........................................................
Μάριος Ποντίκας (1942 - )
Μάριος Ποντίκας (1942 - )
Ένας σπουδαίος και προφητικός θεατρικός μονόλογος από το "Κοίτα τους"* (παίχτηκε στην περίοδο 1990 - 1991 στο θέατρο "ΣΤΟΑ")
Ένας
άντρας - δημοσιοϋπαλληλικά καλοντυμένος -προχωρεί μέσα στη νύχτα με την
ομπρέλα του ανοιγμένη και πίσω του τον ακολουθεί ένας ζητιάνος που 'χει
χωθεί μέσα στα ρούχα του για ν' αποφύγει τη βροχή. Ό άντρας καθώς
βαδίζει στρέφει το κεφάλι του πίσω και κοιτάζει ανήσυχος - για να
σταματήσει απότομα και να γυρίσει ολόκληρος προς το ζητιάνο που
τρομάζει και επιχειρεί να φύγει.
ΑΝΤΡΑΣ: Έλα εδώ ρε… Τι θες; Γιατί με πήρες από πίσω; Τι θες κι
έρχεσαι από πίσω μου με το χέρι απλωμένο; Γιατί ζητιανεύεις; (Σιωπή) Μίλα ρε γιατί δε μιλάς; Δεν είσαι από δω, ε; Κούρδος
είσαι; Άι στο διάολο, γέμισε ο κόσμος απόβλητα…
Γιατί δεν πας
στην πατρίδα σου ρε, παρά κάθεσαι εδώ και ζητιανεύεις; Γιατί φύγατε από την
πατρίδα σας; (Ξαφνικά) Πόντιος
είσαι. Τι με κοιτάς έτσι; Είσαι Πόντιος; (Μιμείται
ποντιακό χορό) Πόντιος; Άμα είσαι Πόντιος, πες το και κάτι θα πάρεις.
Έχουμε κι εδώ Πόντιους, αλλά γιατί είναι Έλληνες δεν το ‘χω καταλάβει. Πόντιε,
μουγκός είσαι; Θα πάρεις πενηντάρικο, πες τι είσαι. Πενηντάρικο λέω… (το βγάζει το ανεμίζει, ο ξένος το κοιτάει, δε μιλάει,
κινείται διστακτικά, ο άντρας το παίρνει πίσω)
Πες
πρώτα τι είσαι. Πακιστανός. Πακιστάν; Γιατί δε μιλάς ρε κακομοίρη; Κοίτα, ρε… Όλες
οι φυλές του κόσμου εδώ μαζευτήκανε και δε μας μιλάνε κι από πάνω. Δεν
καταδέχονται. Τα κάνω εκατό, από πού ήρθες; (Έχει
βγάλει κατοστάρικο και το ανεμίζει δύσκολα με την ομπρέλα στη μασχάλη) Κοίτα να
δείς… Εγώ άμα βάλω κάτι πείσμα, δεν το εγκαταλείπω. Θα σε κρατήσω εδώ μέχρι το
πρωί και μετά θα σε παραδώσω για απέλαση. Μου την έχεις δώσει. Κάνε το σταυρό
να είσαι Έλληνας καθαρόαιμος. Από Στερεά και κάτω. Ρε μπας και είσαι Πολωνός;
Έχω αρχίσει να νευριάζω, εντάξει; Σε ρωτάω; Πόλις…; Πόλαντ; Έχω πάρει μια βάρκα
φουσκωτή από έναν Πολωνό – Πολωνός είσαι; Φουσκωτή βάρκα. Μπόουτ. Φσσσ-φσσς… (Μιμήσεις για φούσκωμα, θάλασσα, πλεύση) Πόλαντ; Πακιστάν; Τι;
Έναν ποτήριν νερόν παρακαλώ (το
είπε κυπριακά) Γαμώ το θεό
της Ελλάδας. Τα κάνω χίλιες, ρε πεινασμένε. (Βγάζει χιλιάρικο – ίδιες δυσκολίες στις κινήσεις.
Εξαγριώνεται) Αλλά θα μιλήσεις! Απόψε ο κόσμος να χαλάσει, θα πεις
ελληνικά. Και θα πληρωθείς. Τρεις λέξεις ελληνικές θα πεις κι έφυγες… Η πρώτη:
«είμαι»! Η δεύτερη: «από»! Η τρίτη: από πού στο διάολο ήρθες. Αν είσαι Κύπριος
και καταλαβαίνεις και δε μιλάς, σ’ έθαψα. Κωλόρατσα, ε κωλόρατσα. Πρόσεξε έτσι;
Εγώ ούτε γάτα δεν έχω πειράξει στη ζωή μου αλλά μου την έχεις δώσει. Μ’ έχεις
πάρει από πίσω με το χέρι απλωμένο και δε λες μια λέξη. ΜΙΑ. Από υποχρέωση στη
χώρα που σε φιλοξενεί και σου επιτρέπει ακόμα και να ζητιανεύεις. Τρως το ψωμί
του Έλληνα ζητιάνου – λέγε μια λέξη. Πες μια λέξη ελληνική. Και μουγκός να
‘σουνα θα προσπαθούσες: ααααλλλλ… θα ‘κανες. Πες «είμαι»! «Είμαι», πες. Πες,
«είμαι» λέω. Πες «είμαι Πέρσης». Είσαι Πέρσης; Μία. Πες εθνικότητα. Τι άλλο να
κάνω για να καταλάβεις ότι κινδυνεύεις. Α, ρε Χίτλερ. (Ακουμπάει την ομπρέλα στο πόδι του, του πέφτει, δε δίνει
σημασία, βγάζει πεντοχίλιαρο). Άμα πεις την εθνικότητα – στα ελληνικά όμως – έχεις πέντε
χιλιάρικα. Να τα. Μην το βλέπεις ένα. Πέντε είναι. Δεν είμαι Κύπριος εγώ να
κάνω πουστιές. Πέντε. Για μια λέξη. Πέρσης; Πολωνός; Πακιστάν; Τούρκος;
Περιμένω. (Ο ζητιάνος
αρπάζει την ομπρέλα και το βάζει στα πόδια, ο άντρας μένει μετέωρος στη βροχή) Δεν την είπε
ο βάρβαρος. Και βούτηξε και την ομπρέλα. Την ομπρέλα τώρα γιατί την βούτηξε;
Άφησε το πεντοχίλιαρο και πήρε την ομπρέλα. Αν ήταν Πολωνός, δε θα το έκανε. (Σκέφτεται) Άρα είναι
υποανάπτυκτος. Είναι Κούρδος. Κυνηγημένο πράμα ήτανε. Φοβισμένο… Άρα; Απ’
αλλού; (Σκέφτεται) Από πού
όμως; Από υποανάπτυκτη χώρα σίγουρα… Αλλιώς γιατί να πάρει την ομπρέλα; Να
πάρει είδος και να αφήσει το χρήμα…; Από ποια πολιτισμένη χώρα το κάνουν αυτό;
Κούρδος, Κούρδος, Αρμένιος – από κει. Πακιστάν, Ιράν, Ινδός μπορεί… Τέτοιες
χώρες. Αλλιώς δε θα ‘παιρνε το είδος. Θα ‘παιρνε το χρήμα. Α, ρε τσογλάνι.
Μούσκεμα έγινα. Αλλά δε μου γλιτώνεις. Θα δώσω περιγραφή. Όχι για την ομπρέλα.
Για το θράσος. Για την περιφρόνηση. Θα ζητήσω απέλαση. Θα κάνω θέμα! Θα σε
στείλω πίσω να σε κόψουνε στη μέση με το γιαταγάνι. Όποιος και να ‘σαι
διωκόμενος είσαι. Κυνηγημένος. Ε, την έχεις βάψει. Όχι που μαζευτήκατε όλοι εδώ
πέρα… (Σηκώνει το γιακά, κοιτάζει ψηλά,
αποσύρεται να προφυλαχθεί) Καλά, θα δείτε… Θα δείτε. Ανάβει το πράμα, έχει ανάψει.
Έξω όλοι… Όλοι… Πίσω… Πίσω. Καλά. Εντάξει. Θα σου κόβανε τα χέρια στην Περσία,
κάθαρμα… Ηλίθιε. Να πάρεις την ομπρέλα να την κάνεις τι; Να την πουλήσεις; Χα!
Χα! Χα!... Πήρε την ομπρέλα για να την πουλήσει – σκέψου μυαλό. (απότομα) Μ’
εφτυσε. Γι’ αυτό δεν το πήρε το πεντοχίλιαρο ο Κούρδος. Για να μου πει «σε
γράφω». Για να μου πει «δε σ’ έχω ανάγκη… ΔΕΝ ΤΑ ΘΕΛΩ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΣΟΥ». Ααα, καθίκι. Δεν τα θες τα
λεφτά μου, ε; Με περιφρονείς, ε; (προς τα κει που έφυγε ο ζητιάνος) Ρε κορόιδο.
Ρε υποανάπτυκτε. Ποιον περιφρονείς, ρε; Χα!Χα!Χα!... Την ομπρέλα, ρε ζώο, γιατί
την πήρες; Τι θα την κάνεις την ομπρέλα μπορώ να μάθω; (Φεύγει γελώντας τυλιγμένος στο παλτό του προσέχοντας πού
πατάει για ν’ αποφύγει τις λακκούβες με τα νερά.)
*: από το γ' τόμο "Απάντων των Θεατρικών" του Μάριου Ποντίκα (εκδόσεις "Αιγόκερως", 2007).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου