Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Από τον "Οθέλλο" του William Shakespeare (1564 - 1616) (μτφ. Κώστας Καρθαίος, Πράξη Γ', Σκ.3)

...........................................................

Από τον "Οθέλλο" του William Shakespeare (1564 - 1616)








…ΟΘΕΛΛΟΣ: …Παρακαλώ μίλησε όπως στοχάζεσαι,

                           όπως μιλείς στο νου σου,

                           και δώσε στη χειρότερή σου σκέψη

                           τα χειρότερα λόγια σου.

ΙΑΓΟΣ:              Συγνώμη,

                καλέ μου κύριε· μ’ όλο που είναι χρέος μου

                 να σε υπακούω σε ό,τι γυρεύει η υπηρεσία μου,

                δεν έχω τέτοιο χρέος σε ό,τι είναι ελεύθερος

                 και ο κάθε δούλος.

                Να φανερώσω ό,τι περνάει στο νου μου;

                Και αν είταν τίποτ’ άδικο ή κακόβουλο;

                 Ποιο είν’ το παλάτι όπου δεν μπαίνει κάποτε

                 καμιά ατιμία;

                Ποιος έχει τόσο καθαρή καρδιά,

                που να μην κάνει μέσα της συμβούλιο

                και δικαστήριο κάποια ακάθαρτη υποψία

                μαζί με τίμιους λογισμούς;

ΟΘΕΛΛΟΣ: Κάνεις, Ιάγο, προδοσία στο  φίλο σου,

                        Άμα πιστεύεις πως τους γίνεται άδικο,

                        Και αφήνεις να είναι ξένοι για τα αφτιά σου

                        οι στοχασμοί σου.

ΙΑΓΟΣ:                                           Σ’ εξορκίζω, κύριε…

                Είναι άδικο, ίσως, αυτό που στοχάζομαι.

                Γιατί τ’ ομολογώ:

                εγώ από  φυσικού μου την κατάρα

                να βάζει ο νους μου το κακό. Συχνά

                 στη φαντασία μου πλάθεται από τίποτε

                το χειρότερο κρίμα. Γι’ αυτό πρέπει

                 να μη δίνει η σοφία σου προσοχή

                στη γνώμη ενός ανθρώπου

                που έτσι εύκολα μπορεί να πλανεθεί·

                κι ούτε να τυραννιέσαι για όσα του έτυχε

                 αόριστα και πλανερά να δει,

                 καμιά φορά, ή ν’ ακούσει.

                 Δεν θα ήτανε καλό, ούτε για τη χάρη σου

                 και για την ησυχία σου· ούτε θα ταίριαζε

                 στον αντρισμό μου ή την τιμιότητά μου,

                 κι ούτε στη φρονιμάδα μου,

                  αν άφηνα να μάθεις τι στοχάζομαι.

ΟΘΕΛΛΟΣ: Τι θες να πεις;

ΙΑΓΟΣ:                                    Η τιμή, κύριέ μου,

                 στον άντρα ή στη γυναίκα είναι το πρώτο

                  απ’ όλα τα στολίδια της ψυχής τους.

                 Όποιος μού κλέψει το πουγγί, μού κλέβει κάτι

                  πολύ φτηνό: ένα τίποτα.
                  Είταν δικό μου, είναι δικό του, κι είταν δούλος

                   σε χίλια αφεντικά.
                  Μα όποιος μού πάρει το καλό μου το όνομα,

                   μού παίρνει κάτι που δεν τον πλουτίζει

                   αυτόν τον ίδιο, και με κάνει εμένα,

                   στ’ αληθινά, φτωχό.

ΟΘΕΛΛΟΣ:                                Για το Θεό,

                        θέλω να μάθω τι στοχάζεσαι!

ΙΑΓΟΣ: Αυτό δε θα γινότανε κι αν είταν

               Στο χέρι σου η καρδιά μου, ούτε θα γίνει,

               όσο είναι στη δική μου φύλαξη

ΟΘΕΛΛΟΣ: Α!

ΙΑΓΟΣ: Ω, κύριέ μου, φυλάξου από τη ζήλεια!

               Είναι ένας δράκος με πράσινα μάτια

               που εξευτελίζει την ίδια τη σάρκα

               που τόνε τρέφει. Και είναι ευτυχισμένος

               ο απατημένος άντρας

               που βέβαιος για τη μοίρα του, σιχαίνεται,

               αυτήν που τον ντροπιάζει. Όμως τι μάρτυρας

                είναι όποιος αγαπάει,

                και τον παιδεύει η αμφιβολία· που έχει υποψίες,

                και τον φλογίζει ο έρωτας!

ΟΘΕΛΛΟΣ:                                           Ω, δυστυχία!

ΙΑΓΟΣ: Όποιος είναι φτωχός

                κι είναι ευχαριστημένος, είναι πλούσιος,

                και πλούσιος αρκετά. Όμως τα πλούτη,

                 όσα πολλά κι αν είναι,

                 είναι φτωχά σαν το χειμώνα για όποιον

                 ζει πάντα με το φόβο μην τα χάσει.

                  Ω, σπλαχνικοί ουρανοί,

                  φυλάτε την ψυχή όλης της γενιάς μου

                  από τη ζήλεια!

ΟΘΕΛΛΟΣ:                      Πώς! Τι θες να πεις;

                     Θαρρείς, μπορώ να ζήσω τη ζωή μου

                     με αιώνια ζήλεια;

                     Να ακολουθώ τις αλλαγές των φεγγαριών

                     όλο και με καινούργιους φόβους; Όχι.

                     Μια και θα ‘ρθει η υποψία, πρέπει με μια

                      να ‘ρθεί μαζί κι η απόφαση.

                     Μπορείς να πεις, αν θες, πως δεν αξίζω

                     πιότερο από έναν τράγο,

                     εάν ποτέ παραδώσω την ψυχή μου

                     σε τέτοια κούφια κι αστήριχτα πλάσματα

                     της φαντασίας, πιστεύοντας τους φόβους σου.

                     Κανείς δε θα με κάνει να ζηλέψω

                     λέγοντας πως είν’ όμορφη η γυναίκα μου,

                     πως ζει καλά, αγαπάει τις συντροφιές,

                     ή πως μιλάει ελεύθερα,

                      και τραγουδεί και παίζει και χορεύει.

                      Όπου υπάρχει αρετή,

                      όλα αυτά μεγαλώνουν την αξία της.

                      Μα ούτε οι δικές μου ατέλειες μού γεννούν

                       κανένα φόβο ή αμφιβολία για την αγάπη της.

                       Γιατί είχε μάτια και με διάλεξε. Όχι, Ιάγο,

                      Θέλω να ιδώ πριν να ‘ρθει η υποψία.

                      Και άμα έρθει, θέλω απόδειξη.

                      Κι όταν δοθεί η απόδειξη, δε μένει

                      τίποτ’ άλλο από τούτο: ευτύς να λείψουν

                      και η αγάπη και η ζήλεια…

         

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

400 χρόνια από τον θάνατο του William Shakespeare - Μικρό αφιέρωμα Alfred Deller - 3 Shakespeare Songs (youtube, 9 Σεπ 2010)

...........................................................

400 χρόνια από τον θάνατο του William Shakespeare - Μικρό αφιέρωμα

Alfred Deller - 3 Shakespeare Songs


 

Ανέβηκε στις 9 Σεπ 2010
 
1. Thomas Morley - It was a lover and his lass (Shakespeare: As You Like It)

2. Anon. - O mistress mine (Shakespeare: Twelfth Night) - from 3:09

3. Robert Johnson - Where the bee sucks (Shakespeare: The Tempest) - from 4:49

Alfred Deller, countertenor
Desmond Dupré, lute



Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Μικρή πινακοθήκη...

..........................................................



                  Μικρή πινακοθήκη...



νεκρή φύση του Ραούλ Ντυφύ



Σάσμαν Λεονίντ Παύλοβιτς/1960



H Καβάλα του 1927...
Χωρίς λιμάνι..
Θέμης Κελέκης



Γιέγκερς, τραμ 1921



Γιώργος Ρόρρης, "Ελισάβετ" 2002, λάδι σε μουσαμά, 134 x 161 εκ.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

"Μπείτε στη θέση του..." από τη φίλη στο fb Sofia Lampiki (facebook, 22/1/2016)

............................................................

 
Μπείτε στη θέση του.
Καλύτερα, βάλτε το παιδί σας στη θέση του.
 
Getty Images


από τη φίλη στο fb Sofia Lampiki (facebook, 22/1/2016)





Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Σώπα μη μιλάς - Αζίζ Νεσίν - by Maria (youtube, 24 Μαρ 2012)

...........................................................

Σώπα μη μιλάς - Αζίζ Νεσίν 



 

Σώπα μη μιλάς - Αζίζ Νεσίν - by Maria


Δημοσιεύτηκε στις 24 Μαρ 2012
Απαγγέλλει: Μαριέτα Ριάλδη

-Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή, κόψε τη φωνή σου σώπασε επιτέλους κι αν ο λόγος είναι αργυρός, η σιωπή ειναι χρυσός........
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί, έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε: "σώπα" . Στο σχολείο μού κρύψαν την αλήθεια τη μισή, μου λέγανε: "εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!!! --Με φιλούσε το πρώτο αγόρι που ερωτεύτηκα και μου έλεγε: "κοίτα μην πείς τίποτα, σσσσ....σώπα!!!
"Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.........
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα εικοσί μου χρόνια.Ο λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού...Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,"Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε,"θα βρείς το μπελά σου, σώπα!!!".Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι "Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις ,σώπα!!!
"Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά , ο άντρας μου ήταν τίμιος κι εργατικός και ήξερε να σωπαίνει.Είχε μάνα συνετή , που του έλεγε "Σώπα".
Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε :"Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα"Μπορεί να μην είχαμε με δ'αύτους γνωριμίες ζηλευτές, με τους γειτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα.Σώπα ο ενας,σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα η κάτω,σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.Κατάπιαμε τη γλώσσά μας.Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.Φτιάξαμε το σύλλογο του "Σώπα".και μαζευτηκαμε πολλοι μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη ,αλλά μουγκή!!!
Πετύχαμε πολλά,φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,τα πάντα κι όλα πολύ.Ευκολα , μόνο με το Σώπα. Μεγάλη τέχνη αυτό το "Σώπα".Μάθε το στη γυναίκα σου,στο παιδί σου,στην πεθερά σου κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσά σου και κάν'την να σωπάσει.Κόψ'την σύρριζα. Πέτα την στα σκυλιά.Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες. Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις απο το βραχνά να μιλάς ,χωρίς να μιλάς να λές "έχετε δίκιο,είμαι σαν κι εσάς"Αχ! Πόσο θα 'θελα να μιλήσω ο κερατάς.και δεν θα μιλάς ,θα γίνεις φαφλατάς ,θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς .
Κόψε τη γλώσσά σου, κόψ'την αμέσως.Δεν έχεις περιθώρια.Γίνε μουγκός. Αφού δε θα μιλήσεις , καλύτερα να το τολμησεις. Κόψε τη γλώσσά σου.Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου,γιατί νομίζω πως θα'ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο , με έναν ψιθυρο , με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λεει: ΜΙΛΑ!!!!!..........

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Καλή χρονιά!... Με έργα 4 ζωγράφων της γενιάς των '70, "δανεισμένα" από τον φίλο στο fb Νίκο Καρακωνσταντή (facebook, 11/1/2016)

............................................................

Καλή χρονιά!... Με έργα 4 ζωγράφων της γενιάς των '70, "δανεισμένα" από τον φίλο στο fb 
Νίκο Καρακωνσταντή
(facebook, 11/1/2016) 



Παπακώστας Αχιλλέας (1970 Αθήνα-)Σπούδασε στην ΑΣΚΤ (Απόφοιτος 1995) και στο εργαστήρι της Ρένας Παπασπύρου
Χωρίς τίτλο, 1995, 190Χ225 εκατ Λάδι σε καμβά. Συλλογή ΑΣΚΤ Αθήνας


Καρύπογλου Κοσμάς (1970 Ηράκλειο Κρήτης-) Σπούδασε στην ΑΣΚΤ (Απόφοιτος 1995) και στο εργαστήρι του Δ. Μυταρά.
Χωρίς τίτλο, 1995, 250Χ170 εκατ. Λάδι σε καμβά, Συλλογή ΑΣΚΤ Αθήνας.





Παπασκαρλάτου Χριστίνα (1969 Αθήνα-) Σπούδασε στην ΑΣΚΤ (Απόφοιτος 1995) και στο εργαστήρι του Τρ. Πατρασκίδη.
Ρουάντα 1994 Νο 5, 1994, 120Χ100 εκατ. μικτή τεχνική (κονίαμα και λάδι σε καμβά).





Καπετανάκη Γεωργία (1972 Αθήνα-) Εργαστ. Δημοσθένη Κοκκινίδη.
Χωρίς τίτλο, 1997, 190Χ160 εκατ. μικτή τεχνική (χαρτί, τέμπερα και κάρβουνο σε καμβά). Συλλογή ΑΣΚΤ Αθήνας.

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Κείμενο για να το ζωντανέψεις, κείμενο για να το ζήσεις... "Πόσο βαστάξανε τα ήσυχα; Mιλά ένας Πόντιος..." (από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, Eρμής, 2003)

..............................................................


Κείμενο για να το ζωντανέψεις, κείμενο για να το ζήσεις...

Πόσο βαστάξανε τα ήσυχα; Mιλά ένας Πόντιος...  


Πόσες φορές λέγω, από διωγμό σε διωγμό πόσα τραβήξαμε. Πώς ήμαστε ακόμα ζωντανοί και τα λέμε.
  Tο χωριό μας μεσόγειο, περιφέρεια Σαμψούς-Aμισός. Πρώτος πόλεμος, πρώτη εξορία μάς φέρουν στα παράλια στη Σαμψούντα. Mας επιτηρούν. Περνούμε δύσκολα, τρώγομεν έτοιμα. Mένομε σε σχολείο.
  Έρχεται χειμώνας, εκεί βαρύς ο χειμώνας, ακούμε άλλη εξορία. Πού; Δεν λέγουν. Mαζευτήκαμε όλοι, γυναίκες, μωρά, με μπόγους, με φορτία σε κρατικό κατάστημα, γράφουν ονόματα, ηλικία. Έρχονται και άλλοι από άλλα χωριά. Kλάμα, οδυρμός. Ποια είναι η καταδίκη μας; Φόβος και τρόμος. Φεύγομε καταμεσήμερα την άλλη μέρα. Kαι οι Tούρκοι λυπούνται. Περνούμε χωριά, πλησιάζουν μερικοί Xριστιανοί όπου υπάρχουνε, με αυτούς τέσσερις δικοί μας ξεφεύγουν να σωθούν. Bαδίζομεν, αρχίζουν βροχές, αρχίζουν χιόνια, όπου μας βρίσκει νύχτα, μένομε σε χωρία, σε χάνια και σε δάσος και σε ποτάμι εμπρός. Mια νύχτα ξεφύγαμε.
  Mας λυπούνται οι χωρικοί στα τουρκοχώρια, μας ταΐζουν. Bρίσκουνε κρυψώνες. Προς πού πηγαίνομεν; Tα κυνηγημένα θηρία ξέρουν πού πηγαίνουν, εμείς όχι. Σε περιφέρεια τάδε –τι να σας λέγομεν ονόματα; πεθαμένα ονόματα, ποιος θυμάται; ποίος γνωρίζει;– σε τάδε περιφέρεια οι Tούρκοι πολύ φανατικοί, αρχηγός των ανήμερο καπλάν προς τους Xριστιανούς. Σε άλλην περιφέρεια δεν είχε ακουστεί διωγμός. Kαι χωριά χριστιανικά προς τα ορεινά, δύο. Προχωρούμε οι μισοί. Περιμένομε να νυχτώσει. Mέσα προχωρούμε σε χωρίον… στο δρόμο μπακίρια, κιλίμια, πιατικά, ρουχικά, σπίτια ορθάνοιχτα, έχουν πέσει λησταί, δεν έμεινε άνθρωπος πουθενά, ούτε γάτα. Aκούμε στο καλντερίμι κάποιος περπατά, γυαλίζει τουφέκι. Kρυφτήκαμε, τρέχομε, μας πυροβολεί. Φτάνομε στα δάση. Λίγοι λίγοι βαδίζομε, σκορπίζομε. Ήμαστε οχτώ, μείναμε τρεις. Bαδίζομε δυο μερόνυχτα. Φτάνομε σε χριστιανοχώρι. Kαι οι άλλοι εκεί φθάνουν, ανταμώνομε.
  Mας είπαν την κατάσταση, αστυνομία ψάχνουν για φυγάδες, ληστεύουν, σκοτώνουν τους ντόπιους. Xωρίζομεν. Συμφωνούμεν οι μισοί να μας οδηγήσει Tούρκος οδηγός εις Aμισόν, οι άλλοι μένουν πίσω, ας πάθουν ό,τι πάθουν και οι άλλοι χριστιανοί αδελφοί.
  Mέσα στην Aμισόν φθάνομε, είναι χειμώνας, ένας συγγενής καλός μάς παίρνει σ’ ένα υπόγειο, μας λούζουν, μας αλλάζουν. Όμως υποφέρουν πολλά και οι εντόπιοι. Tρόφιμα λιγοστεύουν. Φτώχεια, πείνα, ο εργατικός χωρίς εργασία. Aκόμη συνεχίζεται πόλεμος με συμβουλάς των Γερμανών για να εξοντώσουν τους Xριστιανούς οι Tούρκοι. Σχέδιον γερμανικόν εφαρμόζουν. Tόσον μίσος ποτέ, τόσος αφανισμός.
  Aκούμε θα εξορισθεί ο πληθυσμός και από κάθε πολιτείαν και από τα παράλια. Tότε αρχίζει ξεπούλημα όσο όσο, κινητά και ακίνητα. Nοικοκυραίοι ανθρώποι γυρίζουν, ξεπουλούν, όσο όσο, τα καλά και τ’ αγαθά των σπιτιών τους πάμφθηνα σαν κλεμμένα. Oι δρόμοι γεμάτοι πραμάτεια, φόβος και αγωνία. Tι να πράξομεν; Mερικοί δωρίζουν πολλά διά να σώσουν λίγα, παραδίνουν για φύλαξη σε Tούρκους γνωστούς, αλλοφροσύνη.
  Έπεσαν κι αρρώστιες, τύφος, η ψείρα μάς τρώει μέσα έξω. Πεθαίνανε από αρρώστιες, από πείνα, τους θάβανε δίχως παπά, δίχως εκκλησία. Ποίος να ψάλλει και ποίος να κλάψει; Eμείς από τα χωριά που ήρθαμε διπλός ο φόβος, όπου βρεθούνε κρυμμένοι τους μαζεύουνε. Σε μια εκκλησία όπου μαζέψανε δικούς μας φάγανε και τσαρούχια και υποδήματα, φάγανε ποντίκια, τρελαθήκανε.
  Eίχα μ’ έναν Tούρκο της κοντινής γειτονιάς συνεννόηση, με ειδοποιούσε, μ’ έκρυβε πολλές φορές. Ό,τι μου απόμεινε, χρυσαφικό, ρολόι, όλα τα ’δωσα, χαλάλι του με γλίτωσε. Mε γλίτωσεν αυτός κι η πιστή μου γυναίκα, κοπέλα μικρή από την πόρτα του σπιτιού μας δεν πρόλαβε να βγει νύφη, μέσα στις τρομάρες στις συμφορές η καρδιά της δεν κρύωσε, αχ-βαχ δεν είπε, μόνον χάσαμε τον πρώτο και μοναχογιόν μας, αρρώστησεν, δεν σώθηκε. Tότε τσίριξε. Kαι τούρκικο περίπολο ακούσανε, δακρύσανε, αφήσαν και μένα κοντά της. Πιάνανε πάλι τους άντρες ως 60 χρονών, «άχ 60 χρονών» λέγαμε, ζηλεύαμεν. Tέλος έρχεται καλοκαίρι, δεν έχομ’ πια δύναμη, διαταγή να φύγουν εξορία και οι ντόπιοι, πάμε κι εμείς μαζί, δεν είμαστε γραμμένοι, τρυπώνομε σε κάθε σταθμό, προσέχομε να μη μας ξεχωρίσει μάτι, βαδίζομε, φτάνομε σε βουνά, εκεί άλλος αέρας, βρίσκομε και γάλα, περνούμε βουνά, περνούμε ποταμούς δύο, τριάντα τρεις μέρες βαδίσαμε.
  Tο μέρος όπου φθάσαμε, πέφτει βαθιά, ο πόλεμος εκεί δεν έφτασε. Γίνεται μεγάλο παζάρι. Kάνομε ανταλλαγή, βρίσκομε πουλούμε, αγοράζομε βγάζομε ψωμί, κρέας ψουνίζομε, κάνομε χαμαλίκι, ένα ποκάμισο πούλησα πρώτο και δαχτυλιδάκι της γυναίκας μου. Έτσι αρχίσαμε ανταλλαγές. Περάσαμε.
  Aκούσαμε υπογράφτηκε ανακωχή. Mας φέρανε διαταγή: όσοι θέλουνε με δικά τους έξοδα γυρίζουνε. Γυρίσαμε, πήραμε αραμπάδες, ζώα. Eίχαμε και πράματα. Λέγαμε: «Nά, όσοι σωθήκαμε θα ζήσομε πια ήσυχα».
  Πόσο βαστάξανε τα ήσυχα; Πάλι τα ίδια μάς περιμένανε και χειρότερα.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, Eρμής, 2003)

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Μια κουβέντα ενήλικα, 13 εικόνες παιδιών...

...............................................................































































...Ανησυχείτε ότι τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν την πυκνή γλώσσα των παραμυθιών;
- Όχι τα παιδιά φέρουν όλα τα ρεύματα της ζωής. Την οδύνη της εμπειρίας δεν έχουν ακόμη. Είναι  λοιπόν ανοιχτά. Οπότε έχουν τη δυνατότητα ν’ αναγνωρίσουν και να λάβουν. Αν αγαπάμε τα παιδιά, πρέπει να τους δώσουμε δυνατές εικόνες, να έχουν πεδίο να καθρεφτίσουν την ψυχή τους...
                                                                        
                                                             Αγνή Στρουμπούλη
                                                      (από «ΤΑ ΝΕΑ», 23/12/2008)