Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

"Πόσις και Δάμαρ" - ένας διάλογος από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (1901)

ΠΟΣΙΣ ΚΑΙ ΔΑΜΑΡ
 

(Διάλογος)

ΣΚΗΝΗ Α'

Πόσις. — Ναι, εγώ ο Πόσις. Σου επλήρωσα, ω Δάμαρ, την δεσποτείαν ακριβά.

Δάμαρ. — Τι μ' επλήρωσες;

Πόσις. — Έσκαψα, ως ασπάλαξ, βαθέως την γην, δια να ανακαλύψω χρυσόν και άργυρον, διά να κεντήσης τα πέδιλά σου, να τα φορής, να πατής και να τρίζη η γη υπό τους πόδας σου. Εξεκοίλιασα τους σκώληκας της γης και απέσπασα τα έντερά των, διά να έχης να υφάνης μέταξαν και κατασκευάσης πολύπτυχον εσθήτα, διά ν' ανεμίζωνται τα άκρα σου, και αποτελή το βάδισμά σου μέγαν θρουν. Κατέβην εις τα έγκατα της γης να εύρω αδάμαντα, διά να έχης πόρπην, ήτις είθε να είνε αρκετά στερεά διά την ζώνην σου την χρυσήν. Κατέδυν εις τα βάθη των θαλασσών όπως εύρω μαργαρίτας λευκούς, στιλπνούς, διά να περισφίγγουν οφιοειδώς τον τράχηλόν σου τον θεσπέσιον, άνωθεν του στέρνου σου του θαλπερού και του κόλπου σου του ζωηφόρου. Ηρεύνησα να εύρω σμαράγδους και σαπφείρους όπως κοσμήσω δακτύλιον, δεσμόν πίστεως περί τον δάκτυλόν σου τον τορνευτόν. Έκοψα τας ρίνας δύο Ινδών όπως αποσπάσω τους χρυσούς και λιθοκολλήτους κρίκους των, διά να κατασκευάσω ενώτια διά τα ώτα σου τα διάτρητα, τα διαφανή, τα οποία χρησιμεύουν ως δύο θύραι εισόδου και εξόδου διά τους λόγους τους παρ' εμού — Και τώρα τι άλλο απαιτείς ακόμη, ω Δάμαρ;

Δάμαρ. — Τίποτε, ω, τίποτε! Αναγνωρίζω, τας ευεργεσίας σου, ω Πόσι.

Πόσις. — Λοιπόν ειρήνευε, και έσο αυτάρκης.

Δάμαρ — Μόνον, μου έδωκες χρυσοκέντητα πέδιλα εις τους πόδας, και αδάμαντα εις την ζώνην, και περιδέραιον εις τον λαιμόν, και τόσα άλλα πράγματα!... Ω! Να έχω χρυσά πέδιλα διά να στενάζη υπό τους πόδας μου η γη, να φορώ πολύθρουν μέταξαν περί τα σφυρά και τα σκέλη, να φέρω σκληρόν αδάμαντα εις την ζώνην την χρυσήν, όφεις εκ μαργαριτών να μου περισφίγγουν τον ζωοποιόν τράχηλον, να φέρω κρίκους περιειλητούς εις τους δακτύλους, άλλους κρίκους κρεμαστούς εις τα ώτα, και να έχω την ευπλόκαμον κόμην γυμνήν!... Έν μικρόν πράγμα μου χρειάζεται, ω Πόσι!

Πόσις. — Το ποίον; Λέγε.

Δάμαρ. — Έν μικρόν διάδημα, ω Πόσι, διά την κεφαλήν,

Πόσις. — Ω! διάδημα!... Αντιποιείσαι βασιλείαν;

Δάμαρ. — Διατί να μη αντιποιούμαι; Δεν είμεθα οι δύο μας επί της γης; Δεν είσαι συ ο βασιλεύς πάντων των κτηνών και πάντων των ερπετών, και των πετεινών και των θηρίων; Και αν είσαι συ βασιλεύς, εγώ δεν είμαι βασίλισσα; Τι είμαι;

Πόσις. — Σκληρόν το αίτημά σου, ω Δάμαρ.

Δάμαρ. — Εκράτησες συ δι' εαυτόν παν το αξίωμα και πάσαν την αρχήν και πάσας τας προνομίας. Θέλω κ' εγώ να συμμετάσχω των δικαιωμάτων σου, καθώς συμμετέχω όλων των υποχρεώσεων και όλων των κόπων σου και όλων των λυπών σου — Επιθυμώ να ψηφίζω, να γραμματεύω, να βουλεύω, να στρατηγώ, να καταδυναστεύω... Καιρός να μοι δοθή ισοπολιτεία, ώ Πόσι.

Πόσις. — Επιθυμείς, είπες, να στρατηγής. Και πώς θα δύνασαι να στρατηγής, πριν μάθης να θητεύης; Και πώς θα μάθης να θητεύης, οπόταν έχης τρυφερά τα στέρνα και ευπαθή τα σπλάγχνα και ασθενείς τους βραχίονας; Είσαι ικανή να τρομάζης τους εχθρούς, να τρέπης και να νικάς τούτους;

Δάμαρ. — Δεν θα τρέπω τους εχθρούς, θα τους ελκύω. Θα τους νικώ διά των θελγήτρων. Θα έρχωνται να κύπτωσι και να καταθέτωσι τα όπλα εις τους πόδας μου.

Πόσις. — Ω της αισίας, ω της μακαρίας πίστεως! ω της καλής γνώμης!

Δάμαρ. — Ναι, εις τους πολέμους όσους διεξάγεις συ, εγώ νοσηλεύω τους τραυματίας όσους πληγώσης, εγώ συστέλλω τους νεκρούς όσους θανατώσης, εγώ σπείρω αγάπην και συμπάθειαν και έλεον. Και όταν αναδήσω την κόμην με διάδημα, τότε ειρήνη θα βασιλεύση από περάτων έως περάτων. Τ' όνομά σου είναι πόλεμος, Πόσι, τ' όνομά μου είνε ειρήνη επί της γης.

Πόσις. — Και όταν βασιλεύσης συ, δεν θα υπάρχη πλέον πόλεμος;

Δάμαρ. — Ουδαμού.

Πόσις. — Και ουδείς ο πολεμών την ειρήνην;

Δάμαρ. — Ουδείς.

Πόσις. — Το εναντίον της ειρήνης δεν θα υπάρχη;

Δάμαρ. — Ουχί! Συ ποιείς τον πόλεμον. Εγώ φέρω ειρήνην.

Πόσις. — Ισχυρογνωμονούσα και θέλουσα δήθεν την ειρήνην, δεν πολεμείς;

Δάμαρ. — Αγωνίζομαι κατά του πολέμου.

Πόσις. — Άρα πολεμείς.

Δάμαρ. — Δεν πολεμώ, αλλ' ειρηνεύω.

Πόσις. — Δεν πολεμείς, αλλά ψευδωνυμείς. Το ψευδώνυμόν σου, ώ Δάμαρ, είνε Ειρήνη. Το αληθές σου όνομα είνε Έρις, Ερινύς.

Δάμαρ. — Ω! μου δίδεις τόσα ονόματα...

Πόσις. — Α! έχεις πλείστα ονόματα συ!... Και διά τίνα εγώ πολεμώ πάντοτε, ειμή διά σε και ένεκα σου και χάριν σου;... Συ είσαι η Ελένη όλων των πολέμων, η Κλεοπάτρα-Αλκιόνη όλων των εμπρησμών και των δηώσεων, η Δαλιδά και η Ομφάλη όλων των εξανδραποδισμών... Και όταν εγώ πεισθώ εις τους λόγους σου και πιστεύσω ότι δεν υπάρχει πλέον βία και πόλεμος, άλλος μακρόχειρ θα έλθη γαμψώνυξ να σε αρπάση και σε απαγάγη απ' εμού του νωδού τας αγκάλας, και συ χαίρουσα θα προσκυνήσης την βίαν και την αλκήν παρ' αυτώ, διότι ταύτην πάντοτε, μετά της τύχης, θαυμάζεις και λατρεύεις...

Δάμαρ. — Συ είσαι σκληρός και με ονειδίζεις.

Πόσις. — Διότι είσαι πείσμων και απειθής, φιλόνεικος και
γλωσσώδης.

Δάμαρ. — Εγώ γλωσσώδης; Εγώ είμαι αβρά και λεπτοφυής. Συ είσαι τραχύς και άξεστος.

Πόσις (κινεί aπειλητικώς την χείρα). — Μόνον διά της βίας δύναταί τις ν' άρξη σου.

Δάμαρ. — Βαβαί! Με απειλεί ο... με απειλεί την άοπλον και ασθενή.

Πόσις (οργίλος). — Μη λέγε ότι είσαι άοπλος. Έχεις τόσας οπλάς και όνυχας και οδόντας και γλώσσαν τομόν και ηκονημένην. Και το βλέμμα σου είνε ιταμόν, και το ήθος σου αύθαδες.

Δάμαρ. — Απειλείς σκαιώς και υβρίζεις κακώς.

(Ο Πόσις εγείρει κατ' αυτής την χείρα. Η αυλαία πίπτει. Ακούονται ολολυγμοί της Δάμαρτος).

Πόσις (όπισθεν της σκηνής). — Πριν σε τύψω, ήδη κλαίεις!

Δάμαρ (όπισθεν της σκηνής). — Ω! με κτυπά ο βάναυσος!...



ΣΚΗΝΗ Β'.



Α' Αγχιστεύς. — Εδώ είνε ανάγκη συγγενικού συμβουλίου. Το ανδρόγυνον δεν βαίνει καλώς.

Β' Αγχιστεύς. — Διά τούτο ήλθομεν όλοι. Οφείλομεν να λάβωμεν μέτρα.

Εκυρός. — Η Δάμαρ πρέπει να σωφρονισθή· οφείλει ν' αναγνωρίση τον Πόσιν ως κεφαλήν, και όχι να είνε αυτοκέφαλος.

Κηδεστής. — Ο ανήρ οφείλει ν' αγαπά την γυναίκα του· και τότε η Δάμαρ οφείλει υπακοήν εις τον άνδρα.

Πενθερά. — Πάντοτε ημείς αι γυναίκες τα πταίομεν όλα· η νύμφη μου αμαρτάνει τώρα. Δεν βλέπω εις τι πταίει ο Πόσις.

Δάμαρ. — Οφείλουν αι γυναίκες υπακοήν εις τους άνδρας.

Κηδεστής. — Κατ' εμήν γνώμην, ο Πόσις πρέπει να τεθή υπό κηδεμονίαν· προς τούτο συνήλθομεν.

Γάλως. — Ω, ναι, σύμφημι· καίτοι ως κασιγνήτη συμπαθώ...

Αδελφίδη. — Νομίζω ότι πταίουν και τα δύο μέρη· ο θείος πταίει και η θεία αμαρτάνει.

Κηδεστής (αυστηρώς). — Οι νεώτεροι δεν έχουσι ψήφον.

Ανεψιά. — Ας τους ειρηνεύσωμεν, διά να μη μάχωνται προς αλλήλους.

Ανεψιάδους. — Και να υποσχεθή η θεία ότι δεν θα επαναλάβη τα ίδια.

Εξανεψιός. — Άλλως, ας διαζευχθώσι, διά να μη έχωμεν και ημείς βάσανα.

Πόσις (εισερχομένος εις την σκηνήν). — Ακούσατε, ω αγχιστείς· έκαστος εξ υμών ας φροντίση πρώτον να διορθώση, όπερ δύσκολον, τον εαυτόν του, είτα να διορθώση, όπερ απείρως δυσκολώτερον, την ιδίαν αυτού Δάμαρτα, και κατά τρίτον λόγον πρέπει να φροντίση διά τους αγχιστείς του.

Δάμαρ (εισερχομένη εις την σκηνήν). — Εκάστη εξ υμών, ω Γάλωες και λοιπαί ομαίμωνες, ας φροντίση πρώτον να συμμορφώση τον ίδιον αυτής Πόσιν, και είτα να φροντίση διά τους ομαίμωνας.



ΣΚΗΝΗ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ



Πόσις. — Οπόσον σε στέργω, ω Δάμαρ, οπόσον έραμαι σού! Η ψυχή μου ίσταται εις το στόμα ετοίμη να κολλήση εις τα χείλη σου τα κοράλλινα. Ας γείνη έν η πνοή σου με την πνοήν μου. Σου είπα κακόν τι, ω γύναι, σ' ελύπησα; Ω, σύγγνωθι. Ας πίωμεν την Λήθην ομού... Διατί χαμηλώνεις τα όμματά σου, ώ Δάμαρ;... Ω, τόσον μου θίγεις τα σπλάγχνα, μου νύσσεις την καρδίαν... Ομίλει...

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Δάμαρ. — Είπες να πίωμεν την Λήθην ομού;...Άκουσον· την ημέραν καθ' ην σ' εφίλευσα εις τον Παράδεισον τον εύχυμον εκείνον καρπόν, ελησμόνησα να σε κεράσω έν ποτήριον διά να τον χωνεύσης... Έκτοτε σοι το οφείλω. Ιδού, λάβε και πίε! (του προσφέρει ποτήριον πλήρες ροδίνου το χρώμα ρευστού). Τούτο είναι κράμα απ' όλα τα φίλτρα και τους χυμούς και τα αρώματα... απ' όλους τους αναρχισμούς και τας χειραφετήσεις και τας ουτοπίας και τους παραλογισμούς... απ' όλας τας μαγγανείας και τας αλχημείας... Όταν εφάγαμεν ομού εκ του καρπού εκείνου, εμάθομεν να γνωρίζωμεν το πονηρόν και το αγαθόν, και συνείδομεν ότι γυμνοί είμεθα, και το πρώτον ερύθημα της αιδού επήνθησεν εις τας παρειάς ημών. Όταν πίωμεν ομού το ποτήριον τούτο, θα μάθωμεν να συγχέωμεν το πονηρόν και το αγαθόν και τον ήττονα λόγον κρείττονα να ποιώμεν, και θα φύγη αφ' ημών πάσα συνείδησις γυμνότητος, και θα έχωμεν την γύμνωσιν ως καλλίστην περιβολήν, και θα είμεθα ανώτεροι της αιδούς, της βαναύσως κοκκινοπροσωπούσης και παιδαριώδους...

Πόσις. — Α· (πίνει και νυστάζει).

Δάμαρ. — Τούτο το ποτόν φέρει ύπνον. (λικνίζει εις τους βραχίονάς της την κεφαλήν του Πόσιος). Τώρα πλέον εγώ είμαι η ...πόσις, και συ ο...πότης.

Πόσις. — (ονειροπολών). Πότε θα έλθη η έγερσις!;

....................................................................................................
 
Αντιγραμμένος από την έκδοση των Απάντων του Παπαδιαμάντη που επιμελήθηκε ο Γ. Βαλέτας (1954). Στο κριτικό του υπόμνημα γράφει:  
Ο μοναδικός διάλογος που έγραψε ο Παπαδιαμάντης. Είναι φιλοσοφικός για τη θέση της γυναίκας. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διόνυσος Α' 1901, σελ. 265-268 κι από εκεί περάστηκε με πολλά δυστυχώς λάθη στην έκδοση Φέξη στον τόμο "Η νοσταλγός" Αθ. 1912. Η έκδοσή μας στηριγμένη στο πρωτότυπο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου