Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

"Ακαδημαϊκός ρεφενές" Του Κώστα Γεωργουσόπουλου (από "ΤΑ ΝΕΑ", Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011)


..............................................................

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ

Ακαδημαϊκός ρεφενές

Του Κώστα Γεωργουσόπουλου

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στα "ΝΕΑ", Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

 
Μια άκρως πεπαλαιωμένη θεατρική μίμηση ραδιοφωνικού θεάτρου είναι η παράσταση «Ηρακλής μαινόμενος» που σκηνοθέτησε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός


Τα τελευταία χρόνια έχουμε μπουχτίσει με μεταμοντέρνες προσεγγίσεις κλασικών θεατρικών κειμένων και κυρίως αρχαίου δράματος. Τόσο που ακόμη και παραδομένοι κάποιοι στη «γοητεία» τους άρχισαν πλέον να κλωτσάνε και να αμφισβητούν, ίσως γιατί έχουν 'γκώσει και τα εδέσματα δεν χωνεύονται ούτε με τόνους ανθρακούχα θεωρητικά ποτά.
Δεν χρειάζεται να επανέλθω στο τι είναι μεταμοντέρνο. Εξάλλου ύστερα από σαράντα και βάλε χρόνια που ταλανίζει την παγκόσμια θεωρία και πράξη σ' όλο το φάσμα των τεχνών (ο μεταμοντερνισμός είναι εν πρώτοις εξαμηνίτικο τέκνο της αρχιτεκτονικής) ούτε οι ίδιοι οι «δημιουργοί» του ούτε οι θεωρητικοί έχουν κατορθώσει να συμφωνήσουν σε βασικά και ουσιαστικά χαρακτηριστικά. Αν υπάρχει κάτι που συναντάται παγίως σ' όλα τα κατασκευάσματα είναι το ανακάτωμα ύφους, η χλεύη, η ειρωνεία και η υπονόμευση κάθε καλλιτεχνικής ιστορικά καταξιωμένης φόρμας ή ιδέας και με τον καιρό ένας ανεκδιήγητος ακαδημαϊσμός. Γιατί βέβαια ακαδημαϊσμός σημαίνει μια παγιωμένη και συχνά επίσημη κρατικοδίαιτη και συντηρητική αισθητική.
Μια τέτοια ακαδημαϊκή, συντηρητική φόρμα επέλεξε για να προσεγγίσει τον «Ηρακλή μαινόμενο» ο Μιχαήλ Μαρμαρινός. Και τι πιο συντηρητικό και ακαδημαϊκό από τον ερανισμό. Η παράστασή του ήταν μια πολύχρωμη (και, ομολογώ, καλά υφασμένη) κουρελού αποτελούμενη από πολύτιμα και φτηνά, πλούσια και φτωχά ράκη.
Και πρώτα η ιδέα του θεάτρου εν θεάτρω, ο περιπλανώμενος θίασος που έρχεται σ' έναν τόπο, στήνει τη σκηνή του και παίζει, ιδέα εξαντλημένη ήδη από τη δεκαετία του '60 και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα και στην Επίδαυρο, έως πέρυσι στην παράσταση του Χουβαρδά με τον «Ορέστη» του Ευριπίδη. Θίασο μπουλούκι είχε φέρει στη σκηνή ο Ευαγγελάτος (1975) με τη «Λυσιστράτη», θίασος μίμων περιφερόταν ανά τους αιώνες στους «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου - Ευαγγελάτου. Θίασος ερασιτεχνών στην «Ιφιγένεια εν Ληξουρίω», θίασος και μάλιστα με βαλίτσες καλή ώρα, όπως στον «Ηρακλή», ερχόταν στη σκηνή στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη του «Αμφιθεάτρου». Κι όλα αυτά πριν από 30 χρόνια.
Το πρώτο μικρόφωνο που μπήκε στο θέατρό μας, ως στοιχείο καμπαρέ ή ραδιοφωνικής εκδοχής, ήταν πάλι πριν από 30 χρόνια, στον «Ριχάρδο Γ'» του Στούρουα, όπου ο πρόλογος του σακάτη βασιλιά παίχτηκε ως νούμερο καμπαρέ / παρουσιαστή. Το μετωπικό παίξιμο και μάλιστα με μικρόφωνο που εξάντλησε ο Μαρμαρινός στον «Ηρακλή» (όλα τα πρόσωπα του έργου στριμώχνονταν και έλεγαν τους μονολόγους αλλά και τους διαλόγους σ' ένα μικρόφωνο κοιτώντας το κοινό) είναι μια άκρως πεπαλαιωμένη θεατρική μίμηση ραδιοφωνικού θεάτρου. Η μεταμοντέρνα όμως ηθική ακόμη κι αυτό το υπονομεύει. Την ώρα που ο ηθοποιός εκφωνεί ρητορικά το κείμενο στο μικρόφωνο, μια ηθοποιός που δεν έχει μέρος εκείνη τη στιγμή δέχεται στην άλλη άκρη της σκηνής επίθεση από μύγες ή σφήκες και με κινήσεις πανικού, κυλιόμενη στο έδαφος, τις διώχνει. Εδώ ο Μαρμαρινός αντιγράφει τον εαυτό του, αφού στην αλήστου μνήμης «Ηλέκτρα» του έβαζε στο φινάλε τον Πυλάδη να διώχνει τις μύγες που είχαν, τάχα μου, πέσει πάνω στο ψοφίμι της νεκρής Κλυταιμνήστρας. Οποιος έχει τη μύγα…
Μια άλλη μεταμοντέρνα τσαχπινιά είναι να υπονομεύεις το ήθος και το ύφος των κειμένων. Οπως παλιότερα η Ηλέκτρα ήταν περδουκλωμένη σαν τα μουλάρια στο αλώνι με ζεύγλες, τώρα ο έρμος Αμφιτρύων, γέρος πατέρας του Ηρακλή, υποχρεώθηκε να πει απελπισμένο ικετήριο μονόλογο πάνω σε έναν τσίγκινο κουβά αντεστραμμένο, που η επιφάνειά του είχε το ένα τέταρτο από την έκταση των δύο παπουτσιών του κυρίου Χατζησάββα. Τα κατάφερε να ισορροπήσει ύστερα από τρεις αποτυχημένες απόπειρες! Γιούπι!
Ο Χορός των γερόντων (με μισά μέλη νεαρά τζόβενα και μία δεσποινίδα) ερχόταν από τον «Αγαμέμνονα» του Στάιν, μόνο που σ' εκείνον η τόλμη ήταν μεγαλύτερη αφού δυο-τρεις γέροντες, σαφώς με προβλήματα προστάτη, κάποια στιγμή σε μια γωνιά της ορχήστρας ξεκουμπώνονταν και έκαναν την ανάγκη τους. Αλλά κι εδώ έπρεπε να γίνει μια απρέπεια για να σπάσει ο αφόρητος για τον σκηνοθέτη ευριπιδικός λυρισμός και στοχασμός των χορικών. Και έτσι ξεκάρφωτα ένας γηραλέος του Χορού, αφού πάλι ξεκάρφωτα ακούστηκαν παρέμβλητοι στίχοι για την Μπέλλου και ένα ζεϊμπέκικο γνωστού ζωγράφου, άρχισε να «χορεύει» μιμούμενος τον αείμνηστο Τσαρούχη, έναν ασταθή χορό, αφού ο μεγάλος τότε ζωγράφος έπασχε από Πάρκινσον. Ντροπή!
Αλλος ένας έρανος ήταν από τον Λιουμπίμοφ αφού έτσι ξαφνικά ξαναθυμηθήκανε πως είναι θίασος και φέρανε μέσα ένα κάρο με μικρόφωνο και σύρμα που υποδήλωνε παλαιά αυλαία. Εκεί απάνω ένας ένας ανέβαιναν οι του Χορού και πετάγανε καμιά λέξη. Εξάλλου τα περισσότερα χορικά ήταν κόπια της επαναφοράς του καταδικασμένου από το 1936 σπρεχ-κορ με τη διαφορά πως το επανεισήγαγαν τώρα με τα ευρήματα του Στάιν όπως πριν από 30 χρόνια είχε διδάξει στη Γερμανία, συνεργάτις του Στάιν, η Γεμεντζάκη. Το είχε χρησιμοποιήσει και ο Βογιατζής («Πέρσες», «Αντιγόνη») και ο Λιβαθινός («Μήδεια»).
Ο Μαρμαρινός στο σημείωμα που έχει στο πρόγραμμα επιλέγει πως «η Ελπίδα δεν βρίσκεται στην ιστορία, βρίσκεται στην αφήγηση». Δατς ολ! Η θεωρητική καραμέλα του μεταμοντερνισμού. Ο Μαρμαρινός υλοποιεί θεατρικά ένα πραγματικό περιστατικό φίλου του θαυμαστή του μεταμοντέρνου καθηγητή. Είχε μηνυθεί για συκοφαντική δυσφήμηση ετέρου καθηγητή και στην απολογία του είπε: «Δεν τον έβρισα, δεν τον συκοφάντησα Εγώ, αλλά η ΓΡΑΦΗ»!
Γι' αυτό και στην παράσταση τα χορικά του Ευριπίδη έγιναν πλάγιος λόγος. Αν το κείμενο έλεγε π.χ. «Τι μεγάλη καταστροφή» ακουγόταν «Κάποιος είπε τι μεγάλη καταστροφή» κ.τ.λ.
 
........................................................................

Σαν ραπ συγκρότημα ξέφρενων νεανίδων

 

Αφησα για το τέλος τη σκηνή με την Ιριδα και τη Λύσσα. Αυτή η επέμβαση στην τραγική πράξη δύο θεοτήτων, ενώ σ' όλο το έργο ακούγονται αμφισβητήσεις σοφιστικής σχετικότητας για τα θεία, επέμβαση που ανατρέπει τα δεδομένα, αφού ό,τι οι απεσταλμένες των θεών εντέλλονται να γίνει, γίνεται, παίχτηκε από δύο άμοιρες ηθοποιούς σαν ραπ συγκρότημα ξέφρενων μαστουρωμένων νεανίδων. Είναι περιττό να πω ότι είναι τελείως δείγμα αστοιχείωτης ερμηνείας ότι η θεά Λύσσα είναι λυσσασμένη!
Αυτός λοιπόν ο έρανος, κοινώς ρεφενές ακαδημαϊκών ξοφλημένων μοτίβων, άρα ακαδημαϊκών, υποστηρίχτηκε με συγκινητική ευαγγελικότητα από ηθοποιούς κύρους (Χατζησάββας, Καραμπέτη, Γάλλος, Καραθάνος, Γουλιώτη, Τζήμου, Αθερίδης, Γ. Βογιατζής, Γ. Μπινιάρης, Χ. Τσιτσάκης).
Η μετάφραση του Μπλάνα θα εκτιμηθεί τυπωμένη χωρίς προσμείξεις. Ο Καμαρωτός υπηρέτησε με κύρος τη μεταμοντέρνα κακκαβιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου