Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

"O μάγος – δώρο" Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Χρήστου Χωμενίδη ("Καθημερινή", 24-25/12/2011)

..........................................................
 

O μάγος – δώρο 

Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Χρήστου Χωμενίδη
 



Κόντευαν να συμπληρωθούν δύο χρόνια από τον θάνατο του πατέρα μου και η μάνα μου φορούσε ακόμα μαύρα. Τα έβγαζε μονάχα όταν όρθια εμπρός στον χάρτη έλεγε το δελτίο καιρού. Με σοβαρότητα κι επιστημονική ακρίβεια, δίχως ψήγμα απ’ το μπρίο και το κλείσιμο του ματιού προς το λιγούρικο κοινό που υιοθέτησαν τα επόμενα χρόνια οι περισσότερες διάδοχοί της. Μετεωρολόγος ήταν άλλωστε η μάνα μου, αποσπασμένη από την ΕΜΥ στην κρατική τηλεόραση. Την είχαν ασφαλώς διαλέξει για να βγαίνει στο γυαλί χάρη στη δωρική της ομορφιά, ο αποκλειστικός ωστόσο λόγος που η ίδια δεν εγκατέλειψε μετά τη συμφορά τα στούντιο ήταν οικονομικός. Μη φανταστείτε τίποτα πολλά λεφτά. Για ένα αξιοπρεπές επίδομα μιλάμε που –προστιθέμενο στον μισθό της– επέτρεπε στη διμελή μας πλέον οικογένεια να διατηρεί τα προνόμια ενός αυτοκινήτου κι ενός συμπαθητικού ρετιρέ στο Παγκράτι. Οταν θα τελεσιδικούσε και η απόφαση για τον μπαμπά και θα πλήρωνε επιτέλους ο φορτηγατζής που τον είχε παρασύρει μέρα-μεσημέρι στο φανάρι της Σόλωνος την αποζημίωση που ζητούσαμε, τότε θα εξασφαλίζονταν και οι σπουδές μου στην Αμερική. «Στο καλύτερο πανεπιστήμιο του κόσμου θα σε στείλω!», με διαβεβαίωνε η μαμά και προσδοκούσε να δει το πρόσωπό μου να φωτίζεται, λες κι ήταν ποτέ δυνατόν ένα αγοράκι στα δεκατρία να σχεδιάζει ή να ονειρεύεται με ορίζοντα πενταετίας…
Εμένα με χαροποιούσαν ή με απέλπιζαν –κυρίως το δεύτερο– πολύ πιο χειροπιαστά πράγματα: Η έλλειψη κοριτσιών απ’ το σχολείο μου. Η αδυναμία μου να συγκεντρωθώ στα Μαθηματικά. Και τα σπυριά που ξεπετάγονταν στα πιο περίοπτα σημεία του προσώπου μου όποτε ήμουν καλεσμένος σε κάνα πάρτι. «Μπαίνεις στην “άχαρη ηλικία” …», αποφαινόταν –καθησυχαστικά υποτίθεται– η μαμά. «Δεν θα πιάσω γκόμενα στον αιώνα τον άπαντα…», συλλογιζόμουν εγώ.
Την απουσία του πατέρα μου προσπαθούσα να μην τη σκέφτομαι και ούτε να αναπολώ τα παιχνίδια που παίζαμε και τις πλάκες που κάναμε οι δυο μας, τα όσα μου είχε τάξει – «θα σε πάω στο τάδε μέρος, θα σου διηγηθώ τη δείνα ιστορία» – και δεν θα τα εκπλήρωνε ποτέ. Αγωνιζόμουν γενικά να μη συγκρίνω το τώρα με το πριν. Κι αν κάποιες όψεις της καινούργιας μας ζωής με διαόλιζαν, ήταν εκείνες οι οποίες δεν αποτελούσαν –κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον– αναπόδραστες συνέπειες της συμφοράς: Ο οίκτος κάτι μακρινών συγγενών και κάτι τύπων της γειτονιάς, σαν τον βενζινά που με αγκάλιασε από τους ώμους –ποιος του ’χε δώσει το θάρρος; – και με πληροφόρησε ότι και ο ίδιος είχε μείνει ορφανός απ’ τα έντεκα, «χέστηκα!», μου ’ρθε να του απαντήσω αλλά κώλωσα. Η διακριτική (όχι όμως τόσο διακριτική ώστε να μην την έχω πάρει χαμπάρι) συνήθεια της μάνας μου να χαμηλώνει αργά το βράδυ τα φώτα του σαλονιού, να βάζει ιταλικά τραγούδια και να ξεφυλλίζει στον καναπέ άλμπουμ με φωτογραφίες από παλιότερες ευτυχισμένες στιγμές. Η συμπεριφορά –το πλέον ντροπιαστικό– της παρέας τους.
Πού είχαν σκορπίσει όλα εκείνα τα φιλικά ζευγάρια, που μαζί τους γλεντούσαν από σπίτι σε σπίτι και από ταβέρνα σε ντισκοτέκ τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, βρέξει-χιονίσει; Γιατί μαζί με τις συλλυπητήριες επισκέψεις αραίωσαν και τα τηλεφωνήματα και οι προσκλήσεις; Το πρώτο Πάσχα μετά τον θάνατο του μπαμπά πήγαμε –όπως είχε προκανονιστεί– μαζί με τους υπόλοιπους εκδρομή στην Κέρκυρα. Ούτε όμως στα εξοχικά τους μας κάλεσαν το καλοκαίρι ούτε καν στην πορεία του Πολυτεχνείου, όπου κατέβαιναν μαζί οι γονείς μου και οι κολλητοί τους από τα φοιτητικά τους χρόνια…
Εκείνο τον καιρό εγώ νόμιζα ότι μας αποφεύγουν λόγω πένθους, πως δεν ανέχονταν να βαραίνει την εύθυμη ατμόσφαιρα της συντροφιάς τους η παρουσία μιας χήρας και ενός ορφανού. Πολλά χρόνια αργότερα μου αποκαλύφθηκε η τρισχειρότερη αλήθεια: Οι φιλενάδες της μάνας μου, οι «αφοσιωμένες» και «προοδευτικές» της φιλενάδες, ήταν που ευθύνονταν για τον αποκλεισμό μας. Για ποιο λόγο να βάζουν τα στεφάνια τους στον διαρκή πειρασμό μιας ωραίας, νέας και ελεύθερης (αδιάφορο για ποιο λόγο) γυναίκας; Λίγες φορές η αναξιοπαθούσα χαροκαμένη εξελίσσεται σε ύπουλη αντροχωρίστρα; Φύλαγε άρα τα ρούχα σου για να ’χεις τα μισά. Ετσι σκέφτονταν, σας το ορκίζομαι.
Το πιο εξωφρενικό; Κατά το ήμισυ είχαν δίκιο. Οι σύζυγοι –που σαν τις κότες υποτάσσονταν στη βούλησή τους– δεν δίσταζαν πίσω απ’ την πλάτη τους να πολιορκούν πλαγίως –ή και ανοιχτά ακόμα– τη μάνα μου. Να τη συνοδεύουν με το έτσι θέλω στο νεκροταφείο, να της πουλάνε κάθε λογής καλοσύνες κι εξυπηρετήσεις, να της υπενθυμίζουν –άκουσον, άκουσον! – πως ο Μανόλης είχε υπάρξει εξαιρετικά ανοιχτόμυαλος κι ότι το τελευταίο πράγμα που θα επιθυμούσε η ψυχούλα του θα ’τανε να τη νιώθει μόνη και μαραζωμένη… Η μάνα μου τους άφηνε να εκδηλωθούν καλά καλά, να εκτεθούν, και έπειτα τους απέρριπτε γελώντας τους κατάμουτρα. Την είχε καταλάβει –θεωρώ– μια παράξενη κακία, μια λαχτάρα να μειώνει τα αρσενικά που είχαν επιβιώσει του δικού της. Με εξίσου περιφρονητικό τρόπο απέκρουε τις προτάσεις διάφορων πολύφερνων γαμπρών, οι οποίοι τη γνώριζαν από την τηλεόραση. Πολιτικών, μεγαλοδημοσιογράφων, επιχειρηματιών. Δεν υπήρχαν ακόμα τότε κινητά – την παρακολουθούσα να τους μιλάει από το τηλέφωνο του σπιτιού, να τους ερεθίζει σχεδόν με την ελαφρά βραχνάδα της φωνής της προτού τους στείλει στον αγύριστο. Οι χυλόπιτες που έριχνε την ηδόνιζαν – γελούσε σαν διαβολοκόριτσο. Εγώ αντιλαμβανόμουν το νοσηρό του πράγματος. «Δεν θα πιάσει γκόμενο ποτέ…», σκεφτόμουν, μάλλον μελαγχολικά. Ωσπου εμφανίστηκε στη ζωή της ο Ερικ.
Μου τον αποκαλούσε εναλλάξ «Σουηδό» και «Χιονάνθρωπο». Κανένα από τα δύο δεν αλήθευε ακριβώς. Ο Ερικ είχε γεννηθεί από Ελληνίδα και είχε μεγαλώσει στον Χολαργό. Κι αν είχε εκπαιδευτεί στο Χόνινγκσβαγκ, την αρκτικότερη πόλη της Ευρώπης, εδώ και δύο χρόνια ήταν συνάδελφός της στην ΕΜΥ. Εγώ διασκέδαζα πάντως να τον φαντάζομαι Βίκινγκ, να την ανεβάζει στο έλκηθρο και να την τρέχει στο ιγκλού του – «ιγκλού έχουν οι Εσκιμώοι!», με διόρθωσε με παράλογα αυστηρό ύφος η μαμά– «σε πειράζει να έρθει ο Ερικ να κάνουμε Χριστούγεννα μαζί;», με ρώτησε με την ίδια ανάσα.
Γιατί να με πείραζε; Τι να με πείραζε; Που δεν θα περνούσαμε την Αγια Νύχτα οι δυο μας υπό το βλέμμα του μακαρίτη όπως πρόπερσι; Ή που δεν θα πηγαίναμε σαν πέρυσι στον παππού και στη γιαγιά, για να «απολαύσουμε» στη διαπασών –αμφότεροι βαρήκοοι– την ίδια κασέτα με κάλαντα του Πόντου και των λοιπών χαμένων πατρίδων; Και μόνο το γεγονός ότι επιτέλους θα ’μπαινε στο σπίτι μας ένα καινούργιο πρόσωπο αποτελούσε λόγο γιορτής.
«Μην τυχόν ετοιμάσετε τίποτα προτού έρθω – θα τα στολίσουμε και θα τα μαγειρέψουμε όλα μαζί!», διεμήνυσε ο Ερικ και ανήγγειλε την άφιξή του για τις πέντε το απόγευμα. Της 24ης Δεκεμβρίου 1988. Χτύπησε το κουδούνι ένα τέταρτο νωρίτερα. Εγώ ήμουν ακόμα με τη φόρμα, η μάνα μου μόλις που ’χε περάσει στον λαιμό της το περιδέραιο με τις πέρλες, αρμονικός συνδυασμός με το μαύρο της φόρεμα, «αυτοκρατορικόν πένθος» σάρκαζε η ίδια, μιμούμενη το πομπώδες ύφος μιας θειάς της, τραγουδίστριας της οπερέτας… Το κεφάλι του Ερικ μετά βίας διακρινόταν στο βάθος του ασανσέρ, πίσω από κουτιά και σακούλες που περιείχαν τα σέα και τα μέα των Χριστουγέννων.
Μέσα στις επόμενες πέντε ώρες, ο Ερικ –με εμάς στις προσταγές του– έστησε και στόλισε το δέντρο, παραγέμισε τη γαλοπούλα και την έχωσε στον φούρνο, συναρμολόγησε ένα στερεοφωνικό τελευταίας τεχνολογίας (με σιντί αντί για δίσκους βινυλίου και με φωτάκια που αναβόσβηναν) και προγραμμάτισε τη μουσική υπόκρουση της βραδιάς. Ηταν αεικίνητος –νευρόσπαστο θα τον έλεγε κάποιος κακοπροαίρετος– μάλλον λόγω τρακ. Και έμοιαζε πράγματι με Βίκινγκ. Πανύψηλος, με σωματική κατασκευή ξυλοκόπου, ξανθιά αλογοουρά και παλάμες-κουπιά. Μολονότι είχε πατημένα –με διαβεβαίωσε– τα είκοσι οκτώ, δύσκολα θα τον έκανε κανείς μεγαλύτερο από είκοσι τρία. Περισσότερο θα έπειθε για μεγάλος μου αδελφός παρά για πατριός μου. Κι όμως, τα δώρα που είχε φέρει ο υπερβόρειος εκείνος μάγος δεν προορίζονταν για το θείο βρέφος αλλά για την Παναγία...
Παρακολουθούσα το βλέμμα της μάνας μου. Τις διαδρομές του. Απ’ τη φωτογραφία του πατέρα μου – απολογητικά, σε μένα – τρυφερά, στον Ερικ – φευγαλέα, και δώσ’ του απ’ την αρχή. Δεν την είχα δει ποτέ άλλοτε με άντρα για να μπορώ να διαγνώσω τα αισθήματά της. Το γεγονός ότι τραβιόταν και στο πιο τυχαίο άγγιγμά του σήμαινε το προφανές ή μήπως το ακριβώς αντίθετό του; Και για ποιο λόγο άραγε είχε προκρίνει απ’ τους επίδοξους μνηστήρες εκείνον τον πιτσιρικά, ο οποίος μίλαγε για ορειβασίες, καταδύσεις και κομπιούτερ, δεν είχε εν ολίγοις τίποτα κοινό ούτε με τον μπαμπά μου ούτε και με κανέναν άλλον απ’ το περιβάλλον μας;
Κατά τις δέκα, κάτσαμε στο τραπέζι. Ο Ερικ άνοιξε μια μπουκάλα κατακόκκινο κρασί και γέμισε –δίχως να πάρει άδεια από τη μάνα μου– και το δικό μου ποτήρι. Εγώ είχα ήδη κατεβάσει, στη ζούλα, τρεις δαχτυλήθρες παγωμένη φινλανδική βότκα. Ρούφηξα το κρασί άσπρο πάτο και –άμαθος καθώς ήμουν– άρχισα να τα βλέπω θολά. Ενα μπούτι κραδαίνοντας, με σάλτσες να κυλούν στο πηγούνι μου, κούρνιασα στον καναπέ και βάλθηκα να παίζω «πάκμαν» (πεσκέσι του Ερικ) στην οθόνη της τηλεόρασης. Ωσπου άρχισα να βυθίζομαι σε μια γλυκιά νάρκη.
Οταν ξανάνοιξα τα μάτια –ώρες μετά– ήμουνα τέζα, ντυμένος, στο κρεβάτι μου, με ένα στόμα στεγνό σαν παπούτσι. Σηκώθηκα και έσπευσα προς την κουζίνα για να ξεδιψάσω. Μα στο κατώφλι του σαλονιού κοκάλωσα.
Τα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου τούς φώτιζαν ειδυλλιακά. Φιλιόντουσαν μπροστά στην μπαλκονόπορτα, με μακρινό φόντο τον Λυκαβηττό. Το φουστάνι της μάνας μου είχε κατηφορίσει, το στήθος της διακρινόταν κάτασπρο, όπως δεν το ’χα ξαναδεί. Ο Ερικ δεν φορούσε πλέον πουκάμισο.
Παρά την έξαψή μου, θα οπισθοχωρούσα –πιστεύω– εάν η ατμόσφαιρα δεν άλλαζε δραματικά.
«Μα τι βλακείες κάνουμε!», ψιθύρισε αίφνης στη διαπασών η μάνα μου και τον έσπρωξε μακριά της. «Δεν το καταλαβαίνεις πως δεν έχει νόημα; Ντύσου!», τον διέταξε ανάβοντας τσιγάρο. Ο Βίκινγκ είχε προφανώς μείνει άναυδος. Δεν έβγαζε κιχ. «Ντύσου και δρόμο! Και τα δώρα που μας κουβάλησες ξεστόλισέ τα, σε παρακαλώ, και πάρ’ τα. Δεν ταιριάζουν εδώ μέσα! Δεν έχουν καμιά σχέση…». Σήκωσε από το πάτωμα το ρούχο του, «έλα, φόρα το, σε ικετεύω…», ψευτομαλάκωσε.
«Μην την αφήσεις να σου το φορέσει!», λαχταρούσα να του φωνάξω. «Μην την ακούς – γράπωσ’ την, ξάπλωσέ την!». Ο Ερικ έδειχνε έτοιμος να βάλει την ουρά στα σκέλια και να φύγει. Εμένα με είχε πιάσει η λύσσα του προπονητή που βλέπει το ματς να χάνεται εξαιτίας της δειλίας των παικτών του.
Μου ’ρχεται ξάφνου έμπνευση. Στις μύτες των ποδιών σέρνομαι τοίχο τοίχο ώς την εξώπορτα. Τριπλοκλειδώνω όσο γίνεται πιο σιωπηλά και παίρνω το κλειδί. Επιστρέφω το ίδιο μουλωχτός στην κάμαρά μου.
Κάτι φωνές αφουγκράστηκα, κάτι απειλές – «θα καλέσω κλειδαρά!» – αλλά μετά σιωπή. Για την ακρίβεια πνιχτοί, υγροί ήχοι.
Αντικρίζοντας το πρωί από την κλειδαρότρυπα την αλογοουρά του Ερικ στα σεντόνια της μαμάς, πλημμύρισα από ένα αίσθημα θριάμβου. Λες κι είχε γίνει ο μάγος ένα με τα δώρα του. Ή σαν να είχα χτίσει την καμινάδα, με τον Αη-Βασίλη μέσα στο σπίτι.

Το διήγημα γράφτηκε από τον Χρήστο Χωμενίδη και εικονογραφήθηκε από τον Ανδρέα Δεβετζή για τη χριστουγεννιάτικη έκδοση της «Κ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου