Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

"Για τον Λευτέρη Βογιατζή" του Τάκη Θεοδωρόπουλου ("Καθημερινή", 8/5/2013)

..............................................................

 











Για τον Λευτέρη Βογιατζή

Του Τάκη Θεοδωρόπουλου


Δεν είμαι θεατρόφιλος. Δεν κυνηγάω παραστάσεις και δεν εκστασιάζομαι με παραστάσεις. Από τα τόσα χρόνια που γνωρίζω τον Λευτέρη Βογιατζή, τριάντα συναπτά, έχασα πολλές δουλειές του. Δεν έχει σημασία. Αυτές που δεν έχασα μου φτάνουν. Θυμάμαι την «Σπασμένη στάμνα» του Κλάιστ, την πρώτη φορά που πήγα στην Οδό Κυκλάδων. Τους θυμάμαι με τον φίλο Βασίλη Παπαβασιλείου, σαν να είναι προχθές. Οι κινήσεις, οι χειρονομίες, οι εκφράσεις, οι τονισμοί της φωνής, το οπλοστάσιο του ηθοποιού, όλα αυτά που στη στιγμή επάνω σε κρατούν έρχονται και παρέρχονται. Εκείνο που μένει είναι το αποτύπωμα πάνω στην κέρινη επιφάνεια των αναμνήσεων, κάτι σαν μουσική.
Εκείνο που ακόμη και σήμερα μένει ζωντανό από την παράσταση εκείνη είναι το αίσθημα της σοβαρότητας. Το αίσθημα πως οι άνθρωποι που βρίσκονται επάνω στη σκηνή παίρνουν πολύ στα σοβαρά αυτό που παριστάνουν - κάτι αντίστοιχο μ’ αυτό που είχα νιώσει όταν δεκατριάχρονο παιδί είχα κατέβει με τον πατέρα μου στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης στη Σταδίου. Το θέατρο, η τέχνη, είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση και για να υπηρετήσεις χρειάζεται ταλέντο. Ο Λευτέρης Βογιατζής είχε ταλέντο. Τον είπαν θεατράνθρωπο, όμως ξέχασαν να τον πουν ιδιοφυή. Θεατράνθρωποι υπάρχουν πολλοί, δόξα τω Θεώ, φύονται σαν τα ελαιόδεντρα στο άγονο τοπίο. Πόσοι όμως είναι ταλαντούχοι; Πόσοι έχουν την ιδιοφυΐα της λεπτομέρειας των υλικών, και πόσοι έχουν τη δυνατότητα να συνθέσουν όλα αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία και να τους δώσουν πρόσωπο επί σκηνής; Θυμάμαι εκείνο το πρώτο δεκάλεπτο στο «Η νύχτα της κουκουβάγιας» του Διαλεγμένου όπου ο Βογιατζής, μόνος του μ’ ένα ακουστικό στο χέρι, υποδύεται τον νεκροθάφτη που του τηλεφωνεί συγγενής του νεκρού μετά την εκταφή για να του πει ότι λείπει η μία κνήμη από τα οστά. Η τέχνη τις τελευταίες δεκαετίες κινήθηκε κάπου ανάμεσα στη σοβαροφάνεια του περιθωρίου, μονίμως αδικημένη και επιδοτούμενη ως «ποιοτική», και τον αυτάρεσκο επαρχιωτισμό των μεγάλων επιτυχιών. Είναι αξιοθαύμαστο πώς ένας άνθρωπος, σαν τον Βογιατζή, κράτησε την πορεία του ανάμεσα στις συμπληγάδες και κατάφερε να αναγνωριστεί. Να αναγνωριστεί ως κάτι ξεχωριστό σε ένα ατάλαντο περιβάλλον που απωθεί το ξεχωριστό. Στην απολυταρχία του «δήθεν» ο Βογιατζής διεκδικούσε μια γνησιότητα, σπάνια, πολύτιμη. Ζήλευα την κοκεταρία του. Ηταν η άμυνά του. Δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένος, πάντα γκρίνιαζε, πάντα κάτι δεν είχε πάει καλά, ποτέ δεν ήταν έτοιμος. Τον θυμάμαι με το μηχανάκι του, ένα σαράβαλο, φορτωμένο σαν μπακάλικο, να βγαίνει από το πλοίο για να πάει στο σπίτι του, στην Ανδρο. Ενα απόγευμα είχε δει έναν ντόπιο που φορούσε ένα παντελόνι απροσδιορίστου χρώματος, σχεδόν γκρι, σχεδόν καφέ, και τίποτε από όλα αυτά και μου είπε: «Ρώτα τον πού το βρήκε». Εκείνος δεν κατάλαβε, νόμιζε πως τον δουλεύαμε και απάντησε: «Απ’ αυτόν που έρχεται με το φορτηγό». «Ψάχνω δύο μήνες τώρα ένα τέτοιο χρώμα για την παράσταση», μου εξήγησε ο Βογιατζής.
Μία η ώρα το πρωί ετοιμαζόμασταν να φύγουμε από το σπίτι του όταν έκανα το λάθος να αμφισβητήσω το τελευταίο του απόφθεγμα. Το οποίο ήταν κατηγορηματικό: «Δεν υπάρχει ρεαλιστική τέχνη». Φτάσαμε να σηκωθούμε γύρω στις πέντε το πρωί αφού είχαμε τσακωθεί, είχαμε φωνάξει, είχαμε συμφωνήσει και είχαμε περάσει όλη την ιστορία της λογοτεχνίας εν μία νυκτί. Στη χώρα όπου η σχέση των «θεατρανθρώπων» με τα κείμενα θεωρείται μάλλον περιττή γυμναστική, ο Βογιατζής ήξερε να διαβάζει. Πέρασε, άφησε το αποτύπωμά του. Για να μας θυμίζει πάντα πως την τέχνη, ακόμη κι όταν παίζεις στη γεμάτη Επίδαυρο την κουβαλάς μέσα σου, όπως την πίστη σε μια δύναμη που σε ξεπερνάει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου