Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

"...Πριν εικοσιπέντε χρόνια κάτι ήξερα, μα τώρα δε θυμάμαι τίποτα, τίποτα!..." από τις "Τρεις αδελφές" του Άντον Τσέχωφ (1860 - 1904)



............................................................






                Άντον 
Παύλοβιτς  Τσέχωφ
        (1860 - 1904)












Ένας άνθρωπος σε κρίση 
(από το θεατρικό έργο "Τρείς Αδελφές")*
 



…Μπαίνει ο ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ. Περπατά σταθερά, όχι μεθυσμένα. Προχωρεί μέσα στην κάμαρα, σταματάει, κοιτάζει γύρω, έπειτα πηγαίνει στο λαβομάνο και πλένει τα χέρια του.



ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ (σκυθρωπά): Να τους πάρει όλους ο διάολος!... ο διάολος! Θαρρούνε πως είμαι γιατρός, πως ξέρω να γιατρεύω όλες τις αρρώστιες. Κι εγώ, μα την αλήθεια, δεν ξέρω τίποτα! Όσα ήξερα τα ξέχασα όλα. Δεν θυμάμαι τίποτα! Απολύτως τίποτα!...

ΟΛΓΑ κι η ΝΑΤΑΣΑ βγαίνουν απ’ τη σκηνή χωρίς εκείνος να τις καταλάβει).

ΤΣΕΜΠΟΥΤΙΚΙΝ: Ας πάνε όλοι στο διάολο! Την περασμένη Τετάρτη, έκανα θεραπεία σε μια γυναίκα στο Ζάσεπ… Πέθανε… Και πέθανε από δικό μου λάθος… Μάλιστα… Πριν εικοσιπέντε χρόνια κάτι ήξερα, μα τώρα δε θυμάμαι τίποτα, τίποτα! Μπορεί να μην είμαι καν άνθρωπος, παρά μονάχα καμώνομαι πως έχω χέρια, πόδια, κεφάλι… Μπορεί κιόλας να μην υπάρχω διόλου, και μονάχα φαντάζομαι πως περπατάω, τρώγω, κοιμάμαι… (κλαίει) Αχ, ας ήτανε να μην υπάρχω!... (Παύει να κλαίει, σκυθρωπιάζει) Δε μ’ ενδιαφέρει!... Δε μ’ ενδιαφέρει ποσώς… (Παύση) Ο διάολος ξέρει… Προχτές στη λέσχη γινόταν κάποια συζήτηση. Μιλούσαν για Σαίξπηρ, για Βολταίρο… Δεν έχω διαβάσει τίποτα – μα τίποτα δικό τους, κι όμως έπαιρνα την έκφραση σα να τους είχα διαβάσει… Το ίδιο έκαναν κι οι άλλοι… Τι προστυχιά!... Τι εξευτελισμός!... Ήρθε στο νου μου κείνη η γυναίκα που την πέθανα την Τετάρτη… Τα θυμήθηκα όλα… κι ένοιωσα τόση αηδία… σιχαμάρα… Πήγα λοιπόν και τα κοπάνησα!... // Ο πλάστης για τον έρωτα έπλασε την καρδιά μας! (Γελάει. Έπειτα κάθεται και διαβάζει την εφημερίδα που βγάζει από τη  τσέπη του. Σταματάει το διάβασμα μετά από λίγο). // Μα την αλήθεια δεν έκανα ποτές μου τίποτα. Δεν έχω κάνει την παραμικρή δουλειά από τότε που τέλειωσα το Πανεπιστήμιο. Δε διάβασα μήτε ένα βιβλίο – μονάχα εφημερίδες διαβάζω… (Τραβά μιαν άλλη εφημερίδα από την τσέπη του). Ορίστε!... Ξέρω, παραδείγματος χάριν από τις εφημερίδες, πως υπήρξε κάποιος διάσημος Ντομπρολιούμποβ. Αλλά τι έγραψε, αυτό δεν το ξέρω… Μόνο ο Θεός το ξέρει… (διαβάζοντας την εφημερίδα) Ο Μπαλζάκ παντρεύτηκε στο Μπερντίτσεβ… Ταραμπαμπούμ – ντι – έι… Ταραμπαμπούμ – ντι – έι…  (Σηκώνεται) Σας βαρέθηκα όλους! Αν με ζητήσει κανείς, πείτε του πως θα γυρίσω σε λίγο (αναστενάζει και βγαίνει) Αχ, αχ, αχ!...

Σημείωση: Ο μονόλογος του Τσεμπουτίκιν, του γιατρού των "Τριών Αδελφών" είναι μονταρισμένος από μέρη του ρόλου στις τέσσερις πράξεις του έργου. Η μετάφραση είναι η κλασική, του Λυκούργου Καλλέργη. εκδόσεις Γκόνη, κάπου στα 1977-8.

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Η συμπόνια προς εαυτόν... μιλάει ο Τζεφ Μπρίτζες ("Ελευθεροτυπία", 13/2/2010)

..........................................................







Τζεφ Μπρίτζες
(γ.1949)


















…- Πολλές φορές οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες είναι αυτοί που υποφέρουν πιο πολύ στη ζωή, που καταφεύγουν στο αλκοόλ, τα ναρκωτικά, ακόμα και το έγκλημα. Φαίνεται πως εσείς έχετε μια ήσυχη ζωή. Πώς εξισορροπείτε τη δημιουργική με την προσωπική σας ζωή;
- Υπάρχει αυτή η ιδέα πως πρέπει να έχεις μια υπερ-δραματική ζωή για να δημιουργήσεις. Πιστεύω ότι έχει μια δόση αλήθειας, αλλά δεν χρειάζεται να μεγεθύνεις το δράμα ούτε να το επιδιώκεις. Θέλω να πω το δράμα υπάρχει. Για παράδειγμα, δε σας φαίνεται ότι υποφέρω, αλλά κάνετε λάθος. Αγωνίζομαι εσωτερικά να ζω αληθινά. Αντί, όμως, να υποφέρουμε γιατί δεν είμαστε το πρόσωπο που θα θέλαμε να είμαστε και θυμώνουμε με τον εαυτό μας, θα ήταν καλύτερα να του φερθούμε συμπονετικά. Να του επιτρέψουμε να φτάσει τους στόχους  σιγά-σιγά. Έτσι θέλω ν’ αντιμετωπίζω τον αγώνα και τον πόνο μου, με συμπόνια…
- Όλοι έχουμε λίγη τρέλα στην καρδιά μας. Ποια θα λέγατε ότι είναι η δική σας τρέλα;
- Η γυναίκα μου κι εγώ χορεύουμε έναν τρελό χορό εδώ και 33 χρόνια. Αυτό το χρόνο είμαστε χώρια 11 μήνες! Και το ερώτημα για μας είναι: πώς μένει κανείς χώρια και μαζί συγχρόνως; Πρέπει να έχεις τρελή πίστη για να το κάνεις.  

                                                             Τζεφ Μπρίτζες
                                                   (από την «Ε», 13/2/2010)


Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

"Οι γάτες των φορτηγών" ποίημα του Νίκου Καββαδία μαζί με τη μελοποίησή του από τους "Ξέμπαρκους"

...........................................................


Οι γάτες των φορτηγών


Οι ναυτικοί στα φορτηγά* πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.

Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.

Είναι περήφανη κι οκνή,* καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.

Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι' αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα* στα μάτια τους κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.

Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,*
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια* φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ' το μαύρο θάνατο μ' αυτό.

Γιατί είναι τ' άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο τα τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ' ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.

Λίγο πριν απ' το θάνατο από τους ναύτες ένας,
-αυτός οπού 'δε πράματα στη ζήση του φριχτά-
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μες στη θάλασσα την άγρια την πετά.

Και τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά* η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή. 


Ν. Καββαδίας, Μαραμπού, Άγρα
img
    

Νίκη Ελευθεριάδη, Γυναίκα και γάτα
Νίκη Ελευθεριάδη, Γυναίκα και γάτα


 Το ποίημα ανήκει στην πρώτη συλλογή του ποιητή Νίκου Καββαδία Μαραμπού (1933), και αναφέρεται στη στενή συναισθηματική σχέση των ναυτικών με τη γάτα του πλοίου.

 * φορτηγά: εμπορικά πλοία * οκνή: αργοκίνητη * ράθυμα: παθητικά, νωχελικά * μπακιρένια γύρα: χάλκινο περιλαίμιο * κακή αρρώστια: η τρέλα, από τη συνεχή θέα του σιδήρου * λυγά: λυγίζει

Δες εδώ

..........................................................


Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

"Τα αγαθά κόποις κτώνται" διήγημα που έγραψε ο Νικόλας Σεβαστάκης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 11.07.2015)

...........................................................

Τα αγαθά κόποις κτώνται

έγραψε ο Νικόλας Σεβαστάκης

 "Εφημερίδα των Συντακτών", 11.07.2015

 
Ο συγγραφέας, 
Νικόλας Σεβαστάκης

O πρωινός ήλιος άγγιζε διακριτικά το μονοπάτι αφήνοντας ακόμα στην ησυχία τους τις σκιές της διαδρομής. Κάτω από τα πόδια μας ορθώνονταν βράχια που έμοιαζαν ανησυχητικά με ογκόλιθους λαξευμένους προς τιμήν ενός άγνωστου θεού-προστάτη της επιβλητικής βραχοσκεπής. Ηταν εκεί από το πιο αρχέγονο παρελθόν, πολύ πριν εμφανιστούμε εμείς και τα ασήμαντα εκδρομικά μας σακίδια.
Η Αννα βάδιζε σταθερά γύρω στα δέκα μέτρα μπροστά. Είχε την αξιόπιστη ανάσα ενός ζώου αντοχής. Κάθε λίγο την έκρυβε ένα πεύκο ή το στρώμα των πουρναριών· ύστερα φανερωνόταν σε διαφορετικό ύψος για να χαιρετήσει με ύφος θριαμβευτή. Ηξερε καλά πως εγώ ήμουν μιας παλαιότερης και ανθυγιεινής τεχνολογίας. Εκατοντάδες χιλιάδες τσιγάρα από δέκα διαφορετικές μάρκες σε βάθος τριών δεκαετιών είχαν περάσει στις αρτηρίες μου, εμποδίζοντας την κανονική ροή του αίματος. Κι όταν κάποτε μια δεκατετράχρονη Αννα κέρδιζε το χάλκινο μετάλλιο στα τετρακόσια μέτρα, εγώ ήμουν ήδη ένας εικοσιπεντάχρονος υπότροφος με εθισμό στους καφέδες της νύχτας. Σερνόμουν στους λαδωμένους καναπέδες με βιβλία δίχως σελιδοδείκτη, βιβλία που οι σελίδες τους ζούσαν υπό τη διαρκή απειλή του αναποδογυρισμένου φλιτζανιού και της στάχτης.
Ολα αυτά τα χρόνια η Αννα πρέπει να το είχε διασχίσει το μονοπάτι ίσαμε δέκα φορές. Φορούσε μπεζ βερμούδα, καπέλο και μποτάκια ορειβασίας, αντιγράφοντας πειστικά τους γνώστες της κακοτράχαλης πεζοπορίας. Πιστεύει πως για να δρέψουμε την ηδονή του τελικού στόχου πρέπει να έχουμε την πέτρινη υπομονή των κατσικόδρομων. Η δυσκολία πρόσβασης, λέει, είναι βασικό στοιχείο των μύθων: ο μύθος μιας παραλίας, η φήμη μιας πανέμορφης γυναίκας ή ενός σεβάσμιου δασκάλου χτίζονται πάνω στην άρνησή τους να μας παραδοθούν εύκολα. Χωρίς τα δυσπρόσιτα ύψη δεν θα είχαμε ανακαλύψει καμιά «κορυφή» στις τέχνες και στις επιστήμες.
Αυτή ήταν η επωδός και εγώ βέβαια δεν μπορούσα να της αντιμιλήσω σοβαρά, αφού μοναδικό μου αντεπιχείρημα ήταν πάντα μια άτεχνη υπεράσπιση της νωθρότητας που με διακατέχει από μικρό παιδί.
«Μα δεν σφυρίζουν πια..!», ήλθε ξανά η φωνή της προς εμένα, δυναμωμένη από τον αντίλαλο του βαράθρου δεξιά μας.
«Ποιος δεν σφυρίζει;», ρωτάω με τη σβησμένη φωνή του λαχανιάσματος.
«Το καράβι καλέ… δεν βλέπεις ολόκληρο καράβι;».
Δεν είχα προσέξει τίποτα. Ηταν όμως το πλοίο της γραμμής στο βάθος, κυανόλευκο κατάλοιπο του παρελθόντος, που έβγαζε διαρκώς μηχανικές βλάβες όπως τα γεροντικά σώματα γεννούν τις παθήσεις τους.
Δεν το ‘χε πάρει το μάτι μου το καράβι γιατί ήμουν αφοσιωμένος στις κοτρόνες και στο ενδεχόμενο του κρυμμένου σκορπιού. Και ήθελα από ώρα να σταματήσουμε και να φάμε το σταφύλι μας, μα η Αννα αντιπαθούσε τις συχνές στάσεις. Είναι άχρηστα κενά του χρόνου, έλεγε, που θα μας καθυστερήσουν και έπειτα θα μας λιώσει ο ήλιος του μεσημεριού.
Γιατί δεν σφυρίζουν πια αυτά τα καράβια της γραμμής; Λέω να επιμείνω στο θέμα, για να ξαποστάσουμε λιγάκι.
Από τις δέκα το πρωί αρχίζει και πυρώνει η λιθοδομή του μονοπατιού. Περπατάς κυκλωμένος από αόρατες σαύρες και τις σκέψεις σου, που και αυτές αλλάζουν χρώμα ανάλογα με την περίσταση.
«Μα δεν είναι μαγεία;» με εγκαλεί από μακριά, ενοχλημένη με τη χλιαρή στάση μου απέναντι στα αξιοθέατα. Εκείνη ανήκει στους κολυμβητές των μεγάλων αποστάσεων και στους ανθρώπους με θετικούς στόχους. Ακόμα και τα πρώτα χρόνια, στην ετήσια τελετουργική περιφορά των κορμιών μας στα ξερονήσια του αρχιπελάγους, η Αννα έβαζε διάφορα στοιχήματα: μια λησμονημένη σπηλιά που έπρεπε οπωσδήποτε να τη θαυμάσουμε, ένα ξωκλήσι τέρμα Θεού, μια ταβέρνα στα έσχατα του πολιτισμένου κόσμου. Το πιο απομακρυσμένο σημείο ήταν αυτό που θα μας χάριζε το στεφάνι της δόξας. Γιατί όμως; Ποτέ κανένας δεν απάντησε πειστικά στην απορία μου.
Τότε συνήθιζα το αστείο που ετυμολογούσε τους μοχθηρούς ανθρώπους από τους ανθρώπους του μόχθου. Φανταζόμουν ότι γκρέμιζα το παραδοσιακό εγκώμιο στον «τίμιο ιδρώτα του προσώπου». Είχα όμως και την κινητήρια αυταπάτη μου: ότι η Αννα με είχε ερωτευτεί γι’ αυτές τις παραδοξολογίες που έγιναν με τον καιρό ένα πικρόχολο πνεύμα άρνησης.
Προσπάθησα όμως, είναι αλήθεια. Προσπάθησα να ξεπεράσω τη σωματική μου απέχθεια για τους ενδεδειγμένους προορισμούς. Αχ, αυτό το τοπίο δεν πρέπει να το χάσεις κι εκείνο το φακόρυζο πρέπει οπωσδήποτε να το δοκιμάσετε… Οχι, απαντούσα, κάντε μου τη χάρη με τα καθηκοντολόγια και τους στόχους ημέρας, δεν είναι για μένα αυτά!
Πάει καιρός βέβαια που η Αννα παραιτήθηκε από τη φιλοδοξία για κάποια δραστική μεταμόρφωση της συμπεριφοράς μου. Με αφήνει να βράζω στο ζουμί μου όσο εκείνη νέμεται τη φυσική ζωή με ομόδοξους και φίλους. Στον μικρό πάγκο της κουζίνας κόβω τα λαχανικά και τις σαλάτες όπως κάνουν οι άντρες στις αμερικανικές ταινίες: χωρίς την εργονομική ακρίβεια των μαχαιριών τους μα με την ίδια πρόθεση για ανακούφιση από το προπατορικό αμάρτημα της ανίας.
«Α, καλά σήμερα είναι το κάτι άλλο!», ανέβηκε ξάφνου από την παραλία ένα επιφώνημα θαυμασμού. Στην Αννα, η επανάληψη μιας φράσης σήμαινε πάντα εγερτήριο σάλπισμα. Ηταν ο αγνός ενθουσιασμός ή το σύρσιμο του θυμού στο διάφραγμα καθ’ οδόν προς το ξέσπασμα της οργής.
Το μάτι μου γύρεψε αστραπιαία τον κολπίσκο με το διάφανο, σχεδόν λευκό, νερό. Η εξωπραγματική γαλήνη με τύφλωσε, μια γαλήνη που πρέπει να ήταν εξαίρεση, κάτι σπάνιο και εύθραυστο. Αισθάνθηκα ότι κάποιος είχε σκηνοθετήσει ένα αφοπλιστικό πλάνο απροσχημάτιστης ομορφιάς.
Δίχως να το καταλάβω με πήρε η κατρακύλα, με ένα στόμα ξεροπήγαδο, προς τη μακάρια υδάτινη χώρα. Η γυναίκα μου με περίμενε μες στο νερό γελώντας δυνατά με τις πέτρες και τα χώματα που ξεσήκωνα στο βάναυσο ποδοβολητό μου: και για άλλη μια φορά έλαμπε με τη βεβαιότητα του δικαιωμένου.

Τελευταίο βιβλίο του Ν. Σεβαστάκη είναι η συλλογή διηγημάτων «Γυναίκα με ποδήλατο» (Πόλις, 2013).




12 καλοκαιρινά διηγήματα

Το «Ανοιχτό Βιβλίο», για τρίτη συνεχή χρονιά, στεγάζει στις σελίδες του πρωτότυπα καλοκαιρινά διηγήματα. Δώδεκα συγγραφείς, διαφορετικής ηλικιακής κλίμακας, θεματικού άξονα και αφηγηματικής παλέτας έγραψαν ευσύνοπτες καλοκαιρινές ιστορίες.
Μ’ άλλα λόγια, έθεσαν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους τη θερινή εμπειρία και μας έστειλαν κείμενα νοσταλγικά, περιπλανητικά, παιγνιώδη, ενδοσκοπικά, ανατρεπτικά ή αναστοχαστικά που θα μας συντροφεύουν όλο το φετινό καλοκαίρι. Για άλλη μια φορά το «Ανοιχτό Βιβλίο», εκτός από κριτική πυξίδα, προσφέρει και λογοτεχνική απόλαυση. Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Mετά τους Α. Παπαντώνη, Δ. Παπαμάρκο και Μ. Ξυλούρη, συνεχίζει ο Νικόλας Σεβαστάκης.

Σάββατο 8 Αυγούστου 2015

Dmitri Shostakovich The Jazz album (youtube, 10 Ιαν 2014)

.........................................................

Dmitri Shostakovich The Jazz album










Δημοσιεύτηκε στις 10 Ιαν 2014
For more information about the album please press here : http://msarid.wordpress.com/2014/01/1...
Για πληροφορίες σχετικά με το άλμπουμ πιέστε : http://msarid.wordpress.com/2014/01/1...

Jazz Suites 1& 2,
Tahiti Trot
Concerto for piano, Trumpet and Strings
Roayal Concertgebow Orchestra
Riccardo Chailly

Jazz Suite 1:
#00:00 Waltz
#02:39 Polka
#04:24 Foxtrot

Piano Concerto No. 1 for piano, trumpet and strings, opus 35
#08:13 Allegretto
#13:50 Lento
#21:55 Moderato
# 23:37 Allegro con brio

Suite for Variety Orchestra (incorrectly labeled as "Jazz Suite 2" on this album; see http://en.wikipedia.org/wiki/Suite_fo... )
#30:17 1. March
#33:24 5. Lyric Waltz (in C minor and E-flat major)
#36:03 2. Dance 1
#39:07 6. Waltz 1 (in B-flat major and A major)
#42:31 4. Little Polka
#45:08 7. Waltz 2 (in C minor and E-flat major)
#48:52 3. Dance 2
#52:33 8. Finale

Tea for Two, opus 2 (Tahiti Trot)
#55:00 Please find a complete version here: Shostakovich - Tahiti Trot



Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Για τον "Αίαντα" του Σοφοκλή στη Μικρή Επίδαυρο (31/7 & 1/8/2015)

.............................................................

  Για τον "Αίαντα" του Σοφοκλή 
                                
                                 στη Μικρή Επίδαυρο





 
  Είδα την παράσταση του "Αίαντα" στη Μικρή Επίδαυρο. Και μού γεννήθηκε ένα μεγάλο ερώτημα - εγώ το θεωρώ μεγάλο ερώτημα. Ποια η σχέση του σημερινού ανθρώπου και καλλιτέχνη - ηθοποιού με το αρχαίο ελληνικό δράμα; Με ποιές υποκριτικές αποσκευές το προσεγγίζει; Με ποια εκφραστικά μέσα;...

Θυμίζω τον κατά τον Αριστοτέλη ορισμό της τραγωδίας:

«Έστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστω των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι’ απαγγελίας, δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Στέκομαι στο "μέγεθος εχούσης". Το ερμηνεύω ως οριοθέτηση απέναντι στο καθημερινό δράμα του σύγχρονου ανθρώπου αλλά και στη καλλιτεχνική του έκφραση, είτε στη λογοτεχνία, είτε στο θέατρο, είτε στις άλλες παραστατικές τέχνες, που ο ρεαλισμός προσφέρει μέσα για την προσέγγισή του. Για τη συγκεκριμένη παράσταση το ερώτημα αφορά τον πρωταγωνιστή της. Φτάνει άραγε να καταθέτει ο καλλιτέχνης μόνο τη νεανική του ιδιοσυγκρασία,  ανεπεξέργαστη, με όλη του την αλήθεια, όπως τη βιώνει στις μέρες μας; Μπορεί ο Αίαντας (ο ρόλος) να σταθεί, να περπατήσει στους δρόμους του σύγχρονου ελληνικού άστεως; Να διεκδικήσει την αξιοπρέπεια του και την τιμή του, όπως την διεκδίκησε, ας πούμε, ο Ρωμανός και ο οιοσδήποτε εξεγερμένος νέος; Και αν μπορεί (που μπορεί, γιατί κανείς δεν θα τον εμποδίσει) ποιους θα αφορά το δράμα του; Στην περίπτωση που αποδεχθούμε την κατ' αυτόν τον τρόπο  αντιμετώπιση και διαχείριση των αιτημάτων του ήρωα - που κατά τη γνώμη μου είναι η διεκδίκηση και η αποκατάσταση της Αξιοπρέπειας και της Τιμής που η Άδικη Εξουσία πρόσβαλε (και δεν είναι τυχαία τα αρχικά κεφαλαία που χρησιμοποιώ) χάνεται ο  σ υ μ π α ν τ ι κ ό ς ορίζοντας της τραγωδίας και γίνεται μια δραματουργία μικροδιενέξεων ανθρώπων. Προς τι όμως οι θεοί να ανακατεύονται στις ανθρώπινες υποθέσεις και να θέλουν να τιμωρήσουν την Ύβρι τους; Θυμίζω ότι το έργο ξεκινά με την θεά Αθηνά που έχει ορίσει τους κανόνες του παιχνιδιού, ενός παιχνιδιού που θα καταλήξει με την αυτοκτονία του ήρωα (τη μοναδική επί σκηνής στο αρχαίο μας δράμα). 
   Εδώ πρέπει να κάνω μια διευκρίνηση: όταν αναζητώ το "μέγεθος" στην παράσταση, δεν αναζητώ την εκφραστικότητα του μεγαλόσχημου, την εκφραστικότητα την κληρονομημένη από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό (βλ. παράδοση Εθνικού Θεάτρου) και από τον λαϊκό εξπρεσιονισμό του Θεάτρου Τέχνης και του Κουν, αλλά αναζητώ την προσωπική εκφραστικότητα του ερμηνευτή στο πιο λιτό και πυκνό σχήμα της που (ακριβώς λόγω της λιτότητάς της ) αγκαλιάζει το σύμπαν μέσα στο οποίο ζούμε και φυσικά μας περικλείει, αν όχι όλους, τους περισσότερους που συγκινούμαστε. Γιατί η ορχήστρα και η σκηνή του αρχαίου δράματος δεν είναι το σταυροδρόμι αθηναϊκών δρόμων, που μπορεί να περιφέρονται χρήστες ουσιών είτε είναι κάτω από την επήρειά τους, είτε έχει τελειώσει και έχουν διάλειμμα φωτεινό, που μπορεί να συγκρουσθούν όργανα της τάξεως με εξεγερμένους νέους του 2015, είναι το πεδίο της μάχης που συγκρούστηκαν, συγκρούονται και θα συγκρούονται οι ανδρείοι, οι ανιδιοτελείς, οι "τοις ένδον ρήμασι πειθόμενοι" (βλ. την "Υποσημείωση" του Άρη Αλεξάνδρου) με την ανελέητη Εξουσία και τους εκπροσώπους της όπου γης. Σε μικρότερο βαθμό αυτός ο προβληματισμός αφορά τους άλλους ερμηνευτές της παράστασης και κάποιες στιγμές των ερμηνειών τους που ένιωσα ότι το ζητούμενο της αφαίρεσης και της λιτότητας χανόταν. 
   Πρέπει να αναγνωρίσω ότι το κατ' εμέ ζητούμενο, στο μέγιστο βαθμό,  επιτεύχθηκε στα χορικά μέρη του έργου και εδώ η αφαιρετικη λύση που δόθηκε με την ζωντανη μουσική παιγμένη από τον συνθέτη της παράστασης Άγγελο Τριανταφύλλου ήταν ευθύβολη, εύστοχη, καίρια. Καιρό είχα να ακούσω καθαρά,  συγκεκριμένα και "μελισμένα" (όσο έπρεπε) χορικά αρχαίου δράματος.
   Βλέπω τη φωτογραφία της υπόκλισης των συντελεστών της παράστασης. Βλέπω τη λιτότατη όψιν των ρούχων της δεκαετίας του '5ο. Δεν ενοχλήθηκα από την επιλογή, αν και τη βρήκα αστήριχτη. Οι ήρωες είναι στρατιωτικοί, πλην της Αθηνάς και της Τέκμησας. Αναζήτησα την αιτιολόγηση της επιλογής. Δεν την είδα στην παράσταση.

                                                       Μεθόδιος Αργουμέντης
 
                              Και για την αντιγραφή Θάλεια και Μελπομένη



"Αίας" του Σοφοκλή. Με τον Χάρη Φραγκούλη στον επώνυμο ρόλο και μια dream-team ηθοποιών της νεότερης γενιάς (Κων/νος Αβαρικιώτης, Σοφία Κόκκαλη, Μιχάλης Σαράντης, Θάνος Τοκάκης, Άγγελος Τριανταφύλλου, Νικόλας Χανάκουλας ),

Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

Γυναίκα στη στοά...

.........................................................
  
                        

                                Wessam El Sharkawy

                                 
                             Από τη φίλη στο fb  Natassa Zouzoula 2/8/2015


Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Πέθανε ο ηθοποιός Αλεξ Ρόκο ( http://www.tovima.gr, 20/07/2015)

........................................................


Πέθανε ο ηθοποιός Αλεξ Ρόκο

Είχε παίξει τον Μο Γκριν, έναν από τους εχθρούς του Μάικλ Κορελόνε στον «Νονό»
 
 
  http://www.tovima.gr, 20/07/2015
Πέθανε ο ηθοποιός Αλεξ Ρόκο
Λεζάντα: Ο Αλεξ Ρόκο ως Μο Γκριν στον «Νονό»




 
«Ξέρεις ποιός είμαι εγώ; Είμαι ο ΜΟ ΓΚΡΙΝ!»

Η διασημότερη ατάκα στην 50 χρονη καριέρα του Αμερικανού ηθοποιού Αλεξ Ρόκο, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 79 χρονών στο Λος Αντζελες, ακούστηκε φυσικά στον «Νονό», όπου ο ιταλικής καταγωγής Ρόκο (το πραγματικό του όνομα ήταν Αλεσάντρο Φεντερίκο Πετρικόνε Τζούνιορ) υποδύθηκε τον εβραϊκής καταγωγής γκάνγκστερ Μο Γκριν.

Λίγο αργότερα, ο Μάικλ Κορλεόνε (Αλ Πατσίνο) διατάσσει να δολοφονηθεί και η σκηνή έχει επίσης χαράξει ιστορία αφού ο Μο Γκριν είναι ξαλωμένος μπρούμητα και κάνει μασάζ την ώρα που η σφαίρα τον βρίσκει στο μάτι έχοντας σπάσει το τζάμι των γυαλιών του.

Μικρός ρόλος μεν, όμως πολύ χαρακτηριστικός σε αυτό το αριστούργημα του Φράνσις Φορντ Κόπολα, έμελλε να ακολουθήσει τον Ρόκο σε όλη την καριέρα του.

Γκάνγκστερ και αστυνομικοί ήταν το φόρτε του Αλεξ Ρόκο που γεννήθηκε στη Βοστόνη 29 Φεβρουαρίου του 1936. Επαιξε επίσης στο θαμάσιο νουαρ του Πίτερ Γέιτς «Οι φίλοι του Εντι Κόιλ», στην κωμωδία του Πίτερ Γέιτς «Δυο τρελοί τρελοί αστυνόμοι» και σε πάμπολλες αστυνομικές σειρές αλλοτινών μεγλαείων όπως οι «Κάνον», «Φάκελλοι Ρόκφορντ» και «Μπαρέτα».

Τα πιο πρόσφατα χρόνια ο Ρόκο έπαιξε δίπλα στην Τζένιφερ Λόπεζ και στον Μάθιου Μακ Κόναχι
στον «Γάμο του εραστή μου», στην τηλεοπτική σειρά «The devision» (2001 - 2004), στο «Άσσος στο μανίκι» του Τζο Κάρναχαν και σε μια από τις τελευταίες ταινίες του Σίντνεϊ Λουμέτ, την «Ενοχη σιωπή».


Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Από το "ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ" του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1922-2011)

............................................................




 Από το "ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ"* του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1922-2011)





*Σημείωση:Απόσπασμα από την 3η εικόνα του έργου που γράφτηκε το 1958-59 για το θίασο Βασίλη Διαμαντόπουλου - Μαρίας Αλκαίου και παίχτηκε το 1959 στο τότε "Νέο Θέατρο", σημερινό "Αλάμπρα"


…ΘΕΟΔΩΡΟΣ: Βασιλιά μου, πολύ λίγα έχω να σου πω γιατί και ο Βασιλιάς ο θείος σου πολύ λίγα είπε σε μένα! Μού έδωσε μόνο αυτό το γράμμα και το κλειδί για το κιβώτιο!


ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Θεόδωρε, θείος μας είναι, μεγαλύτερος είναι,  ας μην τον παρεξηγούμε… Πού είναι το κλειδί;


ΘΕΟΔΩΡΟΣ: Η επιθυμία του θείου σου είναι, να διαβάσεις πρώτα το γράμμα!


ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Ο,τι θέλει ο θείος!... Αυτός ο λαμπρός συγγενής!... Δώσ’ μου το γράμμα…


(Το παίρνει απ’ τα χέρια του ΘΕΟΔΩΡΟΥ και προσπαθεί να το ανοίξει).


ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ: Πρόσεξε μην το σκίσεις.


ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Άνοιξέ το εσύ, που έχεις λεπτά χεράκια!


ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ (Το παίρνει το ανοίγει): Τι ωραίος γραφικός χαρακτήρ!


ΦΩΝΕΣ: Άντε, λοιπόν, Μεγαλειότατε… Διάβαζε… Διάβαζε…


ΒΑΣΙΛΙΑΣ (Στον ΠΡΙΓΚΗΠΑ): Διάβασέ το εσύ, εγώ δεν…


ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ: Με τη φωνή του Βασιλέως πρέπει ν’ ακουστεί!...


ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Έχει στεγνώσει το στόμα μου και νιώθω ένα κόμπο εδώ να!...


ΣΠΥΡΟΣ: Δεν πειράζει… Όλοι το ίδιο έχουμε πάθει.


ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ (Γελαστά):  Όλοι αφέντη!... Όλοι!


ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Έτσι, ε; Γούστο έχουμε.


ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ: Προσοχή! Προσοχή! Η Αυτού Μεγαλειότης ο Βασιλεύς ομιλεί!


ΒΑΣΙΛΙΑΣ (διαβάζει δυνατά): «Αγαπητέ μου ανιψιέ, έλαβον και εχάρην δια την υγείαν σου καθώς και ημείς δόξα τω Θεώ υγιαίνομεν. Μα τι γίνεται με εσάς, βρε ανιψιέ; Μού ζητείς δανεικά δια δεκάτην φοράν! Αλλά τι έγινε με τα τόσα δάνεια, που σου έκαμα, δια να σωθείτε οριστικώς, καθώς μού έγραφες κάθε φορά; Τα εφάγατε και ευρίσκεσθε πάλι εις την αυτήν αθλίαν κατάστασιν; Και τι νομίζετε δια εμάς; Ότι μαζεύουμε τα λεφτά εις τον δρόμον; Επειδή, λοιπόν, αν σας στείλω χρήματα θα τα φάτε κι αυτά και θα γίνετε χειρότεροι και θα γυρεύετε κι άλλα, εκάθισα και σκέφτηκα τι μπορεί να σας σώσει μια και καλή δια να γλιτώσω κι εγώ κι εσείς. Νομίζω ότι βρήκα τη λύση και σού τη στέλνω μέσα σ’ ένα κιβώτιο μαζί με τις ευχές μου».


ΦΩΝΕΣ: Ζήτωωωωωωω!


ΒΑΣΙΛΙΑΣ: «Σε φιλώ και λοιπά και λοιπά…» (Στον ΘΕΟΔΩΡΟ). Άνοιξέ το!...


ΘΕΟΔΩΡΟΣ: Η επιθυμία του θείου σου, Μεγαλειότατε… είναι να το ανοίξεις εσύ!


ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Κατάλαβα! (Παίρνει το κλειδί απ’ το χέρι του ΘΕΟΔΩΡΟΥ).


ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ: Δώσ’ το του παιδιού, άσε και το παιδί να κάνει κάτι…


ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Έλα μπράβο, γιε μου…


(Του δίνει το κλειδί. Ο ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ το παίρνει και με καμάρι για την εντολή πάει ν’ ανοίξει το κιβώτιο. Το ξεκλειδώνει και μόλις ανοίξει το σκέπασμα, μια γαϊδουροκεφαλή στερεωμένη σε ελατήριο τινάζεται από μέσα. Ταλαντεύεται και γκαρίζει δυνατά. Ο ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ τρομάζει και πέφτει πίσω. Απ’ όλα τα στόματα βγαίνει μια λαχταρισμένη φωνή. Μετά από μικρή σιωπή και παγωμάρα, ο ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ σηκώνεται και παίρνει ένα άλλο γράμμα που κρέμεται απ’ το στόμα της γαϊδουροκεφαλής…)


ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ: Κι άλλο γράμμα…


ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Δώσε μου το!...


ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ: Πετάξτε το!... Περιφρονήστε τον!...


ΒΑΣΙΛΙΑΣ (Το ανοίγει με φούρια): Γιατί κυρά μου; Θείος μας είναι, πλούσιος είναι… μπορεί να χωρατεύει… (Διαβάζει)


«Αγαπητέ ανιψιέ…


Ο στρατός μου και ο στόλος μου έρχονται να σε βοηθήσουν! Παραδοθείτε αμαχητί κι εγώ θα λύσω το οικονομικό σας πρόβλημα άπαξ δια παντός! Όσο για τη στρατιωτική κατάληψη της χώρας σου από το στρατό μου, θα βρούμε μια άλλη ονομασίας για να μη σας κακοφανεί!... Έρχομαι!... Σε φιλώ, ο θείος σου και προστάτης σου και λοιπά και λοι…»


(Το γράμμα του φεύγει απ’ το χέρι και πέφτει. Ο ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗΣ ξεσπά σε τρανταχτά γέλια, και πιάνοντας την κοιλιά του βγαίνει, ενώ άλλοι παρακολουθούν θλιμμένοι)


ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ: Διαλυθείτε, παρακαλώ, άλλως θα αναγκασθώ να μεταχειριστώ βίαν!...


ΒΑΣΙΛΙΑΣ παίρνει απ’ το χέρι τη ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ και μπαίνουν βιαστικά στο παλάτι! Ο ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ τρέχει πίσω τους. Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ακολουθεί τον ΠΡΙΓΚΗΠΑ. Ο ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ κάτι γυρεύει)


ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ: Πάλι μονάχους μας αφήσανε!


ΣΠΥΡΟΣ: Όχι δα! Δε βλέπεις; (Ζυγώνοντας στη γαϊδουροκεφαλή). Μας την αφήσανε όλη δικιά μας!


ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Δηλαδή, τι πάει να πει αυτό, βρε παιδιά, δεν έχω ακόμα καταλάβει…


ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑΣ: Πόλεμος…


ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Τι πάει να πει πόλεμος, ποιος θα πολεμήσει…;


ΓΙΑΝΝΗΣ: Για δες εκεί και περιμέναμε οικονομική βοήθεια.


ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ: Τώρα τι κάνουμε, μου λέτε τι κάνουμε;


ΣΠΥΡΟΣ: Ό,τι καταλαβαίνεις κάνε… Εγώ για τον εαυτό στα απαυτά μου (φεύγει)
 ** Σημείωση: Το "Τραγούδι της Ντροπής" έχει γίνει γνωστό με τον τίτλο "Μανούλα μου". Αυτό έγινε μετά από συμφωνία του συγγραφέα-στιχουργού Καμπανέλλη με τον Μάνο Χατζιδάκι που ενέταξε το τραγούδι με άλλη λειτουργία στην "Οδό Ονείρων", μουσικοθεατρική παράσταση τρία χρόνια αργότερα δηλ. το 1962. Το αίσθημα ωστόσο που αποπνέει το τραγούδι παρά τους διαφορετικούς λόγους παρέμεινε το ίδιο, και είναι η βαθιά ντροπή που μπορεί να αισθανόμαστε μετά από μια καταστροφή, είτε προσωπική, είτε κοινωνική, είτε εθνική.