..........................................................
Άννα Μάσχα: Δεν χρειαζόμαστε ηγέτες, αλλά να μάθουμε να γελάμε και με τον πόνο μας
«Mistero Buffo» δηλαδή «Κωμικό Μυστήριο». Ο Ντάριο Φο
ξαναδιαβάζει με τραγικωμικό τρόπο και με έντονο κοινωνικοπολιτικό
σχόλιο, αλλά και καυστική σάτιρα το θείο και ανθρώπινο δράμα και η
θεατρική ομάδα Επτάρχεια ανεβάζει στο Θησείον, Ένα Θέατρο Για Τις
Τέχνες, ένα έργο πιο επίκαιρο από ποτέ. Η ηθοποιός Άννα Μάσχα μιλάει στο
tvxs.gr για την παράσταση αλλά και για τα όρια της ελευθερίας του λόγου
και της τέχνης με φόντο την οικονομική και κοινωνικοπολιτική κρίση.
Στις ανατρεπτικές δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 ο Ντάριο Φο
έκανε τη σάτιρά του όπλο πολιτικής συνειδητοποίησης μέσω της θεατρικής
πράξης και της ποίησης. Η λαϊκότητα του θεάματος που
ευαγγελίζεται μακράν απέχει από το λαϊκισμό που συχνά συγχέεται με τη
σάτιρα. Η σάτιρα για τον Ντάριο Φο λειτούργησε στο έργο του ως όπλο
πολιτικής συνειδητοποίησης. «Όπως έλεγε ο ίδιος ο Ντάριο Φο, μέσα
από τη σάτιρα οι άνθρωποι μπορούν να καταλάβουν με μεγάλη σαφήνεια τη
διαφθορά αυτών που τους κυβερνούν. Η σάτιρα είναι το μεγάλο όπλο που
έχει ο λαός για να καταλάβει και όχι το δράμα», σχολιάζει η Άννα Μάσχα.
Όντας ένα ιδιαίτερα καυστικό κείμενο, γραμμένο το 1969, το
«Mistero Buffo», δεν θα μπορούσε να μην προκαλέσει τις αντιδράσεις της
Παπικής Εκκλησίας. Στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα η
Ιταλική Κρατική τηλεόραση αποφάσισε να μαγνητοσκοπήσει το θεατρικό έργο
ερμηνευμένο εξ ολοκλήρου από τον ίδιο τον Φο. Η εκκλησία ζήτησε να
απαγορευτεί η αναμετάδοση του. Ο Φο κάλεσε τότε μια επιτροπή καρδιναλίων
να παρακολουθήσει πρώτα το έργο και ύστερα να το κρίνει. Όταν οι
εκπρόσωποι της εκκλησίας δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν τα γέλια τους
συνεπαρμένοι από την εφυία της πένας του Φο, του ανακοίνωσαν ότι το έργο
μπορεί να παιχθεί. Ωστόσο, δεν παίχθηκε για τα επόμενα 7χρόνια.
Στην Ελλάδα του 2012 οι πρόσφατες εξελίξεις μυρίζουν... μεσαίωνα. Μόλις
πριν λίγο καιρό μέλη παραθρησκευτικών οργανώσεων αλλά και της Χρυσής
Αυγής βρέθηκαν έξω από το θέατρο Χυτήριο, προπηλακίζοντας και
χλευάζοντας τους θεατές και τους συντελεστές της παράστασης «Corpus
Christi». Διαμαρτυρίες λάμβαναν χώρα κάθε φορά που είχε προγραμματιστεί
να παιχτεί το έργο, με αποτέλεσμα η παράσταση τελικά να κατέβει και να
ασκηθεί ποινική δίωξη κατά των συντελεστών της για καθύβριση
θρησκεύματος και κακόβουλη βλασφημία από κοινού και κατ' εξακολούθηση. Ο
ίδιος ο Ντάριο Φο μάλιστα πρόσφατα συνυπέγραψε μαζί με άλλους ευρωπαίους διανοούμενους κείμενο του Ευρωπαϊκού Αντιρατσιστικού Κινήματος
το οποίο καταφέρεται κατά της ρατσιστικής βίας στην Ελλάδα και στην
Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα κατά της δράσης της Χρυσής Αυγής.
Η έκρυθμη κατάσταση που προκλήθηκε στο Χυτήριο με αφορμή τη
θρησκευτική σάτιρα, δεν άφησε ούτε τους συντελεστές του «Mistero Buffo»
απροβλημάτιστους. Όπως δηλώνει η ΄Αννα: «Για μένα είναι
πολύ δυσάρεστα πράγματα αυτά. Μου θυμίζουν μεσαιωνικές καταστάσεις, αλλά
παρόλα αυτά δε φοβάμαι, με την έννοια ότι αν θες να πεις κάτι, θα το
πεις και δε θα σε φιμώσει κανείς. Και αν φιμώσει εσένα, θα υπάρχει
κάποιος άλλος που δεν θα μπορέσει να τον φιμώσει. Τελικά δε φοβάμαι.
Θέλω να πω ότι η αντιφασιστική παρουσία είναι εξίσου δυνατή με τη
φασιστική και απλώς πρέπει να οργανωθείς. Δε φοβάμαι τελικά ότι αυτοί οι
άνθρωποι θα φιμώσουν τον ελεύθερο τρόπο. Τα περιστατικά είναι πολλά και
δυσάρεστα και θέλει την παρουσία αυτών που δεν συμφωνούν, για να δουν
ότι υπάρχουν - Παιδιά, εσείς είσαστε 5; Υπάρχουν άλλοι 25 που δε
συμφωνούν μαζί σας! Απλώς αυτό!»
Το «Mistero Buffo» πραγματεύεται σκηνές από τον χριστιανισμό. Πιο
συγκεκριμένα παρουσιάζονται ειδωμένες μέσα από μια σύγχρονη,
διεισδυτική και ανθρώπινη ματιά οι σκηνές της σταύρωσης, του μυστικού
δείπνου, του γάμου της Κανά, κ.α. Στην εκλεπτυσμένη σάτιρα του Ντάριο Φο
ο Χριστός γίνεται άνθρωπος σαν όλους του άλλους με όνομα και επίθετο...
Ιησούς ΘεούΥιός. Ο εξανθρωπισμός των θείων ωστόσο, δεν συνεπάγεται και
την προσβολή τους σύμφωνα με την ηθοποιό. «Ο Ντάριο Φο δεν τα βάζει
με τη θρησκεία, δεν τα βάζει με την πίστη του καθενός. Τον Χριστό σαν
μορφή τον αγαπάει πολύ, αλλά ως μέρος του λαού. Τον αντιλαμβάνεται ως
λαϊκό άνθρωπο, ως έναν από μας. Με το Θεό υπάρχει πρόβλημα! Τα βάζει
πολύ με το Θεό και σίγουρα τα βάζει με το σύστημα, με το παπαδαριό».
Με αυτό το καθαρά πολιτικό αλλά και ψυχαγωγικό έργο ο Ντάριο
Φο επιτίθεται μέσα, από τη φιγούρα του γελωτοποιού, όχι μόνο στην
αυθαιρεσία της εκκλησίας που μετέτρεψε τη χριστιανικότητα σε αστική
απασχόληση αλλά και σε όλο το σύστημα και εν τέλει σε κάθε σύστημα. «Ο
χριστιανισμός όπως κάθε άλλο σύστημα, όταν πια έγινε σύστημα, έγινε
έτσι για να καταπιέζει ακόμα περισσότερο το μέσο άνθρωπο και όχι για να
του δίνει ελευθερία. Ιστορικά, αν δεν κάνω λάθος, η εκκλησία
αντικατέστησε στην ουσία τη διοίκηση όταν έπεσε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Διαλύθηκε το σύμπαν, η μόνη δομή που υπήρχε οργανωμένη ήταν η εκκλησία
και όλοι συσπειρώθηκαν γύρω της και έτσι έγινε σύστημα. Έγινε δηλαδή μία
άλλη μορφή εξουσίας. Ο παπάς είναι η ίδια μορφή εξουσίας με τον
δικηγόρο, με τον αστυνόμο, με το δάσκαλο, με τον αφέντη, το αφεντικό. Τα
βλέπει πολύ λαϊκά ο Ντάριο Φο τα πράγματα. Υπάρχει ένα ωραίο
περιστατικό από τον Μεσαίωνα. Κάποια στιγμή, σε κάποια πόλη παίζανε μια
σκηνή, τον Βαραββά και τον Χριστό μπροστά στον Πόντιο Πιλάτο. Και λέει ο
Πόντιος Πιλάτος: «Ποιον θέλετε να σταυρώσω, τον Βαραββά ή τον Χριστό;
Και ο λαός από κάτω φώναζε: το δήμαρχο!»
Με τα περιστατικά λογοκρισίας να πολαπλασιάζονται η Άννα
Μάσχα εκφράζει την έντονη αποδοκιμασία της στη φίμωση του ελεύθερου
λόγου και της τέχνης και αμφισβητεί τα όρια της σάτιρας. «Δε
νομίζω ότι έχει όρια η σάτιρα. Γενικά νομίζω ότι η τέχνη δεν έχει όρια.
Εμείς τα βάζουμε τα όρια και αυτό δεν το χω πει εγώ, το χει ένας
μεγάλος σπουδαίος. Δεν υπάρχει πραγματικά τρόπος να κρίνεις ποια σάτιρα
είναι σωστή και ποια σάτιρα ξεπερνάει που λέμε το όριο και γίνεται
χυδαία. Μπορεί να γίνει και χυδαία, ναι, να ξεπεράσει ένα όριο αλλά και
αυτό δεν πρέπει να κάνει η σάτιρα; Παρόλα αυτά και χυδαία να είναι μια
σάτιρα, δε νομίζω ότι κάποιος μπορεί να πει εδώ την κόβω. Εγώ δεν
πιστεύω στη λογοκρισία καθόλου, δεν συμφωνώ. Νομίζω ότι η τέχνη είναι
ελεύθερη να κάνει ότι της γουστάρει και από κει και πέρα το παιχνίδι
παίζεται στο αν αυτό το πράγμα έχει απήχηση στον κόσμο. Δηλαδή αν ο
κόσμος το θέλει, να το δει. Μπορεί ο κόσμος να του γυρίσει την πλάτη για
κάποιους λόγους. Εκεί παίζεται το παιχνίδι. Δεν παίζεται στο αν υπάρχει
μία αρχή η οποία θα πει «αυτό κόβεται εκείνο κόβεται». Δε συμφωνώ
καθόλου. Νομίζω ότι η τέχνη πρέπει να της επιτρέπεται να λέει ότι θέλει.
Η Guardian νομίζω έγραψε ότι μια χώρα που λογοκρίνει το Dowton Abbey,
που είναι σαπούνι τώρα έτσι, έχει πρόβλημα. Και συμφωνώ απολύτως. Εγώ
νομίζω ότι είμαστε συντηρητική κοινωνία, δεν είμαστε η πιο συντηρητική
κοινωνία από όλες ούτε η μόνη. Η Αμερική, ας πούμε, είναι για μένα μια
συντηρητική κοινωνία στο σύνολό της. Νομίζω ότι αυτού του τύπου οι
δράσεις πηγάζουν από το κενό που αφήνουν πολλά πράγματα, όπως π.χ. η
παιδεία».
Όσον αφορά το επίπεδο της δημοκρατίας μας, υπογραμμίζει πως «όλοι μπορουν να πιστεύουν ό,τι θέλουν, αλλά πρέπει και να αφήνουν τον διπλανό να πιστεύει αυτό που θέλει». Τονίζει ωστόσο πως «όσον
αφορά το φασισμό, εκεί έχω ένα πρόβλημα. Άντε πες ο φασίστας έχει τις
ιδέες του να τις πιστεύει. Άμα όμως οι ιδέες του είναι ακριβώς ότι οι
δικές μου ιδέες είναι κακές και επικίνδυνες και πρέπει να με σκοτώσει
για να απαλλαγεί από αυτές εκεί έχουμε ένα θέμα». «Η δημοκρατία είναι
δυστυχώς μάλλον ουτοπική και ανέφικτη, αλλά είναι ό,τι καλύτερο έχουμε», θα πει.
Σε μια σκηνή του έργου ένας φτωχός γεωργός μετά από ένα θείο
θαύμα βλέπει τη γη του να γίνεται έυφορη, μοχθώντας την καλλιεργεί κι
εκείνη αρχίζει να καρποφορεί. Η απληστία του όμως αλλά και το
σύστημα μέσα στο οποίο ζει τον οδηγούν σύντομα να χάσει τα πάντα. Ο
γεωργός τα βάζει τότε με τον Θεό και αποφασίζει να γίνει γελωτοποιός. Η
σκηνή ειδωμένη μέσα από πολιτικό πρίσμα θα μπορούσε να περιγράφει την
πορεία που οδήγησε την Ελλάδα στη σημερινή της κατάσταση.
«Θα μιλήσω με τα λόγια του έργου, ας πούμε όταν ο γελωτοποιός
λέει στο Θεό: Ήθελες να δείξεις ότι όποιος γεννιέται δουλοπάροικος θα
πεθάνει δουλοπάροικος; Αυτό είναι πολύ σκληρό πολιτικό σχόλιο, δηλαδή
φτωχέ μη σηκώνεις το κεφάλι γιατί δεν υπάρχει περίπτωση, στα σκατά θα
πέσεις πάλι, θα πεθάνεις φτωχός, δεν μπορείς να ονειρευτείς τίποτα
καλύτερο για τον εαυτό σου, η μοίρα είναι αυτή. Τώρα αυτό όμως είναι
πολύ ανατρεπτικό κατά τη γνώμη μου, γιατί πως μπορείς να πεις σε έναν
άνθρωπο που είναι γεννημένος σε πολύ χαμηλή κοινωνική τάξη ότι φίλε δε
θα σηκώσεις κεφάλι ή ότι θα σου δώσω τώρα ένα δάνειο και μ’ αυτό μπορείς
να αγοράσεις ένα αυτοκίνητο και ένα σπίτι αλλά μετά θα στα πάρω.
Είναι το όλο σύστημα σκατένιο, γιατί εγώ όταν το ακούω αυτό το κείμενο
είμαι με τη μεριά αυτού που τα λέει, είμαι με τη μεριά του γελωτοποιού
που οργίζεται στο Θεό. Ο Θεός μπορεί να ναι οτιδήποτε, μπορεί να είναι
το αφεντικό, μπορεί να είναι όλη η εξουσία στο πρόσωπο του Θεού. Όταν
όμως μιλάω για την κρίση και τους Έλληνες, που εμείς όλα αυτά τα χρόνια
ζούσαμε μια επίφαση και λοιπά και λοιπά, καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου
να μη μας λυπάμαι. Δεν είμαι με το μέρος μας, κατάλαβες όταν το
σκέφτομαι έτσι, ενώ όταν τα λέει αυτός αυτά εγώ είμαι με το μέρος του».
Στην ιστορία της γέννησης του γελωτοποιού κρύβεται και ένα
ουσιαστικό μήνυμα αλληλεγγύης που θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της
και η ελληνική κοινωνία. «Υπάρχει μία διαφορά, γιατί αυτός ο
καημένος μόχθησε για να φτιάξει το περιβόλι του, έχυσε τον ιδρώτα του,
έκανε χιλιόμετρα για να φέρει το νερό. Το λάθος του το μοναδικό ήταν ότι
από τη στιγμή που το έφτιαξε, το έκλεισε κιόλας. Έγινε και αυτός
ιδιοκτήτης. Δεν έβαλε άλλους μέσα. «Εγώ για τη γυναικούλα μου και τα
παιδιά μου» λέει ο γελωτοποιός στο έργο και του λέει ο Θεός ότι «μπα;
Πήρες σβάρνα τους άλλους, τα αγροτόσπιτα να τους ρωτήσεις;» Αυτό είναι
πολύ σαφές πολιτικό μήνυμα, της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας με
τους ομοίους σου. Δεν μπορείς μόνος σου και εμείς οι Έλληνες κλειστήκαμε
πάρα πολύ στον εαυτό μας . Δεν ξέρω, δεν έχω μνήμη για πιο παλιά χρόνια
που λένε ζούσαν οι Έλληνες μαζί κτλ. Εμένα πάντως αυτό στη ζωή μου δε
μου συμβαίνει εύκολα. Υπάρχει ας πούμε μια αλληλοβοήθεια σχετική αλλά
στην πραγματικότητα είμαστε μόνοι μας, στους μικρόκοσμούς μας ο καθένας
με το προσωπικό του όνειρο».
Το «Mistero Buffo» είναι ένα έργο που βρίθει μηνυμάτων προς το θεατή. Ένα
από τα πιο ουσιαστικά μηνύματα που θέλει να περάσει σύμφωνα με την
Άννα, διατυπώνεται δια στόματος γελωτοποιού και είναι η φράση «Μάθε να
γελάς». «Αλλά όχι μ’ αυτή την χαζοχαρούμενη έννοια του «σκέψου τη
θετική πλευρά της ζωής». Δεν είναι αυτό το μάθε να γελάς. Μάθε να γελάς
με τον πόνο, όχι χαζοχαρούμενα για το ότι «η ζωή είναι ωραία». Όχι δεν
είναι πάντα ωραία η ζωή, είναι και σκατά. Πρέπει να μάθεις να γελάς με
τα σκατά, και αυτό θέλει πολύ πόνο. Κάπου αναφέρει ο Ντάριο Φο ότι ο
γελωτοποιός δεν έχει ψυχή, αν είχε ψυχή θα ήταν βαριά σα μολύβι, γιατί
έχει υποφέρει. Από τον πάτο του πόνου βγαίνει και αποφασίζει να το
παίξει τρελός. Εμάς μας έφαγε λίγο το χαζοχαρούμενο. Όλη τη δεκαετία του
90, ήμουνα και 20-30 χρόνων, έτσι τη θυμάμαι, πολύ χαζοχαρούμενη,
επιπόλαιη. Οκ ναι και αυτό, αλλά πώς μπορεί να πιστέψεις ότι η ζωή είναι
μόνον αυτό».
Μηνύματα όμως περνάει το έργο με τη βοήθεια πάντα και της
προσεγμένης μετάφρασης του σκηνοθέτη Θωμά Μοσχόπουλου ο οποίος
προσαρμόζει για την Άννα, με ιδιαίτερα ποιητικό τρόπο το πνεύμα του
Ντάριο Φο αλλά και μέσα από τη λιτή σκηνοθεσία, δίχως κουστούμια και
σκηνικά. «Νομίζω ότι προσπαθώντας κι εμείς να μπούμε σ
’αυτήν τη γραμμή του γελωτοποιού ας πούμε δε χρειαστήκαμε πολλά
πράγματα. Στην πορεία σκεφτήκαμε μήπως χρειαζόμαστε μερικά αντικείμενα,
αλλά και αυτά τα αφαιρέσαμε. Νομίζουμε ότι ο αυτοσχεδιασμός και η γλώσσα
του σώματος είναι πιο δυνατά από όλα αυτά. Αλλά νομίζω ότι θέλουμε να
πούμε ότι είναι δύσκολες οι εποχές που ζούμε και ότι αυτή η φτωχή τέχνη
ας πούμε, εκτός του ότι είναι μία ανάγκη είναι και επιλογή. Η ανάγκη σε
οδηγεί σε μία σαφέστατη επιλογή που λέει ναι, μπορώ να κάνω θέατρο και
με τίποτα, με ένα καλό κείμενο, έναν ηθοποιό και τίποτα άλλο. Ούτε καν
θέατρο δε χρειάζεται. Δεν ξέρω αν πρέπει να απλουστεύσουμε τη ζωή μας,
οδηγείσαι σε τέτοιες λύσεις ας πούμε, δεν ξέρω αν πρέπει. Είναι μία
επιστροφή στα πολύ απλά πράγματα και μας αρέσει και μας που το κάνουμε
και νομίζω ότι αρέσει και στους ανθρώπους που το βλέπουν».
Τον Φεβρουάριο του 2012 ο Ντάριο Φο απηύθυνε μήνυμα προς τους αγανακτισμένους. Για την Άννα διαφαίνεται μέσα από τα λόγια του διάσημου συγγραφέα ένα μήνυμα προσωπικής επανάστασης. «Διαβάζοντάς
το μου φαίνεται ότι έχει δίκιο και ότι στην ουσία εμείς είμαστε όλοι
δουλοπάροικοι και ότι πάντα ήμασταν, απλώς δεν το είχαμε καταλάβει.
Δηλαδή κάνουμε όλα αυτά που κανονικά έπρεπε να μη γίνονται. Δε ζούμε τη
δική μας ζωή. Ζούμε για να πληρώνουμε κάποιον αόρατο αφέντη, που αυτήν
τη στιγμή δεν ξέρεις και ποιος είναι, το ΔΝΤ και πίσω από το ΔΝΤ
υπάρχουν κάποιοι άλλοι που έχουν αποφασίσει ότι άντε πολύ μας
κουνηθήκανε αυτοί οι μικροαστοί η μεσαία τάξη, να τους πάρει ο διάολος
τώρα που θέλουνε και τέτοια αφού είναι δουλοπάροικοι στην ουσία. Το
γεγονός αυτό με το χρέος τώρα, ας πούμε, είμαστε χρεωμένοι μέχρι τα
εγγόνια μας; Ναι! Γενιές δουλοπάροικων. Το μήνυμα είναι αυτό που λέει
και ο ίδιος: «Άμα βρεις έναν καπιταλιστή, να τον πάρεις στον καμπινέ και
να του χώσεις το κεφάλι μέσα στην λεκάνη!» Ίσως το μήνυμα πρέπει να
είναι: «Επανάσταση λαέ!» Νομίζω ότι το στοίχημα είναι η προσωπική
απελευθέρωση του καθενός, η πραγματική χειραφέτησή μας. Δεν είμαστε
χειραφετημένοι και είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να είμαστε, αν δεν
κάνουμε προσωπικά υπαρξιακές χειραφετήσεις ο καθένας. Όταν οι άλλοι
ερχόντουσαν και μας μοίραζαν λεφτά δε ρώτησε κανείς «ρε ποιος τα δίνει
αυτά τα λεφτά; δε θα μου τα ζητήσει μετά αυτός που τα δίνει; Θα μου τα
ζητήσει σίγουρα, δεν υπάρχει περίπτωση!» Δεν είμαστε χειραφετημένοι από
πολλά, από την ύλη, από πολλά».
Πολλές φορές έχουμε ακούσει ιδιαίτερα σε περιόδους όξυνσης
κοινωνικοπολιτικών κρίσεων να διατυπώνεται η άποψη ότι για να τα
καταφέρουμε χρειαζόμαστε την καθοδήγηση ενός ηγέτη. Η Άννα δεν συμφωνεί. «Γενικά
το κακό μας ξέρεις ποιο είναι; όχι μόνο των Ελλήνων αλλά γενικά των
ανθρώπων. Ότι ψάχνουμε πάντα έναν ηγέτη, να μας συμπαρασύρει, δεν
μπορούμε να είμαστε ηγέτες του εαυτού μας, ας πούμε, ο καθένας με την
προσωπική του πορεία, την ακεραιότητά του, τις αρχές του. Το πώς θα βρει
τη δύναμη να τις υπερασπιστεί όταν χρειαστεί γιατί και αυτό είναι ένα
μεγάλο θέμα. Εγώ καταλαβαίνω τους ανθρώπους που δεν μιλούν γιατί
φοβούνται. Θέλει να δείξει ο Ντάριο Φο ότι πρέπει να πιστεύεις στον
εαυτό σου και στη δύναμη του συνόλου, των ανθρώπων που είναι μαζί, των
ανθρώπων που είναι μαζί χωρίς ηγέτη! Και εγώ πιάνω τον εαυτό μου, λέω
δεν υπάρχει ένας ηγέτης, ναι, γιατί και εγώ όλοι μας, χρειαζόμαστε
κάποιον να μας πει τη μεγάλη κουβέντα».
Σε αυτό το πνεύμα οι συντελεστές του Mistero buffo θέλησαν
να διατηρήσουν τον απλό και καθαρό πολιτικό λόγο του συγγραφέα
προφυλάσσοντας το έργο από κάθε πολιτικό «χρωματισμό». «Καταρχήν
θέλω να αποσαφηνίσω κάτι. Επειδή και ο τρόπος που το παρουσιάζουμε στο
Mistero buffo είναι πολύ απλός, σαφώς έχουμε την επίγνωση ότι είναι
πολιτικό το κείμενο μαζί με ψυχαγωγικό καθαρά, ωστόσο προσπαθούμε να μην
το πουλήσουμε. Δεν είναι δηλαδή ελάτε εδώ κάνουμε επαναστατικό θέατρο.
Εγώ προσωπικά αν έβλεπα κάτι τέτοιο, ακόμη και σε περίοδο κρίσης, μπορεί
και να μην ήθελα να πάω να δω κάτι τέτοιο, κάτι δηλαδή που θα μου πει
τι να πιστέψω. Δε θα μου άρεσε. Δεν είναι μία στρατευμένη επιλογή. Θέλω
να πω ότι η τέχνη μπορεί να ακολουθεί και άλλους δρόμους. Σαφώς δε
μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη αλλά δεν είναι ανάγκη να είναι πάντα
στρατευμένη.»
Αγαπημένες της φράσεις από το έργο; «Μάθε να γελάς» και «Ιησού είσαι Θεός!»
Mistero Buffo info:
Θησείον, Ένα Θέατρο Για Τις Τέχνες
Παραστάσεις: Βραδ: Δευτ., Τρ. 9 μ.μ. Από 7/12 και Παρ. 11.30 μ.μ., Κυρ. 9.30 μ.μ.
Διάρκεια: 90'
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος Παίζουν οι ηθοποιοί: Αννα Καλαϊτζίδου, Αννα Μάσχα, Κώστας Μπερικόπουλος, Αργύρης Ξάφης, Θάνος Τοκάκης, Γιώργος Χρυσοστόμου Συμπαραγωγή της ομάδας Επτάρχεια με τη Λυκόφως του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος Παίζουν οι ηθοποιοί: Αννα Καλαϊτζίδου, Αννα Μάσχα, Κώστας Μπερικόπουλος, Αργύρης Ξάφης, Θάνος Τοκάκης, Γιώργος Χρυσοστόμου Συμπαραγωγή της ομάδας Επτάρχεια με τη Λυκόφως του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου
Συνέντευξη: Ελένη Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Αλεξία Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Αλεξία Κωνσταντινίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου