Συνέντευξη στον Σπύρο Κακουριώτη


«Κωμωδία, τραγωδία μονόπρακτη». Αυτός είναι ο τίτλος ενός ιδιότυπου έργου του Νίκου Καζαντζάκη, που βρίσκει για πρώτη φορά τον δρόμο για το θεατρικό σανίδι, έναν αιώνα μετά τη συγγραφή του, χάρη στην ομάδα «Αντίβαρο», που δημιούργησαν μαζί φοιτητές και πολίτες στο Ρέθυμνο. Για τον Καζαντζάκη και το περιφρονημένο από τη σκηνική πρακτική έργο του, καθώς και την υποδοχή της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε μια μικρή πόλη, μιλά στην "Αυγή" ο σκηνοθέτης της παράστασης, λέκτορας θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Μανώλης Σειραγάκης.
* Παρουσιάζετε ένα μάλλον άγνωστο έργο του Καζαντζάκη. Τι σας παρακίνησε να το ανεβάσετε;
Η Κωμωδία έχει παιχτεί μόνο στο εξωτερικό. Εδώ είχε παρουσιαστεί στην κρατική τηλεόραση το 1997, με τον Πέτρο Φυσσούν στον ρόλο του Ασκητή. Απ' όσο γνωρίζω, το δικό μας είναι το πρώτο θεατρικό ανέβασμα στην Ελλάδα. Η προσοχή μας επικεντρώθηκε στο έργο χάρη σε μια σειρά μελέτες που έχουν γραφτεί για τον πρωτοποριακό χαρακτήρα, την αντισυμβατικότητα και την πρωτοτυπία του και το πόσο θα μπορούσε να έχει επηρεάσει το θέατρο της εποχής που γράφτηκε (γύρω στα 1908) ή και της μετέπειτα, ακόμα και της μεταπολεμικής.
* Τα έργα του παρουσιάζονται σπάνια και είναι πρακτικά άγνωστα σε σχέση με το πεζογραφικό του έργο. Πού οφείλεται αυτό;
Πράγματι, τα δραματικά του έργα δεν έχουν γνωρίσει πλατιά απήχηση. Αυτό έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για το κατά πόσον ο Καζαντζάκης έχει θεατρικότητα ή κατά πόσον γνώριζε ικανοποιητικά τις θεατρικές τεχνικές της εποχής του. Το οξύμωρο πάντως είναι ότι κυρίως τα μυθιστορήματά του τράβηξαν μετά τον πόλεμο την προσοχή των Ελλήνων, κυρίως όμως των ξένων σκηνοθετών. Αυτό δείχνει ότι κάποιο πρόβλημα υπάρχει είτε με τον τρόπο που είναι γραμμένα τα θεατρικά του είτε με τον τρόπο που τα προσεγγίζουμε ώς τώρα. Τα μυθιστορήματά του έφτασαν με μεγάλη επιτυχία όχι μόνο στη μεγάλη οθόνη αλλά και στη θεατρική σκηνή, ακόμα και του μιούζικαλ. Δεν μιλώ μόνο για τον περίφημο Zorba the Greek. Μου έρχεται τώρα πρόχειρα στον νου κι ένα μιούζικαλ που είχε γίνει στις ΗΠΑ εμπνευσμένο από τον Τελευταίο πειρασμό, αρκετά πριν ο Σκορσέζε καταπιαστεί με το θέμα. Αυτό δείχνει ότι για να τον προσεγγίσει κανείς καλό θα ήταν να ξανασκεφτεί τα προβλήματα θεατρικότητας που έχουν τα έργα του και να την ανακαλύψει ξανά σε στοιχεία τους που μοιάζουν αντιθεατρικά: στη στατικότητα, στην έλλειψη σασπένς, στην απουσία ζωηρής εξωτερικής δράσης, στην πιθανή έλλειψη του μεγάλου αβανταδόρικου ρόλου, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στο δικό μας έργο.
* Αναφέρετε ότι το έργο παρουσιάζει συγγένεια με κατοπινότερα έργα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Σε τι έγκειται αυτή; Είναι κάτι που επηρεάζει και τη σκηνοθετική γραμμή που ακολουθείτε;
Έχει υποστηριχτεί από τον Καρλ Κερένυι ότι η Κωμωδία έχει κοινά στοιχεία με το Κεκλεισμένων των θυρών του Σαρτρ και το Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ, δυο έργα που γράφτηκαν δεκαετίες αργότερα. Φαίνεται πάντως ότι δεν επηρεάστηκαν από το αντίστοιχο του Καζαντζάκη, το οποίο άλλωστε το είχε κι ο ίδιος σχεδόν λησμονήσει. Παρότι η άποψη αυτή του Κερένυι έχει ζωηρά αμφισβητηθεί, νομίζω ότι μια ομοιότητα, έστω εξωτερική, υπάρχει. Αυτή η σχέση μάς επηρέασε σαφέστατα στο ανέβασμα, μας ώθησε σε μια παράσταση που συγγενεύει περισσότερο με το μοντέρνο μεταπολεμικό ευρωπαϊκό θέατρο, γιατί όντως η γραφή του Καζαντζάκη σ' αυτό το στάδιο της διαμόρφωσής του είναι απολύτως αντισυμβατική, με όσες δυσκολίες μπορεί να σημαίνει αυτό για το ανέβασμα. Ποιος θίασος ακόμα και σήμερα θα δεχόταν ένα έργο στο οποίο ο σημαντικότερος, ίσως, ρόλος είναι βουβός;
* Το ενδιαφέρον σας για το έργο είναι στενά θεατρολογικό ή έχει να προσφέρει κάτι και στη σημερινή σκηνική πράξη;
Η μελέτη μας στον Καζαντζάκη έχει ένα χαρακτήρα πρακτικού πειράματος. Παίρνει σαν βάση τη μεγάλη συζήτηση στους κόλπους των μελετητών για τη θεατρικότητα ή την έλλειψή της στα έργα του κι έρχεται να πειραματιστεί μαζί της επί σκηνής. Γιατί στη σκηνή είναι, νομίζω, που κρίνεται τελικά ένα τέτοιο ζήτημα. Αυτή η αφετηρία μπορεί να μοιάζει σχολαστική, στην ουσία όμως το ιδιόρρυθμο αυτό έργο του Καζαντζάκη είναι κι ένα ενδιαφέρον δοκίμιο για το σημερινό, αντισυμβατικό θέατρο και τη θέση του λόγου, της υποκριτικής και του ηθοποιού μέσα σ' αυτό. Η θέση αυτή έχει αλλάξει άρδην τα τελευταία χρόνια, στα μάτια πολλών έχουν εκπέσει τα στοιχεία αυτά, σύμφωνα με την οπτική άλλων έχουν αναβαθμιστεί και εκσυγχρονιστεί. Με βάση αυτό τον προβληματισμό βλέπουμε στον Καζαντζάκη μια πηγή που μπορεί να μας προσφέρει και με άλλα αντίστοιχα έργα, όπως Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει.
 
* Η ομάδα σας, το Αντίβαρο, είναι φοιτητική, συμμετέχουν όμως και πολίτες του Ρεθύμνου, Τι δυσκολίες παρουσιάζει αυτό το εγχείρημα και πώς γίνεται δεκτό;
Ιδρυθήκαμε τον περασμένο Μάη, αρχίσαμε πρόβες το φθινόπωρο. Είναι η παρθενική μας εμφάνιση και δεν ξέρω πώς θα την αντιμετωπίσει το πανεπιστήμιο και η πόλη. Αν κρίνω όμως από τα πρώτα δείγματα, πολύ θετικά. Ήδη έχουμε πολύ καλή αντιμετώπιση από όσους φορείς απευθυνθήκαμε για βοήθεια ή συνεργασία: τη Διεθνή Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, το Μουσείο και τις εκδόσεις Καζαντζάκη, την Π.Ε. Ρεθύμνου. Μας συγκινεί ότι, ήδη πριν την πρεμιέρα, μας ζητούν να παίξουμε σε άλλες ελληνικές πόλεις, εντός και εκτός Κρήτης. Για κάτι τέτοιο θα χρειαστεί φυσικά επιπλέον στήριξη, γιατί η ομάδα είναι μηδενικών πόρων. Η πρώτη μεγάλη μας δυσκολία έχει σχέση με το έργο που ανεβάζουμε: Ήταν να αντιμετωπίσουμε την Κωμωδία σαν να μην την έχει γράψει ο Καζαντζάκης που ξέρουμε, γιατί, όπως καταλαβαίνετε, για την Κρήτη ο Καζαντζάκης δεν είναι ένας ακόμα συγγραφέας αλλά ένας άλλος συγγραφέας.
 
info
ΚΩΜΩΔΙΑ, του Νίκου Καζαντζάκη. Σκηνοθεσία: Μανώλης Σειραγάκης. Μουσική: Στέλιος Ζουμαδάκης. Χορογραφία: Ειρήνη Μοσχάκη. Φωτισμοί: Γιώργος Πριναράκης. Ερμηνεία: Σπύρος Αλυσανδράτος, Κατερίνα Απλαδά, Δημήτρης Βαρελάς, Στέλιος Ζουμαδάκης, Ευθύμης Καρουζάκης, Μάνος Κελιγιαννάκης, Βασιλική Μάρκου, Ειρήνη Μοσχάκη, Ίλια Μοττάκη, Βασίλης Πελαντάκης, Γιώργης Σηφακάκης, Βασίλης Σταματάκης. ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ, 5-9/2.