Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

"ο γέρος ξυλοκόπος και το λιοντάρι" ενα παραμύθι από τη συλλογή του Γ.Α. Μέγα "Ελληνικά Παραμύθια" (εκδ.Ι.Δ.Κολλάρος, τομ. β', ιβ' έκδοση, 2003)

...................................................
 






ο γέρος ξυλοκόπος και το λιοντάρι





·   

   ΜΙΑ ΦΟΡΑ ήταν ένας γέρος πολύ φτωχός κ’ είχε κάμποσα παιδιά. Κάθε μέρα έπαιρνε το γαϊδούρι του κ’ επήγαινε στο δάσος κ’ έκοβε με το πελέκι του ξύλα· χτυπούσε από δω, χτυπούσε αποκεί, όσο μπορούσε.
   Μια μέρα έρχεται μπροστά του ένα λιοντάρι και του λέει:
-         Κάτσε γέρο να ξεκουραστείς κ’ εγώ να σού κόψω τα ξύλα να φορτώσεις το ζώο σου και να πας να τα πουλήσεις και να πάρεις τίποτε των παιδιών σου για να φάνε.
   Έτσι και έγινε. Έκατσεν ο γέρος να ξεκουραστεί, του έκοψε το λιοντάρι τα ξύλα, εφόρτωσε το γαϊδούρι του κ’ έφυγεν ο γέρος…
   Ύστερα από μερικές μέρες ξαναπήγεν ο γέρος στο δάσος και το λιοντάρι τού είπε:
-         Φέρνε, γέρο, το ζώο σου κάθε μέρα να σού το φορτώνω ξύλα.
   Από τις πολλές φορές μια μέρα έκαμνε ζέστη φοβερή. Κουράστηκε το λιοντάρι κόβοντας τα ξύλα και είπε:
-         Κάτσε, γέρο, αποκάτω απ’ την ελιά που έχει δροσιά, ναρθώ κι εγώ να βάλω το κεφάλι μου στα γόνατά σου, να ξεκουραστώ.
   Ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατα του γέρου και τον ερώτησε:
-         Είμαι όμορφος, μπάρμπα;
-         Είσαι όμορφος, γιε μου.
-         Είμαι αντρειωμένος;
-         Είσαι λιοντάρι μου, είσαι!
-         Είσαι.
-         Είδες τι παλληκάρι είμαι εγώ; Έχω όλα τα χαρίσματα!
-         Τα έχεις όλα τα καλά, μα έχεις κ’ ένα μεγάλο κακό… Βρωμάει πολύ το στόμα σου!
   Το λιοντάρι αμέσως σηκώθηκε, φόρτωσε τα ξύλα στο γάιδαρο και είπε στο γέρο:
-         Έλα τώρα, πάρε το πελέκι σου και δώσ’ μου μια μέσα στο σβέρκο.
-         Ποτέ δεν θα το κάνω αυτό, γιε μου, να χτυπήσω μεσ’ στο σβέρκο με το πελέκι ένα πλάσμα που μού έκαμε τόσο καλό!
-         Μα εγώ το θέλω, είπε το λιοντάρι κι ο γέρος τού έδωσε
   μια με το πελέκι του και του άνοιξε μια πληγή δυο δάχτυλα βαθειά…
   Επήγαινε πάλι κάθε μέρα ο γέρος στο δάσος και το λιοντάρι, έτσι πληγωμένο που ήταν, έκοβε ξύλα κι ο γέρος τα φόρτωνε στο ζώο του.
   Άμα πέρασε αρκετός καιρός, τού λέει το λιοντάρι.
-         Κοίτα, γέρο, πώς σου φαίνεται ο σβέρκος μου;
-         Έγιανε, τέλεια, καλέ γυιέ μου! του λέει ο γέρος.
-         Κοτζιά μου πληγή έγιανε, του απαντά, μα ο λόγος που μού είπες, πως βρωμάει το στόμα μου, έμεινε μέσα στην καρδιά μου, και άιντε φύγε και να μη ξανάρθεις πια, γιατί θα σε φάω.
Γι’ αυτό λένε:       η μαχαιριά γιανίσκει,
                           Μα ο κακός λόγος μεινίσκει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου