Κυριακή 7 Απριλίου 2013

"Η κατάθεση της απελπισίας μάς λυτρώνει" ο Δημήτρης Λιγνάδης στην Έφη Μαρίνου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 6-74/2013)

.........................................................

Η κατάθεση της απελπισίας μάς λυτρώνει


Ο Δημήτρης Λιγνάδης αντιμέτωπος ως σκηνοθέτης και ηθοποιός με τον Σάμιουελ Μπέκετ

Αγάπησε το «Τέλος του παιχνιδιού» όταν το είδε πολύ νέος με τον Αλέξη Μινωτή. Δουλεύοντάς το τώρα για το Από Μηχανής Θέατρο δηλώνει ότι ξαναβρήκε τη δύναμη του θεάτρου κι ας έχασε τον ύπνο του

Της Εφης Μαρίνου  Φωτογραφία: Μάριος Βαλασόπουλος



Δεν έκανε λίγα φέτος ο Δημήτρης Λιγνάδης: τον «Ανθρωπο της βροχής» στο Γκλόρια, το «Ξύπνημα της άνοιξης» στην Κύπρο, το «Επος του Διγενή» στο Εθνικό Θέατρο. Κι ενώ προετοιμάζει την επανάληψη της «Εύθυμης χήρας» στη Λυρική Σκηνή και συμμετέχει με μια παράσταση στο Low Budget Festival, τα δύσκολα τον περιμένουν στις 9 Απριλίου: το «Τέλος του παιχνιδιού» του Σάμιουελ Μπέκετ στο Από Μηχανής Θέατρο. Σκηνοθετεί, αλλά και παίζει τον Κλοβ, με τον Ακι Βλουτή στον ρόλο του Χαμ. Εργο που, όπως λέει, αγάπησε όταν πολύ νέος το παρακολούθησε με τον Αλέξη Μινωτή.

- Κλοβ, λοιπόν, καταδικασμένος σε διαρκή κίνηση, στην υπηρεσία του ακινητοποιημένου σε καροτσάκι και τυφλού Χαμ.

«Μεταφέραμε στη σκηνή ένα πάτωμα παρκέ. Κινούμαι ασταμάτητα πάνω σε πατάκια, αυτά που είχαν κάποτε οι νοικοκυρές. Τη θέση της σκούπας έχει η παρκετέζα. Σκέψου πόσο μπροστά ήταν ο Μπέκετ το 1958 τοποθετώντας τους γεννήτορες του Χαμ σε σκουπιδοντενεκέδες, σ’ ένα θέατρο μπούκας, με βελούδινες κουρτίνες. Σήμερα τα έχουμε δει όλα στη σκηνή: ιδρώτα, σπέρμα, αίμα, ούρα. Τι ορίζεις λοιπόν ως σκουπίδι; Σκέφτηκα το γκισέ ενός ταμείου. Αυτό το άνοιγμα από το οποίο βλέπεις τον άνθρωπο που εισπράττει, από τη μέση και πάνω. Μέσα εκεί έβαλα τους γεννήτορες, φορώντας αποκριάτικες μάσκες. Ξήλωσα τους φωτισμούς. Εμειναν τέσσερα φώτα που χειρίζεται ο Κλοβ».

- «Το τέλος του παιχνιδιού» ή «Τέλος του παιχνιδιού», δηλαδή τέλος παρτίδας;

«Πράγματι και εκ του τίτλου δηλώνεται ότι η μεγάλη τραγωδία είναι το μη τέλος. Ο Κλοβ και ο Χαμ το επιθυμούν και το αποφεύγουν. Ενα ατέρμονο παιχνίδι τέλους, το μαρτύριο του Σισύφου, η μεγαλύτερη τραγωδία. Χαρακτηρίζουμε το έργο μηδενιστικό, υπαρξιακό, φιλοσοφικό. Κυρίως είναι ένας ύμνος -και βλάσφημος- του θεάτρου στη δομή και στο περιεχόμενο. Η αποθέωση του μηχανισμού της θεατρικής πράξης».

- Που προκύπτει μέσα από τις αινιγματικές ατάκες, τις παύσεις, το θεατρικό παιχνίδι των δύο;

«Ακριβώς. Ο Χαμ λέει: “I play”. Δηλαδή: “Εγώ παίζω”. Ολα είναι υπονοούμενα. Πίσω από την πλοκή των δύο κρυπτοκλόουν, κάτω από όλα τα ερωτήματα, υφέρπει ο έντονος κρυφός φωτισμός της θεατρικής πράξης με τις εξουσιαστικές σχέσεις πάνω στη σκηνή. Επίσης του αδιεξόδου του ηθοποιού όταν αναρωτιέται: “Γιατί βρίσκομαι εδώ;”. Τότε που δεν ξέρεις αν το θέατρο είναι “πρέζα” ή αγάπη. Πρόκειται για θεατρική ελεγεία. Δυστυχώς μια παροιμία λέει: “Σφάξε τη μια ομορφιά να πιει το αίμα η άλλη”. Ή θα παρατηρούμε τη ζωή ή θα τη ζούμε. Και τα δυο δεν γίνονται».

- Η ζωή του ηθοποιού είναι στη σκηνή;

«Που κόβει την ψυχή του κομμάτια. Οι ήρωες μέσα σ’ αυτό το καταφύγιο-σκηνή λένε: “Μας αρέσει η ζωή, έλα όμως που δεν υπάρχει”. Οπως και οι ηθοποιοί: πληρωνόμαστε για να μιμούμαστε τη ζωή, να υποκρινόμαστε ότι τη ζούμε και οι θεατές να υποκρίνονται ότι μας πιστεύουν. Ενα αμοιβαίο ψέμα. Κάτω από την πρώτη στρωμάτωση του έργου ενοικεί το αδήριτο ερώτημα: Τι είναι θέατρο, αγάπη ή ανάγκη; Ο ηθοποιός ζει εκτός σκηνής; Υπάρχουν αληθινά αισθήματα ή όλα είναι κατασκευές;».

- Ενας τέτοιος ρόλος λοιπόν πρέπει να σας καταρρακώνει.

«Είναι τόσο ισχυρά ραδιενεργό το κείμενο που στις πρόβες λέω: “Δεν το κάνουμε αναλόγιο;”… Εχω πολλά χρόνια να νιώσω τέτοιο βάρος ρόλου. Μπαίνει στο πετσί μου, μένω άυπνος. Ξαναείδα τη δύναμη του θεάτρου. Αφησα τον σκηνοθέτη παράμερα. Ο Κλοβ λέει: “Φοβάμαι μήπως αποκτήσουμε κάποιο νόημα”. “Εμείς νόημα;!”, απαντά ο Χαμ. “Κι αν μας δει κάποιος στο μέλλον και πει: Α, κατάλαβα…”. Ο Μπέκετ αναποδογυρίζει χλευαστικά το σύμπαν. Γι’ αυτό χαίρομαι. Εγκαταλείπομαι στο έργο».

- Αφήνει κανένα ίχνος ελπίδας;

«Την περικλείει η κατάθεση της απελπισίας. Διατυπώνοντας το γκρίζο –ο Μπέκετ τα θέλει όλα γκρίζα, τον φωτισμό σταχτή-, κάνεις το πρώτο βήμα προς την ελπίδα. Ο,τι σε τραυματίζει, σε γιατρεύει. Ισως ο θεατής πέσει στην παγίδα να μην καταλάβει πως όταν η μαυρίλα διατυπώνεται, λυτρώνει. Είναι το οξύμωρο: “Φχαριστήθηκα κλάμα”»…

- Ο Μπέκετ καταθέτει επίσης την αθεΐα του μέσω μιας ανίερης «προσευχής». Κι αυτό στοίχισε στην αγγλόφωνη παραγωγή του έργου το 1968 την παρέμβαση λογοκριτών. Αλλά μήπως δηλώνοντας άθεος, δηλώνεις συγχρόνως μια πίστη;

«Ακριβώς. Ο Μπέκετ μέσα στην αθεΐα του είναι εκπληκτικά ένθεος. Βρίζει τον Θεό επειδή δεν αποκρίνεται (“τον μπάσταρδο, δεν υπάρχει”). Τα νοήματά του είναι πολύ κρυπτικά. Δικαίως αναφέρεται ως 4ος σύγχρονος τραγικός».

-Συμμετέχετε και στο Low Budget Festival μαζί με άλλους τρεις νέους σκηνοθέτες, ανεβάζοντας το έργο «Η θύελλα επιμένει» του Ενζό Κορμάν. Νέος κι εσείς;…

«Φαίνεται ότι τα νιάτα είναι κατάσταση, όχι κατάκτηση… Μέσα σ’ αυτή την αγωνία της εποχής αισθάνομαι δημιουργικός. Να συνειδητοποιήσουμε όμως, και να γίνει σεβαστό, ότι η τέχνη είναι και επάγγελμά μας».

- Τι εννοείτε;

«Σε μια συνέντευξη πρέπει να λες αυτά που σκέφτεσαι. Η ιδιοκτήτρια λοιπόν του θεάτρου Γκλόρια, ενώ έχει πληρώσει τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης “Ο άνθρωπος της βροχής”, στον σκηνοθέτη που μόχθησε, αντιμετωπίζοντας μάλιστα πλήθος υλικοτεχνικών δυσκολιών, δεν έδωσε ούτε μισό ευρώ. Δεν γίνεται η μια πλευρά να είναι συνεπής και η άλλη ασυνεπής. Εγώ να πετιέμαι στον ύπνο μου από το άγχος της παράστασης και η άλλη να λέει “δεν έχω”. Μεγάλωσα αδιαφορώντας για το χρήμα. Επομένως το θέμα “χρωστώ”, “καταχρώμαι”, “κάποιος εξαρτάται οικονομικά από μένα”, μου μοιάζει εφιάλτης. Αν χρειαστεί θα κινηθώ νομικά».

- Είστε ήδη στα δικαστήρια με μεγάλο εκδοτικό συγκρότημα.

«Πέρσι δέχτηκα μια ανοίκεια, παρακαλλιτεχνικής φύσεως επίθεση, ανυπόγραφη. Αντέδρασα ως πολιτισμένος δημοκράτης πολίτης κάνοντας αγωγή. Το ΒΗMagazino οφείλει να με αποζημιώσει ηθικά. Ο οποιοσδήποτε δικαιούται να κρίνει ενυπόγραφα τη δουλειά μου. Αλλά τα προσβλητικά υπονοούμενα της υποτιθέμενης “ελευθεροτυπίας”, της ασυδοσίας του Τύπου, να σταματήσουν. Οδεύοντας προς τα πενήντα μου, αρνούμαι χτυπήματα κάτω από τη ζώνη στο όνομα οποιουδήποτε στιλιστικού κουτσομπολιού, gossip, μοδάτου free press. Κι αν δεχτούμε ότι το δημόσιο πρόσωπο στοχοποιείται, ε λοιπόν και το διακεκριμένο δημόσιο έντυπο στοχοποιείται διά των δημοσιευμάτων του».

- Η κρίση σάς πτοεί;

«Δεν έσκασε μόνο η οικονομική φούσκα σε Ελλάδα και Κύπρο. Εσκασε και η δήθεν καλλιτεχνική, η δήθεν εμπορική, η δήθεν μπουζουξίδικη. Στην εθνική κατάθλιψη προστέθηκε και η προσωπική μου πριν από δύο χρόνια. Η ψυχική και σωματική υπερκόπωση έριξε το ρελέ. Κρίσεις πανικού, άρνηση για δουλειά, μίσος στο θέατρο. Ακολούθησαν τα γνωστά: ψυχίατρος, θεραπεία, ξεκούραση. Τελικά αυτό που με τρώει με σώζει κιόλας: το θέατρο».

- Τι σας κρατάει σ’ αυτές τις κρίσεις;

«Δεν έχω φίλους. Αν εξαιρέσω την “αδελφή” μου Ελένη Κούρκουλα, είμαι μάλλον μοναχικός. Και μην περιμένεις να σου πω ότι με κρατάει ο έρωτας. Σε τέτοιες καταβυθίσεις όλα μοιάζουν γελοία, μάταια, επιφανειακά. Αλλά δεν είμαι αρνητής της ζωής. Μην ξεχνάς ότι εγώ δεν χάραξα κάποια πορεία. Δεν είπα: “Θα γίνω αυτό”. Ετυχε, βρέθηκα, καρπώθηκα, το χάρηκα. Οταν λοιπόν βυθίζεσαι, κλονίζονται τα θέλω σου. Περιμένω πώς και τι να έρθει το καλοκαίρι, να πάω στην Ιθάκη. Είναι ο παράδεισός μου. Δεν υπάρχει άλλο νησί για μένα».

- Εχουμε «χειρολαβές» σ’ αυτό που ζούμε. Πού θα πατήσει η καινούργια γενιά;

«Θα ξεκινήσει από το μηδέν πετώντας μας στα σκουπίδια. Κάναμε τρελά λάθη, τους οφείλουμε γενναία αυτοκριτική. Ζώντας σ’ αυτή την τραμπάλα, μεταξύ Χρυσής Αυγής και αντιεξουσιαστών, όταν βρέχει χώνεσαι κάτω από μια ανοιχτή ομπρέλα. Είναι λοιπόν επικίνδυνο να αφήσουμε να “βρέχει”. Δεν μπορώ να φανταστώ τόσους οπαδούς του ναζισμού ή εχθρούς του κοινοβουλευτισμού. Δεν υπάρχουν χειρολαβές. Οποιος βουλιάζει πιάνεται απ’ το κλαδί που κρέμεται. Βαρέθηκα τους αριστερούς από το κεφάλι και πάνω. Αλλά και το θέατρο της εγκεφαλίτιδας: “Μμμ, ενδιαφέρον” ή “αλλά ωραίοι φωτισμοί”… Σαν να κάνεις έρωτα με χειρουργικές λαβίδες. Προτιμώ το θέατρο που κινητοποιεί και άλλα όργανα, όπως την καρδιά, την ψυχή. Χάσαμε τον Διόνυσο, τον αληθινό Διόνυσο».

e.marinou@efsyn.gr

INFO: -Από Μηχανής Θέατρο (Ακαδήμου 13 Μεταξουργείο. Τηλ.: 2105231131). «Το τέλος του παιχνιδιού» του Σ. Μπέκετ. Μετάφραση: Κωστής Σκαλιώρας. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Λιγνάδης. Σκηνικά: Λίλη Πεζανού. Κοστούμια: Νίκος Αναγνωστόπουλος. Παίζουν: Ακις Βλουτής, Δημήτρης Λιγνάδης, Αφροδίτη Κλεοβούλου, Γρηγόρης Ποιμενίδης.

-«Η θύελλα επιμένει» του Ενζό Κορμάν στο Low Budget, Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (13, 14, 15, 16 Απριλίου).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου