Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Άννα Αχμάτοβα - Ρέκβιεμ για ένα όνειρο Από τον Γιώργο Καρουζάκη (www.lifo.gr, 6.7.2012)

............................................................

www.lifo.gr, 6.7.2012 | 14:38

Άννα Αχμάτοβα - Ρέκβιεμ για ένα όνειρο

Η μεγάλη ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα (1889-1966) υπήρξε μια ασκητική φιγούρα με αυστηρό, βασιλικό προφίλ, που κατάφερε μέσα από τα ποιήματά της να εκφράσει τον πόνο όσων δεν μπορούσαν να αντέξουν το πηχτό σκοτάδι του σταλινισμού.

Από τον Γιώργο Καρουζάκη.




Η ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα (1889-1966) υπήρξε για ένα μεγάλο μέρος του ρωσικού λαού αγία, η Άννα Πασών των Ρωσιών. Μια ασκητική φιγούρα με αυστηρό, βασιλικό προφίλ, που κατάφερε μέσα από τα ποιήματά της να εκφράσει τον πόνο όσων δεν μπορούσαν να αντέξουν το πηχτό σκοτάδι του σταλινισμού. Για το σοβιετικό καθεστώς ήταν μια «πόρνη», ενώ η ποίησή της τίποτε περισσότερο από «μοτίβα πένθους και μελαγχολίας μιας τρελαμένης κυρίας του σαλονιού, που κινείται μεταξύ μπουντουάρ και στασιδιού» – λόγια του Αντρέι Ζντάνοφ από τη διάλεξή του στην Ένωση Συγγραφέων, το 1946.
Πέρα από τις μυθοποιητικές προσεγγίσεις της προσωπικότητάς της και το μένος των σταλινικών εναντίον της, είναι ξεκάθαρο ότι η δύναμη του ποιητικού της έργου φτάνει ακέραια στις μέρες μας. Μπορείτε να το διαπιστώσετε και στη βιογραφία του Βόλφγκανγκ Χέσνερ για τη σπουδαία ποιήτρια με τον θυελλώδη βίο, που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Μελάνι».
Η εκτέλεση από το σοβιετικό καθεστώς του ποιητή και πρώτου της συζύγου Νικολάι Γκουμιλιόφ με την κατηγορία του «εχθρού του λαού», και η μακροχρόνια ταλαιπωρία του γιου τους Λεβ στα γκουλάγκ της Σιβηρίας, βάθυναν την οδύνη αλλά και την ποίησή της. Αν και κάποια στιγμή, προκειμένου να μεταπείσει τον Στάλιν για την υπόθεση του γιου της, η Άννα Αχμάτοβα, αυτό το ελεύθερο και ριζοσπαστικό πνεύμα, αναγκάστηκε να υιοθετήσει ένα στομφώδες και ψεύτικο ύφος. Και να γράψει ορισμένα υμνητικά ποιήματα για τον «σωτήρα Στάλιν» και το «μεγαλείο της χώρας».
Η Αχμάτοβα δεν υπήρξε μόνο θύμα της αλλοφροσύνης ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Ήταν ακόμα το κορίτσι που ενέπνευσε στο Παρίσι τον ζωγράφο Αμεντέο Μοντιλιάνι. Η κομψή, νεαρή γυναίκα που ερωτευόταν παθιασμένα και σύχναζε στο καμπαρέ «Αδέσποτος Σκύλος», στέκι ανήσυχων καλλιτεχνών των αρχών του 20ού αιώνα. Η λαμπερή εκπρόσωπος της ομάδας των ακμεϊστών (όρος προερχόμενος από τη λέξη ακμή, που υποδηλώνει τις αναζητήσεις μιας ομάδας δημιουργών που, εκτός των άλλων, θέλησαν να διερευνήσουν εκ νέου την υλικότητα του κόσμου και τις δυνατότητες της γλώσσας).
Είναι επίσης η ποιήτρια του θρηνητικού «Ρέκβιεμ», αφιερωμένου στο γιο της και στα δεινά του ρωσικού λαού από τη σταλινική τρομοκρατία. Και τέλος, η δημιουργός του καινοτόμου έργου της ωριμότητάς της, του «Ποίημα χωρίς ήρωα» – ένα παιχνίδι συνειρμών για τον παρανοϊκό στρόβιλο του 20ού αιώνα, ένας χορός φαντασμάτων με κυρίαρχο το χάος, το ερεβώδες έγκλημα, τη θολούρα· όλα, προσωποποιήσεις θανάτου.  


ΒΟΛΦΚΑΝΓΚ ΧΕΣΝΕΡ
ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ {Η θυελλώδης ζωή μιας μεγάλης ποιήτριας}
Εκδόσεις Μελάνι
Μτφρ. Aνίτα Συριοπούλου (απόδοση ποιημάτων Γιάννης Αντιόχου)
Σελ. 232


 ......................................


Επίλογος (μτφ. Γιάννης Αντιόχου)
Ι
Κι έμαθα πώς συρρικνώνονται τα πρόσωπα
Πώς ο τρόμος ελλοχεύει κάτω από τις βλεφαρίδες
Και πώς η οδύνη γράφει με σφηνοειδείς χαρακτήρες
Τραχιές γραμμές τα μάγουλα,
Πώς κατάμαυρα ή ξανθά δαχτυλίδια τα μαλλιά
Μονομιάς καλύπτονται απ’ ασημένια σκόνη,
Και σβήνει το χαμόγελό μου στα πειθήνιά μου χείλη
Κι ο φόβος, είναι νεκρικός, θροΐζει στο σβησμένο μου γελάκι.
Και για μένα δεν προσεύχομαι μοναχά,
Αλλά για όλους, αυτούς που στάθηκαν μαζί μου στη σειρά
Στη ζέστα του Ιούλη, στο ψύχος του χειμώνα
Κάτω από τον τόσο κόκκινο, τον τοίχο, κι αθώρητο ακόμα.

ΙΙ

Και πάλι, σίμωσε της θύμησης η ώρα
Σας βλέπω, σας αισθάνομαι και σας ακούω τώρα:
Κι εκείνη που σχεδόν στο τέλος είχαν σύρει,
Κι εκείνη που ποτέ ξανά τη γη της θα πατήσει,
Κι εκείνη που είπε σείοντας τ’ ωραίο της κεφάλι:
«Το να επιστρέφω πάλι εδώ, σπίτι επιστρέφω πάλι».
Να τις φωνάξω ήθελα με τα ονόματά τους
Μα οι λίστες έχουνε χαθεί με τ’ αναφορικά τους.
Και έχω υφάνει για όλες τους μαντήλι που είν’ φαρδύ
Απ’ τις φτωχές τις λέξεις τους, που άκουσα εκεί.
Πάντα και οπουδήποτε θα τις αναθυμούμαι
Δεν πρόκειται απ’ τη μνήμη μου αυτές να ξεχαστούνε
Και αν το εξαντλημένο μου μού το φιμώσουν στόμα
Μ’ αυτό που ξεφωνίζουν εκατό λαού εκατομμύρια ακόμα
Τότε στη μνήμη τους εμέ
Παραμονή επετείου μου ίσως με θυμηθούνε
Κι αν κάποιοι αποφασίσουνε για εμένα να στήσουν
Στη χώρα αυτή μια προτομή τιμή για να μου δείξουν
Σε τέτοιο πανηγύρι συναινώ
Μα βάζω όρο αυτόν εδώ - να στέκει
Οχι στη Μαύρη Θάλασσα π’ αντίκρισα το φως-
Γι’ αυτή κάθε συναίσθημα χαμένο εντελώς,
Ούτε στους κήπους του τσάρου, στην απόμακρη γωνιά
Εκεί που με γυρεύει μια πένθιμη σκιά,
Αλλά εδώ, εδώ που στάθηκα τριακόσιες ώρες
Μα δεν ξεκλείδωσαν για μένα ποτέ οι βαριές οι πόρτες.
Γιατί ακόμα και στον μακάριο θάνατο θέλω για πάντα να μείνει
Ο ορυμαγδός από τις κλούβες της αστυνομίας μες στη μνήμη
Απ’ το σφράγισμα της πόρτας, ο κρότος, το μπουμπουνητό
Και το σαν πληγωμένου ζώου της γριάς γυναίκας, το ουρλιαχτό.
Κι από τ’ ασάλευτα, τα χάλκινα, τα τσίνορα μου,
Ας κυλούν σαν χιόνι που λιώνει τα δάκρυα μου
Κι ας γουργουρίζει ένα περιστέρι της φυλακής πέρα μακριά,
Και ας ταξιδεύουν τα πλοία στον Νέβα βουβά.
Μάρτιος 1940


To τραγούδι της τελευταίας συνάντησης (μτφ. Άρης Αλεξάνδρου)
 
Στο στήθος ένα σφίξιμο
το βήμα χάνω, πάω βιαστική
από την αγωνία, την λαχτάρα, φόρεσα
το γάντι το αριστερό, στο χέρι το δεξί.
Τόσα σκαλιά ν’ ανέβω, αδύνατον.
Μα, είναι τρία, χρυσή μου.
Ηχος γλυκός σαλεύει μες στα δέντρα
και το φθινόπωρο μου λέει “Πέθανε μαζί μου”.
Η τύχη μου παντοτινά ασταθής
άχαρη, σαν εσένα. Είμαι απελπισμένη.
Λύση καμιά δεν βλέπω, ω! ακριβέ.
Πεθαίνω εγκαταλειμμένη.
Tο βλέμμα στρέφω, να το σπίτι μας κι η κάμαρα
κεχριμπαρένια καίνε τα κεριά
της τελευταίας μας συνάντησης το σμίξιμο
και η φωνή σου μες στ΄ αυτιά μου ακόμα τραγουδά».

τα ποιήματα της Άννας Αχμάτοβα τα δανείστηκα από εδώ:

 http://www.poiein.gr/archives/4094/index.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου