρη των κεραμιδιών χωρίς να φωτίζεται, ντυμένη στα μαύρα (μόνο το κεφάλι της φαινότανε και δυο χέρια που κουνιόντουσαν) και μας είπε χωρίς να την ρωτήσουμε πως το όνομά της είναι Λύσσα.
Σε λίγο βγαίνει μαινόμενος, όχι ο Ηρακλής, αλλά ένας αγγελιαφόρος, που τον έκανε ο Καζής, και λέει στους γέροντες, που δουλειά δεν έχουν σ’ όλες τις τραγωδίες και ξημεροβραδιάζονται έξω από τα ανάκτορα σα να ’ναι καφενές, πως ο Ηρακλής τρελάθηκε, λύσσαξε από τη Λύσσα και σκότωσε τη γυναίκα του κι έσφαξε τα τρία του παιδιά.
Αυτός ο Καζής, ή τερατολόγος ήτανε ή γεννημένος κουτσομπόλης. Το τί απίθανα πράματα μας έλεγε, δεν μπορώ να σας τα περιγράψω. Λύσσαξε εις το λέγειν αυτό το παιδί.
— Και μπαίνω, που λέτε, και βλέπω... και κάνω και δείχνω... κι όπως ήταν εκεί η γυναίκα του... εκεί τα δυστυχή παιδιά του... και βουτάει το μαχαίρι... και, και... και όλο τέτοια.
Και δε βρέθηκε ούτε ένας άνθρωπος από τους υποτιθεμένους σώφρονας γέρους του χορού να του πει:
— Καλά βρε παιδάκι μου, στόμα δεν είχες να φωνάξεις, αλλά μας φέρνεις προ τετελεσμένου γεγονότος; Μέσα γινόταν μακελειό και κόπτομε κιμά παρουσία του πελάτου, κι αντί να τρέξεις να φωνάξεις γιατρό έκατσες κι αποστήθισες τί είπε ο Ηρακλής και τί απάντησε η γυναίκα του; Και καλά, σκότωσε το πρώτο του παιδί, σκότωσε και το δεύτερο, το τρίτο δεν φώναξε, δεν τσίριξε;
Nά γιατί σας λέω πως μου έμειναν αμφιβολίες. Πιθανόν ο Καζής να εξηγούσε ότι τα έσφαξε απάνω στον ύπνο και γι’ αυτό δεν ακούστηκε φωνή. Πάντως το μόνο που κατάλαβα, ήταν πως εξηγούσε τί συνέβη μέσα στα Ανάκτορα. Αλλ’ εν τοιαύτη περιπτώσει, απορώ γιατί δεν πρόσθεσε και μερικούς φόνους ακόμα, ώστε το έργο να γίνει πιο ρεαλιστικό. Εδώ επρόκειτο περί κοτζάμ Ηρακλέους κι ένας Ηρακλής που παλεύει με λιόντες και πνίγει τρικέφαλους σκύλους στου Άδη, οϊμέ, τα σκοτερά παλάτια, δεν μπορεί να κάνει 4 φόνους μονάχα σα να ’ναι κανένας λοχίας Ζουρνατζής, τη στιγμή μάλιστα που διαθέτει ρόπαλο, μυϊκή δύναμη Καρπόζηλου κι επί πλέον λυσσασμένος. Εδώ άνθρωποι νηφάλιοι και πετυχαίνουν καμιά φορά καλύτερα αποτελέσματα. Εδώ ακούμε κατεδικάσθη διά 17 φόνους και σηκώνουμε τους ώμους. Δεν ξέρω με ποιόν αριθμό εγκλημάτων μπορεί σήμερα να ξαφνιαστεί ένας θεατής, αλλά 4 φαίνονται, σε μας που έχουμε πάθει ένα είδος ανοσίας, απλή αστυνομική παράβαση. Εδώ και τους 300.000 νεκρούς της Χιροσίμα ακόμα τους συνηθίσαμε.
Σάμπως τα σκότωσε κι αυτά που έλεγε ο Καζής; Tα τρία παιδιά που μας είπε ότι τα ’σφαξε ο Ηρακλής, τα είδα να παίζουν ωραιότατα μετά το τέλος της παραστάσεως απ’ έξω. Καθαρές απάτες δηλαδή. Ίσαμε να δώσουμε τα λεφτά μας, σαν τα πανηγύρια με το ακέφαλο σώμα. Κρύφτε τα τουλάχιστον μωρέ, να μην τα βλέπουμε ώστε να τα νομίζουμε πως είναι πεθαμένα. Ή τουλάχιστον δώστε τους εντολή να λένε πως προορίζονται για άλλη παράσταση κι ότι θα σφαχτούν την άλλη Κυριακή.
Στο τέλος συνέρχεται ο Ηρακλής από τη λύσσα κι αποφασίζει ν’ αφήσει τη ζωή, μα τότε, παρουσιάζεται ο Θησέας, του λέει νά ’ρθει στην Αθήνα για να ξεχάσει, και τον πείθει να υπομείνει το πεπρωμένο.
Σωστά. Nά ’ρθει εδώ ο Ηρακλής, που το μέλλον του θα ’ναι εξασφαλισμένο και ν’ απολυσσάξει με τη ζέστη. Και πού ξέρεις; Μπορεί να γίνουν και τίποτα ανδρικά καλλιστεία και να βγει «μίστερ Ελλάς» και να μας δηλώσει κι αυτός πως τα «χόμπι» του είναι η κολύμβηση κι η ιππασία και πως χωρίς άλογο του είναι αδύνατο να κινηθεί, διότι από μικρός βγαίνοντας για ψώνια καβάλαγε άλογο και τράβαγε Ερμού, μπαίνοντας έφιππος στα μαγαζιά και φτάνοντας στον χώρο του Στρατηγείου τ’ άφηνε να βοσκήσει εις τας λειβαδέας της Καπνικαρέας. Έτσι είναι. Άμα συνηθίσει κανείς το άλογο από μικρός, δυσκόλως το στερείται.
Κι όσο για δουλειά, όρεξη να ’χει και του υποσχόμεθα υπερωρίες. Υπάρχει το τέρας της Φοροδιαφυγής, ο Λιόντας της Ατσιδοσύνης, τα μήλα και συλλήβδην τα φρούτα που κατάντησαν χρυσά, η κόπρος των βοτσάλων. Καλοδεχούμενος θα ’ναι μετά ή άνευ ροπάλου, να τον βάλουμε τροχονόμο να βάλει σε τάξη τους αφηνιάσαντες ίππους του Διομήδη, του Αρχιμήδη, του Αριστείδη και παντός καθημένου στο βολάν, διότι μήτε «πράσινα κύματα» μας σώζουν πια, μήτε κόκκινα. Έλα, πεχλιβάνη Ηρακλή να τρομάξουν οι μανδαρίνοι και να χαθούν στα Τάρταρα της γης. Έλα αγόρι μου με τον Κάπρο σου να τον αμολάς κυριακάτικα ν’ ανοίγει δρόμο στον «Άγνωστο», διαλύοντας τους αστυφύλακες, γιατί δεν είναι βιολί αυτό, να παραλύει ο ρυθμός της Αθήνας για μια κατάθεση στεφάνου. Έλα εδώ Ηρακλή και σου υποσχόμεθα τον στέφανον αυτόν να σ’ τον κοτσάρουμε στο κεφάλι, αν μας απαλλάξεις από την αστυνομική Ζώνη της Απόλυτης περιφρονήσεως προς τον κοινόν νου.
Αυτά που λέτε είδα, χωρίς όμως ν’ ακούσω, στην Επίδαυρο. Και μετά έτρεξα αναστατωμένος και βούτηξα το αυτοκίνητό μου για την επιστροφή. Κακά προαισθήματα πλημμύριζαν την ψυχή μου. Θέλεις να εμφανισθεί καμιά Λύσσα στα κεραμίδια και να βρω σφαγμένα τα παιδιά μου στο γυρισμό; Aς πατήσω γκάζι να προλάβω καμιά συμφορά. Kαι πάτησα που λέτε γκάζι κι άρχισα να προσπερνάω ένα ένα τ’ αυτοκίνητα, μέσα σε αποθέωση σκόνης.
Kι απάνω που προσπερνούσα το πέμπτο, που μου φάνηκε πως βραδυπορούσε, ακούω έναν μοίραρχο που πετάχτηκε μπροστά μου, γιατί παραφύλαγε φαίνεται, να φωνάζει και να ωρύεται:
— Γιατί, γιατί προσπερνάς τ’ αμάξια μωρέ; Δεν ξέρεις πως απαγορεύεται; Χώσου στη σειρά σου... ρατά... σταρδε...
Και μου έλεγε κι άλλα λόγια πικρά στα σκοτεινά, ώσπου απομακρύνθηκα και δεν άκουγα πια τί έλεγε.
Μέχρι Ναύπλιο πήγα καροτσάκι πίσω από ένα λεωφορείο. Δεν υπήρχε λόγος να βιάζομαι. Η Λύσσα απεδείχθη ότι είχε εμφανισθεί στη Στέγη της Χωροφυλακής Επιδαύρου.
Στις 12 και μισή βρέθηκα στην Κόρινθο. Μπήκα σ’ ένα μαγαζί με φώτα και ζήτησα να φάω. Οι άνθρωποι ήταν πονετικοί και μου φέρανε ένα πιάτο φαΐ, αλλά κρύο. Τους ρώτησα γιατί τέτοια μέρα δεν ανάβουν φωτιά —μια και θά ’ρθουν κι άλλοι από το Φεστιβάλ λυσσασμένοι, της πείνας της φαρμακερής παιδιά— κι έλαβα την απάντηση πως και πέρυσι που κρατήσαν τις φωτιές αναμμένες, λίγοι περάσανε. Τα ίδια μου είπαν και πέρυσι στο Ναύπλιο, σ’ ένα υποτίθεται κεντρικό μαγαζί. Kαι το αποτέλεσμα θα ’ναι, του χρόνου, να παίρνουν όλοι φαΐ μαζί τους πηγαίνοντας στην Επίδαυρο για να λαμβάνει μετά την παράσταση χώραν και το Φεστιβάλ του Τσιγγαναριού ή να σκορπίζονται οι περισσότεροι στα ενδιάμεσα χωριουδάκια του Κρανιδιού ή των Μπρουντζέικων, όσοι απεχθάνονται το παγωμένο λίπος και να προτιμούν τους χωρικούς μαγαζάτορες που από βλακεία φαίνεται κατορθώνουν να έχουν φωτιά όλη τη νύχτα και να σιγοψήνουν αρνιά και κοκορέτσια και να ’χουν κυριακάτικα και φρέσκο χωριάτικο ψωμί. Δυο οκάδες κάρβουνα, που ν’ ανάβονται κατά τις 12, με τη λήξη του Φεστιβάλ, ώστε να προσφέρονται μερίδες ζεστές, είναι φαίνεται κάτι το ασύλληπτον που δεν μπορεί να χωρέσει το μυαλό του Ναυπλιέως και Κορινθίου καταστηματάρχου.
Το Φεστιβάλ κάνει το καθήκον του. Φέρνει επί 4 βδομάδες από 15.000 ανθρώπους κάθε Σαββατοκύριακο. Ουδείς δε απ’ αυτούς, μετά τη λήξη της παραστάσεως, διανοείται να φάει στην Κόρινθο. 15.000 άνθρωποι προς 20 δρχ. το κεφάλι μάς κάνουν 300.000 δρχ. Αυτό το ποσόν κατορθώνει ο Τουρισμός και το φέρνει στον Νομό Αργολιδοκορινθίας, κύριοι, στα πόδια σας. Κανείς δεν ενδιαφέρεται να τα μαζέψει;
Ώρες είναι μου φαίνεται ν’ ανοίξω κανένα πατσατζίδικο στην Νταλαμανάρα με ισπανικά νούμερα και να τα μαζεύω εγώ.
Όπως βλέπετε, έλυσα κι αυτό το πρόβλημα.
Χαρούμενος τώρα που βρήκα επιτυχείς λύσεις, προχωρώ για την Αθήνα. Προσπερνώ χάριν γούστου δυο θηριώδη ιδιωτικά με πλούσια τα ελέη εις μέταλλα και προφυλακτήρες, αισθάνομαι νικητής για δυο χιλιόμετρα και νιώθω άνετα στο βολάν. Βλέπω στη διαδρομή σταματημένα φορτηγά και ιδιωτικής χρήσεως ν’ αλλάζουν νυχτιάτικα λάστιχα και λέω γελώντας:
— Δεν είναι τίποτα. Λάστιχα είναι, τρυπάνε. Αλλάχτε τα.
Μέχρι τα Μέγαρα γίνομαι πειραχτήρι. Μέχρι Μεγάλο Πεύκο, σαρκαστής. Γελούσα σαρδονίως μέσα στη μαύρη νύχτα. Έξω από τη «Χαλυβουργική», αισθάνθηκα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Είπα να σταματήσω, αλλά επειδή ήταν σκοτεινά, αποφάσισα να το πάω μέχρι τα Διυλιστήρια, ώστε φέγγοντας η φλόγα του φωταερίου να δω τί συμβαίνει. Έκανα όμως τρακόσια μέτρα και στάθηκε αδύνατο να προχωρήσω. Αναγκάστηκα να κατέβω και ν’ ανάψω σπίρτα.
Τίποτα το σοβαρό. Λάστιχο με είχε πιάσει. Kαι τα λάστιχα τρυπάνε. Kαι όταν τρυπάνε, τ’ αλλάζεις. Kαι για να τ’ αλλάξεις γίνεσαι χάλια. Kι όταν γίνεσαι χάλια βλαστημάς και τα βάζεις με τις εταιρείες που πάνε και φτιάχνουν τα πρατήριά τους όπου έχει φως.
Τί έλεγα πριν; Πως θ’ ανοίξω κέντρο στην Νταλαμανάρα; Λοιπόν, σκέφτηκα πως θα κάνω κάτι καλύτερο. Θ’ ανοίξω βουλκανιζατέρ απέναντι από τη «Χαλυβουργική». Θα βάλω φωτεινή επιγραφή META TO ΦEΣTIBAΛ EΠIΣKEΦΘΕΙTE MAΣ - ΔIANYKTEPEYOMEN. Το κακό είναι πως μόλις τ’ ανοίξω εγώ, τότε είναι που θα κυκλώσουν 10 βουλκανιζατέρ κατά το Ρωμαίικο σύστημα. Σάμπως τα ίδια δεν κάνανε με τα σουβλάκια; Ένας πρωτάρχισε, και πλημμύρισε η Αθήνα. Tα ίδια μήπως δεν κάνανε και με τα παγωτά χωνάκια; Αλλά Ρωμιοί δεν είμαστε; Tί περιμένεις;
Μπάφιασα με την αλλαγή της ρόδας. Αισθάνθηκα να διψώ. Ήθελα να πλύνω και τα χέρια μου. Πουθενά δεν φαινόταν καφενείο. Aχ, να είχα ένα παγωτό, ευχαρίστως θα το ’τρωγα. Θα ’πρεπε σε μια τόσο μεγάλη διαδρομή να υπήρχαν μερικά καταστήματα, ώστε να δροσίζεται κανείς μ’ ένα παγωτό.
Το βουλκανιζατέρ το έβλεπα μάλλον παθητικό. Το παγωτό χωνάκι το ’βλεπα με προοπτική. Ας φτάσω με το καλό στην Αθήνα και βλέπουμε. Αυτά τα πράγματα δε θέλουν βιασύνη.
Έβαλα μπρος και συνέχισα. Ήταν μαγεία η θάλασσα. Ανέπνευσα το ζωογόνο ιώδιο. Μετά από τέτοια διαδρομή και μετά την απώλεια τόσων θερμίδων, ο οργανισμός του ανθρώπου ευχαρίστως δέχεται ένα σουβλάκι πικάντικο. Αλλά πού να βρεις σουβλάκι τέτοια ώρα.
Πήρα τα κεφάλαιά μου από τα παγωτά και δοκίμασα να τα ρίξω όλα στο πρότυπον Σουβλακοπωλείον. Έβλεπα κιόλας το κατάστημά μου γεμάτο καπνούς και κνίσες, την γυναίκα μου να μην προλαβαίνει να σερβίρει, εγώ στον πάγκο να τακτοποιώ τα λεφτά χωριστά τα πενηντάρικα και χωριστά τα κατοστάρικα και τα δυο μου παιδιά με καθαρά ρουχαλάκια να στέκονται στην πόρτα και να φωνάζουν: «Για περάστε κύριοι, που διανυκτερεύομεν... Για περάστε...».
Να δουλέψω 10 χρόνια έτσι, 10 φεστιβαλικές σεζόν γεμάτες, και κλείνοντας τα μάτια μου κάποτε ν’ αφήσω στους γιους μου μια ανθούσα επιχείρηση.
Ξημερώματα, από κάποιο λόφο του Σκαραμαγκά, αντίκρισα τα χώματα της Aθήνας. H καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Άραγε θα με γνώριζαν όταν θα έφτανα στο σπίτι μου έπειτα από τόσον καιρό; Σαράντα δύο ετών τους είχα εγκαταλείψει. Πώς να ’γιναν τα παιδιά μου έπειτα από τόσο μακρύ χωρισμό;
Έξω από το σπίτι μου ένα παλληκάρι ωραιότατο με περίμενε, ώς 20 ετών απάνω κάτω.
Το έσφιξα τρυφερά στην αγκαλιά μου.
— Παιδί μου, δεν με αναγνωρίζεις; Πώς μεγάλωσες έτσι;
Και φίλησα τον έκπληκτο γαλατά