...........,..............................................
Γλώσσα και θέατρο.
Του
Γιάγκου Ανδρεάδη
Μπορούμε να εξαγάγουμε πέρα από τα σύνορά μας ελληνικά
έργα στην γλώσσα τους; Ή μήπως η χρήση της ελληνικής γλώσσας που την μιλούν
μόνον δέκα περίπου εκατομμύρια εντός των συνόρων είναι εσαεί καταδικασμένη να
αποτελεί μειονέκτημα για όποιον θέλει να προτείνει θεατρικές δημιουργίες εκτός
Ελλάδος; Όσοι υποστηρίζουν την άποψη αυτή υπενθυμίζουν ότι οι κάθε λογής
διεθνείς μάνατζερς και θυροφύλακες που αποφασίζουν για το τι περνάει και το τι
δεν περνάει στις διεθνείς θεατρικές διοργανώσεις δεν ευνοούν παραστάσεις
βασισμένες σε ελληνικά κείμενα. Στο επιχείρημα προστίθενται αποθαρρυντικές
συγκρίσεις με τα αγγλικά , τα ισπανικά που σταδιακά υποσκελίζουν όλο και πιο
πολύ τα αγγλικά στις ίδιες τις Η.Π.Α. ή ακόμη και τα πορτογαλικά που μιλιούνται
στην υποήπειρο που λέγεται Βραζιλία.
Τι απομένει στην περίπτωση αυτή ως δυνατότητα; Να
μεταφράζονται τα ελληνικά θεατρικά κείμενα
στα αγγλικά είτε οι παραστάσεις να επικεντρώνονται στις διάφορες εκδοχές
αυτού που αποκαλείται «γλώσσα του
σώματος». Και αυτό να αφορά όχι μόνον τις παραγωγές των παραστάσεων που
προορίζονται εξ αρχής για εξαγωγή, αλλά σε ένα βαθμό και μέρος της ελληνική
δημιουργίας στον τόπο μας.
Πιστεύω
ότι η τοποθέτηση αυτή είναι λιγότερο πειστική από όσο μοιάζει με μια πρώτη προσέγγιση. Κατ’ αρχήν μια
παρατήρηση για τους αριθμούς. Οι πλήρως ή μερικώς ελληνόγλωσσοι είναι όχι μόνον
οι ελλαδίτες αλλά και οι άνθρωποι ελληνικού πολιτισμού στον πλανήτη, από την
Κύπρο τις Η.Π.Α. και τον Καναδά μέχρι την Αυστραλία- που παρά τις – μονόπλευρες και αποσπασματικές
ώς τώρα- πολιτικές του ΥΠΕΞ και της Γραμματείας Απόδημου έχουν ελάχιστα
αξιοποιηθεί στο πολιτιστικό επίπεδο.
Το επόμενο σημείο που πρέπει να παρατηρήσουμε
ότι αυτό το οποίο βάλλεται σε παγκόσμιο περίπου επίπεδο δεν είναι απλώς τα
ελληνικά αλλά δύο πράγματα που κατ’ αρχήν μοιάζουν να μην σχετίζονται άμεσα,
είναι όμως σε σημαντικό βαθμό αλληλέγγυα: Εν πρώτοις, οι κλασικές και εν γένει
οι ανθρωπιστικές σπουδές που προσφέροντας την γνώση των κειμένων του αρχαίου
δράματος στα αρχαία ή/ και στις κατά τόπους γλώσσες θα επέτρεπαν σε όσους τα γνωρίζουν
να τα παρακολουθήσουν και ανεβασμένα επί σκηνής στα ελληνικά. Σπουδές που
σήμερα υποχωρούν στα εκπαιδευτικά προγράμματα λόγω της γενικευμένης στροφής από
την Αμερική ώς και την Ρωσία σε ότι θεωρείται παραγωγικότητα , ακόμα και όταν
στην πραγματικότητα υπονομεύει πλην των άλλων και την ίδια την παραγωγή, ιδίως
αυτό που θα έπρεπε να είναι η παραγωγή με ανθρώπινο πρόσωπο.
Το δεύτερο αξιοπρόσεχτο και αλληλέγγυο με το πρώτο
σημείο είναι ότι αυτό που υποχωρεί, όχι μόνον στο θέατρο αλλά και σε ολόκληρο
το πολύμορφο πεδίο της επικοινωνίας, είναι το κείμενο εν γένει. Στις
εφημερίδες, από την εποχή της ανάδυσης του τάμπλοϊντ, η έκταση των άρθρων συνεχώς συρρικνώνεται με
την δικαιολογία της όλο και πιο σημαντικής παρουσίας του φαινομένου των νεο-αναλφάβητων που μέσα και από την
επιρροή της τηλεόρασης αλλά και των εφημερίδων που παραδίδονταν όλο και πιο
πολύ στην εικόνα χωρίς να σωθούν από την
κρίση τους, γινόταν όλο και πιο
αναλφάβητοι. Και πέρα από τις εφημερίδες
και γενικά τα Μέσα- όπου τα γκρήγκλις έχουν καταστεί μόδα και σιγά-σιγά
κανόνας- στο ίδιο το θέατρο. Εδώ σε παγκόσμιο επίπεδο τα θεατρικά κείμενα
συχνά- πυκνά συρρικνώνονται, ή /και παραποιούνται και μάλιστα χωρίς οι
διαδικασίες αυτές να δηλώνονται ευθέως: Έτσι έχουμε μίνι «Αγαμέμνονες» των
πενήντα στίχων και «Όρνιθες» των τριανταπέντε είτε δήθεν μεταμοντέρνες αδήλωτες
διασκευές που όμως επιμένουν να κρατούν τον τίτλο του έργου το οποίο
χειρούργησαν, καθώς θέλουν να έχουν μαζί την ηδονή της πατροκτονίας και την
ασφάλεια της υιοθεσίας από τους θεατρικούς Πατέρες .
Η συνταγή που παράγεται από την γενική αυτή
πολιτισμική συνθήκη που εντάσσεται στην γενικότερη εκ των άνω και των έξω
παγκοσμιοποίηση είναι η παρακάτω. Μικρά έως μικροσκοπικά θεατρικά σχήματα των
οποίων η μετακίνηση κοστίζει λίγο, σύντομα κείμενα που δεν θα κάνουν το ξένο
κοινό να δυσανασχετήσει, και μια όσο το δυνατόν πιο εντυπωσιακή σωματική γλώσσα
που με την βοήθεια του παραξενίσματος, της πρόκλησης και ενίοτε της βίας, θα εντυπωσιάσει
και θα συνταράξει τα νεύρα του θεατή, παρεμβαίνοντας περίπου κατ’ ευθείαν στο
ασυνείδητο χωρίς να έχει υποστεί τον λογικό έλεγχο. Το πιο ενδιαφέρον είναι
ίσως ότι η συνταγή αυτή της επιθετικής επικοινωνίας, που διεκδικεί
καλλιτεχνικές περγαμηνές έλκει την
καταγωγή της από τα πεδία της
τηλεόρασης, της διαφήμισης και τελικά της ίδιας της κρατούσας «πολιτικής»
ρητορικής η οποία σε διεθνές επίπεδο βασίζεται όλο και πιο πολύ όχι στο
τεκμηριωμένο επιχείρημα αλλά στον εντυπωσιασμό των εικόνων που, δεν «αξίζουν»
όσο χίλιες λέξεις παρά μόνον διότι μπορεί να τις ξεπερνά σε τρομοκράτηση και
ψευδολογία.
Τι είναι όμως αυτό που μας ωθεί να
ψάξουμε δρόμους που να επιτρέπουν στην ελληνική γλώσσα να παραμείνει θεμελιώδες
εργαλείο της θεατρικής μας δημιουργίας
στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στο εξωτερικό; Ο λόγος βασικός λόγος είναι ότι
στην πολιτισμική δημιουργία όπως και στην οικονομική παραγωγή ένας τόπος πρέπει
να είναι ταυτοχρόνως ικανός να εισάγει τα καλύτερα προϊόντα αλλά και να εξάγει
την σημαντικότερη και την αντιπροσωπευτικότερη δική του δημιουργία, καθιστώντας
την ένα πειστικό και θελκτικό «σήμα κατατεθέν» με διεθνές κύρος. Η αρχή αυτή
ισχύει ιδιαίτερα για χώρες όπως η Ελλάδα που έχουν την δυνατότητα να αναπτύξουν
ένα σημαντικό διάλογο με μια σειρά κοινωνιών και πολιτισμών πέρα από τα
τετριμμένα στερεότυπα περί πολυπολιτισμικότητας.
Κάτι τέτοιο συνεπάγεται την ανάγκη να
ορίσουμε πώς καταλαβαίνουμε τον διάλογο
αυτό και τι θέση βλέπουμε να έχουν οι γλώσσες στα πλαίσιά του. Ο διάλογος για
τον οποίο μιλάμε δεν πρέπει να είναι στην ουσία ένας προσχηματικός,
ισοπεδωτικός και κάθετος μονόλογος του ισχυρότερου προς τον υποτίθεται
ασθενέστερο. Πρέπει, είτε πρόκειται για την Ευρώπη είτε και για ολόκληρο τον
πλανήτη να αποβλέπει σε μία σύνθεση
ιδιαιτεροτήτων και διαφορών, όπου ο καθένας θα προσέρχεται συνεισφέροντας από
το κεφάλαιο της ιδιαίτερης μνήμης, της; ταυτότητας και των οραμάτων του. Σε
αυτά τα πλαίσια πρέπει να εντάσσεται και η χρήση των γλωσσών και στα άλλα πεδία
και σε αυτό της δημιουργίας και των ανταλλαγών του θεάτρου.
Η ελληνική θεατρική γλώσσα, της
πρωτότυπης δημιουργίας και των μεταφράσεων αρχαίου δράματος όπου το δημιουργικό
στοιχείο είναι επίσης σημαντικό, είναι καρπός μακρών και γόνιμων διεργασιών. Οι
δογματικές αντιπαλότητες για την μορφολογία (γραμματική/ συντακτικό) έδωσαν από
δεκαετίες τη θέση τους στο κυρίαρχο στοιχείο της σκηνικής λειτουργικότητας.
Καλή γλώσσα είναι με άλλα λόγια αυτή που υπηρετεί το σανίδι και αυτό ισχύει για
την γλώσσα του Αισχύλου, είτε για αυτήν του Κορνάρου και του Χορτάτζη, του θεάτρου
σκιών, των πιο σημαντικών νεοελληνικών έργων και των μεταφράσεων του Βολανάκη
και του Χειμωνά. Γλώσσα όμως δεν είναι μόνον το κείμενο. Είναι επίσης και ο
τρόπος με τον οποίο το κείμενο εκφέρεται και χειρονομείται. Και από την άποψη
αυτή κάθε λαός , περιλαμβανομένου και του ελληνικού, έχει τους μοναδικούς κάθε
φορά δρόμους και τρόπους με τους οποίους ερμηνεύει την θεατρική του γλώσσα, την
τοποθέτηση της φωνής, την χρήση της αναπνοής, τον τρόπο με τον οποίο η κίνηση
και η έκφραση προεκτείνουν τον θεατρικό λόγο. Ο Γάλλος ηθοποιός χρησιμοποιεί το
ηχείο της στοματικής του κοιλότητας και του θώρακά του διαφορετικά από τον
Έλληνα. Ο Έλληνας χειρονομεί τον λόγο διαφορετικά από τον Ινδό. Το να
αφαιρέσεις από τον έλληνα ηθοποιό το γλωσσικό του εργαλείο σημαίνει ότι τον
ισοπεδώνεις αφαιρώντας του την
δυνατότητα να αξιοποιήσει και να συνεισφέρει στον διεθνή διάλογο με τη
ιδιαιτερότητά του.
Για τους λόγους αυτούς πρέπει να δούμε
πιο συγκεκριμένα τους τρόπους με τους μπορεί να γίνει διεθνής χρήση των
ελληνικών στο θέατρο. Πριν από μισό σχεδόν αιώνα παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης
και του Εθνικού στα ελληνικά θριάμβευαν ανά τον κόσμο. Χωρίς αμφιβολία οι
εμπειρίες εκείνες μπορούν να μας εμπνεύσουν όχι όμως και να γίνουν αντικείμενο
μίμησης, διότι οι εποχές έχουν αλλάξει. Είτε το θέλουμε είτε όχι, οι ρυθμοί
έχουν επιταχυνθεί και ο καταιγισμός των ερεθισμάτων, μέσα και από την
υπερανάπτυξη των ηλεκτρονικών μέσων έχει πολλαπλασιαστεί. Τι λοιπόν μπορεί να
γίνει σήμερα;
Το πρώτο που χρειαζόμαστε είναι μια
αναδιάταξη της εικόνας που έχουμε για την πολιτισμική γεωγραφία. Χωρίς να
εγκαταλείπουμε τις υπερκορεσμένες από πολιτισμικά προϊόντα χώρες της Δύσης,
ιδίως της αγγλοσαξωνικής, πρέπει να συμπεριλαμβάνουμε σταθερά στους σχεδιασμούς
μας για την διεθνή προβολή του θεάτρου μας τους γίγαντες της Ασίας, την Ινδία
και την Κίνα και ακόμη τον ισπανόφωνο κόσμο της Ευρώπης και της Αμερικής
Βόρειας και Νότιας, όπου ο ελληνικός πολιτισμός διατηρεί μια, ανεκμετάλλευτη
από εμάς αίγλη. Υπάρχουν στοιχεία ότι τέτοιες χώρες όχι μόνον δέχονται αλλά και
επιζητούν στο θέατρο την χρήση της ελληνικής βοηθημένης ενδεχομένως από την
σύγχρονη προβολή της μετάφρασης στην κατά τόπους γλώσσα. Το άνοιγμα όμως αυτό
των οριζόντων δεν μπορεί να γίνει χωρίς ένα ευρύτερο σχεδιασμό.
Το πρώτο που πρέπει να έχουμε στο νου
μας είναι πώς η εξαγωγή πολιτισμικών, θεατρικών και άλλων προϊόντων υπόκειται
σε ένα δούναι και λαβείν. Καλύτερη τύχη μπορούν να έχουν τα προϊόντα που πέρα
από την ποιότητα θα διαθέτουν και την επίγνωση των ειδικών κωδίκων του χώρου
στον οποίο απευθύνονται είτε των στοιχείων εκείνων, υποκριτικών, μουσικών,
εικαστικών, με πανανθρώπινη εμβέλεια. Κοινοί είτε παράλληλοι μύθοι, σύμβολα και
μορφές ενσωματωμένα σε μια παράσταση δημιουργούν στο ξένο κοινό μια οικειότητα
που το ξετρομάζει και το κάνει να δεχτεί την ελληνική ή όποια άλλη γλώσσα. Τέτοια
στοιχεία θα μπορούν να βοηθήσουν και την ελληνική γλώσσα. Το δεύτερο στοιχείο
είναι η μετρημένη χρήση της μετάφρασης που όμως να μην υποκαθιστά αλλά
υποστηρίζει το ελληνικό κείμενο. Αυτό σημαίνει ηθοποιούς που θα έχουν γυμναστεί
να αποδώσουν με κατανοητό τρόπο και την ξένη γλώσσα. Εννοείται πως υπάρχουν και
οι παραδοσιακοί τρόποι όπως είναι τα ξενόγλωσσα προγράμματα που συνοδεύουν μια
παράσταση είτε οι αντίστοιχοι πρόλογοι. Όμως τα καλύτερα αποτελέσματα
προσφέρονται από στοιχεία οργανικά ενταγμένα στο θέαμα.
Κλείνω λέγοντας ότι το θέμα χρειάζεται
ακόμα μεγαλύτερη μελέτη συνδυασμένη εννοείται με την άντληση συμπερασμάτων από
τις δημιουργικές εμπειρίες που είχαν και έχουν αντικείμενο την χρήση της
θεατρικής ελληνικής γλώσσας στο εξωτερικό. Υπάρχουν οπωσδήποτε προβλήματα, αλλά
η επίλυσή τους, από τον δρόμο της δημιουργίας και του υπεύθυνου και τολμηρού
πειραματισμού αποτελεί προτεραιότητα για ένα θέατρο που θέλει να περνά τα
σύνορα και να αποκαθιστά ένα διάλογο ουσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου