Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013

Από έναν παλιό φίλο του Ναυπλίου: "Θωμάς Κοροβίνης: Σκόρπιες σκέψεις για την Μακεδονία του '60 και του παρόντος" (http://www.culturenow.gr, 18 Σεπτεμβρίου 2013)

....................................................


Θωμάς Κοροβίνης: Σκόρπιες σκέψεις για την Μακεδονία του '60 και του παρόντος


Θωμάς Κοροβίνης: Σκόρπιες σκέψεις για την Μακεδονία του '60 και του παρόντος


Όταν ήμασταν πιτσιρίκια, αυτό που λέμε σήμερα ιδεολογία, -αλλά τότε δεν το ξέραμε- για μας ήταν η καθαρόαιμη ανθρωπιά.

Μικροί σατανάδες ήμασταν, σε πολλά αμείλικτοι, όμως οι γιαγιάδες μας και οι γείτονες μάς είχαν γαλουχήσει με την βαθιά ανατολίτικη παράδοση, που, τον λόγο τον είχε για νόμο απαράβατο, έβλεπε τον κάθε ξένο σα μουσαφίρη και σε προέτρεπε να μοιράζεις τον καημό σου με τους άλλους σκύβοντας παράλληλα και πάνω στα ντέρτια τους.Είμαστε σπόροι τυραννισμένων προσφυγόπουλων, μεγαλωμένοι με ψωμί και ρίγανη  τσίτσιδοι στους χωματόδρομους, όλοι μαζί μια κομπανία της αλάνας, ο γιος του ψαρά, η κόρη του καφετζή, τα δίδυμα του γραμματέα της κοινότητας  και το μυξιάρικο τσιγγανάκι. Δεν ξεχωρίζαμε στα παιχνίδια και στις σκανταλιές (παρόλο που όλοι οι πρώτοι βρίσκαμε συχνά αφορμή να κοκορευτούμε για  την υπεροχή μας έναντι του παρακατιανού, του  τελευταίου).

Την μέθοδο της εγκάρδιας επικοινωνίας, της επιτυχούς  συνεύρεσης με τους άλλους, όχι, δεν μας την μάθαινε το σχολείο. Ο δάσκαλοι είχαν αναλάβει τον ρόλο της προπόνησής μας για την ένταξή μας στο σύστημα, που καραδοκούσε με την ενηλικίωση να μας ρουφήξει. Δεκαετία του’ 60, έπρεπε να γίνουμε τα καλά παιδιά, οι υπάκουοι πολίτες, σώφρονες και νομιμόφρονες, οι καλοί χριστιανοί, να κοιτάμε τα του σπιτιού μας.  Του σπιτικού που θα φτιάχναμε δηλαδή, γιατί αυτό ήταν το πρότυπο, χωρίς φαμίλια και νοικοκυριό ήσουν κουσουρλής, ανίκανος, άχρηστος. Η προτροπή για την ηθικοπλαστική διάπλαση του εφήβου έπρεπε να συνοδεύεται από την σπίλωση ο,τιδήποτε αριστερού, ακόμη και του αριστερού μας χεριού ή ματιού. Και να ενισχύεται από ισχυρές ενδοφλέβιες εθνικοφροσύνης. Όσο για τον έρωτα, κανείς δεν έλεγε λέξη, τον μαθαίναμε κι εμείς στα σκοτεινά σοκάκια –ο καθένας με τον τρόπο του, οι τολμηροί ήταν και είναι πιο τυχεροί και πιο χορτάτοι, κάλιο να απολαμβάνεις την ηδονή στα νιάτα σου έστω και στραβοπερπατώντας, παρά να θυμηθείς τις γλύκες της στην ωριμότητα και  να’ χεις υστερνά ρεντικολόζα. 

Εκεί στα μέσα του’ 60 άρχισαν από νωρίς τα καλοκαίρια να κατηφορίζουν για παραθέριση στις παραλίες των νομών Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής, Καβάλας και Πιερίας Σέρβοι και Σκοπιανοί, με ιδιωτικά αμαξάκια, ενδύματα περασμένης μόδας, ορθόδοξοι τω θρησκεύματι σαν κι εμάς αλλά με λαλιά που μας φαίνονταν πολύ τραχιά, εν τούτοις δεν ήταν λίγοι εκείνοι που άρπαζαν την ευκαιρία, μάθαιναν γιουγκοσλάβικα και έτσι έπαιρναν πόντους στις προτιμήσεις των γειτόνων μας τουριστών και μοσχονοίκιαζαν δωμάτια του σπιτιού τους ή καινούρια παραπήγματα που χτίζονταν παράνομα επί τούτου μέσα σε δυο νύχτες. Τουαλέτα εξωτερική, αλά τούρκα, φύλλα του «Ντομινό» και του «Ρομάντζο» για σκούπισμα του πισινού, το χαρτί υγείας δεν είχε ακόμη εντελώς επικρατήσει. «Κατεβαίνουν οι Μακεδόνες», έλεγαν οι μεγαλύτεροι, «ετοιμαστείτε». Εννοούσαν για «εκμετάλλα». Καμιά φορά μας έπιαναν οι χωροφύλακες στην πλατεία : «Να τους προσέχετε αυτούς, είναι πονηροί, έχουν στο νου τους να πάρουν τη Σαλονίκη, είναι κατάσκοποι, αν ακούσετε τίποτε, να ρθείτε να μας το πείτε». Η νομενκλατούρα του στρατάρχη Τίτο κατέβαινε με τις άδειές της για μπάνια, δεν έκαναν παράπονο ή κριτική στο καθεστώς, γιατί να κάνουν άλλωστε, ήταν προνομιούχοι, πάντως Μακεδόνες τους ξέραμε και έτσι τους αποκαλούσαμε, κι όχι μόνο τους Σκοπιανούς, ακόμη και –λανθασμένα- του κατοίκους του Βελιγραδίου που ήταν και η πρωτεύουσα.

Έτσι είχε μοιραστεί ο κόσμος μας με το κόλπο των μεγάλων στη Γιάλτα. Ποιος τολμούσε τότε στην Ελλαδίτσα να αμφισβητήσει την Μακεδονία του Τίτο; Ήταν θέμα κοινής αποδοχής του δυτικού κόσμου. Ο διεθνής  μουσουλμάνος Κουστορίτσα,  όταν ρωτήθηκε πρόσφατα πλαγίως για το μακεδονικό ζήτημα, με αφορμή το ροκ συγκρότημά του στο οποίο συμμετέχουν «Μακεδόνες», απάντησε ευφυώς : «Είμαι κληρονόμος μιας μεγάλης χώρας που   κρατούσε για μισό αιώνα  σε μια χρυσή αρμονία τρόμου ένα σωρό θρησκείες και λαούς και που έχουν κατασπαραχθεί και αλληλοσπαραχθεί». Ίσως γι’ αυτό στην  ωριμότητά του να το γύρισε σε ορθόδοξος, για να μας πει ότι μια χαρά μπορούν να χωρέσουν Ισλάμ και Χριστός  μέσα στην ίδια συνείδηση, οι τίτλοι δεν έχουν σημασία, δείτε τα χαίρια μας με τις εθνικιστικές πολώσεις, αναρίθμητες εκατόμβες σφαγιασθέντων  παραχωμένων σε λάκκους ασημάδευτους .  

Όλα τα μορφώματα-ταμπού για το Μακεδονικό ζήτημα με άξονα τις στείρες και επικίνδυνες εθνικιστικές και θρησκευτικές υστερίες που τροφοδοτούνται και από μπόλικο κακορίζικο εκατέρωθεν τοπικισμό   κατέρρευσαν-για τους νοούντες πάντοτε-,  καθώς, ωριμάζοντας διαπιστώναμε  ότι η «πολιτιστική» εκστρατεία του κοσμοκράτορα Αλέξανδρου ήταν πιο αιματοβαμμένη από την γενοκτονία και τους διωγμούς των Ρωμιών της Μικρασίας που οργανώθηκε  απ’ τον Ατατούρκ και τους Τσέτες αλλά Μεγαλέξανδρος είναι αυτός, σύμβολο αδιαμφισβήτητο της «Μακεδονίας ξακουστής», έπρεπε να στηθεί ορειχάλκινος πάνω στον Βουκεφάλα  περίοπτος στην παραλία . Θα πεις οι Σκοπιανοί οι τρισάθλιοι –που δεν έχουν  καν ιστορική ή άλλη σχέση παρά μόνο γεωγραφικής  γειτνίασης- υπερύψωσαν σε μέγεθος κινγκ σάιζ ακόμη και τον βασιλιά Φίλιππο! Αλλά  να, είναι να σε πιάνει ρίγος όταν αντικρίζεις ένα άλλο, νέο πατριδοκαπηλικό έκτρωμα, παρά δίπλα απ’ τον Αλέξανδρο, να ποζάρει απαθανατισμένος σε  ολόλευκη προτομή και ο  φερόμενος ως εθνάρχης Καραμανλής, αν και το μόνο καλό που είδε η Μακεδονία απ’ αυτόν είναι που προτιμούσε τον καιρό της πρώτης περιόδου της παντοδυναμίας του πιο πολλούς εξόριστους συντοπίτες του στα ξερονήσια. Εκτός αν αντιλαμβανόμαστε ως χρέος μας απέναντί του την καταστροφή πολλών από τα ωραιότερα ιστορικά κτίρια της Θεσσαλονίκης και την αντικατάστασή τους από τα νεόδμητα της αντιπαροχής που επέβαλλε, απαυγάσματα αρχοντοχωριατιάς, ακαλαισθησίας και αφορολόγητου νεοπλουτισμού των ευνοημένων.

Θα μου πεις, τι τα θες και τα σκαλίζεις τώρα αυτά, είναι γνωστά σε πολλούς κι ας μην το ομολογούν, δε βαριέσαι. Σ’ αυτή την ανελέητη εποχή,  όπου η διεθνής της κατεργαρίας μετά των τέκνων αυτής, της παγκοσμιοποίησης  και των μνημονίων,  με την ευλογία των θρησκευτικών ηγετών που σιγοντάρουν ανενδοίαστα τους λάτρεις του Μαμωνά,  με πιάνει η εκτός εαυτού αγανάκτηση όταν κατορθώνουν μ’ ένα απλό κολπάκι να κατατροπώνουν τους «αντιπάλους» τους, κάποιες  ομάδες του τσακισμένου λαού δηλαδή, όταν πάνε να σηκώσουν κάπως το κεφάλι. Έτσι έγινε και πρόσφατα με τους οιονεί συντηρητικούς και φοβισμένους εκπαιδευτικούς, που τόλμησαν όμως να δείξουν λίγο  τα δόντια τους. Σιγά να μη σκιάχτηκε το θηρίο. Έβγαλε στην τηλεοπτική σέντρα  –άκουσόν, άκουσον-  τον πρόεδρο των Ελλήνων βιομηχάνων να τους κάνει φροντιστήριο αγωγής και σεμινάριο αγάπης προς τους μαθητές! Τι άλλο θα δούμε στο ξεπουλημένο προτεκτοράτο μας! Αιδώς Αργείοι!

«Θα είμαστε ένα γυφτοβασίλειο με άλλοθι το αρχαίο κάλλος» (από πρόσφατη συνέντευξή μου)

Info:
O Θωμάς Κοροβίνης, φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, έζησε για μια οχταετία στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ και χρόνια ερευνά πτυχές του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Συνεργάζεται με διάφορα περιοδικά πολιτιστικού προσανατολισμού.

Έγραψε τα βιβλία: Τουρκικές παροιμίες, Κανάλ ντ' Αμούρ, Τα πρόσωπα της Σωτηρίας Μπέλλου, Φαχισέ Τσίκα, Σκανδαλιστικές και βωμολοχικές ελληνικές παροιμίες, Κωνσταντινούπολη – Λογοτεχνική ανθολογία, Τούρκοι ποιητές υμνούν την Κωνσταντινούπολη, Ο Μάρκος στο χαρέμι, Το χτικιό της Άνω Τούμπας, Τρία ζεϊμπέκικα και ένα ποίημα για τον Γιώργο Κούδα, Οι Ασίκηδες ‒ Εισαγωγή και ανθολογία της τουρκικής λαϊκής ποίησης από τον 13ο αιώνα μέχρι σήμερα, Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας, Αφιέρωμα στον Στέλιο Καζαντζίδη, Θεσσαλονίκη 2005 – Ρεπορτάζ – Στον αδελφό Γιώργο Ιωάννου πού λείπει 20 χρόνια στην καταπακτή, Σμύρνη, μια πόλη στην λογοτεχνία , Όμορφη Νύχτα ‒ Χρονογραφία-μυθιστόρημα για 20 χρόνια λαϊκού τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη [1985-2005], Ο Καραγκιόζης λαϊκός τραγουδιστής, Ο γύρος του θανάτου, Θεσσαλονίκη 1912-2012 ‒ Μέσα στα στενά σου τα σοκάκια, Το αγγελόκρουσμα – Η τελευταία νύχτα του κυρ-Αλέξανδρου. Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο Ιπεκτσί. Για το μυθιστόρημά του Ο γύρος του θανάτου τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011.
Είναι συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών.
Δισκογραφία: Από έβενο κι αχάτη, Φουζουλή: Λεϊλά και Μετζνούν, Τακίμια, Το Κελί.
Συχνά παρουσιάζει συναυλίες με το δικό του ρεπερτόριο ή με θέματα του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Μάνος Χατζιδάκις: Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι (http://www.tovima.gr, 18/9/2013)


......................................................

Μάνος Χατζιδάκις: Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι

Ενα κείμενο του μεγάλου συνθέτη που γράφτηκε τον Φεβρουάριο του 1993
Μάνος Χατζιδάκις: Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι


 

 
Τον Φεβρουάριο του 1993, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, ο Μάνος Χατζιδάκις αφιέρωσε την συναυλία της Ορχήστρας των Χρωμάτων με έργα Βάιλ, Λιστ και Μπάρτον εναντίον του Νεοναζισμού. Κατέγραψε τις σκέψεις και τις ανησυχίες του στο κείμενο που ακολουθεί και προοριζόταν για το πρόγραμμα της συναυλίας, αλλά σε μια προσπάθεια να ευαισθητοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι συμπολίτες μας δημοσιεύτηκε και στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία.
«Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενυσχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του. 
Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται. 
Ενώ τα πουλιά… Για τα πουλιά, μόνον οι δολοφόνοι, οι άθλιοι κυνηγοί αρμόζουν, με τις «ευγενικές παντός έθνους παραδόσεις». 
Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή «λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων» σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες. 
Πρόσφατη περίπτωση ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μόνο που ο πόλεμος αυτός μας δημιούργησε για ένα διάστημα μιαν αρκετά μεγάλη πλάνη, μιαν ψευδαίσθηση. Πιστέψαμε όλοι μας πως σ’ αυτό τον πόλεμο η Δημοκρατία πολέμησε το φασισμό και τον νίκησε. Σκεφθείτε: η «Δημοκρατία», εμείς με τον Μεταξά κυβερνήτη και σύμμαχο τον Στάλιν, πολεμήσαμε το ναζισμό, σαν ιδεολογία άσχετη από μας τους ίδιους. Και τον… νικήσαμε. Τι ουτοπία και τι θράσος. Αγνοώντας πως απαλλασσόμενοι από την ευθύνη του κτηνώδους μέρους του εαυτού μας και τοποθετώντας το σε μια άλλη εθνότητα υποταγμένη ολοκληρωτικά σ’ αυτό, δεν νικούσαμε κανένα φασισμό αλλά απλώς μιαν άλλη εθνότητα επικίνδυνη που επιθυμούσε να μας υποτάξει. 
Ένας πόλεμος σαν τόσους άλλους από επικίνδυνους ανόητου σε άλλους ανόητους, περιστασιακά ακίνδυνους. Και φυσικά όλα τα περί «Ελευθερίας», «Δημοκρατίας», και «λίκνων πνευματικών και μη», για τις απαίδευτες στήλες των εφημερίδων και τους αφελείς αναγνώστες. Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους. 
(Κάτι σαν την ηθική των γερόντων χριστιανών. Το καλό και το κακό έξω από μας. Στον Χριστό και τον διάβολο. Κι ένας Θεός που συγχωρεί τις αδυναμίες μας εφόσον κι όταν τον θυμηθούμε μες στην ανευθυνότητα του βίου μας. Επιδιώκοντας πάντα να εξασφαλίσουμε τη μετά θάνατον εξακολουθητική παρουσία μας. Αδυνατώντας να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας μας. Το ότι μπορεί να υπάρχει ο κόσμος δίχως εμάς και δίχως τον Καντιώτη τον Φλωρίνης). 
Δεν θέλω να επεκταθώ. Φοβάμαι πως δεν έχω τα εφόδια για μια θεωρητική ανάπτυξη, ούτε την κατάλληλη γλώσσα για τις απαιτήσεις του όλου θέματος. Όμως το θέμα με καίει. Και πριν πολλά χρόνια επιχείρησα να το αποσαφηνίσω μέσα μου. Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω. 
Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους). 
Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων. 
Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι’ αυτό και σταματώ. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία. 
Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε. 
Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία και τεράστια κι αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέρονται.
Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας. 
Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε. 
Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια. 
Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος.»

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

"Ο γεροναυπλιώτης" από τον Mario Vagman (http://palabourtzi.blogspot.gr, 17/9/2013)

...........................................................

 Ο γεροναυπλιώτης


Παρασκευή, ώρα έκτη απογευματινή και ηλιόλουστη, στην οδό 25ης Μαρτίου στο Ναύπλιο, ένας γεροναυπλιώτης πραγματοποιεί την καθημερινή του βολταδούρα. Με την συνήθεια χρόνων στη πλάτη, ο γέρος περιπατεί από την πλευρά της Πυροσβεστικής υπό την σκιά των πεύκων και άλλων εγχώριων δεντρών που στολίζουν τους πρόποδες του κάστρου. 
Καλοστεκούμενος και ψηλός προχωρά αργά και μάλλον απολαυστικά χαζεύοντας κάθε πιθανή κίνηση οποιουδήποτε όντος, εμψύχου και αψύχου, που πέφτει στην αντίληψή του. Είναι η βόλτα του, ο αέρας του, η καθημερινή ενημέρωση του κόσμου του. Φοράει κοντομάνικο πουκαμισάκι λευκό με μπλέ ρίγες και παντελόνι παππουδίσιο γκριζέ υφασμάτινο σηκωμένο με ζώνη πάνω από τον αφαλό. Παππουτσάκι μοκασίνι κλασικό αλλά πατημένο από την πλευρά της φτέρνας για να θυμίζει το προσφιλές βάδισμα της σπιτικής παντούφλας. 
Ο γεροναυπλιώτης κάποια στιγμή, μέσα στην ηλιόλουστη δροσιά του, αντιλαμβάνεται πως ακριβώς απέναντι του, στο υπαίθριο θεατράκι του ΟΣΕ, υπάρχει μια δραστηριότητα ασυνήθιστη. Με το περίεργο και κουτσομπόλικο κεφάλι του αποφασίζει να περάσει το δρόμο και να πάει να δεί τί ακριβώς συμβαίνει.  Ενώ το αργό γεροντίσιο βάδισμά του δεν τον βολεύει για κάτι τέτοιο, η περιέργειά του δείχνει αγέρωχη. Αναμένοντας λοιπόν υπομονετικά να αδειάσει τελείως ο δρόμος από αυτοκίνητα, δίνει μιά δυνατή σπρωξιά στα ταλαιπωρημένα του γόνατα και νά σου τον να ξεπροβάλλει αθόρυβα και διακριτικά από τη μια πλευρά του θεάτρου. Χωρίς να το γνωρίζει γίνεται έτσι ο πρώτος επισκέπτης του Αντιφασιστικού-Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ που μόλις είχε ξεκινήσει. 


Ο "αντιφασίστας" γέρος με βήμα χελώνας προχωράει στη μέση της στρογγυλής ορχήστρας, κάθεται ακούνητος και παρατηρεί. Βλέπει νεαρούς να προσπαθούν να στήσουν παντού πανό, άλλους να προθερμαίνουν κάρβουνα σε ψησταριές, υπαίθρια μπαρ γεμάτα αναψυκτικά και μπύρες, μικρόφωνα, ηχεία, θεατρικά παιχνίδια, πιτσιρίκια να τρέχουν μανιασμένα σε όλο το χώρο, πάγκους γεμάτους βιβλία και φυλλάδια, γέλια, φωνές, κόσμο και λόγια. Ένα πλανόδιο τσίρκο λίγο πριν ανοίξει και επίσημα την αυλαία του. 
Το βλέμμα του θύμιζε πολύ παιδί μικρό. Σαν να προσπαθούσε να καταλάβει τί έβλεπε. Σαν να έψαχνε να βρεί τί ακριβώς γινόταν.  Κάποιες φορές έδειχνε να το βρίσκει ενώ κάποιες άλλες χανόταν στο κενό και τα μάτια  του αποκτούσαν την άγνοια ενός μικρού μπόμπιρα που συναντά για πρώτη φορά ανέκφραστο κλόουν.
Aφού για κάμποση ώρα στάθηκε ακίνητος χωρίς να μπορεί να βγάλει συμπέρασμα ξεκίνησε την ηρωική έξοδο. Είχε περάσει και κάμποση ώρα και το γλυκό απογευματινό αεράκι γινόταν ολοένα και πιο επικίνδυνο για τις ευαίσθητες κλειδώσεις του. Όση ώρα αποχωρούσε αργά και βασανιστικά,  έριχνε τις τελευταίες απέλπιδες ματιές στο χώρο μέχρι που χάθηκε οριστικά από το προσκήνιο. 
Θα μπορούσε να πεί κάποιος πως ο γεροναυπλιώτης άνηκε στην απέναντι πλευρά. Πως δικαιώνοντας την γέρικη και συντηρητική του όψη αναπολούσε τόση ώρα τα όμορφα χρόνια των δύο δικτατοριών που είχαν περάσει από πάνω του. Εγώ δεν το νομίζω.
Πιο πολύ έμοιαζε με το συνηθισμένο βουβό πλήθος. Αυτό το είδος πολιτών που ευδοκιμεί παλαιόθεν και στη δική μας  πόλη. Αυτή τη σιωπή που επιβιώνει ανά τους αιώνες των αιώνων.  Αυτή που το ρεύμα πότε την πάει από εδώ και πότε την πάει από κεί. Αυτή που ακολουθεί πάντοτε αθόρυβα και για να νιώθει ασφάλεια τα πολλά φώτα και τη φασαρία, σαν το ψάρι που τρέχει πίσω από ένα τεράστιο δόλωμα και μόλις δεν το φτάσει ή φάει μόνο μια μικρή δαγκωματιά, περιμένει το επόμενο ρεύμα μήπως και χορτάσει. 
Ο γεροναυπλιώτης μας όμως το μόνο ρεύμα που είχε πια να περιμένει ήταν το φθινοπωρινό.  Γλυκό μεν, μα επίπονο γι αυτόν δε. Και κανείς δεν έμαθε σε πόσα και ποιά ρεύματα είχε αφήσει όλα αυτά τα χρόνια τη ζωή του. Σε κανέναν δεν μίλησε και κανείς δεν του μίλησε επίσης. Παίζει κιόλας να μην τον είδε και κανείς. Να ήταν για ώρα πολύ, αόρατος.
Αυτό το τελευταίο θα έλεγες πως είναι μια τέχνη εξόχως τοπική. Εξού κι η βεβαιότητα της καταγωγής.

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Η κυρία Αθηνά της οδού Μπουμπουλίνας (http://palabourtzi.blogspot.gr, 3/9/2013)

...........................................................

 Η κυρία Αθηνά της οδού Μπουμπουλίνας


Καλοκαίρι. Μέσα της δεκαετίας του 2000. Η Ελλάδα και το Ναύπλιο βράζουν στο ζεστό ζουμί της εθνικοοικονομικής ευδαιμονίας. Μαγαζιά γεμάτα. Καφές, ποτό, φαγητό, όχι διαζευκτικά όπως σήμερα, όλα στο ίδιο βράδυ. Επίκεντρο της κλαρινογαμπρικής Ναυπλιώτικης νύχτας, η ημιαπαστράπτουσα πασαρέλα της εποχής. Οδός Μπουμπουλίνας ή 'Αργείτικα' ή 'Βλάχικα'. Αβάκα, έκπλους, εν ζω, σείριος, πόρτο. Ειδικά το Αβάκα σε μεγάλες δόξες. Τραπέζια ρεζερβέ, κόσμος όρθιος στο περίμενε, τοπικές ντίβες ενδεδυμένες με χαρτοπετσέτα κοντοστέκονται. Ανδρικές παρέες χωρίς πολλές ελπίδες να γίνουν μικτές, με γυρισμένες τις καρέκλες προς το πέρασμα. Σαν θέατρο.
Κι εκεί που νομίζεις ότι η παράσταση είναι ημίγυμνη επιθεώρηση που περιοδεύει στην επαρχία, το σκηνικό αλλάζει. Γίνεται αρχαίο δράμα. Με ήρωες, κορύφωση και - βέβαια - απο μηχανής θεό. Ένας ψίθυρος απλώνεται και γίνεται βουή: βγαίνει ... βγαίνει ...
ΒΓΗΚΕ!
Από το μπαλκόνι πάνω από το σείριος, εμφανίζεται γιαγιά με νυχτικό και κουβά. Τα φλας των VGA καμερών του τότε ανάβουν σαν δαιμονισμένα. Το νερό της αγανακτισμένης γιαγιάς περιλούζει τους περαστικούς, πέρνοντας στιγμιαία εκδίκηση για τα ήσυχα Ναυπλιώτικα βράδια που ήταν πια παρελθόν ... Το πλήθος αλλαλάζει και παροτρύνει για ένα ακόμη κατάβρεγμα. 'Τι ήταν αυτό;' τολμώ να ψελλίσω. 'Μα καλά δεν το ξέρεις;' με επαναφέρουν στην τάξη. 'Κάθε βράδυ γίνεται'. Λίγα λεπτά μετά, ο ευχάριστος θόρυβος καταλαγιάζει.


Τιμή και δόξα στη γιαγιά που έριχνε νερά στη Πασαρέλα. Στη γριά προφήτισσα. Αυτή που ένεκα της συνήθειας είχε μάθει από μικρή να καταβρέχει τις λυσσασμένες γάτες για να ξεκουμπίζονται από τη γειτονιά. Τιμή και δόξα  στη γεροναυπλιώτισσα. Που έκανε μούσκεμα τις ορδές των βαρβάρων και ας της έδιναν λεφτά. Πολλά λεφτά. Ήταν βλέπεις η ιδιοκτήτρια όλου του κτιρίου. Και του καταστήματος φυσικά. Ε, και; Ας έφευγαν.
Οι ορδές όμως αλάλαζαν στην εμφάνισή της και αυτή, από τον ψηλό θρόνο της μεγάλης σταρ, ίσως της μεγαλύτερης που πέρασε ποτέ από τα μέρη μας, με την υπεροπτική αύρα της πρωταγωνίστριας, ηρεμούσε τους δαίμονες της πόλης με λίγο αγιασμό.
Τώρα θα μας βλέπει από τα μπαλκόνια τ’ουρανού και θα γελάει. Θα πίνει καφεδάκο παρέα με τους παλιούς θαμώνες του Γιοτ Κλάμπ, του Σαν Ρόκκο, του πρώτου Σαβούρα, του Κάτσεχάμου, του Χουντάλα, του Έλατου, των καμπαρέ της δεκαετίας του 30 και των παλιών καφενέδων του δρόμου και θα καλαμπουρίζει  αυτή τώρα, την αυτόχθονή μας άγνοια. Κάθαρση.  


Μια συμπαραγωγή του palamidi.gr (Panos ΤheGrecian) και του palabourtzi.blogspot.gr (Mario Vagman)

H Google αφιερώνει το σημερινό της doodle στον Κάρολο Κουν (http://www.iefimerida.gr, 13.09.2013)

........................................................

H Google αφιερώνει το σημερινό της doodle στον Κάρολο Κουν 

H Google αφιερώνει το σημερινό της doodle στον Κάρολο Κουν  [εικόνα]


http://www.iefimerida.gr, 13.09.2013 


Στον κορυφαίο έλληνα θεατρικό σκηνοθέτη, Κάρολο Κουν, αφιερώνει το σημερινό της doodle η Google τιμώντας τα 105α γενέθλιά του.
Ο Κάρολος Κουν υπήρξε ένας πρωτοπόρος του θεάτρου, ο οποίος έως και το τέλος της ζωής του έκανε γνωστό στο ελληνικό κοινό αριστουργήματα της παγκόσμιας δραματολογίας και σύστησε πολλούς ξένους συγγραφείς, ενώ έδωσε άλλη διάσταση στο κλασικό ρεπερτόριο της αρχαιότητας με την σύγχρονη και ουσιαστική ματιά του.

Η ζωή του Καρόλου Κουν
Γεννήθηκε στην Προύσα στις 13 Σεπτεμβρίου 1908. Σπούδασε στη Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης και αισθητική στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Το 1929 διορίστηκε καθηγητής αγγλικών στο Κολλέγιο Αθηνών. Η πρώτη του εμφάνιση ως σκηνοθέτη ήταν στο «Τέλος του ταξιδιού» του Σέριφ. Με μαθητές του, από το Κολλέγιο, παρουσίασε έργα του Αριστοφάνη και του Σαίξπηρ. Ίδρυσε τη Λαϊκή Σκηνή (1934-36) και συνεργάστηκε με διάφορους θιάσους (Κατερίνας, Κοτοπούλη, κ.ά.).
Το Θέατρο Τέχνης
Το 1942 ο Κάρολος Κουν ίδρυσε το Θέατρο Τέχνης όπου ανέβασε Ίψεν, Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, Πιραντέλο και μετά την απελευθέρωση για πρώτη φορά στην Ελλάδα Λόρκα, Τένεσι Ουίλιαμς, Μίλερ κ.ά.. Επίσης, το ίδιο έτος (1942) ίδρυσε τη Δραματική Σχολή του θεάτρου του, στην οποία μαθήτευσαν οι σημαντικότεροι σκηνοθέτες και ηθοποιοί της μεταπολεμικής γενιάς.
Συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο
Το 1949 οικονομικές δυσκολίες οδήγησαν στο κλείσιμο του Θεάτρου Τέχνης, το οποίο άνοιξε και πάλι το 1954. Από το 1950 έως το 1953 ο Κάρολος Κουν συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, σκηνοθετώντας Τσέχοφ («Ο θείος Βάνιας», «Οι τρεις αδερφές»), Πιραντέλο («Ερρίκος Δ΄) κ.α.. Με μαθητές της Δραματικής Σχολής του ο Κουν παρουσίασε τα καινούργια ρεύματα του ξένου μεταπολεμικού θεάτρου όπως Μπρεχτ, Ιονέσκο, Μπέκετ, Πίντερ, Ντάριο Φο, Αραμπάλ κ.ά. ενώ παράλληλα παρουσίασε έργα νέων Ελλήνων συγγραφέων όπως Σεβαστίκογλου, Καμπανέλλη, Κεχαΐδη, Σκούρτη, Αναγνωστάκη και Ευθυμιάδη επιστρέφοντας σε έργα των αρχαίων τραγικών και του Αριστοφάνη.
Παράσταση - σκάνδαλο
Από το 1957 ανεβάζει αρχαίο δράμα. Αρχικά στο θέατρό του παρουσίασε τον «Πλούτο» και το 1959 τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, που θεωρήθηκε παράσταση - σκάνδαλο λόγω της πρωτοποριακής της παρουσίας. Στη συνέχεια παρουσιάζει παραστάσεις στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, στο «Θέατρο των Εθνών» του Παρισιού, Λονδίνο, Ζυρίχη, Μόναχο, Μόσχα, Λένινγκραντ, Βαρσοβία, Βενετία, Φεστιβάλ Βιέννης, Διεθνές θεατρικό Φεστιβάλ Βελιγραδίου, Ελληνική Εβδομάδα του Ντόρτμουντ, Φεστιβάλ Φλάνδρας και σκανδιναβικές πρωτεύουσες με τα έργα «Όρνιθες», «Πέρσες», «Επτά επί Θήβας», «Αχαρνής», «Οιδίπους Τύραννος», «Λυσιστράτη», «Βάκχες» και «Ειρήνη», αναφέρει το wikipedia.

Το 1984 το ελληνικό κράτος του παραχώρησε έναν χώρο στην Πλάκα, για την ανέγερση του θεάτρου «Κάρολος Κουν».
Ο μεγάλος σκηνοθέτης, τιμήθηκε με το παράσημο Φοίνικα, το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το βραβείο Θεάτρου των Εθνών.
Άφησε την τελευταία του πνοή το βράδυ της 14ης Φεβρουαρίου 1987, την ώρα ακριβώς που θα δινόταν η πρεμιέρα του έργου «Ο ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη, που λίγο καιρό πριν είχε αρχίσει να σκηνοθετεί στο «Υπόγειο», του Θεάτρου Τέχνης.


Το doodle του Καρόλου Κουν


Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

"Οι πουτάνες του Αλέξανδρου Ρήγα" του Γιάννη Παπαδημητρίου (www.protagon.gr, 10 Σεπτεμβρίου 2013)

.......................................................


 Γιάννης Παπαδημητρίου

Οι πουτάνες του Αλέξανδρου Ρήγα

 του Γιάννη Παπαδημητρίου (www.protagon.gr,  



Την Κυριακή το βράδυ αποφάσισα να πάω στην παράσταση «Τα παιδιά θα ’ρθουνε στις οχτώ», των Αλέξανδρου Ρήγα και Δημήτρη Αποστόλου. Δεν είχα ανάγκη να ακονίσω τις πνευματικές μου ικανότητες, απλώς να περάσω ευχάριστα το βράδυ μου, χωρίς πολλές σκοτούρες. Άλλωστε, οι δυο τους στο παρελθόν μου ’χαν χαρίσει αλησμόνητες στιγμές γέλιου. Στα δεκατρία μου, η Ντένη Μαρκορά ήταν η αγαπημένη μου ηρωίδα, ενώ αργότερα, στην κοινωνία των Γαργαλιάνων («Μπαμπά, μην πεθάνεις ξανά Παρασκευή»), είδα με χιούμορ να αναδεικνύονται αρκετά κωμικοτραγικά στοιχεία της ελληνικής επαρχίας. Ωστόσο, η εμπορική επιτυχία που κουβαλάει στο μάρσιπό του το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό δίδυμο και τα θετικά σχόλια που διάβασα για το έργο εξανεμίστηκαν από το πρώτο πεντάλεπτο. Εξαιτίας της περιέργειάς μου έκανα το λάθος να μείνω ως το τέλος, με συνέπεια να φύγω από το ανοιχτό θέατρο του Δήμου Συκεών εξοργισμένος.Η παράσταση, που από μόνη της καταργεί οποιαδήποτε απόπειρα σοβαρής αξιολόγησης, είναι ένας κακόγουστος αχταρμάς από πρόχειρα και πολυφορεμένα πολιτικά σχόλια («αυτή είναι κυβέρνηση γονικής παροχής»), από εξυπνακίστικες ατάκες που υποτίθεται ότι αναδεικνύουν με γλαφυρό τρόπο τα σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα της παραπαίουσας ελληνικής κοινωνίας (π.χ ο Ηλίας Κασιδιάρης εμφανίζεται ως η νούμερο ένα φαντασίωση της μέσης σεξουαλικά καταπιεσμένης νοικοκυράς, «αχ, και να ’μουνα η Δούρου») και από βρισιές. Ωμές βρισιές, με το τσουβάλι.
 Δυστυχώς, το αναμφισβήτητο ταλέντο της Βασιλικής Ανδρίτσου εξαντλείται στο να αναπαράγει κυριολεκτικά αμέτρητες φορές τη λέξη «πουτάνα» και να μουντζώνει τον άντρα της, Αλέξανδρο Ρήγα. Όσο ξεπερασμένη είναι αυτή η χειρονομία ως τρόπος έκφρασης, άλλο τόσο παλαιολιθική στο στήσιμό της ήταν ολόκληρη η ιστορία.Βασισμένη στην ευκολία του «stand up», για να φαίνεται άμεση και να σέρνει βίαια το κοινό στο κόλπο, στερείται οποιουδήποτε στοιχείου φαντασίας ή, έστω, αυτοσχεδιασμού. Το κλασικό δίπολο της ρουτίνας δύο παντρεμένων, που αλληλοκατηγορούνται για το κάθε τι, έχει κουράσει. Μέχρι εκεί φτάνει η έμπνευσή σας, κύριε Ρήγα, να λέτε ότι οι πορδές σας θυμίζουν μηχανή «Γιούγκο»; Εδώ, στη Θεσσαλονίκη, το αστείο αυτό το λένε πριν εμφανιστεί ο Γκάλης. Πέρα από το θλιβερό ζευγάρι, ο τρόπος που η παράσταση πραγματεύεται ευαίσθητα ζητήματα, όπως η ομοφυλοφιλία ή η σχέση των γονιών με τα παιδιά, είναι χυδαίος και προσβλητικός. Η μάνα εξομολογείται γελώντας(!) ότι το εξάχρονο παιδί της την αποκαλεί «πουτάνα», επειδή ο πατέρας του το έχει διδάξει ότι «όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες». Το ’πε τόσες φορές, σε τόσες παραλλαγές, που μου τρύπησε τα αυτιά. Από την άλλη, ο άντρας της, που της είχε απαρνηθεί δεκάδες φορές να την ικανοποιήσει σεξουαλικά, της αποκαλύπτει -με μελό ύφος, αλά Ξανθόπουλου- ότι είναι αμφισεξουαλικός και ότι την απάτησε με τον δικηγόρο τους. «Το ξυρίζεις, βρε, το δελφίνι;», ήταν η αντίδρασή της.
Αν δεν έχετε δει το έργο -έχετε γλιτώσει από εγκεφαλικό- μη βιαστείτε να μου καταλογίσετε πουριτανισμό ή μικροαστική ηθικολογία. Αυτό δεν είναι «κωμικό θρίλερ», όπως το χαρακτηρίσατε, κύριε Ρήγα, στη συνέντευξη Τύπου, είναι η επιτομή της χυδαιότητας. Και όχι τόσο για τις βρισιές, που μονοπωλούσαν τον χρόνο της παράστασης, όσο για το τέλος που επιλέξατε. Έπειτα από δύο ώρες κατακρεούργησης του μυαλού μας, τολμήσατε να βάλετε και ηθικό δίδαγμα, με τον στόμφο του Μίλαν Κούντερα. «Ζήστε, ζήστε», φώναζε η Βασιλική Ανδρίτσου λίγο πριν πέσουν τα φώτα. Δεν πίστευα στα μάτια μου, κάποιοι είχαν συγκινηθεί κιόλας. «Χριστέ μου, τι ακούω και δε σωριάζομαι;», που θα έλεγε και η αγαπημένη μου Ντένη.
Τα λόγια της ηθοποιού ένιωθα ότι εκτοξεύονται απειλητικά στο πρόσωπό μου, όπως τα σποράκια που κρατσάνιζε κι έφτυνε στο τσιμέντο με αδιαφορία ο κύριος από πίσω μου. Βέβαια, το μεγαλύτερο πλήγμα ήρθε τη στιγμή της υπόκλισης, όπου ο κόσμος -όρθιος- χειροκροτούσε ενθουσιασμένος και αποθέωνε τους δύο ηθοποιούς. Από την ντροπή μου, έφυγα αμίλητος και με σκυμμένο το κεφάλι. Δεν έχουμε μόνο τους πολιτικούς που μας αξίζουν, αλλά και τους καλλιτέχνες που μας εκφράζουν. Θα ζήσουμε, κύριε Ρήγα, δεν περιμέναμε εσάς να μας το υπενθυμίσετε. Το σίγουρο όμως είναι ότι θα ζήσουμε πολύ καλύτερα χωρίς τις δικές σας παραστάσεις. Οι δικές σας «πουτάνες» δεν κατοικούν εδώ για να μας κλέβουν τον πολύτιμο χρόνο μας.

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Μiley Cyrus Μια νέα ποπ τραγουδίστρια που τα "λέει"...

........................................................


Miley Cyrus : Εντάξει, εκτός από τα άλλα της "προσόντα" έχει και ωραία φωνή. Σε άλλες μόνο τα "άλλα" περισσεύουν...










Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

"Περί Βλαχοδημάρχων λόγος" εξ Αργολίδος ορμώμενος (http://palabourtzi.blogspot.gr, 5/9/2013)

....................................................

Πέμπτη, 5 Σεπτεμβρίου 2013

Περί Βλαχοδημάρχων λόγος

Δηλαδή συγνώμη. Είναι τυχαίο που μόλις η αυτού μεγαλειότητα της τελειότητας του κύριος Αλεξέι Τσιπρόφ αναφώνησε τον όρο "Βλαχοδήμαρχοι" να σηκώσει πρώτος τη μύγα, συγνώμη το γάντι, ο δήμαρχος του Άργους κύριος Καμπόσος; Aπό όλους τους δημάρχους της επικράτειας πρώτος ο κύριος Καμπόσος; Τυχαίο; Δεν νομίζω. 
Όχι βέβαια πως συμφωνώ με τον σύντροφο Αλέξη στους χαρακτηρισμούς του. Διαφωνώ καθέτως, οριζοντίως, πλαγίως και καθιστώς. Άλλο το ένα όμως και άλλο το άλλο.
Γιατί αν θέλει κάποιος πραγματικά να φέρει μια κάποια αλλαγή στον σάπιο και διεφθαρμένο κόσμο της τοπικής αυτοδιοικήσεως θα ήταν πιο λογικό αντί να ασχολείται με την σάπια κεφαλή, να ασχοληθεί με την σάπια βάση. Αντί λοιπόν να ασχολούμαστε με τους βλαχοδημάρχους ας ασχοληθούμε ευθέως και ειλικρινώς με τον βλαχόκοσμο που τους εκλέγει. Θα ήταν λέτε αντιδημοφιλές και αντιεπικοινωνιακό; Μπορεί. Αλλά θα ήταν σίγουρα επαναστατικό, ριζοσπαστικό και θα σηματοδοτούσε μια πνευματική και πολιτιστική πρόταση. 
Γιατί βλάχος δεν είναι σε καμία περίπτωση ο έχων βλάχικη καταγωγή. Ούτε βεβαίως αυτός που ζεί στα χωριά και ασχολείται με γίδια, πρόβατα και αγροτικές δουλειές. Η ελληνική γλώσσα επιβιώνει χιλιάδες χρόνια έχοντας την δυνατότητα να δημιουργεί καινούριες λέξεις και να επανανοηματοδοτεί παλιές. Όπως η λέξη βλάχος που εννοεί τώρα πια  τον αταίριαστο, τον κιτς, τον χαζομιμούμενο την αστική συμπεριφορά, τον απολίτιστο, τον κάγκουρα, τον κενό, τον τρεντομάλακα, τον κουτοπόνηρο, τον αρχοντοχωριάτη και όλα τα παρεμφερή. Οι βλάχοι είναι κρυμμένοι παντού. Λάθος, δεν είναι κρυμμένοι. Είναι εμφανέστατοι. Σε πόλεις και χωριά. Σε ραχούλες, λιβάδια και τσιμεντένιες πολυκατοικίες. Βρίσκονται πάνω σε γαιδούρια, μηχανάκια κι αυτοκίνητα, ενίοτε πολυτελείας. Διοικούν και διοικούνται. Οδηγούν και οδηγούνται.
Στην Αθήνα την πρωτεύουσα, οι βλάχοι ονομάζονται Τσιμεντόβλαχοι. Είναι αυτό το κοπάδι που καταλαμβάνει ανά περιόδους επαρχιακούς τόπους και τους μετατρέπει σε τσιφλίκι του. Εντός του άστεως κορνάρουν ασυστόλως, μουτζώνουν, σπρώχνονται σε ουρές, τσακώνονται με το παραμικρό σε λεωφορεία, τρόλευ και μετρό, πετάνε παντού σκουπίδια, απλώνουν τα σκατά των σκύλων τους σε όλα τα πεζοδρόμια, δηλητηριάζουν τα ζώα των άλλων, ακούνε και κάνουν μόδα κάθε σαχλοτράγουδο που τους πιπιλίζει τον εγκέφαλο, δεν χαιρετούν και περπατάνε πάντοτε κατηφείς και βιαστικοί.
Στο Ναύπλιο οι βλάχοι ονομάζονται μπουρτζόβλαχοι. Εκ του Μπουρτζίου ο λόγος. Είναι αυτό το είδος αυτοχθόνων που ενώ θεωρεί πως ο τόπος καταγωγής του είναι πόλη και όχι χωριό, η συμπεριφορά του και ο χαρακτήρας του δεν το αποδεικνύουν. Αντιθέτως. Φανερώνουν το ακριβώς αντίθετο. Είτε ζούν το αστικό παραμύθι της πρώτης πρωτεύουσας των κωλοπλυμμένων (βαυαροί γραφειοκράτες), αυτό το γονίδιο ψευτοαριστοκρατίας που κληρονομήθηκε σε κάμποσους ντόπιους ιθαγενείς είτε της πρωτεύουσας της Αργολίδας απλά, ζούν και αναπνέουν σε έναν μικρόκοσμο με σύνορα τη Δαλαμανάρα από τη μία και την Επίδαυρο από την άλλη. Σε έναν μικρόκοσμο κουτσομπολιού, ξερολίασης, καθημερινής μιζέριας, ανιστόρητης πολυλογίας, ημιμάθειας, μηδενικής ενεργητικότητας και αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Είναι το αργόσυρτο συντηρητικό προσκήνιο της πόλης. 
Στα γύρω χωριά, μιλάμε για τους Αργολιδιώτικα χωριά, οι βλάχοι ονομάζονται μπαστουνόβλαχοι, τσοπανόβλαχοι, τυρόβλαχοι και άλλα παρόμοια. Πρόκειται για το είδος που ονειρεύεται να ζήσει στη πόλη (Άργος, Ναύπλιο) και κυρίως να κυκλοφορήσει στη πόλη τις αργίες, τις γιορτές και τα Σάββατα. Είναι αυτοί οι μικρόνοες που θεωρούν το Ναύπλιο μια κοσμοπολίτικη πασαρέλα αφήνοντας τα χωριά τους να ερημώνουν με γκιόσα και γουρνοπούλα κάθε τρίτη και πέμπτη. Στήνουν και κανά πανηγύρι με γύφτικα τραγούδια κάθε καλοκαίρι και νομίζουν πως το έκαναν το χρέος τους στο τόπο τους.  Τις άλλες μέρες κατεβαίνουν στ' Ανάπλι συνήθως παρέα με όλο τους το σόι ή τη ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού τους, συνδυάζουν πάνω τους όλα τα χρώματα της ίριδας για να είναι trendy και φοράνε όλα τα ασημικά και τα χρυσά της μπιζουτέριας του πατρικού τους. Οι μουσικές τους επιλογές εκτείνονται από το σκυλοπόπ μέχρι τα σκυλάδικα. Οι πιο προχωρημένοι ακούνε και αρκουδιάρικα μπιτάκια της μοδός. 
Ένα κλασικό παράδειγμα βλαχιάς στη πόλη μας για να γίνω κατανοητός είναι η οδός Μπουμπουλίνας. Η πασαρέλα που λένε, ή αλλιώς βλάχικα. Γιατί τα λένε όμως βλάχικα; Μήπως επειδή εκεί συχνάζουν Βλάχοι στη καταγωγή; Όχι. Μήπως γιατί οι θαμώνες τους είναι κάτοικοι χωριών και όχι πόλης. Σαφώς και όχι. Οι θαμώνες τους είναι Αθηναίοι, Ναυπλιώτες, Αργείοι και κάτοικοι χωριών εξίσου. Τότε γιατί βλάχικα; 
Η απάντηση είναι απλή. Το μέρος κάποια στιγμή εξελίχθηκε σε trendy στέκι. Πολύχρωμα μαγαζάκια με κυριλέ καθίσματα, φουρφουλέ μαξιλάρια, μπιτάκια και σκυλοπόπια, θόρυβο και πασαρέλα τοπικής μόδας. Και όλα αυτά μπροστά στο λιμάνι μιας νεοκλασικής πόλης με γραφικά σπίτια και σοκάκια, με μεγάλη ιστορία και αισθητική αργών, λαικών κι απλών ρυθμών. Ο τέλειος αντιαισθητικός συνδυασμός. Ο ορισμός του κιτς. Κοινώς, του βλάχικου. Αναμενόμενο ήταν λοιπόν το μέρος να φιλοξενεί κυρίως Τσιμεντόβλαχους, Μπουρτζόβλαχους και Μπαστουνόβλαχους. Τους βλάχους δηλαδή από κάθε γεωγραφική τοποθεσία. 
Τέλος για να μην ξεχαστώ, στη μεγάλη λίστα των βλαχόκοσμου οφείλουμε να προσθέσουμε τους Ελληναράδες υπερπατριώτες. Είναι μεν φρέσκο αυγό αυτό αλλά για χρόνια επώαζε μέσα στις ψυχές του συλλογικού μας ασυνείδητου. Είναι αυτή η ανώτερη φυλή Ελλήνων που θεωρεί όλες τις άλλες ζώα, πιθήκους, μολυσμένους, άπιστους και χίλια δύο άλλα  ενώ η ίδια δεν ξέρει να διαβάζει, να γράφει, να μιλάει και γενικώς να συμπεριφέρεται ανθρωπίνως. Ζεί πάντοτε μέσα στο μίσος και την οργή, θεωρεί πως οι πάντες την κυνηγούν γιατί είναι ιερή, ζεί σε ένα φανταστικό και ψεύτικα φτιαγμένο παρελθόν χωρίς την παραμικρή δόση εθνικής αυτοκριτικής, πουλάει πόλεμο και θεωρεί όλους τους υπόλοιπους Έλληνες προδότες και πουλημένους.
Και η λίστα του βλαχόκοσμου δεν τελειώνει με τίποτα σύντροφοι αυτόχθονες ιθαγενείς. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς τους ουρακοτάγκους χούλιγκανς των γηπέδων, τους μανιακούς θρησκόληπτους του κατηχητικού, τους ομοφοβικούς, τους επιτηδευμένα κραγμένους γκέι, τις γυναίκες που βρίζουν και μιλάνε σαν νταλικέρισσες και όσους άλλους χωράει ο νούς σας και η χώρα σας.
Γι' αυτό λοιπόν σύντροφε Αλέξη τί νόημα έχει να ασχολούμαστε με τους βλαχοδημάρχους; Και να φύγουν όσοι είναι τέτοιοι τί θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικό; Θα μείνει μόνο ένα τεράστιο βλαχοπλήθος  ακυβέρνητο και χωρίς βλαχοδηγό. Η βλαχιά άλλωστε σύντροφε Αλέξη είναι ζήτημα  κυρίως και βασικώς οχλοκρατικό όπερ σημαίνει λαοφιλές. Και ζεί παντού. Στα σαλόνια και τ'αλώνια. Στις κορυφές και τους πρόποδες. Στα ρετιρέ και τα υπόγεια. Για να την ξεριζώσεις μόνο μια πνευματική και πολιτιστική επανάσταση θα μπορούσες να ξεκινήσεις. Θα ήταν ίσως ο μοναδικός εμφύλιος που θα άξιζε τον κόπο να συμμετέχει κάποιος. Όλα τα υπόλοιπα είναι σκέτα λόγια που αφορούνε  βλάχους και μόνο αυτούς.
Και τον δήμαρχο Άργους βεβαίως βεβαίως.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Επικοινωνιακά μέσα "ποιοτικών" θιάσων...

........................................................


Αυτή είναι η σωστή αφίσα,
 

 
...όχι αυτή!...






Εντύπωση μου προκαλούν, καθώς κινούμαι στις κεντρικές λεωοφόρους και οδούς του Κλεινού Άστεως, οι αφίσες του Θεάτρου του Νέου Κόσμου που διαφημίζουν την παράσταση του "Κοινού Λόγου" στο Ηρώδειο προχθές την Τετάρτη (4/9). Οι περισσότερες (για να μην πω όλες όσες έχω δει εγώ) απεικονίζουν μόνο το προφίλ της Λυδίας Κονιόρδου. Με ποιο κριτήριο δικαιοσύνης έχει γίνει αυτή η επιλογή; Ανταποκρίνεται στην αλήθεια της παράστασης; Όχι, βέβαια. Η συμμετοχή και των 5 γυναικών είναι ισότιμη και ισοβαρής. Είναι η Λυδία Κονιόρδου πιο αναγνωρίσιμη από τις άλλες, θα μπορούσε να είναι η απάντηση. Πιθανόν, αν και θα ρωτήσω: άραγε σε ποιους; Στους θεατρόφιλους αυτού του ρεπερτορίου; Μα οι θεατρόφιλοι αυτοί είναι ήδη πληροφορημένοι και για το έργο που θα δουν και για τη σύνθεση του θιάσου, αλλά και για το ρεπερτόριο που το Θέατρο του Νέου Κόσμου υπηρετεί. Τι τους χρειάζεται αυτή η μονοπρόσωπη προβολή; 
   Αν η διαφημιστική καμπάνια της παράστασης σκοπό έχει να προσεταιριστεί ένα ευρύτερο της "τακτικής πελατείας" του θιάσου κοινό, τότε θα έλεγα ότι ματαιοπονεί και ξοδεύεται χωρίς αποτέλεσμα. Διότι η κ. Κονιόρδου δε λέει τίποτα σε ένα κοινό που "σιτίζεται" από την τηλεόραση και από αντίστοιχης αισθητικής θεατρικά σχήματα και εγχειρήματα. Αν δεν καλύπτει ανάγκες ματαιοδοξίας της άξιας πρωταγωνίστριας, ένα είναι σίγουρο: θολώνει τη φυσιογνωμία του Θεάτρου του Νέου Κόσμου και τη μετατρέπει, έστω και προσώρας, σε αυτή ενός θεάτρου πρωταγωνιστών. Είναι άραγε επιθυμητή μια τέτοια μετάλλαξη;...

"Ο θείος Τάκης και ο θείος Τάκης" του Χρήστου Χωμενίδη (www.protagon.gr, 7/9/2013)

....................................................


Ο θείος Τάκης και ο θείος Τάκης

του Χρήστου Χωμενίδη

photo: Aerial Photography@Flickr
photo: Aerial Photography@Flickr

Είναι δύο ξαδέλφια της μάνας μου -ξαδέλφια και μεταξύ τους- συνομήλικα σχεδόν και συνονόματα. Ο θείος Τάκης και ο θείος Τάκης. Έχουν πατήσει τα ογδόντα αλλά βαστιούνται μια χαρά. Μοιάζουν κιόλας – ψηλοί, σωματώδεις και ασπρομάλληδες, σαν πολικές αρκούδες που το έσκασαν απ’ τον ζωολογικό κήπο της πόλης.
Γεννήθηκαν αμφότεροι στις αρχές της δεκαετίας του '30. Από πατέρα Αθηναίο, «γκάγκαρο», ο Τάκης ο μεγάλος. Λιμπίστηκε τα τσακίρικα μάτια της Σμυρνιάς ο γκάγκαρος χασάπης και την πήρε «και ας μην είχε δεύτερο βρακί». Από πατέρα και μάνα πρόσφυγες ο Τάκης ο μικρός, οι οποίοι -ακόμα κι όταν «η Ελλάς ευημερούσε» όπως κοκορεύονταν οι εκάστοτε πρωθυπουργοί- επέμεναν να τα φέρνουν πολύ δύσκολα βόλτα, μεροδούλι-μεροφάι… 

Κατά τα παιδικά τους χρόνια χώριζαν τους Τάκηδες δύο χιλιόμετρα σκάρτα πλην άβυσσος κοινωνική. Στην πλατεία Γκύζη είχε το κρεοπωλείο του ο γκάγκαρος. Στις εργατικές πολυκατοικίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας έμεναν οι πρόσφυγες. Στις ενδιάμεσες αλάνες αντάμωναν κι έπαιζαν μπάλα τα πιτσιρίκια. Κάθε Χριστούγεννα και κάθε Πάσχα, στα τραπεζώματα της κοινής τους γιαγιάς, ο Τάκης του χασάπη εμφανιζόταν με δώρα για τον φτωχό του εξάδελφο. Κοκκίνιζε το προσφυγάκι, έσκυβε το κεφάλι και τραύλιζε «χίλια ευχαριστώ» για τα ταλαιπωρημένα παπούτσια και για τα φθαρμένα παλτά. «Δεν λες που έχουν έναν χρόνο διαφορά και τα αποφόρια του ενός χωρούν στον άλλον;» έβλεπε πάντοτε η γιαγιά τους τη θετική πλευρά.

Την Κατοχή και τα μετέπειτα, ο γκάγκαρος χασάπης κατάφερε να τα περάσει σχεδόν αβρόχοις ποσί. Επρόκειτο για σπάνιο κατόρθωμα να κρατάς ίσες αποστάσεις από τους Χίτες κι από το ΕΑΜ, να καίγεται ο κόσμος γύρω σου κι εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου κι όταν σου πυρπολούν στα Δεκεμβριανά το μαγαζί, να κάνεις τον σταυρό σου και λουφαγμένος μες στο σπίτι σου να περιμένεις στωικά προς τα πού θα γείρει η πλάστιγγα.

Ο μπατζανάκης του ο πρόσφυγας δεν διέθετε παρόμοιες αρετές: Βγήκε από τους πρώτους στο βουνό. Σκοτώθηκε από τους πρώτους. Ο Τάκης ο μικρός έμεινε ορφανός. «Αλλά και να ’χε ζήσει ο μπαμπάς σου» του έλεγε μια μέρα ο χασάπης «τι χαΐρι θα ’χατε δει; Στα Μακρονήσια θα τραβιότανε ή στις Τασκένδες, αίμα θα φτύνατε οικογενειακώς... Ενώ τώρα η δράση του έχει σχεδόν ξεχαστεί. Ουδέν κακόν λοιπόν αμιγές καλού…».

Διόλου δεν είχε ξεχαστεί η δράση του. Τελειώνοντας με τα χίλια ζόρια το Γυμνάσιο, ο Τάκης ο μικρός διεπίστωσε πως το όνομα του μπαμπά του τον βάραινε. Αν ήθελε να συνεχίσει σπουδές -σιγά μην αποτολμούσε τέτοιο όνειρο-, αν ήθελε να διοριστεί κλητήρας ή να αποκτήσει έστω άδεια μικροπωλητή, έπρεπε να υπογράψει ένα μάτσο χαρτιά ότι «αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας τον κομμουνισμόν και τας παραφυάδας αυτού»… Δεν είχε την παραμικρή σκασίλα ο Τάκης ο μικρός για τον κομμουνισμό. Ένιωθε όμως πως, στην ουσία, του ζητούσαν να αποκηρύξει τον πατέρα του. Τους έριξε δυο μούντζες και με ό,τι λεφτά είχε και δεν είχε, έβγαλε ένα εισιτήριο τρίτης θέσης. Στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού δεν τον περίμενε κανείς. Μα ήταν δεκαεννιά χρονών: Το χέρι του έστυβε την πέτρα, το καυλί του την τρυπούσε.

Ο Τάκης ο μεγάλος κατάφερε με τον βούρδουλα του πατέρα του και ας μην τα ’παιρνε και πολύ τα γράμματα να τελειώσει το Πανεπιστήμιο Πειραιά – «Βιομηχανική Σχολή» το έλεγαν τότε. «Δεν θα σε χαραμίσω στις νεφραμιές και τις συκωταριές, επιστήμονα άνθρωπο!» του ανακοίνωσε όλος καμάρι ο χασάπης μόλις είδε το πτυχίο. Και με τη μεσολάβηση ενός βουλευτή -στον οποίον εδώ και χρόνια προμήθευε τις καλύτερες νεφραμιές και συκωταριές- τον διόρισε στο Υπουργείο Συγκοινωνιών. Του έραψε δυο κοστούμια και του έδωσε την ευχή του.

Στιγμιότυπα από τις ζωές του θείου Τάκη και του θείου Τάκη:
1955. Ο Τάκης ο μεγάλος, ο γκάγκαρος, αρραβωνιάζεται τη Βούλα, θυγατέρα ταξιάρχου. Εγκαθίσταται στο προικώον, στη Νεάπολη Εξαρχείων και αγοράζει με τις αποταμιεύσεις του ηλεκτρικό ψυγείο. Για την ηλεκτρική κουζίνα βάζει γραμμάτια.

1956. Ο Τάκης ο μικρός κοιμάται σε ένα ημιυπόγειο στην Αστόρια μαζί με τρεις ακόμα μετανάστες. Κάθε πρωί, αξημέρωτα, ξεκινάει για το Μανχάταν. Επί δώδεκα ώρες σπρώχνει ένα καροτσάκι με πρέτζελ, αλατισμένα κουλούρια. Τα μεσημέρια κάνει είκοσι λεπτά διάλειμμα, κολατσίζει στην είσοδο του Σέντραλ Παρκ. Επίσης, κατουράει πίσω από τον ίδιο πάντα θάμνο.

1958. Ο Τάκης ο μεγάλος φωτογραφίζεται με την πρωτότοκη κόρη του, με φόντο τα περιστέρια της πλατείας Συντάγματος. Ο Τάκης ο μικρός ερωτεύεται μιαν εβραιοπούλα πολωνικής καταγωγής, εργάτρια σε υφαντουργείο. Παραμερίζουν τις θρησκευτικές προκαταλήψεις τους και κλέβονται.

1962. Ο Τάκης ο μεγάλος δίνει το προικώον αντιπαροχή και αποκτά αυτοκίνητο. Ι.Χ. Ο Τάκης ο μικρός πουλάει το καρότσι και την άδεια του κουλουρά και μπαίνει συνέταιρος σε ένα σουβλατζίδικο στην Αστόρια. Την 25η Μαρτίου, ο γιος του παρελαύνει στην Πέμπτη Λεωφόρο ντυμένος τσολιαδάκι.

1970. Ο Τάκης ο μεγάλος ακούει κεκλεισμένων των θυρών τις ελληνικές εκπομπές του BBC και της Deutche Welle αλλά στο υπουργείο αποκαλεί τη Χούντα «Επανάσταση». Παραμερίζοντας τους τελευταίους του ενδοιασμούς, εκφωνεί ενώπιον του προσωπικού τον πανηγυρικό της 21ης Απριλίου. Έπειτα από δυο εβδομάδες, προάγεται σε Γενικό Διευθυντή.

1971. Ο Τάκης ο μικρός πηγαίνει σε συνεστίαση του ΠΑΚ Νέας Υόρκης και βλέπει τον Ανδρέα Παπανδρέου να βροντάει και να αστράφτει, μην αποκλείοντας το αντάρτικο εναντίον των Συνταγματαρχών. Εντυπωσιάζεται μεν, φτύνει δε τον κόρφο του που δεν έχει πια κανένα πάρε-δώσε, καμιά εξάρτηση από την Ελλάδα.
1976. Στην αγωνία του να ξεπλύνει τη ρετσινιά του συνεργάτη της Χούντας, ο Τάκης ο μεγάλος γράφεται στο Πασόκ. Ακόμα κι όσοι θυμούνται το παρελθόν του, τον αντιμετωπίζουν με κατανόηση. Κυρίως επειδή είναι υποδειγματικός υπάλληλος και εξαιρετικός κύριος. Εάν ήθελε εξάλλου -σκέφτονται- να επωφεληθεί προσωπικά, θα πήγαινε στη Νέα Δημοκρατία κι όχι στο «Κίνημα» του 13%...
1979. Ύστερα από τριάντα χρόνια, ο Τάκης ο μικρός επιστρέφει συν γυναιξί και τέκνοις στην Ελλάδα, για διακοπές, και συναντιέται με τους συγγενείς του. Οι θυγατέρες του Τάκη του μεγάλου βρίσκουν τους τρεις ελληνοαμερικάνους ξαδέλφους τους «καράβλαχους». Θαμπώνονται όμως από την καμπάνα στον Αστέρα, όπου έχει καταλύσει η οικογένεια του θείου τους. «Για κοίτα πού πηγαίνουν τα λεφτά…» λένε πικρόχολα.
1985. Παρά τις υποσχέσεις που του είχαν δοθεί, ο Τάκης ο μεγάλος δεν περιλαμβάνεται τελικά στα ψηφοδέλτια του Πασόκ. Η απογοήτευσή του είναι τέτοια ώστε -σε συνδυασμό με την κρίση μέσης ηλικίας- τον ρίχνει σε κατάθλιψη. Για να το ξεπεράσει, ερωτεύεται μια νεαρή δακτυλογράφο κι εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία. Μέσα στους επόμενους έξι μήνες, πηγαίνει σε περισσότερα μπουζούκια και πολυτελή εστιατόρια από ό,τι σε όλη την προηγούμενη ζωή του. Φωτογραφίζεται, στο τσακίρ κέφι, με τον Σταμάτη Κόκοτα από πάνω του να του κρατάει το μικρόφωνο για να τραγουδήσει «μου ’φαγες όλα τα δακτυλίδια…».

1988. Ο Τάκης ο μικρός παθιάζεται με την υποψηφιότητα του Μάικλ Ντουκάκις για την Προεδρία. Τα τρία εστιατόρια που έχει πλέον -στην Αστόρια και στο Λονγκ Άιλαντ- του δίνουν τη δυνατότητα να την υποστηρίξει και οικονομικά, με το ποσό των πενήντα χιλιάδων δολαρίων. Η ήττα του Ντουκάκις τον πικραίνει βαθύτατα. Είναι περήφανος ωστόσο που έκανε το πατριωτικό του καθήκον, καθώς και το κομμάτι του στην ομογένεια.

1992. Ο Τάκης ο μεγάλος παθαίνει έμφραγμα και σώζεται στο παραπέντε. Επιστρέφει με την ουρά στα σκέλια στην οικογένειά του. Η σύζυγός του Βούλα τον δέχεται με ανοιχτές αγκάλες. Δεν θα περάσει όμως ούτε μια μέρα εφεξής δίχως να του υπενθυμίσει τα «ρεζιλίκια» του. Το εφάπαξ -εννοείται- από το υπουργείο κατατίθεται σε δικό της λογαριασμό. 

1996. Ο τελευταίος γιος του Τάκη του μικρού σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό. «Ό,τι παιδί αποκτήσετε» προστάζει τους δυο άλλους μετά την κηδεία «θα το βαφτίσετε Γιώργο. Ή έστω Γεωργία…». Σχεδόν αμέσως συνειδητοποιεί το μάταιον του πράγματος. «Τι νόημα έχει; Βγάλτε τα παιδιά σας όπως θέλετε, ζωή να έχουν!».

2004. Ο Τάκης ο μικρός έρχεται στην Αθήνα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες μαζί με τη δεκαμελή του πλέον οικογένεια. Μαγεύεται, τον πιάνει νοσταλγία. Σκέφτεται να αγοράσει ένα σπίτι, παραθαλάσσιο, για να περνάει τα καλοκαίρια, να βελτιώνουν και τα εγγονάκια του τα ελληνικά τους. Όταν μαθαίνει τις τιμές των ακινήτων, του σηκώνεται η τρίχα. «Και δεν παίρνω ένα φλατ με θέα στο Σέντραλ Παρκ;» λέει.

Ιούλιος 2013. Ο Τάκης ο μεγάλος πάει κρυφά από τη γυναίκα και τις κόρες του στο Ιντερκοντινένταλ, να βρει τον εξάδελφό του. Συναντιούνται στο μπαρ πλάι στην πισίνα – ο Τάκης ο μεγάλος φοράει κοστούμι ενώ ο Τάκης ο μικρός καναρινί μαγιό, η εικόνα που παρουσιάζουν είναι κωμική. Του περιγράφει το χάλι της Ελλάδας και τη δική του την κατάντια. «Η σύνταξή μου έχει πέσει στο μισό, δεν έχω πια να δώσω χαρτζιλίκι στα εγγόνια μου. Το εφάπαξ έγινε προίκα για τις θυγατέρες μου – χωρίσανε κι οι δύο, οι γαϊδούρες! Ζούμε με ένα χιλιάρικο σκάρτο τον μήνα…». Δεν χρειάζεται να προχωρήσει - ο Τάκης ο μικρός έχει καταλάβει. Βγάζει απ’ το δερμάτινο τσαντάκι το μπλοκ του και του κόβει επιταγή, δέκα χιλιάδες δολάρια. «Δεν ξέρω πότε θα μπορέσω να στα επιστρέψω…». «Μα δεν στα δίνω δάνειο. Είναι το “ευχαριστώ” για τα ρούχα και τα παιχνίδια που μου χάριζες όταν ήμασταν παιδιά…». Ο Τάκης ο μεγάλος αρχίζει τότε να κλαίει γοερά, ο Τάκης ο μικρός τού παραγγέλνει ένα ουίσκι διπλό, μπας και τον συνεφέρει. «Πού τα σκατώσαμε, βρε ξάδελφε; Πώς καταντήσαμε έτσι;». «Περάσατε όμως και μπέικα…». «Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα! Εσύ έριξες μαύρη πέτρα πίσω σου και πρόκοψες…». «Μπα, τυχερός στάθηκα. Θα μπορούσαν να έχουν έρθει τα πράγματα ανάποδα. Δεν μετανάστευσα εξάλλου με τη θέλησή μου – κλωτσηδόν έφυγα…». «Δεν βαριέσαι» αμπελοφιλοσοφεί ο Τάκης ο μεγάλος. «Κάποιοι άνθρωποι είναι πουλιά και κάποιοι άλλοι δέντρα…». «Όλοι οι άνθρωποι δέντρα γεννιούνται» τον διορθώνει ο Τάκης ο μικρός. «Μερικοί, απλώς, βγάζουν στην πορεία φτερά.».

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Το καλοκαίρι των Κυκλώπων "Εποχή", Κυριακή, 01 Σεπτεμβρίου 2013

.......................................................


Το καλοκαίρι των Κυκλώπων


Το σατυρικό δράμα «Κύκλωπας» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου
(Εθνικό, Επίδαυρος, 2-3 Αυγούστου)

«Η αφθονία της πίστης μου είναι ένας άλλος, έκτος,
δίχως όνομα, ωκεανός,που ταξιδεύω πάνω του
χωρίς χάρτες και τιμόνια, με μόνο την καρδιά
για οδηγό, γιατί η αγάπη που ’χω μέσα μου
μπορεί κι ένα ακυβέρνητο καράβι
να τ’ οδηγήσει στο δρόμο το σωστό»


Με λίγους στίχους του Λειβαδίτη από τον «Άνθρωπο με το Ταμπούρλο» να πούμε καλώς βρεθήκαμε και πάλι, φίλοι και σύντροφοι μετά το σύντομο διάλειμμα του Αυγούστου, που τούτη τη φορά δεν ήταν μήνας των διακοπών, αλλά γεμάτος από σκληρά γεγονότα και ακόμα σκληρότερες κυοφορίες.

«τάχ’᾽εξ αναιδούς φάρυγος
ωθήσει κρέα»1

Καλοκαίρι του Κύκλωπα το φετινό. Τον «Κύκλωπα», το σατυρικό δράμα του Ευριπίδη δίδαξε για το Εθνικό Θέατρο ο Βασίλης Παπαβασιλείου, που ως σκηνοθέτης χαρακτηρίζεται από τόλμη, στηριγμένη από γνώση και συγκρότηση. Με θέμα τον Κύκλωπα και ένα κείμενο κολάζ από τον Ευριπίδη, τον Όμηρο, τον Ησίοδο αλλά και τον Τζόναθαν Σουίφτ στη φόρμα του πολιτικού μιούζικαλ, σε σκηνοθεσία Γιάγκου Ανδρεάδη, δικό του και το κείμενο, η θεατρική ομάδα του Ινστιτούτου του Αρχαίου Δράματος της Παντείου μετείχε στο φεστιβάλ «World Crisis Festival» που παρουσιάστηκε στη μικρή Επίδαυρο (23-25 Αυγούστου).
Είναι φυσικό στο δυσκολότερο καλοκαίρι των μετεμφυλιακών χρόνων, με την κοινωνία βυθισμένη στη φτώχεια και την ανασφάλεια, στην απόγνωση, με την ανεργία να ανεβαίνει σε ιλιγγιώδη ποσοστά και τους περισσότερους από όσους έχουν ακόμη δουλειά να είναι απλήρωτοι για μήνες, με την υγεία και την παιδεία σε κατάρρευση, την τοπική αυτοδιοίκηση ετοιμοθάνατη, με όλα εκείνα για τα οποία πολέμησαν γενιές ολόκληρες και νομίζαμε πως θα μπορούσαμε με νέους αγώνες να τα δυναμώσουμε έτι περαιτέρω –αξίες και ιδανικά: δημοκρατία, εργασιακά δικαιώματα, λαϊκή νομή των δημόσιων αγαθών, ελευθερία σκέψης και λόγου– να εξαφανίζονται ως να μην υπήρξαν ποτέ, είναι φυσικό μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα μόνο το σύμβολο της ανθρωποφαγίας να μπορεί να εκφράζει με επάρκεια αυτό που νιώθουμε πως συμβαίνει και αυτό που όντως συμβαίνει. «Μας τρώνε τις σάρκες μας, παιδί μου», μου είπε τις προάλλες μια ηλικιωμένη δασκάλα, ενώ στη στάση του λεωφορείου άκουσα τη φράση-κλειδί «ολόκληρους μας μασάνε, και μας και τα παιδιά μας». Η μεταφορά του σπαραγμού, της μάσησης, της ανθρώπινης σάρκας ως τροφής των δυνατών για τα συμφέροντά τους είναι από τις πλέον διαδεδομένες στη λογοτεχνία όσο και στη λαϊκή γλώσσα και όχι μόνο στην ελληνική.

«κουδέν άλλο πλην πυρούν Κύκλωπος όψιν·»

Ο Κύκλωπας είναι ένα από τα τέρατα που συναντά ο Οδυσσέας στο δεκάχρονο ταξίδι της προσπάθειάς του να επιστρέψει στην Ιθάκη. Η περιπέτεια αυτή περιγράφεται από τον Όμηρο στην ένατη ραψωδία της Οδύσσειας. Ο κόσμος των Κυκλώπων είναι άγριος, απολίτιστος. Ζουν σε σπηλιές, δεν γνωρίζουν τη γεωργία και πάνω απ’ όλα παραβιάζουν το μέγιστο ταμπού των ανθρώπων: τρώνε ανθρώπινες σάρκες. Μπορεί άνθρωποι και Κύκλωπες να μην ανήκουν στο ίδιο είδος ακριβώς αλλά ο τρόμος του καννιβαλικού γεύματος είναι παρών στην ομηρική αφήγηση. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του φοβούνται το φρικτό θάνατο να τους σπαράξει ο Κύκλωπας, την ίδια στιγμή που αισθάνονται δέος γιατί υποβιβάζονται σε ζώα που προορίζονται να γίνουν τροφή. Τα όρια των κόσμων μπλέκονται αξεδιάλυτα και οι αρχαίοι Έλληνες μπορεί να γοητεύονταν από την έννοια του ορίου –μια από τις αγαπημένες τους θεότητες, θεά του κυνηγιού, η Άρτεμη, είναι η θεότητα που διαφυλάσσει την ισορροπία των ορίων– ωστόσο γοητεύονταν ακριβώς γιατί τα αναγνώριζαν με σαφήνεια και αυτό τους δημιουργούσε ήρεμες βεβαιότητες. Αλλιώς… Άλλωστε ο τερατώδης Κύκλωπας φέρει ένα και μοναδικό μάτι, στη μέση του μετώπου, γιατί έχει αντίληψη μόνο της μιας πλευράς των πραγμάτων. Αν η όραση είναι η ευγενέστερη των αισθήσεων, και στον αρχαίο κόσμο παίζει ρόλο θεμελίου για τον πολιτισμό (το «ορώ» και πριν και τώρα συχνά ταυτίζεται με το «γνωρίζω», η θεά που τελικά έγινε σύμβολο της γνώσης, η Αθηνά, χαρακτηρίζεται από επίθετο που σχετίζεται με τα μάτια της, αστραποβόλο το βλέμμα της σοφίας), ο Κύκλωπας όμως δεν μπορεί να δει πραγματικά, είναι το τέρας με το ένα μάτι, ο μη μετέχων στην υψηλή γνώση.
Παίζοντας με την ομηρική παράδοση, ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί την περιπέτεια του Οδυσσέα με τον Κύκλωπα στο ομώνυμο σατυρικό δράμα, το μοναδικό του είδους που έφτασε σχεδόν αυτούσιο στις μέρες μας. Παρότι κρατά το βασικό μύθο, υπάρχουν ενδιαφέρουσες αποκλίσεις που εξηγούνται τόσο από την μεταγραφή της επικής αφήγησης στη δραματική παράδοση, όσο και από τις ίδιες τις συμβάσεις του είδους «σατυρικό δράμα». Για το οποίο ελάχιστα γνωρίζουμε, πράγμα που δημιουργεί αμηχανία στον σκηνοθέτη που θα αναλάβει το δύσκολο έργο να το αναβιώσει και μάλιστα να το ανεβάσει μόνο του, γιατί είναι μικρό σε έκταση (η επικρατέστερη θεωρία είναι πως ήταν ένα είδος διαλείμματος ανάμεσα στη δεύτερη και την τρίτη τραγωδία).
Αν δεν είναι ένα χαρίεν σκηνικό παιχνίδι –που μάλλον δεν είναι– γιατί ο μέγας Ευριπίδης έγραψε τον «Κύκλωπα»; Λέγεται πως είχε στο στόχαστρο τον σοφιστή Καλλικλή και τις απόψεις του για την «κατά φύσιν ζωή». Ίσως όμως να θυμόταν επίσης, μέσα στα κωμικά βεγγαλικά, την άλλη γραμμή που είχε σύρει ο ίδιος στις «Τρωάδες», αυτήν που λέει πως για τα πάθια τους οι Έλληνες ήταν οι ίδιοι υπεύθυνοι γιατί επέδειξαν ύβριν με την αγριότητα που μεταχειρίστηκαν τους Τρώες και άγρια μοίρα τους περιμένει μέχρι τον αφανισμό. Όπως και νά ’χει ο Κύκλωπας αυτός είναι εξαιρετικά ευριπίδειος: ζαβολιάρης, χαριτωμένος φαγάς μεν αλλά με διάθεση επιχειρηματολογούντος διανοουμένου, εξηγεί τι πρόκειται να κάνει στον Οδυσσέα και τους συντρόφους του.

«αυτόν τε ναύτας
τ’᾽ απολέσητ’ Οδυσσέα
υπ’ ανδρός ω θεών ουδέν
ή βροτών μέλει»

Ο Παπαβασιλείου βρέθηκε μπροστά σε διλήμματα αλλά δεν υποχώρησε, γιατί, όπως φαίνεται, το έργο τον ιντριγκάρισε πολύ. Το διάβασε, με ελιτίστικη διάθεση είναι αλήθεια, ως μια πιθανή μεταφορά της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας. Δημιούργησε ένα ευφάνταστο, χυμώδες πανηγύρι, με μια διαρκή ροή ανεξάντλητων ευρημάτων. Πλην, αυτό ακριβώς που ήταν το δυνατό σημείο της παράστασης, απέβη τελικώς η αδυναμία της. Βούλιαξε μέσα σε ευρήματα που δεν μπορούσαν να δικαιολογηθούν και να εξηγηθούν με σαφήνεια.
Με βασική άποψη πως πρέπει να αποδοθούν ευθύνες σε όλους –όχι ισόποσα αλλά πάντως να γίνει αποδεκτό ότι όλοι βάλαμε το χεράκι μας για τη σημερινή κατάσταση, όχι μόνο για την οικονομική κρίση αλλά, μάλλον κυρίως, για την πνευματική αποτελμάτωση και την ηθική έκπτωση– ο Παπαβασιλείου, σε ένα θέατρο εν θεάτρ που κρατά σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, βάζει μια ομάδα… αδίστακτων εμποράκων της ιστορικής μνήμης, εμπόρων τουριστικών ειδών στο Μοναστηράκι, έτοιμων να ξεπουλήσουν τα «πάντα όλα» και όσο - όσο (όταν η σχέση με την ιστορία έχει διαρραγεί τραυματικά και απότομα, τα αρχαία μνημεία γίνονται εύκολα «μάρμαρα προς πώληση») να αποφασίζει να ανεβάσει τον «Κύκλωπα», που τυχαία εις εξ αυτών, ο αρχηγός τους και πολλά υποσχόμενος ως πολιτικός κάπηλος και αρχαιοκάπηλος, έχει το αρχαίο χειρόγραφο. Γιατί να έρχονται στην Επίδαυρο, γιατί να παίζουν θέατρο και γιατί αυτό το έργο συγκεκριμένα, δεν εξηγείται. Πρωτότυπη η σύνδεση του Οδυσσέα με τον χολυγουντιανό ήρωα Τζακ Σπάροου από τους «Πειρατές της Καραϊβικής» και πράγματι η πειρατεία για τους αρχαίους Έλληνες ήταν μια καθόλα αποδεκτή οικονομική δραστηριότητα, αλλά πέρα από αυτό, πού συναντώνται οι δύο αυτοί και γιατί; Και θα μπορούσε κανείς να συνεχίσει την απαρίθμηση ευρημάτων με απορίες, που το καθένα μόνο του δείχνει την καταιγιστική φαντασία του σκηνοθέτη αλλά όλα μαζί θυμίζουν το στίχο του Σεφέρη για την τέχνη που στολισμένη υπερβολικά «φαγώθηκε απ’ τα πολλά μαλάματα το πρόσωπό της».
Ο Δημήτρης Πιατάς έφερε τη πολυδουλεμένη και στέρεη μανιέρα του –πλην μανιέρα–, ο Νίκος Χατζόπουλος λίγο αμήχανα υπερκόμψευσε τον Σιληνό, ο Νίκος Καραθάνος, χωρίς να είναι πολύ σίγουρος προς τα πού να γείρει στην αρχή, βρήκε τελικά μια καλή ισορροπία κι έτσι μιμούμενος μια στάλα, συνειδητά και επεξεργασμένα, τον Τζόνι Ντεπ, αντιπαράβαλε αμέσως μετά τους δικούς του εκφραστικούς τρόπους. Την κίνηση του –διπλού Σατύρν τε και συντρόφων– Χορού επιμελήθηκαν οι Sinequanon («Νύχτα του Τράγου», «Μυστικός Δείπνος») αναζητώντας το καρναβαλικό στοιχείο από μιαν άλλη πλευρά. Ομολογώ ότι, μολονότι η κίνηση ήταν συνεχής και ιλιγγιώδης, σε σημείο που ένιωθες την ανάγκη μιας παύσης, μιας σιωπής των σωμάτων, παρόλαυτά σπάνια τα μέλη ενός Χορού είχαν τόσο διακριτές παρουσίες. Υπηρέτησαν το Χορό μερικοί από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς μας: Γιαννακάκος, Δήμου, Ζερβός, Καραμπούλας, Κοράκης, Κότσιφας, Μαλκότσης, Μπούρας, Οικονόμου, Σαπουντζής, Σαράντης, Συμεωνίδης, Τζωρτζάκης, Τριανταφύλλου, Τσακομίδης, Τσουρής, Χανακούλας. Δυναμική μουσική επένδυση από τον Δημήτρη Καμαρωτό. Η Ελευθερία Ντεκώ είναι πολύ ταλαντούχα καλλιτέχνις των φωτισμών αλλά εδώ της ξέφυγαν οι εντάσεις και οι φωτισμοί είχαν στατικότητα. Το λυόμενο σκηνικό –πίνακες τοπίων που μιμούνταν επιτυχώς την άτεχνη, κιτς τοπιογραφία των πινάκων που πουλιούνται στις λαϊκές– και το οποίο έτσι όπως αποδομήθηκε και μεταφέρθηκε στα χέρια θυμίζοντας το ξεπούλημα της χώρας –γη και ιστορία. Το σύμβολο ήταν ευκολονόητο και δεν χρειαζόταν το ενδεικτικό πωλητήριο σε κάθε τμήμα που μετέφερε τα χέρια ο Χορός.


Μαρώ Τριανταφύλλου
maro33@οtenet.gr

Σημείωση
1. Μτφρ. των στίχων που χρησιμοποιήθηκαν ως μεσότιτλοι: α. γρήγορα από το αναίσχυντο λαρύγγι του θα ξεράσει τις σάρκες, β. τίποτ’ άλλο δεν μένει παρά να κάψουμε του Κύκλωπα το μάτι, γ. ο Οδυσσέας κι οι σύντροφοί του θα χαθούν από κάποιον που δεν σέβεται μήτε θεούς μήτε ανθρώπους.