..............................................................
Μεταμφιέσεις
Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος
Νεαρό κορίτσι, που συνηθίζει λόγω επαρχιακής καταγωγής να τηρεί τα έθιμα, μεταμφιέζεται κάθε χρόνο την τελευταία Απόκρεω, ανεξάρτητα αν χρειαστεί να κυκλοφορήσει (πράγμα σήμερα μάλλον βλακώδες ή και επικίνδυνο) στην Πλάκα ή να μετάσχει σε φιλικό μπαλ μασκέ.
Φέτος, το διαβασμένο αυτό κορίτσι, με πανεπιστημιακές και στην αλλοδαπή σπουδές, θέλοντας να τηρήσει το έθιμο και μάλιστα κόντρα στη γενική απαξίωση όχι μόνο της Ελλάδας ως κρατικής οντότητας αλλά και του νεότερου πολιτισμού της όπως αυτός αποτυπώνεται στα ήθη των κατοίκων της, σκέφτηκε ως εξής.
Αυτοί, κυρίως οι άνθρωποι της Κεντρικής και της Βόρειας Ευρώπης, από τις δηλώσεις, επίσημες, ανεπίσημες, πολιτικές ή δημοσιογραφικές εκτιμήσεις, φαίνεται να μην μπορούν να κατανοήσουν ό,τι τις προάλλες διατύπωνα κι εδώ: το ήθος κατ' αρχάς σήμαινε τόπο και για ευεξήγητους λόγους έφτασε η λέξη να σημαίνει τρόπο, συμπεριφορά. Γιατί, λοιπόν, έλεγε, αρνούνται να μας ερμηνεύσουν ως λαό με βάση τα πάγια και ιστορικά συγκροτημένα χαρακτηριστικά του φαινότυπού μας.
Ετσι σκέφτηκε, αφού ένας Βόρειος αρνείται π.χ. να κατανοήσει την ψυχοσύνθεση και την ιδιοπροσωπία μιας Νότιας, και δη μιας ελληνίδας γυναίκας, να αποπειραθεί να κατανοήσει μια γυναίκα του Βορρά ή και του ευρωπαϊκού εν γένει χώρου μέσω του τρόπου που την αποτύπωσαν οι μεγάλοι θεατρικοί συγγραφείς του τόπου τους.
Ισχυριζόταν πως θα ακολουθούσε την τακτική του αριστοφανικού Αγάθωνα στις «Θεσμοφοριάζουσες» που, όντας τραγικός ποιητής, για να μπει στον ψυχισμό μια μυθικής ηρωίδας (Μήδεια, Φαίδρα κτλ.) φορούσε γυναικεία ενδύματα, μιμούνταν τις συμπεριφορές της, την ομιλία, τη στάση και τις σιωπές της.
Δεν γνωρίζω πώς τελικά αποφάσισε να μεταμφιεστεί. Σε ποιο πρόσωπο. Γνωρίζω όμως ποιες ήταν οι εναλλακτικές της επιλογές.
Ετσι, αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα στη Μαρία από τον «Βόιτσεκ» του Μπίχνερ, τη «Στέλλα» του Γκαίτε και τη «Λούλου» του Βέντεκιντ.
Γερμανική διαχρονική ανθολογία. Η πρώτη, αφού βιάστηκε από έναν λόχο και σκότωσε το νόθο νήπιό της, ρίχτηκε σ' έναν λάκκο από τον ημίτρελο σύζυγό της, μικρονοϊκό ζηλιάρη.
Η Στέλλα δεν άντεξε μια πειραματική συνθήκη, να συζεί ως ερωμένη, να συνυπάρχει με τη νόμιμη σύζυγο του εραστή της.
Η τρίτη, μια νυμφομανής πόρνη, μοιραία και σαδομαζοχιστική, εκδικείται σαν Κίρκη τους εραστές της επειδή κάποιοι άντρες κάποτε τη βίασαν και την έθισαν στην ηδονή.
Ανατρέχοντας η νεαρή Ελληνίδα στη γαλλική δραματουργία αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα στη Φαίδρα του Ρακίνα, τη Βοργία του Ουγκό και τη Νανά του Ζολά. Η πρώτη, ενώ κοπιάρει την ευριπίδεια ηρωίδα, είναι φορτωμένη με ενοχικό χριστιανισμό που καθιστά την επιθυμία της κόλαση αντί προσδοκία απόλαυσης.
Η δεύτερη, παρότι Ιταλίδα, έχει την εκλεπτυσμένη γαλατική ακολασία και τη σαδιστική ικανοποίηση κάνοντας έρωτα εξουσίας.
Η τρίτη, ακολουθώντας τα επιστημονικά πορίσματα της κληρονομικότητας του καιρού, τη λομπροζιανή εγκληματολογική σχολή και την αισθητική του νατουραλισμού, είναι γεννημένη πόρνη, ανεξάρτητα αν φτάνει στην πληρωμένη ηδονή για λόγους κοινωνικής και ταξικής πίεσης. Οι αφορμές απλώς αποκαλύπτουν το πορνικό της DNA.
Ταξιδεύοντας προς την Αγγλία η νεαρή της ιστορίας μας στάθμευσε και στον Σαίξπηρ και στον Ουάιλντ και στον Μπ. Σο. Αμφιταλαντεύτηκε για την αμλετική Οφηλία και δίστασε ν' αποφασίσει αν ήταν μια αθώα ερωτευμένη ή ένα πειθήνιο όργανο στα χέρια του ηλίθιου αυλάρχη πατέρα της. Αλλά να προτιμήσει την αφελέστατη Δυσδεμόνα ή την αδίστακτη, ανδρόβουλη και ακόρεστη λαίδη Μάκβεθ;
Απέρριψε πάντως τα κοριτσάκια των κωμωδιών κυρίως επειδή δεν θα μπορούσε να πλησιάσει την αλήθεια τους, αφού στη θεατρική πράξη παίζονταν από μάλλον ευνουχισμένα αγοράκια που ντύνονταν γυναίκες και μεταμφιέζονταν... σε αγόρια για να επιβιώσουν σε μια κοινωνία αντρών.
Σκέφτηκε να καταλήξει στην κυρία Γουόρεν ή στην κόρη της, του Μπ. Σο, αλλά αδυνατούσε να συλλάβει τον κοινωνικό τύπο μιας μεγαλοπόρνης στα σαλόνια της πουριτανικής βικτωριανής εποχής και την απόλυτη ηθικότητα μιας κόρης που ζει από το επάγγελμα της μητρός της. Μακριά πάλι αισθανόταν από τις φλύαρες, κοκέτες, ανόητες, κόμπρες των σαλονιών του Οσκαρ Ουάιλντ.
Πηγαίνοντας προς τον Βορρά απέρριψε την Εντα Γκάμπλερ και τη Νόρα του Ιψεν. Τη μία γιατί ζούσε με φαντασιώσεις εξιδανίκευσης του έρωτα• την άλλη γιατί, μάνα παιδιού, κατάλαβε πως είχε χρόνια γίνει πουπέ του καναπέ για πατέρα και σύζυγο.
Απέρριψε πάλι ως αδύνατο να την κατανοήσει τη Δεσποινίδα Ζιλί του Στρίντμπεργκ, αλλά και τα άλλα υστερικά θηλυκά του Σουηδού, αφού δεν μπορούσε να συνταιριάξει τον προτεσταντισμό τους με την ακολασία τους.
Εν τέλει κατέληξε πως ο Νότος τη βόλευε και θα αποφάσιζε ανάμεσα στη Μιραντολίνα του Γκολντόνι, την Κάρμεν και την Γκόλφω.
για την αντιγραφή, Θάλεια Προβίδου και Μελπομένη Προβοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου