Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Μικρό αφιέρωμα : Δύο αποσπάσματα από το θεατρικό έργο τοτ Σλάβομιρ Μρόζεκ (1930-2013) "Δεύτερη Υπηρεσία" (εκδ. "Δωδώνη", 1985)

.........................................................




Σλάβομιρ Μρόζεκ  
 (1930 - 2013)





Από τη "Δεύτερη Υπηρεσία"

(μετάφραση Γιάννης Βαρβέρης)

Α' Πράξη

...Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Μα τι θέλεις από μένα;
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Πολύ λίγα πράγματα.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Γρήγορα, να τελειώνουμε.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Θέλω να με ξαναγαπήσεις.
(Παύση)
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Αδύνατο.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Γιατί;
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Γιατί... Γιατί... δε ζεις.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Και λοιπόν; Συμφωνώ πως δεν είμαι σε φόρμα τον τελευταίο καιρό, ο έρωτας όμως δεν έχει να κάνει με την ομορφιά. Γι' αυτό και απευθύνομαι σε σένα. Αγάπησέ με και θα δεις , τ' άλλα θα 'ρθουν μόνα τους. Είναι το μόνο που σου ζητάω.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Και δεν μπορείς να το ξεπεράσεις;
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Δεν καταλαβαίνεις σε τι κατάσταση βρίσκομαι; Κι αν έχω πεθάνει, τι μ' αυτό; Υπάρχουν και χειρότερα. Λίγο-λίγο με ξεχάσανε. Ακόμα και το πορτραίτο το πετάξανε στα σκουπίδια. Όλο και κάτι βρίσκεται βέβαια εδώ κι εκεί να με θυμίζει, αλλά όσο πάει και ξεθωριάζει, κάθε μέρα και πιο πολύ. Ό,τι έμεινε μόλις που φτάνει για να με κάνει να βγαίνω απ' τον τάφο μου και να ξεμουδιάζω λιγάκι περπατώντας. Και σε τι κατάσταση, ε; Ένα αερικό, ένα... φάντασμα διάφανο, ακριβώς όπως ένα σουβενίρ που ξεθωριάζει όλο και περισσότερο. Σβήνω, το νιώθω, το νιώθω ιδίως τις νύχτες. Κάποτε θάρθει η ώρα που δε θα μπορέσω να ξανασηκωθώ από τον τάφο μου, δε θάχω πια τη δύναμη να το κάνω. Θα μείνω εκεί ξαπλωμένος, ακίνητος, με το αυτί τεντωμένο, κι αν φωνάξω, κανένας δε θα μ' ακούσει. Ύστερα ούτε κι αυτό. Τίποτα πια. Θα γυρίσω στο τίποτα.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Τι μπορούμε να κάνουμε;
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Η αγάπη θα μπορούσε να με σώσει. Αν ένα ξεχασμένο σουβενίρ μπορεί και με φέρνει τώρα εδώ μπροστά σου, φαντάσου η αγάπη... Θα ζωντάνευα. Δώσ' μου την αγάπη σου και θ' αναστηθώ. Φτάνει να μ' αγαπήσεις.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Δεν μπορώ.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Κάποτε φώναζες: "Ζήτω ο Μεγάλος Αρχηγός! Απόδειξέ μου τώρα πως το πίστευες. Τώρα ή ποτέ!
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Μα πίστεψέ με, Αρχηγέ...
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Σε πιστεύω. Θυμήσου τον όρκο σου.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Παλιές ιστορίες...*
 









Β' Πράξη:

...Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Εσύ ακόμα εδώ είσαι;
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Ακόμα; Τώρα θα δεις!
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ (στον Μικρό, δείχνοντας το Φάντασμα με την ομπρέλα του): Το γνωρίζεις;
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Μ' αγαπάει.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Τι είπες;
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Μόνος του το είπε.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ (στον Μικρό): Είναι αλήθεια; 
(Ο Μικρός κάνει "ναι" δυο φορές με το κεφάλι, ύστερα δύο φορές "όχι", μετά "ναι", μετά "όχι", τελικά , κουνάει το κεφάλι του σαν να τον ενοχλεί το πουκάμισό του).
 Ο ΠΑΤΕΡΑΣ (στο Φάντασμα): Θέλεις λοιπόν το γιό μου;
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Αφού πέτυχα και με τον μπαμπά...
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Πάψε! Μπροστά στο παιδί!
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Πρέπει να το ενημερώσεις για την παράδοση...
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Δε θα μου το κάνεις αυτό!
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Νομίζω μάλιστα πως το προτιμώ.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Δε χόρτασες;
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Μάλλον εσύ βαρέθηκες.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ (στον Μικρό): Μην τον ακούς! (Παίρνει την ομπρέλα κάτω απ' τη μασχάλη του και με τα δυο του χέρια βουλώνει τ' αυτιά του Μικρού. Στο Φάντασμα): Σου απαγορεύω.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Νομίζεις πως μπορείς να μ' εμποδίσεις;
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Δε... δε θα το επιτρέψω. Είμαι ο πατέρας του.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Ευχαριστώ για το νέο!
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Θα του μιλήσω.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Πολύ θα χαρώ να σ' ακούσω.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ, στο Μικρό: Δυστυχισμένο μου παιδί, μπαίνεις σε πολύ επικίνδυνο μονοπάτι. 
(Ο ΜΙΚΡΟΣ δείχνει με τους δείκτες του τα αυτιά του, θέλοντας να επι πως δεν ακούει. Ο Πατέρας του τα ελευθερώνει και ξαναρχίζει σε λίγο υψηλότερο τόνο): Δυστυχισμένο μου παιδί, μπαίνεις σε πολύ επικίνδυνο μονοπάτι. Και πώς τολμάς αλήθεια να 'χεις τέτοιες ύποπτες σχέσεις πίσω απ' την πλάτη μου; Δεν κάνεις καθόλου καλά. Περνάς τη νύχτα σου με πρόσωπα που δεν είναι της σειράς μας, κάνεις παρέα κι εγώ δεν ξέρω με ποιους, κάνεις ο Θεός ξέρει τι. Έτσι κάνουν τα καλά παιδιά; Για κάνε - χα να δω. ( Ο Μικρός εκτελεί) Βέβαια έχεις πιει.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Ήπιαμε ένα ποτηράκι παρέα.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Καλά, κι αυτό δεν είναι τίποτα. Το θέμα είναι με ποιον το ήπιες. Καλό μου παιδί, δεν ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις. με τέτοιες παρέες δημιουργείς σκάνδαλα κι εκθέτεις κι εμένα, ποιον; εμένα! Το ξέρεις πως, ιδίως στη σημερινή εποχή κινδυνέυβ να 'χω φασαρίς για χάρη του; Πίστεψέ με, αυτή η ξεπερασμένη ιδεολογία δεν είναι ιδανικός σύντροφος για σένα.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Μαλλον για είδωλο πρόκειται.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Δεν έχει σημασία, ξεπερασμένα πάντως. Εσύ να 'χεις σχέση μόνο μ' αυτούς που βρίσκονται ψηλά. (Δείχνει το ταβάνι). Αυτή είναι η συμβουλή μου. 
Ο ΜΙΚΡΟΣ: Πατέρα, είστε κι εσείς απ' αυτούς που βρίσκονται ψηλά;
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Εγώ δεν πέφτω ποτέ. Είμαι αξιοπρεπής άνθρωπος εγώ.
Ο ΜΙΚΡΟΣ: Ε λοιπόν εγώ δε θέλω να βρίσκομαι ψηλά.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Προτιμάς να σε πατάνε;
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Τον καταλαβαίνω.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Προτιμάς αυτό το κάθαρμα;
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Δεν προτιμάει τίποτε. Απλά, του φέρνεις φρίκη και αηδία. (Παύση)
 Ο ΠΑΤΕΡΑΣ (πληγωμένος): Έτσι λοιπόν, του φέρνω φρίκη... Ποιος; Εγώ! Εγώ! Του φέρνω φρίκη! Τι εστέτ! Περίμενε λοιπόν και θα σου δείξω εγώ με τι μοιάζει (Δείχνει το Φάντασμα) Το ξέρω καλά αυτό το μούτρο, θα σου δείξω τώρα αμέσως τι κρύβει. Νόμισες πως πέτυχες καμιά πεταλουδίτσα; Κοίτα, λοιπόν! (Πλησιάζει το Φάντασμα, απλώνει το χέρι του για να του τραβήξει την περούκα αλλά προτού προλάβει, το Φάντασμα τη βγάζει μόνο του. Παύση).
Ο ΜΙΚΡΟΣ (αποσβολωμένος): Μα Κύριε δεν είστε... κυρία;
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ (πετώντας την κάπα): Ούτε κύριος είμαι. Είμαι κάτι πολύ περισσότερο κι από τους άντρες κι από τις γυναίκες μαζί. Κι απο΄τα παιδιά. Είμαι κάτι που δεν το 'χες γνωρίσει μέχρι τώρα, γιατί αυτός (δείχνει τον Πατέρα) δε σου 'χε μιλήσει ποτέ για μένα. Και ξέρεις γιατί;
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Γιατί δεν το άξιζες, κατααρμένε ισοπεδωτή της ιστορίας!
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Καταραμένος; Κι από ποιον; Μήπως από σένα όταν μου εξέφραζες τον θαυμασμό σου και με διαβεβαίωνες για την πίστη σου; Ή μήπως όταν, ανακατεμένος με το πλήθος χαιρετούσες τη δόξα μου με το χέρι τεντωμένο; Ή μήπως όταν καμάρωνες στην παρέλαση ή όταν κατασκόπευες; Καταραμένος πότε; Εγώ, καταραμένος από σένα; Μα ειναι γελοίο. (Στον Μικρό). Όχι καλό μου, αν δεν μιλάει ποτέ για μένα, δεν είναι γιατί δε μ' αγάπησε ποτέ, όπως λέει σήμερα. Θέλεις να μάθεις γιατί;
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Γιατί αυτές δεν είναι ιστορίες για παιδιά. Γιατί δε θέλω να του διηγούμαι εγκλήματα. Αυτο δα έλειπε! Το παιδί μου είναι αθώο (Χαϊδεύει το κεφάλι του Μικρού). Δεν πρέπει να σκανδαλίζεται.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Τι λεπτότητα!
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Απαίσιε εγκληματία!
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Διαταγές έδινα.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Τις ξέρουμε δα.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Ποιος τις εκτελούσε;
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Ήσουν ένας απαίσιος.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Ποιος τις καλυπτε; (Παύση) Άργησε να ξυπνήσει η συνείδησή σου. Δεν είναι φαίνεται και πολύ ευαίσθητη.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Έκανα ό,τι με διατάξανε.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Κι εγώ διέταζα ό,τι γινότανε δεκτό.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Κι ήτανε πάρα πολύ!
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Τίποτε περισσότερο απ' ό,τι έπρεπε. (Παύση. Το Φάντασμα προς τον Μικρό).  Όχι, αγόρι μου. Ο πατέρας σου ψάχνει τώρα να βρει ψευτοφυγάδες, άλλοτε όμως δεν τον ενοχλούσε να συνεργάζεται μαζί μου. Το 'κανε με την καρδιά του. Δε σου 'κρυψε την ύπαρξή μου για να προστατέψει το ήθος σου. θα σου πω εγώ γιατί το΄κανε. Το 'κανε γιατί μας φοβάται. Το μόνο που τον νοιάζει είναι να σώσει το τομάρι του. Ο καημένος, φοβάται γιατί ξέρει πως αν εμείς οι δυο συμμαχήσουμε, θα χάσει την εξουσία.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ: Αυτό είναι συκοφαντία!


*ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ: Μα ναι! Έχει αρκετή πείρα. Να σου πει καλύτερα τι κάναμε στον ίδιο του τον Πατέρα. Εκείνη την εποχή είχε τα χρόνια σου κι ήτανε με το μέρος μου. Εγώ είμαι πάντα με το μέρος των γιων. Εναντίον των μπαμπάδων. (Στον Πατέρα) Έτσι δεν είναι, πρώην γιε του μπαμπά σου;
(Παύση)
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ (χαμηλόφωνα αλλά με ένταση): Τώρα σε καταριέμαι!... 


*: Η εικονογράφηση δική μου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου