........................................................
• Του ψαρά το παιδί
Ένα μικρασιάτικο παραμύθι
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ήταν ένας ψαράς, κι αυτός γίνηκε πενήντα χρονώ και παιδιά δεν έκανε. Πήγαινε όλη μέρα και ψάρευε κι αφανιζότανε.
-Αχ! έλεγε, ας είχα κ’ εγώ ένα παιδάκι να με ξεκουράζει κομμάτι!
Μια μέρα πια απ’ τον κόπο ζαλίστηκε, κει που ψάρευε, κ’ έπεσε κάτω.
-Αχ! Θε μου, είπε, ας είχα κι εγώ ένα παιδάκι!
Βγήκε τότε μια γοργόνα απ’ τη θάλασσα και του λέει:
- Τι έχεις και βογγάς;
- Τι να ‘χω της λέει· έχω τόσα χρόνια κ’ εγώ και δε μπορώ να κάνω ένα παιδάκι, για να με ξεκουράζει που όλη μέρα αφανίζομαι.
- Σα σου δώσω εγώ ένα παιδάκι, όποτε γίνει δώδεκα χρονώ, θα μου το φέρεις;
- Καλά, της λέει εκείνος απ’ τη λαχτάρα του, γιατί λογάριαζεν εκείνος, όσο που να γίνει δώδεκα χρονώ, θα το ξεχάσει.
- Πάρε, του λέει η γοργόνα, αυτό το μήλο και φα το, και του χρόνου η γυναίκα σου θα γεννήσει ένα αγοράκι.
Το πήρε εκείνος με κείνη τη λαχτάρα και το φαγε.
Του χρόνου η γυναίκα του γέννησε ένα αγοράκι, όπως του είπε η γοργόνα. Όσο μεγάλωνε το παιδί, τόσο ομορφότερο γινότανε. Μα ο πατέρας του απ’ τη χαρά του ξέχασε, που του είπε η γοργόνα να του το πάει.
Μια μέρα εκεί που το είχε απάνω στην πρύμνη του καϊκιού του, σαλτέρνει η γοργόνα και τ’ αρπάζει και το πάει ίσια στη φωλιά της. Το ‘χασε ο καημένος το παιδάκι του κι απόμεινε έρμος.
Η γοργόνα το είχε το παιδί της ως τα δεκαεφτά τα χρόνια. Άμα το ‘κανε δεκαεφτά χρονώ, το βγαλε στου γιαλού τα χείλια, του δίνει κι ένα λέπι:
- Άιντε, του λέει, τώρα πήγαινε όπου θέλεις.
Σηκώνεται αυτός, ίσια στο σπίτι τους.
Άμα το είδε η μάνα του κι ο πατέρας του ξιπαστήκανε.
Μια μέρα αυτός στενοχωρέθηκε.
- Ας πάω, λέει, να γυρίσω κομμάτι τα περιβόλια.
Πάει, πάει, ήρθε σε μια ρεματιά. Βλέπει εκεί ένα ψοφίμι και το χουν τριγυρισμένο ένα γουρούνι, ένας αετός και μερμηγκάδες άπειροι με τα φτερά και κάθουνται και μαλώνουν. Άμα τον είδαν αυτόν:
- Καλά που ήρθες, παλικάρι μου, του λένε, σ’ αυτήν την ώρα να μας μοιράσεις αυτό το ψοφίμι, γιατί εμείς θα σκοτωθούμε αναμεταξύ μας.
- Πού ξέρω εγώ, τους λέει να σας το μοιράσω;
- Μοίρασέ μας το, κι όπως μας το μοιράσεις στρεχτοί θα είμαστε.
Πιάνει και κείνος τότε, βάζει τα κόκκαλα του γουρουνιού, δίνει και τα κρέατα του αετού, αφήνει και την κοιλιά και τ’ άντερα μαζί όλα του μέρμηγκα.
- Ε, τώρα, του λένε, εσένα γι’ αυτό το καλό που μας έκανες, τι να σου δώσωμε;
Πιάνει το γουρούνι και του δίνει μια τρίχα, του δίνει κι ο αετός ένα πούπουλο.
- Πάρε κι από μένα, του λέει ο μέρμηγκας, αυτό το φτεράκι.
- Τι να το κάνω, του λέει· από σένα τι καλό θα ιδώ;
- Παρ’ το, του λέει, και μπορεί καμιά φορά να σου κάνω κανένα καλό. Να, εμένα που δε με λογαριάζεις, εγώ θα σου δώσω γυναίκα.
Το πήρε το παλικάρι και το φτερό του μέρμηγκα.
- Όποτε, του λέει θα μας χρειαστείς, να τα κάψεις κομμάτι αυτά κι εμείς θα φτάσωμε.
- Καλά, τους λέει εκείνος.
Τα παίρνει, τα έκρυψε μεσ’ στον κόρφο του και πάει στο χωριό.
Ο πατέρας του τού λέει τότε:
- Εγώ, παιδί μου, γέρασα πια και θέλουμε άνθρωπο να μας κοιτάζει· παντρέψου γιατί μεγάλωσες.
Εκείνον κανένα κορίτσι δεν του άρεζε.
Σε καμπόσο καιρό διαλαλητής εφώναζε:
- ‘Οποιος θέλει να πάρει του βασιλιά την κόρη, να πάει να του πει τρία ζητήματα, κι άμα τα βρει, θα την πάρει· σα δεν τα βρει, θα πάρει το κεφάλι του.
Χιλιάδες κόσμος πήγαν και κανένας δεν μπόρεσε να τα βρει τα ζητήματα και να πάρει την κόρη.
Άμα τ’ άκουσε το παιδί του ψαρά, «Εγώ, λέει, θα πάω».
Κλαίει ο πατέρας του κι η μάνα του.
- Μαθές, παιδάκι μου, ακόμα δε σε είδαμε, να σε χάσομε;
- Θα πάω, λέει, δε γίνεται. Φέρε την ευχή σου, πατέρα, και θα πάω.
Παίρνει την ευχή του πατέρα του και της μάνας του, πήρε το δρόμο να πάει.
Σε κάμποσες μέρες ήρθε στη βασιλοπούλα. Απ’ την ομορφιά δε μπορούσες να την κοιτάξεις. Βαστούσε έναν καθρέφτη κι έλεγε:
- Κρύψου όπου θέλεις, εγώ θα το βρω πού ήσουνα κρυμμένος. Αύριο ως η ώρα εννιά σαν το βρω, καλά· ειδεμή να πάρεις γυναίκα.
- Καλά, της λέει κ’ εκείνος, στρέγω.
Κάνανε χαρτιά.
Πάει εκείνος τότε στη θάλασσα, καίει κομμάτι το λέπι, να κι η γοργόνα κ’ έρχεται.
- Τι θέλεις; Του λέει.
- Θέλω, της λέει, να με κρύψεις να μη φαίνουμαι καθόλου ως η ώρα εννιά.
Τον αρπάζει εκείνη τότε, ίσια μεσ’ τη φωλιά της τον πάει και τον κρύβει· βάνει μπροστά του σα βουνό τ’ άλλα τα ψάρια, δε φαινότανε πια καθόλου.
Το πρωί σηκώθηκε η βασιλοπούλα, νίφτηκε, πήρε τον καθρέφτη υστερνά και κοίταζε. Κοιτάζει στα βουνά, δεν τον βρίσκει, κοιτάζει παντού στη γης απάνω, δε μπορεί να τον εύρει, κοιτάζει τ’ άστρα, τίποτα δε φαίνεται. Κοιτάζει στη θάλασσα, μόλις βλέπει στη μέση του πελάγου ψάρια πολλά μαζωμένα.
- Εκεί θα είναι αυτός κρυμμένος, λέει αυτή με το νου της. Το
μάτι της το ‘χει εκεί πέρα. Ζαλίστηκε πια να κοιτάζει. Όσο που να νυχτώσει, λέει, δε θα φύγω από δω.
Το βράδυ κοντά φεύγανε πια τα ψάρια να πάνε στη φωλιά τους. Το μάτι της αυτή δεν το παίρνει από κει· τον βλέπει και κάθεται ξαπλωμένος στη φωλιά της γοργόνας.
- Ε, σ’ έπιασα, λέει· κόντευε να μου φύγεις.
Πήγε πια αυτή κοιμήθηκε με την ησυχία της.
Το πρωί πάει αυτός στη βασιλοπούλα.
- Ε, του λέει, πού ήσουν κρυμμένος;
- Εύρε το εσύ, της λέει, εγώ δεν το ξέρω.
- Ήσουν, του λέει, μεσ’ στη θάλασσα και σε είχε μια γοργόνα στη φωλιά της.
Σάστισε εκείνος πώς το ηύρε.
- Καλά, της λέει, θα κρυφτώ και αύριο, και σα μπορέσεις, εύρε με.
Την άλλη μέρα αυτός καίει το πούπουλο του αετού. Έρχεται ο αετός.
- Τι θέλεις; Του λέει.
- Θέλω, του λέει, να με κρύψετε να μη φαίνομαι καθόλου.
Μαζώνονται οι αετοί, τον αρπάζουν, μια και στην Αφρική τον φέρανε· τον κρύψανε πάνω σ’ ένα βουνό, μαζώνονται κι όλοι μπροστά του και γενήκανε σαν κάστρο.
Το πρωί σηκώθηκε η βασιλοπούλα, νίφτηκε, κ’ ύστερα πήρε τον καθρέφτη και κοιτάζει.
- Ε, να ιδούμε, λέει· εχτές πολύ με κούρασες, σήμερα να ιδούμε τι θα κάνουμε.
Κοιτάζει μπροστά μεσ’ τη θάλασσα, κοιτάζει από δω, κοιτάζει από κει, τίποτα σημάδι δε βλέπει. Κοιτάζει στον ουρανό τίποτα· κοιτάζει στα βουνά, βλέπει μακριά πολλοί μαζωμένοι αετοί και κάθουνται..
- Εκεί, λέει με το νου της, θα ‘ναι αυτός. Το μάτι της δεν το παίρνει καθόλου από κει.
Απάνω πια που σουρούπωνε, αρχίσανε οι αετοί να φεύγουν ένας-ένας. Βλέπει κομμάτι το φέσι του και κοκκίνιζε.
- Α, τώρα, του λέει, δε θα μου ξεφύγεις πια, θα σε κάνω κομμάτια-κομμάτια, γιατί πολύ με κούρασες εσύ.
Πήγε ύστερα και κοιμήθηκε.
Το πρωί πήγε αυτός στη βασιλοπούλα.
- Πού ήσουν, του λέει, κρυμμένος; Πολύ με κούρασες· μα ξέρεις τι θα σε κάνω εσένα;
- Εύρε το, της λέει, πού ήμουν.
- Ήσουν, του λέει, στην Αφρική και σε είχανε οι αετοί στη φωλιά τους.
- Καλά, της λέει· θα κρυφτώ ακόμα μια φορά, κι άμα μ’ εύρεις, πάρε το κεφάλι μου.
- Καλά, του λέει, κρύψου· μα αύριο θα σε κάνω λιανά-λιανά κομμάτια…
Όσο και του το είπε όμως, με τα χείλια του το είπε· άρχισε να τον αγαπάει.
- Τι άνθρωπος είναι, λέει, αυτός, που πηγαίνει με τα ψάρια και με τα πουλιά!
Την άλλη μέρα αυτός καίει κομμάτι την τρίχα του γουρουνιού, έρχεται το γουρούνι:
- Τι θέλεις; του λέει.
- Θέλω, του λέει, να με κρύψετε να μη φαίνουμαι καθόλου.
Μαζώνει τα γουρούνια όλα, σκάφτουν για ώρας ένα λάκκο, τον εβάλανε μέσα, κάθουνται και τα γουρούνια αποπάνω, τον εκάνανε και δε φαινότανε καθόλου.
Το πρωί σηκώθηκε η βασιλοπούλα, παίρνει τον καθρέφτη και κάθεται και κοιτάζει. Κοιτάζει στα βουνά, δε φαίνεται· κοιτάζει στ’ άστρα, τίποτα· μεσ’ στη θάλασσα, δε μπορεί να τον ιδεί.
- Τώρα πού θα τον εύρω; λέει.
Απάνω πια πού θενά παρατήσει, βλέπει σε μια μεριά γουρούνια απανιτάρι. Κοιτάζει καλύτερα, βλέπει τα γουρούνια κι ανοίγουν, γιατί βράδιασε και θενά πάνε στη φωλιά τους πια. Φυλάγει κομμάτι, βλέπει και κοκκινίζει το φέσι του.
- Α, σ’ έπιασα, λέει· εδώ ήσουν και δε σ’ έβανε ο νους μου.
Πήγε ύστερα, έπεσε κοιμήθηκε.
Το πρωί το παλικάρι με τη χαρά ήρθε στη βασιλοπούλα, γιατί δεν το πίστευε πια να το ξέρει.
- Πού ήσουν; του λέει.
- Εύρε το εσύ, της λέει.
- Ήσουν, του λέει, μέσα σ’ ένα λάκκο και τα γουρούνια σε είχανε σκεπασμένο.
- Καλά, της λέει, ακόμα μια φορά να κρυφτώ, και σαν μ’ εύρεις, παρ’ το το κεφάλι μου χαλάλι σου.
- Καλά, του λέει.
Πάει αυτός, καίει το φτεράκι του μέρμηγκα, να ο μέρμηγκας κι έρχεται.
- Τι θέλεις; του λέει.
- Θέλω, του λέει, να με κρύψεις.
- Βάλε αυτό το φτερό μεσ’ στο στόμα σου, κοίταξε να μην το καταπιείς. Άμα το βάλεις στο στόμα σου, θα γένεις και σύ μέρμηγκας. Σκαρφάλωσε τότε στον τοίχο κι άιντε κρύψου πίσω της.
Βάζει αυτός το φτερό στο στόμα του, γίνεται μέρμηγκας. Σκαρφαλώνει τότε στον τοίχο, πάει από πίσω της.
Παίρνει κείνη τότε τον καθρέφτη και κάθεται και κοιτάζει. Κοιτάζει από δω, κοιτάζει από κει, δε φαίνεται. Κοιτάζει στη θάλασσα, τίποτα σημάδι σε βλέπει· κοιτάζει στ’ άστρα τίποτα, στα βουνά, τίποτα. Από το πρωί ως το βράδυ τώρα κάθεται και δε σαλεύει. Ήρθε για να τρελαθεί.
- Τώρα πού να ‘ναι αυτός κρυμμένος, έλεγε.
Ως την ώρα που θενά βουτήξει ο ήλιος, κοίταζε αυτή στον καθρέφτη. Από τα πολλά πια απ’ το θυμό της αρπάζει τον καθρέφτη και τον κάνει κομμάτια.
- Πού είσαι, του λέει, να σε πάρω άντρα;
Βγάνει αυτός το φτερό απ’ το στόμα του, γίνεται παλικάρι, την αγκαλιάζει:
- Να ‘μαι, της λέει.
Την πήρε γυναίκα κ’ έτσι γλύτωσε κόσμο, που σκοτωνότανε.
Από τα "Ελληνικά Παραμύθια" - εκλογή Γ.Α. Μέγα, εκδόσεις Ι.Δ.Κολλάρος & Σία, σειρά πρώτη, 14η έκδοση 2002
• Του ψαρά το παιδί
Ένα μικρασιάτικο παραμύθι
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ήταν ένας ψαράς, κι αυτός γίνηκε πενήντα χρονώ και παιδιά δεν έκανε. Πήγαινε όλη μέρα και ψάρευε κι αφανιζότανε.
-Αχ! έλεγε, ας είχα κ’ εγώ ένα παιδάκι να με ξεκουράζει κομμάτι!
Μια μέρα πια απ’ τον κόπο ζαλίστηκε, κει που ψάρευε, κ’ έπεσε κάτω.
-Αχ! Θε μου, είπε, ας είχα κι εγώ ένα παιδάκι!
Βγήκε τότε μια γοργόνα απ’ τη θάλασσα και του λέει:
- Τι έχεις και βογγάς;
- Τι να ‘χω της λέει· έχω τόσα χρόνια κ’ εγώ και δε μπορώ να κάνω ένα παιδάκι, για να με ξεκουράζει που όλη μέρα αφανίζομαι.
- Σα σου δώσω εγώ ένα παιδάκι, όποτε γίνει δώδεκα χρονώ, θα μου το φέρεις;
- Καλά, της λέει εκείνος απ’ τη λαχτάρα του, γιατί λογάριαζεν εκείνος, όσο που να γίνει δώδεκα χρονώ, θα το ξεχάσει.
- Πάρε, του λέει η γοργόνα, αυτό το μήλο και φα το, και του χρόνου η γυναίκα σου θα γεννήσει ένα αγοράκι.
Το πήρε εκείνος με κείνη τη λαχτάρα και το φαγε.
Του χρόνου η γυναίκα του γέννησε ένα αγοράκι, όπως του είπε η γοργόνα. Όσο μεγάλωνε το παιδί, τόσο ομορφότερο γινότανε. Μα ο πατέρας του απ’ τη χαρά του ξέχασε, που του είπε η γοργόνα να του το πάει.
Μια μέρα εκεί που το είχε απάνω στην πρύμνη του καϊκιού του, σαλτέρνει η γοργόνα και τ’ αρπάζει και το πάει ίσια στη φωλιά της. Το ‘χασε ο καημένος το παιδάκι του κι απόμεινε έρμος.
Η γοργόνα το είχε το παιδί της ως τα δεκαεφτά τα χρόνια. Άμα το ‘κανε δεκαεφτά χρονώ, το βγαλε στου γιαλού τα χείλια, του δίνει κι ένα λέπι:
- Άιντε, του λέει, τώρα πήγαινε όπου θέλεις.
Σηκώνεται αυτός, ίσια στο σπίτι τους.
Άμα το είδε η μάνα του κι ο πατέρας του ξιπαστήκανε.
Μια μέρα αυτός στενοχωρέθηκε.
- Ας πάω, λέει, να γυρίσω κομμάτι τα περιβόλια.
Πάει, πάει, ήρθε σε μια ρεματιά. Βλέπει εκεί ένα ψοφίμι και το χουν τριγυρισμένο ένα γουρούνι, ένας αετός και μερμηγκάδες άπειροι με τα φτερά και κάθουνται και μαλώνουν. Άμα τον είδαν αυτόν:
- Καλά που ήρθες, παλικάρι μου, του λένε, σ’ αυτήν την ώρα να μας μοιράσεις αυτό το ψοφίμι, γιατί εμείς θα σκοτωθούμε αναμεταξύ μας.
- Πού ξέρω εγώ, τους λέει να σας το μοιράσω;
- Μοίρασέ μας το, κι όπως μας το μοιράσεις στρεχτοί θα είμαστε.
Πιάνει και κείνος τότε, βάζει τα κόκκαλα του γουρουνιού, δίνει και τα κρέατα του αετού, αφήνει και την κοιλιά και τ’ άντερα μαζί όλα του μέρμηγκα.
- Ε, τώρα, του λένε, εσένα γι’ αυτό το καλό που μας έκανες, τι να σου δώσωμε;
Πιάνει το γουρούνι και του δίνει μια τρίχα, του δίνει κι ο αετός ένα πούπουλο.
- Πάρε κι από μένα, του λέει ο μέρμηγκας, αυτό το φτεράκι.
- Τι να το κάνω, του λέει· από σένα τι καλό θα ιδώ;
- Παρ’ το, του λέει, και μπορεί καμιά φορά να σου κάνω κανένα καλό. Να, εμένα που δε με λογαριάζεις, εγώ θα σου δώσω γυναίκα.
Το πήρε το παλικάρι και το φτερό του μέρμηγκα.
- Όποτε, του λέει θα μας χρειαστείς, να τα κάψεις κομμάτι αυτά κι εμείς θα φτάσωμε.
- Καλά, τους λέει εκείνος.
Τα παίρνει, τα έκρυψε μεσ’ στον κόρφο του και πάει στο χωριό.
Ο πατέρας του τού λέει τότε:
- Εγώ, παιδί μου, γέρασα πια και θέλουμε άνθρωπο να μας κοιτάζει· παντρέψου γιατί μεγάλωσες.
Εκείνον κανένα κορίτσι δεν του άρεζε.
Σε καμπόσο καιρό διαλαλητής εφώναζε:
- ‘Οποιος θέλει να πάρει του βασιλιά την κόρη, να πάει να του πει τρία ζητήματα, κι άμα τα βρει, θα την πάρει· σα δεν τα βρει, θα πάρει το κεφάλι του.
Χιλιάδες κόσμος πήγαν και κανένας δεν μπόρεσε να τα βρει τα ζητήματα και να πάρει την κόρη.
Άμα τ’ άκουσε το παιδί του ψαρά, «Εγώ, λέει, θα πάω».
Κλαίει ο πατέρας του κι η μάνα του.
- Μαθές, παιδάκι μου, ακόμα δε σε είδαμε, να σε χάσομε;
- Θα πάω, λέει, δε γίνεται. Φέρε την ευχή σου, πατέρα, και θα πάω.
Παίρνει την ευχή του πατέρα του και της μάνας του, πήρε το δρόμο να πάει.
Σε κάμποσες μέρες ήρθε στη βασιλοπούλα. Απ’ την ομορφιά δε μπορούσες να την κοιτάξεις. Βαστούσε έναν καθρέφτη κι έλεγε:
- Κρύψου όπου θέλεις, εγώ θα το βρω πού ήσουνα κρυμμένος. Αύριο ως η ώρα εννιά σαν το βρω, καλά· ειδεμή να πάρεις γυναίκα.
- Καλά, της λέει κ’ εκείνος, στρέγω.
Κάνανε χαρτιά.
Πάει εκείνος τότε στη θάλασσα, καίει κομμάτι το λέπι, να κι η γοργόνα κ’ έρχεται.
- Τι θέλεις; Του λέει.
- Θέλω, της λέει, να με κρύψεις να μη φαίνουμαι καθόλου ως η ώρα εννιά.
Τον αρπάζει εκείνη τότε, ίσια μεσ’ τη φωλιά της τον πάει και τον κρύβει· βάνει μπροστά του σα βουνό τ’ άλλα τα ψάρια, δε φαινότανε πια καθόλου.
Το πρωί σηκώθηκε η βασιλοπούλα, νίφτηκε, πήρε τον καθρέφτη υστερνά και κοίταζε. Κοιτάζει στα βουνά, δεν τον βρίσκει, κοιτάζει παντού στη γης απάνω, δε μπορεί να τον εύρει, κοιτάζει τ’ άστρα, τίποτα δε φαίνεται. Κοιτάζει στη θάλασσα, μόλις βλέπει στη μέση του πελάγου ψάρια πολλά μαζωμένα.
- Εκεί θα είναι αυτός κρυμμένος, λέει αυτή με το νου της. Το
μάτι της το ‘χει εκεί πέρα. Ζαλίστηκε πια να κοιτάζει. Όσο που να νυχτώσει, λέει, δε θα φύγω από δω.
Το βράδυ κοντά φεύγανε πια τα ψάρια να πάνε στη φωλιά τους. Το μάτι της αυτή δεν το παίρνει από κει· τον βλέπει και κάθεται ξαπλωμένος στη φωλιά της γοργόνας.
- Ε, σ’ έπιασα, λέει· κόντευε να μου φύγεις.
Πήγε πια αυτή κοιμήθηκε με την ησυχία της.
Το πρωί πάει αυτός στη βασιλοπούλα.
- Ε, του λέει, πού ήσουν κρυμμένος;
- Εύρε το εσύ, της λέει, εγώ δεν το ξέρω.
- Ήσουν, του λέει, μεσ’ στη θάλασσα και σε είχε μια γοργόνα στη φωλιά της.
Σάστισε εκείνος πώς το ηύρε.
- Καλά, της λέει, θα κρυφτώ και αύριο, και σα μπορέσεις, εύρε με.
Την άλλη μέρα αυτός καίει το πούπουλο του αετού. Έρχεται ο αετός.
- Τι θέλεις; Του λέει.
- Θέλω, του λέει, να με κρύψετε να μη φαίνομαι καθόλου.
Μαζώνονται οι αετοί, τον αρπάζουν, μια και στην Αφρική τον φέρανε· τον κρύψανε πάνω σ’ ένα βουνό, μαζώνονται κι όλοι μπροστά του και γενήκανε σαν κάστρο.
Το πρωί σηκώθηκε η βασιλοπούλα, νίφτηκε, κ’ ύστερα πήρε τον καθρέφτη και κοιτάζει.
- Ε, να ιδούμε, λέει· εχτές πολύ με κούρασες, σήμερα να ιδούμε τι θα κάνουμε.
Κοιτάζει μπροστά μεσ’ τη θάλασσα, κοιτάζει από δω, κοιτάζει από κει, τίποτα σημάδι δε βλέπει. Κοιτάζει στον ουρανό τίποτα· κοιτάζει στα βουνά, βλέπει μακριά πολλοί μαζωμένοι αετοί και κάθουνται..
- Εκεί, λέει με το νου της, θα ‘ναι αυτός. Το μάτι της δεν το παίρνει καθόλου από κει.
Απάνω πια που σουρούπωνε, αρχίσανε οι αετοί να φεύγουν ένας-ένας. Βλέπει κομμάτι το φέσι του και κοκκίνιζε.
- Α, τώρα, του λέει, δε θα μου ξεφύγεις πια, θα σε κάνω κομμάτια-κομμάτια, γιατί πολύ με κούρασες εσύ.
Πήγε ύστερα και κοιμήθηκε.
Το πρωί πήγε αυτός στη βασιλοπούλα.
- Πού ήσουν, του λέει, κρυμμένος; Πολύ με κούρασες· μα ξέρεις τι θα σε κάνω εσένα;
- Εύρε το, της λέει, πού ήμουν.
- Ήσουν, του λέει, στην Αφρική και σε είχανε οι αετοί στη φωλιά τους.
- Καλά, της λέει· θα κρυφτώ ακόμα μια φορά, κι άμα μ’ εύρεις, πάρε το κεφάλι μου.
- Καλά, του λέει, κρύψου· μα αύριο θα σε κάνω λιανά-λιανά κομμάτια…
Όσο και του το είπε όμως, με τα χείλια του το είπε· άρχισε να τον αγαπάει.
- Τι άνθρωπος είναι, λέει, αυτός, που πηγαίνει με τα ψάρια και με τα πουλιά!
Την άλλη μέρα αυτός καίει κομμάτι την τρίχα του γουρουνιού, έρχεται το γουρούνι:
- Τι θέλεις; του λέει.
- Θέλω, του λέει, να με κρύψετε να μη φαίνουμαι καθόλου.
Μαζώνει τα γουρούνια όλα, σκάφτουν για ώρας ένα λάκκο, τον εβάλανε μέσα, κάθουνται και τα γουρούνια αποπάνω, τον εκάνανε και δε φαινότανε καθόλου.
Το πρωί σηκώθηκε η βασιλοπούλα, παίρνει τον καθρέφτη και κάθεται και κοιτάζει. Κοιτάζει στα βουνά, δε φαίνεται· κοιτάζει στ’ άστρα, τίποτα· μεσ’ στη θάλασσα, δε μπορεί να τον ιδεί.
- Τώρα πού θα τον εύρω; λέει.
Απάνω πια πού θενά παρατήσει, βλέπει σε μια μεριά γουρούνια απανιτάρι. Κοιτάζει καλύτερα, βλέπει τα γουρούνια κι ανοίγουν, γιατί βράδιασε και θενά πάνε στη φωλιά τους πια. Φυλάγει κομμάτι, βλέπει και κοκκινίζει το φέσι του.
- Α, σ’ έπιασα, λέει· εδώ ήσουν και δε σ’ έβανε ο νους μου.
Πήγε ύστερα, έπεσε κοιμήθηκε.
Το πρωί το παλικάρι με τη χαρά ήρθε στη βασιλοπούλα, γιατί δεν το πίστευε πια να το ξέρει.
- Πού ήσουν; του λέει.
- Εύρε το εσύ, της λέει.
- Ήσουν, του λέει, μέσα σ’ ένα λάκκο και τα γουρούνια σε είχανε σκεπασμένο.
- Καλά, της λέει, ακόμα μια φορά να κρυφτώ, και σαν μ’ εύρεις, παρ’ το το κεφάλι μου χαλάλι σου.
- Καλά, του λέει.
Πάει αυτός, καίει το φτεράκι του μέρμηγκα, να ο μέρμηγκας κι έρχεται.
- Τι θέλεις; του λέει.
- Θέλω, του λέει, να με κρύψεις.
- Βάλε αυτό το φτερό μεσ’ στο στόμα σου, κοίταξε να μην το καταπιείς. Άμα το βάλεις στο στόμα σου, θα γένεις και σύ μέρμηγκας. Σκαρφάλωσε τότε στον τοίχο κι άιντε κρύψου πίσω της.
Βάζει αυτός το φτερό στο στόμα του, γίνεται μέρμηγκας. Σκαρφαλώνει τότε στον τοίχο, πάει από πίσω της.
Παίρνει κείνη τότε τον καθρέφτη και κάθεται και κοιτάζει. Κοιτάζει από δω, κοιτάζει από κει, δε φαίνεται. Κοιτάζει στη θάλασσα, τίποτα σημάδι σε βλέπει· κοιτάζει στ’ άστρα τίποτα, στα βουνά, τίποτα. Από το πρωί ως το βράδυ τώρα κάθεται και δε σαλεύει. Ήρθε για να τρελαθεί.
- Τώρα πού να ‘ναι αυτός κρυμμένος, έλεγε.
Ως την ώρα που θενά βουτήξει ο ήλιος, κοίταζε αυτή στον καθρέφτη. Από τα πολλά πια απ’ το θυμό της αρπάζει τον καθρέφτη και τον κάνει κομμάτια.
- Πού είσαι, του λέει, να σε πάρω άντρα;
Βγάνει αυτός το φτερό απ’ το στόμα του, γίνεται παλικάρι, την αγκαλιάζει:
- Να ‘μαι, της λέει.
Την πήρε γυναίκα κ’ έτσι γλύτωσε κόσμο, που σκοτωνότανε.
Από τα "Ελληνικά Παραμύθια" - εκλογή Γ.Α. Μέγα, εκδόσεις Ι.Δ.Κολλάρος & Σία, σειρά πρώτη, 14η έκδοση 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου