Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Αύγουστος Στρίντμπεργκ (1849 - 1912) από το "Ονειρόδραμα" - Α'.


.............................................................

 Αύγουστος Στρίντμπεργκ (1849 - 1912) 










από το "Ονειρόδραμα" - Α'.




ΠΡΟΛΟΓΟΣ:

...Φωνή: Τι βλέπεις κόρη μου;
Κόρη: Βλέπω πως όλα είν' όμορφα!... Λευκέςς κορφές και γαλανά νερά, πράσινα δάση και χρυσά χωράφια!...
Φωνή: Η Γης είν' όμορφη, όπως τα πάντα που έπλασε ο μεγάλος Βράχμα! Μα ήταν πιο όμορφη στο πρώτο των καιρών ξημέρωμα! Ύστερα κάτι έλαχε... σαν κάποιο παράστράτημα... ή κάποιο σάλεμα τροχιάς... Κάποια ανταρσία ή έγκλημα, που δεν μπορούσανε να μείνουν ατιμώρητα!

...Κόρη: Φεύγω, Πατέρα! Μα έλα κι εσύ!...
Φωνή: Όχι, καλή μου! Κάτω εκεί δεν μπορώ ν' ανασάνω.
Κόρη: Το σύννεφο κυλά!... Βουλιάζω! Πέφτω! Πνίγομαι!... Δεν είν' αγέρας π' αναπνέω, μα υγρασία και καταχνιά! Βαραίνουν πάνω μου και με τραβούν όλο πιο χαμηλά!... Σίγουρα η Γη δεν είναι η πιο καλή από τις σφαίρες τ' Ουρανού!...
Φωνή: Δεν είναι η πιο καλή μα μήτε κι η χειρότερη. Τη λένε Σκόνη. Στροβιλίζεται κι αυτή όπως κι οι άλλε3ς σφαίρες. Συχνά ζαλίζει τους κατοίκους της, και τους κρατάει μετέωρους ανάμεσα στην Ανοησία και στην Τρέλα!... Κόρη μου, θάρρος!... Δεν ειν' για σένα παρά μια δοκιμασία!... Μα χρειάζεται θάρρος!...
Κόρη: Πέφτω, Πατέρα...


ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ

...Αγνή: Αλήθεια! Δε μου λες, γιατί τα λουλούδια ψηλώνουν όταν ρίξει κανείς κοπριά;
Τζαμάς: Επειδή σιχαίνονται την κοπριά. Κι άλλο δεν συλλογιούνται παρά πώς να πάνε πιο μακριά απ' αυτήν, κατά τον ήλιο. Για ν' ανθίσουν κι ύστερα να μαραθούν.

ΕΙΚΟΝΑ ΔΕΥΤΕΡΗ

...Αγνή: Είναι πολύ δύσκολο να βγει κανείς από τον πύργο. Έχει ολόγυρά του εφτά χαντάκια. Μα θα τα καταφέρουμε, μη σε νοιάζει. Το θες με την ψυχή σου, ε;
Αξιωματικός: Να πω την αλήθεια... δεν ξέρω. Έτσι κι αλλιώς, θα υποφέρω. Κάθε καινούργια μας χαρά την πληρώνουμε με καημό δυο φορές πιο μεγάλο. Εδώ που ζω δεν είμαι ευτυχισμένος. Μ' αν χρειαστεί ν' αγοράσω τη λευτεριά μου, θα την πληρώσω τριπλά - με αντάλλαγμα τη λύπη. Αγνή, το ίδιο μου κάνει κι αν μείνω σε τούτη τη φυλακή - φτάνει να σε βλέπω.
Αγνή: Και τι βλέπεις σε μένα;
Αξιωματικός: Την ομορφιά, που είναι η αρμονία του σύμπαντος. Υπάρχουνε επάνω σου γραμμές που δεν τις βρίσκει κανείς παρά μονάχα στην τροχιά των αστεριών, στον ήχο μιας χορδήα που τρέμει, στο ρυθμικό κυμάτισμα του φωτός... Αγνή, είσαι ένα παιδί τ' ουρανού.
Αγνή: Κι εσύ είσαι παιδί τ' ουρανού.
Αξιωματικός: Αν είναι έτσι, γιατί τότε να φροντίζω τ' άλογα και τους σταύλους και να καθαρίζω την κοπριά;
Αγνή: Για να νιώσεις τον πόθο να φύγεις απ' αυτά.
Αξιωματικός: Τον πόθο τον έχω νιώσει... Μα για να φύγω αποδώ - είναι ολόκληρη ιστορία.
Αγνή: Είναι χρέος σου να γυρέψεις τη λευτεριά και το φως!
Αξιωματικός: Χρέος μου!... Μήπως η ζωή αναγνώρισε ποτέ το δικό της χρέος απέναντί μου;
Αγνή: Γιατί το λες αυτό; Θαρρείς πως σ' έχει αδικήσει η ζωή;
Αξιωματικός: Ναι ήταν άδικη... πολύ άδικη... 


ΕΙΚΟΝΑ ΤΡΙΤΗ

...Πατέρας: Λοιπόν, είναι σοβαρό; Σε νιώθω - θα συλλογιέσαι τα παιδιά μας.
Μητέρα: Αυτά ήταν όλη μου η ζωή... η χαρά μου κι η θλίψη μου...
Πατέρας: Χριστίνα, συγχώρεσέ με... Για όλα.
Μητέρα: Καλέ μου, τι έχω να σου συγχωρέσω; Εσύ να με συγχωρέσεις... Τυραννούσαμε ο ένας τον άλλον... Και για ποιο λόγο; Μήτε το ξέρουμε. Μα δεν μπορούσαμε να κάνουμε κι αλλιώς. Άσ' τα ας μη μιλάμε πια!... Να εδώ είναι τα καθαρά ασπρόρουχα των παιδιών. Ν' αλλάζουν δυο φορές τη βδομάδα, την Τετάρτη και την Κυριακή, κι η Λίνα να τους κάνει καλά το μπάνιο τους - ολόκληρο μπάνιο. Φεύγεις;

ΕΙΚΟΝΑ ΠΕΜΠΤΗ 

...Δικηγόρος: ... Μα το χειρότερο ξέρεις τι είναι; Να χωρίζω συζύγους. Είναι σαν να βγαίνει μια κραυγή απ' τα σπλάχνα της Γης και να φτάνει ίσαμε τον ουρανό. Μια κραυγή προδοσίας ενάντια στην πρωταρχική δύναμη, ενάντια στην πηγή του κάθε καλού, ενάτια στον έρωτα... Ε, λοιπόν καταλαβαίνεις,  κι όταν ακόμα έχουν γεμίσει μυριάδες χαρτιά μ' αμοιβαίες κατηγορίες, φτάνει να βρεθεί ένας καλός άνθρωπος που να πιάσει τον έναν απ' τους δυο αντιδίκους απ' τ' αυτί και να τους κάνει χαμογελώντας αυτή την απλή ερώτηση: Τι σου 'χει κάνει ο άντρας σου; Ή  η γυναίκα σου;... Και θα ιδείς πουν εκείνη ή εκείνος δε θα μπορέσουν ν' απαντήσουν τίποτα - κανενα σοβαρό επιχείρημα. Κάποια φορά, θαρρώ, η αιτία ήταν ένα λάχανο, μιαν άλλη φορά μια παρεξηγημένη κουβέντα. Και τις περισσότερες φορές, ένα μεγάλο τίποτα...
... Λες πως θα μπορούσε να με λογαριάσει κανένας για φίλο του, όταν είμαι εγώ που μαζεύω όλα τα καθυστερημένα χρέη της πόλης; Τι τυραννία να 'σαι άνθρωπος!...
 

Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Μαργκότ Φοντέιν... πουέντ από χρυσάφι (18 Μάιος 2012 | tvxsteam tvxs.gr*)

..........................................................

Μαργκότ Φοντέιν... πουέντ από χρυσάφι

tvxs.gr/node/55009
 



Κάποιοι λίγοι πρόσεξαν ότι δεν είχε τα τέλεια πόδια που συνηθίζεται να έχουν οι χορεύτριες, πρίμα μπαλαρίνες. Οι περισσότεροι έμειναν στο γεγονός ότι όταν εκείνη ήταν στη σκηνή δεν μπορούσαν να πάρουν τα μάτια τους από πάνω της. Το όνομα της Μαργκότ Φοντέιν.



Γεννήθηκε, στις 18 Μαΐου 1919, στην Αγγλία ως Margaret Hookham, ένα όνομα που άλλαξε όταν ξεκίνησε την καριέρα της στο χορό. Ξεκίνησε να χορεύει στα τέσσερά της χρόνια με προτροπή της μητέρας της. Δεν σταμάτησε να ασχολείται με το χορό παρά μόνο όταν έφτασε στην ηλικία ρεκόρ των 67 χρόνων. Στα οκτώ της χρόνια αναγκάστηκε να ακολουθήσει την οικογένειά της στη Σαγκάη, όπου οι γονείς της βρήκαν εργασία σε μια εταιρεία καπνού. Ένα μικρό κορίτσι στη Σαγκάη ονειρευόταν να γίνει η μεγαλύτερη χορεύτρια του κόσμου. Ο δρόμος περνούσε τελικά από τη γενέτειρα της την Αγγλία.
Επέστρεψε οριστικά το 1933 και συνέχισε να μελετά χορό στο Vic-Wells Ballet School που υπήρξε πρόγονος της σημερινής Βασιλικής Ακαδημίας Χορού. Ανέβηκε στις τάξεις της ακαδημίας εξαιρετικά γρήγορα. Ως το 1939 είχε χορέψει όλους τους μεγάλους κλασικούς ρόλους και είχε αναδειχτεί σε Prima Ballerina. «Λίμνη των κύκνων», «Ωραία Κοιμωμένη» και «Ζιζέλ». Κατόπιν με το χορογράφο Φρέντερικ Άστον ενσάρκωσε πολλούς καινούργιους ρόλους τους οποίους παρουσίασε σε όλες τις μεγάλες σκηνές της Ευρώπης. «Όρντιν», «Δάφνις και Χλόη», «Σύλβια». Αργότερα συνεργάστηκε με τον Roland Petit και τη Martha Graham. Το 1949 η Ακαδημία έκανε περιοδεία στην Αμερική και η Μαργκότ Φοντέιν έγινε πολύ γρήγορα διάσημη για τις εμφανίσεις της.

Το 1962 χόρεψε για πρώτη φορά μαζί με τον Νουρέγιεφ στη «Ζιζέλ». Ακολούθησε το μπαλέτο «Μαργαρίτα και Αρμάνδος» και πολλές ακόμη συνεργασίες. Εκτός από συνεργάτες οι δυο τους ήταν πάρα πολύ στενοί φίλοι. Χάρη στη μουσικότητά της, τη λυρική και αρμονική της κίνηση, καθώς και την τέλεια τεχνική της, η Fonteyn έγινε η βάση του αγγλικού στιλ στο χορό. Εκτός από παγκόσμια φήμη τιμήθηκε με αναρίθμητα βραβεία για την προσφορά της στην τέχνη. Θα μπορούσε να έχει αποσυρθεί από το χορό στα 40 της, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες μπαλαρίνες, όμως η συνάντησή της με το Νουρέγιεφ την έκανε να συνεχίσει να χορεύει μέχρι τα 58 της, χαρίζοντας στον κόσμο τη μαγεία αυτής της χορευτικής συνεργασίας. Αποσύρθηκε ως χορεύτρια στα τέλη της δεκαετίας του '70, αλλά παρέμεινε ενεργή σχετικά με τα δρώμενα του χορού μέχρι το θάνατό της το 1991, στον Παναμά κι αφού πρώτα είχε εμπλακεί... σε απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης της χώρας...
Επαναστάτρια... με πουέντ
Σύμφωνα με έγγραφα του Foreign Office που είδαν πριν δυο χρόνια το φως της δημοσιότητας, η διάσημη Βρετανίδα χορεύτρια ήταν αναμεμειγμένη σε απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης του Παναμά τη δεκαετία του 1950, πίσω από την οποία βρισκόταν ο Φιντέλ Κάστρο.
Βάσει των εγγράφων η Φοντέιν είχε συλληφθεί για σύντομο χρονικό διάστημα τον Απρίλιο του 1959 στον Παναμά μετά την απόπειρα που σχεδίαζε να πραγματοποιήσει ο παναμέζος σύζυγός της, Ρομπέρτο Αρίας - γιος πρώην προέδρου του Παναμά - με τη βοήθεια 125 Κουβανών επαναστατών.



Η συμμετοχή της δεν έχει αποδειχτεί, ωστόσο, σύμφωνα με τα έγγραφα, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, Τζον Προφιούμο – γνωστός από το μετέπειτα «Σκάνδαλο Προφιούμο» γνώριζε για τις κινήσεις της. «Με είχε διαβεβαιώσει ότι τον Ιανουάριο του ’59, όταν επισκέφθηκε με τον άντρα της την Κούβα, ο Κάστρο υποσχέθηκε να τους στηρίξει» υποστηρίξε ο Προφιούμο.
Σύμφωνα με τον τότε Βρετανό πρέσβη στον Παναμά, σερ Ιαν Χέντερσον, ο Κάστρο έστειλε 125 Κουβανούς αντάρτες στον Αρίας και «εντελώς ανεύθυνα» χρησιμοποίησε τη θαλαμηγό της για αντιπερισπασμό των κυβερνητικών.
Η Φοντέιν συνελήφθη για μια μέρα, κατόπιν αφέθηκε ελεύθερη και επέστρεψε στο Λονδίνο. Το θέμα είχε λάβει τεράστια δημοσιότητα. Ωστόσο η 39χρονη τότε, μπαλαρίνα, η οποία βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας της, απέφυγε κάθε σχετική ερώτηση.




Οι αποκαλύψεις ήρθαν 51 χρόνια μετά. Πάντως η Φοντέιν επέστρεψε τελικά στον Παναμά όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Πέθανε στις 21 Φεβρουαρίου 1991.

 Δείτε βίντεο με τη Φοντέιν ξεκινώντας από εδώ
 http://tvxs.gr/news/%CF%80%CE%BF%CF%81%CF%84%CF%81%CE%AD%CF%84%CE%B1/%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%B3%CE%BA%CF%8C%CF%84-%CF%86%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%AD%CE%B9%CE%BD-%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%AD%CE%BD%CF%84-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%87%CF%81%CF%85%CF%83%CE%AC%CF%86%CE%B9

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Τα "ελληνικά χρόνια" του Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ (Αρθρο του/της: Palmografos.com, 16/5/2012)

.........................................................

Τα "ελληνικά χρόνια" του Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ

image


«Η επιθυμία για να υπηρετήσει κανείς το κοινό καλό πρέπει άμεσα να γίνει απαίτηση της ίδιας της ψυχής του, η προϋπόθεση της προσωπικής ευτυχίας …»

Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ

Εκατόν οκτώ χρόνια μετά το θάνατο του Τσέχωφ, που έχει ασκήσει μεγάλη επιρροή στη θεατρική λογοτεχνία του 20ου αιώνα, τα έργα του συνεχίζουν και σήμερα να «μαγεύουν» το θεατρόφιλο κοινό, σε όλο τον κόσμο.

Μάλιστα, το 2004 έγιναν εκδηλώσεις σε όλη την υφήλιο στη μνήμη εκείνης της θλιβερής στιγμής (2 Ιουλίου 1904), όταν η Ρωσία αποχαιρέτησε το μεγάλο συγγραφέα και σπουδαίο δραματουργό της.

Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1860, στην κωμόπολη Ταγκανρόγκ, στις ζεστές ακτές της Αζοφικής, στη νότια Ρωσία. Εκεί, ο Τσέχοφ έζησε μέχρι το 1879, οπότε έφυγε για να εγγραφεί στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μόσχας.

«Υπήρξε, αναμφίβολα, μία από τις πιο σημαντικές μορφές της παγκόσμιας δραματουργίας» επισημαίνει στο ΑΜΠΕ η φιλόλογος-γλωσσολόγος Αικατερίνη Πάππου-Ζουραβλιόβα, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. «Στο Ταγκανρόγκ, που αγάπησε όσο καμία άλλη πόλη, διαμορφώθηκε ο ψυχικός του κόσμος και η κοσμοθεωρία του μελλοντικού συγγραφέα».

Στα χρόνια που έζησε στο αγαπημένο Ταγκανρόγκ, ο Τσέχοφ συνδέθηκε στενά με το ελληνικό στοιχείο, που κυριαρχούσε στην όμορφη αυτή ακμάζουσα ρωσική πόλη.

Αυτό το άγνωστο κεφάλαιο στη ζωή του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα, αποκαλύπτει η κα Ζουραβλιόβα στο τελευταίο της βιβλίο, με θέμα «Γλώσσα και πολιτισμός των Ελλήνων της Αζοφικής. Η συμβολή των μεταφράσεων στα Μαριουπολίτικα-η περίπτωση του Τσέχοφ» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Αντ. Σταμούλη.

-«Στο Ταγκανρόγκ βασιλεύουν οι Έλληνες»

Στον αστερισμό των ρωσικών πόλεων, το Ταγκανρόγκ κατέχει εξέχουσα θέση και η ιστορία του συνδέεται στενά με τρεις αυτοκράτορες της Ρωσίας, τον Μεγάλο Πέτρο, την Αικατερίνη Β΄ και τον Αλέξανδρο Α'.

Εκεί, στις 17 Ιανουαρίου (με το παλιό ημερολόγιο) του 1860, η οικογένεια του Π. Ε. Τσέχοφ και της Ε. Γ. Τσέχοφ απέκτησε τον τρίτο γιο της, τον Αντόν. Τον βαπτίσαν Έλληνες ανάδοχοι, ο Σπυρίδων Φιόντοροβιτς Τίτοβ και η Ελιζαβέτα Γιεφίμοβνα Σοφιανοπούλου, στον ελληνικό καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

«Καθώς η Αζοφική είναι μία ζεστή θάλασσα, τα εμπορικά πλοία μπορούσαν να μεταφέρουν, όλο το χρόνο, στην Αθήνα, στην Κωνσταντινούπολη, στη Μασσαλία, στο Λονδίνο, το χαβιάρι που εκείνη την εποχή υπήρχε σε αφθονία και ήταν πολύ φθηνό, αλλά και ψάρια, σιτάρι, σίδηρο, λινά υφάσματα κ.ά.» επισημαίνει η κα Ζουραβλιόβα.

«Μπορούσε κανείς, περπατώντας στο λιμάνι, να διαβάσει στις πρύμνες των πλοίων τα ελληνικά ονόματα, ‘Άγιος Νικόλαος’, ‘Άγιος Γεράσιμος’, ‘Σοφία Μαβλουντί-Μπαγκρί’, κ.ά.». Όλους τους επισκέπτες της πόλης εκείνης της εποχής τους εντυπωσίαζε η εξωτική ιδιαιτερότητά της, που δεν ήταν άλλη από τους πολλούς ξένους κατοίκους της- Έλληνες, Τούρκοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Γερμανοί, Ολλανδοί. Στην πολυπολιτισμική αυτή πόλη, στην οποία λειτουργούσαν προξενεία 16 ξένων κρατών, υπήρχε και ελληνική οδός, η Γκρέτσεσκαγια, όπως ονομάζεται και σήμερα.

Ο συγγραφέας Β. Α. Σλεπτσόβ (1836-1878) που επισκέφτηκε το Ταγκανρόγκ το 1877 γράφει: «Στο Ταγκανρόγκ βασιλεύουν οι Έλληνες. Μοιάζει λίγο με το Κίεβο, μόνο που εδώ έχει παντού Έλληνες. Όλοι είναι Έλληνες: οι πλανόδιοι πωλητές, οι παπάδες, οι μαθητές γυμνασίου, οι κρατικοί υπάλληλοι, οι τεχνίτες. Ακόμη και οι ταμπέλες είναι γραμμένες στα ελληνικά…».

Οι πιο σημαντικές κοινότητες ήταν η ελληνική και η ιταλική, στις χώρες των οποίων ήταν σε εξέλιξη ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία.

«Οι Έλληνες ήταν οι πιο πλούσιοι στην πόλη» επισημαίνει με καμάρι η κα Ζουραβλιόβα, γεννημένη και μεγαλωμένη η ίδια στα «σπλάχνα» των Ελλήνων της Μαριούπολης. «Ανάμεσά τους οι πιο σημαντικοί ήταν οι Βαλιάνο, Καντελάκη, Αλφεράκη, Σαραμανγκά, Ντεπαλντό, κ.ά. Κατά καιρούς, Έλληνες, όπως οι Σ. Βαλιάνος, Κ. Γ. Φώτης, Α. Ν. Αλφεράκης, Π. Φ. Ιορδάνοφ, Ι. Α. Βαρβάκης, υπήρξαν επικεφαλής της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο Α. Ν. Αλφεράκης, μάλιστα, συνέβαλε στην ανακατασκευή του λιμανιού, αλλά και στην ανάπτυξη της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Επί των ημερών του, το Ταγκανρόγκ απόκτησε τη φήμη μιας από τις πιο μουσικές πόλεις της Ρωσίας» συμπληρώνει.

Το 1781, στην οδό Γκρέτσεσκαγια άρχισε να λειτουργεί η εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, η οποία γκρεμίστηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Το ίδιο έτος ιδρύθηκε και το Ελληνικό Εμπορικό Επιμελητήριο, που από το 1784 μετατράπηκε σε Ελληνικό Δημοτικό Συμβούλιο.

Ανάμεσα στους Έλληνες που μετοίκησαν στη Ρωσία ήταν εκπρόσωποι της αστικής τάξης- ευγενείς, έμποροι, πλοιοκτήτες. Αξίζει να αναφερθεί ότι το 1872 στο Ταγκανρόγκ ασχολούνταν με το εμπόριο 1807 έμποροι, ανάμεσα στους οποίους πρώτοι ήταν οι Έλληνες (481), και ακολουθούσαν οι Ρώσοι (334), οι Εβραίοι (242), 30 Γερμανοί κ.ά.

Κάποιες από τις οικογένειες εμπόρων του Ταγκανρόγκ, όπως οι Ράλλης, Σκαραμαγκάς, Ροδοκανάκης, Μουσούρης, Ραζής, Λασκαράκης, κ.ά, οι οποίες είχαν παραρτήματα των εμπορικών οίκων τους στην περιοχή της Αζοφικής (στο Ροστόφ και στη Μαριούπολη), ήταν πολύ γνωστοί, όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Το ελληνικό μοναστήρι «Ιερουσαλίμσκιι», το μοναδικό στην πόλη, το έχτισε ο Ιωάννης Βαρβάκης, ο οποίος ίδρυσε και το πρώτο νοσοκομείο της πόλης και παιδικό σταθμό, ενώ δώρισε το σπίτι του στο Γυμνάσιο Αρρένων. Επίσης, ο Γεράσιμος Δεπάλδος χρηματοδότησε την κατασκευή της πανέμορφης πέτρινης σκάλας που οδηγεί προς τη θάλασσα.

«Σε γενικές γραμμές, πολλά αρχοντικά που χτίστηκαν από Έλληνες, αποτελούν αριστουργήματα της αρχιτεκτονικής και σήμερα χρησιμοποιούνται ως κατοικίες και ως δημόσια κτίρια που ομορφαίνουν την πόλη» σημειώνει η κα Ζουραβλιόβα.

«Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί κανείς να πει, ότι οι Έλληνες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Ταγκανρόγκ και επηρέασαν όλες τις πτυχές της ζωής του» προσθέτει.

Το 1842, άνοιξε το Γυμνάσιο, στο οποίο δίδασκαν, εκτός από τις αρχαίες γλώσσες, και τα Νέα Ελληνικά. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε Ελληνική Σχολή και αργότερα, το 1861, ελληνικό ιδιωτικό σχολείο, στο οποίο για κάποιο χρονικό διάστημα φοίτησε και ο Τσέχοφ. Ο πατέρας του, άλλωστε, θεωρούσε ότι για να έχει κάποιος μεγάλη επιτυχία στη ζωή αρκούσε η γνώση των ελληνικών και η πείρα στο εμπόριο. Ονειρευόταν, ακόμα, να τους στείλει να σπουδάσουν σε αθηναϊκό πανεπιστήμιο.

«Ο Αντόν Τσέχοφ μεγάλωσε όχι μόνο σε ρωσικό, αλλά και σε ελληνικό περιβάλλον, το οποίο δεν μπορούσε να μην επηρεάσει την προσωπικότητά του. Τον βάφτισαν Έλληνες, ενώ μεταξύ των φίλων που είχε κατά τη διάρκεια των σπουδών (στο Γυμνάσιο και στο Πανεπιστήμιο) ήταν οι Έλληνες Ανδρέας Δρόσος και Β. Ζεμπουλάτοφ. Ο Έλληνας συμμαθητής του στο Γυμνάσιο Π. Φ. Ιορδάνοφ αποτέλεσε αργότερα το συνδετικό κρίκο μεταξύ του μεγάλου συγγραφέα και της γενέτειράς του. Είχε συνεχή αλληλογραφία με τον Α. Τσέχοφ και λάμβανε από αυτόν τεράστια δέματα με βιβλία για το μελλοντικό μουσείο που σκόπευε να ιδρύσει. Ας σημειώσουμε, ότι το 1897, όταν ο Ιορδάνοφ ήταν δήμαρχος, έγινε στην πόλη και η πρώτη πανρωσική απογραφή πληθυσμού. Μεταξύ των κοντινών οικογενειακών φίλων, εκτός από τον Ιορδάνοφ, ήταν οι Σκαραμαγκάς, Χατζηχρήστος και Μαλαξιανός» επισημαίνει η κα Ζουραβλιόβα.

Αυτό, λοιπόν, ήταν το Ταγκανρόγκ τον καιρό του Α. Τσέχοφ και λίγο αργότερα, κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα. Συγγενείς της γυναίκας του θείου του Μιτροφάν Εγκόροβοτς ήταν οι Έλληνες Καμπούροφ.

Στους δρόμους της πόλης, ο Τσέχοφ έβλεπε ελληνικές πινακίδες, στο λιμάνι ελληνικά καράβια κι έψελνε με τα αδέρφια του στην ελληνική εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.

«Ο πατέρας του Αντόν έβαλε τους πέντε γιους του και στη χορωδία της εκκλησίας: έψελναν στο ελληνικό μοναστήρι, στην εκκλησία του Αγίου Μιτροφάν και στην εκκλησία που βρισκόταν μέσα στο παλάτι του Αλέξανδρου του Α΄. Επίσης, τραγουδούσαν στο σπίτι τους στη χορωδία που είχε φτιάξει ο πατέρας τους. Ο ίδιος ο Πάβελ Εγκόροβιτς έλεγε: ‘Στο Άγιο Όρος, οι νέοι όλη τη νύχτα διαβάζουν και ψέλνουν και από αυτό τίποτα δεν έπαθαν. Εγώ ο ίδιος, από νεαρή ηλικία, ψέλνω και δόξα τω Θεώ είμαι καλά. Ποτέ δεν βλάπτει να υπηρετείς το Θεό’».

Το φθινόπωρο του 1874, ο Τσέχοφ για πρώτη φορά επισκέπτεται το θέατρο, το οποίο αγάπησε για όλη του τη ζωή. «Τότε άρχισε να οργανώνει στο σπίτι παραστάσεις. Στο σπίτι του Ανδρέα Δρόσου, του φίλου του από το γυμνάσιο και φανατικού θεατρόφιλου, οργανώνονταν θεατρικές παραστάσεις. Στον Αντόν άρεσε περισσότερο να παίζει το γέρο-καθηγητή που παραδίδει μάθημα. Αυτό αποτέλεσε τη βάση του πρώτου του διηγήματος, ‘Επιστολή στον γείτονα επιστήμονα’», αναφέρει η κα Ζουραβλιόβα.

Ο Τσέχοφ, από μικρό παιδί έβλεπε τη ζωή, έτσι όπως ήταν. Στο μπακάλικο της οικογένειας συνέχεια υπήρχαν πολλοί πελάτες, έρχονταν για αγορές γραφειοκράτες, υπάλληλοι, μοναχοί, Έλληνες του Ταγκανρόγκ, αγρότες, έμποροι από διάφορες χώρες.

Όλα αυτά έμειναν στη μνήμη του νεαρού Αντόν. Αργότερα όλοι αυτοί έγιναν ήρωες των διηγημάτων και των θεατρικών του έργων. Δίκαια ο Κ. Τσουκόβσκι σημειώνει ότι χωρίς αυτή την πρωτοφανή κοινωνικότητα, χωρίς αυτή τη συνεχή διάθεση να συναναστραφεί με κάθε άνθρωπο, χωρίς αυτό το οξύ ενδιαφέρον για τη ζωή, τα ήθη, τις συζητήσεις, τα επαγγέλματα εκατοντάδων και χιλιάδων ανθρώπων, δεν θα υπήρχε- φυσικά- αυτή η τεράστια εγκυκλοπαίδεια της ρωσικής καθημερινής ζωής των δεκαετιών ’80 και ’90, η οποία αποκαλείται μικρά διηγήματα του Τσέχοφ».

Στις 15 Ιουνίου 1879, ο Τσέχοφ πήρε το απολυτήριο γυμνασίου. Μαζί με τους συμμαθητές του, τον Έλληνα Β. Ζεμπουλάτοβ και τον Καζάκο Ντ. Σαβέλεβ, αφού πήρε υποτροφία από τη Δούμα της πόλης, έφυγε από το Ταγκανρόγκ για τη Μόσχα για να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μόσχας.

Η επιστήμη τον κέρδισε, έγινε γιατρός, δεν τον έχασε, όμως, η λογοτεχνία, την οποία λάτρευε, καθώς, όπως έλεγε, η ιατρική γι’ αυτόν ήταν η «σύζυγος», ενώ η λογοτεχνία η παντοτινή «ερωμένη».

Διαμαντένια Ριμπά

από: Palmografos.com - Τα "ελληνικά χρόνια" του Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Γιώργος Σεφέρης : Από το "Θερινό Ηλιοστάσι"


.........................................................










Από το 
"Θερινό Ηλιοστάσι"














Β´

 

Ὅλοι βλέπουν ὁράματα
κανεὶς ὡστόσο δὲν τ᾿ ὁμολογεῖ·
πηγαίνουν καὶ θαρροῦν πὼς εἶναι μόνοι.
Τὸ μεγάλο τριαντάφυλλο
ἤτανε πάντα ἐδῶ
στὸ πλευρό σου βαθιὰ μέσα στὸν ὕπνο
δικό σου καὶ ἄγνωστο.
Ἀλλὰ μονάχα τώρα ποὺ τὰ χείλια σου τ᾿ ἄγγιξαν
στ᾿ ἀπώτατα φύλλα
ἔνιωσες τὸ πυκνὸ βάρος τοῦ χορευτῆ
νὰ πέφτει στὸ ποτάμι τοῦ καιροῦ -
τὸ φοβερὸ παφλασμό.

Μὴ σπαταλᾷς τὴν πνοὴ ποὺ σοῦ χάρισε
τούτη ἡ ἀνάσα.

Γ´

 

 

Κι ὅμως σ᾿ αὐτὸ τὸν ὕπνο
τ᾿ ὄνειρο ξεπέφτει τόσο εὔκολα
στὸ βραχνά.
Ὅπως τὸ ψάρι ποὺ ἄστραψε κάτω ἀπ᾿ τὸ κῦμα
καὶ χώθηκε στὸ βοῦρκο τοῦ βυθοῦ
ἢ χαμαιλέοντας ὅταν ἀλλάζει χρῶμα.
Στὴν πολιτεία ποὺ ἔγινε πορνεῖο
μαστροποὶ καὶ πολιτικιὲς
διαλαλοῦν σάπια θέλγητρα·
ἡ κυματόφερτη κόρη
φορεῖ τὸ πετσὶ τῆς γελάδας
γιὰ νὰ τὴν ἀνεβεῖ τὸ ταυρόπουλο·
ὁ ποιητὴς
χαμίνια τοῦ πετοῦν μαγαρισιὲς
καθὼς βλέπει τ᾿ ἀγάλματα νὰ στάζουν αἷμα.
Πρέπει νὰ βγεῖς ἀπὸ τοῦτο τὸν ὕπνο·
τοῦτο τὸ μαστιγωμένο δέρμα.

Δ´

 

 

Στὸ τρελὸ ἀνεμοσκόρπισμα
δεξιὰ ζερβὰ πάνω καὶ κάτω
στροβιλίζονται σαρίδια.
Φτενοὶ θανατεροὶ καπνοὶ
λύνουν τὰ μέλη τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ ψυχὲς
βιάζουνται ν᾿ ἀποχωριστοῦν τὸ σῶμα
διψοῦν καὶ δὲ βρίσκουν νερὸ πουθενά·
κολνοῦν ἐδῶ κολνοῦν ἐκεῖ στὴν τύχη
πουλιὰ στὶς ξόβεργες·
σπαράζουν ἀνωφέλευτα
ὅσο ποὺ δὲ σηκώνουν ἄλλο τὰ φτερά τους.

Φυραίνει ὁ τόπος ὁλοένα
χωματένιο σταμνί.

Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Πόσο βαστάξανε τα ήσυχα; Mιλά ένας Πόντιος (από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, Eρμής, 2003)

......................................................
 






Πόσο βαστάξανε τα ήσυχα; Mιλά ένας Πόντιος


Πόσες φορές λέγω, από διωγμό σε διωγμό πόσα τραβήξαμε. Πώς ήμαστε ακόμα ζωντανοί και τα λέμε.
  Tο χωριό μας μεσόγειο, περιφέρεια Σαμψούς-Aμισός. Πρώτος πόλεμος, πρώτη εξορία μάς φέρουν στα παράλια στη Σαμψούντα. Mας επιτηρούν. Περνούμε δύσκολα, τρώγομεν έτοιμα. Mένομε σε σχολείο.
  Έρχεται χειμώνας, εκεί βαρύς ο χειμώνας, ακούμε άλλη εξορία. Πού; Δεν λέγουν. Mαζευτήκαμε όλοι, γυναίκες, μωρά, με μπόγους, με φορτία σε κρατικό κατάστημα, γράφουν ονόματα, ηλικία. Έρχονται και άλλοι από άλλα χωριά. Kλάμα, οδυρμός. Ποια είναι η καταδίκη μας; Φόβος και τρόμος. Φεύγομε καταμεσήμερα την άλλη μέρα. Kαι οι Tούρκοι λυπούνται. Περνούμε χωριά, πλησιάζουν μερικοί Xριστιανοί όπου υπάρχουνε, με αυτούς τέσσερις δικοί μας ξεφεύγουν να σωθούν. Bαδίζομεν, αρχίζουν βροχές, αρχίζουν χιόνια, όπου μας βρίσκει νύχτα, μένομε σε χωρία, σε χάνια και σε δάσος και σε ποτάμι εμπρός. Mια νύχτα ξεφύγαμε.
  Mας λυπούνται οι χωρικοί στα τουρκοχώρια, μας ταΐζουν. Bρίσκουνε κρυψώνες. Προς πού πηγαίνομεν; Tα κυνηγημένα θηρία ξέρουν πού πηγαίνουν, εμείς όχι. Σε περιφέρεια τάδε –τι να σας λέγομεν ονόματα; πεθαμένα ονόματα, ποιος θυμάται; ποίος γνωρίζει;– σε τάδε περιφέρεια οι Tούρκοι πολύ φανατικοί, αρχηγός των ανήμερο καπλάν προς τους Xριστιανούς. Σε άλλην περιφέρεια δεν είχε ακουστεί διωγμός. Kαι χωριά χριστιανικά προς τα ορεινά, δύο. Προχωρούμε οι μισοί. Περιμένομε να νυχτώσει. Mέσα προχωρούμε σε χωρίον… στο δρόμο μπακίρια, κιλίμια, πιατικά, ρουχικά, σπίτια ορθάνοιχτα, έχουν πέσει λησταί, δεν έμεινε άνθρωπος πουθενά, ούτε γάτα. Aκούμε στο καλντερίμι κάποιος περπατά, γυαλίζει τουφέκι. Kρυφτήκαμε, τρέχομε, μας πυροβολεί. Φτάνομε στα δάση. Λίγοι λίγοι βαδίζομε, σκορπίζομε. Ήμαστε οχτώ, μείναμε τρεις. Bαδίζομε δυο μερόνυχτα. Φτάνομε σε χριστιανοχώρι. Kαι οι άλλοι εκεί φθάνουν, ανταμώνομε.
  Mας είπαν την κατάσταση, αστυνομία ψάχνουν για φυγάδες, ληστεύουν, σκοτώνουν τους ντόπιους. Xωρίζομεν. Συμφωνούμεν οι μισοί να μας οδηγήσει Tούρκος οδηγός εις Aμισόν, οι άλλοι μένουν πίσω, ας πάθουν ό,τι πάθουν και οι άλλοι χριστιανοί αδελφοί.
  Mέσα στην Aμισόν φθάνομε, είναι χειμώνας, ένας συγγενής καλός μάς παίρνει σ’ ένα υπόγειο, μας λούζουν, μας αλλάζουν. Όμως υποφέρουν πολλά και οι εντόπιοι. Tρόφιμα λιγοστεύουν. Φτώχεια, πείνα, ο εργατικός χωρίς εργασία. Aκόμη συνεχίζεται πόλεμος με συμβουλάς των Γερμανών για να εξοντώσουν τους Xριστιανούς οι Tούρκοι. Σχέδιον γερμανικόν εφαρμόζουν. Tόσον μίσος ποτέ, τόσος αφανισμός.
  Aκούμε θα εξορισθεί ο πληθυσμός και από κάθε πολιτείαν και από τα παράλια. Tότε αρχίζει ξεπούλημα όσο όσο, κινητά και ακίνητα. Nοικοκυραίοι ανθρώποι γυρίζουν, ξεπουλούν, όσο όσο, τα καλά και τ’ αγαθά των σπιτιών τους πάμφθηνα σαν κλεμμένα. Oι δρόμοι γεμάτοι πραμάτεια, φόβος και αγωνία. Tι να πράξομεν; Mερικοί δωρίζουν πολλά διά να σώσουν λίγα, παραδίνουν για φύλαξη σε Tούρκους γνωστούς, αλλοφροσύνη.
  Έπεσαν κι αρρώστιες, τύφος, η ψείρα μάς τρώει μέσα έξω. Πεθαίνανε από αρρώστιες, από πείνα, τους θάβανε δίχως παπά, δίχως εκκλησία. Ποίος να ψάλλει και ποίος να κλάψει; Eμείς από τα χωριά που ήρθαμε διπλός ο φόβος, όπου βρεθούνε κρυμμένοι τους μαζεύουνε. Σε μια εκκλησία όπου μαζέψανε δικούς μας φάγανε και τσαρούχια και υποδήματα, φάγανε ποντίκια, τρελαθήκανε.
  Eίχα μ’ έναν Tούρκο της κοντινής γειτονιάς συνεννόηση, με ειδοποιούσε, μ’ έκρυβε πολλές φορές. Ό,τι μου απόμεινε, χρυσαφικό, ρολόι, όλα τα ’δωσα, χαλάλι του με γλίτωσε. Mε γλίτωσεν αυτός κι η πιστή μου γυναίκα, κοπέλα μικρή από την πόρτα του σπιτιού μας δεν πρόλαβε να βγει νύφη, μέσα στις τρομάρες στις συμφορές η καρδιά της δεν κρύωσε, αχ-βαχ δεν είπε, μόνον χάσαμε τον πρώτο και μοναχογιόν μας, αρρώστησεν, δεν σώθηκε. Tότε τσίριξε. Kαι τούρκικο περίπολο ακούσανε, δακρύσανε, αφήσαν και μένα κοντά της. Πιάνανε πάλι τους άντρες ως 60 χρονών, «άχ 60 χρονών» λέγαμε, ζηλεύαμεν. Tέλος έρχεται καλοκαίρι, δεν έχομ’ πια δύναμη, διαταγή να φύγουν εξορία και οι ντόπιοι, πάμε κι εμείς μαζί, δεν είμαστε γραμμένοι, τρυπώνομε σε κάθε σταθμό, προσέχομε να μη μας ξεχωρίσει μάτι, βαδίζομε, φτάνομε σε βουνά, εκεί άλλος αέρας, βρίσκομε και γάλα, περνούμε βουνά, περνούμε ποταμούς δύο, τριάντα τρεις μέρες βαδίσαμε.
  Tο μέρος όπου φθάσαμε, πέφτει βαθιά, ο πόλεμος εκεί δεν έφτασε. Γίνεται μεγάλο παζάρι. Kάνομε ανταλλαγή, βρίσκομε πουλούμε, αγοράζομε βγάζομε ψωμί, κρέας ψουνίζομε, κάνομε χαμαλίκι, ένα ποκάμισο πούλησα πρώτο και δαχτυλιδάκι της γυναίκας μου. Έτσι αρχίσαμε ανταλλαγές. Περάσαμε.
  Aκούσαμε υπογράφτηκε ανακωχή. Mας φέρανε διαταγή: όσοι θέλουνε με δικά τους έξοδα γυρίζουνε. Γυρίσαμε, πήραμε αραμπάδες, ζώα. Eίχαμε και πράματα. Λέγαμε: «Nά, όσοι σωθήκαμε θα ζήσομε πια ήσυχα».
  Πόσο βαστάξανε τα ήσυχα; Πάλι τα ίδια μάς περιμένανε και χειρότερα.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, Eρμής, 2003)