Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Ο Βασίλης Παπαβασιλείου για το "φευγιό" του Θόδωρου Αγγελόπουλου (από τα "Λήμματα" στα "ΝΕΑ", 28/1/2012)

.............................................................

Από την πιο σπουδαία του ταινία, μετά τον "Θίασο", "Τοπίο στην Ομίχλη" (1988)



















...ομίχλη. Οσο κι αν την αγαπάς, κάποια στιγμή αποσύρεται κι αυτή. Τι μένει; Η αδυσώπητη καθαρότητα μιας σκιάς που τρεμοπαίζει. Τα τοπία παραδίνονται σε μια βασανιστική ακινησία γιατί δεν περιμένουν κανέναν. Καμιά αναμονή, καμιά λαχτάρα δεν τα ταράζει πια. Καλό ταξίδι, Θόδωρε.

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Ο Λουίς Κάρολ και η «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» (27 Ιαν 2012 | tvxsteam tvxs.gr)

...........................................................

Ο Λουίς Κάρολ και η «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων»

tvxs.gr/node/83194
 
Σαν σήμερα, 27 Ιανουαρίου του 1832, έρχεται στη ζωή ο Λουίς Κάρολ, ο συγγραφές του μυθιστορήματος «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», ένα αριστούργημα της παιδικής λογοτεχνίας, αλλά και ένα λογοτεχνικό ταξίδι γεμάτο συμβολισμούς, ερωτηματικά και αρκετούς μύθους... 
Το βιβλίο θα εξελιχθεί σε ένα από τα δημοφιλέστερα μυθιστορήματα παιδικής λογοτεχνίας, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα αναγνωρίζεται πλέον ως ένα από τα καλύτερα βιβλία στην κατηγορία του και όχι μόνο. 


Ο καθηγητής μαθηματικών Τσαρλς Λούτγουϊτζ Ντότζσον εμπνεύστηκε τις περιπέτειες της Αλίκης κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με πλοίο στον Τάμεση, το 1862. Συνταξιδιώτες του τρία κορίτσια, κόρες του πρύτανη του κολεγίου, που δίδασκε ο Ντότζσον , η 13χρονη Λορίνα Σαρλότ Λίντελ, τη 10χρονη Άλις Πλέζανς Λίντελ και την 8χρονη Εντίθ Μέρι Λίντελ.
 Ως αντίδοτο στην πλήξη των τριών παιδιών κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο Τσαρλς Λούτγουϊτζ Ντότζσον αρχίζει να διηγείται την ιστορία ενός μικρού κοριτσιού, της Αλίκης. 
Η Άλις Πλέζανς Λίντελ, ενθουσιασμένη, φέρεται να παροτρύνει τον Ντότζσον να καταγράψει τη διήγησή του για τις περιπέτειες της μικρής Αλίκης. 
Ο Ντότζσον, όπως προκύπτει από το ημερόλογιό του, ξεκινάει να γράφει τις «Περιπέτειες της Αλίκης κάτω από τη Γη», όπως ήταν ο αρχικός τίτλος, στις 13 Νοεμβρίου του 1862. 
Η πρώτη μορφή του παραμυθιού δεν ήταν για δημοσίευση και περιείχε μία προσωπική αφιέρωση. «Δώρο Χριστουγέννων προς ένα αγαπητό παιδί, σε ανάμνηση μιας καλοκαιρινής ημέρας», έγραφε ο Ντότζσον. 
Το βιβλίο, ολοκληρωμένο αλλά χωρίς εικονογράφηση, φτάνει στα χέρια της Άλις Πλέζανς Λίντελ το Νοέμβριο του 1864. Τις περιπέτειες της Αλίκης διαβάζει και ο λογοτέχνης Τζορτζ ΜακΝτόναλντ, που προτρέπει τον Κάρολ να τις δημοσιεύσει. 
Ο Ντότζσον πείθεται και επεξεργάζεται εκ νέου το κείμενο δίνοντας του την οριστική μορφή του, ενώ ο Τζον Τένιελ θα επιμεληθεί την εικονογράφηση του βιβλίου. Τελικά το βιβλίο εκδίδεται στις 26 Νοεμβρίου του 1865, με τίτλο «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», ενώ ο συγγραφέας θα υπογράψει το βιβλίο με το ψευδώνυμο «Λουίς Κάρολ».
Η Αλίκη και οι ιστορίες της ταξίδεψαν από τότε στο χρόνο, μεταφέρθηκαν πολλές φορές και με διάφορους τρόπους στον κινηματογράφο, ενώ ενέπνευσαν και μουσικούς. Γύρω από το  μυθιστόρημα αναπτύσσονται πολλές ιστορίες. Το αλληγορικό δημιούργημα του Λουίς Κάρολ βρέθηκε δικαιολογημένα στο μικροσκόπιο πολλών αναλυτών. 
Πολλοί είναι αυτοί που επισημαίνουν πως ο Κάρολ μέσα από το βιβλίο του ασκεί κριτική στην συντηρητική και καταπιεστική κοινωνία της «Βικτωριανής Εποχής», ενώ άλλοι εντοπίζουν την αντίθεσή του στο αυταρχικό καθεστώς της μοναρχίας, μέσα από το πρόσωπο της βασίλισσας του μυθιστορήματος.   


Στη δεκαετία του ’60 οι περιπέτειες της Αλίκης συνδέονται ακόμα και με παραισθησιογόνες ουσίες. Η Αλίκη, αλλά και άλλοι ήρωες του βιβλίου, πρωταγωνιστούν σε ροκ τραγούδια της εποχής και σε ψυχεδελικές μουσικές περιπλανήσεις. 
Τέλος, η πιο διαδεδομένη αλλά και βάσιμη ιστορία γύρω από το βιβλίο είναι αυτή που αφορά στη σχέση του συγγραφέα με την μικρή Άλις Πλέζανς Λίντελ. Ο χαρακτήρας της Αλίκης θεωρείται πως είναι βασισμένος στην μικρή Άλις, ωστόσο, ο ίδιος ο Κάρολ διέψευσε πως η ηρωίδα του βιβλίου βασίζεται σε υπαρκτό πρόσωπο. 
Οι θεωρίες για τη σχέση τους πληθαίνουν καθώς ο Κάρολ, λάτρης της φωτογραφίας, φαίνεται πως συνήθιζε να εστιάζει τον φακό του σε νεαρά κορίτσια, τα οποία, μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, ήταν γυμνά. Πιθανολογείται πως τέτοιου είδους φωτογραφίσεις ήταν συνηθισμένες για την εποχή, ωστόσο η συνήθεια του Κάρολ προκαλεί πλήθος σεναρίων. 
Ένα από τα πρόσωπα που απαθανάτισε ο Κάρολ ήταν η Άλις Λίντελ. Σημειώνεται πως ο συγγραφέας, με στοιχεία που προκύπτουν από προσωπικές καταγραφές, φαίνεται πως είχε αρκετές σχέσεις με νεαρά κορίτσια, ενώ συχνά αναφέρεται στην αγάπη του προς τα παιδιά. 
Αρκετοί αναλυτές ερμηνεύουν αυτή την έκφραση αγάπης ως δείγμα παιδοφιλίας, σε πλατωνικό επίπεδο, ενώ αυτές οι ερμηνείες  τροφοδοτούνται και από το πλήθος φωτογραφιών και προσωπικών επιστολών του συγγραφέα. Επιπλέον, ερωτηματικά έχει προκαλέσει και η απώλεια μεγάλου τμήματος από το ημερολογιακό υλικό του Κάρολ, που είχε συλλέξει ο πρώτος βιογράφος του και ανιψιός του, Στιούαρτ Ντότζσον Κόλιγκγουντ. 
Η απώλεια αυτού του υλικού χρεώθηκε σε αμέλεια, ωστόσο υπήρξε έντονη φημολογία, πως ήταν σκόπιμη απόκρυψη πληροφοριών από την οικογένειά του, προκειμένου να τον προστατέψουν, διατηρώντας άγνωστες ορισμένες πτυχές της προσωπικής του ζωής. 
Τελευταίες μελέτες για την ζωή του Κάρολ επισημαίνουν πως λανθασμένα έχει δοθεί αυτή η βαρύτητα στην προσωπική του ζωή και στη σχέση του με νεαρά κορίτσια, καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει ακράδαντα κάποια παιδοφιλική τάση. Αντίθετα, από καταγραφές προκύπτει πως ο Κάρολ διατηρούσε σχέσεις με μεγαλύτερες γυναίκες, ενώ οι αναλυτές αναφέρονται και στις αισθητικές και ηθικές αξίες και αντιλήψεις που επικρατούσαν στην «Βικτωριανή Εποχή».



Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Φραντς Ξάβερ Κρετς: «Το πολιτικό θέατρο εξαφανίζεται» του Γρηγόρη Μπέκου (www.tovima. gr., 26/1/2012)

.................................................................
Φραντς Ξάβερ Κρετς: «Το πολιτικό θέατρο εξαφανίζεται»
 
Πρεμιέρα για το έργο του «Στάλερχοφ» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου
 
 
Φραντς Ξάβερ Κρετς: «Το πολιτικό θέατρο εξαφανίζεται»

 
Η 13χρονη Μπέππι, ένα κορίτσι με κάποιο είδος νοητικής υστέρησης, έχει ανοίξει διάπλατα τα πόδια της πάνω σε ένα μακρύ ξύλινο τραπέζι. Είναι γυμνή, σιωπηλή και φοβισμένη. Η μητέρα της είναι έτοιμη να της κάνει μια επώδυνη έκτρωση με σαπουνόνερο. Την άφησε έγκυο ένας 60χρονος εργάτης ονόματι Ζεπ, που δούλευε στη φάρμα των Στάλλερ, των γονιών της, δυο ανθρώπων που ζουν σε μια αυστηρή και θρησκόληπτη μεριά της γερμανικής υπαίθρου. Ο τόπος κλειστός και η ατμόσφαιρα πνιγηρή.

Η σαρκική και συναισθηματική σχέση που αναπτύσσουν ο άτολμος στη ζωή Ζεπ (Μάνος Βακούσης) και η μικρή αθώα Μπέππι (Αμαλία Αρσένη), μια σχέση ηθικά αμφίσημη αν σκεφτούμε κάτι πέραν του προφανούς της παιδεραστίας ή του βιασμού, είναι αυτό που πραγματεύεται το «Στάλερχοφ» (1972), το πιο σημαντικό έργο του γερμανού δραματουργού Φράντς Ξάβερ Κρετς (1946, Μόναχο, στη φωτογραφία δεξιά) που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Το Θέατρο Τέχνης αρχικά είχε παρουσιάσει στο ελληνικό κοινό τον πολυπαιγμένο στην πατρίδα του συγγραφέα με το έργο «Οι αγρότες πεθαίνουν» στη δεκαετία του 1980. Ο ίδιος ο Κρετς βρέθηκε το βράδυ της Τετάρτης 25 Ιανουαρίου 2012 στο Θέατρο του Νέου Κόσμου προκειμένου να παρακολουθήσει την πρεμιέρα του έργου σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου.

Σκηνικό νατουραλιστικό, διάλογοι λακωνικοί, γλώσσα επιτακτική, σιωπές αινιγματικές και σύνθετες. Από αυτά τα υλικά είναι φτιαγμένο το πρωτοποριακό σύμπαν του Κρετς, ένα σύμπαν προσανατολισμένο στο ταλαίπωρο προλεταριάτο που αργοσέρνεται στον πάτο της κοινωνίας της αφθονίας και της προόδου. Το «Στάλερχοφ», όπως και πολλά πρώιμα έργα του Κρετς (ηθοποιός του Φασμπίντερ, πρώην κομμουνιστής και έντονα στρατευμένος στην αισθητική του πολιτικού θεάτρου όπως αυτό διαμορφώθηκε από τον Μπρεχτ και τον Πέτερ Βάις) προκάλεσε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 σκάνδαλο, ο δημιουργός του δε χαρακτηρίστηκε ωμός πορνογράφος. Αιτία οι σκηνές αφόδευσης, διάρροιας, αυνανισμού και ερωτικής συνεύρεσης που αναπαρίστανται με τη μεγαλύτερη δυνατή φυσικότητα.

«Τα πρόσωπά μου δε χρησιμοποιούν τη γλώσσα σαν εργαλείο επικοινωνίας. Είναι εσωστρεφή. Υπεύθυνη γι' αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό η κοινωνία, η οποία αφήνει τους ανθρώπους αβοήθητους, βυθισμένους στη σιωπή τους» έχει πει ο Κρετς. Πράγματι η ουσία, το πεδίο της έντασης σ' αυτή την παράσταση είναι τα σώματα και η σιωπή, οι σκηνές είναι μια αλυσίδα από βίαιες και λειτουργικές συγκοπές. Η μητέρα της Μπέππι (Μαρία Καλλιμάνη) στην κορυφαία σκηνή του «Στάλερχοφ» δεν προχωρά στην έκτρωση παρά σκύβει και βουρτσίζει το πάτωμα, επιστρέφει στη δουλειά της, σε ό,τι ορίζει την καταγωγή της. Η αγάπη και ενδεχομένως η θρησκευτική ενοχή επικρατούν απέναντι στις κοινωνικές και ηθικές επιταγές που εκφράζονται κυρίως απ' τον βροντερό πατέρα (Κώστας Τριανταφυλλόπουλος).

Μέσα από το τέλμα και τη συντριβή η αποδοχή της ζωής, η ελπίδα βρίσκει στο τέλος τη φωνή της. Είναι η κραυγή της Μπέππι που προαναγγέλλει τις ωδίνες του τοκετού της, τον ερχομό του παιδιού της. Η πρώτη επαγγελματική εμφάνιση της νεαρής (γεννημένη το 1990) Αμαλίας Αρσένη στο θέατρο είναι κάτι παραπάνω από πειστική ειδικά στα σημεία όπου το κορίτσι ανακαλύπτει προοδευτικά τη γυναίκα μέσα του. Ο Μάνος Βακούσης (Ζεπ) μας πείθει για τον αγνό και όχι βρώμικο πόθο, τον πόθο ως απελευθέρωση απ' την αδυσώπητη μοναξιά, η έκταση της οποίας αποκαλύπτεται όταν ο ήρωας θρηνεί για το χαμό του πιστού του σκύλου απ' το δηλητήριο του πατέρα Στάλερ, γεγονός που τον σπρώχνει τελικά να φύγει για το Μόναχο.

«Ήταν μια ωραία παράσταση, μια αρκετά ποιητική σκηνοθεσία» είπε ο Κρετς στον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο το μεσημέρι της Πέμπτης 26 Ιανουαρίου στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών (που προσκάλεσε τον γερμανό δραματουργό στην πρωτεύουσα και στήριξε τη μετάφραση του έργου από την Κοραλία Σωτηριάδου) σε μια δημόσια συζήτηση με θέμα «Το θέατρο σε καιρούς πολιτικών ανατροπών» στην οποία μετείχε και η θεατρολόγος Δήμητρα Κονδυλάκη. Ο Κρετς, μια εκρηκτική προσωπικότητα που αποφάσισε να γίνει ηθοποιός στα δεκαπέντε, επισήμανε ότι «σήμερα το θέατρο μοιάζει να είναι περιττό, είναι στο περιθώριο, δεν έχουμε πλέον κοινωνική σημασία».

«Σήμερα στη Γερμανία δεν υπάρχει πολιτικό θέατρο, υπάρχει μόνο ένα είδος σαχλαμάρας, είναι ευφημισμός να λέμε ότι υπάρχει. Γι' αυτό σταμάτησα να γράφω θεατρικά έργα το 2004. Υπήρχαν παλαιότερα και στο θέατρο και τη λογοτεχνία μεγάλες προσωπικότητες που έπαιρναν θέση. Δεν βλέπω σήμερα πολλούς να μας ακολουθούν. Χθες, βλέποντας την παράσταση, θυμήθηκα το ανέβασμα του έργου πριν από τέσσερις δεκαετίες και μονολογούσα "από κάτω οι χασάπηδες και πάνω στη σκηνή τα θύματα"» υπογράμμισε ο Κρετς που ενώ ήθελε τα έργα του να τα βλέπουν οι άνθρωποι της εργατικής τάξης άρχισε το αστικό κοινό, μετά το αρχικό σοκ, να τα καταναλώνει σαν εξωτικό θέαμα.

«Σ' όλη μου τη ζωή αυτό ήταν το υπαρξιακό μου πρόβλημα, ήθελα να συνδέσω την τέχνη και την πολιτική. Τελικά, η τέχνη είναι τέχνη, και η πολιτική είναι πολιτική. Μπορεί να αλλάξει ο κόσμος με την καλλιτεχνική δημιουργία; Τρίχες!» απάντησε ο Κρετς, ένα αντιφατικό μείγμα απογοητευμένου ιδεαλιστή και πραγματιστή. «Κοιτάξτε, άρχισα να γράφω, νέος τότε και αφελής, πιστεύοντας ότι κρατώ ένα όπλο στα χέρια μου. Ύστερα κατάλαβα ότι επρόκειτο για νεροπίστολο. Η τέχνη είναι καλή αλλά εμένα με εξάντλησε. Σας κοινοποιώ την θλίψη μου για το πολιτικό θέατρο, για κάτι που εξαφανίζεται. Μπορεί να γράψει κανείς, μπορεί όμως και να κάνει κάτι, το να μιλάς είναι ασήμι, το να πράττεις είναι χρυσάφι. Τώρα σκέφτομαι ότι έγραψα για να μην αγωνιστώ».

Την πρεμιέρα της παράστασης παρακολούθησαν, μεταξύ άλλων, ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ο Θάνος Μικρούτσικος, η Λυδία Κονιόρδου και οι γονείς της νεαρής πρωταγωνίστριας, οι πρώην υπουργοί Γεράσιμος Αρσένης και Λούκα Κατσέλη. 
 


................................................................ 

Φραντς Ξάβερ Κρετς

Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται σε μια φάρμα της Βαυαρίας. Η πνευματικά καθυστερημένη Μπέππι υποφέρει από τη συναισθηματική ψυχρότητα των γονιών της, οι οποίοι, θύματα κι αυτοί της δικής τους άγνοιας, δεν την ενθαρρύνουν στο παραμικρό και τη σπρώχνουν όλο και περισσότερο στη μοναξιά. Ο μόνος που της δίνει σημασία είναι ο Ζεπ, εποχιακός εργάτης που δουλεύει κοντά τους, ένας αδέξιος, μοναχικός άντρας λίγο πριν από τη σύνταξη. Μια παράξενη ερωτική σχέση θα αναπτυχθεί ανάμεσα στο κορίτσι και τον ηλικιωμένο άντρα, μια σχέση ανάμεσα στην κακοποίηση και την τρυφερότητα, που θα έρθει στο φως όταν η μικρή θα είναι ήδη έγκυος.
Τι σημαίνει να έχεις γεννηθεί στερημένος, να μεγαλώνεις στερημένος, να στερείσαι από κάθε προοπτική; Τι σημαίνει να ζεις στο περιθώριο; Ποια είναι η σχέση της εξαθλίωσης με τη βία; Οι άνθρωποι πορεύονται στη ζωή τους σε συνθήκες που δε διάλεξαν οι ίδιοι. Αιχμάλωτη των γονιδίων, των γονιών και της γονιμότητάς της, τι ελπίδες έχει η νεαρή ηρωίδα να σπάσει τα δεσμά της;
Αυτά και πολλά άλλλα ερωτήματα που έθεσε το έργο με εκρηκτικό τρόπο όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, το 1972, μας απασχολούν και σήμερα, καθώς ένα νέο ρεύμα απαισιοδοξίας σαρώνει τις ελπίδες για οποιαδήποτε λύση.
 
Η παράσταση είναι ακατάλληλη για άτομα κάτω των 16 ετών.
 

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Γιάννης Σκαρίμπας: Φυγή προς τα εμπρός (21 Ιαν 2012 | tvxsteam tvxs.gr)

.............................................................

Γιάννης Σκαρίμπας: Φυγή προς τα εμπρός

tvxs.gr/node/82549
 

Γεννήθηκε 28 Σεπτεμβρίου του 1893 και «απόδρασε» στις 21 Ιανουαρίου του 1984. Έζησε στη Χαλκίδα. Κάτι τα «τρελά νερά» κάτι ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του, κάτι τα χρόνια που του έλαχαν, δημιούργησαν μια προσωπικότητα ικανή όχι μόνο να εισάγει υπερρεαλιστικά στοιχεία στη λογοτεχνία μας, αλλά και να βιώνει την πραγματικότητα με έναν ανάλογο τρόπο. Έγραψε ποίηση, πεζογραφία, θέατρο και κατάθεσε και μία δική του άποψη για τη σύγχρονη Ελληνική ιστορία. Όλα τα γραπτά του και όλη η ζωή του σημαδεύονται από μια αντιπαλότητα με τις παραδεκτές αξίες του νεοελληνικού πολιτισμού. Ταξίδεψε ελάχιστα, αλλά το μυαλό του έφευγε και η ψυχή του δεν βολευόταν πουθενά. Χρόνια μετά τον θάνατο του τα «τρελά νερά» εξακολουθούν να μας τον θυμίζουν.
Η ζωή του
Ο Γιάννης Σκαρίμπας ήταν γόνος ιστορικής οικογένειας από την Φωκίδα, αφού ο πατέρας του, Ευθύμιος Σκαρίμπας, ήταν απόγονος αγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Αίγιο  και τις ολοκλήρωσε στην Πάτρα. Το 1915 εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα, για να εργαστεί εκεί ως εκτελελωνιστής.
Στα γράμματα εμφανίστηκε κατά τη δεκαετία του 1910 με ποιήματα και πεζά που δημοσίευσε σε διάφορα περιοδικά της Αθήνας και στις εφημερίδες Εύριπος και Εύβοια της Χαλκίδας, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Κάλλις Εσπερινός. Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση με το πραγματικό του όνομα έγινε το 1929, όταν έλαβε το Α΄ βραβείο διηγήματος για το πεζό Ο καπετάν Σουμερλής ο Στουραΐτης, το οποίο δημοσίευσε στο περιοδικό Ελληνικά Γράμματα.
Ο μπαρμπα-Γιάννης Σκαρίμπας, όπως ήταν γνωστός στους φίλους του, έζησε όλη του τη ζωή στη Χαλκίδα και ταξίδεψε ελάχιστα. Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1984 και τάφηκε στο κάστρο του Καράμπαμπα.

Το έργο του
 
Ο Γιάννης Σκαρίμπας υπήρξε μια πολυδιάστατη φυσιογνωμία των Ελληνικών Γραμμάτων αφού ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη του γραφτού λόγου ,διήγημα, νουβέλα, ποίηση, μυθιστόρημα, ιστορικό δοκίμιο, θέατρο, Καραγκιόζη, σχολιογραφία κ.λ.π.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του συνόλου των κριτικών και των μελετητών του στη χώρα μας, σφράγισε με την παρουσία του την ελληνική ηθογραφία, για να συνεχίσει αργότερα σε άλλους χώρους που δεν είχαν καμιά σχέση με τον παραδοσιακό τρόπο γραφής.

Η πρώτη του εμφάνιση πραγματοποιήθηκε στα 1929, όταν απέσπασε ομόφωνα το πρώτο βραβείο του Διαγωνισμού του περιοδικού «Νεοελληνικά Γράμματα για «το πρωτότυπο ύφος του, την εκρηκτική του γλώσσα και τις πλούσιες εικόνες του που μοιάζουν με λαϊκές ζωγραφιές». Έτσι καθιερώθηκε από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση σαν συγγραφέας με δικό του προσωπικό ύφος, το περίφημο «α-λα-Σκαρίμπα» ύφος, όπως το αποκάλεσε τότε ο Κόντογλου αλλά και άλλοι μετέπειτα μελετητές του.
Μα ο Σκαρίμπας πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό με φαντασία αχαλίνωτη θα προχωρήσει τρία (3) χρόνια αργότερα (1932) στην έκδοση ενός καινούριου βιβλίου του («το θείο τραγί») και στα 1935 ενός άλλου βιβλίου του (ο «Μαριάμπας») του ίδιου με το προηγούμενο style. Και στα δυο αυτά βιβλία, όλα έρχονται τα πάνω – κάτω: Το γράψιμο γίνεται πιο άτσαλο, πιο αναρχικό. Το πραγματικό μπλέκεται με το φανταστικό, το κωμικό με το δραματικό. Και για πρώτη φορά το παράλογο θα κάμει την εμφάνισή του στη Λογοτεχνία μας. Αυτό θα φανεί πιο έντονα και στο πρώτο θεατρικό έργο του Σκαρίμπα τον «ήχο του κώδωνος» που παίχτηκε στη Χαλκίδα στα 1942.
Συνεχίζουμε εδώ την απαρίθμηση και άλλων έργων του Σκαρίμπα: Το Βατερλό δυο γελοίων, η Μαθητευόμενη των τακουνιών, Σπαζοκεφαλιές στον ουρανό, Τυφλοβδομάδα στη Χαλκίδα, όλα γραμμένα στο ίδιο παράλογο ύφος. Ο Σκαρίμπας παράλληλα με τον πεζό λόγο ασχολήθηκε και με την ποίηση που παρά τις ακροβασίες που έκανε στο στίχο και στη φόρμα της διατήρησε τη μουσικότητά της. Δεν ήταν κοινωνική ή πολιτική η μορφή της Σκαριμπικής ποίησης. Ήταν απλώς τραγούδι. Ελεγειακό ή ερωτικό είχε αυτό το περίφημο «α-λα-Σκαρίμπα» ύφος. Πολλά από τα ποιήματα του Σκαρίμπα μελοποιήθηκαν από αξιόλογους συνθέτες (Γ. Σπανός, Σαρ. Κασάρας, Χρ. Λεοντής, Ν. Άσιμος κ.ά.) και κυκλοφόρησαν σε δίσκους.
Ιδιαίτερο πάθος και αγάπη έτρεφε ο Σκαρίμπας για τον Καραγκιόζη που τον θεωρούσε το γνησιότερο είδος λαϊκού θεάτρου αφού μέσα απ’ αυτόν εκφράζονταν τα όνειρα κι οι καημοί του λαού κι ακόμα γιατί οι ρίζες του βυζαίνουν στην αρχαία μας παράδοση. Έγραφε σχετικά με το θέμα αυτό σε κάποιο βιβλίο του: «Τούτος ο ξυπόλυτος έρχεται ντρίτα από τα μυστήρια: τα ορφικά, τα ελευσίνια, τα διονύσια, όπως ο άνθρωπος έρχεται ντρίτα από τη μόδα. Ντεμοντέ είναι μόνον οι νεκροί, ενώ και η καρδιά του Έθνους δεν χτυπάει στα νάιτ-κλαμπ ούτε στα σαλονειακά κουκουβαγεία της Αθήνας».
Ο Σκαρίμπας έγραψε και θεατρικά έργα με κορυφαίο τον «Ήχο του κώδωνος» και άλλα στο ίδιο ύφος του παράλογου όπως: το «Σεβαλιέ Σερβάν της κυρίας», την «Κυρία του τραίνου», τον «πάτερ Συνέσιο», τα «Καγκουρώ», το «σημείο του σταυρού» κ.ά. Σημαντική ήταν η προσφορά του Σκαρίμπα και στην ιστορία που όπως πίστευε δεν έδιδε την πραγματική εικόνα του εθνικού μας βίου.
Έτσι ύστερα από πολύχρονες προσπάθειες και θυσίες κατόρθωσε να συγκεντρώσει πολύτιμα στοιχεία και να γράψει το πολυσυζητημένο τρίτομο έργο του, το «Εικοσιένα και η αλήθεια» που προκάλεσε αληθινό σάλο η έκδοσή του . Δε γράφει βέβαια ιστορία -με τη σωστή έννοια του όρου- στο τρίτομο αυτό έργο του ο Σκαρίμπας. Ανοιξε όμως διαδρόμους μέσα από τους οποίους οι ιστορικοί του μέλλοντος θα πορευτούν για ν’ ανακαλύψουν την κρυμμένη στα βαθιά σκοτάδια και τη σκόνη των Κρατικών Αρχείων αληθινή ιστορία του τόπου μας, που ως τότε ήταν τροφή των ποντικών, της υγρασίας των υπογείων.
Ο μπαρμπα-Γιάννης πολιτογραφήθηκε μέσα μας σαν μια συνείδηση, τόσο εθνική όσο και λαϊκή. Ήταν ένας απέραντος ποταμός σοφίας -λαϊκής σοφίας-, γνώσης, σπουδής, πάθους για τη γυμνή αλήθεια και αγωνιστικότητα. Είτε θυμόσοφος, είτε οργισμένος, είτε είρωνας σαρκαστής ο Γιάννης Σκαρίμπας ήταν η φωνή του καθένα μας. Στοχαστής μοναδικός και φύση ανήσυχη δεν μπόρεσε ποτέ του να βολευτεί με τη συμβατικότητα. Έμεινε απροσκύνητος, μέχρι τα στερνά του και πάντα οπλισμένος με το δραστικό λόγο του που δεν «χάριζε κάστανα» χωρίς ποτέ του να θεωρεί ότι είναι σπουδαίος.(Αποσπάσματα από κείμενο επιμέλειας του Νίκου Χατζηγιάννη)






ΟΥΛΑΛΟΥΜ

Στίχοι: Γιάννης Σκαρίμπας
Μουσική: Νικόλας Άσιμος
Πρώτη εκτέλεση: Νικόλας Άσιμος

Άλλες ερμηνείες:
Βασίλης Παπακωνσταντίνου


'Ήταν σα να σε πρόσμενα κυρά,
απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα,
κι έλεγα: Θα 'ρθει απόψε απ' τα νερά, κι από τα δάσα!

Θα 'ρθει αφού φλετράει μου η ψυχή

αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι,
και θα μυρίζει φώτα [ήλιο] και βροχή το νιο φεγγάρι!...

Και να, το κάθισμά σου συγυρνώ,

στολνώ την κάμαρά μου αγριομέντα,
και να μαζί σου κιόλας αρχινώ, χρυσή, κουβέντα.

Πως να... θα μείνει ο κόσμος με το "μπα"

που μ' έλεγε τρελόν, πως είχες γίνει καπνός
και - τάχας - σύγνεφα θαμπά, προς τη σελήνη...

Νύχτωσε και δε φάνηκες εσύ...

Κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωϊμένα! -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα), χρυσή, κ' εσύ με μένα!...

Τόσο πολύ μ' αγάπησες, κυρά,

που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
πάταγα γω - στραβός - μες στα νερά; κ' εσύ κοντά μου!...

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Από την είδηση ("Η Θεσσαλονίκη χάνει την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης της - Κλείνει λόγω οικονομικών προβλημάτων" (ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ στο "ΒΗΜΑ-on line" 25/11/2011, 16:28) και από μια "απολογία" ("ΑΥΓΗ", 26/11/2011) σε ένα στοίχημα.

..............................................................


Η Θεσσαλονίκη χάνει την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης της
Κλείνει λόγω οικονομικών προβλημάτων
Η Θεσσαλονίκη χάνει την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης της
Σκηνή από την παράσταση «Το νερό της ζωής», που είχε 
ανέβει στην Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» στη 
Θεσσαλονίκη




Δει δη χρημάτων η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» της Θεσσαλονίκης διακόπτει τη λειτουργία της, μετά από τριάντα δύο χρόνια. Χωρίς επιχορήγηση και μέσα στη δεδομένη οικονομική κρίση, τα πράγματα αποδείχθηκαν εξαιρετικά δύσκολα για ένα θέατρο που επιμένει στο ρεπερτόριο, το ελληνικό έργο και την ανάδειξη νέων καλλιτεχνών. Οπως επισημαίνει στην ανακοίνωσή του ο καλλιτεχνικός διευθυντής της, ο σκηνοθέτης Νικηφόρος Παπανδρέου, «είναι προφανές ότι το είδος του θεάτρου που υπηρετούμε, το ποιοτικό ρεπερτόριο, η ανάδειξη νέων συγγραφέων, σκηνοθετών, σκηνογράφων, το φυτώριο νέων ηθοποιών, το κόστος λειτουργίας μόνιμης στέγης, ο πολυμελής θίασος, η καλλιέργεια του πειραματισμού και της θεατρικής παιδείας, το χαμηλό εισιτήριο, όλα αυτά αποτελούν χαρακτηριστικά ενός θεάτρου που είναι μαθηματικώς αδύνατον να επιζήσει μόνο με τις εισπράξεις του, ακόμα και αν υπάρχει ικανοποιητική προσέλευση θεατών στις παραστάσεις του».


Παράλληλα, τονίζει ότι κατανοεί πλήρως της κρίσιμη οικονομική κατάσταση αλλά δεν παραλείπει να σημειώσει ότι «το να κλείνουν θέατρα αποτελεί σύμπτωμα παρακμής και επιδεινώνει τη γενικευμένη κρίση, οικονομική, κοινωνική, ηθική, που περνάει η χώρα», και σίγουρα έχει δίκιο.

Επέλεξε όμως να κατεβάσει την αυλαία και να αποχαιρετίσει το κοινό της στο θέατρο «Αμαλία» με τέσσερα έργα, τα οποία και παίζονται σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο - ως το τέλος Ιανουαρίου 2012. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει την κωμωδία του Κεν Λούντβιχ «Πανικός στα παρασκήνια», το έργο για παιδιά «Το νερό της ζωής», που είναι μια σύνθεση στοιχείων από το ομότιτλο παραμύθι των αδελφών Γκριμ και από άλλα λαϊκά παραμύθια, ελληνικά και ξένα, τη μουσική παράσταση-αναλόγιο «Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά», μια συμπαραγωγή της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης» και του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ και, τέλος, την «Ολεάννα» του Ντέιβιντ Μάμετ, μια παράσταση της θεατρικής ομάδας «Passatempo», σε συμπαραγωγή με την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης».



Ακολουθεί η επίσημη ανακοίνωση της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης της Θεσσαλονίκης, με την υπογραφή του Νικηφόρου Παπανδρέου:

«Επειτα από 32 χρόνια αδιάλειπτης συμμετοχής στη θεατρική ζωή της Θεσσαλονίκης, η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» είναι αναγκασμένη να ανακοινώσει την αναστολή της λειτουργίας της.


Πράγματι, τα τελευταία χρόνια η οικονομική κατάσταση του θεάτρου μας επιδεινώνεται διαρκώς, για γνωστούς αντικειμενικούς λόγους, όπως συμβαίνει άλλωστε με όλες τις πολιτιστικές δραστηριότητες. Η κατάσταση όμως έφτασε σε οριακό σημείο έπειτα από την απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού να μη δοθούν καθόλου επιχορηγήσεις για την περσινή θεατρική περίοδο. Πέρσι το φθινόπωρο, παρά την αβεβαιότητα που επικρατούσε, δεν είχαμε κρίνει σωστό, σε εποχή οικονομικής κρίσης και γενικής απαισιοδοξίας, να συντελέσουμε (στο μέτρο που μας αναλογεί), στη συρρίκνωση της καλλιτεχνικής ζωής της πόλης και στη γενικότερη αποκαρδίωση. Ετσι, υλοποιήσαμε κανονικά τον προγραμματισμό μας, με εναλλασσόμενο ρεπερτόριο και τέσσερα νέα έργα, ελπίζοντας ότι θα υπάρξει, έστω αναδρομικά, κάποια κίνηση εκ μέρους του Υπουργείου (όχι ειδικά για μας, αλλά για το επιχορηγούμενο θέατρο στο σύνολό του). Δυστυχώς αυτό δεν έγινε, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε σήμερα σε αδιέξοδο, με πολλά χρέη, απλήρωτους συνεργάτες, δάνεια με επαχθές επιτόκιο, κλπ.


Παρ' όλα αυτά, έπειτα από τη διαβεβαίωση ότι οι όποιες αποφάσεις για τη φετινή θεατρική περίοδο θα ανακοινωθούν εγκαίρως (πράγμα που δεν συνέβη), προχωρήσαμε στον σχεδιασμό της νέας σεζόν, με ένα πρόγραμμα που δίνει έμφαση στις συνεργασίες και τις συμπαραγωγές με άλλες θεατρικές δυνάμεις της πόλης, όπως επιβάλλουν οι δύσκολοι καιροί που περνάμε. Αρχίσαμε με μια φιλοξενία (το «Λιωμένο βούτυρο» από την ομάδα του Σίμου Κακάλα) και συνεχίζουμε δυναμικά με τέσσερις νέες παραστάσεις (δύο δικές μας και δύο συμπαραγωγές) μέσα στο δίμηνο Δεκεμβρίου-Ιανουαρίου. Ωστόσο, γίνεται κάθε μέρα σαφέστερο ότι η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί δεν έχει διέξοδο, κάθε παράταση διογκώνει ακόμη περισσότερο τα χρέη.


Γιατί είναι προφανές ότι το είδος του θεάτρου που υπηρετούμε, το ποιοτικό ρεπερτόριο, η ανάδειξη νέων συγγραφέων, σκηνοθετών, σκηνογράφων, το φυτώριο νέων ηθοποιών, το κόστος λειτουργίας μόνιμης στέγης, ο πολυμελής θίασος, η καλλιέργεια του πειραματισμού και της θεατρικής παιδείας, το χαμηλό εισιτήριο, όλα αυτά αποτελούν χαρακτηριστικά ενός θεάτρου που είναι μαθηματικώς αδύνατον να επιζήσει μόνο με τις εισπράξεις του, ακόμα και αν υπάρχει ικανοποιητική προσέλευση θεατών στις παραστάσεις του.


Φυσικά, κατανοούμε απολύτως ότι η οξύτατη οικονομική κρίση που ταλανίζει τη χώρα έχει μειώσει δραστικά τις δυνατότητες της Πολιτείας να στηρίζει τον σύγχρονο πολιτισμό. Και δεν παραβλέπουμε το γεγονός ότι οι στερήσεις και οι θυσίες που ζητούνται από τον ελληνικό λαό κάνουν να φαίνεται σε πολλούς πολυτέλεια η καλλιτεχνική δημιουργία και πρόκληση το αίτημα για την ενίσχυσή της. Ωστόσο, έχουμε την πεποίθηση ότι, ακριβώς σε εποχές κρίσης και ψυχικής καθίζησης, η τέχνη (μιλούμε γενικά, όχι ειδικά για τη δική μας περίπτωση) αποκτά ζωτική σημασία, μας δίνει μια ανάσα, μας βοηθάει να μη βουλιάξουμε ψυχικά, μας παρακινεί να στοχαστούμε με νηφαλιότητα, ενώ παράλληλα ενισχύει την κοινωνική συνοχή - αυτό ισχύει για τον πολιτισμό γενικά, και ιδιαίτερα για το θέατρο, που είναι κατεξοχήν τέχνη συλλογική, τέχνη της κοινότητας.


Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία, το να κλείνουν θεάτρα αποτελεί σύμπτωμα παρακμής και επιδεινώνει τη γενικευμένη κρίση, οικονομική, κοινωνική, ηθική, που περνάει η χώρα. Αλλά δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Ετσι, αφού παίξουμε τις νέες μας παραστάσεις για δύο μήνες, ώστε να κλείσει αυτός ο κύκλος δημιουργικά και ει δυνατόν χαρούμενα, θα διακόψουμε τη λειτουργία μας στο τέλος Ιανουαρίου.


Ευχαριστούμε το κοινό που μας στήριξε με την εμπιστοσύνη του όλα αυτά τα χρόνια, και τους συνεργάτες μας που τον τελευταίο καιρό μας επιχορηγούν με τη δουλειά τους». 


 και στην "ΑΥΓΗ" της 26/11/2011 ο Νικηφόρος Παπανδρέου "απολογείται":

"Απολογία" Ν. Παπανδρέου

Μιλώντας στην "Α", ο Νικηφόρος Παπανδρέου σχεδόν "απολογείται" για τη δημοσιοποίηση της απόφασής του αυτής: "Σε μια εποχή όπου περικόπτονται οι συντάξεις και καλπάζει η ανεργία, όπου πλήθος οικογένειες δεν έχουν χρήματα για θέρμανση, σχεδόν ντρέπεσαι ν' απασχολείς τον κόσμο με το κλείσιμο ενός θεάτρου. Φυσικά και μπορούν οι άνθρωποι να ζήσουν χωρίς το θέατρο, όπως μπορούν και χωρίς μουσεία, χωρίς ορχήστρες κ.λπ., αλλά, όπως λέει στη 'Σατραπεία' ο Καβάφης, και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις; Νιώθω λοιπόν αμήχανα να μιλώ τέτοια εποχή για τα βάσανα του θεάτρου, αλλά σκέφτομαι ότι τελικά η αναστολή λειτουργίας (ας το λέμε έτσι, για να μην απελπιζόμαστε) ενός θεάτρου της Θεσσαλονίκης, έπειτα από εκείνην του Αμφιθεάτρου, του Θεάτρου της Άνοιξης, του Ανοιχτού, ενώ παράλληλα απειλείται η ύπαρξη του πολύτιμου Θεατρικού Μουσείου, είναι 'οικονομίες' που δεν πρόκειται να σώσουν τη χώρα υλικά, ενώ θα τη βουλιάξουν ακόμη περισσότερο ψυχικά, πνευματικά, ηθικά".


 Φαινομενικά άσχετο σχόλιο που προσυπογράφουμε: 

"...Κι όσα συμβαίνουν είναι πρωτοφανέρωτα, ή τουλάχιστον ουδέποτε είχαν εκδηλωθεί με τέτοια οξύτητα στο παρελθόν. Και εδώ άλλωστε σαν βίαιος εμβρυουλκός, αισθημάτων και στάσεων αυτή τη φορά, λειτουργεί το Μνημόνιο και οι εφαρμοστικοί του νόμοι, μια ασφυκτική αλυσίδα που πνίγει αντιστάσεις, φθείρει συνειδήσεις, ανατρέπει ιδέες και βυθίζει στην ατομική και συλλογική κατάθλιψη. Δοκιμαστήριο έχει γίνει κάθε πολυκατοικία, κάθε χώρος όπου αναπτύσσονται οι παράλληλοι βίοι του αστικού μας πολιτισμού. Μικρή Βουλή η κάθε συνέλευση, με τα όρια και τις μικροαντιπαλότητές της, και με τον διαχειριστή σαν υπηρεσιακό πρωθυπουργό που δεν τον εμπιστεύονται ούτε όσοι τον επέλεξαν. Εδώ λοιπόν, εδώ και τώρα, δηλαδή με τους νέους όρους που επέβαλε η ραγδαία φύρα του χρήματος, δοκιμάζονται οι μεγάλες έννοιες, αυτές που ακούμε, άσαρκες, και στην Ανω Βουλή: «κοινωνική συνοχή», «αλληλεγγύη» κτλ. Και δοκιμάζονται σκληρά, γιατί τα πράγματα εκτός ρητορικής μόνο σκληρά είναι. Το αν θα αγοραστεί πετρέλαιο, και πόσο, και ποιες ώρες θα δουλέψει ο καυστήρας (και μάλιστα με τον φόβο ότι θα μείνουν πολλές οικογένειες δίχως καν ρεύμα, επειδή αδυνατούν να πληρώσουν το χαράτσι της ΔΕΗ) είναι ζήτημα σοβαρότατο. Αλλά το αν θα βρεθεί τρόπος να βοηθηθούν οι πιο στενεμένοι, να μην επικρατήσει η καχυποψία και ο εγωτισμός και να μην καταρρεύσει ο πολυκατοικίδιος μικρόκοσμός μας είναι ένα στοίχημα - με «παιζόμενο» το πρόσωπό μας. Είναι το ηθικό μας μνημόνιο. Αν τα κύτταρα διαλυθούν, το σώμα, το κοινωνικό σώμα, θα αποσυντεθεί." 

(από το άρθρο "Στο κύτταρο της πολυκατοικίας" του Παντελη Mπουκαλα "Καθημερινή", 27/11/2011)
 

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

"Στο μάθημα του κυρίου Γεωργουσόπουλου" (ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΧΡΟΝΑ LIFO, 20.9.2007)

..........................................................

http://www.lifo.gr/mag/features/225

ΘΕΑΤΡΟ 2007-08

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΧΡΟΝΑ
20.9.2007

Στο μάθημα του κυρίου Γεωργουσόπουλου

Έχει γράψει θεατρικές κριτικές που άφησαν ιστορία. Έχει δημοσιεύσει λίβελους που έκλεισαν σπίτια. Και στην επόμενη θεατρική σεζόν είναι αυτός που θα επηρεάσει πάλι τα θεατρικά πράγματα όσο ελάχιστοι. Αλλά, όπως εξομολογείται στον ποιητή Γιώργο Χρονά, ο τίτλος που προτιμά είναι του δασκάλου.

Στο μάθημα του κυρίου Γεωργουσόπουλου
 
 
Καμία κριτική δεν μπορεί να ανεβάσει καμία παράσταση, ούτε να την κατεβάσει. Έχω επαινέσει παραστάσεις που πήγανε φούντο και έχω κατακεραυνώσει παραστάσεις οι οποίες κάνανε μεγάλη εμπορική επιτυχία.


Έφτασε στην ώρα του, εκνευρισμένος από το ντύσιμο των φοιτητριών του. Το βρήκε κακόγουστο. Σαν ανόητη ενδυμασία σε θεατρικό έργο. Η φούστα τούς έφτανε στον πισινό. Η γενική εποπτεία του στο Λεξικό του Θέατρου του Πατρίς Παβίς, Εκδόσεις Gutenberg -οκτώ χρόνια, δούλευε με τους συνεργάτες του- προκαλεί θαυμασμό.
Τον βλέπω κάτω από τα φώτα στο καφέ του λαμπρού ξενοδοχείου, δίπλα στο σπίτι του, καθώς ριπές από τον αέρα του κλιματιστικού πέφτουν επάνω μας, κάνοντάς μας να πιστεύουμε πως έξω, στη λεωφόρο Μιχαλακοπούλου, ακόμα κυλάει ο Ιλισός, τ' αηδόνια λαλούν, βατράχια πηδούν στους βράχους, δίπλα στα χόρτα, κοτσύφια και κορυδαλλοί μας κοιτούν, έκπληκτα.
Κύριε Γεωργουσόπουλε, πηγαίνετε για να δείτε ένα θεατρικό έργο, για να γράψετε κριτική, και με καύσωνα -φέτος είχαμε τρεις φορές 47οC- και με χιόνια;
Βεβαίως πηγαίνω και στις δύο περιπτώσεις. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Παλιότερα, όταν ήμουνα νέος, στους χορούς του Ροντήρη, το καλοκαίρι, θυμάμαι, 1957-58 παίζαμε με μεγάλο καύσωνα, σε ένα θεατράκι που είχε διαμορφώσει ο Ροντήρης, στον Πειραιά, πάνω στο βουνό. Παίζαμε Πέρσες και ο κόσμος έβλεπε τη Σαλαμίνα. Ήταν πάνω στην Καστέλα. Ένα πολύ ωραίο θέατρο. Με τρομερό καύσωνα, που έκανε να πεθάνουν 70 γέροι στην Αθήνα, το 1987, είδα και τον Αλέξη Μινωτή, 90 χρόνων, Φιλοκτήτη, στην Επίδαυρο. Την ίδια μέρα ήταν τελικός Παγκοσμίου Ποδοσφαίρου και ο Μινωτής είχε 12.000 κόσμο. Αυτές είναι νίκες. Νίκες εναντίον του καύσωνα και εναντίον του ποδοσφαίρου.
Και της ηλικίας. Το γήρας νικάει τη νεότητα.
Εκείνη ακριβώς την ημέρα μου έδωσε ένα μεγάλο μάθημα ο Μινωτής. Υπήρξε μια μεγάλη αλληλοεκτίμηση με το γέροντα. Τον ακούμε να μας λέει πως φορούσε ένα μάλλινο κολάν που του είχε φτιάξει ο Διονύσης Φωτόπουλος και όταν σηκώθηκε από το χώμα, όπου είχε πέσει για τις ανάγκες του Φιλοκτήτη, δεν είχε μείνει ιδρώτας στο χώμα από το σώμα του. Φοβόμουν, είπε, πως θα γελοιοποιηθώ στο κοινό. Όμως δεν ιδρώσατε!, του είπε η κόρη μου. Ναι, παιδί μου, της είπε, ταλέντο είναι να διατάζεις τους ιδρωτοποιούς αδένες να μην ιδρώσουν. Το ίδιο πρέσβευε και ο δικός μου Δημήτρης Ροντήρης, που όριζε την υποκριτική ως τον απόλυτο έλεγχο πάνω στο νευρικό και στο μυϊκό σύστημα. Ούτε μεταφυσική ούτε τίποτα.
Το θέατρο γεννήθηκε στην Ελλάδα;
Για να είμαστε πιο ακριβείς, στην Αττική. Όχι στην Ελλάδα. Άλλο πράγμα η Αττική, γιατί το θέατρο, θα 'λεγε κανείς, είναι παιδί της δημοκρατίας. Και ειδικά της αθηναϊκής δημοκρατίας. Δεν μπορούσε να γεννηθεί πουθενά αλλού, γιατί είναι η αποθέωση, αισθητική αποθέωση, του διαλόγου. Ο διάλογος ουσιαστικά ανακαλύφθηκε σε αυτόν εδώ τον τόπο. Διάλογος σωμάτων στα γυμναστήρια, διάλογος και αντιπαράθεση γνωμών στα δικαστήρια, στη Βουλή, στην Εκκλησία του Δήμου, στους θεσμούς. Αυτό ήταν η αποθέωση του διαλόγου μέσα από την αισθητική. Βέβαια, ήταν η αποθέωση της ομορφιάς του διαλόγου, μέσα από την τραγικότητα της ανθρώπινης αντιπαράθεσης. Δεν μπορούσε αλλού να γεννηθεί. Να σκεφτείτε ότι στην κλασική περίοδο δεν υπάρχει θέατρο ούτε στη Θήβα ούτε στα Μέγαρα. Για να πάρω τις δυο πιο κοντινές πόλεις στην Αθήνα.
Ο Αισχύλος είναι δηλαδή ο πατέρας του όρου «θέατρο»;
Όχι ακριβώς. Είναι για μας, γιατί είναι τα πρώτα σωζόμενα έργα του Αισχύλου. Υπάρχουν όμως πριν από τον Αισχύλο ποιητές που δεν έχουν σωθεί τα έργα τους, οι οποίοι προδρομούν κατά κάποιον τρόπο. Είναι εκείνοι που προετοιμάζουν το δρόμο. Υπάρχει ο Φρύνιχος, πολύ σημαντική προσωπικότητα, απ' ό,τι φαίνεται στα βήματά του πάτησε ο Αισχύλος. Αλλά δεν μπορούμε να πούμε τίποτα αφού έχουμε το πρώτο σωζόμενο έργο της ανθρωπότητας, τον «παππού» των θεατρικών έργων, τους Πέρσες του Αισχύλου.
Πάτε προκατειλημμένος σε μια παράσταση;
Όχι, ποτέ. Είμαι, αντιθέτως, ο πιο διαθέσιμος άνθρωπος και πολλές φορές, ειδικά στην κωμωδία, χάχας. Θα σας πω κάτι που δεν θα το πιστέψετε. Κάποτε σε μια επιθεώρηση καθόταν δίπλα μου ένας συνάδελφος, κριτικός. Εγώ είχα πέσει κάτω ξεραμένος στα γέλια με τα καμώματα που έκανε ο Σταυρίδης στη σκηνή. Όταν φύγαμε, την επομένη το έφερε η συγκυρία, ο συνάδελφος προηγήθηκε στην κριτική από μένα και έγραψε ένα διθύραμβο και εγώ έγραψα έναν λίβελο.
Της Βασιλειάδου, του Μουστάκα τα έργα σάς ένοιαζαν;
Ήμουν θαυμαστής τους. Θα σας πω αυτό το ανέκδοτο - έτσι φαντάζει πια: Όταν ήρθε ο διάσημος ιστορικός του κινηματογράφου Σαντούλ από το Παρίσι, με τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο τον πήγαμε σε όλα - στον Κουν, στο Εθνικό Θέατρο, και τον πήγαμε και στο Ακροπόλ. Έπαιζε επιθεώρηση με τον Αυλωνίτη, τον Χατζηχρήστο, τη Βασιλειάδου, τον Μακρή, τον Σταυρίδη. Όλα αυτά τα θηρία. Και βγαίνοντας έξω παραλίγο να μας λυντσάρει που τον πήγαμε στις «σαχλαμάρες»! Εμείς στη Γαλλία τέτοιους κωμικούς δεν έχουμε ούτε μισό! Τον μισό τον έχουμε, είναι ο Φερναντέλ, μας είπε.
Υπάρχουν παραστάσεις που σας έχουν μείνει αλησμόνητες στην ελληνική θεατρική σκηνή;
Πάρα πολλές. Νομίζω ότι αυτές είναι, αγαπητέ μου κύριε Χρονά, ο κανόνας για τον οποίο εγώ κάνω κριτική. Εγώ πιστεύω ότι η κριτική δεν είναι μεταφυσική, δεν ψωνίζεις από κάποιο μεταφυσικό χώρο, είναι αυτό που υπάρχει ένα παζάρι που για τα κριτήριά σου έχει αξίες, είναι οι πράξεις. Τον πήχη τον ανεβάζουν μεγάλοι ηθοποιοί και οι μεγάλες παραστάσεις. Λες, αυτόν το ρόλο τον έπαιζε ο Μινωτής, αυτόν το ρόλο η Παξινού, αυτόν το ρόλο ο Λογοθετίδης. Κι από κει και πέρα ανεβάζεις κατά καιρούς τον πήχη σου για να κρίνεις τα άλλα πράγματα. Αρκεί να μην είναι πολύ απόλυτος. Μη λες, αυτόν το ρόλο τον έπαιξε μια μεταφυσική οντότητα και γίνεσαι άδικος.
Ο Κατράκης;
Ο Κατράκης θα μου μείνει αξέχαστος εμένα, στο ρόλο του Μίσκιν, στον Ηλίθιο, όταν κάποια στιγμή έχει γυρισμένη την πλάτη του, είναι μέσα στο σαλόνι της Φιλίποβνα. Είναι αυτό που λέμε πάρτι, γλεντάνε όλοι, και μπαίνει μέσα ο Καρούσος, ο οποίος έπαιζε τον Ντραγκόζιν, και τους πετάει τα λεφτά στα μούτρα. Και εκείνος παίρνει τα λεφτά και τα πετάει στο τζάκι. Είχε γίνει αυτό που λέμε γενική αίσθηση. Ο Κατράκης είναι σε μία γωνιά με πλάτη και αυτή την πλάτη δεν θα την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.
Τι είχε αυτή η πλάτη;
Η πλάτη είχε μέσα την μεγάλη έκπληξη για τα ανθρώπινα, τη μεγάλη απόσταση από τα ανθρώπινα. Όπως είναι ο Μίσκιν. Ήταν ένα χάος. Μου θύμισε εκείνη τη σκοτεινή σπηλιά που, όπως λέει ο Όμηρος στην Οδύσσεια κάποια στιγμή, είναι ένα λαγούμι και βγαίνουν οι ψυχές και φεύγουνε. Φεύγει και έρχεται ο Αίαντας και φεύγει, χάνεται μέσα στο ύψος. Είναι μεταξύ ζωής και θανάτου. Αυτή η αγιότητα που είχε πέσει μέσα στο βούρκο.
Υπάρχει μια φωτογραφία της Κάλλας με τον Βισκόντι. Η Κάλλας φαίνεται από τον κότσο της και από το πίσω μέρος. Είναι πρώτη φορά όπου τα οπίσθια μίας γυναίκας αναγνωρίζονται ως πρόσωπο. Και είναι η Κάλλας με τον Βισκόντι.
Φυσικά. Τι λέγαμε για τον Μινωτή πριν, κάθε ίνα που είναι ταλέντο. Αυτό που ελέγχεις το μυικό σύστημα. Που ελέγχεις το νευρικό σύστημα. Θυμάμαι την Κατερίνα, της έχω γράψει ένα κομμάτι, με πήρε τότε συγκινημένη, είχε πια φύγει από το θέατρο, «κύριε Γεωργουσόπουλε, δεν ήξερα ότι υπάρχει ένα νέο παιδί που μπορούσε να βλέπει πώς βάζω και βγάζω τα γάντια» μου είπε. Και της έλεγα ότι αυτή ολόκληρη η τελετουργία, το μπαίνω, πετάω τα γάντια, φεύγω νευρικά από τα γάντια - φεύγει από τον εραστή της φορώντας τα γάντια που την εγκαταλείπει, μόνο από τα γάντια, είναι ταλέντο. Ή ο τρόπος που έμπαινε στη σκηνή ο Χορν. Ο Χορν έμπαινε στη σκηνή σαν να τον σπρώχνανε.
Σαν να τον πετάγανε.
Ακριβώς. Δεν ήθελε ποτέ να μπει. Κι όταν έμπαινε μέσα έπρεπε να κάνει κάτι. Όπως όταν έρχεται ένα παιδί στον κόσμο έκπληκτο.
Ή πέφτει στην πισίνα με το νερό και πρέπει να σωθεί.
Ναι. Το ίδιο και η Λαμπέτη. Η Λαμπέτη είχε την εντύπωση ότι πιάνει τα πράγματα κάθε φορά για πρώτη φορά. Δηλαδή ο τρόπος που άγγιζε τα πράγματα ήταν σαν να τα εγκαινιάζει για πρώτη φορά.
Ο Καβάφης, που λέει ότι παρ' όλο που είχε κάνει πολλές φορές έρωτα κάθε φορά ήταν σαν να πήγαινε για πρώτη φορά.
Αυτό.
Αυτό τι είναι; Η Αχερουσία λίμνη; Σιλωάμ; Η αιωνιότητα;
Γιατί όχι. Νομίζω ότι είναι η έκπληξη μπροστά στο υπάρχειν.
Λούζεσαι κάθε φορά σαν παιδί.
Ναι, γιατί κλαίμε όταν βγούμε στον κόσμο; Ουσιαστικά για μια διαμαρτυρία που βγήκε μέσα από το σκοτάδι της ασφάλειας της μήτρας και από την άλλη μεριά η τραγωδία της μητρότητας. Δηλαδή, βγαίνοντας στον κόσμο ξέρεις ότι αυτό είναι η αρχή του τέλους.
Αν σας ζητήσω να μου κάνετε μία λίστα ηθοποιών που εκτιμάτε, ποια θα είναι αυτή η λίστα;
Ζώντων;
Ας ξεκινήσουμε από τους πεθαμένους. Είναι πιο ασφαλής η τοποθέτησή σας.
Κοιτάξτε, από τους πεθαμένους, νομίζω ότι το μεγάλο παράδειγμα, που εγώ έζησα έτσι, δεν μπορώ να πω από την ιστορία του πράγματος ποιοι αφήσανε το σημάδι τους πίσω, σαφώς είναι ο Μινωτής. Ένα μεγάλο κατόρθωμα αυτοπειθαρχίας, ένα αυτοκατόρθωμα. Διότι ο Μινωτής δεν είχε προσόν. Κατασκεύασε τον ηθοποιό εαυτό του και τη φωνή του, ακόμα και την κουλτούρα του. Μην ξεχνάμε ότι ο Μινωτής ξεκίνησε ως υπάλληλος της Εθνικής Τραπέζης και βρέθηκε πάνω στο πατάρι της σκηνής τυχαία. Έφτασε ο Βεάκης με το θίασό του και παίρνανε για τον Οιδίποδα χορό, που δεν μιλούσε, απλώς για μπούγιο. Και ανέβηκε ο Μινωτής επάνω. Και ο Μινωτής, όταν κάποια στιγμή αρρώστησε ο αγγελιοφόρος, είπε «εγώ μπορώ να σας κάνω τον αγγελιοφόρο». Και το βράδυ έπαιξε τον αγγελιοφόρο και του λέει ο Βεάκης «έλα μαζί μας». Άλλαξε το όνομά του, από Μινωτάκης το έκανε Μινωτής, γιατί σχεδόν τον αποκλήρωσε ο πατέρας του. Αυτοκατορθώθηκε, δεν υπάρχει αμφιβολία.
Έφτασε κανείς τον Μινωτή;
Κοιτάξτε, θα μπορούσε να τον έχει φτάσει ο Κατράκης αν δεν είχε την περιπέτεια του βίου του, την πολιτική, που είχε μεγάλα κενά. Κι αν φυσικά είχε πνεύμα να παίζει για ένα μεγάλο ρεπερτόριο, όπως ο Μινωτής στο Εθνικό Θέατρο. Ο Κατράκης σχεδόν καταξιώθηκε σε μια εποχή που θα έπρεπε να τον έχει απορρίψει. Ήταν κάτι που το έλεγε με θάρρος και με ειλικρίνεια. Έλεγε εγώ μπήκα στο Εθνικό Θέατρο επί χούντας. Έπαιξε τον Οιδίποδα και τον Προμηθέα Δεσμώτη επί χούντας. Χωρίς να κάνει υποχωρήσεις στην πολιτική του. Ίσως τη Χούντα τη βόλευε αυτό, διότι έδειχνε «να εμείς ακόμα και τον Κατράκη τον έχουμε». Αλλά από κει και πέρα; Έπαιξε τον Δον Κιχώτη, έπαιξε τον Οθέλλο, έξι εφτά πράγματα μέσα στη χούντα, στο κλειστό και στην Επίδαυρο.
Μου μιλάτε για τον Κατράκη και για τον Μινωτή. Και οι δύο είναι από την Κρήτη. Τελικά η Κρήτη γεννάει και ηθοποιούς μεγάλους;
Νομίζω ότι είναι η συγκυρία. Η πολιτικοοικονομική συγκυρία. Δηλαδή ήταν μια προχωρημένη αστική κοινωνία σε μια εποχή με κουλτούρα στο βάθος.
Ιταλών;
Και τα Επτάνησα. Μεγάλους ηθοποιούς τα Επτάνησα. Ο Παντόπουλος ήταν από τα Επτάνησα, οι Ταβουλάρηδες, μεγάλοι ηθοποιοί του παρελθόντος. Ήταν απ' τα Επτάνησα, δεν είναι τυχαίο. Δεν έχουμε ηθοποιούς από την Ήπειρο. Και δεν φταίει η Ήπειρος γι' αυτό. Έχουμε μεγάλους τραγουδιστές από την Ήπειρο, όμως. Και μεγάλους μουσικούς. Έτσι δεν είναι; Έχουμε μεγάλους ηθοποιούς από την Τουρκία, από τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη. Την Κυβέλη. Ο Γληνός ήτανε από εκεί.
Άλλοι ηθοποιοί που είναι στη λίστα σας; Ήδη βάλαμε Κατράκη και Μινωτή. Πεθαμένους πάντα.
Είναι η Λαμπέτη, ο Χορν, για μερικά πράγματα.
Η Μανωλίδου;
Για μένα ήταν η πιο σημαντική ηθοποιός του αιώνα. Χωρίς να έχει την ευκαιρία, γιατί δεν ήταν ταμένη.
Παγκοσμίως ή στην Ελλάδα;
Νομίζω ότι αν μιλούσε μια άλλη γλώσσα θα μπορούσε. Τον τρόπο με τον οποίο έπαιξε Γουίνι η Μανωλίδου δεν τον έχω δει ποτέ από κανέναν. Και έχει αποτυπωθεί, ευτυχώς, σε κείνη την καταπληκτική ηχογράφηση που έχει κάνει ο Μάνος Χατζιδάκις, στο Τρίτο Πρόγραμμα. Την έχουν βγάλει σε δίσκο από τον Σείριο. Η γυναίκα αυτή κατόρθωσε να δώσει νόημα στο συνδετικό «και». Διότι ακριβώς η Γουίνι δεν είναι τίποτα άλλο, είναι η υπαρξιακή διαθεσιμότητα μιας γυναίκας η οποία πιάνεται από τις λέξεις για να επιβιώσει. Όσο πιο πολύ γεύεσαι τις λέξεις τόσο επιβιώνεις. Αυτό είναι όλο το έργο. Το δράμα της Γουίνι και του Μπέκετ είναι ότι προσπαθούν να σωθούν με τις λέξεις. Ένας ιδιότυπος, φιλοσοφικολογοτεχνικός νομιναλισμός. Από τα ονόματα. Όσο υπάρχουν λέξεις μπορεί να τις αναφέρει, υπάρχει, αλλιώς θα πεθάνει. Αυτή λοιπόν γευόταν το «και». Έχω δει τη Μαντλέν Ρενό, έχω δει κόσμο και κοσμάκη. Σαν τη Μανωλίδου καμιά.
Πόσα χρόνια εξασκείτε την κριτική σας στα «Νέα»;
Στα «Νέα» είμαι από το 1989, αλλά στην κριτική από το 1970. Γιατί προηγήθηκε η θητεία μου στο καθημερινό «Βήμα», που όταν έκλεισε πέρασα στα «Νέα». Άρα πάμε στα 37 χρόνια.
Έχετε φανταστεί σε κανένα όνειρό σας ή έστω σε εφιάλτη αν θα σας ρωτήσει ο Άγιος Πέτρος, αν έχετε βλάψει, αν έχετε κατεβάσει παράσταση, αν έχετε μετανιώσει;
Όχι, καταρχήν είμαι σίγουρος ότι η απάντησή μου θα είναι τίμια και θα είναι αυτή που πιστεύω. Καμία κριτική δεν μπορεί να ανεβάσει καμία παράσταση, ούτε να την κατεβάσει. Έχω επαινέσει παραστάσεις που πήγανε φούντο και έχω κατακεραυνώσει παραστάσεις οι οποίες κάνανε μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Που τις είχατε θάψει.
Τελείως. Θριαμβεύουν εις βάρος μου.
Στη Νέα Υόρκη ισχύει να κατεβαίνουν έργα από κριτικές.
Δεν θα ήθελα να ζω και να κάνω κριτική στη Νέα Υόρκη. Είδα κάποτε πως έκανε κριτική ο Κερ. Η μεγαλύτερη μορφή κριτικής στην Αμερική. Έγραφε τις περίφημες κριτικές των 100 λέξεων στους «Times». Αν ήταν αρνητική κριτική, το έργο κατέβαινε την επομένη.
Αυτό είναι sic, όμως;
Αυτό λέγεται ναζισμός. Λέγεται φασισμός. Ξέρετε πώς έγραφε κριτική; Απαιτούσε να δει τη γενική δοκιμή μόνος του. Φυσικά δεν ήτανε γενική δοκιμή, ήταν κανονική παράσταση. Η γενική δοκιμή γινότανε την παραμονή. Την έβλεπε, λοιπόν, μόνος του και την επομένη που ήταν η επίσημη πρεμιέρα πήγαινε στο θέατρο για να δει και τις αντιδράσεις του κοινού. Με πήγανε να τον δω. Στο διάλειμμα πήγαινε και τηλεφωνούσε την κριτική του από το θάλαμο του μπαρ. Και έβλεπες τους υπαλλήλους να κοιτάνε μέσα από τα τηλεφωνικά κέντρα να δούνε τι λέει. Θα υπάρχουμε αύριο; Θα μπορέσουμε αύριο να συνεχίσουμε τη δουλειά μας; Και ξέρετε ποιο ήταν το τραγικό, όταν τέλειωνε το θέατρο στις 11 το βράδυ, απέξω ήταν οι εφημεριδοπώλες και πουλάγανε την έκδοση των «Times» τη νυχτερινή, με την κριτική του. Αυτό λέγεται φασισμός. Είμαι ευτυχής που είμαι σε μια χώρα που υπάρχουν πέντε έξι εφτά συνάδελφοι, που διαφωνούμε μεταξύ μας. Πολλές φορές άρδην και καθέτως διαφωνούμε. Και νομίζω ότι αυτή είναι η ζύμωση.
Αν περάσουμε στους σημερινούς ηθοποιούς, άντρες και γυναίκες, ποιους θα βάζατε στη λίστα σας;
Από τους ζώντες ηθοποιούς, θα ήθελα να πω οπωσδήποτε δυο ανθρώπους που βρίσκονται πια στο τέλος της καριέρας τους, και οι οποίοι έχουν σημαδέψει την εποχή τους. Η μία είναι η Ασπασία Παπαθανασίου, πολύ μεγάλη τραγωδός, και το καλύτερο όργανο στο ελληνικό θέατρο, η Άννα Συνοδινού.
Η Βέρα Ζαβιτσιάνου;
Η Βέρα Ζαβιτσιάνου έχει αδικήσει τον εαυτό της, γιατί δεν έχει αυτή τη συνέχεια που είχανε οι άλλες. Δεν ξέρω για ποιους λόγους. Ό,τι έπαιξε όμως, γι' αυτό το θεωρώ κρίμα, ό,τι έπαιξε και όταν χρειάστηκε να παίξει, νιώθουμε ότι έχει λάμψει.
Αν συνεχίζατε, θα παίρνατε ποιους ηθοποιούς;
Έχω την εντύπωση ότι το μεγάλο ταλέντο αυτής της εποχής, ανεξαρτήτως από άλλου είδους σχόλια που δεν έγιναν, είναι ο πιο δυναμικός και ταυτοχρόνως ο πιο πολύτεχνος ηθοποιός του θεάτρου, ο Γιώργος Κιμούλης. Ο οποίος κάνει λάθη φοβερά, που έκανε κι ο Βεάκης. Δηλαδή λάθη κινήσεως και λάθη ερμηνευτικά. Αλλά δυνάμει είναι το πιο λαμπρό ταλέντο. Επίσης ο Βογιατζής είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός. Και επίσης ένας πολύ συμπαθητικός σκηνοθέτης. Ο Χρίστος Τσάγκας, ο οποίος είναι ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να κάνει τους μεγάλους ρόλους. Για λόγους δικούς του, δεν είναι συνεχώς στην επικαιρότητα. Δηλαδή δεν παίζει συνεχώς. Να σας πω κάτι, έχει πολύ μεγάλη σημασία αν ο ηθοποιός παίζει. Έχω πει και άλλες φορές ότι η αδικία που γίνεται εις βάρος των σύγχρονων ηθοποιών σε σχέση με τους παλιούς είναι ότι είναι ευνοημένοι από το γενικότερο κλίμα της καλλιτεχνίας σήμερα. Λέγαμε για τον Κιμούλη ή για τον Τσάγκα ή για τον Βογιατζή. Ο Βογιατζής το πολύ να παίξει έναν ή δύο ρόλους το χρόνο. Στα 20 χρόνια έχει παίζει 40 ρόλους. Τους έπαιζε σε ένα μήνα ο Βεάκης.
Είναι τρέλα;
Τι περιουσία είναι, όμως, αυτό. Μου έλεγε κάποια στιγμή ο Μινωτής, το 1965 κάναμε πρόβα το πρωί Σίλερ, το μεσημέρι παίζαμε μαθητική παράσταση Δημήτρη Μπόγρη, το απόγευμα παίζαμε Μολιέρο και το βράδυ παίζαμε Σαίξπηρ. Και γύριζε και μου 'λεγε κοιτώντας με στα μάτια, πότε ήμουν ο εαυτός μου; Ποτέ. Περνώντας από τέσσερα διαφορετικά ύφη, τέσσερις διαφορετικές σχολές, τέσσερις διαφορετικές νοοτροπίες. Γάλλος, Άγγλος, Γερμανός, Έλληνας από την Ελευσίνα. Που σημαίνει ότι υπήρχε ένας αυτοματισμός, περίεργος τρόπος με τον οποίο δουλεύανε. Αμέσως μπαίνανε στις καταστάσεις, παίζανε με υποβολέα και έπρεπε να μεταστοιχειώνουν πολλές φορές το λόγο σε πάθος σε ένα δευτερόλεπτο.
Θεωρείτε το σκηνογράφο, τον ενδυματολόγο, το φωτιστή, όλους αυτούς τους ανθρώπους, σημαντικούς για μια παράσταση;
Σημαντικότατους, αρκεί να μην προσπαθούνε να ξεπεράσουν τα όριά τους.
Να μη γίνουν σαρδανάπαλοι.
Όχι μονάχα αυτό. Να μην προσπαθούν να επιβάλλουν τη δική τους άποψη εις βάρος πολλές φορές του κοινού ενδιαφέροντος.
Και τώρα που όλα είναι στο φως, χωρίς μαγεία -τηλεοπτική- τι ελπίζει στο μέλλον το θέατρο;
Εγώ είμαι αισιόδοξος για το θέατρο. Νομίζω ότι κατά καιρούς το θέατρο πέρασε κρίσεις. Ξέρετε πόσες φορές έχει αναγγελθεί ο θάνατος του θεάτρου; Όταν εμφανίστηκε ο κινηματογράφος τέλειωσε αυτό το πράγμα. Έχουν γραφτεί άρθρα πάνω σ' αυτό. Μετά, όταν εμφανίστηκε η τηλεόραση. Τώρα πια αναγγέλλεται πάλι με το ίντερνετ. Δεν θα πεθάνει το θέατρο. Αυτή η επαφή ακριβώς του ανθρώπου με τη ζωντανή αναπαράσταση, μίμηση πράξεων ζώντων, ίσως είναι μια τρομακτική εμπειρία. Πάρα πολύ μεγάλη εμπειρία και μεγάλη παρηγοριά.
Θα σας πω μερικά ονόματα ανθρώπων ηθοποιών, γυναικών, να μου πείτε τη γνώμη σας, σε μια δυο λέξεις.
Λυδία Κονιόρδου.

Σπουδαίος μάστορας του θεάτρου, σπουδαία εργάτρια πάνω απ' όλα και μια γυναίκα με πείσμα και με άποψη για τη θεατρική δουλειά.
Καρυοφυλλιά Καραμπέτη.

Πολύ σημαντική ηθοποιός που αδικεί πολλές φορές τον εαυτό της.
Όλια Λαζαρίδου.

Μία από τις πιο ευαίσθητες χορδές του ελληνικού θεάτρου.
Αμαλία Μουτούση.

Μέγα τάλαντο.
Άννα Κοκκίνου.

Μια γυναίκα η οποία πρέπει να ξεπεράσει τις ανασφάλειές της. Γιατί έχει μεγάλο ταλέντο.
Αγλαΐα Παππά.

Είναι μια ηθοποιός εν δυνάμει. Δεν έχει ακόμα αποδώσει το άπαν των δυνατοτήτων της.
Μαρία Ναυπλιώτου.

Έχω προσωπικό λόγο· ήταν μαθήτριά μου. Είναι έξοχο κορίτσι και έξοχη ηθοποιός. Και τρυφερός άνθρωπος.
Και η Ρούλα Πατεράκη;

Σπάνια. Σπουδαία. Μοναδική.
Εξακολουθείτε να έχετε την ίδια γνώμη για κάποιους ηθοποιούς από την αρχή που τους είδατε και είσαστε αρνητικός ή τους είδατε να εξελίσσονται σχεδόν σαν να διάβασαν την κριτική σας;
Το αντίστροφο. Έχω πολλές φορές προαναγγείλει το τάλαντο ενός ηθοποιού και αργότερα πιθανόν να με απογοήτευσε. Υποδέχτηκα ένα πολύ μεγάλο τάλαντο, τον Στάθη Ψάλτη. Και δεν παύω να πιστεύω ότι οι δυνατότητές του είναι άπειρες. Από κει και πέρα, ο καθένας επιλέγει το δρόμο του.
Σας λείπει η σκηνοθεσία του Μίνου Βολανάκη;
Πάρα πολύ.
Η γνώμη σας γι' αυτόν;
Δυο σκηνοθέτες, που τους θεωρούσα από τα σημαντικότερα πράγματα σε αυτόν τόπο, ήταν ταυτοχρόνως δυο λόγιοι σκηνοθέτες. Έχει σημασία και από τον τρόπο που εγώ προσλαμβάνω αυτή τη δουλειά. Ο ένας ήταν ο Αλέξης Σολομός και ο άλλος ήταν ο Μίνως Βολανάκης. Και με τους δυο πολλές φορές βρέθηκα σε μεγάλη αντίθεση. Αλλά και οι δυο, πρέπει να το ομολογήσω αυτό, ήταν πάρα πολύ συγκαταβατικοί μαζί μου και πάρα πολύ ανοιχτοί σε επικοινωνία. Στον Μίνω οφείλω το εξής: δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ και είχε αρνηθεί να βγει στην τηλεόραση. Βγήκε μόνο μία φορά, σε διάλογο μαζί μου. Μια δίωρη κουβέντα που κάναμε για τον Μπότο Στράους.
Έχει συμβεί να φύγετε από παράσταση; Ποιο ήταν το έργο;
Μια φορά. Το έργο αυτό ήτανε ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο του 19ου αιώνα. Λέγεται, η Κοινωνία των Αθηνών, του Σοφοκλή Καρύδη. Ένας πολύ σπουδαίος συγγραφέας. Το ανέβασε, λοιπόν, ένας θίασος στον Πειραιά, και ήταν ντροπή. Σηκώθηκα κι έφυγα από την παράσταση.
Πόσες αρχαίες τραγωδίες έχετε μεταφράσει;
Έχω μεταφράσει αυτήν τη στιγμή 32.
Πόσες υπολείπονται;
Άλλες 12.
Γεννηθήκατε στην πόλη που είναι κοντά στον ποταμό Σπερχειό. Με το όνομα Λαμία.
Ναι. Το Ζητούνι της Τουρκοκρατίας.
Ποιος σας οδήγησε πρώτος στο θέατρο; Στη Λαμία, στην Αθήνα, στα περίχωρα της Λαμίας, πού;
Κοιτάξτε να δείτε, είχα έναν πατέρα φοβερά θεατρόφιλο. Ο πατέρας μου ήταν φιλόλογος ήταν ένας άνθρωπος παθιασμένος με το θέατρο. Ήταν εδώ και έκανε μετεκπαίδευση τη δεκαετία του '30, παρακολούθησε όλη τη μεγάλη ακμή του θεάτρου. Δηλαδή τις μεγάλες παραστάσεις του '34, '35, '36, '37. Βρήκα εγώ στο σπίτι τα προγράμματα των παραστάσεων. Ακόμα και τώρα θυμάμαι διανομές που τις διάβαζα 9-10 χρόνων, γιατί τα ξεφύλλιζα αυτά τα πράγματα. Ο πατέρας μου σχεδόν με ώθησε να κάνω θέατρο. Και πρέπει να πω ότι είχε θυμώσει που δεν έκανα υποκριτική. Από τους σπάνιους πατεράδες, που δεν μου το συγχώρησε ποτέ, ότι έγινα θεωρητικός του θεάτρου, παρ' όλο που είχα ένα μεγάλο εφόδιο. Εγώ τελείωσα με άριστα τον Ροντήρη. Ο Ροντήρης έδωσε το τελευταίο του άριστα το 1940 στον Χορν και το επόμενο το '60 σε μένα. Αλλά παρ' όλα αυτά δεν ήθελα εγώ να κάνω θέατρο. Ομολογώ ότι είχα απογοητευτεί για τον τρόπο που ήταν οργανωμένο το θέατρο εκείνη την εποχή και δεν με ώθησε τίποτα στη σκηνή.
Αν σας ζητούσα να κάνετε μια λίστα με έργα του ελληνικού και του ξένου λόγου; Δέκα έργα, ξεκινώντας από τον Αισχύλο και φτάνοντας μέχρι τη Λούλα Αναγνωστάκη.
Κοιτάξτε να δείτε, με αιφνιδιάζετε.
Με τους Πέρσες πρώτα;
Δεν θα έλεγα οι Πέρσες. Για μένα το βιβλίο των βιβλίων όλων των εποχών είναι η Ορέστεια. Η Ορέστεια είναι πολύ μεγάλο κείμενο. Είναι ο Οιδίποδας Τύραννος, του Σοφοκλή. Είναι οι Βάκχες του Ευριπίδη. Σαφώς θα πρέπει να βάλω κι έναν Αριστοφάνη μέσα, και θα ήθελα ένα φιλολογικό έργο, δηλαδή τους Βάτραχους, όπου υπάρχει η πρώτη επαγγελματική κριτική στην ιστορία του θεάτρου, η οποία γίνεται από ένα δραματουργό. Αντιπαραθέτει ο ποιητής το ύφος και την ιδεολογία δυο μεγάλων ποιητών, του Αισχύλου και του Ευριπίδη. Και κάνει κριτική κάθετη. Γλωσσική, ιδεολογική, υφολογική κριτική. Από κει και πέρα νομίζω, το επόμενο στάδιο είναι η Ερωφίλη. Είναι ένα μεγάλο κείμενο. Ακόμα θα μπορούσα να πω την Τρισεύγενη του Παλαμά, τη Στέλλα Βιολάντη του Ξενόπουλου, έτσι, για να πάρω απ' όλες τις περιόδους. Σαφώς το Φυντανάκι του Παντελή Χορν, γιατί εγκαινίασε ένα ολόκληρο είδος. Και μετά, βεβαίως, είναι ο Καμπανέλλης, χωρίς καμιά αμφιβολία, και φυσικά οπωσδήποτε η Λούλα Αναγνωστάκη, που είναι μια τελείως διαφορετική γραφή σε σχέση με την υπόλοιπη γραφή. Ο Παύλος Μάτεσις. Για μένα το σημαντικότερο έργο του Παύλου Μάτεσι είναι το Προς Ελευσίνα ή η Εξορία. Πολύ μεγάλα κείμενα. Και φυσικά ένα από τα τελευταία έργα του Γιώργου Διαλεγμένου.
Και αν πηγαίναμε στο ξένο ρεπερτόριο;
Εκεί υπάρχει ο Σαίξπηρ, κολοσσιαία περίπτωση, ο Άμλετ. Από κει και πέρα είναι ο Ταρτούφος, του Μολιέρου. Είναι ο Φάουστ του Γκαίτε. Ο Πιραντέλο είναι μια μεγάλη, καινούργια γραφή, ο Τσέχοφ. Ο μεγάλος συγγραφέας για μένα του μεταμοντερνισμού είναι ο Στρίντμπεργκ. Όλο το μοντέρνο θέατρο το οφείλουμε σ' αυτόν. Και βεβαίως ο μεγάλος συγγραφέας του 20ού αιώνα, που θα μείνει και στον 21ο αιώνα, είναι ο Μπέκετ. Όλοι οι άλλοι θα σβήσουνε. Πρόσφατα που είχε έρθει ο Πίντερ στην Ελλάδα και φάγαμε ένα βράδυ μαζί, του είπα ότι κατά την ταπεινή μου γνώμη εσείς και ο Μπέκετ θα επιβιώσετε στον 21ο αιώνα. Και μου είπε πολύ αυστηρά, ο Μπέκετ, κυρίως.
Και από τους Αμερικάνους ποιον θα διαλέγατε, τον Ευγένιο Ο'Νιλ;
Εγώ νομίζω ότι ο Έντουαρτ Άλμπι είναι ο μεγάλος συγγραφέας της Αμερικής. Με το Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ.
Η πόλη που θα ζούσατε αν δεν ζούσατε εδώ;
Θα μπορούσα να ζήσω εφόρου ζωής στη Βενετία. Πρέπει να σας πω ότι κάθε φορά που πηγαίνω στην Ευρώπη, αν δεν περάσω από τη Βενετία νομίζω ότι δεν πήγα στην Ευρώπη. Περνώ να πάρω το άρωμά της και φεύγω. Ομολογώ ότι είχα πολύ σημαντικές εκεί συναντήσεις. Τυχαίες συναντήσεις. Κάποια στιγμή εκεί είναι το θαύμα. Πέρασα μία γωνία και είδα τον Πάουντ. Περπάταγε ο Πάουντ. Κάποια στιγμή βρέθηκα σε μία γκαλερί και βλέπω απέξω μια αφίσα που έλεγε Ντε Κίρικο. Και μπαίνω μέσα και ήταν ο Ντε Κίρικο. Και έπιασα κουβέντα στα ελληνικά μαζί του. Αυτό μόνο στη Βενετία μπορεί να σου συμβεί. Πουθενά αλλού.
Να ελπίσουμε ότι τα άρθρα σας στα «Νέα», που παραπέμπετε σε χορογραφίες, θεατρικές παραστάσεις, σε μουσικούς που τιμούν την Ελλάδα διεθνώς, έφτασαν στα αυτιά του Λούκου και της ομάδας του και θα δούμε του χρόνου έργα του σπουδαίου Παύλου Μάτεσι και των άλλων Ελλήνων που αναφέρετε;
Μακάρι, διότι κάτι τέτοιο είναι παρήγορο. Το άνοιγμα που έγινε, παραδείγματος χάριν, φέτος στην πεζογραφία του Δημητρίου ήταν μία έξοχη παράσταση. Και έλεγα, γιατί δεν θα μπορεί να υπήρχε μια, δυο, τρεις, τέσσερις παραστάσεις ακόμα. Εγώ σκέφτηκα φέτος γιορτάζεται στην περιφέρεια παραδείγματος χάριν, ο Μαμαγκάκης. Και δεν σκέφτηκε κανένας ότι ο Μαμαγκάκης έχει μελοποιήσει τον Μπολιβάρ, που φέτος είναι το έτος Εγγονόπουλου. Γιατί όχι ο μέγας Μαμαγκάκης με τον Μπολιβάρ στο Ηρώδειο; Καλός ο Λοΐζος, αλλά ο Μαμαγκάκης να κοιμάται στην Πέτρα - στην Πετρούπολη; Και αυτή η βραδιά με τις «ουσίες» στο Ηρώδειο; Μου φάνηκε περίεργη.
Στη Λαμία καλλιεργούνε ακόμα χασίσι;
Δεν ξέρω, ομολογώ. Δεν ξέρω.
Άμα έχει ξηρό κλίμα προσφέρεται, λένε, όπως η Καλαμάτα, ο Πύργος.
Δεν ξέρω.
Ούτε καπνίσατε ποτέ στη ζωή σας;
Όχι. Κάπνιζα τσιγάρο, μέχρι το '83. Κάπνιζα 100 τσιγάρα την ημέρα.
Έχετε διαβάσει, όμως, Τα άνθη του κακού, του Μπωντλέρ. Στο πρωτότυπο.
Βεβαίως. Και ξέρετε έχω πάρα πολλούς φίλους ρεμπέτες. Είχα φιλία με τον Μητσάκη, με τον Τσιτσάνη. Με τον Τάκη Μπίνη.