Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Τα "ελληνικά χρόνια" του Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ (Αρθρο του/της: Palmografos.com, 16/5/2012)

.........................................................

Τα "ελληνικά χρόνια" του Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ

image


«Η επιθυμία για να υπηρετήσει κανείς το κοινό καλό πρέπει άμεσα να γίνει απαίτηση της ίδιας της ψυχής του, η προϋπόθεση της προσωπικής ευτυχίας …»

Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ

Εκατόν οκτώ χρόνια μετά το θάνατο του Τσέχωφ, που έχει ασκήσει μεγάλη επιρροή στη θεατρική λογοτεχνία του 20ου αιώνα, τα έργα του συνεχίζουν και σήμερα να «μαγεύουν» το θεατρόφιλο κοινό, σε όλο τον κόσμο.

Μάλιστα, το 2004 έγιναν εκδηλώσεις σε όλη την υφήλιο στη μνήμη εκείνης της θλιβερής στιγμής (2 Ιουλίου 1904), όταν η Ρωσία αποχαιρέτησε το μεγάλο συγγραφέα και σπουδαίο δραματουργό της.

Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1860, στην κωμόπολη Ταγκανρόγκ, στις ζεστές ακτές της Αζοφικής, στη νότια Ρωσία. Εκεί, ο Τσέχοφ έζησε μέχρι το 1879, οπότε έφυγε για να εγγραφεί στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μόσχας.

«Υπήρξε, αναμφίβολα, μία από τις πιο σημαντικές μορφές της παγκόσμιας δραματουργίας» επισημαίνει στο ΑΜΠΕ η φιλόλογος-γλωσσολόγος Αικατερίνη Πάππου-Ζουραβλιόβα, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. «Στο Ταγκανρόγκ, που αγάπησε όσο καμία άλλη πόλη, διαμορφώθηκε ο ψυχικός του κόσμος και η κοσμοθεωρία του μελλοντικού συγγραφέα».

Στα χρόνια που έζησε στο αγαπημένο Ταγκανρόγκ, ο Τσέχοφ συνδέθηκε στενά με το ελληνικό στοιχείο, που κυριαρχούσε στην όμορφη αυτή ακμάζουσα ρωσική πόλη.

Αυτό το άγνωστο κεφάλαιο στη ζωή του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα, αποκαλύπτει η κα Ζουραβλιόβα στο τελευταίο της βιβλίο, με θέμα «Γλώσσα και πολιτισμός των Ελλήνων της Αζοφικής. Η συμβολή των μεταφράσεων στα Μαριουπολίτικα-η περίπτωση του Τσέχοφ» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Αντ. Σταμούλη.

-«Στο Ταγκανρόγκ βασιλεύουν οι Έλληνες»

Στον αστερισμό των ρωσικών πόλεων, το Ταγκανρόγκ κατέχει εξέχουσα θέση και η ιστορία του συνδέεται στενά με τρεις αυτοκράτορες της Ρωσίας, τον Μεγάλο Πέτρο, την Αικατερίνη Β΄ και τον Αλέξανδρο Α'.

Εκεί, στις 17 Ιανουαρίου (με το παλιό ημερολόγιο) του 1860, η οικογένεια του Π. Ε. Τσέχοφ και της Ε. Γ. Τσέχοφ απέκτησε τον τρίτο γιο της, τον Αντόν. Τον βαπτίσαν Έλληνες ανάδοχοι, ο Σπυρίδων Φιόντοροβιτς Τίτοβ και η Ελιζαβέτα Γιεφίμοβνα Σοφιανοπούλου, στον ελληνικό καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

«Καθώς η Αζοφική είναι μία ζεστή θάλασσα, τα εμπορικά πλοία μπορούσαν να μεταφέρουν, όλο το χρόνο, στην Αθήνα, στην Κωνσταντινούπολη, στη Μασσαλία, στο Λονδίνο, το χαβιάρι που εκείνη την εποχή υπήρχε σε αφθονία και ήταν πολύ φθηνό, αλλά και ψάρια, σιτάρι, σίδηρο, λινά υφάσματα κ.ά.» επισημαίνει η κα Ζουραβλιόβα.

«Μπορούσε κανείς, περπατώντας στο λιμάνι, να διαβάσει στις πρύμνες των πλοίων τα ελληνικά ονόματα, ‘Άγιος Νικόλαος’, ‘Άγιος Γεράσιμος’, ‘Σοφία Μαβλουντί-Μπαγκρί’, κ.ά.». Όλους τους επισκέπτες της πόλης εκείνης της εποχής τους εντυπωσίαζε η εξωτική ιδιαιτερότητά της, που δεν ήταν άλλη από τους πολλούς ξένους κατοίκους της- Έλληνες, Τούρκοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Γερμανοί, Ολλανδοί. Στην πολυπολιτισμική αυτή πόλη, στην οποία λειτουργούσαν προξενεία 16 ξένων κρατών, υπήρχε και ελληνική οδός, η Γκρέτσεσκαγια, όπως ονομάζεται και σήμερα.

Ο συγγραφέας Β. Α. Σλεπτσόβ (1836-1878) που επισκέφτηκε το Ταγκανρόγκ το 1877 γράφει: «Στο Ταγκανρόγκ βασιλεύουν οι Έλληνες. Μοιάζει λίγο με το Κίεβο, μόνο που εδώ έχει παντού Έλληνες. Όλοι είναι Έλληνες: οι πλανόδιοι πωλητές, οι παπάδες, οι μαθητές γυμνασίου, οι κρατικοί υπάλληλοι, οι τεχνίτες. Ακόμη και οι ταμπέλες είναι γραμμένες στα ελληνικά…».

Οι πιο σημαντικές κοινότητες ήταν η ελληνική και η ιταλική, στις χώρες των οποίων ήταν σε εξέλιξη ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία.

«Οι Έλληνες ήταν οι πιο πλούσιοι στην πόλη» επισημαίνει με καμάρι η κα Ζουραβλιόβα, γεννημένη και μεγαλωμένη η ίδια στα «σπλάχνα» των Ελλήνων της Μαριούπολης. «Ανάμεσά τους οι πιο σημαντικοί ήταν οι Βαλιάνο, Καντελάκη, Αλφεράκη, Σαραμανγκά, Ντεπαλντό, κ.ά. Κατά καιρούς, Έλληνες, όπως οι Σ. Βαλιάνος, Κ. Γ. Φώτης, Α. Ν. Αλφεράκης, Π. Φ. Ιορδάνοφ, Ι. Α. Βαρβάκης, υπήρξαν επικεφαλής της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο Α. Ν. Αλφεράκης, μάλιστα, συνέβαλε στην ανακατασκευή του λιμανιού, αλλά και στην ανάπτυξη της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Επί των ημερών του, το Ταγκανρόγκ απόκτησε τη φήμη μιας από τις πιο μουσικές πόλεις της Ρωσίας» συμπληρώνει.

Το 1781, στην οδό Γκρέτσεσκαγια άρχισε να λειτουργεί η εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, η οποία γκρεμίστηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Το ίδιο έτος ιδρύθηκε και το Ελληνικό Εμπορικό Επιμελητήριο, που από το 1784 μετατράπηκε σε Ελληνικό Δημοτικό Συμβούλιο.

Ανάμεσα στους Έλληνες που μετοίκησαν στη Ρωσία ήταν εκπρόσωποι της αστικής τάξης- ευγενείς, έμποροι, πλοιοκτήτες. Αξίζει να αναφερθεί ότι το 1872 στο Ταγκανρόγκ ασχολούνταν με το εμπόριο 1807 έμποροι, ανάμεσα στους οποίους πρώτοι ήταν οι Έλληνες (481), και ακολουθούσαν οι Ρώσοι (334), οι Εβραίοι (242), 30 Γερμανοί κ.ά.

Κάποιες από τις οικογένειες εμπόρων του Ταγκανρόγκ, όπως οι Ράλλης, Σκαραμαγκάς, Ροδοκανάκης, Μουσούρης, Ραζής, Λασκαράκης, κ.ά, οι οποίες είχαν παραρτήματα των εμπορικών οίκων τους στην περιοχή της Αζοφικής (στο Ροστόφ και στη Μαριούπολη), ήταν πολύ γνωστοί, όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Το ελληνικό μοναστήρι «Ιερουσαλίμσκιι», το μοναδικό στην πόλη, το έχτισε ο Ιωάννης Βαρβάκης, ο οποίος ίδρυσε και το πρώτο νοσοκομείο της πόλης και παιδικό σταθμό, ενώ δώρισε το σπίτι του στο Γυμνάσιο Αρρένων. Επίσης, ο Γεράσιμος Δεπάλδος χρηματοδότησε την κατασκευή της πανέμορφης πέτρινης σκάλας που οδηγεί προς τη θάλασσα.

«Σε γενικές γραμμές, πολλά αρχοντικά που χτίστηκαν από Έλληνες, αποτελούν αριστουργήματα της αρχιτεκτονικής και σήμερα χρησιμοποιούνται ως κατοικίες και ως δημόσια κτίρια που ομορφαίνουν την πόλη» σημειώνει η κα Ζουραβλιόβα.

«Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί κανείς να πει, ότι οι Έλληνες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Ταγκανρόγκ και επηρέασαν όλες τις πτυχές της ζωής του» προσθέτει.

Το 1842, άνοιξε το Γυμνάσιο, στο οποίο δίδασκαν, εκτός από τις αρχαίες γλώσσες, και τα Νέα Ελληνικά. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε Ελληνική Σχολή και αργότερα, το 1861, ελληνικό ιδιωτικό σχολείο, στο οποίο για κάποιο χρονικό διάστημα φοίτησε και ο Τσέχοφ. Ο πατέρας του, άλλωστε, θεωρούσε ότι για να έχει κάποιος μεγάλη επιτυχία στη ζωή αρκούσε η γνώση των ελληνικών και η πείρα στο εμπόριο. Ονειρευόταν, ακόμα, να τους στείλει να σπουδάσουν σε αθηναϊκό πανεπιστήμιο.

«Ο Αντόν Τσέχοφ μεγάλωσε όχι μόνο σε ρωσικό, αλλά και σε ελληνικό περιβάλλον, το οποίο δεν μπορούσε να μην επηρεάσει την προσωπικότητά του. Τον βάφτισαν Έλληνες, ενώ μεταξύ των φίλων που είχε κατά τη διάρκεια των σπουδών (στο Γυμνάσιο και στο Πανεπιστήμιο) ήταν οι Έλληνες Ανδρέας Δρόσος και Β. Ζεμπουλάτοφ. Ο Έλληνας συμμαθητής του στο Γυμνάσιο Π. Φ. Ιορδάνοφ αποτέλεσε αργότερα το συνδετικό κρίκο μεταξύ του μεγάλου συγγραφέα και της γενέτειράς του. Είχε συνεχή αλληλογραφία με τον Α. Τσέχοφ και λάμβανε από αυτόν τεράστια δέματα με βιβλία για το μελλοντικό μουσείο που σκόπευε να ιδρύσει. Ας σημειώσουμε, ότι το 1897, όταν ο Ιορδάνοφ ήταν δήμαρχος, έγινε στην πόλη και η πρώτη πανρωσική απογραφή πληθυσμού. Μεταξύ των κοντινών οικογενειακών φίλων, εκτός από τον Ιορδάνοφ, ήταν οι Σκαραμαγκάς, Χατζηχρήστος και Μαλαξιανός» επισημαίνει η κα Ζουραβλιόβα.

Αυτό, λοιπόν, ήταν το Ταγκανρόγκ τον καιρό του Α. Τσέχοφ και λίγο αργότερα, κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα. Συγγενείς της γυναίκας του θείου του Μιτροφάν Εγκόροβοτς ήταν οι Έλληνες Καμπούροφ.

Στους δρόμους της πόλης, ο Τσέχοφ έβλεπε ελληνικές πινακίδες, στο λιμάνι ελληνικά καράβια κι έψελνε με τα αδέρφια του στην ελληνική εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.

«Ο πατέρας του Αντόν έβαλε τους πέντε γιους του και στη χορωδία της εκκλησίας: έψελναν στο ελληνικό μοναστήρι, στην εκκλησία του Αγίου Μιτροφάν και στην εκκλησία που βρισκόταν μέσα στο παλάτι του Αλέξανδρου του Α΄. Επίσης, τραγουδούσαν στο σπίτι τους στη χορωδία που είχε φτιάξει ο πατέρας τους. Ο ίδιος ο Πάβελ Εγκόροβιτς έλεγε: ‘Στο Άγιο Όρος, οι νέοι όλη τη νύχτα διαβάζουν και ψέλνουν και από αυτό τίποτα δεν έπαθαν. Εγώ ο ίδιος, από νεαρή ηλικία, ψέλνω και δόξα τω Θεώ είμαι καλά. Ποτέ δεν βλάπτει να υπηρετείς το Θεό’».

Το φθινόπωρο του 1874, ο Τσέχοφ για πρώτη φορά επισκέπτεται το θέατρο, το οποίο αγάπησε για όλη του τη ζωή. «Τότε άρχισε να οργανώνει στο σπίτι παραστάσεις. Στο σπίτι του Ανδρέα Δρόσου, του φίλου του από το γυμνάσιο και φανατικού θεατρόφιλου, οργανώνονταν θεατρικές παραστάσεις. Στον Αντόν άρεσε περισσότερο να παίζει το γέρο-καθηγητή που παραδίδει μάθημα. Αυτό αποτέλεσε τη βάση του πρώτου του διηγήματος, ‘Επιστολή στον γείτονα επιστήμονα’», αναφέρει η κα Ζουραβλιόβα.

Ο Τσέχοφ, από μικρό παιδί έβλεπε τη ζωή, έτσι όπως ήταν. Στο μπακάλικο της οικογένειας συνέχεια υπήρχαν πολλοί πελάτες, έρχονταν για αγορές γραφειοκράτες, υπάλληλοι, μοναχοί, Έλληνες του Ταγκανρόγκ, αγρότες, έμποροι από διάφορες χώρες.

Όλα αυτά έμειναν στη μνήμη του νεαρού Αντόν. Αργότερα όλοι αυτοί έγιναν ήρωες των διηγημάτων και των θεατρικών του έργων. Δίκαια ο Κ. Τσουκόβσκι σημειώνει ότι χωρίς αυτή την πρωτοφανή κοινωνικότητα, χωρίς αυτή τη συνεχή διάθεση να συναναστραφεί με κάθε άνθρωπο, χωρίς αυτό το οξύ ενδιαφέρον για τη ζωή, τα ήθη, τις συζητήσεις, τα επαγγέλματα εκατοντάδων και χιλιάδων ανθρώπων, δεν θα υπήρχε- φυσικά- αυτή η τεράστια εγκυκλοπαίδεια της ρωσικής καθημερινής ζωής των δεκαετιών ’80 και ’90, η οποία αποκαλείται μικρά διηγήματα του Τσέχοφ».

Στις 15 Ιουνίου 1879, ο Τσέχοφ πήρε το απολυτήριο γυμνασίου. Μαζί με τους συμμαθητές του, τον Έλληνα Β. Ζεμπουλάτοβ και τον Καζάκο Ντ. Σαβέλεβ, αφού πήρε υποτροφία από τη Δούμα της πόλης, έφυγε από το Ταγκανρόγκ για τη Μόσχα για να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μόσχας.

Η επιστήμη τον κέρδισε, έγινε γιατρός, δεν τον έχασε, όμως, η λογοτεχνία, την οποία λάτρευε, καθώς, όπως έλεγε, η ιατρική γι’ αυτόν ήταν η «σύζυγος», ενώ η λογοτεχνία η παντοτινή «ερωμένη».

Διαμαντένια Ριμπά

από: Palmografos.com - Τα "ελληνικά χρόνια" του Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου