Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

"Το αίνιγμα Άμλετ" του Λέανδρου Πολενάκη ("ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ",7/8/2011))

....................................................................................


Το αίνιγμα Άμλετ
 
Ημερομηνία δημοσίευσης: 07/08/2011 στην "ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ"

του Λέανδρου Πολενάκη
 
Τι, άραγε, να διαβάζει ο Άμλετ στην περίφημη σκηνή με το ανοιχτό βιβλίο στο χέρι; Μονταίνιο, αποφάνθηκαν οι ειδικοί, έναν από τους πρώτους απόστολους του Διαφωτισμού. Μπορεί, αλλά μόνο στην πρώτη παράσταση. Επειδή, από τότε, φορτώνουμε τον ήρωα του Σαίξπηρ με τόσες ερμηνείες, που δεν είναι ποτέ πια ο ίδιος. Από τότε, το βιβλίο που διαβάζει είναι πάντα ένας Άμλετ, διαφορετικός κάθε φορά. Ποιος είναι όμως εντέλει ο αληθινός, πρώτος Άμλετ;
Ποταμοί μελάνης έχουν χυθεί γύρω από την περίφημη "αναβλητικότητα" και τον δισταγμό του να εκτελέσει τον εντεταλμένο φόνο. Κυρίως ο Φρόυντ στηρίζει την ερμηνεία του στον "δισταγμό", προσφεύγοντας σε περίτεχνους διανοητικούς ελιγμούς, προκειμένου να στηρίξει τη θέση του ότι ο ήρως του Σαίξπηρ έχει απωθήσει μέσα του την επιθυμία του φόνου του ήδη νεκρού πατέρα του και "ζηλεύει" τον θείο του που τον πρόλαβε. Δεν έχω την πρόθεση εδώ να κρίνω τις απόψεις του Φρόυντ, ωστόσο είναι περίεργο το ότι ούτε ο μεγάλος αυτός διανοητής δεν πρόσεξε ότι στην τραγωδία, την αρχαία και τη νεότερη, ο δισταγμός και η αναβλητικότητα πριν από την πράξη δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Ο Ετεοκλής, ο Αγαμέμνων, ο Ορέστης, ο Άμλετ, αμφιταλαντεύονται και διστάζουν πριν κάνουν το μοιραίο πρώτο βήμα στο έγκλημα, που είναι πάντα χωρίς επιστροφή. Τι πιο φυσικό, τι πιο ανθρώπινο; Το αντίθετο θα έπρεπε να μας προβληματίζει, η ροπή στην πράξη του φόνου χωρίς ενδοιασμούς, από έναν Ριχάρδο Γ', έναν Ιάγο ή έναν Έντμοντ.
Η θεωρία περί "αναβλητικότητας" του ήρωα βασίζεται στον γνωστό μονόλογο του Άμλετ "να ζει κανείς ή να μη ζει". Αν όμως διαβάσουμε προσεκτικότερα τον μονόλογο αυτό, θα διαπιστώσουμε ότι ο δισταγμός και η δειλία για την οποία κατηγορεί τον εαυτό του ο ήρως, δεν αναφέρεται καθόλου στον φόνο του θείου του, Κλαύδιου, αλλά στη δική του αυτοκτονία! Ο άνθρωπος είναι στα όρια της απόγνωσης, επειδή το "πατρικό φάσμα" τού έδωσε μια εντολή -να σκοτώσει-, η οποία τον βγάζει τελείως έξω από τη "μεγάλη ιδέα" που είχε στον νου του και από την "αποστολή" που θεωρούσε ως δική του: να γίνει ένα είδος "αρχάγγελου ευαγγελιστή" και να εξημερώσει, με δίπλα του ίσως την Οφηλία ως "ιδανική γυναίκα", τα βάρβαρα ντόπια ήθη, να φιλιώσει τις απύθμενες έχθρες, να μεταδώσει τα "φώτα" και να εκπολιτίσει την άγρια χώρα του. Επιστρέφοντας από τη Βιττεμβέργη, έδρα ανθρωπιστικών σπουδών αλλά και προπύργιο της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, όπου φοιτούσε στο πανεπιστήμιο, καλείται, αυτός, ο ιδεαλιστής και ανθρωπιστής, ο κατά τεκμήριο "διαφωτισμένος" νέος άνδρας, ο ποτισμένος από τις "καινούργιες ιδέες", να πιστέψει ένα φάντασμα και να γίνει, κατ' εντολήν του, από ελευθερωτής "Αρχάγγελος του Ευαγγελισμού", ένας εντολοδόχος Άγγελος - Εξολοθρευτής, ένας πρωθιερέας του φόνου! Η ανατροπή είναι πλήρης, και μόνο η ιδέα της, μαζί με την πραγματική προδοσία της μάνας του και την εικαζόμενη της αγαπημένης του Οφηλίας, τον "τρελαίνει" και βλέπει ως ιδανική λύση την αυτοκτονία.
Μη μπορώντας να ξεφύγει από την παντοδυναμία της αμφίσημης εικόνας του νεκρού πατέρα, και αμφιβάλλοντας για την αλήθεια των λόγων του, στήνει την "παράσταση μέσα στην παράσταση" που έχει μείνει γνωστή ως "ποντικοπαγίδα", για να "τσακώσει" μέσα σε αυτήν, σαν ποντικό στη φάκα, την ένοχη συνείδηση του βασιλιά. Μια παγίδα στην οποία θα πιαστεί στο τέλος ο ίδιος, καθώς και όλος ο ημιφωτισμένος αναγεννησιακός του θίασος - κόσμος, που γέννησε με σπασμούς τον ταραγμένο κόσμο μας: επειδή η "παράσταση μέσα στην παράσταση" λειτουργεί ακριβώς όπως το "φάντασμα". Και ο ταγμένος "ελευθερωτής" προσχωρεί για πάντα στον θολό, απροσδιόριστο, κόσμο των "φαντασμάτων". Με αυτόν τον τρόπο κατανοείται η εμμένουσα απροσδιοριστία του ήρωα, που δεν αποτελεί ένα ελάττωμα της μορφής, σύμφωνα με την κρίση του Έλιοτ, αλλά την ίδια τη συνιστώσα της γραφής του.
Σημειώνω ότι κάτω από μια τέτοια συγγενική οπτική, πιθανότατα, έχει "διαβάσει" τον Άμλετ και ο δεινός αναγνώστης Ίψεν, δίνοντας κατ' αναλογίαν τις δικές του, ιδωμένες μέσα σε κάτοπτρο παραμορφωτικό, αμλετικές μορφές, του Πέερ Γκυντ, του Γκρέγκερς Βέρλε ("Αγριόπαπια"), του Όσβαλντ ("Βρικόλακες").
Η άκρως ενδιαφέρουσα, παρά τις στιλίστικες υπερβολές της, ανατρεπτική αλλά παράξενα γοητευτική και πειστική παράσταση του ρωσικού θιάσου "Κολυάντα" του Αικατερίνενμπουργκ, σε σκηνοθεσία του Νικολάι Κολυάντα, με τον ίδιο στον ρόλο ενός απρόβλεπτα κωμικού φαντάσματος, "βλέπει" κάτω από ένα τέτοιο πρίσμα το κορυφαίο αυτό έργο του Σαίξπηρ και το δίνει αναλόγως. Σαν μια "βάρβαρη κωμωδία" ιδωμένη μέσα σε κοίλα κάτοπτρα ή μέσα από το παραμορφωτικό "γυαλί στο μάτι" της ιψενικής "χώρας των ξωτικών". Μια εικαστική προσέγγιση με εικόνες έντονες "ασχήμιας" που ξενίζουν σκόπιμα, θυμίζοντας τους πίνακες του Μπρίγκελ μετά την επιδημία της πανώλης που σάρωσε την Ευρώπη. Η παράσταση κατορθώνει να παραμερίσει το σύνολο των ερμηνειών που έχουν επικαθήσει επάνω στον "Άμλετ", ιδίως των φροϋδικών, και να στήσει το έργο σε μια καινούργια βάση. Με λαμπερούς ηθοποιούς οδηγημένους στα υποκριτικά τους όρια, ως ζώσες μαριονέτες έτοιμες να "σπάσουν". Μεταφέροντας τον κρίσιμο μονόλογο, "να ζει κανείς ή να μη ζει", πάνω στον τάφο της Οφηλίας, κάνει μια αποφασιστική κίνηση"ρουά ματ", κερδίζοντας την παρτίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου