Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

"Τα αγαθά κόποις κτώνται" διήγημα που έγραψε ο Νικόλας Σεβαστάκης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 11.07.2015)

...........................................................

Τα αγαθά κόποις κτώνται

έγραψε ο Νικόλας Σεβαστάκης

 "Εφημερίδα των Συντακτών", 11.07.2015

 
Ο συγγραφέας, 
Νικόλας Σεβαστάκης

O πρωινός ήλιος άγγιζε διακριτικά το μονοπάτι αφήνοντας ακόμα στην ησυχία τους τις σκιές της διαδρομής. Κάτω από τα πόδια μας ορθώνονταν βράχια που έμοιαζαν ανησυχητικά με ογκόλιθους λαξευμένους προς τιμήν ενός άγνωστου θεού-προστάτη της επιβλητικής βραχοσκεπής. Ηταν εκεί από το πιο αρχέγονο παρελθόν, πολύ πριν εμφανιστούμε εμείς και τα ασήμαντα εκδρομικά μας σακίδια.
Η Αννα βάδιζε σταθερά γύρω στα δέκα μέτρα μπροστά. Είχε την αξιόπιστη ανάσα ενός ζώου αντοχής. Κάθε λίγο την έκρυβε ένα πεύκο ή το στρώμα των πουρναριών· ύστερα φανερωνόταν σε διαφορετικό ύψος για να χαιρετήσει με ύφος θριαμβευτή. Ηξερε καλά πως εγώ ήμουν μιας παλαιότερης και ανθυγιεινής τεχνολογίας. Εκατοντάδες χιλιάδες τσιγάρα από δέκα διαφορετικές μάρκες σε βάθος τριών δεκαετιών είχαν περάσει στις αρτηρίες μου, εμποδίζοντας την κανονική ροή του αίματος. Κι όταν κάποτε μια δεκατετράχρονη Αννα κέρδιζε το χάλκινο μετάλλιο στα τετρακόσια μέτρα, εγώ ήμουν ήδη ένας εικοσιπεντάχρονος υπότροφος με εθισμό στους καφέδες της νύχτας. Σερνόμουν στους λαδωμένους καναπέδες με βιβλία δίχως σελιδοδείκτη, βιβλία που οι σελίδες τους ζούσαν υπό τη διαρκή απειλή του αναποδογυρισμένου φλιτζανιού και της στάχτης.
Ολα αυτά τα χρόνια η Αννα πρέπει να το είχε διασχίσει το μονοπάτι ίσαμε δέκα φορές. Φορούσε μπεζ βερμούδα, καπέλο και μποτάκια ορειβασίας, αντιγράφοντας πειστικά τους γνώστες της κακοτράχαλης πεζοπορίας. Πιστεύει πως για να δρέψουμε την ηδονή του τελικού στόχου πρέπει να έχουμε την πέτρινη υπομονή των κατσικόδρομων. Η δυσκολία πρόσβασης, λέει, είναι βασικό στοιχείο των μύθων: ο μύθος μιας παραλίας, η φήμη μιας πανέμορφης γυναίκας ή ενός σεβάσμιου δασκάλου χτίζονται πάνω στην άρνησή τους να μας παραδοθούν εύκολα. Χωρίς τα δυσπρόσιτα ύψη δεν θα είχαμε ανακαλύψει καμιά «κορυφή» στις τέχνες και στις επιστήμες.
Αυτή ήταν η επωδός και εγώ βέβαια δεν μπορούσα να της αντιμιλήσω σοβαρά, αφού μοναδικό μου αντεπιχείρημα ήταν πάντα μια άτεχνη υπεράσπιση της νωθρότητας που με διακατέχει από μικρό παιδί.
«Μα δεν σφυρίζουν πια..!», ήλθε ξανά η φωνή της προς εμένα, δυναμωμένη από τον αντίλαλο του βαράθρου δεξιά μας.
«Ποιος δεν σφυρίζει;», ρωτάω με τη σβησμένη φωνή του λαχανιάσματος.
«Το καράβι καλέ… δεν βλέπεις ολόκληρο καράβι;».
Δεν είχα προσέξει τίποτα. Ηταν όμως το πλοίο της γραμμής στο βάθος, κυανόλευκο κατάλοιπο του παρελθόντος, που έβγαζε διαρκώς μηχανικές βλάβες όπως τα γεροντικά σώματα γεννούν τις παθήσεις τους.
Δεν το ‘χε πάρει το μάτι μου το καράβι γιατί ήμουν αφοσιωμένος στις κοτρόνες και στο ενδεχόμενο του κρυμμένου σκορπιού. Και ήθελα από ώρα να σταματήσουμε και να φάμε το σταφύλι μας, μα η Αννα αντιπαθούσε τις συχνές στάσεις. Είναι άχρηστα κενά του χρόνου, έλεγε, που θα μας καθυστερήσουν και έπειτα θα μας λιώσει ο ήλιος του μεσημεριού.
Γιατί δεν σφυρίζουν πια αυτά τα καράβια της γραμμής; Λέω να επιμείνω στο θέμα, για να ξαποστάσουμε λιγάκι.
Από τις δέκα το πρωί αρχίζει και πυρώνει η λιθοδομή του μονοπατιού. Περπατάς κυκλωμένος από αόρατες σαύρες και τις σκέψεις σου, που και αυτές αλλάζουν χρώμα ανάλογα με την περίσταση.
«Μα δεν είναι μαγεία;» με εγκαλεί από μακριά, ενοχλημένη με τη χλιαρή στάση μου απέναντι στα αξιοθέατα. Εκείνη ανήκει στους κολυμβητές των μεγάλων αποστάσεων και στους ανθρώπους με θετικούς στόχους. Ακόμα και τα πρώτα χρόνια, στην ετήσια τελετουργική περιφορά των κορμιών μας στα ξερονήσια του αρχιπελάγους, η Αννα έβαζε διάφορα στοιχήματα: μια λησμονημένη σπηλιά που έπρεπε οπωσδήποτε να τη θαυμάσουμε, ένα ξωκλήσι τέρμα Θεού, μια ταβέρνα στα έσχατα του πολιτισμένου κόσμου. Το πιο απομακρυσμένο σημείο ήταν αυτό που θα μας χάριζε το στεφάνι της δόξας. Γιατί όμως; Ποτέ κανένας δεν απάντησε πειστικά στην απορία μου.
Τότε συνήθιζα το αστείο που ετυμολογούσε τους μοχθηρούς ανθρώπους από τους ανθρώπους του μόχθου. Φανταζόμουν ότι γκρέμιζα το παραδοσιακό εγκώμιο στον «τίμιο ιδρώτα του προσώπου». Είχα όμως και την κινητήρια αυταπάτη μου: ότι η Αννα με είχε ερωτευτεί γι’ αυτές τις παραδοξολογίες που έγιναν με τον καιρό ένα πικρόχολο πνεύμα άρνησης.
Προσπάθησα όμως, είναι αλήθεια. Προσπάθησα να ξεπεράσω τη σωματική μου απέχθεια για τους ενδεδειγμένους προορισμούς. Αχ, αυτό το τοπίο δεν πρέπει να το χάσεις κι εκείνο το φακόρυζο πρέπει οπωσδήποτε να το δοκιμάσετε… Οχι, απαντούσα, κάντε μου τη χάρη με τα καθηκοντολόγια και τους στόχους ημέρας, δεν είναι για μένα αυτά!
Πάει καιρός βέβαια που η Αννα παραιτήθηκε από τη φιλοδοξία για κάποια δραστική μεταμόρφωση της συμπεριφοράς μου. Με αφήνει να βράζω στο ζουμί μου όσο εκείνη νέμεται τη φυσική ζωή με ομόδοξους και φίλους. Στον μικρό πάγκο της κουζίνας κόβω τα λαχανικά και τις σαλάτες όπως κάνουν οι άντρες στις αμερικανικές ταινίες: χωρίς την εργονομική ακρίβεια των μαχαιριών τους μα με την ίδια πρόθεση για ανακούφιση από το προπατορικό αμάρτημα της ανίας.
«Α, καλά σήμερα είναι το κάτι άλλο!», ανέβηκε ξάφνου από την παραλία ένα επιφώνημα θαυμασμού. Στην Αννα, η επανάληψη μιας φράσης σήμαινε πάντα εγερτήριο σάλπισμα. Ηταν ο αγνός ενθουσιασμός ή το σύρσιμο του θυμού στο διάφραγμα καθ’ οδόν προς το ξέσπασμα της οργής.
Το μάτι μου γύρεψε αστραπιαία τον κολπίσκο με το διάφανο, σχεδόν λευκό, νερό. Η εξωπραγματική γαλήνη με τύφλωσε, μια γαλήνη που πρέπει να ήταν εξαίρεση, κάτι σπάνιο και εύθραυστο. Αισθάνθηκα ότι κάποιος είχε σκηνοθετήσει ένα αφοπλιστικό πλάνο απροσχημάτιστης ομορφιάς.
Δίχως να το καταλάβω με πήρε η κατρακύλα, με ένα στόμα ξεροπήγαδο, προς τη μακάρια υδάτινη χώρα. Η γυναίκα μου με περίμενε μες στο νερό γελώντας δυνατά με τις πέτρες και τα χώματα που ξεσήκωνα στο βάναυσο ποδοβολητό μου: και για άλλη μια φορά έλαμπε με τη βεβαιότητα του δικαιωμένου.

Τελευταίο βιβλίο του Ν. Σεβαστάκη είναι η συλλογή διηγημάτων «Γυναίκα με ποδήλατο» (Πόλις, 2013).




12 καλοκαιρινά διηγήματα

Το «Ανοιχτό Βιβλίο», για τρίτη συνεχή χρονιά, στεγάζει στις σελίδες του πρωτότυπα καλοκαιρινά διηγήματα. Δώδεκα συγγραφείς, διαφορετικής ηλικιακής κλίμακας, θεματικού άξονα και αφηγηματικής παλέτας έγραψαν ευσύνοπτες καλοκαιρινές ιστορίες.
Μ’ άλλα λόγια, έθεσαν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους τη θερινή εμπειρία και μας έστειλαν κείμενα νοσταλγικά, περιπλανητικά, παιγνιώδη, ενδοσκοπικά, ανατρεπτικά ή αναστοχαστικά που θα μας συντροφεύουν όλο το φετινό καλοκαίρι. Για άλλη μια φορά το «Ανοιχτό Βιβλίο», εκτός από κριτική πυξίδα, προσφέρει και λογοτεχνική απόλαυση. Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Mετά τους Α. Παπαντώνη, Δ. Παπαμάρκο και Μ. Ξυλούρη, συνεχίζει ο Νικόλας Σεβαστάκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου