.................................................................
Κυριακή, 08 Ιανουαρίου 2012, "ΕΠΟΧΗ"
Διασταύρωση επετείων
Κυριακή, 08 Ιανουαρίου 2012, "ΕΠΟΧΗ"
Χριστούγεννα 2011 εξέπνευσε το έτος Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Πρωτοχρονιά 2012 ανέτειλε το έτος Καρόλου Ντίκενς. Το πρώτο, ούτε καν επισήμως από την ελληνική πολιτεία ανακηρύχτηκε έτος Παπαδιαμάντη. Αντιθέτως, το δεύτερο εξαγγέλθηκε, μετά φανών και λαμπάδων, ως παγκόσμιο έτος Ντίκενς, με τις προγραμματισμένες εκδηλώσεις να φτάνουν μέχρι τα πέρατα της άλλοτε ποτέ γηραιάς Αλβιώνος. Το χορό των εορτασμών θα σύρει η πόλη του Ντίκενς, το Λονδίνο. Κατά καλή τύχη της πρωτεύουσας του Ηνωμένου Βασιλείου, η διακοσιετηρίδα του Ντίκενς συνέπεσε με τη διεξαγωγή στην πόλη των Ολυμπιακών Αγώνων. Ως τη βασική πολιτιστική ατραξιόν ετοιμάζονται οι Λονδρέζοι να προβάλλουν τον κορυφαίο κλασικό τους συγγραφέα. Έχουν ήδη ανακαινίσει το μουσείο του, στο κέντρο της πόλης, και καταστρώσει πλούσιο πρόγραμμα εκδηλώσεων. Το μουσείο στεγάζεται σε ένα από τα σπίτια, στα οποία έζησε ο Ντίκενς. Λιγότερο από τρία χρόνια έμεινε σε αυτό, ήταν όμως η πρώτη κατοικία μεσοαστικών προδιαγραφών που απέκτησε, μόλις είχε αρχίσει να καταξιώνεται ως δημοσιογράφος και έκανε τα πρώτα του συγγραφικά βήματα. Εκεί έγραψε τον «Όλιβερ Τουίστ». Είναι, πάντως, το μοναδικό κτίσμα, που έφθασε ακέραιο μέχρι τον 20ο αιώνα. Δραστήριος ο Σύλλογος Ντίκενς, που έχει συσταθεί από το 1902, το διέσωσε από την κατεδάφιση και το μετέτρεψε σε μουσείο, το οποίο λειτουργεί από το 1925.
Σε αντίθεση, ο Παπαδιαμάντης, μια εντοιχισμένη προτομή, όλη κι όλη, ευτύχησε να αποκτήσει στην Αθήνα, στην πλατεία Δεξαμενής, στο Κολωνάκι, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της αθηναϊκής του μετοικεσίας. Κι αυτής, όμως, της βγάλαμε τα μάτια ή, επί το ακριβέστερο, έπεσε θύμα πρόσφατου βανδαλισμού. Κατά τα άλλα, σύμφωνα με τις πομπώδεις εκφράσεις των υπουργών Πολιτισμού, η Αθήνα μας, με το κλέος των αγαλμάτων της, συνιστά ακρογωνιαίο λίθο της βαριάς βιομηχανίας της χώρας μας, που είναι ο τουρισμός.
Όσο για τα υπόλοιπα του έτους Ντίκενς, ο Σύλλογός του έχει ήδη αναγγείλει το Συνέδριο Ντίκενς του 2012, προκρίνοντας ως τόπο διεξαγωγής τη γενέτειρά του, το Πόρτσμουθ. Σε αντίθεση με την Εταιρεία Παπαδιαμάντη, που φαίνεται να νιώθει κάθε φορά συμπλεγματικά να πραγματοποιήσει το Συνέδριο στη Σκιάθο. Να σημειώσουμε, επίσης, ότι ο Σύλλογος Ντίκενς έχει ήδη αναγγείλει το πρόγραμμα του Συνεδρίου, προσδιορίζοντας το χρόνο και όλες τις λεπτομέρειες σχετικά και με τη συμμετοχή σε αυτό, τις οποίες ανακοινώνει στον διεθνή Τύπο, ώστε το Συνέδριο να είναι ανοιχτό για κάθε ενδιαφερόμενο απανταχού της γης. Και πάλι, σε αντίθεση με την Εταιρεία Παπαδιαμάντη, που δεν δημοσιοποιεί ευρύτερα τις αποφάσεις της, τις οποίες, ούτως ή άλλως, παίρνει στο παρά πέντε. Τέλος, παρόλο που ο Ντίκενς, εκτός από Σύλλογο, έχει και νεότερη Εταιρεία, ένα μόνο διεθνές Συνέδριο προγραμματίζεται, στις 9 με 14 Αυγούστου, και θα αφορά τον Ντίκενς και το έργο του, χωρίς θεματικούς περιορισμούς.
Διαφορές
Η διαφορά στην αντιμετώπιση των δυο συγγραφέων, όσο αφορά τη διεθνή κοινότητα, είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, με καθοριστικό στοιχείο εκείνο της γλώσσας. Πέραν, όμως, των περιορισμένων ορίων της ελληνικής, βασικός συντελεστής είναι και το είδος της λογοτεχνίας, που καλλιέργησαν οι δυο συγγραφείς. Όσο περιοριστική αποβαίνει η γλώσσα γραφής, αντίστοιχα δεσμευτικό στην απήχηση ενός συγγραφέα είναι το λογοτεχνικό είδος του διηγήματος ή και γενικότερα της σύντομης φόρμας έναντι του μυθιστορήματος. Κορυφαίος μυθιστοριογράφος ο Ντίκενς, ψυχαγώγησε με τα βιβλία του και τις μεταμορφώσεις τους σε ταινίες, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές, σε θεατρικά έργα μέχρι και σε κόμικς, όλες τις ηλικίες και όλες τις γενιές από την εποχή του και τουλάχιστον μέχρι την ηλεκτρονική επέλαση. Ενώ, ο Παπαδιαμάντης κωδικοποιείται ως διηγηματογράφος και αναλογικά παραμένει, περισσότερο σήμερα, δυσπρόσιτος στο ευρύ κοινό. Αυτή η διαφορά, ωστόσο, δεν σηματοδοτεί και διαφορά αναστήματος. Ο Ντίκενς έχει μεν καταχωρηθεί ως κλασικός συγγραφέας των αγγλικών γραμμάτων, αλλά η κριτική, κατά καιρούς, του καταλόγισε συναισθηματισμό έως και μελοδραματισμό, χαοτική δομή και ρεαλισμό νοθευμένο με εξωπραγματικά στοιχεία ρομαντικής προέλευσης. Με βάση όλα αυτά, οι Άγγλοι μοντερνιστές τον εξαίρεσαν από τον λογοτεχνικό Κανόνα που κατάρτισαν. Μένει ζητούμενο, ποια μπορεί να ήταν η άποψή τους για τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη.
Πρώτες μεταφράσεις
Περισσότερο από μια γενιά χωρίζει τον Σκιαθίτη από τον λονδρέζο ομότεχνό του. Εφέτος εορτάζονται τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Ντίκενς, στις 7 Φεβρουαρίου 1812. Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε 39 χρόνια αργότερα, στις 4 Μαρτίου 1851. Το 2011, συμπληρώθηκε ένας αιώνας από το θάνατό του, στις 2 Ιανουαρίου 1911. Κυριακή γεννήθηκε και Κυριακή πέθανε, λίγο πριν κλείσει τα 60. Σε παραπλήσια ηλικία, έχοντας συμπληρώσει τα 58, πέθανε ο Ντίκενς, στις 8 Ιουνίου 1870. Αμφότεροι χαρακτηρίζονται και κοινωνικοί συγγραφείς. Κυρίως κοινωνικός συγγραφέας ο Ντίκενς, περιέγραψε και επέκρινε όψεις του βικτωριανού κόσμου, μέσα στον οποίο έζησε. Όταν ανέβηκε στο θρόνο η δεκαοχτάχρονη Βικτωρία, το 1837, εκείνος ήταν ήδη ένας δημοφιλής συγγραφέας, παρότι είχε εκδώσει μόλις ένα βιβλίο τον προηγούμενο χρόνο. Το έτος της ενθρόνισής της δημοσίευσε σε συνέχειες τον «Όλιβερ Τουίστ». Όταν πέθανε η Βασίλισσα, το 1901, εκείνος είχε ήδη εισέλθει στο πάνθεο των κλασικών.
Δια βίου και σε ολόκληρο το έργο του, ο Ντίκενς στάθηκε υπερασπιστής του λαού. Ανέδειξε αυτούς που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, ορφανά και παρίες, γελοιογραφώντας τους τύποις ενάρετους και καταγγέλλοντας τους εκμεταλλευτές. Μεταξύ άλλων, πλάθει στον «Όλιβερ Τουίστ» έναν αντιπροσωπευτικό τύπο φιλοχρήματου κακούργου στον υπόκοσμο του Λονδίνου, τον Εβραίο Φέϊγκιν. Είναι αρχηγός συμμορίας, που έχει στήσει “σχολή” πορτοφολάδων, όπου εκπαιδεύει καταλλήλως όσα παιδιά πέφτουν στα χέριά του. Αυτός ο ήρωας πολύ του κόστισε του Ντίκενς και όχι μόνο μεταθανατίως, όπως ο Σάϋλωκ του Σαίξπηρ. Οι κατηγορίες για αντισημιτισμό επηρέασαν ακόμη και το πλάσιμο, από ένα σημείο και ύστερα, του μυθιστορήματος, καθώς γραφόταν και δημοσιευόταν σε συνέχειες. Ο Ντίκενς, ως προς τις πολιτικές του αντιλήψεις, παρέμεινε ένας αστός της εποχής του. Γνησιότερα λαϊκός υπήρξε ο Παπαδιαμάντης. Μακράν, πάντως, και των δυο, οι ριζοσπαστικές ιδέες. Κι όμως, σε έναν ριζοσπάστη, που ενθουσιάστηκε με την κοινωνική κριτική, που ασκεί ο Ντίκενς, πολύ πιθανόν να οφείλεται η πρώτη μετάφραση βιβλίου του στα ελληνικά.
Αυτό το πρώτο βιβλίο του Ντίκενς είναι το κοινωνικό του μυθιστόρημα «Τα δύσκολα χρόνια». Εκδόθηκε το 1887 από το περιοδικό «Εβδομάς», χωρίς όνομα μεταφραστή. Προηγουμένως, είχε δημοσιευθεί σε συνέχειες στο εν λόγω περιοδικό. Το επόμενο έτος, εκδόθηκε ένα δεύτερο βιβλίο του, «Το Άσμα των Χριστουγέννων», όπως αποδόθηκε ο πρωτότυπος τίτλος, τα «Χριστουγεννιάτικα κάλαντα». Αυτή τη φορά, με όνομα μεταφραστή. Πρόκειται για τον Παναγιώτη Πανά, ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα, αν όχι το σημαντικότερο, του ελληνικού ριζοσπαστισμού κατά τον 19ο αι. Έχουμε αρκετές ενδείξεις, που οδηγούν στην εικασία ότι εκείνος είναι ο μεταφραστής και του πρώτου βιβλίου. Υπέρ αυτού συνηγορεί, εκτός από το θέμα του βιβλίου, και το ότι ο Πανάς παραμένει μόνιμος συνεργάτης του περιοδικού, κυρίως ως μεταφραστής, από το 1884.
Ο Ντίκενς, όμως, είναι από πολύ νωρίτερα δημοφιλής και στη χώρα μας. Ήδη από τα μέσα του 19ου αι. γίνεται γνωστός στο ελληνικό κοινό ως δημοσιογράφος, ιδίως με μεταφράσεις ταξιδιωτικών του κειμένων. Η θαυμαστική μνημόνευσή του, το 1891, από τον Ιωάννη Καμπούρογλου, εκδότη της εφημερίδας «Νέα Εφημερίς», δείχνει την εξέχουσα θέση που κατέχει στην εκτίμηση των λογίων της εποχής. Ο Καμπούρογλου τον αναφέρει για να καλοσυστήσει τον Παπαδιαμάντη, καθώς δημοσιεύει αγγελία για την προσεχή έκδοση συλλογής διηγημάτων του, με τίτλο, «Θαλασσινά Ειδύλλια»: “Αμερικανός σχεδόν εις τα διηγήματά του, ωσάν τον Πόε, ωσάν τον Δίκκενς τον άγγλον είνε ο κ. Παπαδιαμάντης”. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, πάντως, για τις οποίες έχουμε κάπως καλύτερη εικόνα του περιοδικού Τύπου, ο Ντίκενς εμφανίζεται με μετρημένα διηγήματα. Όσο για τις μεταφράσεις βιβλίων του, λείπει, και στη δική του περίπτωση, συστηματική βιβλιογραφική καταγραφή. Μια πρώτη απόπειρα έκανε ο Θοδωρής Πετρόπουλος, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στα πιο προσιτά μεταπολεμικά χρόνια. Δημοσιεύθηκε το 1989, στο μοναδικό, από όσο γνωρίζουμε, αφιέρωμα περιοδικού στον Ντίκενς, του «Διαβάζω», σε επιμέλεια Γιώργου Γαλάντη. Ένας από τους πρώτους μεταφραστές του Ντίκενς, κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, είναι ο πολιτικοποιημένος Γιώργος Κοτζιούλας, ο οποίος και προτάσσει στη μετάφραση του μυθιστορήματος «Μεγάλες προσδοκίες» εγκωμιαστικό πρόλογο. Εκεί, πληροφορεί ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είχε προκριθεί σε έρευνα των αρχών του ’50 για το καλύτερο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα. Τελικά, πολλές είναι οι μεταφράσεις, κυρίως διηγημάτων, του Ντίκενς, που δημοσιεύονται χωρίς όνομα μεταφραστή. Ωστόσο, ουδείς έχει αποδώσει κάποια από αυτές στον Παπαδιαμάντη. Αν και πρόσφατα, σε εκπομπή της επετειακής για τον Παπαδιαμάντη σειράς «Το σκοτεινό τρυγόνι», το ισχυρίστηκε ο ιστορικός τέχνης Μάνος Στεφανίδης. Αλλά, το πιθανότερο, επρόκειτο για lapsus linguae.
Εκλεκτική συγγένεια
Ανάμεσα στον Παπαδιαμάντη και τον Ντίκενς υπάρχει μια κάποια εκλεκτική συγγένεια όσο αφορά την αγάπη τους για τον κόσμο των παιδιών, στο πλάσιμο του οποίου και οι δυο αντανακλούν δικά τους βιώματα. Ενώ, αμφότεροι δείχνουν προτίμηση στους ταπεινούς και τους παρίες των πόλεων. Ο κατ’ εξοχήν, όμως, λογοτεχνικός τόπος στον οποίο συναντιούνται, δεν είναι το κοινωνικό πεζό αλλά το εορταστικό διήγημα. Ο Ντίκενς θεωρείται ο εισηγητής του χριστουγεννιάτικου διηγήματος. Από το 1843 μέχρι το 1867 δημοσίευε κάθε χρόνο χριστουγεννιάτικα διηγήματα στα περιοδικά, που εξέδιδε ο ίδιος, Στη συνέχεια, συγκέντρωνε τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του σε τόμους, ενώ, τα πρώτα χρόνια, εξέδωσε και πέντε εκτενείς ιστορίες, που θα χαρακτηρίζονταν μεγάλες νουβέλες. Η πρώτη είναι τα «Χριστουγεννιάτικα κάλαντα», που αποδόθηκε στα ελληνικά «Το Άσμα των Χριστουγέννων».
Ο Ντίκενς συνέβαλε στην καθιέρωση του χριστουγεννιάτικου διηγήματος και στην Ελλάδα. Πολλοί είναι οι έλληνες συγγραφείς που δημοσίευσαν χριστουγεννιάτικες ιστορίες. Μόνο, όμως, ο Παπαδιαμάντης ακολούθησε το παράδειγμά του, δημοσιεύοντας με παρόμοια τακτικότητα. Ξεκίνησε είκοσι χρόνια αφότου εκείνος σταμάτησε, τα Χριστούγεννα του 1887, όταν έκανε την εμφάνισή του ο πρώτος Ντίκενς στα ελληνικά βιβλιοπωλεία. Οι διαφορές, ωστόσο, ανάμεσα στον Σκιαθίτη και τον Λονδρέζο είναι σημαντικές. Ο Ντίκενς είναι ο εισηγητής του χριστουγεννιάτικου διηγήματος, αλλά όχι καθολικά και του εορταστικού. Ανέστησε μεν το πνεύμα των Χριστουγέννων για τους Άγγλους και τους Αμερικανούς, αλλά συγγραφικά δεν τον απασχόλησε καμία άλλη θρησκευτική εορτή. Ίσως γιατί ήταν Αγγλικανός στο θρήσκευμα και το Πάσχα είναι εορτή της Ορθοδοξίας. Αλλά και ο ορθόδοξος Ντοστογιέφσκι, που δημοσίευσε εορταστικά διηγήματα, μόνο για τα Χριστούγεννα έγραψε. Οπότε είναι ο Παπαδιαμάντης εκείνος που εγκαινιάζει ευρύτερα το εορταστικό διήγημα. Δυστυχώς, όμως, για εκείνον ή μάλλον ορθότερα, για την ελληνική λογοτεχνία, “Άγγλοι ή Γερμανοί ή Γάλλοι” αξιολογούν το είδος, όχι, όμως, “οι Γρακύλοι της σήμερον”, τουλάχιστον καταπώς συνάγεται από τα δημοσιεύματά τους. Αυτοί, όταν δεν του βγάζουν τα μάτια, του βάζουν τα γυαλιά ή μάλλον, ματογυάλια εξ Εσπερίας ερχόμενα. Βεβαίως, αυτή είναι η κυρίαρχη οπτική και αποκαλείται ευρωπαϊκή αναβάπτιση του Παπαδιαμάντη.
Αλλά κι αν περιοριστούμε στο χριστουγεννιάτικο διήγημα, του Παπαδιαμάντη διαφέρει ουσιαστικά από εκείνο του Ντίκενς. Φανταστικά και ηθοποιητικά έχουν χαρακτηριστεί τα διηγήματα του Ντίκενς. Το κύριο, όμως, γνώρισμά τους είναι η προβολή της οικογένειας και του χαρούμενου εορτασμού στους κόλπους της. Σε αντίθεση με του Παπαδιαμάντη, που αγκαλιάζουν ολόκληρη την κοινότητα, με προεξάρχον σε ορισμένα το εκκλησιαστικό τελετουργικό. Αυτά, όσο αφορά το περιεχόμενο, γιατί ειδολογικά, ούτε φανταστικά είναι, πλην ενός που έχει παραμυθιτική μορφή («Άνθος του Γιαλού»), ούτε ηθοποιητικά, τουλάχιστον όχι με τον προφανή τρόπο εκείνων του Ντίκενς.
Διακειμενικότητα
Ο Παπαδιαμάντης δεν φαίνεται να επηρεάστηκε, τουλάχιστον άμεσα, από το έργο του Ντίκενς, ούτε στα χριστουγεννιάτικα διηγήματα ούτε γενικότερα. Αν και πρόσφατα επισημάνθηκε μια πρωτότυπη διακειμενικότητα. Σε δημοσίευμα κυριακάτικης εφημερίδας, ανήμερα το Δεκαπενταύγουστο, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ο Παπαδιαμάντης να δανείστηκε μια φράση από τον «Όλιβερ Τουίστ». Για μια οποιαδήποτε φράση, όσο ποιητική ή άλλως πώς εντυπωσιακή κι αν είναι, δεν θα άξιζε να γίνει λόγος. Πρόκειται, όμως, για τη διασημότερη φράση του Παπαδιαμάντη από το γνωστότερο έργο του, την «Φόνισσα». Συγκεκριμένα, την κατακλείδα: «...Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον... εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης.» Ο Ραπτόπουλος εντοπίζει τη φράση σε ένα από τα τελευταία κεφάλαια του «Όλιβερ Τουίστ», εκεί που περιγράφεται ο θάνατος του πρωτοπαλίκαρου της συμμορίας του Φέϊγκιν, του Μπιλ Σάϊκς. Στη μετάφραση, που έπεσε στα χέριά του, διαβάζει «...Ο φονιάς τινάχτηκε απελπισμένα και τα πόδια του συσπάστηκαν στο κενό. Κι έμεινε εκεί κρεμασμένος, με το μαχαίρι ανοιχτό στη σφιγμένη του παλάμη. Εκεί έμεινε, μετέωρος, ανάμεσα στη θεία και την ανθρώπινη δικαιοσύνη.»
Ο Ραπτόπουλος, πιθανώς μη αντιλαμβανόμενος τη σημασία ενός παρόμοιου δανείου, δεν ανατρέχει στο πρωτότυπο του «Όλιβερ Τουίστ» προς διευκρίνιση. Αφήνει τη σκιά της “λογοκλοπής” να πλανιέται πάνω από τον Παπαδιαμάντη, για να σώσει την επιφυλλίδα του ή μάλλον τον τίτλο της, «Εις το ήμισυ του δρόμου». Να διαλύσουμε, λοιπόν, τη σκιά. Στο πρωτότυπο δεν υπάρχει η επίμαχη φράση. Άρα πρόκειται για προσθήκη του μεταφραστή. Ο Ραπτόπουλος αναρωτιέται, μήπως ήταν ο Παπαδιαμάντης εκείνος που μετέφρασε το βιβλίο. Κι όμως, όπως μας πληροφορεί, τη μετάφραση υπογράφει ο/η άγνωστος/στη Ε. ΠΟΛΙΤΟΥ και είναι επανέκδοση του 2000, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις DeAgostini Hellas. Γνωστές οι εν λόγω εκδόσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με πορεία 110 χρόνων, έχουν πάρει το όνομά τους από τον ιταλό γεωγράφο Τζιοβάνι Ντε Αγκοστίνι. Στην Ελλάδα, ωστόσο, εμφανίστηκαν το 1995. Οι εκδόσεις τους βιβλίων του Ντίκενς στηρίχτηκαν σε παλαιότερες μεταφράσεις άλλων εκδοτών. Η συγκεκριμένη είναι των εκδόσεων Μίνωας του 1968. Την αναφέρει ο Πετρόπουλος στη βιβλιογραφία του, μόνο που γράφει τον μεταφραστή Κ. Πολίτου. Όπως και να έχει, εμάς ο μεταφραστής δεν μας φαίνεται και τόσο άγνωστος. Θα μπορούσε να πρόκειται για την νεοελληνίστρια Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, που, πιθανώς, τότε ακόμη να μην είχε αποκτήσει το δεύτερο επίθετο ούτε να είχε γίνει καθηγήτρια. Μπορεί να μην είχε καν φύγει για τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Λονδίνο. Φαίνεται, πάντως, πως αγαπούσε από τότε τον Παπαδιαμάντη. Από τότε μέχρι σήμερα, που βάλθηκε να ιχνηλατήσει και με τη βοήθεια της τεχνολογίας τον μεταφραστή Παπαδιαμάντη. Από όσο γνωρίζουμε και αν η εικασία μας ευσταθεί, είναι το πρώτο παράδειγμα παπαδιαμαντολόγου, που λειτουργεί μεταφραστικά κατά το πρότυπο του Παπαδιαμάντη.
Μ. Θεοδοσοπούλου
Σε αντίθεση, ο Παπαδιαμάντης, μια εντοιχισμένη προτομή, όλη κι όλη, ευτύχησε να αποκτήσει στην Αθήνα, στην πλατεία Δεξαμενής, στο Κολωνάκι, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της αθηναϊκής του μετοικεσίας. Κι αυτής, όμως, της βγάλαμε τα μάτια ή, επί το ακριβέστερο, έπεσε θύμα πρόσφατου βανδαλισμού. Κατά τα άλλα, σύμφωνα με τις πομπώδεις εκφράσεις των υπουργών Πολιτισμού, η Αθήνα μας, με το κλέος των αγαλμάτων της, συνιστά ακρογωνιαίο λίθο της βαριάς βιομηχανίας της χώρας μας, που είναι ο τουρισμός.
Όσο για τα υπόλοιπα του έτους Ντίκενς, ο Σύλλογός του έχει ήδη αναγγείλει το Συνέδριο Ντίκενς του 2012, προκρίνοντας ως τόπο διεξαγωγής τη γενέτειρά του, το Πόρτσμουθ. Σε αντίθεση με την Εταιρεία Παπαδιαμάντη, που φαίνεται να νιώθει κάθε φορά συμπλεγματικά να πραγματοποιήσει το Συνέδριο στη Σκιάθο. Να σημειώσουμε, επίσης, ότι ο Σύλλογος Ντίκενς έχει ήδη αναγγείλει το πρόγραμμα του Συνεδρίου, προσδιορίζοντας το χρόνο και όλες τις λεπτομέρειες σχετικά και με τη συμμετοχή σε αυτό, τις οποίες ανακοινώνει στον διεθνή Τύπο, ώστε το Συνέδριο να είναι ανοιχτό για κάθε ενδιαφερόμενο απανταχού της γης. Και πάλι, σε αντίθεση με την Εταιρεία Παπαδιαμάντη, που δεν δημοσιοποιεί ευρύτερα τις αποφάσεις της, τις οποίες, ούτως ή άλλως, παίρνει στο παρά πέντε. Τέλος, παρόλο που ο Ντίκενς, εκτός από Σύλλογο, έχει και νεότερη Εταιρεία, ένα μόνο διεθνές Συνέδριο προγραμματίζεται, στις 9 με 14 Αυγούστου, και θα αφορά τον Ντίκενς και το έργο του, χωρίς θεματικούς περιορισμούς.
Διαφορές
Η διαφορά στην αντιμετώπιση των δυο συγγραφέων, όσο αφορά τη διεθνή κοινότητα, είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, με καθοριστικό στοιχείο εκείνο της γλώσσας. Πέραν, όμως, των περιορισμένων ορίων της ελληνικής, βασικός συντελεστής είναι και το είδος της λογοτεχνίας, που καλλιέργησαν οι δυο συγγραφείς. Όσο περιοριστική αποβαίνει η γλώσσα γραφής, αντίστοιχα δεσμευτικό στην απήχηση ενός συγγραφέα είναι το λογοτεχνικό είδος του διηγήματος ή και γενικότερα της σύντομης φόρμας έναντι του μυθιστορήματος. Κορυφαίος μυθιστοριογράφος ο Ντίκενς, ψυχαγώγησε με τα βιβλία του και τις μεταμορφώσεις τους σε ταινίες, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές, σε θεατρικά έργα μέχρι και σε κόμικς, όλες τις ηλικίες και όλες τις γενιές από την εποχή του και τουλάχιστον μέχρι την ηλεκτρονική επέλαση. Ενώ, ο Παπαδιαμάντης κωδικοποιείται ως διηγηματογράφος και αναλογικά παραμένει, περισσότερο σήμερα, δυσπρόσιτος στο ευρύ κοινό. Αυτή η διαφορά, ωστόσο, δεν σηματοδοτεί και διαφορά αναστήματος. Ο Ντίκενς έχει μεν καταχωρηθεί ως κλασικός συγγραφέας των αγγλικών γραμμάτων, αλλά η κριτική, κατά καιρούς, του καταλόγισε συναισθηματισμό έως και μελοδραματισμό, χαοτική δομή και ρεαλισμό νοθευμένο με εξωπραγματικά στοιχεία ρομαντικής προέλευσης. Με βάση όλα αυτά, οι Άγγλοι μοντερνιστές τον εξαίρεσαν από τον λογοτεχνικό Κανόνα που κατάρτισαν. Μένει ζητούμενο, ποια μπορεί να ήταν η άποψή τους για τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη.
Πρώτες μεταφράσεις
Περισσότερο από μια γενιά χωρίζει τον Σκιαθίτη από τον λονδρέζο ομότεχνό του. Εφέτος εορτάζονται τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Ντίκενς, στις 7 Φεβρουαρίου 1812. Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε 39 χρόνια αργότερα, στις 4 Μαρτίου 1851. Το 2011, συμπληρώθηκε ένας αιώνας από το θάνατό του, στις 2 Ιανουαρίου 1911. Κυριακή γεννήθηκε και Κυριακή πέθανε, λίγο πριν κλείσει τα 60. Σε παραπλήσια ηλικία, έχοντας συμπληρώσει τα 58, πέθανε ο Ντίκενς, στις 8 Ιουνίου 1870. Αμφότεροι χαρακτηρίζονται και κοινωνικοί συγγραφείς. Κυρίως κοινωνικός συγγραφέας ο Ντίκενς, περιέγραψε και επέκρινε όψεις του βικτωριανού κόσμου, μέσα στον οποίο έζησε. Όταν ανέβηκε στο θρόνο η δεκαοχτάχρονη Βικτωρία, το 1837, εκείνος ήταν ήδη ένας δημοφιλής συγγραφέας, παρότι είχε εκδώσει μόλις ένα βιβλίο τον προηγούμενο χρόνο. Το έτος της ενθρόνισής της δημοσίευσε σε συνέχειες τον «Όλιβερ Τουίστ». Όταν πέθανε η Βασίλισσα, το 1901, εκείνος είχε ήδη εισέλθει στο πάνθεο των κλασικών.
Δια βίου και σε ολόκληρο το έργο του, ο Ντίκενς στάθηκε υπερασπιστής του λαού. Ανέδειξε αυτούς που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, ορφανά και παρίες, γελοιογραφώντας τους τύποις ενάρετους και καταγγέλλοντας τους εκμεταλλευτές. Μεταξύ άλλων, πλάθει στον «Όλιβερ Τουίστ» έναν αντιπροσωπευτικό τύπο φιλοχρήματου κακούργου στον υπόκοσμο του Λονδίνου, τον Εβραίο Φέϊγκιν. Είναι αρχηγός συμμορίας, που έχει στήσει “σχολή” πορτοφολάδων, όπου εκπαιδεύει καταλλήλως όσα παιδιά πέφτουν στα χέριά του. Αυτός ο ήρωας πολύ του κόστισε του Ντίκενς και όχι μόνο μεταθανατίως, όπως ο Σάϋλωκ του Σαίξπηρ. Οι κατηγορίες για αντισημιτισμό επηρέασαν ακόμη και το πλάσιμο, από ένα σημείο και ύστερα, του μυθιστορήματος, καθώς γραφόταν και δημοσιευόταν σε συνέχειες. Ο Ντίκενς, ως προς τις πολιτικές του αντιλήψεις, παρέμεινε ένας αστός της εποχής του. Γνησιότερα λαϊκός υπήρξε ο Παπαδιαμάντης. Μακράν, πάντως, και των δυο, οι ριζοσπαστικές ιδέες. Κι όμως, σε έναν ριζοσπάστη, που ενθουσιάστηκε με την κοινωνική κριτική, που ασκεί ο Ντίκενς, πολύ πιθανόν να οφείλεται η πρώτη μετάφραση βιβλίου του στα ελληνικά.
Αυτό το πρώτο βιβλίο του Ντίκενς είναι το κοινωνικό του μυθιστόρημα «Τα δύσκολα χρόνια». Εκδόθηκε το 1887 από το περιοδικό «Εβδομάς», χωρίς όνομα μεταφραστή. Προηγουμένως, είχε δημοσιευθεί σε συνέχειες στο εν λόγω περιοδικό. Το επόμενο έτος, εκδόθηκε ένα δεύτερο βιβλίο του, «Το Άσμα των Χριστουγέννων», όπως αποδόθηκε ο πρωτότυπος τίτλος, τα «Χριστουγεννιάτικα κάλαντα». Αυτή τη φορά, με όνομα μεταφραστή. Πρόκειται για τον Παναγιώτη Πανά, ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα, αν όχι το σημαντικότερο, του ελληνικού ριζοσπαστισμού κατά τον 19ο αι. Έχουμε αρκετές ενδείξεις, που οδηγούν στην εικασία ότι εκείνος είναι ο μεταφραστής και του πρώτου βιβλίου. Υπέρ αυτού συνηγορεί, εκτός από το θέμα του βιβλίου, και το ότι ο Πανάς παραμένει μόνιμος συνεργάτης του περιοδικού, κυρίως ως μεταφραστής, από το 1884.
Ο Ντίκενς, όμως, είναι από πολύ νωρίτερα δημοφιλής και στη χώρα μας. Ήδη από τα μέσα του 19ου αι. γίνεται γνωστός στο ελληνικό κοινό ως δημοσιογράφος, ιδίως με μεταφράσεις ταξιδιωτικών του κειμένων. Η θαυμαστική μνημόνευσή του, το 1891, από τον Ιωάννη Καμπούρογλου, εκδότη της εφημερίδας «Νέα Εφημερίς», δείχνει την εξέχουσα θέση που κατέχει στην εκτίμηση των λογίων της εποχής. Ο Καμπούρογλου τον αναφέρει για να καλοσυστήσει τον Παπαδιαμάντη, καθώς δημοσιεύει αγγελία για την προσεχή έκδοση συλλογής διηγημάτων του, με τίτλο, «Θαλασσινά Ειδύλλια»: “Αμερικανός σχεδόν εις τα διηγήματά του, ωσάν τον Πόε, ωσάν τον Δίκκενς τον άγγλον είνε ο κ. Παπαδιαμάντης”. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, πάντως, για τις οποίες έχουμε κάπως καλύτερη εικόνα του περιοδικού Τύπου, ο Ντίκενς εμφανίζεται με μετρημένα διηγήματα. Όσο για τις μεταφράσεις βιβλίων του, λείπει, και στη δική του περίπτωση, συστηματική βιβλιογραφική καταγραφή. Μια πρώτη απόπειρα έκανε ο Θοδωρής Πετρόπουλος, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στα πιο προσιτά μεταπολεμικά χρόνια. Δημοσιεύθηκε το 1989, στο μοναδικό, από όσο γνωρίζουμε, αφιέρωμα περιοδικού στον Ντίκενς, του «Διαβάζω», σε επιμέλεια Γιώργου Γαλάντη. Ένας από τους πρώτους μεταφραστές του Ντίκενς, κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, είναι ο πολιτικοποιημένος Γιώργος Κοτζιούλας, ο οποίος και προτάσσει στη μετάφραση του μυθιστορήματος «Μεγάλες προσδοκίες» εγκωμιαστικό πρόλογο. Εκεί, πληροφορεί ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είχε προκριθεί σε έρευνα των αρχών του ’50 για το καλύτερο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα. Τελικά, πολλές είναι οι μεταφράσεις, κυρίως διηγημάτων, του Ντίκενς, που δημοσιεύονται χωρίς όνομα μεταφραστή. Ωστόσο, ουδείς έχει αποδώσει κάποια από αυτές στον Παπαδιαμάντη. Αν και πρόσφατα, σε εκπομπή της επετειακής για τον Παπαδιαμάντη σειράς «Το σκοτεινό τρυγόνι», το ισχυρίστηκε ο ιστορικός τέχνης Μάνος Στεφανίδης. Αλλά, το πιθανότερο, επρόκειτο για lapsus linguae.
Εκλεκτική συγγένεια
Ανάμεσα στον Παπαδιαμάντη και τον Ντίκενς υπάρχει μια κάποια εκλεκτική συγγένεια όσο αφορά την αγάπη τους για τον κόσμο των παιδιών, στο πλάσιμο του οποίου και οι δυο αντανακλούν δικά τους βιώματα. Ενώ, αμφότεροι δείχνουν προτίμηση στους ταπεινούς και τους παρίες των πόλεων. Ο κατ’ εξοχήν, όμως, λογοτεχνικός τόπος στον οποίο συναντιούνται, δεν είναι το κοινωνικό πεζό αλλά το εορταστικό διήγημα. Ο Ντίκενς θεωρείται ο εισηγητής του χριστουγεννιάτικου διηγήματος. Από το 1843 μέχρι το 1867 δημοσίευε κάθε χρόνο χριστουγεννιάτικα διηγήματα στα περιοδικά, που εξέδιδε ο ίδιος, Στη συνέχεια, συγκέντρωνε τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του σε τόμους, ενώ, τα πρώτα χρόνια, εξέδωσε και πέντε εκτενείς ιστορίες, που θα χαρακτηρίζονταν μεγάλες νουβέλες. Η πρώτη είναι τα «Χριστουγεννιάτικα κάλαντα», που αποδόθηκε στα ελληνικά «Το Άσμα των Χριστουγέννων».
Ο Ντίκενς συνέβαλε στην καθιέρωση του χριστουγεννιάτικου διηγήματος και στην Ελλάδα. Πολλοί είναι οι έλληνες συγγραφείς που δημοσίευσαν χριστουγεννιάτικες ιστορίες. Μόνο, όμως, ο Παπαδιαμάντης ακολούθησε το παράδειγμά του, δημοσιεύοντας με παρόμοια τακτικότητα. Ξεκίνησε είκοσι χρόνια αφότου εκείνος σταμάτησε, τα Χριστούγεννα του 1887, όταν έκανε την εμφάνισή του ο πρώτος Ντίκενς στα ελληνικά βιβλιοπωλεία. Οι διαφορές, ωστόσο, ανάμεσα στον Σκιαθίτη και τον Λονδρέζο είναι σημαντικές. Ο Ντίκενς είναι ο εισηγητής του χριστουγεννιάτικου διηγήματος, αλλά όχι καθολικά και του εορταστικού. Ανέστησε μεν το πνεύμα των Χριστουγέννων για τους Άγγλους και τους Αμερικανούς, αλλά συγγραφικά δεν τον απασχόλησε καμία άλλη θρησκευτική εορτή. Ίσως γιατί ήταν Αγγλικανός στο θρήσκευμα και το Πάσχα είναι εορτή της Ορθοδοξίας. Αλλά και ο ορθόδοξος Ντοστογιέφσκι, που δημοσίευσε εορταστικά διηγήματα, μόνο για τα Χριστούγεννα έγραψε. Οπότε είναι ο Παπαδιαμάντης εκείνος που εγκαινιάζει ευρύτερα το εορταστικό διήγημα. Δυστυχώς, όμως, για εκείνον ή μάλλον ορθότερα, για την ελληνική λογοτεχνία, “Άγγλοι ή Γερμανοί ή Γάλλοι” αξιολογούν το είδος, όχι, όμως, “οι Γρακύλοι της σήμερον”, τουλάχιστον καταπώς συνάγεται από τα δημοσιεύματά τους. Αυτοί, όταν δεν του βγάζουν τα μάτια, του βάζουν τα γυαλιά ή μάλλον, ματογυάλια εξ Εσπερίας ερχόμενα. Βεβαίως, αυτή είναι η κυρίαρχη οπτική και αποκαλείται ευρωπαϊκή αναβάπτιση του Παπαδιαμάντη.
Αλλά κι αν περιοριστούμε στο χριστουγεννιάτικο διήγημα, του Παπαδιαμάντη διαφέρει ουσιαστικά από εκείνο του Ντίκενς. Φανταστικά και ηθοποιητικά έχουν χαρακτηριστεί τα διηγήματα του Ντίκενς. Το κύριο, όμως, γνώρισμά τους είναι η προβολή της οικογένειας και του χαρούμενου εορτασμού στους κόλπους της. Σε αντίθεση με του Παπαδιαμάντη, που αγκαλιάζουν ολόκληρη την κοινότητα, με προεξάρχον σε ορισμένα το εκκλησιαστικό τελετουργικό. Αυτά, όσο αφορά το περιεχόμενο, γιατί ειδολογικά, ούτε φανταστικά είναι, πλην ενός που έχει παραμυθιτική μορφή («Άνθος του Γιαλού»), ούτε ηθοποιητικά, τουλάχιστον όχι με τον προφανή τρόπο εκείνων του Ντίκενς.
Διακειμενικότητα
Ο Παπαδιαμάντης δεν φαίνεται να επηρεάστηκε, τουλάχιστον άμεσα, από το έργο του Ντίκενς, ούτε στα χριστουγεννιάτικα διηγήματα ούτε γενικότερα. Αν και πρόσφατα επισημάνθηκε μια πρωτότυπη διακειμενικότητα. Σε δημοσίευμα κυριακάτικης εφημερίδας, ανήμερα το Δεκαπενταύγουστο, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ο Παπαδιαμάντης να δανείστηκε μια φράση από τον «Όλιβερ Τουίστ». Για μια οποιαδήποτε φράση, όσο ποιητική ή άλλως πώς εντυπωσιακή κι αν είναι, δεν θα άξιζε να γίνει λόγος. Πρόκειται, όμως, για τη διασημότερη φράση του Παπαδιαμάντη από το γνωστότερο έργο του, την «Φόνισσα». Συγκεκριμένα, την κατακλείδα: «...Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον... εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης.» Ο Ραπτόπουλος εντοπίζει τη φράση σε ένα από τα τελευταία κεφάλαια του «Όλιβερ Τουίστ», εκεί που περιγράφεται ο θάνατος του πρωτοπαλίκαρου της συμμορίας του Φέϊγκιν, του Μπιλ Σάϊκς. Στη μετάφραση, που έπεσε στα χέριά του, διαβάζει «...Ο φονιάς τινάχτηκε απελπισμένα και τα πόδια του συσπάστηκαν στο κενό. Κι έμεινε εκεί κρεμασμένος, με το μαχαίρι ανοιχτό στη σφιγμένη του παλάμη. Εκεί έμεινε, μετέωρος, ανάμεσα στη θεία και την ανθρώπινη δικαιοσύνη.»
Ο Ραπτόπουλος, πιθανώς μη αντιλαμβανόμενος τη σημασία ενός παρόμοιου δανείου, δεν ανατρέχει στο πρωτότυπο του «Όλιβερ Τουίστ» προς διευκρίνιση. Αφήνει τη σκιά της “λογοκλοπής” να πλανιέται πάνω από τον Παπαδιαμάντη, για να σώσει την επιφυλλίδα του ή μάλλον τον τίτλο της, «Εις το ήμισυ του δρόμου». Να διαλύσουμε, λοιπόν, τη σκιά. Στο πρωτότυπο δεν υπάρχει η επίμαχη φράση. Άρα πρόκειται για προσθήκη του μεταφραστή. Ο Ραπτόπουλος αναρωτιέται, μήπως ήταν ο Παπαδιαμάντης εκείνος που μετέφρασε το βιβλίο. Κι όμως, όπως μας πληροφορεί, τη μετάφραση υπογράφει ο/η άγνωστος/στη Ε. ΠΟΛΙΤΟΥ και είναι επανέκδοση του 2000, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις DeAgostini Hellas. Γνωστές οι εν λόγω εκδόσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με πορεία 110 χρόνων, έχουν πάρει το όνομά τους από τον ιταλό γεωγράφο Τζιοβάνι Ντε Αγκοστίνι. Στην Ελλάδα, ωστόσο, εμφανίστηκαν το 1995. Οι εκδόσεις τους βιβλίων του Ντίκενς στηρίχτηκαν σε παλαιότερες μεταφράσεις άλλων εκδοτών. Η συγκεκριμένη είναι των εκδόσεων Μίνωας του 1968. Την αναφέρει ο Πετρόπουλος στη βιβλιογραφία του, μόνο που γράφει τον μεταφραστή Κ. Πολίτου. Όπως και να έχει, εμάς ο μεταφραστής δεν μας φαίνεται και τόσο άγνωστος. Θα μπορούσε να πρόκειται για την νεοελληνίστρια Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, που, πιθανώς, τότε ακόμη να μην είχε αποκτήσει το δεύτερο επίθετο ούτε να είχε γίνει καθηγήτρια. Μπορεί να μην είχε καν φύγει για τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Λονδίνο. Φαίνεται, πάντως, πως αγαπούσε από τότε τον Παπαδιαμάντη. Από τότε μέχρι σήμερα, που βάλθηκε να ιχνηλατήσει και με τη βοήθεια της τεχνολογίας τον μεταφραστή Παπαδιαμάντη. Από όσο γνωρίζουμε και αν η εικασία μας ευσταθεί, είναι το πρώτο παράδειγμα παπαδιαμαντολόγου, που λειτουργεί μεταφραστικά κατά το πρότυπο του Παπαδιαμάντη.
Μ. Θεοδοσοπούλου