Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ. Εισήγηση στο μεταπτυχιακό του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Παν. Πελοποννήσου (Ναύπλιο) έγραψε η Μαρώ Τριανταφύλλου (https://marotriantafyllou.wordpress.com. 06/07/2019)

..............................................................
 


Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ.
Εισήγηση στο μεταπτυχιακό του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Παν. Πελοποννήσου (Ναύπλιο) Αποτέλεσμα εικόνας για μαρώ τριανταφύλλου

 έγραψε η Μαρώ Τριανταφύλλου


(Το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και η αναπληρώτρια καθηγήτρια κυρία Βαρβάρα Γεωργοπούλου, μου έκαναν την τιμή να με προσκαλέσουν να μιλήσω για την θεατρική κριτική στους μεταπτυχιακούς φοιτητές του τμήματος «Θέατρο και κοινωνία: θεωρία, σκηνική πράξη και διδακτική». Το κείμενο που ακολουθεί ήταν η εισήγησή μου.  Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους φοιτητές του μεταπτυχιακού για την ωραία και ζωηρή συζήτηση, για τα θέματα που έβαλαν,τα ερωτηματικά που μου δημιούργησαν)


Αγαπητοί φίλοι,
Όπως θα είδατε στο πρόγραμμα ονομάζομαι Μαρώ Τριανταφύλλου, είμαι συγγραφέας, σκηνοθετώ,  αλλά μαζί σας βρίσκομαι με την ιδιότητα, την αγαπημένη ιδιότητα,  της θεατρικής κριτικού: διετέλεσα επί μια εικοσαετία θεατρική κριτικός της κυριακάτικης εφημερίδας της αριστεράς, ΕΠΟΧΗ. Αυτό τον καιρό είμαι περίπου άστεγη, μετά την παραίτησή μου για πολιτικούς λόγους (που εξήγησα στους αναγνώστες μου) από την εφημερίδα που υπηρέτησα ολόψυχα σχεδόν τρεις δεκαετίες. Κείμενά μου και κριτικές φιλοξενεί κατά καιρούς το artplay.gr, αλλά, για να είμαι ειλικρινής αυτή η περίοδος είναι περισσότερο εποχή ανάπαυσης και περισυλλογής, κάτι μάλλον αναγκαίο. Μια ανασύνταξη δυνάμεων είναι πάντα ζωοδότρα.  Για θέματα θεάτρου και κριτικές είχα βραχυχρόνιες έως και άπαξ συνεργασίες και με άλλα έντυπα αλλά η μακρόχρονη δουλειά στην ΕΠΟΧΗ και οι ιδιαίτερες συνθήκες στην εφημερίδα αυτή, μου έδωσαν τη δυνατότητα να δώσω στη σελίδα μου μια συγκεκριμένη πορεία κι ένα ύφος (ελπίζω κι ένα ήθος).
Το θέμα της εισήγησής μου είναι το τοπίο της κριτικής στην Ελλάδα σήμερα. Θα διευκρινίσω για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις: σκοπεύω να μοιραστώ μαζί σας σκέψεις από την εμπειρία μου για την έντυπη και ηλεκτρονική κριτική που απευθύνεται στο λεγόμενο ευρύ κοινό.
Δεν μου αρέσει ιδιαίτερα ο όρος, αλλά αυτόν χρησιμοποιούμε για να αντιδιαστείλουμε τον αναγνώστη μιας εφημερίδας ή ενός σάιτ που θέλει για πολλούς και διάφορους λόγους να ενημερωθεί για παραστάσεις, ρεύματα, καλλιτέχνες από τον ειδικό, τον θεατρολόγο, τον σημειολόγο του θεάτρου, τον φιλόσοφο του θεάτρου ή όποια άλλη επιστημονική περί το θέατρο ιδιότητα διακονεί, και ο οποίος έχει ειδικές και συγκεκριμένες απαιτήσεις από μια ανάλυση, μια ερμηνεία.
Αυτό όμως δεν συμβαίνει και με όλα τα αντικείμενα;  Άλλο το εκλαϊκευτικό κείμενο –μιλούμε πάντα για κείμενα με ποιότητα, που έχουν πίσω τους δουλειά και έρευνα, και άλλο το δοκίμιο, η εμπεριστατωμένη πραγματεία, το επιστημονικό άρθρο πολύ περισσότερο.
  1. Επάγγελμα κριτικός θεάτρου.
Είναι επάγγελμα η θεατρική κριτική;
Αν με τη λέξη επάγγελμα, εννοούμε αμειβόμενη δραστηριότητα από την οποία κερδίζει κανείς τα προς το ζην ή μέρος αυτών, ναι, υπήρξε για δεκαετίες  πράγματι ως επαγγελματική δραστηριότητα που απέφερε ένα μικρό ή μεγαλύτερο εισόδημα σ’ αυτόν που την ασκούσε.
Ήταν η εποχή που οι εφημερίδες είχαν μια στήλη θεατρικής κριτικής και ένα μόνιμο συνεργάτη για να την διακονεί. Στον στίβο της επαγγελματικής κριτικής θήτευσαν μεγάλα ονόματα, που τα γνωρίζετε καλύτερα από μένα, από τον Παλαμά και τον Άλκη Θρύλο μέχρι τους νεότερους που διαβάζουμε τις κριτικές τους σε εφημερίδες και περιοδικά. Για τις εποχές που μιλάμε (και δεν σας μιλώ για το μακρινό παρελθόν αλλά για μια εποχή ως πριν από λίγες δεκαετίες) οι αναγνώστες είχαν εμπιστοσύνη στον κριτικό που παρακολουθούσαν και περίμεναν με λαχτάρα να διαβάσουν τις κριτικές του, που δεν ήταν φυσικά μια απλή παρουσίαση μιας παράστασης αλλά μια εμπεριστατωμένη θέση, που πίσω της είχε γνώσεις ιστορίας του θεάτρου, πολύ καλή γνώση της δραματουργίας και μια καλή διακειμενική κατάρτιση (παρόλο που η λέξη διακειμενικότητα εμφανίστηκε αργότερα)
Θα δώσω ένα προσωπικό παράδειγμα:
Ανάμεσα στους κριτικούς που παρακολουθούσα από τα φοιτητικά μου χρόνια ένας ήταν ο μακαρίτης δυστυχώς πια ποιητής Γιάννης Βαρβέρης που έγραφε στην εφημερίδα «Καθημερινή» κάθε δεύτερη Κυριακή (μοιραζόταν τη στήλη με τον επίσης καλό κριτικό, μακαρίτης κι αυτός,  Σπύρο Παγιατάκη). Παρά τις σοβαρές διαφορές που είχαμε στον τρόπο που βλέπαμε την τέχνη του θεάτρου και στα θεατρικά μας γούστα, ήταν ένας κριτικός που με βοηθούσε να δω ενδιαφέροντα σημεία μιας παράστασης, να μάθω πράγματα. Είχε συγκεκριμένη θέση και άποψη και βοηθούσε έτσι και μένα, την αναγνώστριά του, να διαμορφώσω κριτήρια, να συνομιλήσω νοερά μαζί του. Περίμενα την εβδομάδα του με πνευματική αγωνία κι αν τύχαινε να έχω δει την παράσταση για την οποία έγραφε, μου άρεσε που αυτή η υπόγεια συνομιλία ξετυλιγόταν με συγκεκριμένες αναφορές από μέρους μου. Αγαπούσα επίσης αυτόν τον πυκνό λόγο που μέσα σε λίγες λέξεις, με εύστοχες επιλογές λεκτικών σχημάτων, έκλεινε μια παράσταση. Οι κριτικές του, παρότι ήταν λίγο τσουχτερές,  ήταν  και μια γλωσσική χαρά.
Όμως μάλλον πρέπει να αναδιατυπώσω το ερώτημα, ειδικά σήμερα που το είδος του αμειβόμενου θεατρικού κριτικού σπανίζει. Για να είμαι ειλικρινής ούτε εγώ  πληρώθηκα ποτέ  για την δουλειά μου, αλλά οι λόγοι έχουν να κάνουν με το εκδοτικό εγχείρημα της εφημερίδας μου (η ΕΠΟΧΗ εκδόθηκε το 1988 ως   εφημερίδα συγκεκριμένου πολιτικού χώρου,  της ΑΚΟΑ, που την στήσαμε με κόπο και αγωνία και, ενώ στελεχώθηκε αμέσως από επαγγελματίες δημοσιογράφους μεγάλης πείρας και αξίας  και πλαισιώθηκε από σοβαρούς διανοούμενους της Αριστεράς, δεν πλήρωνε κανένα, γιατί δεν είχε τέτοια δυνατότητα. Υπήρξαν εποχές που με δυσκολία έβγαινε λόγω χρεών. Την στηρίζαμε με την δουλειά μας που κάναμε με επαγγελματική ευσυνειδησία και πολλές φορές βοηθούσαμε οικονομικά την έκδοση του φύλλου) .
Το ερώτημα λοιπόν τίθεται ως εξής:  τι σημαίνει επαγγελματίας θεατρικός κριτικός; Και αν είναι δυνατόν να υπάρξει μη επαγγελματική θεατρική κριτική.
      Κατά τη γνώμη μου, ένας θεατρικός κριτικός είναι πριν απ’όλα και πάνω απ’ όλα ένας κατά το δυνατόν επαρκής θεατής. Βλέπει πολύ θέατρο και βλέπει θέατρο στοχευμένα.  Διαβάζει πολύ. Παρακολουθεί την καλλιτεχνική κίνηση.  Έχει σαφώς διαμορφωμένα αισθητικά κριτήρια με τα οποία επιλέγει και ερμηνεύει τις παραστάσεις. Αλλά με τίποτα, μα με τίποτα δεν πρέπει να ξεχνά πως  ασκεί μια μεταθεατρική δραστηριότητα. Τον ενδιαφέρει να κατανοήσει ακριβώς τις προθέσεις των συντελεστών μιας παράστασης κι έπειτα να ελέγξει αν υπηρετήθηκαν σωστά, είχαν το αποτέλεσμα που θα ‘πρεπε να έχουν, ποιες ήταν οι ελλείψεις και πού οφείλονταν (στην σύλληψη; Στην ερμηνεία; Στην όποια αδυναμία των συντελεστών; Στην οικονομική ένδεια; Στην ελλιπή προετοιμασία;  Σε άλλους λόγους; )

     Ένας θεατρικός κριτικός οφείλει να σκέφτεται  δυο πράγματα: α. η τέχνη μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτόν β. η δουλειά του όμως βοηθά την τέχνη να προσεγγίσει το κοινό της και να γίνει καλύτερη. Και φυσικά οφείλει να γράφει για όλ’ αυτά με συνέπεια, με την υπογραφή του, και να κρίνεται και ο ίδιος από τους καλλιτέχνες και τους αναγνώστες του. Να δέχεται να κριθεί και να απαντά με νηφαλιότητα σε ό,τι ερωτάται, σε όποιο σχόλιο προκαλούν οι κριτικές του. Ακόμα κι  αν είναι άδικο αυτό το σχόλιο –και πολλές φορές είναι- να έχει την υπομονή και την ηρεμία να εξηγεί. Εκείνο που απαγορεύεται ρητά είναι να έχει εμμονές και προκαταλήψεις. Ο θεατρικός κριτικός βοηθά στη διαμόρφωση ενός ήθους, γι΄αυτό πρέπει να σκέφτεται πολλές φορές την κάθε κουβέντα που θα γράψει και να έχει μια σταθερή μακροχρόνια σχέση με το αντικείμενό του. Η κριτική έχει, ανάμεσα στα άλλα, και  παιδαγωγικό χαρακτήρα.
Ο κριτικός , λοιπόν, είναι ή πρέπει να είναι επαγγελματίας, αλλιώς κριτικός δεν είναι.
Έχει ο καθένας μας δικαίωμα να πει τη γνώμη του, να γράψει στον τοίχο του στο ΦΒ, να γράψει στα σχόλια του «Αθηνοράματος» και των σχετικών περιοδικών και πολύ καλά κάνει, αλλά κριτικός δεν είναι. Δεν έχει την ευθύνη, απέναντι στην τέχνη του θεάτρου και απέναντι στο κοινό που τον παρακολουθεί.

Είπα προηγουμένως ότι πρέπει να βλέπει θέατρο στοχευμένα.  Για να μην παρεξηγηθώ: ο θεατρικός κριτικός πρέπει να βλέπει τα πάντα,  από την πιο πρωτοποριακή παράσταση μέχρι το πιο κλασικότροπο θέατρο, από το απαιτητικό θέατρο των μεγάλων δημιουργών, των καινοτόμων και ρηξικέλευθων, μέχρι το εμπορικό θέατρο.  Όμως σε μια Αθήνα των 1500 παραστάσεων ανά έτος χρειάζεται μια επιλογή και μια στόχευση. Συγχωρείστε με, πάλι θα μιλήσω για την δική μου περίπτωση. Όταν δημιούργησα την στήλη, την σελίδα να πω καλύτερα, γιατί η εφημερίδα απλόχερα μου έδωσε μια σελίδα ολόκληρη, έβαλα ως στόχο να παρακολουθώ τις θεατρικές ομάδες κυρίως νέους δημιουργούς που ξεκινούσαν να δίνουν ένα ενδιαφέρον έργο αλλά δύσκολα εύρισκαν ανθρώπους να μιλήσουν για τη δουλειά τους, να την παρουσιάσουν και να την συζητήσουν. Με ενδιέφερε το πολιτικό θέατρο, εν τη ευρυτάτη δυνατή εννοία βεβαίως. Δηλαδή η έρευνα της δυτικής κοινωνίας, τα αδιέξοδα των σχέσεων, τα σύγχρονα προβλήματα, οι οικολογικές ανησυχίες,  θέματα  που επέλεγαν οι νέοι καλλιτέχνες είτε ως κείμενα είτε ως οπτικές υπό τις οποίες δούλευαν γνωστά έργα του ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου. Επικεντρώθηκα στο χώρο των νέων δημιουργών κυρίως, προσπάθησα να αφουγκραστώ τις αγωνίες τους και να δείξω στους αναγνώστες μου τη δουλειά  των νεανικών ομάδων ( να προσθέσω ή νεοσύστατων υποσχετικών ομάδων μη λαμβανομένου υπόψη του κριτηρίου της ηλικίας). Προσπάθησα  να  τις γνωρίσουν οι αναγνώστες μου, να  παρακολουθήσουν τις προτάσεις τους. Η στόχευση αυτή μου γνώρισε ένα θαυμάσιο καλλιτεχνικό δυναμικό, μου πρόσφερε ωραίες συγκινήσεις, με έκανε να σκεφτώ πολύ και να δω με άλλο μάτι καταξιωμένους δημιουργούς, όταν χρειαζόταν να ασχοληθώ με μια δική τους δουλειά.
Με τον όρο « στοχευμένη παρακολούθηση» εννοώ και κάτι ακόμη. Όταν ο Ρολάν Μπαρτ πρόσφερε με την περίφημη ανάλυση της νουβέλας του Μπαλζάκ, Sarazine,το δικό του τρόπο ερμηνείας ενός λογοτεχνικού κειμένου, τόνισε πως κάθε τρόπος προσέγγισης δεν ταιριάζει με όλα τα κείμενα, δεν είναι συμβατός με κάθε είδος κειμένου. Το ίδιο συμβαίνει και με τη θεατρική κριτική: ο κριτικός δεν μπορεί (και δεν χρειάζεται να μπορεί) να μιλήσει για κάθε είδος θεάτρου, για κάθε παράσταση που παρακολουθεί. Επιλέγει.

2. Υπάρχει χώρος για την θεατρική κριτική σήμερα;
Βεβαίως και υπάρχει. Ίσως μάλιστα να είναι περισσότερο χρήσιμη και αναγκαία από άλλες εποχές.  Στις μέρες μας ο ορθός λόγος υφίσταται επιθέσεις από διάφορες πλευρές. Η μεταμοντερνικότητα, ενώ έδωσε μια ελευθερία απαραίτητη στην τέχνη, σιγά-σιγά έγινε άλλοθι άγνοιας και έλλειψης πραγματικού ταλέντου. Οι δημόσιες σχέσεις θριαμβεύουν. Η πληθώρα των παραστάσεων επίσης, ευλογία από τη μια, τρομάζει όμως από την άλλη, ενώ συχνά υπάρχουν δουλειές που θα μπορούσαν και να μην είχαν γίνει, και οι δημιουργοί τους να είχαν συμπράξει σε τολμηρότερα εγχειρήματα ή, συγχωρείστε με αν ακουστώ αφοριστική, να είχαν απλώς ασχοληθεί με κάτι  άλλο.
Οι νέοι καλλιτέχνες χρειάζονται ήρεμες φωνές, με γνώση και συνέπεια, με παρρησία και αγάπη, που να μην θίγουν την ελευθερία αλλά και να τους δείχνουν δρόμους για να γίνουν καλύτεροι.
Η κριτική του θεάτρου αυτό οφείλει να είναι:
  • τολμηρή και γενναία σε προτάσεις, άφοβη να κρίνει και να επικρίνει το κατεστημένο,
  • αλλά ούτε να φοβάται να αντιταχτεί σε μια α-νοητη πρωτοπορία, να έχει μάτι κοφτερό ο κριτικός για να αναδεικνύει το, κατά τη γνώμη του,  σημαντικό, όχι σαν ατομική περίπτωση αλλά σαν δρόμο δημιουργίας.
Κρίνω θα πει
  • διακρίνω ότι αυτό για το οποίο θα μιλήσω έχει σημασία, θα αφήσει κάποιο στίγμα, είτε μπορεί να αφήσει κάποια στιγμή ένα στίγμα. Δεν αναλώνομαι με το εφήμερο, το ευτελές, το λίγο ακόμα και για να το κατακρίνω.
  • Θα πει ότι μπαίνω στη θέση του δημιουργού αλλά δεν είμαι εγώ δημιουργός.
Χρειάζεται λόγος νηφάλιος, γνώσης και εμπειρίας, ως αντίδοτο στην ακατάσχετη φλυαρία των καιρών, στις φωνασκίες, στους υψηλούς τόνους, στον κενό περιεχομένου λόγο, στην αξιολόγηση των αριθμών, στον εμπαιγμό, στον εξυπνακισμό και την άνευ λόγου δηκτικότηκα που λίγο απέχει από τους ιώδεις ακκισμούς των πρωινάδικων.
Μερικές φορές αισθάνομαι τη θεατρική κριτική ως ένα είδος θεωρικών: την προσφέρουμε δωρεάν στον αναγνώστη για να τον βοηθήσουμε να πάει προς το θέατρο, να το γευτεί και να βρει τους δικούς του δρόμους να το αναλύσει.

3. Εφημερίδες και διαδίκτυο
Δύο μεγάλες κατηγορίες κριτικών παρουσιάσεων παραστάσεων μπορούμε να διακρίνουμε σήμερα: την ας την ονομάσουμε επιστημονική κριτική και την κριτική των εφημερίδων και περιοδικών. Στην τελευταία τυπικά τουλάχιστον για πολλές περιπτώσεις συμπεριλαμβάνουμε  και την κριτική σε ειδικές ιστοσελίδες ή διαδικτυακά πολιτιστικά περιοδικά, ακόμα και γενικού περιεχομένου διαδικτυακές εφημεριδες. Γι’αυτήν την δεύτερη θα προσπαθήσω να μιλήσω
Ξέρετε καλύτερα από μένα, αγαπητοί φοιτητές,  αφού παρακολουθείτε αυτό το μεταπτυχιακό, την ιστορία της κριτικής και τα ονόματα που την λάμπρυναν. Όμως η  τεχνολογία έκρινε την τύχη της πληροφόρησης και μαζί της συμπαρέσυρε και τις στήλες ή σελίδες της θεατρικής κριτικής. Αναφέρομαι στο εξής: την δεκαετία του ’80 η τηλεόραση άρχισε να παίζει ολοένα και καθοριστικότερο ρόλο στην ενημέρωση.  Προς το τέλος της δεκαετίας δυνάμωσαν τα αιτήματα για ιδιωτική τηλεόραση. Αυτή ξεκίνησε ουσιαστικά το 1989, μολονότι είχαν προηγηθεί μικρές απόπειρες λειτουργίας ιδιωτικών σταθμών παράνομα λίγο καιρό πριν. Ο λαμπερός κόσμος  που δημιούργησε ανάγκασε τις εφημερίδες, που έχαναν παταγωδώς στον ανταγωνισμό στην ταχύτητα των ειδήσεων (δεν αναφέρομαι στην ποιότητα βεβαίως) αλλά και στην δυνατότητα να μπαίνει σε κάθε σπίτι φέρνοντας μαζί της τον ιδιότυπο πολιτισμό που η ίδια δημιουργούσε, και που σιγά-σιγά ταυτοποιήθηκε με το λεγόμενο λάιφ στάιλ, το λαμπερό και άδειο, το επικίνδυνο, που έδινε την ψευδαίσθηση της κουλτούρας, όταν η κουλτούρα που πρότεινε ήταν στην καλύτερη περίπτωση ανώδυνη, συνήθως όμως μια trash culture.
Ο λαμπερός κόσμος που δημιούργησε λοιπόν ανάγκασε τις εφημερίδες να αλλάξουν τρόπο δουλειάς, τηλεοπτικοποίησε την εφημερίδα για να αντέξει τον ανταγωνισμό.
Καναλάρχες και ιδιοκτήτες εφημερίδων συχνότατα συμπίπτουν, αναζητούν το κέρδος και τον έλεγχο,  και η τέταρτη εξουσία –ο τύπος μαζί με την τηλεόραση-καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια πλαστή πραγματικότητα και να κατευθύνουν τα μυαλά των ανθρώπων εκεί που ήθελαν τα πολιτικά και οικονομικά τους συμφέροντα.  Σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό,  κατηύθυναν προς συγκεκριμένους καλλιτέχνες και συγκεκριμένα ρεύματα, το λάιφ στάιλ που λέγαμε λίγο πριν, τον πολιτισμό της τηλεόρασης (όπως σήμερα κατευθύνουν στον πολιτισμό των Ιδρυμάτων).
Παράλληλα εμφανίστηκε κι ένα ακόμα  φαινόμενο, τα πολιτιστικά ένθετα των εφημερίδων.  Με μια πρώτη ματιά αυτό είχε ενδιαφέρον. Αν ήταν καλά προετοιμασμένα από ένα σοβαρό επιτελείο  ειδικών συντακτών που ζητούσαν την βοήθεια πνευματικών ανθρώπων για να παρουσιάσουν ένα θέμα, ήταν χρήσιμο και καλό το ένθετο. Στο μικρό αρχείο που κρατώ κυρίως ως εκπαιδευτικός της β΄βάθμιας έχω εξαιρετικά ένθετα ή μέρη ενθέτων για ποικίλα θέματα τέχνης, ιστορίας, κοινωνικού προβληματισμού και πολλά από τα άρθρα τους αποτελούν μια ύλη που δίνω στα παιδιά της β και γ λυκείου στην έκθεση για να μάθουν να σκέφτονται, να γράφουν και να μάθουν καλά ελληνικά.
Το πολιτιστικό ένθετο έδινε επίσης βήμα σε φωνές του πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου από την Ελλάδα και το εξωτερικό, άνοιγε συζητήσεις. Απ’ την άλλη όμως απομόνωνε τον πολιτισμό σαν μια ιδιαίτερη δραστηριότητα μέσα στον κόσμο, ένα παράλληλο σύμπαν, που μπορούσες, αν ήθελες, να το βγάλεις από τον βασικό κορμό της εφημερίδας και να το πετάξεις χωρίς δεύτερη ματιά ή και το αντίθετο να πετάξεις δηλαδή την υπόλοιπη εφημερίδα, πράγμα που καταλήγει στο ίδιο.
Όμως ο πολιτισμός είναι μια έννοια που διαρρέει τις κοινωνίες κάθετα και οριζόντια είναι ένα στοιχείο κοινωνικό, αφού για να παραχθεί πολιτισμός είναι απαραίτητη η κοινωνία, η ανθρώπινη συλλογικότητα που τον επιτρέπει, τον δημιουργεί και στην οποία απευθύνεται.  Σχετίζεται και περιλαμβάνει το σύνολο των δραστηριοτήτων των ανθρώπων (όσο κι αν τον έχουμε συνηθίσει ως μια έννοια θετική και μεγαλειώδη, κομμάτι του  πολιτισμού είναι ο Παρθενώνας αλλά δυστυχώς κομμάτι  του πολιτισμού είναι και το Ολοκαύτωμα).  Πολύπλοκο φαινόμενο και αγκαθωτό αλλά έτσι είναι οι κοινωνίες μας. Αυτό που λέω τώρα δεν αναιρεί την πολιτική και ταξική διάσταση των πραγμάτων, αντιθέτως την περιλαμβάνει και ταυτοποιείται από αυτές.
Ο πολιτισμός λοιπόν έγινε ένθετο στις εφημερίδες, άρχισε να αποτελεί ένα κόσμο διαφορετικό και σιγά-σιγά συνέβη και αυτό: κάποιες εφημερίδες, όπως το «Βήμα», η «Καθημερινη», η «Ελευθεροτυπία», η «Αυγή», η δική μου η «Εποχή» και κάποιες άλλες, είχαν πολύ προσεγμένες τέτοιες σελίδες στις οποίες ήταν τιμή για ένα διανοούμενο ή καλλιτέχνη  να συμμετέχει και  μαζί αποτελούσαν τα άρθρα τους σημεία αναφοράς και διαλόγου για την τέχνη, την φιλοσοφία, τις επιστήμες. Κάποιες άλλες έδωσαν στις σελίδες αυτές χρώμα φτηνού τηλεοπτικού περιοδικού με πολλές φωτογραφίες, μικρό κείμενο το οποίο, αν δεν ήταν ρεπορτάζ ή χαρίεσσα ανώδυνη συνέντευξη, υμνογραφούσε απλώς ένα καλλιτέχνη, ενώ έδωσαν πολύ χώρο σε συνεντεύξεις τηλεοπτικά προβεβλημένων καλλιτεχνών. Οι ανάγκες του κοινού καναλιζαρίστηκαν σιγά-σιγά προς τα εκεί, οι απαιτήσεις χαμήλωσαν επικίνδυνα.
Σε ό,τι αφορά την θεατρική κριτική, ακολουθήθηκε ένας παράλληλος δρόμος. Ο αριθμός των επαγγελματιών θεατρικών κριτικών άρχισε να φθίνει, οι εφημερίδες έκλειναν τις σχετικές στήλες και τις μετέτρεπαν σε χώρους ρεπορταζιακών παρουσιάσεων με εξυπνακίστικα σχόλια και ολίγον από υπαινικτικό κουτσομπολιό, που τις υπηρετούσαν δημοσιογράφοι χωρίς την απαραίτητη, για να μην πω χωρίς καθόλου, σκευή. Μερικές φορές , κι αυτό είναι ακόμη χειρότερο, αυτές οι σελίδες γράφονταν από δημοσιογράφους που έκρυψαν την σκευή τους και εξασκήθηκαν στο ζαργκόν της νέας πραγματικότητας.  Στην καλύτερη περίπτωση έκαναν ευσυνείδητα μια δουλειά για την οποία δεν ήταν καλά προετοιμασμένοι θεωρητικά αλλά ήξεραν να παρουσιάζουν ένα δελτίο τύπου με πολλές πάρα πολλές και μεγάλες φωτογραφίες.
Όπως καταλαβαίνετε ο έλεγχος στο τι περνάει στις σελίδες των εφημερίδων είναι μεγάλος, με τεράστιες δυσκολίες κάποιοι πολιτιστικοί συντάκτες βάζουν μια περίληψη δελτίου τύπου και μια μικρή φωτογραφία για θεατρικές δουλειές που δεν είναι main stream, για σχετικά άγνωστους νέους καλλιτέχνες ή για καλλιτέχνες που για διάφορους λόγους δεν είναι αγαπητοί στην εφημερίδα, την πολιτική γραμμή της, τα συμφέροντά της. Πάντως, για να μην αθωώνουμε τελείως τους πολιτιστικούς συντάκτες και κυρίως τους επικεφαλής των πολιτιστικών τμημάτων, εξακολουθούν να έχουν αρκετό λόγο στις επιλογές και να χαίρονται την μικρή ας πούμε παντοδυναμία τους από την ανάγκη των καλλιτεχνών για λίγη δημοσιότητα –όχι ναρκισσιστικά αλλά εντελώς ρεαλιστικά: πώς αλλιώς να μάθει το κοινό ότι υπάρχεις;
Όταν ξεκίνησε η επανάσταση του διαδικτύου είχαμε και πάλι μια μεγάλη αλλαγή. Το «μεγάλη αλλαγή» δεν είναι η ακριβής περιγραφική έκφραση. Ήρθανε τα πάνω – κάτω. Σε ό,τι αφορά το θέμα μας, την θεατρική κριτική, συνέβησαν δυο αντιφατικά πράγματα: το ένα ευχάριστο, η δημοκρατία του διαδικτύου. Ανοίχτηκε η δυνατότητα να ακουστεί η γνώμη ανθρώπων που ήταν αποκλεισμένοι από τις εφημερίδες είτε για λόγους πρακτικούς, ο χώρος ήταν κορεσμένος, είτε για άλλους λόγους.
Αυτό ήταν πολύ θετικό. Άρχισε η δημιουργία σοβαρών ιστοσελίδων –συνήθως προσωπικών- που πλούτισαν τον προβληματισμό και την πληροφόρηση.  Παράλληλα γεννήθηκαν πολλά διαδικτυακά περιοδικά και εφημερίδες, οι έντυπες  εφημερίδες και τα έντυπα περιοδικά άρχισαν να έχουν και διαδικτυακή παρουσία, και μάλιστα στην ιστοσελίδα τους μπορούσαν να φιλοξενούν και κείμενα που δεν χωρούσαν στην έντυπη μορφή τους ή να φιλοξενούν κείμενα στην ολοκληρωμένη τους μορφή, όταν στο έντυπο φύλλο υπήρχε μόνο ένα μέρος ή μια περίληψη. Μου έτυχε αρκετές φορές ένα κείμενό μου που ξεπέρναγε αρκετά το καταραμένο όριο των 1100 λέξεων (1100 λέξεις μαζί με τίτλους, λογότυπο της στήλης, υπογραφές, φωτογραφίες, λεζάντες καλύπτουν σε γενικές γραμμές μια σελίδα εφημερίδας) να δημοσιεύεται με –εγκεκριμένες από μένα- περικοπές και να αναγγέλεται η δημοσίευση στην πλήρη μορφή του στην διαδικτυακή μορφή της εφημερίδας .
Η θεατρική κριτική επανεμφανίστηκε. Ακόμα και σε διαδικτυακά περιοδικά λογοτεχνίας ή που κινούνται γενικά στο χώρο του βιβλίου βρίσκει κανείς άρθρα και κριτικές για παραστάσεις θεατρικών έργων . Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η περίοδος αυτή συμπίπτει και με το άνοιγμα πολλών τμημάτων θεατρολογίας ανά την χώρα –σε ένα από τα οποία φοιτάτε κι εσείς τώρα-  από τα οποία αποφοιτούν κάθε χρόνο μερικές εκατοντάδες θεατρολόγοι κι ανάμεσά τους κάποιοι λαχταρούν να ασχοληθούν με την κριτική και έχουν και τα απαραίτητα προσόντα. Το διαδίκτυο είναι ένα βήμα. Πολλές ιστοσελίδες για το θέατρο, πολλά διαδικτυακά περιοδικά άλλα αποκλειστικά για τις θεατρικές και τις όμορες του θεάτρου δραστηριότητες, άλλα πιο γενικής ύλης πολιτιστικά που έχουν στήλες κριτικής.
Βέβαια, ουδέν καλόν αμιγές κακού. Το διαδίκτυο επιτρέπει σε καθέναν να λέει τη γνώμη του δημόσια –μέχρι εδώ θαυμάσια, κανένα πρόβλημα- όμως η δημοσίευση μιας γνώμης σε ιστοσελίδα μπλογκ ή ακόμη στο φέις μπουκ δημιουργεί σε πολλούς την αίσθηση ότι είναι κριτικοί και επηρεάζουν τα πράγματα. Άλλο έχω γνώμη και άλλο ασκώ σοβαρή και εμπεριστατωμένη κριτική ακόμη και άτυπα. Όλοι οφείλουμε να έχουμε γνώμη και να την διατυπώνουμε με παρρησία, αυτό δεν μας κάνει αυτομάτως θεατρικούς κριτικούς, όπως δεν μας κάνει οικονομολόγους, ορθοπεδικούς ή αρχιτέκτονες.
Το ίδιο πρόβλημα βεβαίως υπάρχει και σε πολλούς άλλους κλάδους του επιστητού και της τέχνης. Πριν την εμφάνισή του διαδικτύου είχαμε ένα πρόβλημα πολύ σοβαρό: ένας συγγραφέας ή ποιητής για παράδειγμα δυσκολευόταν να βρει τρόπο να δημοσιεύσει τη δουλειά του. Αυτό είχε το αρνητικό ότι πολλές αξίες χάθηκαν επειδή μια πόρτα εκδοτικού οίκου ή περιοδικού δεν άνοιξε γι΄αυτούς, άλλοι έμειναν στην αφάνεια και την απογοήτευση. Κάποιοι ειδήμονες εντός ή εκτός εισαγωγικών, οι γνωριμίες και τα ιδιότυπα ρουσφέτια του πνεύματος ήταν και είναι ένα πανίσχυρο λόμπι της πνευματικής ζωής στην Ελλάδα. Από την άλλη όμως υπήρχε ένας στοιχειώδης έλεγχος –ειδικά μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι με παράδοση στην ποιότητα των επιλογών τους όπως η Εστία ή ο Κέδρος. Ένας συγγραφέας έριχνε και μια δεύτερη ματιά στο έργο του πριν το προτείνει για δημοσίευση. Το διαδίκτυο κάνει εύκολα ένα γραφιά ποιητή ή διηγηματογράφο –ιδίως με τη μανία της μικροϊστορίας, του νανοδιηγήματος, που τα τελευταία χρόνια έχει κατακλύσει την πεζογραφία μας. Πάρα πολλοί άνθρωποι γράφουν και δημοσιεύουν άμεσα αυτό που γράφουν, μερικές φορές γράφουν κάτι και χωρίς δεύτερη ματιά,  κατ’ ευθείαν πατούν το πλήκτρο της δημοσιοποίησης.
Για να γυρίσουμε στη θεατρική κριτική, το φαινόμενο συνεπικουρείται από την πολιτική των αστερακίων –όπου ο κριτικός ή ο «κριτικός»  ξεπετά κυριολεκτικά μια παράσταση με δυο φρασούλες και μερικά αστεράκια. Ακόμα και μισακάκια  ή τέταρτα «αστερακίων» έχουν εμφανιστεί και το μάτι του αναγνώστη έχει εξασκηθεί να συγκρατεί όχι μια σκέψη, αλλά μια εικόνα με αστεράκια που μετατρέπει την συγκίνηση της τέχνης σε μια μετρήσιμη ποσότητα του τύπου «ρύζι ΑΑ». Αν η κριτική είναι η μαχητική και επίμονη παρουσία του ορθού λόγου,η αλλοτρίωση των αστεριών είναι η επέλαση του ανορθολογικού, η κατάλυση της λεκτικής επικοινωνίας και της επιχειρηματολογίας.

3. Ο συνδικαλισμός των κριτικών
Το 1928 ιδρύθηκε ως πνευματικό σωματείο η ένωση θεατρικών και μουσικών κριτικών. Δεν ήταν συνδικαλιστιική ένωση και δεν είχε δυνατότητες να προστατέψει επαγγελματικά δικαιώματα, αν έκανε κάποιες παρεμβάσεις για  θιγόμενα μέλη της, ήταν κυρίως παραινετικού χαρακτήρα, δηλαδή χωρίς πρακτική σημασία. Σήμερα η ένωση αυτή παρακμάζει και η σχεδόν μοναδική της δραστηριότητα είναι τα ετήσια βραβεία θεάτρου και μουσικής τα οποία δίνει σε ειδική τελετή. Άλλωστε, αν το βήμα των θεατρικών κριτικών είναι περιορισμένο στον τύπο, πόσω μάλλον αυτό των μουσικών. Η παλιά γενιά ταύτισε τη δουλειά της με ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής –την κλασική μουσική και την όπερα, σπανίως ασχολήθηκε και με την παραδοσιακή, αλλά γύρισε την πλάτη σε οποιοδήποτε άλλο είδος από την τζαζ μέχρι τη ροκ και από το ρεμπέτικο μέχρι την ποπ,  δημιουργώντας έναν άτυπο κανόνα για το τι ανήκει και τι δεν ανήκει στην μουσική. Μην μας κάνει εντύπωση γιατί και οι θεατρικοί κριτικοί, λιγότερο ίσως, αυτό κάνουμε. Προηγουμένως αναφέρθηκα στο εμπορικό θέατρο. Τι θα πει εμπορικό θέατρο όμως; Δηλαδή μια άρτια παράσταση ενός έργου του Νηλ Σάιμον για παράδειγμα με έξυπνη σκηνοθεσία και καλές ερμηνείες γιατί είναι λιγότερο θέατρο από έναν πρωτοποριακό Σαίξπηρ; Είμαστε και λίγο σοβαροφανείς εδώ στην Ελλάδα είναι αλήθεια, αλλά και έξω μη νομίζετε ότι είναι πολύ καλύτερα τα πράγματα.
Λίγα χρόνια πριν η προαναφερθείσα ένωση κλυδωνίστηκε επικίνδυνα από σοβαρές συγκρούσεις και διαφωνίες, που είχαν να κάνουν με την λειτουργία της ένωσης αλλά και με διαφοροποιήσεις σχετικά με το ποιοι πρέπει να ασκούν την θεατρική κριτική άρα ζητήματα ουσίας, που αρχικά δεν είχαν φανεί με την σαφήνεια  που έπρεπε. Τότε ιδρύθηκε η Ελληνική Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών, στα μέλη της οποίας προσμετρώνται  σημαντικά ονόματα της κριτικής και  συναθροίζονται νεότερες ηλικίες.  Από το όνομά της και μόνο δείχνει μια στροφή: ξεκαθαρίζει το πεδίο των δραστηριοτήτων της και δεν το μπερδεύει με άλλες τέχνες. Ούτε αυτή η Ένωση όμως έχει τυπικά τουλάχιστον συνδικαλιστικό χαρακτήρα και δυνατότητα ουσιαστικών εργασιακών  παρεμβάσεων παρόλο που στο καταστατικό της ορίζει πως (διαβάζω από την ιστοσελίδα της Ένωσης):  ένας από τους λόγους ίδρυσής της είναι και η «προάσπιση κοινών συμφερόντων και η προστασία του πολλαπλώς κινδυνεύοντος επαγγέλματος του κριτικού»


4. Η κριτική απέναντι στο σύγχρονο θέατρο
Κάθε εποχή κι η τέχνη της, κάθε εποχή και το θέατρο της. Στον έκκεντρο κόσμο μας, στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες μας, στον κόσμο των τεράστιων επικοινωνιακών δυνατοτήτων  το θέατρο παγκοσμίως ψάχνει την ταυτότητά του, ανανοηματοδοτείται, εξακτινώνει την δράση του, απλώνει το πεδίο δραστηριοτήτων του. Πολλές φορές το θεατρικό κείμενο, που για αιώνες ήταν ο κεντρικός πυλώνας, γίνεται απλώς η αφορμή μιας περφόρμανς.  Η μεταμοντερνικότητα στην οποία οι καλλιτέχνες είδαν μια ευλογημένη ευκαιρία ελευθερίας, έγινε ένα κατεστημένο που απλώς επιτρέπει την άκριτη συσσώρευση αντιφατικών συχνά πραγμάτων  χωρίς θέση, καμιά φορά και χωρίς λόγο ύπαρξης στο όνομα μιας πρωτοπορίας-που όμως μέσα από τον ελιτισμό της είναι κενή νοήματος και δεν έχει λόγο ύπαρξης. Η αποδόμηση, που έδωσε έντονες συγκινήσεις τις τελευταίες δεκαετίες, έδωσε και δίνει άλλοθι στην υπερβολή, την αμηχανία, την άγνοια. Παρακολουθούμε εκατοντάδες παραστάσεις νυσταλέοι, γελώντες, απορημένοι και κυρίως με την αίσθηση ότι χάσαμε τον χρόνο μας, κι αυτό είναι το χειρότερο, γιατί το θέατρο δεν μπορεί να είναι χαμένος χρόνος.
Δεν είμαι λάτρης των κλασικών παραστάσεων, δεν θέλω να βλέπω Μολιέρο με περούκες ούτε τα ελληνικά κωμειδύλλια με φουστανέλλες και τσαμπούνες. Όμως ούτε κι αυτό που λέω είναι κανόνας. Δεν υπάρχει «επιτρέπεται» και «δεν επιτρέπεται» στην τέχνη. Όμως υπάρχει το δικαίωμα στην προσωπική ματιά τόσο στον καλλιτέχνη όσο και στον θεατή του.  Ένα είναι το δεδομένο,  το θέατρο είναι τέχνη απαιτητική, δεν αντέχει τις μουτζούρες,  τα στοιχεία της παράστασης πρέπει να είναι αιτιολογημένα, ως επιλογές, ως φόρμες, στην διασύνδεσή τους. Το παραξένισμα και η ακρότητα είναι αναγκαία για να ανοίξουν δρόμους έκφρασης, όχι  αυτοσκοπός.
Ίσως πάλι να είναι νωρίς. Ψάχνει το θέατρο το βηματισμό του μέσα στον απέραντο κόσμο των πολλαπλών ιεραρχήσεων, σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία που ο έλεγχος είναι διάχυτος σε κάθε πράξη και βάλλει εναντίον της φαντασίας και που η τεχνολογία δημιουργεί μια νέα θεοκρατία. Εδώ είναι η δυσκολία του κριτικού.
Υπάρχει μια πλημμυρίδα παραστάσεων. Ειδικά στην Ελλάδα, που η … αγορά είναι μικρή έχουμε ένα ατέλειωτο αριθμό παραστάσεων πολλές από τις οποίες είναι διαμαντάκια, ακόμα περισσότερες όμως δεν έχουν καν λόγο ύπαρξης.  Η κρίση, η απογοήτευση από την πολιτική, η ανάγκη για σταθερές, για ιδανικά και δημιουργία, η ανάγκη να ξεχωρίσουν μέσα σε ένα σύστημα που μιλάει διαρκώς για την ατομικότητα και την αριστεία αλλά στην πραγματικότητα προσπαθεί να επιβάλει την ομοιομορφία, και δεν αφήνει πολλά περιθώρια προβολής, μέσα σε ένα κόσμο που οι εθνικές σταθερές  καταρρέουν και εμφανίζεται ένας πολυπολιτισμικός πλουραλισμός που τρελαίνει νου και αισθήσεις και καλεί σε νέα δημιουργήματα κάνει πολλούς νέους καλλιτέχνες να θέλουν να πουν τον δικό τους λόγο. Και καθώς δεν έχουμε μάθει στον τόπο μας στην συνεργασία, στην ώσμωση, καθένας θέλει να έχει το δικό του χώρο και χρόνο και ελπίζει πως αυτό που δημιουργεί είναι σημαντικό, αναγκαίο αν όχι μοναδικό. Το πρώτο διακύβευμα του κριτικού είναι να καταφέρει να γνωρίσει όσο περισσότερο από αυτόν τον δημιουργικό κόσμο μπορεί.
Η δεύτερη πρόκληση έχει να κάνει με την γνωριμία με την τέχνη άλλων κόσμων. Το φεστιβάλ Αθήνας και Επιδαύρου αλλά και τα άλλα ανά την χώρα φεστιβάλ, ό,τι κι αν τους … «σούρνουμε» για τις επιλογές τους, μας γνώρισαν σπουδαίους καλλιτέχνες από χώρες μακρινές που οι περισσότεροι κριτικοί δύσκολα θα καταφέρναμε να πάμε σ’ αυτές για να δούμε τη δουλειά τους. Θυμάμαι για παράδειγμα με πόση συγκίνηση πήγα πριν από χρόνια να δω τον «Μάκβεθ» σε σκηνοθεσία του  Νεκρόσιους για τον οποίο τόσα είχα διαβάσει αλλά η Λιθουανία μου έπεφτε μακριά και ακριβή για να δω το περίφημο λιθουανικό θέατρο στον τόπο του. Ακόμα θυμάμαι την εκπληκτική «Μήδεια» του Νιναγκάβα με τον απίστευτο Χίρα στον ομώνυμο ρόλο, αλλά ο Νιναγκάβα, ο Σουζούκι, ο Φοκίν,  ο Βασίλιεφ, ο Καστελούτσι, ο Χερμάνις,  η Μνουσκιν, η Αρίας δεν θα έφταναν ως εμάς χωρίς τα φεστιβάλ. Εδώ πρέπει ο κριτικός να τιθασσεύσει δυο πράγματα: το ένα είναι η διεθνής φήμη των καλλιτεχνών που πολλές φορές οδηγεί είτε σε ένα θάμπωμα είτε σε μια αμηχανία, όταν αυτό που βλέπεις δεν είναι αυτό που περίμενες από τα διαβάσματα ή τα μικρής διάρκειας  βίντεο που έχεις δει.
Έχουμε ως κριτικοί λοιπόν ένα μέγιστο χρέος απέναντι στον αναγνώστη μας. Να καταφέρουμε να του δείξουμε αυτόν τον πλούτο χωρίς να τον τρομάξουμε, χωρίς να τον κάνουμε να τρέχει κάθιδρως πίσω από ιερά τέρατα και πρωτοπορίες καταναλώνοντας την κουλτούρα ως οποιοδήποτε προϊόν, αλλά βοηθώντας τον να καταλάβει και να επιλέξει.
Αυτό το κάνει ακόμα πιο δύσκολο μια εσωτερική διάσταση των κριτικών, οι κειμενοκεντρικοί, που αντιπροσωπεύουν μια παλιότερη σχολή και οι  οποίοι εξακολουθούν να θεωρούν πως το κείμενο είναι η βάση του θεάτρου και οι παραστασιοκεντρικοί που ξεκινούν από την ό,τι ορίζεται ως παράσταση και βλέπουν μέσα από αυτή την έννοια τη θεατρική δημιουργία.  Φυσικά δεν πρόκειται για δυο συγκρουόμενους κόσμους, υπάρχει συνάντηση των δυο κατευθύνσεων και κάθε κριτικός με τον τρόπο του εξετάζει το σύνολο μιας θεατρικής δημιουργίας, μιας παράστασης. Ανήκω στους κειμενοκεντρικούς περισσότερο κριτικούς και, παρόλο που  εκτιμώ  συναδέλφους της άλλης κατεύθυνσης, θα ήθελα να επισημάνω ένα κίνδυνο: αρκετοί νεότεροι ιδίως κριτικοί  που γράφουν στο διαδίκτυο αγνοούν τα κείμενα. Όμως αν δεν γνωρίζεις το κοινωνικό, πολιτιστικό και ιδεολογικό πλαίσιο μέσα από το οποίο η αισθαντικότητα, η ιδιαίτερη ευαισθησία, το συναίσθημα ακόμα και η αρρώστια ενός καλλιτέχνη γέννησαν το κείμενο, αν δεν έχεις τις γνώσεις για διακειμενικές αναγνώσεις μπορούν να γίνουν τεράστια λάθη στην κατανόηση μιας θεατρικής δημιουργίας. Πώς να κρίνεις μια παράσταση «Τρωάδων» π.χ. αν δεν έχεις υπόψη σου το ιστορικό πλαίσιο που γεννά το έργο, τις πολιτικές θέσεις του Ευριπίδη, ώστε να συλλάβεις και να ερμηνεύσεις τις παραστασιακές επιλογές του σκηνοθέτη;
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ένα σοβαρό ζήτημα θέτει το μέσο που φιλοξενεί την κριτική. Δεν μιλώ για πιέσεις από διευθυντές και αρχισυντάκτες ή ζητήματα ιδεολογικά, αλλά για την φύση του μέσου. Η εφημερίδα περιορίζει σε ένα συγκεκριμένο αριθμό λέξεων, το περιοδικό δίνει μεγαλύτερη άνεση να αναπτύξεις την σκέψη σου, επίσης μεγαλύτερη ελευθερία, αλλά η εφημερίδα σου δίνει την ευκαιρία μιας παρέμβασης στα θεατρικά πράγματα της επικαιρότητας, αντίθετα το περιοδικό –ακόμα και το μηνιαίο έχει μια χρονική απομάκρυνση από την επικαιρότητα. Φυσικά –παρά το θνησιγενές της θεατρικής τέχνης- μια κριτική ιδίως αν θέτει ζητήματα θεωρητικά δεν είναι χωρίς λόγο ύπαρξης ακόμα και αν η παράσταση για την οποία μιλά είναι παρελθόν. Το διαδίκτυο μας απελευθέρωσε από τον εφιάλτη των λέξεων και έδωσε άνεση λόγου και παρέμβαση στην επικαιρότητα σε πολλούς αξιόλογους κριτικούς που διατηρούν ιστοσελίδες. Δυστυχώς όμως στον διαδικτυακό τύπο επικρατεί χάος και εργασιακός μεσαίωνας. Οι παρεμβάσεις των ιδιοκτητών είναι μεγάλες, οι πιέσεις των εργαζομένων αφόρητες, οι αμοιβές, όταν υπάρχουν,  γελοίες. Τα κείμενα πρέπει να είναι σύντομα και ρεπορταζιακά. Έτσι αυτό που είναι ευλογία, γίνεται κατάρα, ρίχνοντας την ποιότητα της δουλειάς πολλών νεότερων κυρίως συναδέλφων που έχουν και γνώση και κατάρτιση και δυνατότητες ή επιτρέποντας να εισχωρήσουν στο χώρο άνθρωποι που βρίσκονται στον αντίποδα αυτών των προσόντων.
Σε μια συνέντευξή του  στη Μαρία Κρύου ο αγαπημένος μου Θεόδωρος Τερζόπουλος είπε μιλώντας για το σύγχρονο θέατρο : «Πρέπει να ξαναδούμε τον άνθρωπο στην καθολικότητά του, να ανασύρουμε το κρυμμένο υλικό, να καλλιεργήσουμε τα συναισθήματά μας, τη συγκίνηση, τις πηγές της μνήμης».
Νομίζω πως και η κριτική πρέπει να έχει, εκτός των άλλων, ένα παρόμοιο στόχο.  Και για να το πετύχει αυτό ο κριτικός πρέπει πάντα να θυμάται ότι οφείλει να επιβάλει σιωπή στο εγώ του, να μην προβάλλεται μέσα από το κείμενό του (το ίδιο του το κείμενο δείχνει τις φιλοσοφικές και πολιτικές του πεποιθήσεις, ενώ έχει την υποχρέωση να μετέχει ενεργητικά στην πολιτική κριτική των κακώς κειμένων του θεατρικού χώρου και της πολιτιστικής πολιτικής των κυβερνήσεων) , να έχει σεμνότητα, ήθος, εξαιρετικό λόγο, θεωρητική επάρκεια, να περνά ατέλειωτες εργατοώρες στις καθόλου αναπαυτικές καρέκλες των σύγχρονων θεατρικών χώρων και κυρίως να τον ενδιαφέρει απόλυτα  και να έχει  άπειρη, άπειρη αγάπη και αφοσίωση για το θέατρο.


(Ναύπλιο, 3 Ιουνίου 2019)