Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Για την "Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα" της Άλκης Ζέη - Ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία της περιόδου μετά την Μεταπολίτευση και από τα πιο αγαπημένα μου...

...................................................................................

«Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα»

Του Θανάση Θ. Νιάρχου

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στα "ΝΕΑ",  Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Είναι ένα από τα πρώτα μεταπολιτευτικά μπεστ σέλερ – έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 150.000 αντίτυπα – και είναι και «ένα ρέκβιεμ για τη γενιά της νικηφόρας επανάστασης που χάθηκε». Το ΚΚΕ κατακεραύνωσε τη συγγραφέα του – ιδίως οι συνομήλικοί της – γιατί δεν δίστασε να περιγράψει τα «ψεγάδια» των συντρόφων της. Οι νεώτερες γενιές του ΚΚΕ όμως της αναγνώρισαν αλήθεια και αντικειμενικότητα

Οταν το 1987 εκδίδεται «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υποστηρίζει την Περεστρόικα και την ύφεση στις διεθνείς σχέσεις. Αν τα περιστατικά που συνδέονται με ένα τέτοιας τάξεως πολιτικό γεγονός είχαν συμβεί 20 χρόνια πριν, «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» δεν θα είχε γραφεί ή θα ήταν άλλη η μορφή της, πολύ πιο περιορισμένης εμβέλειας. Οπως δεν θα μπορούσε να γραφεί μερικά χρόνια αργότερα, μετά την κατάρρευση του Σοσιαλισμού. Γιατί;
Τοποθετημένο το μυθιστόρημα μέσα σε μια τριακονταετία (1940-1970), αποτελεί έναν καθρέφτη της νεοελληνικής ζωής των χρόνων αυτών, με όλα όσα δραματικά ή και τραγικά πολλές φορές την στοιχειώνουν. Δηλαδή Κατοχή, Δεκέμβρης, Εμφύλιος, Δικτατορία. Κι αν οι εποχές της Κατοχής, του Δεκέμβρη και του Εμφυλίου χωρίζονται μεταξύ τους με μια ανάσα ή συμπλέκονται σφιχτά, η απόσταση από τη Δικτατορία μπορεί να λογαριαστεί σε μια εικοσιπενταετία που φτάνει κάποια στιγμή να γίνει δεκαπενταετία. Είναι το μεγάλο εύρημα και το ατού του μυθιστορήματος.
Μια συντροφιά φίλων, με κορυφαία την Ελένη, την αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, έχοντας περάσει όλοι τους ως κομμουνιστές τα πάθη του σπόρου και του λιναριού, όντας οργανωμένοι, βρίσκονται αμέσως μετά τη Δικτατορία στην Ελλάδα, εξόριστοι στο Παρίσι. Προκειμένου να εξασφαλίσουν τον επιούσιο, εργάζονται ως κομπάρσοι σε ταινίες. Αποκαμωμένοι και απηυδισμένοι όλοι τους, μη θέλοντας όμως να το ομολογήσουν, όχι μόνο ο ένας στον άλλον, αλλά συχνά ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό, με το όραμα της Επανάστασης να έχει σβήσει μέσα τους, ζουν με τις αναμνήσεις μιας εποχής, που όλα διαγράφονταν, μέσα σε τραγικά αντίξοες για τους ίδιους συνθήκες, ελπιδοφόρα.
Στην ουσία το μυθιστόρημα εικονογραφεί την οδύσσεια της ηρωίδας του, της Ελένης, να κατορθώσει να φτάσει στην Τασκένδη, όπου έχει καταφύγει ο αρραβωνιαστικός της, ο Αχιλλέας, ο αντάρτης, ο καπετάνιος, όπως τον αποκαλούν οι σύντροφοί του. Για όσους γνωρίζουν τα περιστατικά αυτά, μόλις εκδόθηκε το μυθιστόρημα, το 1987, αρκετοί ανάμεσά τους υπέθεσαν ότι ο Αχιλλέας ήταν ο σύζυγος της Αλκης Ζέη, ο θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιώργος Σεβαστίκογλου που πέθανε το 1991, καθώς τα περιστατικά που εξιστορούνται στο βιβλίο ανταποκρίνονται σε μεγάλο βαθμό σε πραγματικά γεγονότα. Η ίδια όμως η συγγραφέας ισχυρίζεται πως τη στιγμή που ανακάλυψε ότι ο Αχιλλέας δεν θα είναι ο Σεβαστίκογλου, αλλά κάποιος άλλος τελείως διαφορετικός, ένιωσε την ορμή για να μπορέσει να γράψει το μυθιστόρημα.
Αλλωστε, όπως η ίδια έχει εξομολογηθεί, δεν την ενδιέφερε να γράψει μια αυτοβιογραφία, αλλά ένα πεντακάθαρο μυθιστόρημα. Διαφορετικά δεν θα μπορούσε «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» να είναι όπως την περιέγραφε, τέλος της δεκαετίας του '80, στα «ΝΕΑ», ο Κώστας Σταματίου: «Ενας αποχαιρετισμός στα όπλα, στο όνειρο και στο όραμα ενός ολόκληρου κόσμου, ένα ρέκβιεμ για τη γενιά της νικηφόρας επανάστασης που χάθηκε».
Οσο πολλά και ενθουσιαστικά είναι τα κείμενα που γράφτηκαν για την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», άλλο τόσο αφθονούν οι ιδιωτικές μαρτυρίες, με κορυφαία ενός Θεσσαλονικιού που έγραφε σε γράμμα του προς την Αλκη Ζέη: «Λέγομαι Αχιλλέας, είμαι φτυστός ο Αχιλλέας του βιβλίου! Ημουνα στον Δημοκρατικό Στρατό και αν ζούσε η γυναίκα μου θα με ρωτούσε: "Μα πότε γνώρισες αυτή τη συγγραφέα και της διηγήθηκες την ιστορία σου;"». Για να καταλήξει: «Τώρα είμαι ένας γερασμένος ανανεωτικός. Αραγε πόσους παράδες πιάνω;». Αν όμως το παράπονο και η οιμωγή, μαζί με μια αδιόρατη αίσθηση χιούμορ και απόμακρης αισιοδοξίας, στοιχειώνουν τις περισσότερες σελίδες της «Αρραβωνιαστικιάς του Αχιλλέα», σε βαθμό που θα έλεγε κανείς ότι το βιβλίο αυτό έχει εμπνεύσει, χωρίς βέβαια να έχει συμβεί, τους στίχους του Διονύση Σαββόπουλου «Η ζωή αλλάζει, δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία», μένει ωστόσο κάτι ακόμη πιο παρήγορο. Οταν όλα τα πρόσωπα του βιβλίου και τα βάσανά τους, και ο Πάνος, και ο Ευγένιος, και η Αννα, και ο Στέφανος, και ο Σεριόζα, και το Κατινάκι (Θεέ μου, τι μορφή), και η Λίζα, και ο Κωστής, και η Ρένα, και η Ματίνα, και η Λένα, και η Μαρία, και η «σκοινοθέτρια» (που έπνιξε τον άντρα της με το σκοινί της μπουγάδας), θα έχουν σβήσει ακόμη και από τις μνήμες των απογόνων τους, θα υπάρχει το βιβλίο «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» για να τους επαναφέρει στη συλλογική συνείδηση και μνήμη ως ανθρώπους που κάποτε υπήρξαν. Κι αν οι ζωές τους δεν βοηθήσανε ώστε να αλλάξουνε τα πράγματα, το δικό τους το χνάρι, αν και αποτυπωμένο σε ένα βιβλίο, δεν υπήρξε χάρτινο. Κάτι που μ' έναν άλλο τρόπο μάς το είπε και ο Μάνος Χατζιδάκις με το «Χάρτινο το φεγγαράκι». Οτι φτάνει δηλαδή να πιστέψουμε κάτι για να γίνει αμέσως αληθινό. 

 ..................................................................................
σελ. 110 -111 :

... - Πώς θα πας εκεί, δεν θα σ’ αφήσουν.
Δεν είπε: «δεν θα σ’ αφήσω». Αυτό ναι είμαι σίγουρη πως δεν το είπε.
-         Θα ‘θελα να ‘μενες όλη νύχτα κοντά μου.
Ο Ζαν-Πωλ δεν ξέρει πως δεν έχω περάσει ολόκληρη νύχτα ούτε με τον Αχιλλέα.

   Μάρτης μήνας. Όλη η Ρώμη έχει μπουμπουκιάσει. Η άνοιξη έφτασε νωρίς κι εγώ, όπως λέει ο Φράνκο, μοιάζω σαν ανοιξιάτικο κλαρί έτσι όπως είμαι ντυμένη. Η Λίζα μου έστειλε μια καταπράσινη μπλούζα και μια κλος φούστα με ψιλό καρουδάκι σε τόνους πράσινου που φτάνει ως τον αστράγαλο. Ο Ζαν-Πωλ ήθελε να πάω πρωί πρωί να τον βρω στο δωμάτιό του. Δεν είχε μάθημα όλη μέρα. "Θάναι σαν να'χουμε περάσει τη νύχτα μαζί, άμα σε δω τόσο νωρίς στο κρεβάτι μου."
   Φοράω τα πράσινά μου ρούχα και τα πορτοκαλιά παπούτσια και βγαίνω στο δρόμο. Συλλογιέμαι τι όμορφα έτσι δροσερή να χωθώ στα ζεστά σκεπάσματα του Ζαν-Πωλ. Περιμένω στη στάση το τραμ. Απέναντι κάτι γράφουν σ’ έναν τοίχο. Είναι μακριά. και δεν μπορώ να διαβάσω. Θα ‘ναι κανένα σύνθημα για απεργία. Γράφουν ήρεμα ήρεμα σαν να ζωγραφίζουν χωρίς φόβο να τους κυνηγήσουν, να τους πυροβολήσουν. Θυμάμαι τον Γρηγόρη, που τον σκότωσαν με το πινέλο στο χέρι. Έρχεται το τραμ και σβήνω τις θύμησες από το μυαλό μου. Ανεβαίνω στο βαγόνι και κοιτάζω από τα κατεβασμένα τζάμια τα ανθισμένα δέντρα.
    Ο Ζαν-Πωλ έχει αφήσει μισόγερτη την πόρτα του δωματίου του. Είναι στο κρεβάτι και κάνει τον κοιμισμένο. Γδύνομαι και τρυπώνω δίπλα του. Είχε δίκιο, ήτανε σαν να είχαμε περάσει τη νύχτα μαζί και ξεκούραστοι ξανασμίγαμε το πρωί. Δεν θέλω ν' ανοίξω τα μάτια. Νιώθω τόσο καλά! Εκείνος κάνει να σηκωθεί, τον κρατάω μην κουνήσει.    - Πάω να φτιάξω καφέ, ψιθυρίζει, και χαλαρώνω το σφίξιμο.    Ανοίγω τα μάτια. Παίρνει τώρα τη διπλή καφετιέρα, την ακουμπάει στο ηλεκτρικό καμινέτο. Σε λίγο ακούω το γουργουρητό του καφέ που βράζει.    - Θα σου φέρω τον καφέ στο κρεβάτι.    Πετάω μονομιάς τα σκεπάσματα. Ποτέ δεν μ' άρεσε να παίρνω πρωινό στο κρεβάτι, νομίζω πως είμαι άρρωστη. Βρίσκω το μπουρνούζι του Ζαν-Πωλ και τυλίγομαι.    - Σου πάει πολύ, λέει εκείνος και ετοιμάζει το δίσκο.    Σκαρφαλώνω στο παράθυρο να βγω στο ταρατσάκι, ν' ανασάνω ξανά την πρωινή ανοιξιάτικη δροσιά. Τεντώνομαι στο ήλιο. Απέναντι ακριβώς είναι ένας μακρόστενος τοίχος. Τι τους έπιασε σήμερα και γράφουν στους τοίχους. Κάτι τεράστια κόκκινα γράμματα, Ε ΜΟΡΤΟ... Ένα μικρό καμιόνι, σταματημένο μπροστά, μ' εμποδίζει να διαβάσω τη συνέχεια. Ποιος να πέθανε; Σίγουρα κανένα στέλεχος του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος. Το καμιονάκι ξεκινάει, φεύγει. Ε ΜΟΡΤΟ ΤΖΙΟΥΖΕΠΕ ΣΤΑΛΙΝ.    - Ζαν-Πωλ...    Ο Ζαν-Πωλ τρομάζει με την κραυγή μου κι έρχεται προς το παράθυρο με την καφετιέρα στο χέρι.     - Τι έπαθες;


Τώρα φωνάζω υστερικά : Πέθανε ο Στάλιν! Πέθανε ο Στάλιν! Ο Ζαν-Πωλ μου σφίγγει τους καρπούς των χεριών να ηρεμήσω...
   - Δάφνη, ηρέμησε.
   Το είπε επιτιμητικά. Γυρίζω και τον κοιτάζω. Πίνει καφέ! Μπορεί και καταπίνει! Σε λίγο μπορεί να θέλει να ζωγραφίσει ή να ξαναπλαγιάσει μαζί μου! Κρατάει το φλιτζάνι και το χέρι του δεν τρέμει. Τα δάχτυλά του είναι μακριά και λεπτά  με ροζ παιδιάστικα νύχια. Πιάνουν το πινέλο και ζωγραφίζουν. Δεν το 'πιασαν όμως ποτέ ξυλιασμένα και πρησμένα από τις χιονίστρες να γράψουν στον  τοίχο. Να γράψουν: ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ. "Αν ήξερε ο Μουστάκιας τι τραβάμε" έλεγε το Κατινάκι πριν το εκτελέσουν. "Ξέρει ο Μουστάκιας τι κάνει", λέγαμε στην αρχή του πολέμου, όταν η Σοβιετική Ένωση υπέγραψε τη συνθήκη με τη Γερμανία του Χίτλερ. "Να δείτε που θα τους τη σκάσει, ο Μουστάκιας!" Κι εγώ που ονειρευόμουνα να τον δω με τα μάτια μου! "Ελπίζω να κάνεις Πρωτομαγιά στην Κόκκινη Πλατεία και να ΤΟΝ δεις", μου έγραφε η Μαρί-Τερέζ από το Παρίσι. Τώρα, τι θα γίνουμε χωρίς ΑΥΤΟΝ; Τι θα γίνει ο τόπος του; Τι θα γίνει ο κόσμος όλος;    Δεν φωνάζω πια, μόνο που τα δάκρυα τρέχουν ασταμάτητα από τα μάτια μου. Ο Ζαν-Πωλ έχει καθίσει αμίλητος στην άκρη του κρεβατιού. Μου δίνει το φλιτζάνι του να πιω καφέ. Του γνέφω πως δεν θέλω. Νιώθω πως αν βάλω έστω και μια γουλιά στο στόμα μου, θα κάνω εμετό. Ο Ζαν-Πωλ μένει πάντα βουβός. Θα 'χει απορήσει με μένα. Από την ανοιχτή πιτζάμα του φαίνεται το γυμνό του στήθος. Πώς να μην απορήσει; Τι να καταλάβει από μένα; Δεν ένιωσε ποτέ του πείνα, δεν τριγύριζε ποτέ στους δρόμους χωρίς να ξέρει πού θα περάσει τη νύχτα, δεν του ξεκόλλησαν τους φίλους από τη σάρκα του για να τους στήσουν στον τοίχο, δεν αποκήρυξε ό,τι πίστευε για να πάψουν να τον βασανίζουν, "δηλώ εγγράφως ότι αποκηρύσσω τας κομμουνιστικάς  ιδέας ως εθνοκτόνους...". Πώς θα γίνει μεγάλος ζωγράφος, αφού δεν πόνεσε, δεν έζησε, δεν συναπάντησε στον δρόμο του τους ανεμοδαρμένους; Δεν φτάνει μόνο να μην παντρευτεί μικρός. Τι να καταλάβει από μένα; Κι εγώ τι γυρεύω μαζί του; Πώς βρέθηκα στο κρεβάτι του;...

σελ. 169 :

... Μυριάδες τ’ αστέρια στον ουρανό. Η μυρωδιά των λουλουδιών με λιγώνει. Πού βρίσκομαι; Ποια είναι αυτή η πόλη η γεμάτη αστέρια κι αρώματα, με «στρατώνες» για κατοικίες και δρόμους σκοτεινούς με χλωμά λαμπιόνια; Ποιοι είναι οι άνθρωποι που θα ζήσω κοντά τους; Ένα βατραχάκι κοάζει λίγο πιο πέρα, ακούω το θρόισμά του στα χορτάρια. Ρίχνω το φακό ένα γύρο ν' ανακαλύψω πού βρίσκομαι. Μοιάζει κήπος. Πώς φύτρωσε στη μέση της στέπας; Κι εγώ που διάβηκα ολάκερη στέπα για να βρω τον Αχιλλέα να με περιμένει με το όπλο παρά πόδα, να με πάρει από το χέρι, μη με ξαναχάσει, και να γυρίσουμε στα χώματα που είναι ακόμα νωπά από το τόσο αίμα. Κανείς δεν περιμένει τίποτα από σας, Αχιλλέα. «Κάτω» κοιτάζουν  πώς να γιατρέψουν μόνοι τους τις πληγές τους. «Κάτω» θένε να καταφέρουνε να ξανασηκώσουνε κεφάλι ψηλά, σιγά σιγά, χωρίς όπλα. «Κάτω», το μόνο που ζητάνε είναι να μπορούν άφοβα ν’ απλώσουν το χέρι τους σ’ ένα ξύλινο κουτί με μια σχισμή και να ρίξουν εκεί ένα φάκελο που θα ‘χει μέσα ένα χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα. Να μη με ξαναχάσεις; Τώρα είμαι χαμένη, Αχιλλέα. Τώρα θα πρέπει να με ξαναβρείς...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου