Όπως πολλά άλλα, και ο ψυχολογικός πόλεμος και ο πόλεμος της
προπαγάνδας φαίνεται πως έρχονται από την ελληνική αρχαιότητα. Τηλεόραση
και Διαδίκτυο δεν διέθεταν βέβαια οι πόλεις που βρίσκονταν σε
περιστασιακή ή μόνιμη έχθρα. Τους αρκούσαν οι παροιμίες, οι ευτράπελες
ιστορίες, τα ανέκδοτα, που δεν είναι όσο ακίνδυνα δείχνουν, αφού συχνά
συμπυκνώνουν όχι απλώς προκαταλήψεις, αλλά βαριά μισαλλοδοξία (όπως τα
σημερινά για μαύρους, Εβραίους, Τσιγγάνους κ.ά.). Ετσι, λόγω της
αθηναϊκής προπαγάνδας, οι Αβδηρίτες πέρασαν στην ιστορία σαν συνώνυμοι
των ανοήτων, παρότι στην πόλη τους γεννήθηκαν ο Δημόκριτος και ο
Πρωταγόρας, οι δε Θηβαίοι καταγράφτηκαν σαν απολίτιστοι. Οσο για τους
Κρήτες, τους στιγμάτισαν οι ιστορίες για τον Λαβύρινθο και τον
ανθρωποφάγο Μινώταυρο. «Τέρας αποτρόπαιο με μορφή μεικτή / και φύση
διπλή, ταύρου κι ανθρώπου» δίδασκε από σκηνής ο Ευριπίδης. Κανένα τέρας
δεν υπήρχε, λένε οι ιστορικοί, όπως οι Φιλόχορος, παρά ο Ταύρος,
βάναυσος στρατηγός του Μίνωα.
Επικράτησε όμως η εικόνα του
τραγωδού, εκτοπίζοντας την πληροφορία του ιστορικού. Αλλά δεν έφτανε
αυτό. Οι Αθηναίοι, που διέθεταν τα πανίσχυρα μίντια της εποχής, τις
Μούσες, την τραγική ποίηση συγκεκριμένα, κατάφεραν να σβήσουν ακόμα και
την τιμητική γνώμη που είχαν για τους βασιλιάδες της Κρήτης οι
πρωτοκορυφαίοι Ομηρος και Ησίοδος. Λέει ο Πλούταρχος, βιογραφώντας τον
Θησέα: «Φαίνεται ότι μεγάλο κακό βρίσκει όποιον κάνει εχθρό του μια πόλη
με φωνή και μούσα. “Mεγάλο βασιλιά” ονόμασε τον Mίνωα ο Hσίοδος. Kαι ο
Oμηρος τον αποκάλεσε “σύντροφο του Δία”. Kαι όμως. Tίποτα δεν τον
ωφέλησαν όλα αυτά. Hρθαν οι Τραγικοί και σκόρπισαν από τη σκηνή την
άσχημη φήμη πως ήταν άνθρωπος κακότατος και βίαιος. Στα θέατρα της
Aθήνας τον έβριζαν και τον κακολογούσαν συνεχώς».
Σήμερα
ο ψυχολογικός και ο προπαγανδιστικός πόλεμος διεξάγονται με όπλο την
ωμή εικόνα και όχι την ευφάνταστη εικονοπλασία των ποιητών. Η πληθώρα
των καταγραφικών μέσων και οι απεριόριστες δυνατότητες ταχύτατης
διάδοσης του αυθεντικού ή σκηνοθετημένου υλικού απελευθερώνουν τα χέρια
των προπαγανδιστών· λίγο πριν έχει αποχαλινωθεί το μυαλό τους, που, εν
ονόματι του τελικού σκοπού, πάντοτε «δίκαιου», σαρώνει κάθε ηθική
αναστολή. Κομμάτι του ψυχολογικού πολέμου αποτελούν οι εικόνες με
Δυτικούς στρατιώτες να μεταχειρίζονται με κτηνώδη περιφρόνηση Ασιάτες
αιχμαλώτους. Η υπεροχή του λευκού αποτυπώνεται σε όλη την ιταμή δόξα
της, για να «διδάξει» και να λειτουργήσει τελεσιγραφικά.
Και νά
που ο ανθρωποφάγος Μινώταυρος ξανάπιασε δουλειά. Οχι σαν μύθος πια, αλλά
σαν ήρωας σε ένα φιλμάκι αποθηρίωσης που πάγωσε την ανθρωπότητα, ή
μάλλον ένα μεγάλο τμήμα της, για να είμαστε πιο κοντά στην αλήθεια. Το
βίντεο καταγράφει μια φρικαλέα στιγμή από τον εμφύλιο της Συρίας, όπου
εκτός από τους ανθρώπους πολεμούν αδυσώπητα και οι φήμες (εξ ου και η
ομολογημένη αδυναμία διεθνών οργανισμών και μυστικών υπηρεσιών να
σιγουρευτούν ποιος χρησιμοποίησε χημικά όπλα, αν τα χρησιμοποίησε): Ο
αντικαθεστωτικός Αμπού Σακάρ ξεκοιλιάζει έναν στρατιώτη και προσποιείται
ότι τρώει την καρδιά και το συκώτι του θύματος. Την επομένη δήλωσε στο
Time ότι «και οι δύο πλευρές του εμφυλίου καταγράφουν τις βίαιες πράξεις
τους σε βίντεο για να τρομοκρατούν η μία την άλλη», πρόσθεσε δε ότι
έχει και δεύτερο βίντεο, όπου διαμελίζει με πριόνι άλλον στρατιώτη
(«Καθημερινή», 16 Μαΐου). Εδώ οι τεχνικές του ψυχολογικού πολέμου
αντιστρέφονται: Δεν καταγράφεις τον αντίπαλό σου σαν δράστη
φρικαλεοτήτων για να τον απαξιώσεις ηθικά, αλλά αυτοσκηνοθετείσαι σαν
κανίβαλος για να τσακίσεις το ηθικό των εχθρών σου.
Δεν διάλεξε
τυχαία την καρδιά και το συκώτι ο Αμπού Σακάρ. Στη γεμάτη σκιές ιστορία
της ανθρωπότητας, οι εμπόλεμοι πάντοτε αυτά τα όργανα καταβρόχθιζαν,
βέβαιοι ότι ιδιοποιούνται τη δύναμη του σκοτωμένου εχθρού. Ισως στο
κατώτερο στρώμα της συλλογικής μνήμης του θηρίου που λέγεται άνθρωπος
έχουν διασωθεί λείψανα αυτής της κανιβαλικής τελετουργίας. Μιλώ για έναν
κανιβαλισμό σκόπιμο, ιδεολογικό, θεωρητικοποιημένο, και όχι για την
ανθρωποφαγία στην οποία εξωθεί η δεινή ανάγκη (δεν πάει καιρός που
διαβάσαμε ότι κάπως έτσι σώθηκαν Ρώσοι ψαράδες που ναυάγησαν). Εγραφε
σχετικά ο Παναγής Λεκατσάς, στο έργο «Η ψυχή: Η ιδέα της ψυχής και της
αθανασίας της και τα έθιμα του θανάτου»: «Η θέση του συκωτιού ανάμεσα σε
λογίς όργανα που λογιούνται τόποι της ζωτικής δύναμης και ψυχής· το
παραγιόμισμά του από το αίμα που ’ναι τόπος της αιμοψυχής· κι ο
σύνδεσμός του με τη χολή που σχετίζεται με κατάστασες ψυχικές (παράβαλε
το ομηρικό χόλος και το υστερότερο, για την οργή, χολή), κάνουν έδρα της
ζωτικής ψυχής και το Συκώτι. (...) Oι ντόπιοι μιας περιοχής του Σουδάν
ξέρουν πως “το συκώτι είναι ο τόπος της ψυχής” κι έτσι το τρώνε
ιερουργικά για να πάρουν τη “δύναμη” του ανθρώπου. (...) Πλήθος λαοί της
Aσίας, της Aφρικής και της βόρειας Aμερικής τρώνε το συκώτι των
σκοτωμένων οχτρών, με την ιδέα πως κερδίζουνε τη δύναμή τους. Oι
Eσκιμώοι τρώγαν το συκώτι κεινού που σκοτώνανε, για να του αδυνατίσουν
τη νεκροψυχή και να γλυτώσουν από την εκδίκησή του».
Η Ιστορία
βρίθει επεισοδίων κατανάλωσης ανθρώπινης σάρκας όταν τίποτε από τα
κανονικώς εδώδιμα δεν έχει περισωθεί. Η πρώτη καταγραφή, του Ηροδότου,
ιστορεί ότι κατά την εκστρατεία του Πέρση βασιλιά Καμβύση στην Αιθιοπία η
πείνα ανάγκασε τους στρατιώτες να φάνε έναν στους δέκα, διά κλήρου («εκ
δεκάδος γαρ ένα σφέων αυτών αποκληρώσαντες κατέφαγον»). Και οι
πολιορκημένοι του Μεσολογγίου, αλλά και οι Τούρκοι πολιορκημένοι του
Ναυπλίου, της Μονεμβασίας και του Νεόκαστρου, αναγκάστηκαν, στην άκρα
πείνα τους, να καταναλώσουν ανθρώπινες σάρκες. Τα Ενθυμήματα των
αγωνιστών του ’21 περιέχουν συγκλονιστικές περιγραφές. Μία μόνο
περικοπή, από τα Απομνημονεύματα του Γιαννιώτη πολεμιστή Αρτέμιου Ν.
Μίχου, πολιορκημένου που σώθηκε κατά την Εξοδο: Ενας από τους
αξιωματικούς της ειδικής επιτροπής, «εύρε εις απόκρυφόν τι μέρος τον
μηρόν και άλλα μέλη παιδίου, φρίξας δε διά το εύρημα ηρώτησε την
οικοδέσποιναν, παρ’ ης επληροφορήθη, ότι το παιδίον αυτό, αποθανόν εκ
της πείνης, εχρησίμευσεν εις τροφήν των επιζώντων».
Δυστυχώς, η
εξέλιξη του ανθρώπου οδήγησε στη ναρκισσιστική κινηματογράφηση των
αθλιοτήτων του. Εάν αυτό είναι εξέλιξη. Και «εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»,
κατά τον τίτλο του Πρίμο Λέβι, μάρτυρα μιας από τις αγριότερες μορφές
αποθηρίωσης· της ναζιστικής.
|