Τρίτη 23 Απριλίου 2013

"Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών: Μια αιωνιότητα και μια Μέρα." του Γ. Πήττα (22 Απρ 2013 | tvxsteam tvxs.gr)

..........................................................

Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών: Μια αιωνιότητα και μια Μέρα. 

Του Γ. Πήττα

tvxs.gr/node/126452
 
 
 
«Ο Παπαδόπουλος δεν είναι φασίστας. Είναι ένας αγνός στρατιώτης που διαπνέεται από κάποιο δεξιό ρομαντισμό. Είναι οπωσδήποτε μετριοπαθής σε σχέση με τον φανατικό της υπόθεσης, τον Λαδά, άτομο εξαιρετικά ακραίων τάσεων».
Αυτά έγραφε χαρακτηριστικά, προς τους προϊσταμένους του στο Φόρεϊν Όφις, την άνοιξη του 1967, ο πρεσβευτής της Εργατικής κυβέρνησης της Βρετανίας στην Αθήνα.
Ρομαντικός (από τη σκοπιά του) στην καλύτερη περίπτωση και ίδιος ο συντάκτης της παραπάνω αναφοράς, πρέσβης Σερ Ραλφ Μάρεϊ, στις περισσότερες εκθέσεις του προς το Λονδίνο συνιστούσε ανοχή προς το καθεστώς των πραξικοπηματιών, μεταξύ των οποίων διέβλεπε και θετικά στοιχεία γιατί «επιτέλους θα καθάριζαν την κόπρο του Αυγείου»
Εκείνο το  ξημέρωμα  ήταν αίθριο κι’ ανέφελο.
Μια μέρα στη ζωή, 21 Απριλίου 1967 Λονδίνο:
«A day in the life» όπως λένε και οι Beatles στο ομώνυμο τραγούδι τους από το ιστορικό album «Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band».
Ακριβώς εκείνη την ημέρα, εκείνης της χρονιάς, ολοκληρώνονταν στα studios της EMI για να αλλάξει πολλά στην τέχνη του τραγουδιού του 20ου αιώνα και όχι μόνο.
Μια μέρα στη ζωή, 21 Απριλίου 1967 Αθήνα:
Γύρω στις 7 και 15 ο Μ.Π. κατηφόρισε όπως κάθε μέρα από το σπίτι του της οδού Ναϊάδων στο Παλαιό Φάληρο για να πάρει το λεωφορείο, να πάει στη δουλειά. Είχε δυο επιλογές:
Το 32, Αμφιθέα-Παλαιό Φάληρο και το 1, Έδεμ.
Αμφότερα κατέληγαν στο Σύνταγμα από όπου το γραφείο ήταν ζήτημα πεντάλεπτου περιπάτου, καφέ και τυρόπιτας στον Περικλή της οδού Νίκης; Βουλής; δεν θυμάμαι....
Την προηγούμενη μέρα, είχε πάρει το 32, οπότε, για ποικιλία πήγε στην παραλιακή, στη στάση Φλοίσβος να πάρει το «‘Εδεμ».
Ήταν άλλωστε και κάπως πιο καλή γραμμή αυτή της παραλίας, πιο καθαρή, πιο αρχοντική.
‘Έτσι του φαίνονταν τουλάχιστον, επειδή εξυπηρετούσε κυρίως τα σπίτια της παραλιακής που τότε ακόμα ήταν συνήθως ωραίες πέτρινες μονοκατοικίες.
Βρήκε τη λεωφόρο Ποσειδώνος άδεια, ούτε ένα αυτοκίνητο δεν περνούσε.
Τελείως έρημη και η θάλασσα απέναντι ήταν ακόμα ένα με το μπλε μολυβί του ουρανού.
Ένιωσε πολύ έντονα πως η ησυχία που επικρατούσε, ήταν τελείως αφύσικη.
Αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε και αργότερα όταν εξηγούσε πως αισθάνθηκε την ατμόσφαιρα. Πάντα την είχε έτοιμη στην άκρη τη γλώσσας του για κάθε τι που δεν του πήγαινε την έκφραση:  «αφύσικο, αφύσικα πράγματα, αφύσικη συνήθεια» κλπ.
Δεν έλεγε ποτέ «περίεργο» ή «παράξενο».
Όταν κάτι ήταν ανώμαλο, ήταν απλά α-φυσικό, κόντρα στη φυσική τάξη πραγμάτων.
Γύρισε το κεφάλι του αριστερά, καθώς τον τράβηξε ο ήχος μοτοσικλετών και αυτοκινήτων που ανέβαιναν με ταχύτητα τη λεωφόρο , προερχόμενα από την μεριά της Γλυφάδας.
Μοτοσικλέτες μπροστά και πίσω της Ελληνικής Αστυνομίας.
Στη μέση, μια μεγάλη Πλύμουθ της εποχής, μαύρη, σαν τη Φορντ του Μάνου Χατζιδάκι αλλά φευ, όχι αυτή...
Μέσα στην Πλύμουθ, το παρατηρητικό μάτι του Μ.Π. διέκρινε, έναν αφροαμερικανό στρατιωτικό, σίγουρα υψηλόβαθμο από τα χρυσά αστέρια που κοσμούσαν το σακάκι του.
Με ένα πούρο κολλημένο στο στόμα, μιλούσε έντονα σε κάποιους άλλους μέσα στο αυτοκίνητο, σε κάποιους άλλους στρατιωτικούς που έμοιαζαν Έλληνες...
Ο Μ.Π., δεν χρειάστηκε τίποτα άλλο να δει για να καταλάβει.
Κεραυνοβολημένος, με κόπο έκανε μεταβολή και μετά από λίγο έμπαινε στο διαμέρισμα της Ναϊάδων 34, απέναντι από το 1ο Δημοτικό Σχολείο όπου εμείς, μικρά παιδάκια,  παίζαμε ανέμελα, έχοντας μεγάλη χαρά που οι δάσκαλοι δεν είχαν καταφτάσει ακόμα.
- Έχουμε δικτατορία.
Είπε, και μηχανικά σήκωσε το τηλέφωνο. Νεκρό.
Άνοιξε το ραδιόφωνο.
Εμβατήρια, περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός, Είμαι Έλλην και το καυχώμαι, καιενδιάμεσα μια φωνή κάθε πέντε λεπτά ομιλούσε περί των Πεπρωμένων της Φυλής, περί των Αρχαίων Προγόνων και της Αρετής των Φαντάρων μας που όλοι είναι στην ψυχή Σπαρτιάται και έχουν οδηγό την Παναγία (τους).
Άρτζι μπούρτζι και λουλάς, ζήτω ο εθνικός μας αχταρμάς...
Το έκλεισε το ραδιόφωνο και περιέπεσε σε θλίψη και σιωπή.
Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα στον ιππόδρομο, μια ώρα νωρίτερα, έπεφτε αιμόφυρτος ο Πρόεδρος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού χτυπημένος στο κεφάλι με τον υποκόπανο του περιστρόφου ενός... σπαρτιάτη φαντάρου καθοδηγημένου προφανώς από την Παναγία.  
Σεεκατοντάδες σπίτια σε όλη την Ελλάδα, η Στρατιωτική Αστυνομία πραγματοποιούσε εφόδους, συλλήψεις αλλά και μανιασμένες κατασχέσεις ή καταστροφές βιβλίων, συχνά απλά επειδή είχαν κόκκινο εξώφυλλο ή το όνομα του συγγραφέα έμοιαζε με ρώσικο.
Μεταξύ άλλων, συνελήφθη και ένας μέτριος ρώσος χορευτής της Λυρικής, Σέργιος Τένοβιτς, δεξιός, δεξιότατος και φυγάς από την Σοβιετική Ένωση , όπου και ανακρίθηκε έντονα για να ομολογήσει (ο δεξιότατος) πως ήταν πράκτορας της KGB, μπας και τον αφήσουν ήσυχο.
Αν μετά από την εμπειρία του παρέμεινε πιστός στα φρονήματά του, δεν το γνωρίζω.
Δίπλα στον Μαρξ , τον Έγκελς , τον Λένιν , γίνονταν κομμάτια και ο χριστιανός-υπαρξιστής Μπερντιάεφ, λόγω του ρωσικού ονόματός του, ενώ σε καραντίνα έμπαιναν ακόμα και ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής.
Η Ελλάδα, έμπαινε στη μεγάλη νύχτα, στο σκοτάδι των Ελλήνων Χριστιανών.
Η Ελλάδα που μέχρι πριν από λίγο ζούσε με το δικό της τρόπο την άνοιξη της δεκαετίας του 60, έχανε για άλλη μια φορά το νήμα της φυσιολογικής εξέλιξης της.
Η Ελλάδα, που προσπάθησε να επουλώσει τα μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά της τραύματα με την διάδοση της Ποίησης, με την άνθηση του Θεάτρου, με την εξάπλωση της Νέας Ελληνικής Μουσικής, έγινε μια τεράστια φυλακή .
Μια φυλακή που μέσα στα επτά χρόνια, αλλοίωσε και διέφθειρε σημαντικά τον τρόπο σκέψης των Ελλήνων και ανακάτεψε την Ιστορική Μνήμη.
Τοχειρότερο: Έσπειρε την εξαγορά συνειδήσεων σε μια ολόκληρη κοινωνία, σαν τρόπο επιβίωσης. Η κουλτούρα των κολλητών που αργότερα το ΠΑΣΟΚ θα έκανε επιστήμη, βρίσκει ένα μεγάλο κομμάτι της ρίζας της στους αμέτρητους πρόθυμους χαφιέδες που φύτρωσαν εκείνον τον καιρό.
‘Ένας λαός, ήδη κουρασμένος και επιβαρημένος με τραύματα βαριά, σε μεγάλο βαθμό έπνιξε την οργή και την πικρία και στη συνέχεια σε δυστυχώς μεγάλο βαθμό παραδόθηκε στα ήθη που έφερε η δικτατορία:
Άρτος και θεάματα, χάρισμα αγροτικών χρεών, δημιουργία πλαστής ευημερίας, επαγγελματικές άδειες με το κιλό σε περιπτερούχους, ταξιτζήδες, εργολάβους, ψιλικατζήδες με ανταπόδοση τις «εθνικά χρήσιμες πληροφορίες», φαινομενική «ησυχία τάξη και ασφάλεια» εμετικά τσάμικα και άθλιοι καλαματιανοί, κλαρίνα και ψαλμωδίες μαζί με τους «αστέρες» του λεγόμενου ελαφρολαϊκού ήρθαν να κανοναρχήσουν τον τόπο .
Η Ελλάδα, φύτρωσε χαφιέδες, ο όποιος κοινωνικός ιστός διερράγη, ο Παναθηναϊκός έφτασε στον τελικό του Γουέμπλεϊ, η χυδαιότητα έγινε καθεστώς, τα βασανιστήρια σε βάρος όποιου δεν ήταν αρεστός καθημερινότητα, οι βιασμοί στην Μπουμπουλίνας ήταν η διασκέδαση των φρουρών της πατρίδας, και η Κύπρος ως άλλη Ιφιγένεια σηματοδοτεί το τέλος(;) του δράματος, αλλά δεν επιφέρει την κάθαρση με αποτέλεσμα την Ιστορική Εκκρεμότητα να ταλανίζει στο διηνεκές την Κοινωνία μας μέχρι σήμερα.
Ένιωσα την ανάγκη να γράψω μερικές αράδες για την σημερινή κατάμαυρη επέτειο.
Θεωρώ,την επταετία των συνταγματαρχών, υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για το σημερινό χάλι της Ελλάδας γιατί, κατά τη γνώμη μου είναι αυτή που δεν επέτρεψε την ωρίμανση της Πολιτιστικής Άνοιξης που γνώρισε ο τόπος στις αρχές της δεκαετίας του 60.
Εκείνη η εποχή, μέσα από τη συγκυρία είχε καταφέρει από τη μια να παράγει Πολιτισμό και από την άλλη να τα επικοινωνεί με σημαντικές μάζες που διευρύνονταν διαρκώς, όχι με βάση κάποιο «σχέδιο» αλλά γιατί η ιστορική συγκυρία είχε κουρδίσει τα πάντα.
Αν είχε εξελιχθεί, ενδεχομένως, αν μη τι άλλο, να είχαμε κερδίσει μια στοιχειωδώς ενήλικη κοινωνία.
Η Δικτατορία ήταν μια χωρίς αναισθητικό έκτρωση  σε ότι κυοφορούσε τότε η Κοινωνία.
Τοεφιαλτικό βαλς του Στρατού, της Εκκλησίας και μέρους της Δεξιάς , με πίστα την πλάτη της Ελλάδας , ακόμα αντηχεί φάλτσο , παράταιρο και αηδιαστικό.
Στην περίοδο 67-74 , έχουμε την εν ψυχρώ δολοφονία των  δυνάμει Αντιστάσεων που οφείλει να έχει μια κοινωνία έναντι της παραβίασης στοιχειωδών και βασικών Αρχών.
(τοστιγμιότυπο που περιγράφω στην αρχή, είναι απόλυτα αληθινό, Μ.Π. είναι ο πατέρας μου Μικές Πήττας. Το καταγράφω έτσι όπως ακριβώς μας τα διηγήθηκε αμέτρητες φορές στα χρόνια που ακολούθησαν)

Επίλογος :
Λίγα λόγια για το υπόβαθρο όχι το άμεσα πολιτικό (αυτά έχουν γραφτεί χιλιάδες φορές) αλλά το Πολιτισμικό.
Αυτό δηλαδή που ορίζει το μέλλον μιας Κοινωνίας.
Στην κατατραυματισμένη Ελλάδα της μετεμφυλιακής περιόδου, κάπου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 50, στο Παρίσι, φθάνει ένας φάκελος στο σπίτι του τότε νεαρού και ανερχόμενου κλασικού Έλληνα συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη.
Ο φάκελος περιέχει τα ανέκδοτα ακόμα κείμενα της ποιητικής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη, Άξιον Εστί.
Στέκονται σαν αφορμή για να γυρίσει τότε ο συνθέτης την πλάτη του στην καριέρα που ονειρεύονταν στον ευρύ ευρωπαϊκό χώρο και να επιστρέψει άρον – άρον στην Ελλάδα για να συναντηθεί με τον Ποιητή.
Παράλληλα, αρχίζει και δουλεύει τον πρώτο κύκλο τραγουδιών που στηρίζονται σε «μεγάλη ποίηση», δηλαδή πάνω στον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, μια ποιητική σύνθεση που ακόμα δεν έχει εκτιμηθεί σε βάθος , μια σύνθεση που παντρεύει με τρόπο σοφό τη Λόγια Ποίηση με τη Δημοτική παράδοση και το Μανιάτικο Μοιρολόι.
Τα τραγούδια, δεν αργούν να φτάσουν στα χείλη των πολλών, δεν αργούν να ακουστούν από τους οικοδόμους την ώρα της δουλειάς.
Στον ίδιο «μαγικό» χρονισμό: Ο Σαββόπουλος, με το δικό του μουσικό ιδίωμα, μεταφέρει στην Ελλάδα ένα αφομοιωμένο και όχι μιμητικό κλίμα Dylan εμπλουτισμένο με τους στίχους του που μέλλουν να διαπαιδαγωγήσουν τουλάχιστον 2-3 γενιές.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, από την άλλη πλευρά, προσφέρει όχι μόνο ανεξάντλητες μελωδικές γραμμές που γίνονται αγαπητές, αλλά και τους στίχους του Γκάτσου και άλλων.
Ο Νότης Μαυρουδής καθιστά αγαπητή έως μανίας την κλασική κιθάρα , με την παρέμβασή του στο Νέο Κύμα.
Πάλι μέσα από το ακριβό έργο του Μίκη Θεοδωράκη, ο Λόγος του Σεφέρη, του Ελύτη, του Σικελιανού καθίστανται ζάχαρη στα χείλη των Ελλήνων αλλά και σκαλιστήρι της Ιστορικής Μνήμης.
Λίγο πιο πέρα, ο Κάρολος Κουν με το Θέατρο Τέχνης και ο Λεωνίδας Τριβιζάς με το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο αλλά και ο Γιώργος Μιχαηλίδης, καταφέρνουν να γεμίζουν ασφυκτικά τα Θέατρα τους , με τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη, τον Σοφοκλή, με τον Ιονέσκο τον Άλμπυ, τον Ουίλιαμς και τον Μίλερ.
Οι μπουάτ , ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια όχι μόνο στην Πλάκα , αλλά και στα Ελληνικά νησιά του Θέρους και σε επαρχιακές πόλεις γεμίζοντας τις καρέκλες και φέρνοντας στον κόσμο καλό τραγούδι και Ποίηση.
Την ίδια εποχή, η δεξιές κυβερνήσεις απαγορεύουν στον Κουν να ανεβάσει τις Όρνιθες του Αριστοφάνη λογοκρίνοντας τον Αρχαίο συγγραφέα και κάνοντας την Ελλάδα σαν κράτος ρεζίλι.
Ο Γιάννης Χρήστου στην Ελλάδα και ο Γιάννης Ξενάκης στη Γαλλία, αντλώντας ευθέως από την Ελληνική Αρχαιότητα, παντρεύουν τις αδιανόητες για την εποχή τους εμπνεύσεις τους με το Αρχαίο Δράμα και επαναφέρουν την Ιεροπραξία στην Επίδαυρο μέσα από έναν ιδιαίτερο Ορθολογικό Μυστικισμό.
Και ο κατάλογος είναι πολύ μακρύς. Το τι έγινε στην Ελλάδα από το 58 περίπου μέχρι το φονικό του 67, είναι κάτι που αν το συλλάβει κανείς, θα ζαλιστεί.
Κανείς δε γνωρίζει βέβαια πως θα είχε εξελιχθεί ο τόπος αν δεν είχε μεσολαβήσει η δικτατορία.
Ωστόσο, πάντα ένιωθα πως η άθλια συμμορία των συνταγματαρχών, πραγματοποίησε εκείνη την ημέρα μια εν ψυχρώ έκτρωση στην Ελλάδα, δένοντάς την στο κρεβάτι και ξεριζώνοντας με βία και χωρίςαναισθητικό το κυοφορούμενο μέλλον της.
Η βία και η χυδαιότητα εκείνης της περιόδου σε συνδυασμό με την ακύρωση πολλών ονείρων των Ελλήνων αργότερα για μια πραγματική Αλλαγή, διαμόρφωσαν φοβάμαι αμετάκλητα τον «ωχαδερφισμό» και τον «χαβαλέ» σαν κύριο συστατικό της νεοελληνικής συνείδησης.
Και δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω και εδώ, την για άλλη μια φορά προδοτική και επαίσχυντη στάση της εκκλησίας που με εξαίρεση ελάχιστους χαμηλόβαθμους ιεράρχες, όχι απλώς ανέχτηκε, αλλά συνεργάστηκε και πρωτοστάτησε στο όνειδος.
Άλλωστε, το σύνθημα της συμμορίας των απριλιανών ήταν το γνωστό «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών».
Και είναι αυτό που έκανε τον Γιώργο Σεφέρη να κλείσει το χειρόγραφο του Οκτωβρίου του 1968 με το ακόλουθο επίγραμμα, που φέρει τίτλο «Από Βλακεία»:
    Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· πυρ! Χριστιανών· πυρ!
    Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;
ΥΓ: Το κείμενο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2006.
Το ανέσυρα, γιατί νομίζω, πως κάτι έχει να δείξει σε όσους επιπόλαια κατά τη γνώμη μου ταυτίζουν εκείνη την εποχή με τη σημερινή. Δεν έχω καμία διάθεση ή πρόθεση να εξιδανικεύσω την περίοδο που διανύουμε:
Σε πολλά, μοιάζει με καταβύθιση σε έναν ιδιότυπο μεσαίωνα.
Το βέβαιο είναι πως πρόκειται για ακραίο τυφώνα διαρκείας. Χούντα όμως δεν είναι.
Αν ήταν, ούτε αυτό το κείμενο θα μπορούσε να δημοσιευτεί, ούτε αμέτρητα άλλα.
Καικάτι άλλο, τελευταίο: Δεν ξέρω πόσο ακριβής ή όχι ήταν η έρευνα που δημοσίευσε η Ελευθεροτυπία, σύμφωνα με την οποία ένα 30% «αναπολεί» τις μέρες της Χούντας.
Όμως το «δια ταύτα» της, προσωπικά δεν μου δημιούργησε καμία έκπληξη.
Η Αντίσταση κατά των άθλιων συνταγματαρχών έμεινε μία υπόθεση μερικών εκατοντάδων –πραγματικά ηρωικών- πολιτών. Μία ελάχιστη μειοψηφία από δαύτους, στη συνέχεια εξαργύρωσε την Αντίσταση με αξιώματα και δημοσιότητα και αντάμειψε τον εαυτό της κολυμπώντας στη διαφθορά. Οι υπόλοιποι, που ήσαν και οι πολλοί, χάθηκαν σαν σκιές στη σιωπή και την ανωνυμία ευχαριστημένοι που κατάφεραν να διατηρήσουν το Ήθος τους.

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

"Η δύο" στίχοι του θεατρικού συγγραφέα Πέτερ Βάις (1916-1982) ("ΑΥΓΗ", 14/4/2013)

..........................................................






Πέτερ Βάις (1916-1982)










Η δύο



Τρέχα άνθρωπε - αντιλόπη
κι' ήρθε ο κυνηγός με τα σκυλιά
Τρέχα να ξεφύγεις από τα σκυλιά
άνθρωπε - αντιλόπη


Τρέχα άνθρωπε - λαγέ
κι' ήρθε ο κυνηγός με το ντουφέκι
Τρέχα να ξεφύγεις από τον κυνηγό
κρύψου άνθρωπε - λαγέ

Τρέχα άνθρωπε - ποντίκι τρέχα
και ο κυνηγός σε ντουφεκάει

κρύψου βαθιά από τις σφαίρες
κρύψου βαθιά στο χώμα

άνθρωπε - ποντίκι.

Μετάφραση : Θ.Δ. Φραγκόπουλος 

Άσμα για το σκιάχτρο της Λουζιτανίας εκδ. Ερμείας , 1971

από το "ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ" της "ΑΥΓΗΣ" (!4/4/2013)
με ανθολόγο του Απριλίου τον Γιώργο Κοζία

Στέφανος-Κωνσταντίνος Θεοτόκης (13 Μαρτίου 1872 - 1 Ιουλίου 1923) (http://n-tomaras.blogspot.gr, 13/4/2013)

..........................................................

Στέφανος-Κωνσταντίνος Θεοτόκης (13 Μαρτίου 1872 - 1 Ιουλίου 1923)

 

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης  ήταν Έλληνας λογοτέχνης, (διηγηματογράφος), μεταφραστής και ποιητής, σημαντικός εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής.

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα και υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, τα μέλη της οποίας ενεπλάκησαν με την πολιτική και τη διπλωματία ήδη από το 14ο αι.

Παρακολούθησε στο Παρίσι φιλολογία, μαθηματικά, ιατρική και χημεία χωρίς ωστόσο να λάβει κανένα δίπλωμα. Εκτός όμως της γαλλικής σπούδασε αγγλική, γερμανική, ιταλική και λατινική, καθώς και σανσκριτική. Έτσι πολύγλωσσος από νεαρά ηλικία, ασχολήθηκε πέραν της πεζογραφίας με τη μετάφραση και την ποίηση. Σε ηλικία 19 ετών έγραψε στη γαλλική το πρώτο του έργο "Η ζωή των ορέων" που δημοσιεύθηκε και από τον "Ερμή της Γαλλίας".

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στη Κέρκυρα στον εξοχικό πύργο των Καρουσάδων,τότε χρονολογείται και η έναρξη της βαθιάς φιλίας του με το Λορέντζο Μαβίλη, με τον οποίο πήρε μέρος στην κρητική επανάσταση και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και από τον οποίο υιοθέτησε το ενδιαφέρον του για τη σανσκριτική μυθολογία.

Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος έφυγε για σπουδές έξι μηνών στο Γκρατς της Αυστρίας, όπου ήρθε σε επαφή με τη σκέψη του Μαρξ και του Νίτσε και στράφηκε προς τις θεωρητικές επιστήμες. Το 1895 εξέδωσε ένα ρομάντζο στα γαλλικά, το 1899 δημοσίευσε σε συνέχειες το Πάθος και το Πίστομα στο περιοδικό Τέχνη του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου.
Το 1901 δημοσίευσε στο Διόνυσο το διήγημα Juventus Mundi και τον επόμενο χρόνο την Κασσώπη. Το 1902 επισκέφτηκε τη Ζάκυνθο με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Σολωμού και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε ένα άρθρο για το Σολωμό στην εφημερίδα Neue Presse της Βιέννης.

Το 1903 γνωρίστηκε με την μετέπειτα στενή φίλη του Ειρήνη Δεντρινού και το 1904 δημοσίευσε στο Νουμά τη διατριβή του Σανσκριτική και καθαρεύουσα. Το 1905 οργάνωσε συνέδριο δημοτικιστών στην Κέρκυρα με αφορμή την εκεί επίσκεψη του Αλέξανδρου Πάλλη. Οι καλεσμένοι επίσης Κωστής Παλαμάς, Γιάννης Ψυχάρης και Ιωάννης Γρυπάρης δεν παρευρέθηκαν.

Στη διετία 1907-1909 βρέθηκε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου για σπουδές και επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου υποδέχτηκε τον σοσιαλιστή Μαζαράκη. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κερκύρας και κατόπιν του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κερκύρας και το 1912 τιμήθηκε με το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος από την κυβέρνηση, βραβείο που όμως δε δέχτηκε.

 Το 1916 συμμετείχε σε ειδική αποστολή του επαναστατικού κινήματος Θεσσαλονίκης στη Ρώμη μετά από ανάθεση του τότε υπουργού Εξωτερικών Νικολάου Πολίτη. Επέστρεψε στην Κέρκυρα και διορίστηκε αντιπρόσωπος της κυβέρνησης στην Κέρκυρα, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον ίδιο χρόνο.

Το 1917 μετά την πτώση της αυστροουγγρικής μοναρχίας ο Θεοτόκης και η σύζυγός του καταστράφηκαν οικονομικά. Η υγεία του κλονίστηκε. Εργάστηκε σποραδικά ως διευθυντής λογοκρισίας (για δυο μέρες), ως υπάλληλος των εκδόσεων Ελευθερουδάκη, της Υπηρεσίας Ξένων και Εκθέσεων και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ενώ δεν έπαψε σ’ όλη τη ζωή του να δημοσιεύει πεζογραφικά, ποιητικά και μεταφραστικά έργα του σε πολλά λογοτεχνικά και εφημερίδες (όπως Η Τέχνη, ο Νουμάς, ο Διόνυσος κ.α.).Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν πολύ δύσκολα λόγω της άθλιας οικονομικής του κατάστασης και της αρρώστιας του . Πέθανε στην Κέρκυρα την πρώτη Ιουλίου του 1923, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το τελευταίο του έργο με τίτλο Ο παπά Ιορδάνης περίχαρος και η ενορία του.

Στο χώρο της πρωτότυπης λογοτεχνικής δημιουργίας ο Θεοτόκης ασχολήθηκε κυρίως με την πεζογραφία. Ξεκίνησε γράφοντας διηγήματα (κυρίως κατά την περίοδο 1898-1910) με επιρροές από τον γερμανικό ιδεαλισμό και τη σκέψη του Νίτσε και θέματα μυθολογικά μεσαιωνικά και άλλα, όλα απομακρυσμένα από τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Σύντομα άλλαξε κατεύθυνση και διέγραψε μια εξελικτική πορεία από την ψυχογραφική ηθογραφία και την αισθητιστική γραφή, προς τον ιδεολογικά φορτισμένο κοινωνικό ρεαλισμό (επιρροές από το σοσιαλισμό) και το νατουραλισμό. Σταθμοί της πορείας του στάθηκαν Το Πάθος, Το Πίστομα, Η τιμή και το χρήμα, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλλα. Στο χώρο της ποίησης έγραψε 32 σονέτα με ερωτική κυρίως θεματολογία. Άξιες λόγου είναι επίσης οι φιλολογικές του μελέτες και οι εξαιρετικά φροντισμένες μεταφράσεις σημαντικών έργων της παλαιότερης και σύγχρονής του παγκόσμιας λογοτεχνίας (ο Θεοτόκης μιλούσε δέκα γλώσσες), με τις οποίες στόχευε στην πνευματική αφύπνιση του λαού, παράλληλα προς τον φίλο του Κωνσταντίνο Χατζόπουλο.

Πηγές: Ε.ΚΕ.ΒΙ., Βικιπαίδεια

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Σάμουελ Μπέκετ: Ένας υπαρξιστής φιλόσοφος του παραλόγου 10:00, 13 Απρ 2013 | tvxsteam tvxs.gr

.........................................................

Σάμουελ Μπέκετ: Ένας υπαρξιστής φιλόσοφος του παραλόγου

tvxs.gr/node/50799
 

Τίποτα μηδαμινό δεν θα’ χε υπάρξει για το τίποτα τόσο υπαρκτό τίποτα μηδαμινό...
Σαν σήμερα (13 Απριλίου) το 1906 έρχεται στη ζωή ο Σάμουελ Μπέκετ, ένας από τους σημαντικότερους πρωτοπόρους της σύγχρονης λογοτεχνίας και εκφραστής ενός μυστηριώδους ρεύματος που πολύ δύσκολα μπορεί να ενταχθεί σε κάποια καλλιτεχνική φόρμα.
Ο Μπέκετ έχει θεωρηθεί μοντέρνος, μεταμοντέρνος αλλά και «πατέρας» του θεάτρου του παραλόγου, όμως ο ίδιος αρνήθηκε όχι μόνο τους τίτλους αυτούς, αλλά και οποιαδήποτε προσπάθεια να δοθεί νόημα στα έργα του. Γεννημένος σε μια επαρχιακή πόλη κοντά στο Δουβλίνο, ο «Σαμ» σπουδάζει Γαλλικά και Ιταλικά, διαβάζει μανιωδώς τα έργα του Δάντη και το 1928 δίνει διαλέξεις Αγγλικών στην École Normale Supérieure του Παρισιού, τις οποίες παρακολουθούν ως φοιτητές ο Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ.
Επίσης, στο Παρίσι γνωρίζεται με τον Τζέημς Τζόυς και οι δύο Ιρλανδοί αναπτύσσουν στενή φιλική και πνευματική σχέση. Ο βαθμός στον οποίον ο νεαρός Μπέκετ επηρεάζεται από τον Τζόυς έχει ίσως υπερτονιστεί από τους κριτικούς, καθώς κάτι τέτοιο ισχύει κυρίως για το πρώιμο έργο του Μπέκετ, μέχρι δηλαδή να αναπτύξει το μοναδικό προσωπικό του στυλ. Αυτό θα συμβεί μόνο αφού αυτοεξοριστεί στο Παρίσι το 1937 και ζήσει ορισμένες δύσκολες εμπειρίες, όπως ο παγκόσμιος πόλεμος και τα προσωπικά του ψυχικά σκαμπανευάσματα.
Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισβάλουν στη χώρα, ο Σάμουελ Μπέκετ εντάσσεται στη Γαλλική Αντίσταση και δραστηριοποιείται έμμεσα ή άμεσα, με αποκορύφωμα τη διάσωση της αγαπημένης του Σουζάν από τα χέρια της Γκεστάπο. Όπως και τους περισσότερους καλλιτέχνες, ο παραλογισμός και η ματαιότητα του πολέμου καθορίζουν τον ψυχισμό του Μπέκετ, που μέσα από τα έργα του θα εκφράσει τον παραλογισμό και τη ματαιότητα ολόκληρης της ζωής. Ο Μπέκετ πιστεύει πως η ζωή έχει νόημα αλλά αυτό είναι αδύνατο να βρεθεί και έτσι ο κόσμος είναι καταδικασμένα γεμάτος με αιωρούμενες απορίες, αδιέξοδα και απελπισία. Στο διασημότερο θεατρικό του έργο, οι -πάντα περιθωριακοί- ήρωες περιμένουν μάταια την άφιξη του Γκοντό και συμβολικά του Θεού (God-ot), κάτι όμως που για τον Μπέκετ σημαίνει πως «δεν έρχεται, άρα υπάρχει».
Βέβαια, ο τίτλος «απαισιόδοξος προφήτης» δεν είναι απόλυτα εύστοχος για τον Σάμουελ Μπέκετ, που βρίσκει κωμική τη δίχως ελπίδα αναζήτηση της αλήθειας και σημαντικό το να απολαμβάνει κανείς τις ερωτήσεις και το ταξίδι της ζωής. Ο συλλογισμός αυτός του χαρίζει μια πολύ ιδιαίτερη καλλιτεχνική ελευθερία: «Δεν υπάρχει ενότητα στον κόσμο, άρα γιατί να υπάρχει στα κείμενά μας; Ποια η πραγματικότητα; Το έργο, τα ίδια τα κείμενα».
Η πεποίθηση του πως η τέχνη πρέπει να είναι υποκειμενική και να εκφράζει τον εσωτερικό κόσμο του δημιουργού, έρχεται σε μορφή αποκάλυψης που βιώνει ο Μπέκετ στο δωμάτιο της μητέρας του στο Δουβλίνο το 1945 και που θα αποτυπώσει αργότερα (1958) μέσω του Κράππ, του ηλικιωμένου ήρωα που ακούει σε κασσέτα το αποκαλυπτικό παρελθόν του.
Γράφει στα Γαλλικά επειδή «είναι πιο εύκολο να γράψεις χωρίς ύφος» και έτσι, μέσα από τον εκφυλισμό της, απομυθοποιεί την ικανότητα της γλώσσας να περιγράψει αντικειμενικά την ουσία και την αλήθεια. Δίνει λοιπόν μεγάλη βαρύτητα στη σιωπή και κυρίως στο οπτικό κομμάτι του θεάτρου, καθώς οι σκηνικές οδηγίες στα έργα του είναι πάντα λεπτομερέστατες. «Η γλώσσα του είναι συνάμα λιτή, βίαιη, ελλειπτική. Δεν τον κρατούν αιχμάλωτο οι γραμματικοί κανόνες: αρχίζει μία φράση στον ενικό, την τελειώνει στον πληθυντικό, αντικαθιστά ένα ρήμα με ένα ουσιαστικό αν νομίζει ότι αυτό βοηθάει. Περνάει από την τέλεια έκφραση του απόλυτου λυρισμού, στη γλώσσα του πεζοδρομίου, στις βωμολοχίες» γράφει η Χριστίνα Τσίγγου στον ελληνικό πρόλογο του «Τέλους του Παιχνιδιού».
Ο Μπέκετ είναι άναρχος, αινιγματικός και παράδοξος σε όλα τα επίπεδα του έργου του. Την παραληριματική του γλώσσα πλαισιώνουν οι δυνατές, μεταφυσικές εικόνες, μια πρωτοφανής χρονική αυθαιρεσία, οι κατακερματισμένοι χαρακτήρες και η πλοκή που περισσότερο θυμίζει αίνιγμα. Παρόλο που η λογική δε λείπει από το έργο του Μπέκετ, ο Μάρτιν Έσσλιν θα το αποκαλέσει «Θέατρο του Παραλόγου», εξηγώντας: «κάθε απόπειρα να καταλήξει κανείς σε μια ξεκάθαρη και σίγουρη ερμηνεία θα ήταν τόσο παράλογη, όσο και το να προσπαθήσει να ανακαλύψει και να καθορίσει που ακριβώς αρχίζει και που ακριβώς τελειώνει το περίγραμμα ενός κιάρο–σκούρο σ’ έναν πίνακα του Ρέμπραντ, ξύνοντας τη μπογιά».
To 1969 απονέμεται στον Σάμουελ Μπέκετ το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έργο του, που «μέσα από νέες λογοτεχνικές και θεατρικές φόρμες, εξυψώνει το μοντέρνο άνθρωπο μέσα από την ένδειά του». Ο Μπέκετ αρνείται να το παραλάβει και διαθέτει το χρηματικό έπαθλο των 73.000 δολαρίων σε νέου και πρωτοποριακούς καλλιτέχνες, ζωγράφους και σκηνοθέτες. Όσο μεγαλώνει, το έργο του Μπέκετ γίνεται όλο και περισσότερο μινιμαλιστικό και κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τη ζωή του. Περνάει τα τελευταία του χρόνια απομονωμένος στο Παρίσι, όπου πεθαίνει στις 22 Δεκεμβρίου 1989.

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

"Η κατάθεση της απελπισίας μάς λυτρώνει" ο Δημήτρης Λιγνάδης στην Έφη Μαρίνου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 6-74/2013)

.........................................................

Η κατάθεση της απελπισίας μάς λυτρώνει


Ο Δημήτρης Λιγνάδης αντιμέτωπος ως σκηνοθέτης και ηθοποιός με τον Σάμιουελ Μπέκετ

Αγάπησε το «Τέλος του παιχνιδιού» όταν το είδε πολύ νέος με τον Αλέξη Μινωτή. Δουλεύοντάς το τώρα για το Από Μηχανής Θέατρο δηλώνει ότι ξαναβρήκε τη δύναμη του θεάτρου κι ας έχασε τον ύπνο του

Της Εφης Μαρίνου  Φωτογραφία: Μάριος Βαλασόπουλος



Δεν έκανε λίγα φέτος ο Δημήτρης Λιγνάδης: τον «Ανθρωπο της βροχής» στο Γκλόρια, το «Ξύπνημα της άνοιξης» στην Κύπρο, το «Επος του Διγενή» στο Εθνικό Θέατρο. Κι ενώ προετοιμάζει την επανάληψη της «Εύθυμης χήρας» στη Λυρική Σκηνή και συμμετέχει με μια παράσταση στο Low Budget Festival, τα δύσκολα τον περιμένουν στις 9 Απριλίου: το «Τέλος του παιχνιδιού» του Σάμιουελ Μπέκετ στο Από Μηχανής Θέατρο. Σκηνοθετεί, αλλά και παίζει τον Κλοβ, με τον Ακι Βλουτή στον ρόλο του Χαμ. Εργο που, όπως λέει, αγάπησε όταν πολύ νέος το παρακολούθησε με τον Αλέξη Μινωτή.

- Κλοβ, λοιπόν, καταδικασμένος σε διαρκή κίνηση, στην υπηρεσία του ακινητοποιημένου σε καροτσάκι και τυφλού Χαμ.

«Μεταφέραμε στη σκηνή ένα πάτωμα παρκέ. Κινούμαι ασταμάτητα πάνω σε πατάκια, αυτά που είχαν κάποτε οι νοικοκυρές. Τη θέση της σκούπας έχει η παρκετέζα. Σκέψου πόσο μπροστά ήταν ο Μπέκετ το 1958 τοποθετώντας τους γεννήτορες του Χαμ σε σκουπιδοντενεκέδες, σ’ ένα θέατρο μπούκας, με βελούδινες κουρτίνες. Σήμερα τα έχουμε δει όλα στη σκηνή: ιδρώτα, σπέρμα, αίμα, ούρα. Τι ορίζεις λοιπόν ως σκουπίδι; Σκέφτηκα το γκισέ ενός ταμείου. Αυτό το άνοιγμα από το οποίο βλέπεις τον άνθρωπο που εισπράττει, από τη μέση και πάνω. Μέσα εκεί έβαλα τους γεννήτορες, φορώντας αποκριάτικες μάσκες. Ξήλωσα τους φωτισμούς. Εμειναν τέσσερα φώτα που χειρίζεται ο Κλοβ».

- «Το τέλος του παιχνιδιού» ή «Τέλος του παιχνιδιού», δηλαδή τέλος παρτίδας;

«Πράγματι και εκ του τίτλου δηλώνεται ότι η μεγάλη τραγωδία είναι το μη τέλος. Ο Κλοβ και ο Χαμ το επιθυμούν και το αποφεύγουν. Ενα ατέρμονο παιχνίδι τέλους, το μαρτύριο του Σισύφου, η μεγαλύτερη τραγωδία. Χαρακτηρίζουμε το έργο μηδενιστικό, υπαρξιακό, φιλοσοφικό. Κυρίως είναι ένας ύμνος -και βλάσφημος- του θεάτρου στη δομή και στο περιεχόμενο. Η αποθέωση του μηχανισμού της θεατρικής πράξης».

- Που προκύπτει μέσα από τις αινιγματικές ατάκες, τις παύσεις, το θεατρικό παιχνίδι των δύο;

«Ακριβώς. Ο Χαμ λέει: “I play”. Δηλαδή: “Εγώ παίζω”. Ολα είναι υπονοούμενα. Πίσω από την πλοκή των δύο κρυπτοκλόουν, κάτω από όλα τα ερωτήματα, υφέρπει ο έντονος κρυφός φωτισμός της θεατρικής πράξης με τις εξουσιαστικές σχέσεις πάνω στη σκηνή. Επίσης του αδιεξόδου του ηθοποιού όταν αναρωτιέται: “Γιατί βρίσκομαι εδώ;”. Τότε που δεν ξέρεις αν το θέατρο είναι “πρέζα” ή αγάπη. Πρόκειται για θεατρική ελεγεία. Δυστυχώς μια παροιμία λέει: “Σφάξε τη μια ομορφιά να πιει το αίμα η άλλη”. Ή θα παρατηρούμε τη ζωή ή θα τη ζούμε. Και τα δυο δεν γίνονται».

- Η ζωή του ηθοποιού είναι στη σκηνή;

«Που κόβει την ψυχή του κομμάτια. Οι ήρωες μέσα σ’ αυτό το καταφύγιο-σκηνή λένε: “Μας αρέσει η ζωή, έλα όμως που δεν υπάρχει”. Οπως και οι ηθοποιοί: πληρωνόμαστε για να μιμούμαστε τη ζωή, να υποκρινόμαστε ότι τη ζούμε και οι θεατές να υποκρίνονται ότι μας πιστεύουν. Ενα αμοιβαίο ψέμα. Κάτω από την πρώτη στρωμάτωση του έργου ενοικεί το αδήριτο ερώτημα: Τι είναι θέατρο, αγάπη ή ανάγκη; Ο ηθοποιός ζει εκτός σκηνής; Υπάρχουν αληθινά αισθήματα ή όλα είναι κατασκευές;».

- Ενας τέτοιος ρόλος λοιπόν πρέπει να σας καταρρακώνει.

«Είναι τόσο ισχυρά ραδιενεργό το κείμενο που στις πρόβες λέω: “Δεν το κάνουμε αναλόγιο;”… Εχω πολλά χρόνια να νιώσω τέτοιο βάρος ρόλου. Μπαίνει στο πετσί μου, μένω άυπνος. Ξαναείδα τη δύναμη του θεάτρου. Αφησα τον σκηνοθέτη παράμερα. Ο Κλοβ λέει: “Φοβάμαι μήπως αποκτήσουμε κάποιο νόημα”. “Εμείς νόημα;!”, απαντά ο Χαμ. “Κι αν μας δει κάποιος στο μέλλον και πει: Α, κατάλαβα…”. Ο Μπέκετ αναποδογυρίζει χλευαστικά το σύμπαν. Γι’ αυτό χαίρομαι. Εγκαταλείπομαι στο έργο».

- Αφήνει κανένα ίχνος ελπίδας;

«Την περικλείει η κατάθεση της απελπισίας. Διατυπώνοντας το γκρίζο –ο Μπέκετ τα θέλει όλα γκρίζα, τον φωτισμό σταχτή-, κάνεις το πρώτο βήμα προς την ελπίδα. Ο,τι σε τραυματίζει, σε γιατρεύει. Ισως ο θεατής πέσει στην παγίδα να μην καταλάβει πως όταν η μαυρίλα διατυπώνεται, λυτρώνει. Είναι το οξύμωρο: “Φχαριστήθηκα κλάμα”»…

- Ο Μπέκετ καταθέτει επίσης την αθεΐα του μέσω μιας ανίερης «προσευχής». Κι αυτό στοίχισε στην αγγλόφωνη παραγωγή του έργου το 1968 την παρέμβαση λογοκριτών. Αλλά μήπως δηλώνοντας άθεος, δηλώνεις συγχρόνως μια πίστη;

«Ακριβώς. Ο Μπέκετ μέσα στην αθεΐα του είναι εκπληκτικά ένθεος. Βρίζει τον Θεό επειδή δεν αποκρίνεται (“τον μπάσταρδο, δεν υπάρχει”). Τα νοήματά του είναι πολύ κρυπτικά. Δικαίως αναφέρεται ως 4ος σύγχρονος τραγικός».

-Συμμετέχετε και στο Low Budget Festival μαζί με άλλους τρεις νέους σκηνοθέτες, ανεβάζοντας το έργο «Η θύελλα επιμένει» του Ενζό Κορμάν. Νέος κι εσείς;…

«Φαίνεται ότι τα νιάτα είναι κατάσταση, όχι κατάκτηση… Μέσα σ’ αυτή την αγωνία της εποχής αισθάνομαι δημιουργικός. Να συνειδητοποιήσουμε όμως, και να γίνει σεβαστό, ότι η τέχνη είναι και επάγγελμά μας».

- Τι εννοείτε;

«Σε μια συνέντευξη πρέπει να λες αυτά που σκέφτεσαι. Η ιδιοκτήτρια λοιπόν του θεάτρου Γκλόρια, ενώ έχει πληρώσει τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης “Ο άνθρωπος της βροχής”, στον σκηνοθέτη που μόχθησε, αντιμετωπίζοντας μάλιστα πλήθος υλικοτεχνικών δυσκολιών, δεν έδωσε ούτε μισό ευρώ. Δεν γίνεται η μια πλευρά να είναι συνεπής και η άλλη ασυνεπής. Εγώ να πετιέμαι στον ύπνο μου από το άγχος της παράστασης και η άλλη να λέει “δεν έχω”. Μεγάλωσα αδιαφορώντας για το χρήμα. Επομένως το θέμα “χρωστώ”, “καταχρώμαι”, “κάποιος εξαρτάται οικονομικά από μένα”, μου μοιάζει εφιάλτης. Αν χρειαστεί θα κινηθώ νομικά».

- Είστε ήδη στα δικαστήρια με μεγάλο εκδοτικό συγκρότημα.

«Πέρσι δέχτηκα μια ανοίκεια, παρακαλλιτεχνικής φύσεως επίθεση, ανυπόγραφη. Αντέδρασα ως πολιτισμένος δημοκράτης πολίτης κάνοντας αγωγή. Το ΒΗMagazino οφείλει να με αποζημιώσει ηθικά. Ο οποιοσδήποτε δικαιούται να κρίνει ενυπόγραφα τη δουλειά μου. Αλλά τα προσβλητικά υπονοούμενα της υποτιθέμενης “ελευθεροτυπίας”, της ασυδοσίας του Τύπου, να σταματήσουν. Οδεύοντας προς τα πενήντα μου, αρνούμαι χτυπήματα κάτω από τη ζώνη στο όνομα οποιουδήποτε στιλιστικού κουτσομπολιού, gossip, μοδάτου free press. Κι αν δεχτούμε ότι το δημόσιο πρόσωπο στοχοποιείται, ε λοιπόν και το διακεκριμένο δημόσιο έντυπο στοχοποιείται διά των δημοσιευμάτων του».

- Η κρίση σάς πτοεί;

«Δεν έσκασε μόνο η οικονομική φούσκα σε Ελλάδα και Κύπρο. Εσκασε και η δήθεν καλλιτεχνική, η δήθεν εμπορική, η δήθεν μπουζουξίδικη. Στην εθνική κατάθλιψη προστέθηκε και η προσωπική μου πριν από δύο χρόνια. Η ψυχική και σωματική υπερκόπωση έριξε το ρελέ. Κρίσεις πανικού, άρνηση για δουλειά, μίσος στο θέατρο. Ακολούθησαν τα γνωστά: ψυχίατρος, θεραπεία, ξεκούραση. Τελικά αυτό που με τρώει με σώζει κιόλας: το θέατρο».

- Τι σας κρατάει σ’ αυτές τις κρίσεις;

«Δεν έχω φίλους. Αν εξαιρέσω την “αδελφή” μου Ελένη Κούρκουλα, είμαι μάλλον μοναχικός. Και μην περιμένεις να σου πω ότι με κρατάει ο έρωτας. Σε τέτοιες καταβυθίσεις όλα μοιάζουν γελοία, μάταια, επιφανειακά. Αλλά δεν είμαι αρνητής της ζωής. Μην ξεχνάς ότι εγώ δεν χάραξα κάποια πορεία. Δεν είπα: “Θα γίνω αυτό”. Ετυχε, βρέθηκα, καρπώθηκα, το χάρηκα. Οταν λοιπόν βυθίζεσαι, κλονίζονται τα θέλω σου. Περιμένω πώς και τι να έρθει το καλοκαίρι, να πάω στην Ιθάκη. Είναι ο παράδεισός μου. Δεν υπάρχει άλλο νησί για μένα».

- Εχουμε «χειρολαβές» σ’ αυτό που ζούμε. Πού θα πατήσει η καινούργια γενιά;

«Θα ξεκινήσει από το μηδέν πετώντας μας στα σκουπίδια. Κάναμε τρελά λάθη, τους οφείλουμε γενναία αυτοκριτική. Ζώντας σ’ αυτή την τραμπάλα, μεταξύ Χρυσής Αυγής και αντιεξουσιαστών, όταν βρέχει χώνεσαι κάτω από μια ανοιχτή ομπρέλα. Είναι λοιπόν επικίνδυνο να αφήσουμε να “βρέχει”. Δεν μπορώ να φανταστώ τόσους οπαδούς του ναζισμού ή εχθρούς του κοινοβουλευτισμού. Δεν υπάρχουν χειρολαβές. Οποιος βουλιάζει πιάνεται απ’ το κλαδί που κρέμεται. Βαρέθηκα τους αριστερούς από το κεφάλι και πάνω. Αλλά και το θέατρο της εγκεφαλίτιδας: “Μμμ, ενδιαφέρον” ή “αλλά ωραίοι φωτισμοί”… Σαν να κάνεις έρωτα με χειρουργικές λαβίδες. Προτιμώ το θέατρο που κινητοποιεί και άλλα όργανα, όπως την καρδιά, την ψυχή. Χάσαμε τον Διόνυσο, τον αληθινό Διόνυσο».

e.marinou@efsyn.gr

INFO: -Από Μηχανής Θέατρο (Ακαδήμου 13 Μεταξουργείο. Τηλ.: 2105231131). «Το τέλος του παιχνιδιού» του Σ. Μπέκετ. Μετάφραση: Κωστής Σκαλιώρας. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Λιγνάδης. Σκηνικά: Λίλη Πεζανού. Κοστούμια: Νίκος Αναγνωστόπουλος. Παίζουν: Ακις Βλουτής, Δημήτρης Λιγνάδης, Αφροδίτη Κλεοβούλου, Γρηγόρης Ποιμενίδης.

-«Η θύελλα επιμένει» του Ενζό Κορμάν στο Low Budget, Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (13, 14, 15, 16 Απριλίου).

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Μ. Πολυδούρη: «Το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα" (01 Απρ 2013 | tvxsteam tvxs.gr)


.........................................................

Μ. Πολυδούρη: «Το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα»

tvxs.gr






«Το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα μέσα σ’ όλη τη νεοελληνική ποίηση», όπως την αποκάλεσε ο Γιάννης Χονδρογιάννης, γεννήθηκε την 1η Απριλίου 1902 στην Καλαμάτα. Κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες, η Μαρία Πολυδούρη τέλειωσε το γυμνάσιο στην Καλαμάτα, γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών χωρίς να ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές της και, στη συνέχεια, εργάστηκε ως υπάλληλος σε διάφορες νομαρχίες. Δεν σταμάτησε να γράφει παράλληλα ποιήματα, μέχρι το θάνατό της σε ηλικία 28 ετών, στις 30 Απριλίου 1930.
Η Μαρία Πολυδούρη έγραψε δυο ποιητικές συλλογές: «Τρίλιες Που Σβήνουν» και «Ηχώ Στο Χάος». Η επιρροή της σχέσης της με τον Κώστα Καρυωτάκη στη ζωή και το έργο της είναι έντονη.
Με στίχους ατημέλητους, γεμάτους μελαγχολία, ρέμβη και διάθεση για φυγή, όπως τους περιγράφει η Έλλη Αλεξίου στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου «Πολυδούρη: Ποιήματα», η ποιήτρια αποτελεί μια μορφή πολύ δύσκολης αντιμετώπισης. Γιατί ενώ έλκει ισχυρά το μελετητή, να τη πλησιάσει και να εμβαθύνει στη προσωπικότητά της, την ίδια στιγμή δε τον βοηθάει, καθώς ήρθε κι έφυγε από τη ζωή σαν αστραπή, χωρίς να προσγειωθεί κι υπάρξει σα συνηθισμένος άνθρωπος.
Το 1920, η Πολυδούρη χάνει σε διάστημα 40 ημερών και τους δύο γονείς της. Οι τύψεις για την απουσία της από το πλευρό της μητέρας της κατά το θάνατό της θα την ακολουθούν πάντα. ...Δεν σ' ένιωσα πριν να σε χωριστώ μα η θύμησή σου ακέρια που μου μένει, μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη, έγραφε για τη μητέρα της.
Δύο χρόνια αργότερα, κι ενώ εργάζεται στη Νομαρχία Αθηνών γνωρίζει το συνάδελφό της Κ. Καρυωτάκη, ο οποίος έχει ήδη δημοσιεύσει δύο ποιητικές συλλογές, τον «Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων» (1919) και τα «Νηπενθή» (1921). Όταν το καλοκαίρι του 1922 μαθαίνει ότι ο Καρυωτάκης έχει προσβληθεί από σύφιλη, αρνείται να χωρίσουν και του ζητά να παντρευτούν, χωρίς να κάνουν παιδιά. Τελικά, χωρίζουν καθώς ο Καρυωτάκης αρνείται να δεχτεί τη θυσία της.
Το καλοκαίρι του 1926 αποφασίζει να φύγει για το Παρίσι, ένα ταξίδι που σύμφωνα με αρκετούς έγινε για να κάνει επίδειξη αδιαφορίας στον Καρυωτάκη που η άρνησή του στη πρότασή της για γάμο, είχε τραυματίσει την αξιοπρέπειά και τον εγωισμό της.
Επιστρέφει στην Αθήνα αφότου έχει προσβληθεί από φυματίωση, όπου νοσηλεύεται στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Εκεί μαθαίνει για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη και γνωρίζεται για λίγο με το Ρίτσο, στον οποίο αφιερώνει το ποίημα «Θυσία». Στις 30 Απριλίου 1930 χάνει τη μάχη με τη ζωή στην Κλινική Χριστομάνου. Ωστόσο, ο Γιάννης Χονδρογιάννης και η Λιλή Ζωγράφου, που της έγραψε τη πιο εμπεριστατωμένη κι ολοκληρωμένη μονογραφία, αποδέχονται την εκδοχή πως αυτοκτόνησε με ενέσεις μορφίνης.
Μαρία Πολυδούρη: Περί Αυτοκτονίας
Αυτός που αυτοκτονεί γιατί του ήρθε μια μεγάλη λύπη στη ζωή, αυτός είνε ένας ανάξιος της ζωής, δεν έπρεπε να τον έχη δεχτή καθόλου. Είνε ένας μικρόψυχος. Εξαιρώ όσους αυτοκτονούν γιατί είνε άρρωστοι, είτε σωματικά, είτε ψυχικά. Φυσικά είνε ταπεινωτικό να ζη κανείς στο περιθώριο της ζωής, κι’ όμως να ζη! Μα δεν πρόκειται γι’ αυτούς, τώρα. Ο πόνος είνε το φριχτό και το μεγάλο δώρο. Να τον δεχτής για να στραγγίσης τη ζωή ως την τελευταία σταγόνα. Να τον δεχτής για να παλαίψης, ο αγώνας είνε η ζωή. Η αντίδρασή σου σε κάθε χτύπημα είνε μια νίκη, όσο κι αν χάνεις λίγο λίγο έδαφος, γιατί βέβαια εσύ θα εξαντληθής όχι η ζωή. // Μα αυτή η απεγνωσμένη προσπάθεια, το κατανάλωμα της ψυχής μας, της ζωής μας όλης, τι αφάνταστα φριχτό και τι σεμνά μεγαλειώδες! «Καθήκον» λέξις τριμμένη, σχεδόν χωρίς ουσία και μισητή. Τι ανύψωμα θάπρεπε να της δώσω, τι ντύσιμο να της κάνω –μάλλον τι ξεντύσιμο- για να τη δώσω στον αγώνα της ζωής! Ένα καθήκον ευγενείας. Είνε ευγένεια το δόσιμο στην καταστροφή της ζωής. Πόσες γωνιές της ψυχής σου θα φωτισθούν, τι εξαϋλωμα, εξαγίασις ο σπαραγμός, η συντριβή, η ταπεινωσύνη. Στο βάθος του πόνου ολοένα, που να τελειώνουν όλα μπρος στα μάτια σου, που να σου λείπει η πνοή, που να νιώθης κάθε στιγμή τη λόγχη στα σπλάχνα, έτσι πέρνεται η μεγάλη γαλήνη της μορφής και το φωτοστέφανο της Ζωής: ένας άξιος άνθρωπος! Έτσι μόνο θ’ αξιωθής, όταν η μεγάλη στιγμή φτάση, να καταλάβεις βαθιά ότι έζησες, ότι τη Ζωή την πήρες όλη, ότι τόσο την εξάντλησες, ώστε αν κανείς σου πρότεινε ένα ξαναγύρισμα να αρνηθής με κάθε ειλικρίνεια και απλότητα. [Αυτή είνε η μεγάλη στιγμή. Η αναμονή του θανάτου για τη δικαίωση, την ανάπαυση, απέριττη και ωραία.

 Θάρθης αργά


Ως πότε πια θα καρτερώ
           να ξαναρθής και πάλι
σαν από χρόνους μακρινούς
         και ξένες χώρες πέρα;
Λιγόστεψε η ζωούλα μου
           και μέρα με τη μέρα,
ανήμπορη και τρυφερή,
            σβήνεται αγάλι αγάλι...


Άκου στα δέντρα πένθιμα
          πως τρίζουνε τα φύλλα,
μηνάνε το φθινόπωρο. Δες, 
           τ' ουρανού το χρώμα
το  θόλωσαν τα σύννεφα...
             Μια κρύα ανατριχίλα
στα λουλουδάκια χύνεται...
          κι αργείς, αργείς ακόμα!

 Θαρθής αργά, με τη νυχτιά
           και με τον κρύο χειμώνα,
με το χιονοσαβάνωμα,
            με του βορηά το θρήνο
και δε θα βρης ουτ' ένα ρόδο,
           ουτ' ένα αθώο κρίνο
να μου χαρίσης... ούτε καν
          μια πένθιμη ανεμώνα.