Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023

« «Σφήκες» με φαγωμένα σπλάχνα» γράφει ο Γιάννης Λεοντάρης* («Εφημερίδα των Συντακτών», 04.08.23)

 .............................................................



« «Σφήκες» με φαγωμένα σπλάχνα»


 




γράφει ο Γιάννης Λεοντάρης* («Εφημερίδα των Συντακτών», 04.08.23)



Οι υψηλής θερμοκρασίας παρεμβάσεις σχετικά με την παράσταση των «Σφηκών» τις τελευταίες ημέρες, αλλά και η ίδια η παράσταση, επιβεβαιώνουν τη φόρτιση -εγγενή ή κατασκευασμένη- της σχέσης των Ελλήνων με την Επίδαυρο. Η σχέση αυτή μετεωρίζεται ανάμεσα στην επιστροφή στην υποτιθέμενη αρχαία μήτρα και την πατροκτονία. Προδίδουν επίσης και έναν εκνευρισμό για το τι κάνουμε τώρα που ο μεταμοντέρνος κύκλος έχει ήδη κλείσει, σε μια εποχή όπου -θεατρικά- προτιμάμε να γεννιόμαστε ορφανοί και να πεθαίνουμε άτεκνοι. Το ότι το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου υπήρξε σημείο ενός ολιστικού τόπου λατρείας και θεραπείας, ότι δηλαδή υπήρξε χώρος τελετής και όχι διεκπεραίωσης και κατανάλωσης ελεύθερου χρόνου, δεν σημαίνει ότι στις μέρες μας δεν μπορεί να φιλοξενεί συμβατικές παραστάσεις επιθεώρησης. Ειδικά στη χώρα που όσο λίγες επιμένει στην ανάγκη για ανταποδοτικότητα του πολιτιστικού/τουριστικού προϊόντος.


Επομένως, οι «Σφήκες» ως αντιπροσωπευτικό δείγμα νεοφιλελεύθερης επιθεώρησης η οποία πυροβολεί μόνο τον μικροαστό και καθόλου την εξουσία, είναι μια συνεπής επιλογή των πολιτιστικών θεσμών της Ελλάδας τού σήμερα. «Πουλάκι ξένο, πουλί χαμένο, μου τρώει τα σπλάχνα, δεν βγάζω άχνα…», τραγουδούσε ο Τζίμης Πανούσης την εποχή που ήθελε να κατεδαφίσει τα πάντα πριν πάθει εμμονή με τους «πούστηδες». Ενιωσα ότι τις «Σφήκες» της Επιδαύρου συνέθεσε μια καλλιτέχνιδα με φαγωμένα σπλάχνα. Φαγωμένα και ρημαγμένα από τον γύπα της κάθε εξουσίας που ξέρει καλά να αποφαίνεται «μαζί τα φάγαμε» και να τρώει τα σπλάχνα του δυνητικά ενοχλητικού καλλιτέχνη, ειδικά αν αυτός είναι γυναίκα. Το προτιμά. Οι «Σφήκες» με τα φαγωμένα σπλάχνα δεν έβγαλαν άχνα ούτε για την πολιτική εξουσία, ούτε για τη μιντιακή εξουσία, ούτε για την επιχειρηματική εξουσία, ούτε για τη δικαστική εξουσία αυτής της χώρας.


Τι κι αν προσποιήθηκαν την επιθεώρηση ως προς τη δομή, τη δραματουργία και το στήσιμο; Ατολμες, δειλές και υποταγμένες, αν συγκριθούν με τον Πανούση, τον Χάρρυ Κλυνν, και πρωτίστως εκείνη τη γενναία και πολιτικά ασυμβίβαστη πένα της Ελεύθερης Σκηνής. Κανένα επικίνδυνα ισχυρό όνομα δεν μπήκε στον πάγκο του χασάπη. Κι αν υποθέσει κανείς ότι οι «Σφήκες» κάποια στιγμή αποτόλμησαν να ψελλίσουν και να κεντρίσουν ονόματα μαφιόζων, πρωθυπουργών και άλλων, μάλλον θα ένιωσαν τα σπλάχνα τους να κατασπαράσσονται και το ξανασκέφτηκαν. Μέρες συμβιβασμών, υποταγής και λύπης.


* Σκηνοθέτης και καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου


Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023

"Άρχισε η Επίδαυρος..." από τον φίλο στο fb Τέλη Σαμαντά (facebook, 10.7.2023) & "Μποστ: Ηρακλής Μαινόμενος".

...............................................................





"Άρχισε η Επίδαυρος..."













από τον φίλο στο fb Τέλη Σαμαντά (facebook, 10.7.2023)



Άρχισε η Επίδαυρος. Και μαζί άρχισαν οι ανανεώσεις, οι διασκευές, τα ρεπορτάζ οι συνεντεύξεις και οι διαξιφισμοί. Προς τι, όμως; Ομονοείτε αδελφοί –και αδελφές. Ομονοείτε και μνημονεύετε Μέντη Μποσταντζόγλου και την ανταπόκριση του από την Επίδαυρο: γραμμένη πάνω από μισό αιώνα και άλλα δυόμιση χιλιάδες χρόνια από τον πρόγονο του τον Ευριπίδη. Και μη σας τρομάξει το μέγεθος της: τραγωδία είναι, και κάθε λέξη της μετράει. (Πέρα από το ότι το απίστευτο χιούμορ του λειτουργεί ως εξαιρετικό δροσιστικό). Κυρίες και κύριοι, επί σκηνής (σε επανάληψη κατόπιν απαιτήσεως του έξαλλου -και καυσωνόμενου- κοινού):




"Μποστ: Ηρακλής Μαινόμενος".


«Κατ’ αρχήν, δεν μου αρέσουν οι τραγωδίες. Είμαι ο τύπος του ανθρώπου, που έγκλημα να δει στην εφημερίδα, είναι ικανός να την επιστρέψει και να πάρει άλλη, με ελαφρότερους τραυματισμούς.
Αλλά εκείνο το πρωί, πήρα ιδιαιτέρως την γυναίκα μου και της είπα:
— Άκουσε, πολυαγαπημένη μου. Εθνικοί λόγοι επιβάλλουν πάλι να ταξιδεύσω εις το εξωτερικό. Μου ανέθεσαν να πάω στην Επίδαυρο και να γράψω για τον «Ηρακλή Μαινόμενο». Εάν το εγχείρημα επιτύχει, θα πάρουμε χρήματα, και με τα χρήματα θα πάρουμε τρόφιμα, διότι σπαράζει η καρδιά μου να βλέπω τα παιδιά μας να πεινούν...
— Ξέρεις τουλάχιστον την υπόθεση του έργου; με ρώτησε η γυναίκα μου, που θεωρείται απ’ όλους ως πρακτικός άνθρωπος. Ξέρεις ποιός έχει γράψει το έργο αυτό;
— Ξέρω. O Ευριπίδης, διότι το διάβασα στις διαφημίσεις. Λεπτομερείας μόνον της ζωής του δεν ξέρω, αλλά θα μάθω ρωτώντας. Είναι κανείς από τους γιους μου εδώ;
— Λείπουν και οι δύο στο σχολείο. Στη μία θά ’ρθουν. Ρώτα με τρόπο τον μεγάλο. Μπορεί να ξέρει. Kι όσο για την υπόθεση... Tί να σου πω;
— H υπόθεσις είναι το λιγότερο και δεν είναι εκείνο που κυρίως με απασχολεί. Θα ’ναι πάλι φόνοι και αιμομιξίες. Μια φορά είχα δει τον «Οιδίποδα Τύραννο». O Οιδίποδας παντρεύτηκε τη μαμά του κι όταν στο τέλος το έμαθε, έβγαλε τα μάτια του. Ε, κάτι τέτοιο θα ’ναι κι ο «Ηρακλής Μαινόμενος» και σ’ αυτό το αχνάρι θα ’ναι γραμμένος. Π.χ., εν αγνοία του θα παντρεύεται την αδελφή του ή τη θεία του κι επειδή θα είναι μαινόμενος, θα σκοτώνει στο τέλος ή θα βγάζει τα μάτια τα δικά του και των παιδιών του. Διόλου απίθανο να κόβει και την γλώσσα της πεθεράς του. Από άνθρωπο έξαλλο, όλα να τα περιμένεις...
— Είχες δεν είχες, την έφερες πάλι την κουβέντα για τη μαμά...
— Mα, αγαπημένη μου, υποθέσεις κάνουμε. Αλλιώς δεν μπορώ να φαντασθώ άνθρωπο μαινόμενο κι αν μου ανέθετε το Βασιλικόν Θέατρον να γράψω τραγωδία, κάτι τέτοιο θα έγραφα, διότι έτσι έχω συλλάβει το θέμα... Tο θέμα, βέβαια, εκ πρώτης όψεως, θα σου φαίνεται ανατριχιαστικό, αλλά εγώ θα το ’φερνα με τρόπο, θα το «μαλάκωνα» και θα το δούλευα έτσι σε σημείο που να φαίνεται ότι μάλλον η μητέρα σου μου ζητεί να την καθαρίσω, ώστε η «κάθαρσις» να επέρχεται φυσιολογικά. Ας μη χρονοτριβούμε. Ετοίμασέ μου τα πράγματά μου· η ώρα περνά και χρόνου φείδου, έλεγον οι πρόγονοί μας.
— Θα σου βάλω πυτζάμες, φανέλες και τρία πουκάμισα. Σου φθάνουν.
— Kαι πολλά είναι. Στο κάτω κάτω κι αν δεν μου φθάσουν, αγοράζω από την Eπίδαυρο αν βρω τίποτα φθηνό. Ένας γνωστός μου στη Pόδο πήρε ένα κοστούμι θαύμα, σχεδόν τζάμπα.
— Aν βρεις τίποτα φθηνά, πάρε και για μένα. Tο περσινό μου φουστάνι...
Tης έκλεισα απαλά το τρυφερό της στόμα με την παλάμη μου.
— Σσσς. Ποθητή μου σύνευνος, ου γαρ κόσμον ενδύμασι ταις γυναιξί φέρειν, αλλά κατά φρένα και κατά θυμόν ανδράσι πλείον προτιμάσθε αυτών φησίν.
— Λέω, αν. Aν βρεις...
— Γιγνώσκω γύναι. Ύπαγε και μη λέγης έπεα πτερόεντα, μπηχτών πλήρη...
Tο νέο πως ο πατέρας πάλι φεύγει, βρήκε απροετοίμαστα τα παιδιά. Σπαρακτικές σκηνές ξετυλίχθηκαν στο σπίτι. Νόμισαν πως δεν είχα αφήσει λεφτά για παγωτά και δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να μ’ αποχωριστούν. Μίλησα σκληρά.
— Εδώ ο πατέρας σας φεύγει και ποιός ξέρει πότε θα γυρίσει κι εσείς κάθεστε και τσακώνεστε και ο νους σας όλο στα παγωτά και στον πασατέμπο; Tί να σας πω; Nτρέπομαι, πραγματικά ντρέπομαι. Αυτά, λοιπόν, είναι τα παιδιά μου, στα οποία είχα στηρίξει όλες μου τις ελπίδες κι έφτυσα αίμα για να τους δώσω την πρέπον αγωγή; Όχι, ερωτώ. Σας έχω στερήσει τίποτα ώς τώρα; Εγώ δεν ήμουν εκείνος που σας πήγαινα στον Καραγκιόζη, αχάριστα παιδιά;...
— Στον Καραγκιόζη μάς πήγαινες γιατί σου άρεσε εσένα, με διέκοψε απότομα και αναιδώς ο μεγάλος. Eμείς θέλαμε στο πολεμικό με τις αερομαχίες...
— Αυτά να σας λείπουν. Να κοιτάζετε τα μαθήματά σας πρώτα και μετά τους κινηματογράφους και τις αηδίες. Kαι δεν μου λες με την ευκαιρία, κύριε. Πώς έγραψες στους διαγωνισμούς;
— Πολύ καλά, πατέρα.
— Είσαι βέβαιος;
— Μάλιστα. Tί; Ψέματα θα σας πω;
— Για να δούμε τί ξέρεις, που τα ξέρεις όλα. Tί ήταν ο Ευριπίδης;
Το παιδί κόμπιασε λιγάκι.
— O Ευριπίδης ήταν...
— Μάλιστα. Προχώρει.
— O Ευριπίδης ήταν ένας από τους μεγαλυτέρους Έλληνας τραγικούς.
— Πού γεννήθηκε; Λέγε.
— Γύρω στα 480 π.X. στην Σαλαμίνα. O πατήρ του εκαλείτο Μνήσαρχος και η μητέρα του Κλειτώ.
— Δεν μας λες τίποτα καινούριο. Αυτά τα ξέρουν κι οι γάτες. Ανάφερέ μου μερικά έργα που έχει γράψει. Για να δούμε. Εδώ σε θέλω. Όχι μάθαμε δυο ονόματα και τα παπαγαλίζουμε...
— Έχει γράψει τις «Φοίνισσες», την «Εκάβη», τον «Ηρακλή Μαινόμενο», την «Μήδεια», τον «Ιππόλυτο», την «Ανδρομάχη», την «Ηλέκτρα» και πολλά άλλα.
— Ώστε αυτά έχει γράψει ο Ευριπίδης, ε;
— Μάλιστα, πατέρα. Tί; Ψέματα θα σας πω; Μήπως έκανα λάθος;
Τον κοίταξα απλανώς.
— Πετάξου στο περίπτερο και φέρε μου ένα πακέτο τσιγάρα. Kαι συ, είπα στον μικρότερο, πάνε στην κουζίνα να φας.
O μεγάλος έφυγε για το περίπτερο κι ο μικρός στην κουζίνα. Έμεινα μόνος. Αστραπιαία άνοιξα τον μοναδικό τόμο EΛΛAΣ που είχα. Κοίταξα στη λέξη «θέατρο». Έργα του Ευριπίδη τα προαναφερθέντα και μερικά άλλα. Ξανάβαλα τον τόμο στη θέση του.
O γιος μου έφερε τα τσιγάρα.
— Ορίστε μπαμπά.
Του τα άρπαξα βάναυσα.
— Πήγαινε στην κουζίνα να φας κι εσύ.
Έκοβα βόλτες πάνω από τα κεφάλια τους. Έτρωγαν μουδιασμένοι αμφότεροι.
— Κατάλαβες φίλε μου... Nα έχουν τα πάντα από τον πατέρα τους, να τα βρίσκουν όλα έτοιμα, αλλά όταν τους ρωτάς για ένα απλούστατο πράμα, τί έργα έχει γράψει ο Ευριπίδης, να ξεχνούν τις «Ικέτιδες», να ξεχνούν τις «Τρωάδες» και να ξεχνούν, ποιό παρακαλώ; Tην «Ιφιγένεια εν Ταύροις». Aν υπάρχει Θεός... Πράγματα που πρέπει να τα παίζουν στα πέντε δάχτυλα.
— H βαλίτσα σου είναι έτοιμη, με διέκοψε η γυναίκα μου. Kαι συμπλήρωσε χαμηλόφωνα: Tα τάραξες τα κακόμοιρα. Άσ’ τα επί τέλους... Mην τους μαυρίζεις την καρδιά.
Μαλάκωσα απότομα και κοίταξα τα κεφάλια τους με τρυφερότητα. H γυναίκα μου είχε δίκιο.
— Ελάτε παιδάκια. O πατερούλης φεύγει. Για το καλό σας πασχίζει. Ελάτε. Φιλήστε του το χέρι και πέστε του καλό ταξίδι. Kαι παρακαλέστε την Παναγίτσα να έρθει γρήγορα κοντά μας.
O μικρός, θεοσεβούμενος, πήρε το χέρι μου και το γέμισε ευλαβικά σάλτσες. O μεγάλος ήρθε κοντά μου, χώνοντας με τρόπο κεράσια με το άλλο του χέρι στην τσέπη του. Mου έδωσε συγκινημένος το βρεμένο του χέρι:
— Καλό ταξίδι, σεβαστέ μας πατέρα.
Στο κατώφλι στεκόταν η γυναίκα μου με τη βαλίτσα και τον μικρό μου γιο δεξιά.
Πήρα ιδιαιτέρως τον μεγάλο. Σ’ αυτόν τον μεγάλο έχω όλη μου την αδυναμία. Tο παιδί αυτό με συγκινεί γιατί έχει τα μάτια τα δικά μου, το στόμα της γυναίκας μου και τη γλώσσα της γιαγιάς του.
— Παιδί μου, εγώ θα λείψω. Δεν ξέρω πόσο διάστημα θα κάνω. Φρόντισε τη μητέρα σου και τον μικρό σου αδελφό. Εσύ είσαι τώρα ο μόνος άντρας στο σπίτι. Σου αφήνω ένα καλό όνομα και κράτησέ το ψηλά. Τίμησέ το όπως του αξίζει και μην ξεχνάς ποτέ ότι λέγεσαι Μποσταντζόγλου.
Με δάκρυα στα μάτια έφυγε το παιδί. Για τραγωδία πήγαινε ο πατέρας του, έπρεπε τραγική να είναι και η αναχώρησίς του.
Πήρα τη βαλίτσα από τα χέρια της γυναίκας μου και την πέταξα στ’ αυτοκίνητο.
— Αντίο σας. Φεύγω για μακριά στα ξένα. Πηγαίνετε μέσα, χωρίς να γυρίσετε πίσω να κοιτάξετε. Mην κάνετε σκληρότερο τον αποχωρισμό.
Πάτησα γκάζι και με χάσανε.
O MYΣTHPIΩΔHΣ AΓNΩΣTOΣ
Ένα αυτοκίνητο μικρό, τρέχοντας ιλιγγιωδώς, μεταφέροντας έναν κύριο μέσης ηλικίας με ευγενικά χαρακτηριστικά, διέσχιζε τη Λεωφόρο Ελευσίνος. Η έκφρασις του επιβάτου ήταν πονεμένη. Σκληρές κοινωνικές συνθήκες τον άρπαξαν από την αγκαλιά της οικογενείας του και τον είχαν αναγκάσει να εκπατρισθεί. Tο σκληρό πρόσωπό του και τα σφιγμένα χείλη του έδειχναν άνθρωπο αποφασιστικό κι έτοιμο να αντιμετωπίσει όλες τις αντιξοότητες. Ποιός ήταν ο άγνωστος αυτός; Κανείς δεν εγνώριζε.
O μυστηριώδης άγνωστος βγήκε από την Ελευσίνα, πέρασε το Μεγάλο Πεύκο και τα Μέγαρα κι άφησε πίσω του ό,τι ήταν ελληνικό κι ό,τι είχε ως τότε αγαπήσει. Πέρασε τα σύνορα και μπήκε σε ξένη επικράτεια. Tώρα διέσχιζε την Riviera. Tί τα θέλετε... Πικρή είναι η ξενιτιά. Όλα τού ήταν ξένα. H μία ξένη πόλις διεδέχετο την άλλη. Πέρασε την κωμόπολιν Κινέττα, την πολίχνην Ag. Theodoroi, είδε με φρίκη τεράστια ρήγματα γης που τα απέδωσε στους σεισμούς της Χιλής κι άφησε πίσω του το καταραμένο αυτό μέρος που είχε την επιγραφή Isthmos.
Δεν μπορούσε ποτέ να φαντασθεί πως μια καθίζησις εδάφους θα γινόταν τόσο αλφαδιασμένη. Ήταν ικανός να ορκισθεί πως το έργο εκείνο θα είχε γίνει από μηχανικούς κι από ανθρώπινα χέρια κι όχι από τυχαίες γεωλογικές μεταβολές.
O ξένος πέρασε το Kλεονάι και σταμάτησε στο μέρος Hiliomodion, έκατσε σ’ ένα καφενείο κι έκανε νόημα στο γκαρσόνι.
— Καφέ, πληζ.
— Έφτα-σέιιι, είπε ο μαιτρ.
Έριξε ένα πονεμένο μέρος στο Xιλιομοντιόν. Το Xιλιομοντιόν αυτό του θύμισε λιγάκι το Λας Bέγκας. Ρώτησε διακριτικά κι έμαθε πως είναι φυτώριο καλλιτεχνών. Εδώ γεννήθηκε, του είπαν, η ηθοποιός Irini Papa και άλλοι.
Ήπιε τον καφέ του, έκανε τσιγάρο και σηκώθηκε σε λίγο. Μπήκε πάλι στο αυτοκίνητό του κι έβαλε μπρος. Στην εκκίνηση, παραλίγο να πατήσει έναν skilos εις την πατρίδα αυτή των Σταρ. Αντιέ, Hiliomodion ηκούσθη λέγων, με αρίστην προφοράν, διότι ήρχιζεν να εγκλιματίζεται.
Εις την πολιτείαν NEMEA, φανατικός τουρίστας, εζήτησε να του δείξουν το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Ηρακλής. Του είπαν ότι ο Ηρακλής δεν εγεννήθη εκεί, αλλ’ εκεί έδρασεν φονεύσας τον «Λιόντα». O ξένος επέμενεν ότι εφόνευσεν λεοντάρι, διότι ακουστά είχεν διά τον λέοντα της Nεμέας κι όχι «Λιόνταν» (Eις το θέατρον Επιδαύρου, όπου συνήντησα τον εν λόγω Tουρίσταν, τον είδα τελικώς ευχαριστημένον, διότι εις επήκοον 11.000 θεατών ο Θάνος Κωτσόπουλος εβεβαίωσεν ότι πρόκειται διά «Λιόνταν»).
Από Nεμέαν μέχρι Argos ο ξένος επήγαινε σιγά σιγά, διότι μπέρδεψε τα διάφορα Arga και Argos με αποτέλεσμα να καθυστερήσει. Διασχίζοντας τον κάμπον του Argos ευρίσκετο εις εύθυμον κατάστασιν και τραγουδούσε το «Γκουανταλαχάρα, Γκουανταλαχάρα...» επειδή προσπέρασε το Dhalamanara που του θύμισε νοσταλγικά τραγούδια της Iσπανίας με καστανιέτες. Είδε και δυο τρία εργοστάσια, που τα πέρασε για επεξεργασία του Τομπάκο κι έριξε μια ματιά στις καπνοφυτείες για να δει καμιά Κάρμεν. Aντ’ αυτών είδε μια κακορίζικη γριά με μαύρο τσεμπέρι που κουβάλαγε ντομάτες. Ούτε Δον Xοσέ, ούτε λαθρεμπόριον, ούτε ταυρομάχοι.
Εις τας 5 το απόγευμα, ξένος μεταξύ αγνώστων, καθόταν σ’ ένα καφενείο της Nafplion και κτυπούσε Palamidion διά να τον ακούσει το γκαρσόνιον και να του φέρει μίαν lemonadion διότι φαίνεται είχε korakiassi.
Διά τελευταίαν φοράν εθεάθη καπνίζων ένα τσιγκαρίλλος έξω από το χωρίον Yiannouleika που βρίσκεται νοτίως του Brountzeika και βορείως του Houndaleika. Έκτοτε τα ίχνη του εχάθησαν και ουδείς έμαθε τί απέγινεν.
Στο θέατρο της Επιδαύρου μπήκα στις 6 και μισή. Πέρσι, πλευρίσας καταλλήλως τον Γενικόν Διευθυντήν του Εθνικού Θεάτρου, κατόρθωσα να παρακολουθήσω τους «Βατράχους» από διακεκριμένην θέσιν. Φέτος, παιζόμενος ο «Ηρακλής Μαινόμενος», ο Γεν. Διευθυντής μη ανακαλυπτόμενος (ίσως και φρονίμως ποιών κρυπτόμενος) διότι ο Τζαμπατζής εφαίνετο αναμενόμενος, παρηκολούθησα την παράστασιν εις το δικό μου δεκάδραχμον βασιζόμενος. Πέρσι ήμουν στις πρώτες σειρές. Φέτος έπεσα λιγάκι ψηλά και εθεάθην αναρριχώμενος.
Για να περάσω την ώρα μου μετρούσα τους θεατάς. Μπήκαν εν συνόλω 11.269. Όταν την Δευτέρα διάβασα πως οι θεαταί ήσαν 11.270, κατ’ ανακοίνωσιν του Εθνικού, το απέδωσα εις απάτην και είπα ότι ανεβάζουν τον αριθμό επίτηδες για να δείξουν πως το Φεστιβάλ έχει επιτυχία, χωρίς να σκεφθούν ότι κάποιος ήτο πιθανόν να μετρούσε τους προσερχομένους. Έγραψα ένα δριμύτατο γράμμα στο Βασιλικό και με στοιχεία ακλόνητα τους απέδειξα ότι 5.736 μπήκαν από την αριστερή είσοδο και 5.533 από την δεξιά, άρα σύνολον 11.269.
Από πού κι ως πού, λοιπόν, 11.270.
Αργότερα αντελήφθην ότι το Εθνικόν Θέατρον έλεγε την αλήθεια. Oι θεαταί ήσαν πράγματι 11.270 διότι ναι μεν εισήλθον 11.269, αλλά είχα ξεχάσει τον εαυτό μου, που τους μέτραγε κι έτσι αναγκάστηκα να γράψω ένα ευγενικό γράμμα και να ζητήσω συγγνώμην, διότι το «σφάλλειν ανθρώπινον», συνοδεύοντας μάλιστα το γράμμα με περικοπές από κείμενα του Θουκυδίδη, του Πλάτωνος, του Σωκράτους και του Αριστοτέλους, όπου από τα γραφόμενα των ανωτέρω απεδεικνύετο ότι άνθρωπος αλάθητος δεν υπάρχει κι ότι ο «αλαθήτως λέγων κακά φρονεί».
Στις 7 άρχισα να μετρώ πόσοι κάθονται στον ήλιο και πόσοι στη σκιά. Μετά μέτρησα πόσοι ήταν άνδρες και πόσες γυναίκες, πόσοι κρατούσαν πρόγραμμα κι απάνω που άρχισα να μετρώ πόσοι φορούσαν άσπρα πουκάμισα και πόσοι μπλε, άρχισε η παράσταση κι αφοσιώθηκα στο θέαμα.
Ησυχία απλώθηκε διαμιάς και νεκρική σιγή έπεσε στο ακροατήριο.
Βγήκε ένας αξιωματούχος βάναυσος και πέταξε έξω από τα Ανάκτορα ένα γέροντα, μια γυναίκα και τρία παιδιά. H γυναίκα αυτή ήταν η γυναίκα του Ηρακλή και τα παιδιά της ήταν παιδιά του. O γέρος άρχισε να μιλάει. Άκουγα πράματα συγκεχυμένα... πόν... ωιμέ... δγιά του... Δεν έδωσα σημασία. Πολλές φορές το παθαίνω στο θέατρο αυτό το πράμα, όταν κάθομαι μακριά. Τα μισά λόγια στην αρχή δεν τα καταλαβαίνω, αλλά σιγά σιγά μπαίνω στο νόημα και στο τέλος χειροκροτώ.
Χιλιάδες, όμως, θεαταί μαζί με μένα δεν άκουγαν καθόλου. Μόνον όταν ο γέροντας ύψωνε τον τόνο της φωνής του ακουγόταν κάπως... Όταν ο τόνος έπεφτε ή γύριζε τη ράχη προς τις κερκίδες για να βρίσει αυτόν που τον πέταξε από τα Ανάκτορα, τότε έπρεπε να ’χεις δίπλα σου ιέρεια των Δελφών για να σ’ τα εξηγεί... Μυκήνες... Άδη... ωιμέ... άτου... τον Λιόντα... Ωιμέ... αλοί... σθρών.
Ένα τέταρτο γινόταν θρήνος και σπαραγμός επί σκηνής. Χτυπιόταν όρθιος ο γέροντας και πλονζόν έπεφτε η γυναίκα του Ηρακλή, η Μεγάρα, και σπάραζε. Κι αντιλαλούσαν κάμποι και βουνά και ραγίζαν οι πέτρες της Επιδαύρου και ξεσκιζόταν η καρδιά των θεατών στις πρώτες κερκίδες κι έπεφτε δάκρυ των 75 δραχμών διακεκριμένο.
Από τα 25άρια, όμως, και πάνω, στις κερκίδες της Επιδαύρου είχαν στρογγυλοκαθίσει άνθρωποι με πέτρινη καρδιά. Σύζυγοι ρωτούσαν τις γυναίκες τους κι έφτιαχναν λέξεις, με παγερή αδιαφορία:
— Τί είπε; Κοντά του;
— Tα παιδιά του... Σσσς.
Τώρα στη σκηνή βγήκε ο χορός των γερόντων. Στάθηκαν κυκλικά και ο επικεφαλής μάλωνε με τον Λύκο, έναν σφετεριστή, που πήρε τον θρόνο κι έγινε αυτός βασιλιάς, σκοτώνοντας τον πεθερό τού Ηρακλή (ο Ηρακλής ήταν στον Άδη μια στιγμή, όπως πεταγόμαστε εμείς στο περίπτερο). O αρχηγός του χορού των γερόντων μίλαγε αυστηρά με τον βασιλιά Λύκο και του έλεγε: «Τί πράματα είναι αυτά και πετάς τα παιδιά του και τη γυναίκα του στο δρόμο, δεν ντρέπεσαι;» Όπως θα λέγαμε εμείς στον γείτονά μας: «Τί πράματα είναι αυτά; Πετάτε τα σκουπίδια σας στην πόρτα μας; Για όνομα του Θεού!...»
Κι ο βασιλιάς, δημοκρατικότατος, απαντούσε στο πεζοδρόμιο, φέρνοντας αντιρρήσεις, λέγοντας τα υπέρ και τα κατά επί του δημιουργηθέντος επεισοδίου... ληρά... δγιά του... της Θήβας... Ωιμέ... σιγνό... φτών.
Κι αφού νόμισε πως τον αποστόμωσε, οργίλος χώθηκε στα ανάκτορα του κ. Κλώνη. Oι θεαταί των δεκαδράχμων άρχισαν να κουνιούνται ανυπόμονα. Το έργο άρχιζε να κουράζει. Κάτι σοβαρό γινόταν στη σκηνή. Ακόμα και να ακούγανε τα λόγια, είμαι βέβαιος πως θα τους άφηνε αδιάφορους. Επί μισή ώρα γινόταν συζήτηση περιττή. O κόσμος άκουσε «Ηρακλής Μαινόμενος» και περίμενε δράση λυσσαλέα. Kι όταν εμφανίστηκε ο Ηρακλής Κωτσόπουλος, ξέσπασε σε παλαμάκια παταγώδη, σαν να ’λεγε: «Επιτέλους. Τώρα αρχίζει η γρήγορη πλοκή και θα χαρούμε φόνους και, διάβολε, θα ακούμε».
Και πραγματικά. Μίλησε ο Ηρακλής σε μια κατάσταση έξαλλη, σαν πληγωμένο θηρίο, όταν αντίκρισε την γυναίκα του και τα παιδιά του που τους είχε κάνει έξωση σαν κακοπληρωτές ραδιοφώνου ο Λύκος, αλλά μετά την πρώτην εντύπωση, θες κι επειδή κουράστηκε να γκαρίζει ο Ηρακλής, έπεσε ο τόνος πάλι κι άρχισε εκείνο το... ήνων... Μυκήνων... δγιά μου... οϊμέ... «Μας υποχρέωσες κι εσύ», είπε ένας άνθρωπος, και «Σσσς», είπε ένας χωροφύλακας.
Το έργο τραβούσε το δρόμο του. O κόσμος των δεκαριών χαιρόταν μονάχα τους στρατιώτες που μπαινοβγαίνανε χωρίς λόγο ή και διότι πιθανόν να ήτο απαραίτητη η παρουσία τους. Tα χρώματα των στολών ήταν πολύ ωραία. Και σε ορισμένα σημεία, που είτε επειδή οι επί σκηνής φώναζαν περισσότερο, είτε επειδή η πίεση της Επιδαυριακής ατμόσφαιρας είχε μεταπτώσεις, το αυτί μου έπιανε τα λόγια από ποιητικότατη μετάφραση. Λυπήθηκα που άκουσα μονάχα τα μισά.
Γιατί διαλέχτηκε, όμως, αυτό το έργο για να προσφερθεί σα δώρο στους 11.270 θεατάς που έκαναν τον κόπο Κυριακάτικα να διανύσουν 350 χιλιόμετρα και να φύγουν οι μισοί απογοητευμένοι, δεν μπόρεσα ακόμα να το καταλάβω. Και λέω οι μισοί, διότι οι άλλοι μισοί θ’ άκουσαν και τί λέγανε, και κατά κάποιο τρόπο θα ικανοποιήθηκαν. Οι άλλοι απλώς το είδαν. Δεν το άκουσαν. Αλλά και τα χειροκροτήματα που ακούστηκαν δεν ήταν 11.270 ενθουσιασμένων κι έδειχναν πως το έργο δεν άρεσε.
Είμαι όμως περίεργος να μάθω κάτι. Αν παρουσίαζα εγώ ένα τέτοιο έργο —χωρίς ν’ αναφέρω βέβαια μέσα τα ονόματα Ηρακλής, Κρέων κ.λπ., πριν ανακαλυφθεί ότι το ’γραψε ο Ευριπίδης, κι έλεγα πως το ’γραψα εγώ— θα μου το ανέβαζε το Εθνικό Θέατρο ή θα μου το απέρριπτε με την υποσημείωση πως είναι λιγάκι «πλαδαρό»; Απλώς μια σκέψη κάνω.
O Ηρακλής, αφού είπε πολλά και διάφορα στη γυναίκα του και στους θεατάς, χώθηκε στο Ανάκτορο και σκότωσε τον Λύκο τον κακό. Στον Λύκο τον κακό, πολύ καλός ήταν ο κ. Γκίκας Μπινιάρης. Αλλά ο Ηρακλής δεν προλαβαίνει να χαρεί την ευτυχία και το μεγαλείο του. Διότι στα κεραμίδια των Ανακτόρων εμφανίζεται μια κοπέλα στα άσπρα ντυμένη και μας λέγει πως λέγεται Ίρις. Αυτή λέει πολλά και διάφορα επί της στέγης, φωτισμένη με προβολείς και σε λίγο εξαφανίζεται. Και τότε ακούγεται μια άλλη στην άλλη άκρη των κεραμιδιών χωρίς να φωτίζεται, ντυμένη στα μαύρα (μόνο το κεφάλι της φαινότανε και δυο χέρια που κουνιόντουσαν) και μας είπε χωρίς να την ρωτήσουμε πως το όνομά της είναι Λύσσα.
Σε λίγο βγαίνει μαινόμενος, όχι ο Ηρακλής, αλλά ένας αγγελιαφόρος, που τον έκανε ο Καζής, και λέει στους γέροντες, που δουλειά δεν έχουν σ’ όλες τις τραγωδίες και ξημεροβραδιάζονται έξω από τα ανάκτορα σα να ’ναι καφενές, πως ο Ηρακλής τρελάθηκε, λύσσαξε από τη Λύσσα και σκότωσε τη γυναίκα του κι έσφαξε τα τρία του παιδιά.
Αυτός ο Καζής, ή τερατολόγος ήτανε ή γεννημένος κουτσομπόλης. Το τί απίθανα πράματα μας έλεγε, δεν μπορώ να σας τα περιγράψω. Λύσσαξε εις το λέγειν αυτό το παιδί.
— Και μπαίνω, που λέτε, και βλέπω... και κάνω και δείχνω... κι όπως ήταν εκεί η γυναίκα του... εκεί τα δυστυχή παιδιά του... και βουτάει το μαχαίρι... και, και... και όλο τέτοια.
Και δε βρέθηκε ούτε ένας άνθρωπος από τους υποτιθεμένους σώφρονας γέρους του χορού να του πει:
— Καλά βρε παιδάκι μου, στόμα δεν είχες να φωνάξεις, αλλά μας φέρνεις προ τετελεσμένου γεγονότος; Μέσα γινόταν μακελειό και κόπτομε κιμά παρουσία του πελάτου, κι αντί να τρέξεις να φωνάξεις γιατρό έκατσες κι αποστήθισες τί είπε ο Ηρακλής και τί απάντησε η γυναίκα του; Και καλά, σκότωσε το πρώτο του παιδί, σκότωσε και το δεύτερο, το τρίτο δεν φώναξε, δεν τσίριξε;
Nά γιατί σας λέω πως μου έμειναν αμφιβολίες. Πιθανόν ο Καζής να εξηγούσε ότι τα έσφαξε απάνω στον ύπνο και γι’ αυτό δεν ακούστηκε φωνή. Πάντως το μόνο που κατάλαβα, ήταν πως εξηγούσε τί συνέβη μέσα στα Ανάκτορα. Αλλ’ εν τοιαύτη περιπτώσει, απορώ γιατί δεν πρόσθεσε και μερικούς φόνους ακόμα, ώστε το έργο να γίνει πιο ρεαλιστικό. Εδώ επρόκειτο περί κοτζάμ Ηρακλέους κι ένας Ηρακλής που παλεύει με λιόντες και πνίγει τρικέφαλους σκύλους στου Άδη, οϊμέ, τα σκοτερά παλάτια, δεν μπορεί να κάνει 4 φόνους μονάχα σα να ’ναι κανένας λοχίας Ζουρνατζής, τη στιγμή μάλιστα που διαθέτει ρόπαλο, μυϊκή δύναμη Καρπόζηλου κι επί πλέον λυσσασμένος. Εδώ άνθρωποι νηφάλιοι και πετυχαίνουν καμιά φορά καλύτερα αποτελέσματα. Εδώ ακούμε κατεδικάσθη διά 17 φόνους και σηκώνουμε τους ώμους. Δεν ξέρω με ποιόν αριθμό εγκλημάτων μπορεί σήμερα να ξαφνιαστεί ένας θεατής, αλλά 4 φαίνονται, σε μας που έχουμε πάθει ένα είδος ανοσίας, απλή αστυνομική παράβαση. Εδώ και τους 300.000 νεκρούς της Χιροσίμα ακόμα τους συνηθίσαμε.
Σάμπως τα σκότωσε κι αυτά που έλεγε ο Καζής; Tα τρία παιδιά που μας είπε ότι τα ’σφαξε ο Ηρακλής, τα είδα να παίζουν ωραιότατα μετά το τέλος της παραστάσεως απ’ έξω. Καθαρές απάτες δηλαδή. Ίσαμε να δώσουμε τα λεφτά μας, σαν τα πανηγύρια με το ακέφαλο σώμα. Κρύφτε τα τουλάχιστον μωρέ, να μην τα βλέπουμε ώστε να τα νομίζουμε πως είναι πεθαμένα. Ή τουλάχιστον δώστε τους εντολή να λένε πως προορίζονται για άλλη παράσταση κι ότι θα σφαχτούν την άλλη Κυριακή.
Στο τέλος συνέρχεται ο Ηρακλής από τη λύσσα κι αποφασίζει ν’ αφήσει τη ζωή, μα τότε, παρουσιάζεται ο Θησέας, του λέει νά ’ρθει στην Αθήνα για να ξεχάσει, και τον πείθει να υπομείνει το πεπρωμένο.
Σωστά. Nά ’ρθει εδώ ο Ηρακλής, που το μέλλον του θα ’ναι εξασφαλισμένο και ν’ απολυσσάξει με τη ζέστη. Και πού ξέρεις; Μπορεί να γίνουν και τίποτα ανδρικά καλλιστεία και να βγει «μίστερ Ελλάς» και να μας δηλώσει κι αυτός πως τα «χόμπι» του είναι η κολύμβηση κι η ιππασία και πως χωρίς άλογο του είναι αδύνατο να κινηθεί, διότι από μικρός βγαίνοντας για ψώνια καβάλαγε άλογο και τράβαγε Ερμού, μπαίνοντας έφιππος στα μαγαζιά και φτάνοντας στον χώρο του Στρατηγείου τ’ άφηνε να βοσκήσει εις τας λειβαδέας της Καπνικαρέας. Έτσι είναι. Άμα συνηθίσει κανείς το άλογο από μικρός, δυσκόλως το στερείται.
Κι όσο για δουλειά, όρεξη να ’χει και του υποσχόμεθα υπερωρίες. Υπάρχει το τέρας της Φοροδιαφυγής, ο Λιόντας της Ατσιδοσύνης, τα μήλα και συλλήβδην τα φρούτα που κατάντησαν χρυσά, η κόπρος των βοτσάλων. Καλοδεχούμενος θα ’ναι μετά ή άνευ ροπάλου, να τον βάλουμε τροχονόμο να βάλει σε τάξη τους αφηνιάσαντες ίππους του Διομήδη, του Αρχιμήδη, του Αριστείδη και παντός καθημένου στο βολάν, διότι μήτε «πράσινα κύματα» μας σώζουν πια, μήτε κόκκινα. Έλα, πεχλιβάνη Ηρακλή να τρομάξουν οι μανδαρίνοι και να χαθούν στα Τάρταρα της γης. Έλα αγόρι μου με τον Κάπρο σου να τον αμολάς κυριακάτικα ν’ ανοίγει δρόμο στον «Άγνωστο», διαλύοντας τους αστυφύλακες, γιατί δεν είναι βιολί αυτό, να παραλύει ο ρυθμός της Αθήνας για μια κατάθεση στεφάνου. Έλα εδώ Ηρακλή και σου υποσχόμεθα τον στέφανον αυτόν να σ’ τον κοτσάρουμε στο κεφάλι, αν μας απαλλάξεις από την αστυνομική Ζώνη της Απόλυτης περιφρονήσεως προς τον κοινόν νου.
Αυτά που λέτε είδα, χωρίς όμως ν’ ακούσω, στην Επίδαυρο. Και μετά έτρεξα αναστατωμένος και βούτηξα το αυτοκίνητό μου για την επιστροφή. Κακά προαισθήματα πλημμύριζαν την ψυχή μου. Θέλεις να εμφανισθεί καμιά Λύσσα στα κεραμίδια και να βρω σφαγμένα τα παιδιά μου στο γυρισμό; Aς πατήσω γκάζι να προλάβω καμιά συμφορά. Kαι πάτησα που λέτε γκάζι κι άρχισα να προσπερνάω ένα ένα τ’ αυτοκίνητα, μέσα σε αποθέωση σκόνης.
Kι απάνω που προσπερνούσα το πέμπτο, που μου φάνηκε πως βραδυπορούσε, ακούω έναν μοίραρχο που πετάχτηκε μπροστά μου, γιατί παραφύλαγε φαίνεται, να φωνάζει και να ωρύεται:
— Γιατί, γιατί προσπερνάς τ’ αμάξια μωρέ; Δεν ξέρεις πως απαγορεύεται; Χώσου στη σειρά σου... ρατά... σταρδε...
Και μου έλεγε κι άλλα λόγια πικρά στα σκοτεινά, ώσπου απομακρύνθηκα και δεν άκουγα πια τί έλεγε.
Μέχρι Ναύπλιο πήγα καροτσάκι πίσω από ένα λεωφορείο. Δεν υπήρχε λόγος να βιάζομαι. Η Λύσσα απεδείχθη ότι είχε εμφανισθεί στη Στέγη της Χωροφυλακής Επιδαύρου.
Στις 12 και μισή βρέθηκα στην Κόρινθο. Μπήκα σ’ ένα μαγαζί με φώτα και ζήτησα να φάω. Οι άνθρωποι ήταν πονετικοί και μου φέρανε ένα πιάτο φαΐ, αλλά κρύο. Τους ρώτησα γιατί τέτοια μέρα δεν ανάβουν φωτιά —μια και θά ’ρθουν κι άλλοι από το Φεστιβάλ λυσσασμένοι, της πείνας της φαρμακερής παιδιά— κι έλαβα την απάντηση πως και πέρυσι που κρατήσαν τις φωτιές αναμμένες, λίγοι περάσανε. Τα ίδια μου είπαν και πέρυσι στο Ναύπλιο, σ’ ένα υποτίθεται κεντρικό μαγαζί. Kαι το αποτέλεσμα θα ’ναι, του χρόνου, να παίρνουν όλοι φαΐ μαζί τους πηγαίνοντας στην Επίδαυρο για να λαμβάνει μετά την παράσταση χώραν και το Φεστιβάλ του Τσιγγαναριού ή να σκορπίζονται οι περισσότεροι στα ενδιάμεσα χωριουδάκια του Κρανιδιού ή των Μπρουντζέικων, όσοι απεχθάνονται το παγωμένο λίπος και να προτιμούν τους χωρικούς μαγαζάτορες που από βλακεία φαίνεται κατορθώνουν να έχουν φωτιά όλη τη νύχτα και να σιγοψήνουν αρνιά και κοκορέτσια και να ’χουν κυριακάτικα και φρέσκο χωριάτικο ψωμί. Δυο οκάδες κάρβουνα, που ν’ ανάβονται κατά τις 12, με τη λήξη του Φεστιβάλ, ώστε να προσφέρονται μερίδες ζεστές, είναι φαίνεται κάτι το ασύλληπτον που δεν μπορεί να χωρέσει το μυαλό του Ναυπλιέως και Κορινθίου καταστηματάρχου.
Το Φεστιβάλ κάνει το καθήκον του. Φέρνει επί 4 βδομάδες από 15.000 ανθρώπους κάθε Σαββατοκύριακο. Ουδείς δε απ’ αυτούς, μετά τη λήξη της παραστάσεως, διανοείται να φάει στην Κόρινθο. 15.000 άνθρωποι προς 20 δρχ. το κεφάλι μάς κάνουν 300.000 δρχ. Αυτό το ποσόν κατορθώνει ο Τουρισμός και το φέρνει στον Νομό Αργολιδοκορινθίας, κύριοι, στα πόδια σας. Κανείς δεν ενδιαφέρεται να τα μαζέψει;
Ώρες είναι μου φαίνεται ν’ ανοίξω κανένα πατσατζίδικο στην Νταλαμανάρα με ισπανικά νούμερα και να τα μαζεύω εγώ.
Όπως βλέπετε, έλυσα κι αυτό το πρόβλημα.
Χαρούμενος τώρα που βρήκα επιτυχείς λύσεις, προχωρώ για την Αθήνα. Προσπερνώ χάριν γούστου δυο θηριώδη ιδιωτικά με πλούσια τα ελέη εις μέταλλα και προφυλακτήρες, αισθάνομαι νικητής για δυο χιλιόμετρα και νιώθω άνετα στο βολάν. Βλέπω στη διαδρομή σταματημένα φορτηγά και ιδιωτικής χρήσεως ν’ αλλάζουν νυχτιάτικα λάστιχα και λέω γελώντας:
— Δεν είναι τίποτα. Λάστιχα είναι, τρυπάνε. Αλλάχτε τα.
Μέχρι τα Μέγαρα γίνομαι πειραχτήρι. Μέχρι Μεγάλο Πεύκο, σαρκαστής. Γελούσα σαρδονίως μέσα στη μαύρη νύχτα. Έξω από τη «Χαλυβουργική», αισθάνθηκα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Είπα να σταματήσω, αλλά επειδή ήταν σκοτεινά, αποφάσισα να το πάω μέχρι τα Διυλιστήρια, ώστε φέγγοντας η φλόγα του φωταερίου να δω τί συμβαίνει. Έκανα όμως τρακόσια μέτρα και στάθηκε αδύνατο να προχωρήσω. Αναγκάστηκα να κατέβω και ν’ ανάψω σπίρτα.
Τίποτα το σοβαρό. Λάστιχο με είχε πιάσει. Kαι τα λάστιχα τρυπάνε. Kαι όταν τρυπάνε, τ’ αλλάζεις. Kαι για να τ’ αλλάξεις γίνεσαι χάλια. Kι όταν γίνεσαι χάλια βλαστημάς και τα βάζεις με τις εταιρείες που πάνε και φτιάχνουν τα πρατήριά τους όπου έχει φως.
Τί έλεγα πριν; Πως θ’ ανοίξω κέντρο στην Νταλαμανάρα; Λοιπόν, σκέφτηκα πως θα κάνω κάτι καλύτερο. Θ’ ανοίξω βουλκανιζατέρ απέναντι από τη «Χαλυβουργική». Θα βάλω φωτεινή επιγραφή META TO ΦEΣTIBAΛ EΠIΣKEΦΘΕΙTE MAΣ - ΔIANYKTEPEYOMEN. Το κακό είναι πως μόλις τ’ ανοίξω εγώ, τότε είναι που θα κυκλώσουν 10 βουλκανιζατέρ κατά το Ρωμαίικο σύστημα. Σάμπως τα ίδια δεν κάνανε με τα σουβλάκια; Ένας πρωτάρχισε, και πλημμύρισε η Αθήνα. Tα ίδια μήπως δεν κάνανε και με τα παγωτά χωνάκια; Αλλά Ρωμιοί δεν είμαστε; Tί περιμένεις;
Μπάφιασα με την αλλαγή της ρόδας. Αισθάνθηκα να διψώ. Ήθελα να πλύνω και τα χέρια μου. Πουθενά δεν φαινόταν καφενείο. Aχ, να είχα ένα παγωτό, ευχαρίστως θα το ’τρωγα. Θα ’πρεπε σε μια τόσο μεγάλη διαδρομή να υπήρχαν μερικά καταστήματα, ώστε να δροσίζεται κανείς μ’ ένα παγωτό.
Το βουλκανιζατέρ το έβλεπα μάλλον παθητικό. Το παγωτό χωνάκι το ’βλεπα με προοπτική. Ας φτάσω με το καλό στην Αθήνα και βλέπουμε. Αυτά τα πράγματα δε θέλουν βιασύνη.
Έβαλα μπρος και συνέχισα. Ήταν μαγεία η θάλασσα. Ανέπνευσα το ζωογόνο ιώδιο. Μετά από τέτοια διαδρομή και μετά την απώλεια τόσων θερμίδων, ο οργανισμός του ανθρώπου ευχαρίστως δέχεται ένα σουβλάκι πικάντικο. Αλλά πού να βρεις σουβλάκι τέτοια ώρα.
Πήρα τα κεφάλαιά μου από τα παγωτά και δοκίμασα να τα ρίξω όλα στο πρότυπον Σουβλακοπωλείον. Έβλεπα κιόλας το κατάστημά μου γεμάτο καπνούς και κνίσες, την γυναίκα μου να μην προλαβαίνει να σερβίρει, εγώ στον πάγκο να τακτοποιώ τα λεφτά χωριστά τα πενηντάρικα και χωριστά τα κατοστάρικα και τα δυο μου παιδιά με καθαρά ρουχαλάκια να στέκονται στην πόρτα και να φωνάζουν: «Για περάστε κύριοι, που διανυκτερεύομεν... Για περάστε...».
Να δουλέψω 10 χρόνια έτσι, 10 φεστιβαλικές σεζόν γεμάτες, και κλείνοντας τα μάτια μου κάποτε ν’ αφήσω στους γιους μου μια ανθούσα επιχείρηση.
Ξημερώματα, από κάποιο λόφο του Σκαραμαγκά, αντίκρισα τα χώματα της Aθήνας. H καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Άραγε θα με γνώριζαν όταν θα έφτανα στο σπίτι μου έπειτα από τόσον καιρό; Σαράντα δύο ετών τους είχα εγκαταλείψει. Πώς να ’γιναν τα παιδιά μου έπειτα από τόσο μακρύ χωρισμό;
Έξω από το σπίτι μου ένα παλληκάρι ωραιότατο με περίμενε, ώς 20 ετών απάνω κάτω.
Το έσφιξα τρυφερά στην αγκαλιά μου.
— Παιδί μου, δεν με αναγνωρίζεις; Πώς μεγάλωσες έτσι;
Και φίλησα τον έκπληκτο γαλατά

Κυριακή 11 Ιουνίου 2023

"Αντίσταση", "Παραλλαγή σ’ ένα θέμα", "Λαϊκό ζευγάρι". Τρία ποιήματα του ποιητή Χρίστου Λάσκαρη (1931-11.6.2008)

 ...............................................................



Χρίστος Λάσκαρης (1931 - 11.6.2008)





Αντίσταση

Το ακατόρθωτο επιχειρεί η ψυχή
σ’ αυτή τη ζωή
της πολυκατοικίας.
Τη μέρα αντιστέκεται στο ασανσέρ,
το βράδυ στις τηλεοράσεις.
Και τα μεσάνυχτα,
που εξαντλείται ο θάνατος,
πληγώνει τα φτερά της στο φωταγωγό
για λίγο παιδικό φεγγάρι



Παραλλαγή σ’ ένα θέμα


Μέρες πάνω στις μέρες,
κι από κάτω να στενάζει πλακωμένη
μια ζωή. 




Λαϊκό ζευγάρι


"Μπορεί να λέγεται Ολυμπία
και να μην έχει πάει στο γυμνάσιο,
να 'ναι χοντρή
και ν' αγοράζει βερεσέ από το περίπτερο,
να μασουλάει τσίχλα
και να τραγουδάει.
Κι αυτός να λέγεται Αποστόλης
και να μην έχει πάει στο γυμνάσιο,
να 'χει συνήθειες λαϊκές,
να πίνει
και να κάνει μεθυσμένος έρωτα
κι όμως εσύ ο ανώτερος
να τους ζηλεύεις

"...η μνήμη της ανατριχίλας, του πάθους και της ορμής που κραύγαζε να ξεχειλίσει, δεν σβήνεται." Από τον συνάδελφο και φίλο στο fb Νίκο Χατζόπουλο (facebook, 10.6.2023)

 ...............................................................


"...η μνήμη της ανατριχίλας, του πάθους και της ορμής που κραύγαζε να ξεχειλίσει, δεν σβήνεται."


Από τον συνάδελφο και φίλο στο fb Νίκο Χατζόπουλο (facebook, 10.6.2023)


"Μαθητές γυμνασίου ακόμα, εκεί στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, ανακαλύπτοντας τον Γιάννη Μαρκόπουλο, ξύπνησε ξάφνου μέσα μας, ορμητικά, μια άλλη Ελλάδα. Στη "Λήδρα" της Πλάκας, όπου ιερουργούσε (συνειδητά χρησιμοποιώ τη λέξη) με τον Νίκο Ξυλούρη, πλημμυρίζαμε ανατριχίλες, κόμπους στο λαιμό, δάκρυα, ενθουσιασμούς και ξεσηκώματα μιας εφηβείας ναρκωμένης από τους συνταγματάρχες και το αυστηρό σχολείο με τις μύριες απαγορεύσεις. Για χρόνια, ο "Ήλιος ο Πρώτος", το "Χρονικό", τα "Τραγούδια του νέου πατέρα", η "Ιθαγένεια", ο "Στράτης ο θαλασσινός", τα "Ριζίτικα", η "Θητεία", ήταν το ευαγγέλιό μας, ο παλμός, ο γλυκασμός, η συγκίνηση, η καταφυγή και η δύναμή μας. Κι αργότερα, στα πρώτα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, οι "Μετανάστες", και ως ένα βαθμό ο "Θεσσαλικός κύκλος" και οι "Ελεύθεροι πολιορκημένοι". Κάπου τον χάσαμε, όταν άρχισε να καταπιάνεται με τους Ορφικούς Ύμνους και τα συναφή. Αλλά είχαμε αλλάξει κι εμείς.
Με το φευγιό του Γιάννη Μαρκόπουλου, πεθαίνει κι επισήμως μέσα μας το θεμέλιο των νιάτων μας. Μοιραίο. Σε κάποιους είχε ήδη πεθάνει, και άλλοι είχαμε βρει άλλους τρόπους να το διαχειριστούμε, ή να το απομυθοποιήσουμε. Αλλά η μνήμη της ανατριχίλας, του πάθους και της ορμής που κραύγαζε να ξεχειλίσει, δεν σβήνεται."

---------------




ΥΓ: Η φωτογραφία είναι από το 1976.






Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

"Μία απ’ όλα – με ή χωρίς;" άρθρο της Νόρας Ράλλη (από «Τα Εκτός Ύλης» και τις «Νησίδες» της «Εφημερίδας των Συντακτών», 22.4.2022)

 ............................................................



"Μία απ’ όλα – με ή χωρίς;" άρθρο της Νόρας Ράλλη (από «Τα Εκτός Ύλης» και τις «Νησίδες» της «Εφημερίδας των Συντακτών», 22.4.2022)












ΤΟ ΣΥΝΑΝΤΑΜΕ καθημερινά και παντού. Το βλέπουμε, το κατοικούμε, το φοράμε, το τρώμε, το ακούμε. Αντίστοιχα (και ανάλογα με τις άμυνες του καθενός) μας βλέπει, μας κατοικεί, μας φοράει, μας γεύεται. Όσο για το «μας ακούει», γι’ αυτό διατηρώ πλείστες επιφυλάξεις. Ο λόγος για το «μοντέρνο» και το «μετα-μοντέρνο», για το στιλ και το περιεχόμενο. Για το «με» ή «χωρίς» στο «σουβλάκι» ή τη σαλάτα μας…

Να ‘ταν μόνο ένα, καλά θα ‘ταν. Έλα, όμως, που δεν είναι. Αρκετές φορές έχω βρεθεί σε κάτι μικρά, άγνωστα χωριουδάκια μέσα στο υπέροχο ελληνικό τοπίο (όσο έχουμε ακόμα αφήσει σε ησυχία δηλαδή) και δεν πιστεύω στα ωραία και μεγάλα, μεγάλα μάτια μου: ένα σπίτι παραδοσιακό, δίπλα του ένα πολύχρωμο με κίονες, παραδίπλα ένα με κεραμικά και γυαλί, πιο πέρα απλώς χαλάσματα, παραδίπλα τσίγκοι και μπετά… Να ‘ταν μόνο μία, καλά θα ‘ταν – έλα όμως που δεν! Πόσες φορές έχουμε οι περισσότεροι βρεθεί σε γεύμα που μέσα στο ίδιο πιάτο είναι και αλμυρό και γλυκό και ένα τσακ από πικρό και ένα παρατσάκ από ξινό (και πάντα όλα τίγκα στο αλάτι). Το τρως, ίσως και να το καταπιείς, ίσως και να ντραπείς να αξιολογήσεις τη «fusion» κουζίνα, μπορεί και να σ’ αρέσει. Το θέμα είναι, αν σε ρωτήσουν τι έφαγες, τι θα πεις; Το ίδιο και με το ντύσιμο. Να πω για το σινεμά; Για τη λογοτεχνία; Την αρχιτεκτονική; Ή μήπως να πιάσω το θέατρο;

Όλα τα παραπάνω τα συνδέει μια λεξούλα: μετα-μοντερνισμός. Η τάση αυτή ξεκίνησε ως κάτι το πραγματικά ριζοσπαστικό. Θέλοντας ν’ αγνοήσει το σινεμά του δημιουργού για παράδειγμα (αν μιλάμε για κινηματογράφο) και το δικαίωμα των μεγάλων auteur (όπως στη nouvelle vague) να κάνουν τα δικά τους, έβγαλε στο προσκήνιο νέους καλλιτέχνες που ήθελαν να κριτικάρουν τις υφιστάμενες έως τότε καταστάσεις και νόρμες και να περιγράψουν ένα νέο status quo, μετουσιώνοντας τη θεωρία τους για τις επικείμενες αλλαγές της μετανεωτερικότητας σε δημιουργία όλων των ειδών. Όπου χώραγαν όλοι. Ως ρεύμα ξεκίνησε ήδη γύρω στο 1920 κυρίως μέσα από τη μουσική, για να φτάσει στην πλήρη δόμησή του (ως αποδόμηση όλων) μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αυστηρή ιεραρχία και η οργανωμένη δομή έδωσαν τη θέση τους στην αντίφαση, την ασάφεια, την ποικιλομορφία και τη διασυνδετικότητα. Συγγραφείς και καλλιτέχνες ήθελαν ν’ αναπνεύσουν, εμφανώς απογοητευμένοι από την αποκρουστικότητα του πολέμου. Λογικό… και αναγκαίο!

Σήμερα όμως; Σήμερα ο Μπένι Χιλ που έκανε καριέρα επί Θάτσερ μάς πασάρεται ως «σοβαρή καλλιτεχνική δράση». Η Λανθιμίτιδα από τη μια και η Σεφερλιάδα από την άλλη κυριαρχούν (ειδικά αν μιλάμε για την Ελλάδα) και μάλιστα σε όλες ανεξαιρέτως τις μορφές τέχνης, αλλά και στη μόδα και στην τροφή. Παντού (με ελάχιστες εξαιρέσεις) επικρατεί το στιλ έναντι του περιεχομένου: τα βάζω όλα μαζί, αχταρμά και αυτό. Τι θέλει να πει ο «ποιητής» κανείς δεν ξέρει. Δύσκολο πράγμα η αφήγηση. Ακόμα δυσκολότερη η πραγματική πρωτοπορία. Ή έστω ένα έργο που, ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνεις, μπορείς να το νιώσεις.

Πλείστα τα παραδείγματα σε όλες τις μορφές τέχνης μα και στην καθημερινή διαβίωση. Το πρόταγμα είναι μόνο ένα: Να είμαι. Να ακούγομαι. Να φαίνομαι. Τι είμαι, τι λέω, τι δείχνω λίγη σημασία έχει. Μάλλον καμία. Με ένα ολόκληρο σύστημα (οικονομικό από τη μια και μανατζαρέικο/επικοινωνιακό από την άλλη) να με στηρίζει, γιατί θα πρέπει να δώσω λογαριασμό στον κάθε θεατή, χρήστη, πολίτη; Πετάω στη «σαλατιέρα» (που συνήθως δεν έχει καν πάτο – έτσι για την… πρωτοπορία!) όλα τα υλικά, όλα όμως, ρίχνω και μπόλικο «αλάτι», να μην καταλαβαίνεις γεύση και το προβάλλω «ως προϊόν της εποχής».

Ποιας εποχής; Ούτε και με νοιάζει. Το θέμα είναι ότι το σύστημα θα είναι εκεί να με προβάλει. Και η όποια διαφορετική άποψη, έστω και ως ερώτηση(ούτε καν ως κριτική) απλά δεν θα ακουστεί. Γιατί όταν απλώνω το «στιλ», δεν υπάρχει χώρος για το «περιεχόμενο».

Και άντε ψάξε εσύ μετά (με τον χρόνο που δεν έχεις, την αισθητική που δεν πρόλαβες να αναπτύξεις, τις άμυνες που… ποιες άμυνες;… και τις γνώσεις που δεν ξέρεις πού να τις ψάξεις) να βρεις το νόημα. Ούτε καν!



Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

"Το θέατρο στο σκοτεινό μέλλον" γράφει ο Γρηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 27.4.2020)

..............................................................


Το θέατρο στο σκοτεινό μέλλον





"...Η πολιτεία πρέπει να βρει τρόπους να βοηθήσει με κάποιο πρόγραμμα, υποστηρικτικό και αναγκαίο στους καιρούς που θα έλθουν. Όχι σαν ελεημοσύνη, μα σαν στήριξη ενός κλάδου που θα περάσει περίοδο απελπιστικής κρίσης. Και ας σκεφτούν από τη μεριά τους και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες τι θα κάνουν. Προς το παρόν προτείνω την ιδέα του Θεάτρου Τέχνης για επί μισθώσει διαδικτυακές παραστάσεις..."


γράφει ο Γρηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 27.4.2020)



Είχα ζητήσει από την εφημερίδα να μου παραχωρήσει χώρο τις επόμενες εβδομάδες για να απλώσω σε συνέχειες ένα εκτενές αφιέρωμα για το ελληνικό θέατρο των τελευταίων δεκαετιών. Με το που ξεκίνησα ωστόσο να γράφω μου ήταν αδύνατον να συγκεντρωθώ. Ηταν οι κουβέντες που αντάλλαξα με αγαπητούς συνεργάτες και φίλους στο τηλέφωνο και η ανησυχία που εισέπραττα από τον χώρο∙ ήταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στα δίκτυα, πιθανόν η ίδια η ψυχολογική κατάσταση ύστερα από τόσες ημέρες εγκλεισμού... Ολοι λίγο-πολύ στρέφονται σε αυτό που απασχολεί τον επαγγελματικό κλάδο του θεάματος. Πως μετά την πρώτη ψύχραιμη αντιμετώπιση της κατάστασης ο ορίζοντας για την επόμενη καλοκαιρινή σεζόν, μα και για τη χειμωνιάτικη, δείχνει ξαφνικά πολύ σκοτεινός.

Ας περιμένει για λίγο το αφιέρωμα... Οπως το καταλαβαίνω, μοιάζει να ανοίγονται δύο σενάρια για το προσεχές μέλλον (μέχρι να εμφανιστεί το αναθεματισμένο εμβόλιο) από τα οποία ειλικρινά δεν ξέρει κανείς ποιο να πρωτοεπιλέξει για εφιάλτη. Το πρώτο θέλει τα θεάματα και τους χώρους καλλιτεχνικής συνεστίασης να παραμένουν «κλειστά» μέχρι νεωτέρας, με τα καλά νέα να έρχονται του χρόνου τέτοιο καιρό ή και αργότερα, ας πούμε το επόμενο καλοκαίρι. Μια ολόκληρη σεζόν δηλαδή χαμένη, με τα περισσότερα, αν όχι με όλα τα θέατρα κλειστά. Κι όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό ως απειλή, ποιος θα έδινε άδικο σε εκείνον που θα απαγόρευε την ανταλλαγή χνότων την ώρα της παράστασης, μα και μπροστά στο ταμείο, στο φουαγιέ, στην αναμονή του τρίτου κουδουνιού;... Το πρόβλημα με τα ευρύχωρα θέατρα είναι πως μαζεύουν πολύ κόσμο∙ και με τα άλλα, τα «πρωτοποριακά» και εκλεκτικιστικά πως είναι από μόνα τους πολύ στενάχωρα.

Το δεύτερο σενάριο που μου περιέγραψαν θέλει τα θέατρα να ανοίγουν, τηρώντας όμως «ευλαβικά» τους γνωστούς κανόνες κοινωνικής αποστασιοποίησης. Σαν να θέλεις να φας σκορδαλιά και να δηλώνεις αλλεργικός στο σκόρδο. Το θέατρο (και τα μουσικά του ξαδέλφια), θυμίζω, διαφέρει από τις άλλες τέχνες στο ότι ακριβώς είναι «κάτι» που το κάνουμε όλοι μαζί, ταυτόχρονα ο ένας κοντά στον άλλο. Αν αλλάξεις αυτή τη συνθήκη πιθανόν θα καταλήξεις σε μια άλλη ενδιαφέρουσα πρόταση - που τέλος πάντων θα ξέρει πώς να σερβίρει κατεψυγμένα ως κυρίως πιάτο. Πάντως «θέατρο» δεν θα είναι.


Προσπαθώ να βάλω με τα μυαλό μου μια τέτοια συνθήκη… Επισκεπτόμαστε ένα θέατρο από χωριστούς δρόμους. Συναντούμε φίλους που χαιρετούμε από απόσταση, σχολιάζουμε έξω, στο κρύο, την παράσταση κρατώντας αποστάσεις δύο μέτρων ο ένας από τον άλλο. Και μετά μπαίνουμε σε ομάδες των τριών, όπου μασκοφορεμένοι ταξιθέτες μάς οδηγούν στη θέση μας. Τότε μόνο αντιλαμβανόμαστε πως θα καθίσουμε όλοι (και τα ζευγάρια;) σε απόσταση μιας-δυο θέσεων ο ένας από τον άλλο, όμοια με τις εξεταστικές πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων. Σε αυτή την όμορφη και χαλαρή ατμόσφαιρα τα φώτα χαμηλώνουν και μπορούμε πια να βυθιστούμε στην παράσταση… Μα ένα λεπτό! Αυτοί εκεί, απέναντι, πώς έκαναν πρόβα; Και ακόμα χειρότερα, τι έργο είναι αυτό που επιτρέπει μια τόσο πρόστυχη γειτνίαση σωμάτων; Είναι να αναρωτιέται κανείς αν οι κανόνες που ισχύουν για τους ηθοποιούς, οφείλουν να τηρούνται και από τους ρόλους των κλασικών έργων...

Ωραία πράγματα… Και σκεφτείτε για λίγο και τους καλλιτέχνες, τους ηθοποιούς και μουσικούς, που θα πρέπει να παίζουν μπροστά σε μια ξεδοντιασμένη πλατεία, ενώπιον του ενός τρίτου του κανονικού κοινού, που θα φορά από πάνω και χειρουργικές μάσκες και κάθε φορά που θα ακούει το όποιο βηχαλάκι εντός αιθούσης θα ξεχνά αστραπιαία έργο, παράσταση και καλούς τρόπους. Αν συμβούν έτσι τα πράγματα, τότε πράγματι θα μιλούμε για θέατρο ντουμπλ-φας. Θα κοιτιέται κι από τις δυο μεριές: από την πλατεία στη σκηνή, και τούμπαλιν.

Να όμως που κάνω κι εγώ πάλι το ίδιο λάθος. Επιμένω να βλέπω τα πράγματα από την καλλιτεχνική τους πλευρά, την αισθητική όψη, λησμονώντας πως το προκείμενο αυτή τη φορά δεν βρίσκεται σε μια μεταμοντέρνα αντίληψη των επιπτώσεων του παγκόσμιου μπαμπούλα. Οχι, για μια φορά ας προσγειωθούμε λίγο στη γη, για να δούμε τι σημαίνει όλο αυτό όχι για την «τέχνη», αλλά για τους ανθρώπους της.

Γιατί καθόλου ή λίγο θέατρο σημαίνει για τους περισσότερους από αυτούς ακέραιη οικονομική απελπισία. Ας το θυμηθούμε πρώτα οι ίδιοι για να το θυμίσουμε μετά στους άλλους. Το θέαμα είναι πιθανόν επάγγελμα με τις δικές του ιδιαιτερότητες, διατηρεί ωστόσο μια αδήριτη ομοιότητα με τα υπόλοιπα: Και σε αυτό, αν δουλέψεις θα φας. Μετά τις τόσες αναρτήσεις καλλιτεχνών και μια νοοτροπία στον χώρο που σε κάνει να ντρέπεσαι να παραδεχθείς πως κάνεις θέατρο και για κάτι άλλο εκτός από «την ψυχή σου», ξεχνάμε πως πρόκειται για επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται σε συνθήκες καπιταλισμού, πως για τον έναν, τον «πετυχημένο», τον «ακριβό» και «περιζήτητο», αναλογούν εκατοντάδες αφανείς, με πενιχρά εισοδήματα και τρομερή ανασφάλεια. Είναι ωστόσο ίδιοι με εμάς στις ανάγκες, οι οποίες δεν περιορίζονται ασφαλώς σε ένα πιάτο φαΐ. Θέλω να πω πως οι περισσότεροι τοποθετούμε τον καλλιτέχνη σε στάτους διαρκούς νεότητας. Κι όμως όλοι γνωρίζουμε ότι από μια ηλικία και μετά το (κάθε) επάγγελμα γίνεται πεπρωμένο. Με αυτό μεγαλώνεις, με αυτό κάνεις οικογένεια και παιδιά, πληρώνεις τα ρούχα και το μπαλέτο της μικρής, το ενοίκιο και το στεγαστικό, το playstation του λεβέντη. Ναι, με τον Αμλετ, τον Ψαθά και το βιολί σου τα πληρώνεις. Είναι και αυτά «θέατρο».

Ευτυχώς που διατηρείται μέσα σου η μυστική πεποίθηση ότι δεν διάλεξες εσύ το θέατρο, αλλά μάλλον αυτό εσένα... Οταν δεν έκανες τους γονείς σου και πολύ χαρούμενους με την επιλογή σου. Οταν και για όσο δεν παίζεις σε κάποιο γνωστό σίριαλ, τα οικογενειακά τραπέζια παραμένουν βάσανο. Και όταν, όσο μεγαλώνεις και βλέπεις τη μετριότητα να γίνεται η ρουτίνα σου, αντιμετωπίζεις τα πράγματα αλλιώς.

Κοντά σε αυτά έρχεται και το άλλο σήμερα. Νιώθεις πως στα δύσκολα κανείς δεν σε θυμάται ούτε κατά βάθος σε χρειάζεται. Μια καραντίνα έδειξε ποιους χρειαζόμαστε περισσότερο από τους ηθοποιούς – μέχρι και οι κομμωτές δικαιούνται να αισθάνονται δικαιωμένοι. Αν δεν ανεβάζαμε τις παραστάσεις μας στο διαδίκτυο –έστω «για τη διασκέδαση των φίλων»–, σε ποιον αλήθεια θα λείπαμε εκεί έξω;…

Θέλω λοιπόν να πω ότι υπάρχει αληθινή ανάγκη για αυτούς τους επαγγελματίες. Ας μην επαναλάβω το γιατί. Είναι καιρός για έργα. Η πολιτεία πρέπει να βρει τρόπους να βοηθήσει –με τι άλλο;– με κάποιο πρόγραμμα, υποστηρικτικό και αναγκαίο στους καιρούς που θα έλθουν. Οχι σαν ελεημοσύνη, μα σαν στήριξη ενός κλάδου που θα περάσει περίοδο απελπιστικής κρίσης. Και ας σκεφτούν από τη μεριά τους και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες τι θα κάνουν. Το μόνο που μπορώ προς το παρόν να προτείνω είναι την ιδέα του Θεάτρου Τέχνης για επί μισθώσει διαδικτυακές παραστάσεις. Φαντάζομαι τι σκέφτεστε πολλοί γι’ αυτό… Μα εκεί που κινδυνεύουμε να βρεθούμε, μοιάζει με μια κάποια λύση.


Και μακάρι να μη βρεθούμε ποτέ εκεί. Μακάρι να τα σκεφτόμαστε αυτά κάποτε, σαν κακό εφιάλτη.

Κυριακή 19 Απριλίου 2020

Ο Μανώλης Γιούργος διαβάζει το αφήγημα "ΚAΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΑΝΕΣΤΗ" του Αντώνη Σουρούνη (youtube, 19.4.2020)

.........................................................







Αντώνης Σουρούνης
(1942 - 2016)










Ο Μανώλης Γιούργος διαβάζει το αφήγημα ΚAΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΑΝΕΣΤΗ του Αντώνη Σουρούνη από τη συλλογή αφηγημάτων του "Μισόν αιώνα άνθρωπος" (Καστανιώτης 1996)






Τρίτη 14 Απριλίου 2020

"Ιστορίες από τον παλιό κόσμο: όταν το μοντέλο κουλτούρας αλλάζει" της Ματίνας Καλτάκη ("Καθημερινή", 12.4.2020)

..............................................................



Ιστορίες από τον παλιό κόσμο: όταν το μοντέλο κουλτούρας αλλάζει




Από την παράσταση "Αυτόχειρες παρθένοι" της Σουζάνε Κένεντι, βασι-
σμένη στο μυθιστόρημα του Τζέφρι Ευγενίδη, που παρουσιάστηκε το
περασμένο καλοκαίρι στην Πειραιώς 260.
                             της Ματίνας Καλτάκη ("Καθημερινή", 12.4.2020)


Υπάρχει ένα είδος πολιτικής ορθότητας στο πεδίο της καλλιτεχνικής πράξης που καθιστά ανεπιθύμητο τον διάλογο για το πού βρίσκεται σήμερα το θέατρο, αν υπάρχει κάποιος έγκυρος Κανόνας βάσει του οποίου να ξεχωρίζει τι αξίζει και τι όχι και, βέβαια, πού συναντιέται ο αξιακός κώδικας των δημιουργών με τις ανάγκες και απαιτήσεις του σημερινού κοινού. Η εν ισχύι «ορθοδοξία» για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται ένα καλλιτεχνικό έργο (εν προκειμένω μία παράσταση), την οποία όποιος αμφισβητήσει κρίνεται αυτομάτως συντηρητικός και «παρωχημένος», διαμορφώθηκε σταδιακά κατά τον 20ό αι. μέσα από τις μικρές και μεγαλύτερες ρήξεις των κινημάτων της λεγομένης «ιστορικής πρωτοπορίας». Η προσωπική έκφραση θεοποιήθηκε, η πρόθεση του δημιουργού κρίθηκε σημαντικότερη από αυτά καθαυτά τα χαρακτηριστικά του δημιουργήματός του και την υποδοχή του από το κοινό.

Στο θέατρο τολμηροί, σπουδαίοι Ευρωπαίοι σκηνοθέτες, μέσα από την πραγμάτωση του προσωπικού τους οράματος, ανανέωσαν τους κώδικες της σκηνικής τέχνης και άλλαξαν τον τρόπο που βλέπουμε θέατρο. Η επί αιώνες εδραιωμένη αρχή σύμφωνα με την οποία οι καλλιτέχνες όφειλαν να υπολογίζουν το κοινό στο οποίο απευθύνονταν – είτε για να του προσφέρουν εύκολη διασκέδαση (στις πιο «εμπορικές» εκδοχές του) είτε σοβαρή ψυχαγωγία, έπαψε να απασχολεί.

Στην κατεύθυνση αυτή, όσο προχωρούσε ο 20ός αι., πολλοί σκηνοθέτες, παρά τον συλλογικό χαρακτήρα της σκηνικής τέχνης, θεώρησαν ότι μπορούν να λειτουργούν όπως οι εικαστικοί καλλιτέχνες. Oπως δηλαδή ένας ζωγράφος ή γλύπτης, ο οποίος μόνος στο εργαστήριό του δημιουργεί κάτι που σε δεύτερο χρόνο θα εκθέσει, καλώντας το κοινό να το δει και να το «οικειοποιηθεί» ελεύθερα, σύμφωνα με τις προσληπτικές του δυνατότητες. Αμβλύνθηκε η σημασία της απεύθυνσης και τη δημιουργική διαδικασία δεν επηρέαζε πια αρκούντως η επικοινωνία του δημιουργού με τους θεατές.

Γι’ αυτό και οι παραναγνώσεις και οι παρερμηνείες των κλασικών, φαινόμενο οικείο στην Ιστορία του Θεάτρου, σήμερα έχουν διαφορετική σημασία απ’ ό,τι είχαν π.χ. τον 18 αι., όταν κανείς δεν είχε πρόβλημα με την αλλοίωση των σαιξπηρικών έργων εφόσον το σημαντικό ήταν να ευχαριστηθεί το κοινό. Είναι χαρακτηριστική, για παράδειγμα, η διασκευή της «Τρικυμίας» από τον Τζον Ντράιντεν (1631 - 1700), σπουδαίο ποιητή, μέγα σατιρικό, μεταφραστή και κριτικό, και τον επίσης σεβαστό ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Γουίλιαμ Ντάβεναντ (1606-1668): έκοψαν τα 2/3 του πρωτοτύπου και πρόσθεσαν κάμποσα πρόσωπα στο όνομα της δραματουργικής «συμμετρίας». Ο Ντάβεναντ υπέγραψε κι έναν «Μακμπέθ» το 1664, προσαρμοσμένο στα γούστα του κοινού της Παλινόρθωσης: μεγάλωσε τον ρόλο της λαίδης Μακντάφ (ώστε να «ισορροπεί» με τον ρόλο της λαίδης Μακμπέθ), έκοψε όλα τα δευτερεύοντα πρόσωπα και ενίσχυσε το θέαμα με μουσικές και χορούς. Για τουλάχιστον 80 χρόνια στις αγγλικές σκηνές η διασκευή του επικράτησε του σαιξπηρικού πρωτοτύπου.

Ποια είναι η διαφορά από έναν σημερινό σκηνοθέτη που αλλάζει κατά το δοκούν ένα έργο του κλασικού ρεπερτορίου προτείνοντας μία «προσωπική» σκηνική προσέγγιση; Αφενός ότι οι Ντράιντεν και Ντάβεναντ ήταν οι «διάδοχοι» των ελισαβετιανών, εκλεκτοί εκπρόσωποι οι ίδιοι των γραμμάτων και της θεατρικής τέχνης της εποχής τους και αφετέρου ότι, διασκευάζοντας τον Σαίξπηρ, είχαν στον νου τους πώς θα ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των θεατών. 

Κάποιες ξεχωριστές περιπτώσεις σύγχρονων δημιουργών που, διασκευάζοντας τους κλασικούς, πρότειναν αυτόνομες, αξιοθαύμαστες καλλιτεχνικές δημιουργίες, δεν δικαιολογούν τους περισσότερους που αποδομούν τους κλασικούς με ασήμαντα αποτελέσματα. Απαιτούνται άλλου είδους προσόντα για να προτείνει κανείς μία στιβαρή πρόταση – δεν αρκεί η επίκληση των «δικαιωμάτων» του δημιουργού-ιεροφάντη των ρομαντικών ούτε του «Oλα επιτρέπονται» του μεταμοντερνισμού. Μήπως είναι η ώρα, αναρωτιέμαι, να σκεφτούμε αυτό που προκλητικά έγραψε ο Κούντερα («Ο Πέπλος», εκδ. Εστία, 2005), ότι ο επιταχυνόμενος ρυθμός του ιστορικού χρόνου επέτρεψε την άρση των αντιθέτων με τρόπο που να μπορούμε να είμαστε προοδευτικοί και ταυτόχρονα κομφορμιστές, συντηρητικοί και επαναστατημένοι; Και ότι πλέον «ο μόνος σοβαρός μοντερνισμός είναι ο αντιμοντέρνος μοντερνισμός»;

Η διεξοδική συζήτηση, στην κατεύθυνση όχι της αντιπαράθεσης αλλά της κατανόησης φαινομένων που επηρεάζουν και θα επηρεάσουν σε προοπτική χρόνου τη σκηνική τέχνη, επείγει περισσότερο από ποτέ. Σε μια εποχή κατά την οποία η έννοια της ερμηνείας/επανερμηνείας κυριαρχεί (και ενίοτε προβάλλεται ως πιο σημαντική από την ίδια την πρωτότυπη δημιουργία), η κριτική οφείλει να καθιστά σαφές πότε η ποιητική αναδεικνύεται σημαντικότερη του ποιήματος. Και να διερωτάται για τις συνέπειες αυτού που είχε επισημαίνει ο Ουμπέρτο Eκο ήδη από το 1964: να είναι το έργο μία διαρκής ομιλία για την ίδια του την ποιητική («Κήνσορες και Θεράποντες», εκδ. Γνώση, 1994). 


Ο παράγων Χ που μας εμποδίζει να δούμε καθαρά πώς θα εξελιχθεί στον 21ο αι. μια τέχνη «αρχαϊκή» όπως το θέατρο, είναι η κουλτούρα που διαμορφώνει η 4η Βιομηχανική Επανάσταση: η «ενοποίηση» και αδιάλειπτη διάδραση φυσικού και ψηφιακού/τεχνολογικού κόσμου μέσω της κυβερνοεπικοινωνίας, του data ecosystem, της ρομποτικής, της Τεχνητής Νοημοσύνης. Το αξιακό σύστημα της Ευρώπης των Νέων Χρόνων δεν βασίζεται πλέον στις ανθρωπιστικές σπουδές και στην κλασική παιδεία. Οι σημερινοί και οι αυριανοί νέοι μπορεί κάτι να έχουν ακούσει για αρχαία ελληνική τραγωδία και Σαίξπηρ αλλά, έχοντας αρνητική σχέση με τα βιβλία και υποτιμώντας ό,τι δεν βρίσκεται σε άμεση ανταπόκριση με την κουλτούρα της εποχής τους, δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με μια παράσταση που αντιμετωπίζει τους κλασικούς ως πεδίο ελεύθερης έκφρασης γιατί αγνοούν τους ίδιους τους κλασικούς. Ο προβληματισμός δεν υποδεικνύει ως λύση την επιστροφή σε συμβατικές προσεγγίσεις, αλλά υπενθυμίζει την ανάγκη οι δημιουργοί να στρέψουν την προσοχή τους περισσότερο στην επικοινωνία με το κοινό και λιγότερο στην προσωπική τους έκφραση. Το θέατρο δεν είναι το εργαστήριο του ζωγράφου αλλά ένας χώρος αδιαπραγμάτευτης συλλογικότητας.

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

"Ιστορίες από τον παλιό κόσμο: αποδομώντας τους κλασικούς" γράφει η Ματίνα Καλτάκη ("Καθημερινή, 5.4.2020)

..............................................................



Ιστορίες από τον παλιό κόσμο: αποδομώντας τους κλασικούς

Πηγαίνεις στο θέατρο να δεις ένα σαιξπηρικό έργο και βλέπεις κάτι που
υποδύεται ότι είναι παράσταση του "Οθέλλου" ή του "Μάκβεθ" (φωτ. α-
πό τον... αιρετικό "Άμλετ" του Τόμας Οστερμάγιερ, το 2008)


γράφει η Ματίνα Καλτάκη ("Καθημερινή, 5.4.2020)

Η αναγκαστική λόγω επιδημίας παύση από τη ζωή του θεάτρου και η αδυναμία να προβλεφθεί η διάρκειά της είναι λογικό να προκαλούν ανησυχία στους καλλιτέχνες και στους παθιασμένους φίλους της σκηνικής τέχνης. Ωστόσο, ο αυτοπεριορισμός στο σπίτι μπορεί να λειτουργήσει θετικά: αποτελεί καλή ευκαιρία να ξεκουραστούμε από το πλήθος των εντυπώσεων, που υπό κανονικές συνθήκες αποσπούν συχνά την προσοχή μας στα ελάσσονα, να ησυχάσουμε και να συγκεντρωθούμε. Να εξετάσουμε εκ νέου και να συζητήσουμε καίρια ζητήματα που απασχολούν το θέατρο, τους καλλιτέχνες και το κοινό του.

Για ένα από αυτά, τη σχέση δραματουργίας και σκηνοθεσίας, κατέθεσε πρόσφατα μια σειρά σκέψεων ο Δημήτρης Δημητριάδης (lifo.gr, 3.3.2020). O προβληματισμός του αφορά όλες αυτές τις παραστάσεις στις οποίες οι σκηνοθέτες δεν λειτουργούν ως δημιουργικοί διαχειριστές των κλασικών έργων, αλλά ως αυτόνομοι δημιουργοί με φιλοδοξίες ανώτερες των δυνατοτήτων τους. Ο καλός συγγραφέας επισημαίνει την αντίφαση να επιλέγονται τα κλασικά έργα ως εκ προοιμίου σημαντικά, αλλά να παρουσιάζονται στη σκηνή αφού πρώτα «εκσυγχρονιστούν» μέσω της σκηνοθετικής προσέγγισης! Αλλά, αν η παραδοχή ότι πρέπει πρώτα να «μεταφραστούν» για να μπορέσουν να «μιλήσουν» στο σημερινό κοινό, δεν αποτελεί ευθεία αμφισβήτηση της αξίας τους, τι είναι; Μήπως τελικά η αξία των έργων του Αριστοφάνη, του Μολιέρου, του Γκολντόνι, ακόμη και του Σαίξπηρ, έχει αμβλυνθεί/καταλυθεί από τον χρόνο και δεν τολμάμε να το παραδεχθούμε; 


Σε κάθε περίπτωση, αν ένα έργο Σαίξπηρ ανεβαίνει για «να πει ο σκηνοθέτης αυτά που δεν λέει το έργο, αυτά που σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγε ο συγγραφέας», γράφει ο Δημητριάδης, επείγει να ορίσουμε πότε η σκηνοθετική ελευθερία καθίσταται κατακριτέα αυθαιρεσία.

Πηγαίνεις, με άλλα λόγια, στο θέατρο να δεις ένα σαιξπηρικό έργο και βλέπεις κάτι που υποδύεται ότι είναι παράσταση του «Οθέλλου» ή του «Μάκβεθ», στο τέλος της οποίας όσοι δεν έχουν διαβάσει το έργο, αναρωτιούνται τι ακριβώς συνέβη και γιατί ο Σαίξπηρ είναι τόσο σημαντικός όσο έχουν ακούσει/διαβάσει ότι είναι. Η δομή του πρωτοτύπου έχει αλλοιωθεί, η μετακίνηση ή η αφαίρεση σκηνών κλονίζει τη δραματουργική ισορροπία, συχνά το φίλτρο της παρωδίας και η αλλοίωση του ήθους των προσώπων μεταμορφώνουν το έργο σε κάτι άλλο, ξένο προς το πρωτότυπο. Και το χειρότερο, σε κάτι ασήμαντο.

«Μα γιατί να σεβόμαστε τους κλασικούς; Γιατί η ανοησία που μόλις είδαμε έχει αξία;» αναρωτιούνται πολλοί νεότεροι θεατές έπειτα από παραστάσεις στις οποίες η σκηνοθετική άποψη επιβλήθηκε βίαια στο έργο, στη μορφή και στο περιεχόμενό του. Κι έχουν δίκιο. Η κυρίαρχη κουλτούρα δεν έχει σχέση με τις ανθρωπιστικές σπουδές και το νεότερο ηλικιακά κοινό ούτε το έργο έχει διαβάσει ούτε έχει άλλο μέτρο σύγκρισης για να κρίνει την ποιότητα της ερμηνευτικής/σκηνοθετικής πρότασης. De facto, λοιπόν, αίρεται το αξίωμα που λέει ότι τα κλασικά έργα δεν χάνουν την αξία τους από την κατάχρηση της ερμηνευτικής ελευθερίας. Υπό το βάρος των νέων δεδομένων, οφείλουμε να αναθεωρήσουμε: και βέβαια οι κλασικοί χάνουν την αξία τους, όταν τα έργα τους γίνονται κατ’ εξακολούθησιν υλικό κακών παραστάσεων...

Πρόσφατα, έγραψα για το «σύνδρομο της παρωδίας» με αφορμή τους «Στρατιώτες» (1776) του Λεντς. Ο σκηνοθέτης της παράστασης απάντησε με ένα απόσπασμα από το «Γέλιο» του Μπερξόν:

«Θα χρειαζόταν να φανταστούμε ότι η φαινομενική ελευθερία καλύπτει ένα παιχνίδι με σπάγκους και ότι, όπως λέει ο ποιητής είμαστε εδώ κάτω “απλές μαριονέτες που ο σπάγκος τους βρίσκεται στα χέρια της Αναγκαιότητας”. Δεν υπάρχει λοιπόν σκηνή πραγματική, σοβαρή, δραματική, που να μην μπορεί η φαντασία να την ωθήσει στο κωμικό με την επίκληση της απλής αυτής εικόνας».

Με άλλα λόγια, σύμφωνα με μιαν άποψη που συμμερίζονται πολλοί σκηνοθέτες, το γραμμένο ως δράμα μπορεί να παρασταθεί ως κωμωδία. Και σαφώς μπορεί. Το ζήτημα είναι τι κατορθώνει μία τέτοια προσέγγιση; Καινοτόμα δεν είναι, τίποτα δεν αλλάζει ή μετακινεί. Και δεν επιτίθεται στη σοβαροφάνεια, αλλά δοξάζει την ανοησία (τα γελάκια με τα οποία οι θεατές ανταποκρίνονται στην έξυπνη ειρωνεία και στον σαρκασμό της σκηνοθεσίας...), εμποδίζοντας τελικά την επί της ουσίας πρόσληψη του έργου.

Οπωσδήποτε υπάρχουν εξωγενείς όροι που περιπλέκουν τη σχέση δραματουργίας και σκηνοθεσίας. Ενας εξ αυτών είναι η αναγκαιότητα της προβολής της παράστασης σε μια πολύ ανταγωνιστική αγορά όπως είναι η θεατρική. Συνειδητά ή ασυναίσθητα, κάποιοι σκηνοθέτες λειτουργούν σαν marketeer του ύστερου καπιταλισμού: όταν θέλεις να πουλήσεις ένα ακόμη προϊόν που πιθανότατα κανείς δεν χρειάζεται, πρέπει να προκαλέσεις συζήτηση γι’ αυτό. Στον κόσμο του θεάματος, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συλλάβεις μια προκλητική ιδέα και πάνω της να στηρίξεις την προβολή της παράστασης. Τα αδηφάγα για προκλήσεις MΜΕ θα αναλάβουν την υπόλοιπη δουλειά. Με τη βοήθειά τους, η αιρετική ή «πρωτοποριακή» παράσταση θα περιβληθεί με τη γοητεία του event, που οφείλουν να δουν όλοι όσοι θέλουν να είναι «ενημερωμένοι».

Το πρόβλημα ενισχύεται, καθώς μέρος της κριτικής έχει πειστεί ότι οι εν λόγω στρεβλώσεις δεν αποτελούν πρόβλημα αλλά ίδιον, ποιοτικό χαρακτηριστικό του θεάτρου της επόμενης ημέρας. Η αμηχανία εμπεδώνεται καθώς νέες τεχνολογίες και νέοι όροι (intermediality και διασημειωτική μετάφραση: οι τρόποι που ο κώδικας του ενός μέσου επηρεάζει τον κώδικα του άλλου στο τελικό αποτέλεσμα, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας διαρκούς «μετάφρασης») μεταβάλλουν την παραστατική γλώσσα, μαζί και τις προσληπτικές δυνατότητες του κοινού. Γι’ αυτό και ποτέ δεν ήταν περισσότερο αναγκαίο να πάψουμε να θεωρούμε φυσική και αναγκαία κάθε ερμηνευτική πρόταση μόνο και μόνο επειδή «τολμάει» να διαφοροποιηθεί ως προς το σημαντικό πρωτότυπο. Χωρίς ανασκαφή, κόπο, επιμονή στην επανασύνδεση των μερών που μοιάζουν χαμένα, το Νόημα δεν μεταβάλλεται απλώς – εξαφανίζεται.
Έντυπη