Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη " Η XOΛEPΙΑΣΜEΝH" / άλλο ένα "αθηναϊκό" διήγημα του μεγάλου Σκιαθίτη.

...............................................................


 



Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη

Η XOΛEPΙΑΣΜEΝH

Την κατωτέρω διήγησιν, καθώς και μίαν άλλην, επιγραφομένην «το Θαύμα της Καισαριανής»*, ήκουσα εκ στόματος της παθούσης, ήτις είνε η κυρά Ρήνη Ελευθέραινα, του ποτέ Ροδίτη, σεβασμία γερόντισσα Αθηναία.

«Με είχαν παρατήσει όλοι οι δικοί μου, ο άνδρας μου, όπως κι' ο αδερφός μου... Είχα πανδρευθή μικρή, μ' αυτόν τον μπάρμπα-Λευθέρη, που βλέπεις που κοντεύει τώρα τα ογδονταπέντε. Θα ήτον ως είκοσι χρόνια μεγαλείτερος από μένα.

Τόσο μικρή και τόσο άκακη και άγνωστη ήμουν, κορίτσι δεκατριών χρονών. Εκείνος μ' έπαιρνε στα γόνατά του και μ' εφίλευε καραμέλες. Θα ήταν τριαντάρης τότε. Εγώ ούτε ιδέαν είχα απ' αυτά τα πράγματα.

Σαν ήρθε η φοβερή χρονιά, που έφερε την κατοχή των Αγγλογάλλων και τη χολέρα, που βάσταξε τρεις μήνες κ' έπαψε την ημέρα του Αγίου Φιλίππου, ύστερα από μεγάλη λιτανεία και δέησι που έκαμε ο λαός με τους παπάδες, με τα εικονίσματα, με Σταυρούς και με ξεφτέρια, κ' οιΑγγλογάλλοι φοβέριζαν τον βασιληά μας, τον Όθωνα, κ' εκείνος ήτον κλεισμένος στο Παλάτι, — μόνο για να παρηγορή τον λαό έβγαινε — και δεν το κούνησε από την Αθήνα, μ' όλη τη χολέρα και το θανατικό. Κ' έβγαιναν τον ανήφορο οι Αγγλογάλλοι, πλήθος πολύ, καβαλλαρία, Δραγώνοι τους λέγανε, και φαντάροι, που φορούσαν κάτι πουτούρια και τους λέγανε Ζουάβους· κι' άλλοι με κατακόκκινες γιακέταις, κάτι φοβεροί, θεόρατοι, άνδρες ως 'κεί 'πάνω, με άντζες γυμνές, που φορούσαν κάτι σαν φουστανέλλες· κ' έβγαιναν κατά την πλατέα κ' εφοβέριζαν τον Όθωνα. Κι' όσο τον εφοβέριζαν οι Αγγλογάλλοι, τόσο τον αγαπούσε ο λαός. Κι' ο βασιληάς επονούσε το λαό κ' εσκορπούσε ελέη και ψυχικά πολλά απ' το Παλάτι.

Σαν ήρθε η χρονιά εκείνη, εμείς ήμαστε πανδρεμμένοι τρία χρόνια μπροστήτερα. Ο μπάρμπα-Λευθέρης με της καραμέλες με είχε καταφέρει. Θα ήμουν δεκαπέντε, ας ήμουν το πολύ δεκάξη χρονών, όταν έγεινε η στεφάνωσι. Εκείνος θα ήτον παραπάνω από τριάντα.

Τότε, σαν ήρθε το κακό, χολεριάσθηκα κ' εγώ. Είχα γεννήσει ολίγους μήνες μπροστά τη μοναχοκόρη, την Κατήγκω μου, αυτή που βλέπεις. Σαν μ' έπιασαν οι εμετοί και τα άλλα συμπτώματα, Θεός να φυλάη — μακρυά από σας — ο Λευθέρης, αυτός που βλέπεις, μ' απαράτησε κ' έγεινεάφαντος. Πέρασαν πολλές ώρες και δεν εφάνη. Ο αδερφός μου ο Θύμιος, κι' αυτός, ούτε θέλησε να με ζυγώση.

Εκαθόμουν στην ενορία των Αγίων Αποστόλων, σ' ένα στενό σοκάκι, στην Ακρόπολι αποκάτω. Είχα το παιδί στην κούνια κ' έκλαιε. Εγώ υπόφερνα απ' τους πόνους της αρρώστειας κ' εδίψαγα φοβερά.

Εφώναζα νάρθη κανένας. Εζητούσα ένα ποτήρι νερό για έλεος. Κανένας δεν ήρχετο. Η γειτόνισσες, άλλες είχαν φύγει, με την ώρας τους, στην εξοχή, κι' άλλες έκαναν τον κουφό και δεν άκουαν.

Μόνον ένας γείτονας, ο κυρ Μικέλης ο Φλουδάκης, πέρασε το χέρι του απ' το παραθυράκι και μου έρριξε δέκα σβάντζικα. Εγώ του φώναζα να μου φέρη νερό. Αλλά μου είπε, δεν είχε, κ' έφυγε. Ή δεν είχε αληθινά, ή φόβος τον έπιασε και δεν ήθελε ν' αργοπορήση σιμά μου, μην κολλήση.

Καλά και τα δέκα σβάντζικα. Λεφτό δεν είχα. Μα ευχαρίστως θα έδιδα τα δέκα σβάντζικα, για να μου έφερνε κανείς ένα ποτήρι νερό.

Μια αρμάθα κυδώνια είχα κρεμασμένη στον τοίχο απ' έν' αραφάκι. Σηκώθηκα, επήρα ένα και το μάσησα, για να ξεδιψάσω. Ύστερα, σαν καλλίτερα μου φάνηκε να ήταν ψημένα. Έκαμα κουράγιο, άναψα φωτιά κ' έψησα δυο-τρία και τάφαγα.

Είχα κουράγιο. Η καρδιά μου γερή. Ο εμετός μου είχε πάψει από ώρα.

Σαν είχα φάγει τα κυδώνια, μου φάνηκε πως μου εκόπη κάπως η δίψα.
Ύστερα πάλι εδίψασα χειρότερα.

Σηκώθηκα, κ' εβγήκα έξω. Έκαμα ολίγα βήματα στο σοκάκι. Η γειτονιά  έρημη. Ο κόσμος είχε φύγει. 
Αυλόπορτες κλεισμένες. Παράθυρα
κλειδομανταλωμένα. Ψυχή δεν εφαίνετο πουθενά.

Επήγα παραπέρ' ακόμα. Ήξευρα πως ήτον μια βρύσι κάπου εκεί. Έφτασα, με μεγάλη αδυναμία, με κομμένα γόνατα. Ξέστρηψα με κόπο την κάνουλα της βρύσης. Ω! συφορά μου! το νερό είχε κοπή.

Σηκώνουμαι, σέρνουμαι ακόμα παραπέρα... Δεν θυμάμαι αν είχα πάρει μαζί μου το κορίτσι μου από την κούνια...»

Εδώ η αφηγουμένη διεκόπη, και προσεπάθει ν' αναπολήση. Είτα επανέλαβε·

«Ναι... όχι, δεν το πήρα μαζί μου... Είχα βγη έξω για προσωρινά. Το ένα πρώτο για να βρω νερό κ' έπειτα με την ελπίδα ν' απαντήσω κανένα
γνώριμο... να τον αρωτήσω αν είδε τον άνδρα μου πουθενά. Χωρίς άλλο, είχα σκοπό να γυρίσω πίσω στο σπιτάκι μου.

Επήγα παραπέρ' απ' τη βρύσι, που δεν είχε νερό. Εκεί ακούω σαν μουρμουρητό, σαν σιγανή ψαλμωδία. Έφτασα απ' έξω απ' τους Αγίους Αποστόλους. Βλέπω μια μικρή καρρότσα, με τ' αλογάκια της, που έστεκε παρέκει, σε μια γωνιά του δρόμου.

Η πόρτα της εκκλησιάς ήτο ανοικτή. Βλέπω μια γρηά. Ήτον η
κλησιάρισσα. Σαν με είδε, φοβήθηκε κ' ηθέλησε να κλείση την πόρτα από μέσα. Θα κατάλαβε απ' την όψι μου πως ήμουν μολεμμένη. Σπρώχνω την πόρτα, φωνάζω·

— Λίγο νερό! ... δεν είστε χριστιανοί;

Είδα που είχε δύο στάμνες ακουμπισμέναις από μέσ' απ' την πόρτα, σιμά στο παγγάρι. Η γρηά μ' ελυπήθηκε, εσήκωσε τη μια στάμνα, που φαίνεται
να είχε λίγο νερό, κάτω απ' τη μέση, και μου είπε·

— Κάμε της χούφτες σου.

Έκαμα της χούφτες μου, της παλάμες μου βαθουλές, έσκυψα, αυτή μου έρριχνε απ' ολίγο-λίγο νερό μέσ' της χούφτες κ' εγώ έπινα. Μου φάνηκε σαν αγιασμός. Αναστήθηκ' η ψυχή μου. Ύστερα η γρηά, σαν ετράβηξε τη στάμνα μέσα, έκαμε πάλι να σπρώξη την πόρτα, για να με κλείση απ'έξω. Εγώ έπιασα με τα δυο χέρια το φύλλο της πόρτας, κ' είπα·

— Τι κάνουν μέσα;

Άκουσα σιγανή ψαλμωδία και διάβασμα παπά.

— Βαφτίζουν, μου είπεν η καλόγρηα, με τρόπον που έδειχνε πως ήτον στενοχωρημένη που δεν μπορούσε να με απομακρύνη.

Επέρασα το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας. Ξαφνίστηκα. Έβαλα μια φωνή.
Εκεί μέσα στην εκκλησιά, γνώρισα δικούς μου ανθρώπους. Ήτον ο Λευθέρης, ο άνδρας μου, ο Στάθης, ο γαμβρός του κ' η Στάθαινα, η ανδραδέλφη μου, που είχε πάρει ευχή, καθώς φαίνεται, πριν σαραντίσηκαι εβάφτιζαν το μικρό τους, την πρώτη κόρη που του είχε κάμει η γυναίκα του η νιόνυφη.

Ένας άλλος άνθρωπος ήτον μαζί τους. Αυτός ήτον ο αμαξάς εκείνης της καρρότσας, που είχα ιδεί να στέκη απ' έξω εκεί.

Κατάλαβα τι έτρεχε. Είχαν σκοπό να φύγουν όλοι τους μαζί, για κανένα περιβόλι, κ' είχαν έτοιμο και τον αμαξά με την καρρότσα, κι' ο άνδρας μου, που έκανε και το νουνό, θα πήγαινε, καθώς φαίνεται, μαζί τους.
Πριν φύγουν, ηθέλησαν σαν καλοί χριστιανοί, να βαφτίσουν το μωρό τους.

— Πώς ήρθες; μου εφώναξε ο άνδρας μου σαν με είδε· πού άφησες το παιδί;

— Εσύ, πώς μ' άφησες, εμένα; του λέω.

Εκείνη τη στιγμή είχε τελειώσει η βάφτισι. Εγώ τους έγεινα κουνούπι και δεν έφευγα από κοντά τους. Ο άνδρας μου ήτον συλλογισμένος.

Μ' έβλεπαν πως μου είχε πάψει ο εμετός, κ' εβαστούσα καλά στα πόδια μου. Ετοιμάζοντο για να φύγουν.

— Θάρθω κ' εγώ μαζί σας όπου πάτε! είπα εγώ χτυπώντας το κοφτερό του χεριού επάνω στην παλάμη μου.

— Σύρε να φέρης το παιδί, μου λέει ο άνδρας μου.

— Πάμε μαζί, του λέω.

Ο Λευθέρης άρχισε να ξύνεται. Ο αμαξάς χωρίς να του προτείνη κανείς τίποτε, άρχισε να φέρνη δυσκολίες.

— Συφωνήσαμε για τρεις νοματαίους και το μωρό τέσσεροι και μου δώσατε, τι μου δώσατε; τον άκουσα να λέη στον ανδράδελφό μου. Τώρα οιτέσσεροι θα γίνουν έξη. Δεν μας παίρν' η καρρότσα.

Ο ανδράδελφός μου, τον είδα που του έγνεψε με τρόπο, σαν να ήθελε να του πη: «Ησύχασε και μη σε μέλη...θα είμαστε όσοι είμαστε...»

Τότ' εγώ έβγαλα τα ένδεκα σβάντζικα, που μου είχε ρίψει ο γείτονας ο κυρ Μικέλης και δεν είχα ξεχάσει να τα δέσω καλά στο κλωνί της μανδήλας μου. Σαν άκουσε τον κουδουνισμό ο καρροτσέρης, εγύρισε κατά μένα.

— Να, έχω ένδεκα σβάντζικα, είπα. Σου τα δίνω όλα να με πάρης κ' εμένα μαζί.

Ο καρροτσέρης εζύγωσε προς το μέρος μου. Ξέχασε πως ήμουν χολεριασμένη.

Έβγαλα τα σβάντζικα και τα μετρούσα.

— Να, πάρε τα και τα δέκα, είπα και να με πάρης μαζί.

Την πρώτη φορά είχα ειπεί ένδεκα· ύστερα, στη στιγμή, το μετάνοιωσα κ' είπα με τον εαυτό μου: «ας κρατήσω κ' ένα σβάντζικο, δεν ξέρω τι γίνεται». Μα ο αμαξάς είχεν ακούσει τα ένδεκα. Επάσκισα εγώ να το κρύψω, το ένα μέσ' την παλάμη μου, μα εκείνος το είδε.

— Είπες ένδεκα, είπεν ο αμαξάς. Φέρ' τα εδώ και θα σε πάρω.

— Δέκα, είπα εγώ.

— Φέρ' το και τ' άλλο, επέμεινεν ο αμαξάς.

Μου τα πήρε και τα ένδεκα. Ο ανδράδελφός μου γύρισε και του είπε·

— Τώρα δεν έλεγες πως θα πέσουμε πολλοί;

— Μα αφού μας παίρν' η βάρκα! απελογήθη ο αμαξάς· η βάρκα χωρεί, εσάς τι σας μέλει;

Είχαν ιδεί πως δεν είχα πλέον άσχημα συμπτώματα, η όψι μου φαίνεται να είχε σιάξει και δεν έδειχναν μεγάλο φόβο. Η ανδραδέλφη μου μού έρριξε μια ματιά, σαν να μ' ελυπήθη.

— Ας έρθη κι' αυτή, η καϋμένη, Στάθη, είπε του ανδρός της.

Κοντολογής, ο άνδρας μου, ο Λευθέρης, έκαμε κουράγιο, επήγε μόνος του ως το σπίτι, ηύρε το παιδί μας που έκλαιε, το επήρε και μου το έφερε και ολίγα ρουχικά μαζί.

Μπαρκάραμε όλοι αντάμα στην καρρότσα.

Εμείναμε δυο-τρεις μήνες, με τον άνδρα μου, σ' ένα περιβόλι μιανής συγγένισσάς μας, κοντά στον Άι-Γιάννη του Ρέντη.

Εκεί ήρχοντο συχνά Αγγλογάλλοι. Είχαν σταθμούς εκεί κοντά. Τους έπλυνα τα ρούχα και μου έδιναν ασημένια φράγκα. Έβλεπαν το κορίτσι μου, την Κατήγκω μου, που μεγάλωνε σιγά-σιγά, κ' εκόντευε να χρονίση. Την εχάδευαν κ' έλεγαν· «Πίκκολο! πίκκολο!»

Ως τόσο, όταν ήταν όλοι τους μαζί, καβαλλαρία, με της περικεφαλαίες τους, εφαίνοντο φοβεροί· χωριστά κι' ολίγοι-ολίγοι, εφαίνοντο κι' αυτοί καλοί άνθρωποι.

Περάσαμε καλά. Η χολέρα έφυγε σε λίγο. Κοντά στα Χριστούγεννα, ήρθαμε στο σπίτι μας, στους Αγίους Αποστόλους, τo ηύραμε απείραχτο, κ'εκαθίσαμε με αγάπη και  ειρήνη.

Όχι μόνον είχαμε περάσει καλά, αλλά και κάτι λεφτά μου περίσσεψαν από της υπηρεσίες που έκανα στους Αγγλογάλλους. 
Όταν εγυρίσαμε στην Αθήνα, μέσα, είχα σωστά εκατόν δέκα φράγκα ασημένια.

Μου φάνηκε, τα ένδεκα σβάντζικα, που είχα δώσει τρεις μήνες μπροστά
στον καρροτσέρη, πως τα είχα σπείρει στη γης κ' εκαρποφόρησαν το δεκαπλάσιο».





*: Το άλλο "αθηναϊκό" διήγημα "Το θαύμα της Καισαριανής" μπορείς να το βρείς και να το διαβάσεις στο "αδελφό" ιστολόγιον http://eimaistahaimou.blogspot.com/ και στην ετικέτα "2011: Έτος Παπαδιαμάντη"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου