......................................................
Το πηγάδι της Κασίνα Πιάνα
Το πηγάδι της Κασίνα Πιάνα
παραμύθι του Τζάνι Ροντάρι
από τα «Παραμύθια απ’ το τηλέφωνο»
(απόδοση Άννα
Παπασταύρου, εκδ. «Μεταίχμιο», 2003)
Στα μισά του
δρόμου, στο Βορρά, ανάμεσα στο Σαρόνο και το Λενιάνο, στην άκρη ενός μεγάλου
δάσους, ήταν η Κασίνα Πιάνα, που περιλάμβανε όλες κι όλες τρεις αυλές. Εκεί
μέσα ζούσαν έντεκα οικογένειες. Στην Κασίνα Πιάνα, υπήρχε μόνο ένα πηγάδι για
νερό κι ήταν παράξενο εκείνο το πηγάδι, γιατί υπήρχε η τροχαλία όπου τυλιγόταν
το σκοινί, αλλά δεν υπήρχε ούτε σκοινί ούτε αλυσίδα. Καθεμία από τις έντεκα
οικογένειες στο σπίτι, δίπλα στον κουβά, είχε κρεμασμένο ένα σκοινί κι όποιος
πήγαινε να πάρει νερό το έβγαζε, το τύλιγε στο μπράτσο του και το πήγαινε στο
πηγάδι, κι αφού έβγαζε από μέσα τον κουβά, έλυνε το σκοινί από την τροχαλία και
το έφερνε με μεγάλη φροντίδα στο σπίτι. Ένα πηγάδι μονάχα και έντεκα σκοινιά.
Κι αν δεν το πιστεύετε, πηγαίνετε να ενημερωθείτε και θα σας διηγηθούν, όπως
διηγήθηκαν σε μένα, ότι εκείνες οι έντεκα οικογένειες δε συμφωνούσαν και
μάλωναν διαρκώς μεταξύ τους, κι αντί ν’
αγοράσουν όλες μαζί μια ωραία αλυσίδα και να τη στηρίξουν στην τροχαλία,
ώστε να μπορεί να χρησιμοποιείται απ’ όλους, είχαν γεμίσει το πηγάδι χώματα και
αγριόχορτα.
Ξέσπασε ο πόλεμος
και οι άντρες στην Κασίνα Πιάνα πήγαν να καταταγούν στο στρατό δίνοντας ένα
σωρό οδηγίες στις γυναίκες τους και, φυσικά, να προσέχουν να μην τους κλέψουν
τα σκοινιά.
Ύστερα έγινε η
γερμανική εισβολή, οι άντρες έλειπαν μακριά, οι γυναίκες φοβόντουσαν, αλλά τα
έντεκα σκοινιά ήταν πάντα φυλαγμένα και ασφαλή στα έντεκα σπίτια.
Ένα πρωί ένα
παιδάκι της αγροικίας πήγε στο δάσος για να μαζέψει ξύλα και να φτιάξει ένα
δεμάτι, και άκουσε ένα λυγμό να έρχεται από ένα θάμνο. Ήταν ένας αντάρτης
πληγωμένος στο πόδι και το παιδάκι έτρεξε να φωνάξει τη μητέρα του. Η γυναίκα
είχε τρομάξει κι έσφιγγε τα χέρια της με αγωνία, ύστερα όμως είπε:
-Θα τον πάρουμε στο σπίτι μας και θα τον κρύψουμε. Ας ελπίσουμε κάποιος να βοηθήσει τον πατέρα σου
που είναι στρατιώτης, αν χρειαστεί κάτι. Εμείς δεν ξέρουμε ούτε που βρίσκεται
ούτε αν είναι ακόμη ζωντανός.
Έκρυψαν τον αντάρτη
στον αχυρώνα κι έστειλαν να φωνάξουν το γιατρό, λέγοντας ότι ήταν για τη γιαγιά
τους. Όμως οι άλλες γυναίκες της Κασίνα είχαν δει το ίδιο πρωί τη γιαγιά, γερή
σαν ταύρο, και υποψιάστηκαν πως κάποιο μυστικό κρυβόταν εκεί. Δεν είχαν περάσει
είκοσι τέσσερις ώρες και όλο το αγρόκτημα ήξερε πως υπήρχε ένας λαβωμένος
αντάρτης σ’ εκείνο τον αχυρώνα. Τότε ένας γέρος χωρικός είπε:
-Αν το μάθουν οι Γερμανοί, θα ‘ρθουν εδώ και θα μας σκοτώσουν. Θα ‘χουμε
κακό τέλος.
Όμως οι γυναίκες δε
σκέφτηκαν έτσι. Σκέφτονταν τους άντρες τους που ήταν μακριά και σκέφτονταν πως
και αυτοί ήταν ίσως τραυματίες κι έπρεπε να βρουν καταφύγιο, κι αναστέναζαν.
Την τρίτη μέρα, μια γυναίκα πήρε ένα σαλάμι, καμωμένο από το γουρούνι που μόλις
είχε σφάξει, και το πήγε στην Κατερίνα, τη γυναίκα που είχε κρύψει τον αντάρτη,
λέγοντάς της:
-Αυτός ο δυστυχισμένος έχει ανάγκη να πάρει
δυνάμεις. Δώστε του αυτό το σαλάμι να φάει.
Ύστερα από λίγο ήρθε μια άλλη γυναίκα μ’ ένα μπουκάλι κρασί, ύστερα μια
τρίτη μ’ ένα σακουλάκι καλαμποκάλευρο για να του φτιάξει πολέντα, ύστερα μια
τέταρτη μ’ ένα κομμάτι χοιρομέρι και πριν βραδιάσει, όλες οι γυναίκες στο
αγρόκτημα είχαν περάσει από το σπίτι της Κατερίνα και είχαν φέρει τα δώρα τους
στον αντάρτη, σκουπίζοντας ένα δάκρυ από τα μάτια τους.
Κι όσο καιρό έκανε
να γιατρευτεί η πληγή του, και οι έντεκα οικογένειες της Κασίνα φέρθηκαν σαν να
ήταν γιος τους και δεν άφησαν να του λείψει τίποτα.
Ο αντάρτης έγινε
καλά, βγήκε στην αυλή να τον δει λιγάκι ο ήλιος, είδε το πηγάδι χωρίς σκοινί
και παραξενεύτηκε πάρα πολύ. Οι γυναίκες κοκκινίζοντας του εξήγησαν πως κάθε
οικογένεια είχε το δικό της σκοινί, αλλά δεν μπορούσαν να του δώσουν μια
ικανοποιητική εξήγηση. Έπρεπε να του πουν πως αναμεταξύ τους ήταν εχθροί, όμως
αυτό δεν ήταν πια αλήθεια, γιατί μαζί είχαν υποφέρει και μαζί είχαν βοηθήσει
τον αντάρτη. Επομένως, μπορεί να μην το ήξεραν ακόμη, όμως είχαν γίνει φίλες κι
αδελφές και δεν υπήρχε πια λόγος να έχουν έντεκα σκοινιά.
Τότε αποφάσισαν ν’
αγοράσουν μια αλυσίδα με χρήματα απ’ όλες τις οικογένειες και να τη δέσουν στην
τροχαλία. Κι έτσι έκαναν. Και ο αντάρτης έβγαλε τον πρώτο κουβά με το νερό, σαν
να έκανε τα εγκαίνια κάποιου μνημείου.
Το ίδιο βράδυ, ο
αντάρτης, ολότελα γιατρεμένος, έφυγε πάλι για το βουνό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου